lets-arelis
Oct 11, 2020
nan goldin
Αίθουσα τέχνης Rebecca Camhi-Ναν Γκόλντιν, Επιλεγμένα έργα
Η Ναν Γκόλντιν[Νέα Υόρκη,Ε.Π.Α,26-9-1953]στο έργο <<Sunny Splashing in the pool,lʼHotel,Paris,2008>>[Cibachrome print][30x40´´/76x102cm]δείχνει μία γυναίκα σε περιβολή από νερό που ευρίσκεται σε αναταραχή από την ίδια,όπως ενδεχομένως και η συναισθηματική της κατάσταση.H αναταραχή του ύδατος δίνει στη γυναίκα ανάσες ζωής από αυτό το παιχνίδι με το νερό που σύμφωνα με τον Θαλή τον Μιλήσιο[Μίλητος,Τουρκία,624 π.Χ-Μίλητος,Τουρκία,545 π.Χ] από αυτό προέρχεται η αρχή του κόσμου.Ο φωτογραφικός φακός παγώνει την κίνηση του ύδατος μέσα στον χρόνο.
Στο έργο <<Jabalowe with Pair of Cacti,Hetel II gabiano,Chia>>[Cibachrome print][30x40´´/76x102cm]η καλλιτέχνης παρουσιάζει έναν ημίγυμνο άνδρα να ατενίζει την τροφή στο πιάτο χωρίς να την γεύεται.O ίδιος προτιμάει την ανάπαυση στην κλίνη του και δε φαίνεται να πεινάει.
Στο έργο <<The Peacock After The Fire@ Deyrolle,Paris,2008>>[Cibachrome print][30x30´´/76x76cm]εκτίθεται ένας πλουμιστός τάως και το έργο συμβολίζει την επιβίωση της υπερηφάνειας,της έπαρσης και της αλαζονείας μετά την καταστροφή που υπέστη το εν λόγω ζώο.
Στο έργο <<Isabella as a ghost,2004>>[Cibachrome print][76,2x101.6cm]ένα παιδί ντυμένο στα λευκά και με ένα υπόδημα στο πόδι με την στάση του σώματος και των χεριών του μοιάζει να εξορκίζει το κακό.
Στο έργο <<Orlando and Lilly doing ballet,Brooklyn,2006>>[Cibachrome print][30x30´´/76x102cm]δεσπόζει η ισορροπία στο παιδικό παιχνίδι ανάμεσα στο κορίτσι και το αγόρι με την ξέγνοιαστη στάση των σωμάτων τους.Το παιχνίδι συνεχίζεται στον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο του σπιτιού σε σύμπνοια με τον σκοτεινό, εσωτερικό χώρο που φωτίζεται από τη χαρά και την ανεμελιά των παιδιών.
Στο έργο <<The Goat Burned After the Fire @ Deyrolle,Paris,2008>>[Cibachrome print][30x30´´/76x76cm]ένας τράγος παρουσιάζεται ως μουσειακό έκθεμα μεταδίδοντας την απέραντη γνώση του στο κοινό και αποτελώντας πηγή έμπνευσης όλων των μουσών.Ο τράγος διατηρείται στη ζωή ως έργο τέχνης παρά τον τραυματισμό του, συμβολίζοντας το απέθαντο στοιχείο της γνώσης.
Στο έργο <<Sarah and Kat Having Sex,Hudson,NY,2006>> [Cibachrome print][30x40´´/76x102cm]μία γυμνή γυναίκα εμφανίζεται ως εφαψίας σε μία άλλη που μοιάζει ναρκωμένη ή καθευδόμενη στο κρεβάτι και η καλλιτέχνης επισημαίνει με τον τρόπο της πως δεν υφίσταται ερωτική ανταπόκριση πάντα στις σεξουαλικές διαθέσεις των άλλων.
Sponsored
💖 Find Your Perfect AI Girlfriend
Ready for a unique connection? Meet your dream AI girlfriend who understands you, shares your interests, and is always there for intimate conversations. No judgment, just pure companionship!
💋
Steamy chats and intimate moments, available 24/7
💝
Personalized girlfriend who adapts to your desires
✨
100% private & secure - what happens here, stays here
🔥 Special Offer: Start Your Journey Today! 🔥
lets-arelis
Dec 8, 2019
article beatrice acra
Μελάνυθρος-Μπεατρίζ Άκρα-Το μέλλον που δεν φανταστήκαμε.
Η Μπεατρίζ Άκρα[πόλη του Μεξικό,Μεξικό,1952]στο έργο"Άλμπατρος"[Περιοδικό Μundo][Χειροποίητο χαρτί/γκραβούρα]παρουσιάζει μορφές με κοχύλια στην κεφαλή,υπογραμμίζοντας ότι η σκέψη είναι πολύτιμη όπως το μαργαριτάρι.
Στο έργο "Απέραντο τίποτα"[Περιοδικό Μundo][Χειροποίητο χαρτί/γκραβούρα][Μαδρίτη,1911]εκθέτει έναν άνθρωπο σε αναπηρικό καρότσι χωρίς να το έχει ανάγκη και να διαβάζει, ενώ το κεφάλι του καλύπτεται από ένα ψάρι, τουτέστιν χαρακτηρίζεται από σκέψη αθωότητας.
Στο έργο "Αγναντεύοντας"[Μαδρίτη,1903]η κοπέλα με τη χελώνη στην κεφαλή, ενώ ρεμβάζει όπως έχει φανεί έχει σκέψη αργή.
Στο έργο "Απαγορευμένα παιχνίδια"[Παρίσι,1906]ένα δίπολο γυναικών ερωτοτροπεί με κρεμμύδια στο κεφάλι και η καλλιτέχνης τονίζει το ατελεύτητο στοιχείο της ερωτικής τους πράξης.
Στο έργο "Το μέλλον που δεν φανταστήκαμε"[Γκραβούρα][Παρίσι][1911]η καλλιτέχνης ποδηλάτες με τους οφθαλμούς στην κεφαλή παρουσιάζει και την άποψη ενδεχομένως να εκφράζει ότι τους διέπει η λογική ή η μονοδιάστατη γωνία η οπτική.
Μελάνυθρος χώρος τέχνης
Ζάππα 4,Αθήνα,Τ.Κ 116 35,
Τηλέφωνο επικοινωνίας: + 00 30 210-3636904
Ωράριο λειτουργίας:
Τρίτη -Παρασκευή: 17.30-21.00
Σάββατο: 11.00-14.30
http://www.melanithros.gr
[emailprotected]
Διάρκεια έκθεσης: 29-11--2019 ως 14-12--2019
lets-arelis
Oct 23, 2019
between innercosmic and supernatural-greek version
ΜΕΤΑΞΥ ΕΝΔΟΚΟΣΜΙΚΟΥ
ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΥ
[ΛΟΓΟΣ ΔΑΙΜΟΝΙΚΟΣ]
ΑΡΕΛΗΣ/ARELIS
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ
ΙΕΡΕΑΣ
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
ΠΑΠΑΔΟΠΑΙΔΙΑ
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Ο χώρος στον οποίον εκτυλίσσεται το θεατρικό έργο είναι ένα διαμέρισμα στον 666o όροφο ενός ουρανοξύστη στη Νέα Υόρκη εν έτει 2007. Η πρώτη σκηνή της Πρώτης Πράξης απ’ την τελευταία της Τέταρτης 40 ημέρες χρονικώς απέχει.
Μία έφηβη δαιμονισμένη και στο κρεβάτι της με χειροπέδες δεμένη, των αδελφών της μητέρας της θα δεχθεί τις επισκέψεις: ενός ψυχολόγου και ενός ιερέα.
Μέσα απ’ τη συνομιλία τους για ζητήματα θρησκείας επιδιώκει να εκβάλλει τα δαιμόνια που έχει εντός της ο ιερέας. Ο ψυχολόγος μέσω ερωταποκρίσεων και με αφορμή ζητήματα αρχαιολογίας και τέχνης, σ’ ένα ψυχολογικό πόρισμα να καταλήξει αποπειράται για να προχωρήσει στην μέθοδο θεραπείας.
Η τελευταία πράξη θ’ αποκαλύψει μυστικά μοιραία και προσωπικές αυταπάτες που θα οδηγήσουν στην καταστροφή τον ψυχολόγο και τον ιερέα.
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ 1η
(Εισέρχεται ο ψυχολόγος στο δωμάτιο που μια δαιμονισμένη σε κατάνυξη είναι στην κλίνη της αγκυροβολημένη. Μία υπηρέτρια απ’ την καρέκλα της υπολογίζει τον σφυγμό στο χέρι της δαιμονισμένης.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Πως είναι;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Καθημερινώς αρτίως αριθμημένη. (Ξεφυσάει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Το παίζει Αλάσια ελέπτολις γιατί είναι στο δικό της χέρι…
(Ανοίγει τα σεντούκια της ψυχής της τότε η δαιμονισμένη.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν είμαι πίτυλη γραμμή γονδολιέρη… (Σε γλώσσα τεθλασμένη.) Διακρίνω ότι αφαίρεσες την βέρα σου απ’ της ιξέως σου το χέρι… (Με πυγμή.) Με ποια μοιχαλίδα περιπλεκόσουν πάρωρα μεσημέρι; Μία κεφαλή ιακή σε πιάτο ήμουν ως προδόρπιο, για να ξεπηδήσει απ’ το καπέλο σου ένα καρβέλι…
(Ο ψυχολόγος ελαφρώς καταιονισμένος.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Το δακτυλίδι του Τηνιακού φτερού αφαίρεσα, ώστε της οικοδομής μου η άρθρωση να μην υποφέρει. (Χωρίς το όμμα του το δικό της να νυμφευθεί.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τον Betnor της γυναικός του Πετεφρί πάντοτε σταθμεύεις… Τα πνεύματα μου το σιγοψιθύρισαν χθες το βράδυ με φάρο τη σελήνη! (Με βεβαιότητα.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ποια νομίζεις ότι είσαι;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Μια ερμαφρόδιτη, που έχει δύο σκλάβους με αλυσίδες στην ποδιά της! Ο Εταιριάρχης της στα Ουράνια ν’ ανακάμπτει!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Τουλάχιστον είναι ο πριμικήριος της Κυριακής;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αξιολογότερος απ’ τα κομμέρκια που πρόκειται να λάβεις! (Αγανακτισμένη.) Του Καρνείου το άγαλμα ελετό σ’ ένα θρόνο το βλέπεις; (Μετατοπίζει την κεφαλή της ως βαλλιστοφόρος δρόμων στο άγαλμα απέναντι απ’ το κρεβάτι.) Πως του Σκόπα την στάση μπορείς να μεθερμηνεύσεις;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Του σκήπτρου τα διακριτικά διαδίδεται πως οι έδρες είναι…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όπως και οι Φρύγες στις επιτάφιες στήλες… Το βλέμμα τους δεν ναυπηγεί ποτέ αυτών των Σκανδιναβών …
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ακριβώς έτσι… (Με οργασμό.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ατενίζουν την Γροιλανδία παράλληλοι με τον καθρέφτη… (Περιμένοντας την αναπληρωματική απάντηση.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ναι…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Επιστήμονα νήπιε της πεντάρας… Τους Ολύμπιους εισήγαγαν σε θρόνους των Πεισιστρατίδων οι μαρμαροποιοί, γιατί δεν υπόκεινται στον διαβήτη της φθοράς που η σιτοδεία ακινησίας επιφέρει … Ρολόϊ δεν υφίσταται στην απόλυτη ακροφοβία… (Χτυπά το Ωρολόγιο στις δώδεκα το μεσημέρι και ο δείκτης πέφτει.)
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Κάποια νεράιδα Rogers σου υφήρπαξε το κοίτασμα απ’ το στόμα; (Στον ψυχολόγο προσδεμένη και μ’ ένα ένυδρο πανί τα έλκη στις χείρες της δαιμονισμένης θεραπεύει. Κατά τα φαινόμενα σχιστόλιθος ο ψυχολόγος για να κατακερματίσει την πανωλεθρία της γεύσης, με προσποιητή έλξη.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ποια του αρχαϊκού μειδιάματος η ρίζα στους κούρους και στις κόρες;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η τετραγωνική ή η φυτική;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Αμφότερες.
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ας εκκινήσω με την τετραγωνική: η ακοή της τροχαλίας τους σε παραβολή μ’ εσένα… Υπήρχαν αιώνες πριν αναγεννηθείς και ευελπιστούν ότι θα υπάρχουν χιλιετίες πολλές μετά από εσένα… Η καταφρόνηση του πένητα που παρακαλεί για ιχώρ και μέλι… (Μια μέλισσα τον ψυχολόγο ελλοχεύει και εκείνος με του χεριού του ένα νεύμα στον Ζέφυρο την φονεύει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Και η φυτική; (Από ένα ποτήρι με νερό στο κομοδίνο της ξαφνικά ανθίζει ένα γιασεμί.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είναι της τεχνολογίας προπομποί. Ο λιθοξόος στον έσχατο βαθμό τα τυποποιεί. Όλα ρομπότ και σε εργοστάσια υπολογιστές ηλεκτρονικοί. (Ο εκτυπωτής απ’ το γραφείο της αυτομάτως λειτουργεί.)
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Να φέρουμε λίγο λιβάνι για να εκδαιμονισθεί; (Επιτελώντας απερίσπαστη την εργασία της.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η Έμμεσα ήταν ανέκαθεν η όλκιμή μου πολιτική…
(Ο ψυχολόγος Ισλανδός παίζει μ’ ένα στυλό στο χέρι και στο στόμα του ως Αντιφώντας το θέτει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Οι υδρίες γιατί έχουν οπές στις νεκροπόλεις;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Για να βλέπει ο Ετρούσκος μέσα απ’ την οπή τι στη Κόλαση διαφεντεύεις… (Του κλείνει πονηρά το μάτι.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ιδού της αρχαιότητος η δαιμονολόγος… (Καγχάζοντας, την σημαδεύει με στυλό στο σημείο της καρδιάς και την τοξεύει.) Πληροφορήθηκαν οι αναγνώστες μας ότι για των Εβουρώνων τις σπονδές οι υδρίες δεν καρποφόρησαν …
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Η γεωμετρία της φαντασίας… (Με ύφος δήθεν κρίνου και με υπεραιμία.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Αλήθεια γιατί του Κτήσιου το χρυσελεφάντινο άγαλμα δεν έχει κοστολογηθεί; (Της υπηρέτριας το κόσμημα από χαυλιόδοντες παρατηρεί.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Για ν’ αναλογισθείς το ύψος του και την θέση σου την ακροσφαλή. (Σηκώνεται όσο της επιτρέπεται και ξαναπέφτει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μα δεν μπορώ γιατί δεν έχει κυματοθραυσθεί τίποτε από αυτό… Στων άλλων τις διαδόσεις απιστώ εν γένει…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ:Του Φρόιντ όμως την πρωτοκυκλαδική εκτυπώνεις… Εκτός και αν είσαι συνομήλικός τους … Έτσι είναι οι θεοί… Οι βίοι τους μεταδίδονται σε παραλλαγές μυθώδεις… Το δικό σου αμφίβιο απ’ τον Υπερίωνα να περισώσεις…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ομιλεί ο Ζευς ή το Πνεύμα του Διός;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Έχουν τον διαλογισμό μέσα μου και οι δυο τους…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Και ποιος ήταν ο αγρευτήρ του Γανυμήδη; (Εποπτεύοντας την φωτογραφία στο κομοδίνο του ίδιου και του ιερέα.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όποιος και αν ήταν θα ήταν ο δίχως κάγκελα Φορσέτι… (Σπάει του ψυχολόγου η καδένα και πέφτει καταγής.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας γιατί κάηκε απ’ τον υϊό του πυρός; (Ανάβει ένα τσιγάρο.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Την Σίβυλλα της Ερυθραίας για να προικοδοτώ!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ιδού τ’αρχεία της απολεσθείσης γαιανθρακομηχανικής γνώσης! Ιδού το Συνεκδοχικό Λογισμικό! (Της πιάνει το χέρι για να της στιγματοδοτήσει τον παλμό.) Δεν είχαν οι σφίγγες στις αρχαιοελληνικές επιτύμβιες στήλες χαρακτήρα αποτροπαϊκό; (Μία σφίγγα εισέρχεται και εκείνος με την μπότα του την σιδερώνει.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χάρτης της ψυχής του. Ένας σφραγιδόλιθος στην επιθανάτια τούρτα ως στεφάνη! Λερναία Ύδρα είναι όλοι οι Κέλτες όπως εγώ! (Κοιτάζει σε μικρογραφία τα σύνεργα του Θωρ που διακοσμούν την κουβέρτα στο κρεβάτι.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Γνώριζα πως για να μην συλήσει κάποιος τον τάφο είχαν χωροθετηθεί! Υπήρχαν και αναθέματα. Μήπως την παρουσία τους θεωρείς εκ παραδρομής;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αυτές είναι του Κάτω Κόσμου οι διαθήκες των αμοιβών … Της διάλεξης που μετέγγισα προ ολίγου είναι αρωγός… Το ακανθώδες του ήθους είναι πια θωρητό… (Ο πουνέντες ένα βιβλίο ιστορίας φυλλομετρεί στο κομοδίνο απ’ τις Θερμοπύλες μέχρι και της Πύδνας των μαχών.) Απ’ την μετάβαση του τύμβου εις το μνημείο το ταφικό πρέπει να υπάρχει η διάκριση και η εξατομίκευση στο κακό…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Δεν προσημείωσες οι πυραμίδες ποιον είχαν σκοπό; (Με τα χέρια του σα να είναι κωφάλαλη κάνει ένα σχήμα κωνικό.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Σου επαναφέρουν το sotto in su το τριγωνικό. Το σχήμα με τον όγκο δίνει της επαφής την ευκολία. Χωρίς του μήλου την πτώση θα είναι η Παροδικότητα του Ουρανού σημαδούρα των θεών! Όλους θα τους διαδεχθώ!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Γιατί στου Αμενόφεως την μυθολογία οι θεοί μεταμφιέζονται Αραμαίοι ή Ίβιδες στο πενήντα τοις εκατό; (Κοιτάζοντας στα ενώτια της υπηρέτριας έναν σκαραβαίο.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο Μωαβίτης με τα σκιρώνεια σανδάλια δίχως να προσαραχθεί σ’ ενοίκιες εικόνες δεν μπορεί να εκτοπισθεί. Η έννοια της Γοργούς με ψηφιοποίηση νοσφισμού πρέπει να ταξινομηθεί σε κατηγορικό συλλογισμό. (Με ύφος άριστης μαθήτριας.) Στις παραστάσεις δεν είναι ζώο αυτό που βλέπεις σαν το κεφάλι στο βακτριανόκορμο του κυνός. Μοιάζει μα δεν είναι αυτή η γειτνιέστερη απόδοση των Θεών.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Όλοι αυτοί δεν αποθεώνονταν αν και Τρέβηροι, ενώ στην μήτρα τους υπέβοσκε το αγλεουρώδες;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Η Στέπα έχει θεοποιηθεί…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ποιος χειροποίησε τον Χόντουρ;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Έμβρυες ερωτήσεις…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όπως του τηλεφώνου σου οι κλήσεις;
[Ο ψυχολόγος απ’ την τσέπη του βγάζει το τηλέφωνό του το φορητό και με Δείμο διαπιστώνει ότι έχει «Επαναγωγή» το δαιμονικό.] Της τεχνολογίας του θαύματος οι δύο κύκλοι επαφιόμενοι ο ένας στον άλλον και σίγουρα όχι της φύσης! Η Γαία δεν διαθέτει οικονομική παρά μόνον την δική της οντολογική. (Στο κινητό του ο ψυχολόγος έναν ίππο ορά με Λύδου μορφή.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Δεν είναι επινοήματα ο Πήγασος, ο Νέσσος ή η Χίμαιρα της αρχαίας ελληνικής φαντασίας;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ:Είναι υβρίδια της αρχαίας ελληνικής βιο-τεχνολογίας. Απομιμείται την προτεραία τεχνογνωσία, για να μεταθέσει την επιούσα στην αριθμητική!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο ανιμισμός του Καδούρκου μέσω των αστρονομιών υπήρξε ανέκαθεν η Στήλη της Ροζέτα των Ακουϊτάνιων Διαφωτιστών.
(Η υπηρέτρια ανάβει την λάμπα του φωτιστικού στο κομοδίνο και στο έργο της δριμύτερη θα επανέλθει.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ως αντέκταση δίκοπων σοφιστών …
(Ο ψυχολόγος στο τασάκι του κομοδίνου το τσιγάρο παραχρήμα σβήνει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ:Γιατί ταύρων προσβεβλημένων από λέοντες υπάρχουν χοροστάσια τυπωμένα στις πινακίδες των Μυκηνών;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Γιατί ο ήλιος μαστιγώνει με τις λεπίδες του την γη; Ποιος ο βουλλωτής; Το χώμα ή το πυρ; Είναι καύσων ο πυρήν της γης… (Απ’ το γραφείο εμφανίζει στην οθόνη ένα ηφαίστειο ενεργητικό ο ηλεκτρονικός υπολογιστής.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Τόσες δεκαετίες νόμιζα ότι αποκρυσταλλωνόταν το ιδεώδες του ιξευτή… Το κυνήγι στον Μεσαίωνα νόμιζα ότι ήταν προνόμιο των φεουδαρχών…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Και παλαιότερα του Έγκυρ… (Ξαφνικά αυτομάτως η τηλεόραση λειτουργεί και δείχνει στη Βρετανία την Μεγάλη το κυνήγι της αλωπεκής.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο μύθος και η μαγεία ανήκουν στην σφαίρα από κρύσταλλο και βήρυλλο του Dr Nτή ! (Αδιάσειστος.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ένα ξέρω… Οι μάγοι με τα δώρα που υποδέχθηκαν στην φάτνη τον Χριστό ήταν αστρολόγοι· όχι ιερείς ή ψυχολόγοι… (Το ηφαίστειο πηγάζει λάβα απ’ του υπολογιστή την οθόνη.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Και εγώ που νόμιζα ότι ένα χελάνδιο ακολούθησαν που μετακόμισε του Χριστού τον κλώνο…
(Βλέποντας μια αφίσα του Ηρακλή σε κόμικ, ο ψυχολόγος το χαϊδεύει σε τόνο σκωπτικό.) Γιατί ο Μιξόμβροτος καταχράστηκε τον τρίποδα τον δελφικό;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ίσως γιατί λαβές υπήρχαν στα ειδώλια των ίππων… Στις εικόνες οι Σασσανίδες αρέσκονται και όχι στις σκιαψίες…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Πώς εξηγείται η ύπαρξη στην κοιλιά των γεωμετρικών αγγείων αποτυπωμάτων δακτυλικών;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όλοι τα Σατουρνάλια τιμούν· ουδείς τον Ερεχθέα…
(Ο ψυχολόγος Σεβήρος και σβούρα αλυχτά στην κλίνη της δαιμονισμένης.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Γιατί οι σκύλοι στα αγγεία γίνονται στα ελάφια κριάρια;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Σαν γίνεις φίλος με κάποιον απεργείς στον Έρωτα και να είσαι ορειβάτης … (Ο ψυχολόγος απ’ το δάπεδο, αναστηλώνει τον δείκτη του ρολογιού και μ’ αυτό την ανασκολοπεί.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Και όχι γιατί η Φώσφορος στον Έρωτα δεν ήταν μιασμένη;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αρχίζει ο Aratron μου τον Ψυχοπομπό σου να τον απορυθμίζει και να τον πολτοποιεί. Τα νούφαρα δεν αντιστρατεύονται όπως ο έρως την ποιμενική …
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Το πνεύμα μου θ’ αφομοιωθεί στο τέλος απ’ του Βοώτη τη ροή… (Χτυπώντας με το ένα δάκτυλο ανεπαισθήτως την σβάστικα με την οποία η κεφαλή της έχει χαραχθεί.) Πως ο Μαίανδρος στους αμφορείς θα γίνει ο Απόκοπος του Μπεργαδή;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όπως οι κωδίκελοι στα ανιόντα παραγωγής… Εσοχή ή εξοχή αναλόγως της γωνίας της καλειδοσκοπικής… (Μισοκλείνει τα μάτια της.) Στο Κολοσσαίο της ήττας ο φανός ή της Νίκης της Οκταβιανής…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Και όχι γεωμετρικά κύματα που απεικονίζουν πεντάρια; (Δεν λαμβάνει ουδεμία απάντηση. Απτόητος προχωρεί.) Η τεθλασμένη γραμμή τι θέλει να πει; (Παίρνει ένα καλάμι απ’ το καλάθι και το σπάει.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Λυγίζουν και σε θλάση έχουν τα κόκαλά τους και οι πιο δυνατοί…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Το ημικύκλιο; (Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής δείχνει στην οθόνη μια έκλειψη ηλίου αποσπασματική.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Θα γίνει δραχμή κάποια στιγμή. Η διάμετρός του όμως είναι ανάγκη να βιωθεί, αλλιώς πως η ακτίνα του θα μετρηθεί; Ή πως το μέγεθος του μηδενός θα εκλυθεί;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Πιστεύω πως το τέλειο είναι ένας κυλινδιόμενος κύβος σ’ έναν άλλον…
(Ξαφνικά σείεται το διαμέρισμά τους και πλαγγόνες κερένιες λιποθυμούν απ’ τα έπιπλά τους. Η υπηρέτρια απ’ τον λήθαργό της στη καρέκλα έχει αποσυμφορηθεί και φωνασκεί.)
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Σεισμός! (Κρύβεται κάτω απ’ το κρεβάτι και μετά την σεισμική δραστηριότητα, στρατοπεδεύει εκεί. Οι άλλοι δύο στις θέσεις τους χωρίς διαταραχή.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Απ’ την σύγκρουση των τεκτονικών πλακών δεν οφείλονται οι σεισμοί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Στην φλούδα του υδατοπέπονα εμμένει, δίχως τα κουκούτσια να εποπτεύει… Δαίμονες σαν και εμένα με τα σκάφανδρά τους είναι πιράνχας στις κρηπίδες της γης…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Το όνομά σου;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Του … Του… (Σπαστά.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μόνον αυτό;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Επώνυμα διαθέτω οκτάρια όπως και οι αστικές τέρψεις.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Κάποια μυθωδία εναλλακτική στον Σείστη θ’ αποδοθεί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η Γη όπως και ο Άτλας κάποτε λόγω των Νουμιδών και της ιδιοτροπίας τους γίνονται Κορδελλιέροι… Να τους βαλσαμώνει στο στομάχι της απ’ το να την περιδιαβαίνουν προτιμεί… (Γελάει σαν να την γαργαλούν στην κοιλιά.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Όπως ο Εωσφόρος δηλαδή έχει εξεγερθεί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Του Θεού το σκυρόδεμα μετά βίας στα νώτα του συγκρατεί … Η μονάδα είναι μελιταίος όταν είναι σαλευτή…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Εντέλει τα φαινόμενα της Χλωρίδας είναι οι μικρογραφίες των Ρημών… Ποια τα Προλεγόμενα για τους τυφώνες;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Εκποδών απ’ την βαρύτητα τους Σαμνίτες παίρνουν με τον δημοτικό τους… Είναι οι λεγόμενες του διαστήματος μαϊμούδες…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Στους αμφορείς ποιες των ομόκεντρων σόλιδων οι αγγελίες;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το εκάστοτε μιλιαρήσιο των Δάκων είναι ένα πρόγραμμα μικρότερο ή μεγαλύτερο σπουδών. Όλοι όμως σ’ έναν περικλείονται για την ανάκλησή τους εδώ…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Οι φόλλεις αυτοί τέλος έχουν ή μόνο αρχή; (Ένα κέρμα απ’ το στόμα της ξεβράζει.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Μοιάζει με του κύματος την διαταραχή μα στης φαρέτρας φόρου η επιταγή μία να είναι μπορεί. Στο μελανό δεκαννούμιο των νάνων μόλις φθάσει η Ιδέα έχει συμπληρωθεί. Το πενταννούμιο αφού απ’ την κοιλιά του τον εαυτό του πολλαπλασιάσει θα φθάσει στην τελεία του όλου αναγωγή για να εκμηδενισθεί. Το διννούμιον κατ’ αναλογίαν της αντίληψης των προβλημάτων που μας διανοίγονται, γίνεται πότε ανέστιων καταυλισμός και πότε μεγαθήριο βιομηχανικό.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μάλλον πελεγρίνος είσαι στην Ζωηφόρο των Γιγάντων και όχι των Δώδεκα Θεών… Η Απειθαρχία είναι το ίνδαλμα σου το «Τιτανικό»…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η διχαλωτή γλώσσα, των πτερυγιόκερκων δεν μου είναι η πιο επιτερπής, γιατί αφουγκράζεται τη γη. (Την γλώσσα της εξωτερικεύει ως κεντρί για να τον φοβίσει ή να ερεθισθεί.) Αυτή η ζωηφόρος κατασκευάσθηκε, αφού με τους θεούς που δεν μπορούν να γίνουν θέλουν οι Φοίνικες να ταυτιστούν! Της Περγάμου ηγεμόνες οι Ολύμπιοι! Ας γελάσω! (Γελάει.) Οι Γίγαντες ούτε στο μικρό τους δακτυλάκι Γαλάτες! Θρηνωδώ! [Μόλις βλέπει ένα σπασμένο νύχι τραγουδάει μια πένθιμη μολπή.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μάλλον εσύ παρέπεμψες τα νερόφιδα γραμματόσημα στον Λαοκόωντα με γράμμα συστημένο τον ωκεανό! (Κάνει με το χέρι του την κίνηση του φιδιού.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Σε καταφρονώ! (Απηυδισμένη.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Στο Αρτεμίσιο ποιος είναι ο αγλαόγυϊος θεός; Ο Ίμψιος που του εκφεύγει η τρίαινα ή ο Υέτιος που του έχει παραλειφθεί ο σκηπτός;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Και γιατί θα έπρεπε να’ναι ή ο ένας ή ο άλλος επουράνιος Βιντάρ ο Σιωπηλός; Πως είσαι τόσο προμηθής ότι υπήρχε στο χέρι του το πιρούνι ή ο κεραυνός; Ο,τιδήποτε δεν υπάρχει ενώ φαίνεται ότι ενδέχεται να έχει υπάρξει, υποκινεί την Άγκυρα και τον Ζήλο τον Μυστικό.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Η αρχή της Υπόνοιας και του Φαινομενικού…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο,τιδήποτε φαίνεται ότι υπήρχε δεν υπάρχει πια, για να φανεί ότι είναι, ενώ δεν ήταν ποτέ… (Ομιλεί όπως ένα μηχάνημα φωτοτυπικό.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Αποθεώνουμε τουτέστιν αυτό που δεν είναι, ενώ δεν υπήρξε ποτέ; (Σαν ο χειρότερος του φόβος να έχει επιβεβαιωθεί.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το δεινότερο όλων; Πιστεύουμε στο είναι του, γιατί νομίζουμε ότι υπάρχει ξεχασμένο στον Ροδανό ή τον ωκεανό…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο θνήσκων Γαλάτης σε φάσμα ιριδισμού ήταν πιθανολογώ. Γιατί δεν παρέμεινε κανένα απ’ τα χρώματα στη Βεράντι;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η ουσία ανάπαιστος για τα φαινόμενα – ψιμύθια και αποκαλύπτει κάποτε τον αποφλοιωμένο της εαυτό.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Και εγώ που νόμιζα ότι στην κοιλιά του διήθησε τα χρώματα σε δείπνο βουκολικό. (Πάντα σε τόνο δηκτικό. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής δείχνει τώρα την Ακρόπολη.) Αλήθεια γιατί οι Καρυάτιδες το Ερεχθείο διακοσμούν;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αυτό γίνεται για να θυμίσουν στα φουτουριστικά μας φύλλα ότι τα Ζιγκουράτ είναι αλινηχή και απ’ τους Αβάρους ότι έχουν θεμελιωθεί. Της Μονμάρτης οι κίονες είναι εν κατακλείδι οι Αλαμαννοί! (Ο ψυχολόγος παίρνει ένα πινέλο, απ’ το κρεβάτι για να το κατεργασθεί. )
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Όσο μαθαίνεις επιζείς… Γιατί ο Ούλιος όμως σαυροκτόνος απ’ τον Πραξιτέλη έχει παρουσιασθεί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Διότι την σιγμοειδή κάμψη προεξαγγελτικώς παραθέτει… Κάποιος πρέπει να έρπεται όταν ο Βάρανος της Βεγγάλης αποπνέει. Ο ηθοποιός απέθανε! Ζήτω ο ηθοποιός!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Δεν είναι των φιδιών ο Γητευτής;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Επιστήμονα παρδαλέ αν συνεχίσεις να βλασφημείς, θα έχεις με των τέκνων της Νιόβης τον ίδιο τερματικό σταθμό …
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Η Πυθία στο μαντείο των Δελφών πως χρησμοδοτεί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Με μοιρογνωμόνιο την επαγωγική – αν γνωρίζεις τις αποχρώσεις των Γεδρώσιων ηθών – θα δεις σε ποια πάραλο ημιπερίοδο θα αράξει. Αν δεν τις αντιπαραβάλλεις μόνον με του Κύκλωπα το μάτι… (Κλείνει και τα δύο της μάτια.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Το ένστικτο αντίρροπο στην αναλογική. Γι’ αυτό το λόγο δεν είχαν Εσκοριάλ …
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τα μάτια που εκθέτεις ήταν χειμερινά.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Και είχαν αυτό που εδώ και καιρό έχει κλειδωθεί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πολύ σωστά! (Τα ξανανοίγει.) Μάθε πως οι Κύκλωπες εξείχαν στην επιφάνεια του Κηφισού… Όχι στην τάφρο του Ινδικού Ωκεανού… Επί ξυρού ακμής ο πρωτογονισμός τους… Σε απωθούν απ’ το Πάνθεον η Λογική και ο Δομισμός…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Η Παταγονία απ’ τον Παρνόπιο δεν έχει χειροτονηθεί… (Καρώδης μονολογεί.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Από Ναϊάδες και Νηρηΐδες έχει εποικισθεί …
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Πρέπει να πάω στον Πρύτανη ν’ απολογηθώ.
(Ο ψυχολόγος με δύσπνοια και έντρομος αποχωρεί, ενώ η υπηρέτρια επανέρχεται στην θέση της και με το πιεσόμετρο αναμετράει της δαιμονισμένης το χέρι.)
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Η μεγάλη σας είναι ώσπερ 13… Η μικρή 6,6… Παλμοί 66…
(Με το μέτρημα στου Ύπνου τον μυχό αναπέφτει.)
ΣΚΗΝΗ 2η
(Στο δωμάτιο τρεις ημέρες αργότερα ο ιερέας εισέρχεται μ’ ένα σταυρό λατινικό στο χέρι. Ο ψυχολόγος πάνω απ’ το κρεβάτι κάθετος και σιωπηλός.)
ΙΕΡΕΑΣ: Πως είναι;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Τυποποιημένα κάθε ημέρα…
(Η δαιμονισμένη αγριοκοιτάζει τον ιερέα.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τραγόπαπα το προσωπείο σου θα δω με της νυκτερίδος το πρώτο φως; Νύκτωρ ξυπνώ και ζω… (Το κάστρο του Δράκουλα στη Τρανσυλβανία δείχνει του ηλεκτρονικού υπολογιστή η οθόνη.)
Ακροκέραμο στην στήλη μου να ξέρεις πως είναι της Χαραυγής το Φως…
(Ο ιερέας σταυροκοπιέται και ο ψυχολόγος μειδιά. Η δαιμονισμένη βλέπει τον ψυχολόγο· απευθύνεται όμως στον ιερέα.) Τάρανδος η σύζυγός του και εκείνος Αη-Βασίλης! (Ακούγεται ήχος ελκήθρων.) Φιλισταίο αμάρτημα δεν είναι η μοιχεία;
ΙΕΡΕΑΣ: Η μοιχεία των Πάμφυλων είναι αμαρτία: στο τσιουάουα, στην κοσμοθεωρία και στον εαυτό σου …
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πόσο θα ήθελα δίχως παρονομαστή να κάνω κλάσματα το ποιμανόριο σκιπάνιο σου… Αθροίσματα κλασμάτων ώστε στο πουθενά να οδηγηθώ!
(Ο ψυχολόγος απ’ το δάπεδο ανασηκώνει ένα Λύκειο πίνακα μικρό και πάνω σ’ αυτόν ακατανόητες μαθηματικές πράξεις με μια κιμωλία εκποιεί.) Το εγκόλπιό του στο στόμα μου θα έγλειφα μέχρι να το καταπιώ… Από σάπφειρο το εκτιμώ.
ΙΕΡΕΑΣ: Μήπως η Μαιντενόν του Μπράγκα είσαι εσύ;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όχι αλλά ο Χριστός να μου ένιβε τα πόδια θα το’θελα πολύ.
(Με τα πόδια της να τον λακτίσει επιχειρεί.)
ΙΕΡΕΑΣ: Είναι ασεβής…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ολίγον τι δύσκολο στην περίοδο του Τιβέριου σε Εβραία να μετενσαρκωθεί. Ο Κρόνος συμμετέχει σε γυμνάσια· ποτέ σε αναδρομή.
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ανεπίδεκτος και αστρολογεί… (Με έπαρση.) Στον κήπο της Εδέμ θα’θελα ένα λάκτισμα να δώσω στον Χριστό… Με αυτή την υφή επισυνάπτω στον φάκελό μου μια Διαθήκη Νεοσσή, ώστε απ’ το γένος σας η Λιβία ν’ αποθεωθεί…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ευτυχώς που ο Κλαύδιος, είναι απ’ το χέρι της Αγριππίνας πια Σκύθης…
(Ο ιερέας βλέποντας έναν φάκελο στα πόδια της τον σκίζει και ένα φωτογενές ιχνογράφημα του Χριστού μ’ ένα Χ διαγεγραμμένο ανευρίσκει.)
ΙΕΡΕΑΣ: Μέσα της ο Λούσιφερ ενεδρεύει! Κάποιος ένα λιβάνι ας μεταφέρει!
(Εισέρχεται η υπηρέτρια αυτοστιγμεί και φέρνει ό,τι ο ιερέας ζητεί. Εκείνος αγαλιανός προβαίνει σε εξαγνισμού τελετή. Η υπηρέτρια σε μια γωνιά παρίσταται όρθια και σιωπηλή.)
ΣΚΗΝΗ 3η
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Την λάμψη της ελευθερίας που ψήνει τον ιρακινό και αφγανικό λαό θεοποιώ! (Η οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή δείχνει φωτογραφίες στο Γκουαντάναμο αικισμών κρατουμένων και από χημικά όπλα Ταλιμπάν φονευμένους.)
ΙΕΡΕΑΣ: Τέκνον μου η ελευθερία με την αμαρτία έχουν συνωνυμία. (Την χτυπά στον ώμο αβριθώς.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αντώνυμα της ανεργίας το ομολογώ… Μόνον όταν κάνεις όσα περιλαμβάνει το Index της ασυδοσίας γίνεσαι Φιλέας Φόγκ…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο Φρόιντ του απείρου της ψυχής ήταν πάντα ο μηχανοδηγός… (Υποκρίνεται ότι οδηγεί με τον πίνακα που συγκρατεί περιπαικτικώς.)
ΙΕΡΕΑΣ: Είσαι και εσύ σχισματικός;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Στην εποχή του Υδροχόου ζούμε · όχι των οξύρυγχων (Σε τόνο υπνωτιστικό. Ο ιερέας σταυροκοπιέται.)
ΙΕΡΕΑΣ: Ο δαιμονισμός είναι όπως ο Έμπολα μεταδοτικός! (Απαλλάσσει το χέρι απ’ τον ώμο της και βρίσκει στην κλίνη της ενός κόκορα το λειρί.) Γιατί ο Πέτρος απαρνήθηκε τρις τον Χριστό μέχρι να λαλήσει ο πετεινός;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο αλέκτωρ μάθε πως του ήλιου ο θυρεός είναι ο πυθαγορικός. Στον πυθμένα και στην άγνοια υποπίπτεις ανειμένως σε τρίγωνο ιψενικό!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Σαν και αυτό; (Με το χέρι κάνει ένα κύκλο υπονοώντας τους τρεις τους.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Σαν και αυτό… (Με ευαρέσκεια.) Τα τρίγωνα εισέρχονται στο δηνάριο του πυρός· μα την επιφάνειά του πάντα – αν και τον αγγίζουν – θα τον καλύπτουν μερικώς.
ΙΕΡΕΑΣ: Το λογύδριό της είναι των ίουλων. (Πετάει πίσω απ’ την πλάτη του το λειρί.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Όχι πλατωνικός; Είναι όμως και αντιφατικός… Στην ομίχλη δεν μπορεί κανείς να δει το κεράτιο απ’ το σχήμα το αετωματικό… (Συνεχίζει να κάνει μορφές στον πίνακα αποσύροντας τα προηγούμενα.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Οι ιδέες δεν χρωματίζονται από τόξο ουρανικό. …
ΙΕΡΕΑΣ: Hagetn δεύρο έξω! (Της δείχνει τον σταυρό.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πως φαίνεται ότι δεν είναι Αυτός… (Δημηγορώντας στο κοινό.) Ενώ δεν είναι παριστάνει τον Τριαδικό Θεό! Αυτό το καλούμε αρχής λόγο αντιποιητικό!
ΙΕΡΕΑΣ: Δεν θα σε φυγαδεύσει ο Ασταρώθ!
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Κοίταξε τον εαυτό σου να διασώσεις και άφησε για τον Χαϊμντάλλ να συγγράφουν οι αδελφοί Περώ. (Ο ιερέας βγάζει απ’ την τσέπη του ένα προσευχητάρι.) Όταν ναυαγεί το κακκαβοπυρφόρο σου ο Σίβα σε σώζει ή κοιτάζεις την χλαίνη σου πως να γλιτώσεις;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο λόγος της έγινε φυσιοκρατισμός… (Γελώντας.)
ΙΕΡΕΑΣ: Ορκίσου πειθήνια πως θα’σαι στον Χριστό! (Λίαν οξύθυμος.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είναι τίποτε ιδιόστατό μου για να ορκισθώ; Πρόσταξε πουθενά και σε τίποτε να μην ορκιζόμαστε ο Χριστός… Το χέρι σου θα είχε κάποια συνωνή αν ορκισθώ;
(Ο ιερέας προσεύχεται σε λόγο υποτονικό δίχως την απάντηση κανενός. Ο ψυχολόγος με το χέρι του άπτει και εγείρει απ’ το δάπεδο στρουθοκαμήλου ένα φτερό.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Τούτο το χέρι είναι το Σχολείο των Ντελικάτων Εραστών …
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν είναι ούτε δικό σου, ούτε δικό μου αυτό … (Ως άμπωτις.) Αν και πολύ το δικό σου θα’θελα να κοπεί σύρριζα για ν’ αναχωρήσει το μέλι… Δεν έχεις σκαλίσει τίποτε γιατί δεν σου είναι ακρόστιχο τούτο το χέρι…
(Το φτερό αφήνει και τον μαυροπίνακα που είχε στο κρεβάτι παρατήσει με την κιμωλία το ξαναρχίζει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Πως λοιπόν ιερέα σε Δαλιδά θα μεταμορφωθεί;
ΙΕΡΕΑΣ: Το φύλο της στα μητρώα αριστίνδην έχει κοινοποιηθεί…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είναι θηλυκού γένους η λέξη διαβολή αν η μνήμη μου δεν μ’ εξαπατεί.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Απ’ του Πλάτωνος την ιδεολογία στου Νίτσε την κληρονομική διαδοχή … (Με ύφος κότινου.)
ΙΕΡΕΑΣ: Η γραμματική της στην Κόλαση είναι κάτι παραπάνω από πρόοδος γεωμετρική!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Δίχως του Καθαρτηρίου την προσμονή;
ΙΕΡΕΑΣ: Δίχως… (Κοφτά.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η επιπεφυκίτιδά μου δεν θα σφουγγαρισθεί; Τον εαυτό μου να ξέρετε ναρκίσσευσα πολύ, ενσωματώνοντας του Ιησού την διδαχή…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ό,τι δεν μπορούμε να φανταστούμε το ογκοποιούμε, για να μην το φοβηθούμε θέλει να πει…
ΙΕΡΕΑΣ: Και εσύ Ιούδα μινιμαλιστή;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Όπως κατέδωσε τον Χριστό έτσι και εγώ αυτόν… Ζήτημα θα πει κανείς λεπτών… (Στο κοινό.) Απλώς επισυνέβη να το διαπράξω σ’ εσένα… (Στον ιερέα.) Εξάλλου θα συκοτόξευε κάποιος απ’ τους δώδεκα του ξυλουργού τον υϊό …
ΙΕΡΕΑΣ: Το στόμα του Βαβυλωνία! (Κατηφής προς το κοινό.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο γρουσούζικός του αριθμός ήταν το Δεκατρία… Ίσως γιατί ήταν περιττός… (Δίνει στον ψυχολόγο δύο φάσκελα και απ’ τα πόδια της ανασηκώνει δάκτυλα τρία.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Αν ήταν δεκαδικός;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πλείστες έννοιες δεν έχεις σαν είσαι περιττός…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Άλλη μία δεισιδαιμονία… Τελικά ο Σίκαμβρος ή ο Ισακαρίων πρόδωσε το Χερνόλντ; Ή μήπως ο Ιούνιος του εαυτός;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο Ουριέλα είναι η απόφανση του Οντούρ διακοινωμένη…
ΙΕΡΕΑΣ: Τέκνον μου είσαι αμαρτωλή…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Μπορεί όμως Γνώστες αρκετοί να γίνουν Διαγγελείς για να βρεις της Βαγίας τη γη… (Εξάγει απ’ το στόμα της ένα ακατέργαστο ζαφείρι.) Τα όπλα τους σείουν τα Κύθηρα και προξενούν την Κατρίνα, ενώ τα τσουνάμι γκρεμίζουν τους Βαλχαλλοξύστες… (Φτύνει τον ψυχολόγο.) Έτσι καταποντίσθηκε η Ατλαντίδα … (Φτύνει και τον ιερέα.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ιερέα είμεθα οστρακοειδή ή δεν χρειαζόμαστε ανάχωμα κανένα;
ΙΕΡΕΑΣ: Μην επαγρυπνείς… Όσο είναι στην ζωή αδιάσειστη η δική μας πνοή… Η ανυπαρξία μας δεν συμφέρει από αυτούς τους κλεπταποδόχους κανέναν… (Ψιθυρίζοντας.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όπως τον Χριστό κορνίζα οι μωροί έτσι ενδυόμενοι την συκοφαντία του Αργειοφόντη ή την συλλογιστική… Στον τύπο του αισθηματία ανήκει ο Καλβινιστής.
ΙΕΡΕΑΣ: Οι δαίμονες τα κάρβουνα – μάτια της θα έπρεπε να’χουν…. Όπως η ψυχή της θειάφι… (Απ’ την δυσοσμία βήχει.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Γιατί το μάτι σου τραγόπαπα έχει πίσσα και γλαυκώπη; Αν το Έρεβος την ίριδα σου σκίαζε θα είχες όραση αλκαία. Το φως και το Κοκό Σανέλ σε συσκοτίζει… Πριν το εργοτάξιο τούτο, το κερί του στην σκηνή θα τήξει! (Απευθυνόμενη στο κοινό δίχως οι άλλοι να ακούν το παραμικρό, αφού διαδίδεται η σκέψη της σε άλλο μήκος κύματος τηλεπαθητικώς.)
ΙΕΡΕΑΣ: Πλάσμα πολυπήμον! (Της δείχνει ξανά τον σταυρό.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ως πότε τραγόπαπα τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα θα διαφημίζεις στο κενό; Ξέρω… Ωροσκόπος …Ναδίρ… Δύων… Ζενίθ…
ΙΕΡΕΑΣ: Σολομωνικές επιγραφές στο Ωρολόγιο του Κυρρήστου αποδίδεις! (Του πέφτει απ’ τα χέρια ο σταυρός.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο Χριστός δεν μας είπες γιατί δεν αναστήθηκε απ’ τον Σταυρό;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ήθελε να προθερμάνει άπαντες ότι ο θάνατος είναι κοβάλος… Πεθαίνεις και γεννιέσαι ανήνυτος, ώσπου η δραχμή να γίνει ψιάδα στον ωκεανό! (Ο ψυχολόγος τον πίνακα πετάει και απ’ την τσάντα του μια κλεψύδρα βγάζει. Για την αναμέτρηση του χρόνου στο κομοδίνο την τοποθετεί.) Η χρέωση πάει με το δευτερόλεπτο;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Όχι… Στον ενυάλιο ελιγμό!
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Της Μπούρζ δεν μου είναι αρεστός… Γέγηθα σαν έμαθα ότι Ουγενότοι στην Ινδονησία επνίγησαν σε εκκλησία… Η ύλη ως Μπάαλμπεκ στου Ιησού το πνεύμα σε ανυποταξία…
ΙΕΡΕΑΣ: Ο Χριστός τα Ιμαλάϊα ανέβηκε όπως ο Ηρακλής στην λεωφόρο της Αρετούσας· όχι της Μνησικακίας…
(Η δαιμονισμένη προσποιείται ότι τίποτε δεν έχει αντιληφθεί και με στόμφο στον ψυχολόγο θ’ απευθυνθεί.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ξέρεις τι είπε ο Χριστός; Αγάπη πιο πολυσχιδής δεν δύναται να συμβεί απ’ το να κάνει για τα κόλεϋ Ιφιγένεια την ψυχή! Εσύ θα παραχωρούσες ποτέ την δική σου διαπνοή για του ιερέα την ψυχή την κρυονική;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Είναι αντιλαβή αυτή;
(Η δαιμονισμένη ευφραινόμενη απ’ την απόκριση αυτή γίνεται στον ιερέα αινικτική.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Σ’ αυτό θα συγκατανεύσεις;
ΙΕΡΕΑΣ: Θα έδινα και την ψυχή μου απ’ τον Σατανάκια ν’ αποδεσμευθεί…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Κάποιος απ’ το ακροατήριο τούτο το κρατούμενο ας ενθυμηθεί… (Προς το κοινό γελώντας σαρδόνια.) Τελικώς ο Αμνός μόνον για αγάπη φιλολογεί…
ΙΕΡΕΑΣ: Τον απόλυτο ερωδιό κανείς σπανίως τον ανασκολοπεί.…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο έρως είναι διεργασία αποκλειστικώς νεκταρική… Οι Χιττίτες σαν θέλουν απ’ την Εύπλοια να εξασκήσουν την τέχνη την μιμητική, γίνονται ερωτικοί μα υποκριτές περκεδανοί και μαθητές – διδακτικοί.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ίσως έχει την «Εκλογή» της μαζί… (Της δίνει από ένα φιαλίδιο κάποιο άσημο υγρό να πιει.) Όταν ερωτεύεται κανείς κάτι το αλλοδαπό οικειοποιεί… (Της δίνει στον αιθέρα ένα φιλί. Εκείνη είναι ανταποδοτική.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ξέρετε τι άλλο είπε ο Χριστός; Μόνον όσοι κάνουν ό,τι εντέλλεται είναι μπουλντόγκ · ειδεμή είναι λύκοι! Από πολυεστέρα φίλοι …
ΙΕΡΕΑΣ: Ειδεμή δίχως τα αρνιά σαρκοβόροι όπως εσύ θα μείνουν νηκερδείς… Ελληνίζοντες σε ρωμαϊκή επέκταση είναι μόνον όσοι παραγνωρίζουν τι γι’ αυτούς ο Κύριός τους εκτελεί… Μετά βίας η Απέθαντη Κοινωνία ας της ενσωματωθεί… (Το πράττει αυτοστιγμεί και εκείνη απ’ τους τραπεζίτες της την πτύει και την απωθεί.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Άλλη μια περόνη - ιεραποστολή στην Αφρική… Μα ποιος είναι ο πίδακας σου γι’ αυτήν; (Κοιτάζοντας τη μελανιασμένη από πρόσκρουση παλάμη.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Θεοφορβία ή ανθρωπολαγνία… Δεν την επιζητώ. Την αμβροσία απ’ το καρβέλι του Χριστού και το νέκταρ απ’ την αιμοποσία σπονδώ… (Παίζει με την γλώσσα της.) Θέλω στη μήτρα μου το δείπνο των Νορνών και όχι σε Μιμέρβορο ελειό να πολεοδομηθώ…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Αυτό ίσως είναι το ανεμούριον του ρήματος «αυτοκτονώ». (Διαβεβαιώνοντας τον ιερέα.) Ο Ισκαριώτης που έγινε αυτόχειρ το έπραξε καλώς ή κακώς;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Καλώς γιατί ήταν της Αμπέλου ο ίδρις ο ιαλτός… (Προσποιείται με τα χέρια της ως θηλιά ότι σαν τον Σαντάμ Χουσεΐν θ’ απαγχονιστεί.) Στο θέσφατο που εκπληρώθηκε ήταν ο μονήρης θεατρώνης…
ΙΕΡΕΑΣ: Ίανθε της ανομίας απ’ τις χείρες μου θα γρονθοκοπηθείς!
(Ο ιερέας κάνει να ορμήσει. Ο ψυχολόγος με σπουδή τον συγκρατεί.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τι έγινε αυτιστικέ ιερέα; Την υποσχόμενη στον μπαμπακούλη μας εκβάλλαμε την αβάκχευτη ψυχραιμία; Φαρισαίε υποκριτή… Ο προπηλακισμός δεν είναι αγάπης έκφανση μα του οψιδιανού εαυτού σου η ελεγεία… Τουλάχιστον είμαι της ράμπας ο ισορροπιστής… Εσύ είσαι ο ανισόπεδος κόμβος της ιστορίας… (Με τα χέρια της το δελφίνι ποιεί.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μάλλον όπως η Αρκτική δεν θα έχει μεσαιωνική…
(Ο ψυχολόγος απομακρύνει από κοντά της τον ιερέα μετά δυσκολίας σε εμβέλεια ασφαλείας. Ο ιερέας κάθεται στον καναπέ και δίνει στον ψυχολόγο ένα κομποσκοίνι, ώστε η δαιμονισμένη να το φιλήσει. Αυτή αν και Οδυσσέας στο κατάρτι με την γλώσσα της το γλύφει.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Μου αρέσει η Ανταρκτική γιατί έχει παγόβουνα εκεί… Έχεις δοκιμάσει παλιοτράγε να δάκρυζε στο στόμα σου Εσκιμώου γάλα; Είδες πόσο το κρυμώδες κομποσκοίνι σου αγαπώ; Τόσο αγάννιφο είναι όσο η καρδιά σου…(Ο ψυχολόγος σαν το παλαμάρι του βαρκάρη το κομποσκοίνι σύρει από μακριά της.) Οι Ιουδαίοι που σταύρωσαν τον Χριστό αινολαμπείς! Τον σταύρωσαν και η Γιουτλάνδη με τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας και την Εξέταση την Ευλογητή έγιναν υπόνομος και ελαΐς! Μακριά από εμένα οι «Ανέγγιχτοι» και οι «Καθαροί». Μου αρέσει η λασποβροχή γιατί από αυτήν έχω προκαθορισθεί… (Ακούγεται ο συριγμός του υετού.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Να της εμφυσήσουμε πούπουλα από ανεμιστήρα, ώστε έκπαγλη να δείχνει πιο πολύ! (Ενώ δίνει στον κατάκοπο ιερέα ξανά το κομποσκοίνι.) Για τους Ρωμαίους στρατιώτες ήταν του ιματίου τέσσερα τα μέρη απ’ τον κατακρεουργημένο Χριστό … Για τον ακρογωνιαίο έβαλαν λαχνό…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Στον σταυρό από μια τραμουντάνα η Μεσόγειος παλλόταν, ενώ στη Πομπηία η Έπαυλη των Μυστηρίων καιγόταν… Ο λαχνός είναι των φαινόμενων ο κρίκος ο συνδετικός. (Απ’ το στόμα της διαφαίνεται ένα λαχείο μισοφθαρτό.)
ΙΕΡΕΑΣ: Ιησούς ο Ναζωραίος, Βασιλεύς των Ιουδαίων … (Με διάταση στη φωνή και δίχως να την δει. ) Ποια επεξήγηση μας δίνει;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο Ιερός Πιλάτος ήθελε τους Εβραίους να ειρωνευθεί υπονοώντας ότι από αυτούς ο δικός τους Μακκαβαίος θα σταυρωθεί… Δεν είναι όμως η αλήθεια αυτή…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ποια λες πως είναι η περικοπή η πιο σοφιστική; (Ενώ με τα χέρια του το μισολιωμένο λαχείο ψηλαφεί.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η προκαταληπτική… Τον μόσχο οι Εβραίοι λάτρευσαν σαν Ιεχωβά τους, όταν φυγαδεύτηκε για τις Δέκα Εντολές ο Μωϋσής… (Εμφανίζεται ένας πίνακας του Πουσσέν με παρεμφερές περιεχόμενο στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή.) Κάτι μου λέει πως ο Πιλάτος στο ομοιοτέλευτο του Παραδείσου θα επιδικασθεί…
ΙΕΡΕΑΣ: Ο Χριστός μάθε πως δίχως εξομολόγηση εθυσιάσθη για σκαρμούς σόλοικους όπως εσύ…Όσοι του ήταν Μορμόνοι σε σοκάκια μεταμφιέσθηκαν, για να σωθεί της σημύδας το κλαδί…(Ο ψυχολόγος το κρεβάτι της όλη την ώρα διασχίζει περιμετρικώς με παράνευση μην αντέχοντας τον ιερέα να ψαλμωδεί.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Άκουσε με λαμπτήρα Erikson τις διδαχές του Ρούσβελτ – πατρό – Κοσμά του Αιτωλού … (Γελάει εωσφορικώς.)
ΙΕΡΕΑΣ: Εκείνος αναστήθηκε γιατί η αγάπη της Ελίκης του ήταν το σέλμα του ωκεανού… Παλίντροπος για να δει επαφιόμενα πρόσωπα που ο Πυριφλεγέθων για λίγο τα έβρασε μα ο πολυέλαιος του αυγερινού στην ζωή ανέδυσε… Ήθελε να συνομιλήσει με όσους τον ίδιο έλινο και σκάρο μοιράσθηκε και μ’ εκείνους που γέλασε και είχε αναλογισθεί πως έπρεπε να κλάψει … (Με στοργή.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Εντέλει όποιος εύκολα σε λατρεύει στον Τίμιο σε δεσμεύει… (Συνεχίζει σαν καρχαρίας την δαιμονισμένη να θηρεύει.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Παλιοτραγόπαπα θα σε σκίσω στα δυο! (Προς το κοινό.) Εξέλεξε για τους επί του κανικλείου τούτους τους σκελετούς! Αχ! Γιατί ο Υιός της Απώλειας μ’ εμάς να εγωκτονεί, αφού σύμπασα την ώρα παραμελεί; Ο Βεελζεβούλ ήταν ο ψαμμίτης – μαθητής!
ΙΕΡΕΑΣ: Έχει απροσμέτρητα καττύματα και προσωπεία ο Έξω από εδώ … (Σε λήθαργο σχεδόν.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ένα απ’ αυτά είμαι και εγώ… (Ο ψυχολόγος πηγαίνει προς του ιερέα την φωλιά. Αποχωρούν αμφότεροι απ’ την σκηνή βάδην σχολή, ενώ απ’ το ραδιόφωνο το «Hotel California» των Eagles θα μεταδοθεί.)
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΣΚΗΝΗ 1η
(Ο ψυχολόγος επισκέπτεται το δωμάτιο της δαιμονισμένης το οποίο με αρχαιολογικά ευρήματα είναι υπερφορτωμένο. Κωλύεται στον κατήρη χώρο να κινηθεί, ενώ σφυρίζει η δαιμονισμένη απαθώς.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Πολύ ωραία! Άνοιξε η περιοδική έκθεση για τo κοινό: «Απ’ την Προδυναστική περίοδο στου Ηλιογάβαλου την Ρώμη.» (Χειροκροτεί. )
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Θα πληρώσουν και θεωρικό;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Τίποτε στον κόσμο δεν θα σου καταυλισθεί χαριστικώς! (Ο ψυχολόγος μια Φαραωνική μούμια θωπεύει εγκάρσια στον χώρο όπως και αυτός.) Γιατί πιστεύεις ότι τερμάτισε στο άωτόν του, του Ραμσή το Μουσείο το Βρετανικό;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τα τρίγωνα και δη σε αντιστροφή πάντοτε άρεσαν στων θεών τη δαιμονομαντική… Το Δέλτα του Νείλου ήταν ο εμβόλιμος σκοπός… (Σιγομουρμουρίζει ο ψυχολόγος.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Το πρώτο γράμμα απ’ την αλφάβητο η ιδιωτική σου οδός… Σε λίγο θα προσφέρει στις Ευμενίδες γάλα και νερό… (Χαμηλοφώνως στο κοινό.) Άλλοι θα εξέλεγαν ύδωρ και ιχώρ… (Με ένταση.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Απ’ τις Ερινύες για τα φληναφήματά σου θα κολασθείς… (Με ύφος εχιδναίο.) Αν όχι από αυτές τότε θα τις υποδυθώ… Αν και σε διάταση απ’ την αρτάνη μου, η γλαύκα σου θα βαλσαμωθεί…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Κοιτάξατε αυτό τον κολιέ με κοράλλια στο λαιμό! (Στρεφόμενος σαν παιδί που ανακαλύπτει το σχήμα της γης προς το κοινό.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν είναι από ορεία κρύσταλλο · είναι όμως το επιδόρπιό μου…
(Ο ψυχολόγος ένα αγαλμάτιο του Φοίβου σφικτά κρατεί και με το χέρι του το στωϊκό πέντε φορές στην επιγραφή κρούση ποιεί που σ’ ένα ορθογώνιο διαμερισμένο με μια κάθετη και οριζόντια γραμμή και ένα σχήμα χιαστό εικονογραφεί, ενώ περικλείει έναν αρκετά ίφιο ορθόδοξο σταυρό. Το δάπεδο θα το υπανδρευτεί.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Πως μπορεί να ερμηνευθεί αυτό που ξυλοκοπώ;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είναι η πανόλβιά μου άμπελος κάθε φορά που πίνω και ποδοβολώ… (Με ύφος παιδούλας.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Στην Ελεύθερνα την έπλασε η μετενσάρκωσή σου αιώνες πριν; (Περίακτος στην αβρόπηνη Ερμαϊκή Στήλη.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν θα υπήρχαν δίχως τον μούστο μου οι αναθηματικές οι στήλες…(Ο ψυχολόγος απ’ την τσέπη του μια φωτογραφία αμφορέα προκρίνει. Στη ζώνη της κοιλιάς του ένα συγκεκριμένο, διακοσμητικό στοιχείο της υποδεικνύει: σ’ έναν ορίζοντα επί Θήβας ομόκεντρα ημικύκλια. Στο δάπεδο θα βαπτισθεί.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ποια είναι η πρώτη αρχή που στο νου σου εκκινεί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο Ατόν και οι τροχιές των πλανητών, γιατί οι Αρχέγονες Βαλκυρίες είχαν φθάσει μόνον στην μεθόριο των ουρανών … Κάθε έτος εβδομάδος σε Πυροκόπτη θ’ ανατιμηθείς!
(Ο ψυχολόγος άλλο ένα φωτογράφημα απ’ την τσέπη του παρουσιάζει και στου σμηνιόσημου ενός αμφορέα τη ζώνη με επτά σφαίρες και πέντε ομόκεντρους κύκλους κτυπάει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Τι είναι αυτά; (Στο δάπεδο το βουτάει.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Οι πλάνητες και τα στρώματα που υπάρχουν είτε ως επιτετραμμένοι είτε ως ταβουλάριοι… Ο Κρόνος έχει δακτυλίους για να συγκαλύπτουν τα καταγώγια της κοιλιάς του… Αχθοφόρος το Ιδιώνυμο των Θεών και του Κρηταγένη…
(Ο ψυχολόγος απ’ την τσάντα του μια περγαμηνή με του Οκταβιανού Αύγουστου το αστρολογικό χαρτί ξετυλίγει και στο κρεβάτι της το ακουμπάει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Στον ίξαλο η Ανατολή…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Απ’ την ερώτησή μου την αλεξανδρινή δεν έχεις αποσυμπιεσθεί… (Φορτικός.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Οι πλάνητες και η Κασσιόπη τους δείκτες του ρολογιού την πορεία απωθούν… Μόνον όταν είναι ανάδρομοι την ώρα ως Διόσκουροι θα μιμηθούν…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Παρώνυμοι με την Αληκτώ όταν αναδρομούν;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Μα διακινείται σαν τον οπίστατο τροχό της αμάξης και όχι σαν περιοδικό… Είναι μια εμβοή φολιδωτή στην ακεραιότητα των τροχιών…
(Ο ψυχολόγος ένα αγγείο της γεωμετρικής εποχής με δώδεκα διακοσμητικά μοτίβα σιγμοειδών κεραυνών αίρει και σαν κύπελλο ποδοσφαίρου το αγκαλιάζει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Θέλω το υπόμνημά σου…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είναι αυτοί που δεν γνωρίζουν τον ικριωματικό σταθμό… (Ο ψυχολόγος της δείχνει πάλι σ’ ένα σχήμα όμορο με το προηγούμενο ένα τετράγωνο εντός κύκλου με τρεις σειρές κουκίδων : στην πρώτη δύο, στην διάμεσο τρεις και στη τελευταία πάλι δύο.) Είναι του Ιπποπόταμού μου ο μονοζυγωτικός… Όταν δεν τον ενοχλούν έχει την γραμμική τάση του πολλαπλασιασμού… (Με πυγμή.) Μέσα σε μια στρωμένη από πέταλα και στατήρες οδό, πάντοτε θα εκπονείς τον ήλο πολλαπλάσιο και καλώς στο χώμα παρεμφατικό…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Θ’ αρραβωνιασθείς την σφαίρα λοιπόν σε κάθε κέλευθο ανηφορικό… (Ο ψυχολόγος το αγγείο του απ’ τα χέρια του απολύει και σε χίλια μέρη το διαλύει. Ένα τμήμα απ’ την αίθουσα του Κροκοσυλλέκτη χρησιμοποιεί ως διαφημιστικό.) Γιατί ο πίθηκος συλλέγει κρόκου άνθη;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το κίτρο των Μήδων το χρώμα το πιο ελκτικό…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μα είναι η χροιά της βολίδας του φωτός…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο,τιδήποτε λάμπει δεν προκαλεί μόνον τον θωμασμό… Είναι το δακτυλίδι του Χόμπιτ, ειδεμή η «Κραυγή» ό,τι υπενθυμίζει τον χρυσό…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο γορίλας για να μετουσιωθεί σε Καππαδόκη μεταχειρίσθηκε το φωτιστικό… (Μιμείται τις κινήσεις των πιθηκοειδών.) Το χρώμα των Κινέζων λάβε, γιατί σίγουρα θα κατάγονται από γενεή ευλογητών… (Με το χέρι του ως ξίφος το μέτωπό της άπτει, συμφώνως με των Βουρβόνων το τελετουργικό.) Η κόμη της Αρείας Φυλής είχε την απόχρωση των Βιετκόνγκ…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είδες; Τίποτε το σφαιρικό δεν μπορείς να έχεις στη Θεσσαλική Γη… Δέρας γαλαζοαίματων μόνον και μαλλί…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Η κριθαρένια μηλωτή και φυλή…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όπου ερίφια και αμνοί… (Τους ήχους των προβάτων θα μιμηθεί.) Φαντάζεσαι οι Ερούλοι να είχαν λάχανου δέρμα και βοστρύχους στο χρώμα της θαλάσσης; (Κατεδαφίζει τα μάτια της σα να βλέπει όνειρο.) Απ’ την μονοτονία εν τέλει οι Καρνούτοι αυτοκτονούν… Θα ήθελα να’χα μάτια δίχως τις ίριδες και κόρες της Σαντορίνης, τα χείλη της Αζοφικής και ληνό από τοπάζι… (Τα μάτια της ανοίγει και τον ψυχολόγο με αντιπαλότητα τον κοιτάζει.) Η γλώσσα μου από αντίρινο ό,τι λέει, ατόφιο σμάλτο να το κάνει. (Ο ψυχολόγος στο χέρι του έναν πέλεκυ διπλό τώρα κρατάει.) Συμβολίζει ό,τι και ο αετός: να είσαι πάντα μιας παννυχίδος Ντρουζίνα Κολωνός.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Όπως εγώ… (Σε τόνο παγωνιών.) Μα γιατί υπάρχουν κρίνοι και κισσοί στην οικία των Τοιχογραφιών; (Τον πέλεκυ στο δάπεδο πετάει.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Γιατί σε απαγχονίζει ο υάκινθος…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Η θεά στη Φυλακωπή δίκτυ και χελιδόνια στο φόρεμά της παρακρατεί…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ένα χελιδόνι που κάποιος απελαύνει τον χειμώνα δεν εισάγει. Το φως της θα ψάρευε απ’ το παράθυρο όπως ο Αμηράλιος της… (Μ’ ένα νεύμα του δείχνει της ημέρας το φως που τους διαύλους της στην κλίνη της γενναιοδωρίζει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Οι κρίνοι είναι χλαμύδες στην τοιχογραφία του Απρίλη…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Οι υμένες ακροβάτες, ώστε αμαχεί να σπάνε! Ειδεμή κράναες οχυρώσεις θα έπρεπε να’ναι! (Με στοχασμό Ρεμπώ.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Η αφετηρία πάντα ήταν το ήμισυ του παντός… Οι πολλές αρχές αν και πηνιωτές σε πανομοιότυπα τέρματα δεν οδηγούν … Για τις μινιατούρες – τοιχογραφίες τι πιστεύεις; (Τον τοίχο αλιεύει. )
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Απ’ τον Παρνασσό όλα τα συνθέτεις…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Η Νέα Υόρκη έχει μόνον Κυκλάδες · όχι Άλπεις… Γιατί τα μάτια των ανδρών του Ιερού Χορού είναι Αρχές όπως τα περιδέραιά τους;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ζήλευαν τον ελαιώνα του Ομήρου και του Τειρεσία. Υποκρίνονταν ή ήσαν ανόφθαλμοι απ’ την λογοτυπική τους αλήθεια…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Γιατί ένας λέων δύο ελάφια στου Ακρωτηρίου της Θήρας την Δυτική Οικία θηρεύει; (Κάνει τον βρυχηθμό του λιονταριού.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το μοιρογνωμόνιο της συνείδησης πταίει…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Και όχι του ασυνείδητου η κρίση η αναλογική;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αρνείται τους κανόνες ό,τι το στερητικό μόριο επιστέφει. Της συνείδησης το μεγάλο «όχι» βλέπεις…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Γιατί απολήγουν οι πρύμνες στις τοιχογραφίες σε γρύπα ή λέοντα κεφαλή;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Στου Αζενκούρ τις μάχες μια θούρια ιυγή! (Κραυγάζει.) Ο Δεκελεικός αναδιαμορφώνεται, ενώ σε παραμορφώνει … Όλα επίπεδα και σιδερωμένα δίχως της αβύσσου τις διαστάσεις… Τον Ζυγό της αναπαραγωγής όμως η Εύα πάντα θα’χει… (Κάνει πως γεννάει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Γιατί από φοίνικες και γρύπες η Αίθουσα του Θρόνου είναι περιγεγραμμένη;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Οι υπουργικοί θώκοι στις τερατογενέσεις και στους αρλεκίνους είναι εθισμένοι! Μα και την ροπή απ’ το τασάκι της να είναι στην διαδοχή της κολλαγονοποιημένη ! Άλλο το φαίνεσθαι και ασύμφορο ενίοτε με το είναι!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ανέλυτροι όμως ήσαν οι γρύπες…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όταν συνουσιάζεσαι με τον Τριπτόλεμο, Αμμωνίτες των ειδών σου γίνεται μέρος των τοιχογραφιών και ο Γαβριήλ στη γη ο εκπεσών σου!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Απ’ την τοιχογραφία πως φθάσαμε στα ανάγλυφα και στα γλυπτά σταδιακώς; (Χαϊδεύει ένα επίτιτλο ανάγλυφο με την Αθηνά και τον Ερεχθέα απ’ την Αττική και ένα αντίγραφο του Φαρνέζε Ηρακλή.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η τέχνη θα υποκαταστήσει κάποτε τους Γεπίδες, γιατί έχει οστά και μύες. Έτσι το απώτερό της ακόντιο θα θριαμβεύσει και η Ιδέα του Ηρώδειου θα κατοικοεδρεύσει… (Με στόμφο τραγωδού.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ερμηνεύοντας του αμφιθεάτρου των πρωτανθρώπων τον εκχυδαϊσμό;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ναι… (Χωρίς να τον κοιτά στα μάτια.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Και αν γίνει από πλαγίως του Κανόβα ο Φωτισμός; (Απ’ το παράθυρο το άγαλμα του Καρακάλλα πλαγίως διαφημίζει ένας εχινός φωτός.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αυτό γίνεται για την ανάδειξη των κοιλοτήτων και των εσοχών. Η ημιμάθεια θεοποιεί τις ανακλάσεις των σκιών… (Το άγαλμα του Καρακάλλα παρατάει το πρότερο φως.) Η γλυπτική είναι της οικουμένης το στοιχείο το εκτοπλασματικό!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Το πρίσμα που βλέπεις είναι συλλήβδην μισανθρωποκεντρικό. Γιατί η «Παριζιάνα» έχει υπερμεγέθη οφθαλμό;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Από φθόνο προς τους Κύκλωπες. Ίσως οι Αρμορικανοί εκείνης της εποχής δεν έπασχαν απ’ την μυωπία των Αψβούργων και την πρεσβυωπία των Παπών… (Κάνει πως δεν βλέπει καλώς.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Οι Μονόφθαλμοι δεν κατέθεσαν των Σουμέριων τον Ιμπρεσιονισμό…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Στους τυφλούς ο Ενόφθαλμος ενεδρεύει και για ό,τι διατάζει ο άλλος τον πιστεύει… (Κλείνει το ένα μάτι με παλιμπαιδισμό.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Πως εναρμονίζεται του προσώπου της το γιαούρτι με το περιβραχιόνιο των μαλλιών της;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τα μαλλιά της θα γίνουν όπως ο Ραφαήλ σαν εκπνεύσει.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο δόριος ιστός της όμως θειάφι…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η νοσοκόμα είναι το διαζύγιο του γαγάτη…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο πάνθηρας είναι το κοινόβιο όλων των χροιών…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τα χρώματα μόνον τις μορφές νοηματοδοτούν… (Άκαμπτη.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο Νους – Ήλιος ίσως τροφοδοτεί τις τρίχες με πολλές πινακίδες… (Πιάνει τα μαλλιά του και πέφτουν αρκετές.) Οι σιταρένιες ή οι πυρακτωμένες τρίχες;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πανδαμάτωρ ο Ήλιος με τις παπαρούνες εκλάμψεις και τις ακτίνες μαργαρίτες… (Μακάρια.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Οι τρίχες από κάστανο;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Υπάρχουν για να υπενθυμίζουν ότι στο μεταίχμιο του ήλιου και του σύμπαντος υπάρχει πάντα η Κυβέλη…
(Μια αφίσα με αεροφωτογραφίες της γης που με τον τοίχο ήταν σιαμαία πέφτει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Οι ελελίσφακοι από σμαράγδια έχουν φύλλα …
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αν ακριτόφυρτους ποιήσεις του ήλιου το καρνεόλιο με του ουρανού τον αμαζονίτη τον απότοκο τους θ’ αναγνωρίσεις… Απ’ τον Πελοποννησιακό των Δύο Ρόδων και της Συνειδήσεως τον αντιρρησία ελήλυθεν η ελπιδαφορία… (Κοιτάζοντας το ταβάνι.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο Ουρανός όμως δεν είναι πάντοτε ασκεπής · ενίοτε γίνεται ασβεστίου χαλαζίας… (Ακούγονται βροντές. )
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Οι ιτιές τότε δεν χάνουν τα ιμάτιά τους. Οι Ιδέες είναι των νεφών το μαργαριτάρι, αφού από εμάς γνωρίζουν ωριμότερες αλήθειες.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Δεν μπορούν κατά συνέπεια να συναυλίζονται με τον ίυγγο των ξιφιών των θερινών και των τέκνων τους των εσπεριδοειδών… (Ένα πορτοκάλι που βρίσκεται στο δάπεδο κλωτσάει.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είσαι ιφθιμότερος Salvator Rosa της Βουλώνης απ’ ότι της ψυχής θαρρώ!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Στην σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδος γιατί οι άνδρες είναι ντυμένοι με δέρματα νεβρίδων ως αναθήματα νεκρών; (Προσποιείται ότι συσφίγγει δόρυ.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ως χαμαιλέοντες τιμούν τον Ζαγρέα με τον διαμελισμό των ψυχών.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Οι σουφραζέτες χοηφόροι με την υπόκρουση των λυρών;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Της Λητούς τον υϊό, γιατί επέρχεται η παλιγγενεσία του νεκρού μετά τον τεμαχισμό… (Προσποιείται ότι με τους κυνόδοντές της κάτι κόπτει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Πάντοτε μετά την σήψη η ανάνηψη… (Το δάκτυλο στο πηγούνι του χορεύοντας αρκετά.) Γιατί όμως στις στενές πλευρές της σαρκοφάγου η μία θεά ευρίσκεται σε άρμα από κουνούπια – γρύπες και η άλλη από γίδες;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Συμβολίζουν την οδοιπορία του αλίβαντος απ’ τη Γη στο Ουρανό και την κατάπτωσή του. Οι θεοί πάντοτε ρυπτικοί ήσαν στρατηγοί. Γνωρίζουν από εσένα και το δύσμοιρο κληρικό σου, γεωγραφία ιφιότερη και τοπογραφία – ανασκαφική! (Με αγανάκτηση.) Με την καταπόνηση Dr Kelly μπορείς να δαιμονισθείς και εσύ. Πάντοτε οι ψυχολόγοι στην Ιερά Νόσο ήσαν επιρρεπείς…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Των Κρητών η ψύχωση με των ταύρων την κεφαλή έχει περιπλοκή; (Βγάζει απ’ την τσέπη του ένα φραουλένιο μαντίλι και το ιδάλιμο μέτωπο του με τούτο το στραγγίζει.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Οι Αλανοί τις ουρές απώλεσαν και τις κεραίες τους απ’ την κεφαλή. Οι τοιχογραφίες διαψεύδουν του Δαρβίνου τις μαγείες.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Δηλαδή οι Σουηβοί ταύροι ήταν πριν γίνουν αυτό που υποκρίνονται ότι είναι; (Με αφέλεια.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Την κεφαλή των ταύρων κοσμούσαν πάντοτε οι μοιχείες, οι θρησκευτικοί και η εξύψωση της ύλης… Η Τεκούσα του Μινώταυρου ήταν η κτηνοβασία.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Τα πόδια τους γι’ αυτό σε χέρια έχουν νοθευτεί; (Αμέριμνος.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Άρχισε να δημαγωγεί η θεά του Αδαμνούς η λογική.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Οι λέοντες γιατί προσβάλλουν τους ταύρους;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η ζούγκλα όλα τα ιεραρχεί. Οι ταύροι υπήκοοι και οι λέοντες των ζώων Ανδεγαυϊκοί.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Οι χλαμυδαφόροι και τα οφιοειδή;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Άνω, κάτω και πλησίον της γης!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Να συλληφθούν απ’ τα λιοντάρια μπορεί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ίσως έτσι ένας Λουδοβίκος – Αριστοτέλης διασκεφθεί!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Οι γρύπες γιατί σε κίονες στην Ανατολική Αίθουσα είναι ελικωτοί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το παράδοξο έχει τα θέμεθλά του στη Νουαγιόν. Έχει λουρί εκτός αν το εγκαταλείψει ο αφέντης του ή αν σπάσει η ράβδος σε κάθε μπουλντόγκ … (Γαβγίζει.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Όχι μόνον…. Στην μαγεία… (Ο ψυχολόγος την φωτογραφία του Άλιστερ Κρόουλεϊ και του Λαβέϊ στο κομοδίνο παρατηρεί. Ακούγεται το “Sympathy For the Devil” των Rolling Stones από ένα όμορο διαμέρισμα.) Στην τοιχογραφία του Ακρωτηρίου γιατί έχουν ξυρισμένο κυανό κεφάλι και ελίγματα από πίσσα οι δύο πυγμάχοι;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Στον ανέφελο ουρανό σαν σου κοπεί η χαίτη ομοιάζει. Το διάστημα τα μαλλιά απηχούν και τους άλλους γενειαφόρους ποιούν.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Γιατί ο καθείς φοράει ένα γάντι; (Κοιτάζει την παλάμη.)
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το Ζηνώνειο είναι το χέρι το εκδημικό.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Σταγόνα… (Σκεπτικός.) Η ζωή… (Με ενδοσκόπηση μα συνέρχεται ως αστραπή.) Γιατί στην Τοιχογραφία του Φορείου έχουν οι αρματηλάτες υπτίουσες τις μύτες σε φαλαινοθηρικό;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Έτσι είναι ώστε τα ψεύδη σου να οσμισθούν και τα δικά τους.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ρινότμητος δεν θα πελεκηθώ ποτέ… Γιατί όμως το περιδέραιο του Βασιλέως – Ιερέα έχει χάνδρες κρινόσχημες απ’ τις οποίες το χρώμα εχάθη;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Λήγει απολυταρχικώς η πυροβολαρχία η αυθεντική ….
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Όμως υπάρχουν σπείρες στου Παλαιού Φρουρίου την ανάγλυφη οροφή …
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πάνω απ’ όλα στου κυκλώνος το μάτι η νηνεμία επικρατεί… Παρασέρνει εντός του ό,τι το περιβάλλει ένα ναυάγιο ζωής …
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Της Τιρύνθου γιατί έχουν ιώδες κυανό και μπανάνας χρώμα οι ελλοί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το μίσος την αγάπη εγκυμονεί και μετά ευφορεί.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο Ροδόλφο Βαλεντίνο όμως ίσως την Ιοχέαιρα και μετά τα ικρία εβένινα επιθυμεί. (Εξάγει απ’το ερμάριο του κομοδίνου ένα μικρό μέρος αυτού του δένδρου και στην μύτη το επιθέτει για να το οσφρανθεί.) Γιατί όμως στα δάπεδα παρουσιάζονται οκτάποδες και δελφίνια συχνάκις;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πρέπει να ξέρεις πως σαν ποδοπατήσεις την Ρέα ενδέχεται να γίνει άμμος τηλεκινητή…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Στο περίαπτο απ’ της Αίγινας τον θησαυρό, γιατί οι Στυμφαλίδες πνίγονται απ’ τον Νοτ;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Για να μην απολήξουν στον ουρανό…
(Ένα περιστέρι κάθεται στου ανοικτού παραθύρου την κουπαστή και φτερουγίζει όσο ο ψυχολόγος απομακρύνεται απ’ την σκηνή τραγουδώντας το «Free as a Bird» των Beatles.)
ΣΚΗΝΗ 2η
[Ο ιερέας καθήμενος σε μία καρέκλα δίπλα στη δαιμονισμένη και μονολογεί σε ακατανόητο ρυθμό μια προσευχή. Ο ψυχολόγος εισέρχεται απ’ την θύρα ανυπόμονος και σαν ιπτάμενος δίσκος υπερηχητικός.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Την βρήκα δίχως κλειδί και αμβλεία γωνιακή… [Απευθυνόμενος στον ιερέα.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η Σιδηρά Παρθενία μου δεν είχε δικλείδα ασφαλείας… [Τα πόδια της σε σχήμα ψαλιδιού διανοίγει.] Περιμένω να την αποσυναρμολογήσει ένας Στρατιώτης Ροδοσταυρίτης…
ΙΕΡΕΑΣ: Δεν μας είπε, γιατί όταν το σώμα του Νεκρού τρύπησε με τη λόγχη του ένας Ρωμαίος στρατιώτης είχε αίμα και νερό ξεβράσει … [Σαν διάβημα διαμαρτυρίας.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ίσως γιατί από λευχαιμία πάσχει…
ΙΕΡΕΑΣ: Τι άλλο Θεέ μου από αυτό το σαπισμένο μήλο θα ειπωθεί; Έπρεπε τώρα του Ιωάννη η λοίσθια προφητεία να εκπληρωθεί…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Με τι ο Αχούρα – Μάζντα τώρα τελευταία σε φιλοδωρεί;
ΙΕΡΕΑΣ: Όσο το δυνατόν περισσότερους δεξιά του Χριστού να ελλοπιεύω είναι η δική μου πληρωμή…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αρκετά με αυτόν που σε διαφεντεύει… Ο δικός μου όχι της Ασσυρίας μα Τοποτηρητής… Της εξέτασης της Άβιλα δεν ήταν ο Πυροποιών… [Η φωνή της έχει μετατροπή σε αρρενωπή.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μέσω του Προμηθέως έδωσε όμως την άρση του πυρός…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Έτσι έχει διαδοθεί… [Προς τους θεατές.] Ο Πταχ του στην Τελική Κρίση διατείνεται ότι απ’ τη θεά Νίκη θα στεφθεί.. Ο γκαιμπελισμός πάντα ήταν το προνόμιο των πολιτικών… [Ο ιερέας απ’ την καρέκλα του σηκώνεται ραδινός. Της δίνει ένα χαστούκι και επανέρχεται στη θέση του, ενώπιον του αμφηρεφούς ψυχολόγου σαν τίποτα να μην έχει συμβεί.]Την άλλη παρειά δεν κλίνω… Θα ήταν από αυτό που θα μπορούσα να χειρουργώ με το στόμα μου κουπόνι εκπτωτικό… [Υγραίνει τα ανέλιτα της χείλη.] Νιώθεις την πάχνη; [Η θερμοκρασία του δώματος ακαριαίως πέφτει, όσο τα πόδια της άνω-κάτω τα πηγαίνει.] Είμαι η θεραπαινίδα του Θαλή! [Ουρλιάζοντας.] Που είναι ο Χριστός σου απ’ τα χείλη μου να κρεμαστεί; [Ο ιερέας απ’ την βαλίτσα του μία εικόνα του Παντοκράτορα του 18ου αιώνος απ’ το Άγιο Όρος παρουσιάζει – προϊόν κλοπής ίσως απ’ το μουσείο Γκετί – και προς το μέρος της το πελάζει. Αυτή τη φτύνει αντί να την φιλάει.] Έπρεπε η Ειρήνη η Αθηναία να είχε κατακρεουργηθεί… Γιατί θα έπρεπε το προσωπείο μου απ’ τον Ουρβανό τον Β’ ν’ αφορισθεί; [Η φωνή της γίνεται ακόμη πιο στατική και χονδροειδής.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Επανάληψη ορθή… [Με τα χέρια πίσω στην πλάτη.] Σαν ο Χριστός ότι δεν ήταν Βισνού μα Μωάμεθ, ο μουσουλμάνος ισχυρισθεί θα έπρεπε σε Κηρουλάριο ν’ αναθεματισθεί…
ΙΕΡΕΑΣ: Ο Πορθητής;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Του Μυστρά τα λογοπαίγνια…. Ο Μωάμεθ επειδή μου ήταν λυσιτελής από εμένα δεν είχε αποπνευματοποιηθεί… [Το κεφάλι του Μωάμεθ από ένα άγαλμα κατρακυλεί.] Όσο πιο πολλές οι αιρέσεις τόσο το αμεινότερο για τις όρνιθες…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Σαν την διάσπαση δίχως την αλληλοεξόντωση του πυρήνα του ατόμου…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Να πεθάνουν όλοι οι Δομινικανοί! Αναδιφώ αυτή την επωδό τη Νοστραδαμοποιητική… Λατρεύουν την Ουαντζέτ μέσα απ’ τον δικό τους κωδικό. Δίχως αυτήν δεν θα μπορούσαν να την κάνουν φάσμα ειδωλίων καθοσιοτικών! [Με φανατισμό.]
ΙΕΡΕΑΣ: Θα ήθελα στις κατακόμβες να σε δω!
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αυτό γερο-τράγε κέκληται αναχρονισμός. Με τον αναπτήρα που κρατάς ένορκος της αντιπίστης μου είμαι κομποδεμένη… Ακούω φωνές…
ΙΕΡΕΑΣ: Δεν ακούω τίποτε… Ακούς εσύ ποδοβολητό παγανών; [Κατευθυνόμενος προς τον ψυχολόγο που διαβαίνει ερειδόμενος στο τζάκι το βιβλίο των «Ονείρων» του Φρόιντ με εστραμμένη την πλάτη προς το κοινό. Εκείνος απαντά αποφατικώς.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Τι αναφέρουν;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Απ’ τον Μπαντούρα… Αρδιαίος σε λίγο θα χειραγωγηθεί… [Φωνάζοντας προς το κοινό.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Του Λα-Τούρ η χειρομαντική… [Την παλάμη του ψηλαφεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία σου είναι εγγονή; Μου λέει η φωνή ότι ο Murray σε Χίστερ θ’ αναμορφωθεί…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Το δικό της το μέλλον το προμαντεύει κανείς; [Ρίπτει το βιβλίο στην τσακμακόπετρα, όπως διέπραξαν κατ’ αναλογίαν στο παρελθόν οι Ναζί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο Καϊνισμός δεν έχει στιγμιαίο μέλλοντα, ενεστώτα ή παρατατικό… Είναι Ασυνεχές και Αέναο Ον. Τα βλέπεις τα μάτια μου; [Ο ψυχολόγος βάζει ένα παραχαραγμένο μουστάκι.] Όπως το τζάκι στο οποίο ίστασαι εσμός σπιθών!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Από τ’ αυτιά της δεν ορώ να εξέρχεται στην ορχήστρα καπνός… [Προς τον ιερέα με καγχασμό.]
ΙΕΡΕΑΣ: Θα έπρεπε γιατί την Κόλαση στον Φτεροπόδαρο νου της περιφέρει…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο Συντελεσμένος μάθε πως δεν έχει ποτέ παρόν!
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Το παρελθόν; [Ένα τσιγάρο ανάβει και με θράσος αλήτη το καπνίζει.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Κάποτε είχε… Το παρόν όμως έχει στιγμιαίο και υπερσυντέλικο, αρκεί να μην παραλάβω του Δαμοκλή την ράχη και το κόψω στα δυο… [Αποπειράται ν’ απαλλοτριωθεί απ’ τις χειροπέδες εις μάτην.] Αν περνούσε απ’ το χέρι μου θα είχα κάνει σινδόνη μετεωρισμού εις το σκοτάδι το Ιλλύριο γένος του Απάχη εξαδελφικό ως Δάκρυ…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Του Μολιέρου ο ήρωας είναι το είδος του Πίκτου το πιο θαλασσαιμικό…. [Παρατείνοντας το κάπνισμα.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο ισόβιος μου την ημέρα της Ύπατης Έκβασης θα τους τοποθετήσει εκ των δεξιών μου… [Προς το κοινό.]
ΙΕΡΕΑΣ: Όσοι μέμφονται τέκνον μου τη Νεφτί για την χολέρα τους ως Ερυθρές Ταξιαρχίες θα είναι στο Abu-Graib… [Χτυπάει την παλάμη του μ’ έναν βούρδουλα σαν σαλιγκάρι.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Επιφυλάσσει για όσους θυσίασαν τη ζωή τους ένα ταξίδι Καραϊβικό ο Χριστός… [Χειροκροτεί όσο απ’ τις αλυσίδες της είναι επιτρεπτό.] Παραμύθια παγκευθή… Την «Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων» κρίνω δοκίμιο πιο στοχαστικό…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Κάτι μου λέει πως όταν η Αλίκη την τούρτα της εσθίει, έχεις κορεσθεί … [Το τσιγάρο του στο πάτωμα τευτονικό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Επαυξάνω και συμφωνώ… Ο Κούκ σου τραγόπαπα παρεπλάνησε εκατομμύρια Αμοληκιτών τάζοντάς τους πετραχήλια με λαγό…
ΙΕΡΕΑΣ: Τέκνον μου τα παραμύθια είναι για όσους έχουν στις χίμαιρες αμφικτιονία… [Αυτή τη φορά σε τόνο παρηγορητικό.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Τα λέει αυτά για να σε κάνει Σιίτη αντάρτη! [Στρεφόμενος στον ιερέα.] Η Σύνοδος η Πενθεκτή θα ήθελε πολύ με σφραγίδα παπική να προαχθεί στην εσχάτη ποινή, για να υποτιμήσουν όλοι της Χεμέμ την εντολή… Νομίζει ότι απ’ το Υπερπέραν ακούει του Φον Κάραγιαν τη φωνή….
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν είναι από εκεί… [Το κενό κοιτάζει.] Είναι ένα επίνητρο πιο πέρα απ’ ότι εσύ… Έχουν την επίστρωση του φέρετρου και είναι αμφιφανείς οι βατομουρένιοι τους οφθαλμοί… Οι μείουροι λόγοι του Χριστού δεν είναι πια μεροπικοί.
ΙΕΡΕΑΣ: Όποιος δεν είναι στο ποίμνιό του τον κάνει ο Λύκος δεκατιανό …
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Πιο τελεσφόρο απ’ ότι τον κάδο να συζευχθεί… [Τα γόνατα λυγίζει και το τσιγάρο που έριξε το ανασηκώνει, ώστε ν’ αναχθεί στου τζακιού τον Κριό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Νομίζεις ότι ο Διάβολος με τον Ιησού στο όρος είναι παρών; Στην αμοιβάδα του μονήρης εκφωνεί λόγο επιδεικτικό …
ΙΕΡΕΑΣ: Της Μπλαβάτσκυ άθυρμα λες ασύστολα ψεύδη! [Οργίλος.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Μόνος του σκεπτόταν Μέγας Αλέξανδρος να γίνει της οικουμένης ο Χριστός … [Επιμένει.] Ήθελε να κάνει τον λίθο άρτο και να πέσει απ’ το ναό… [Πέφτει ένας σοβάς.] Ο Μπαθομέτ υπήρξε του Ιησού ψηφιδωτό… Με τον λεγεωνάριο Μιχαήλ και το είναι του συναντήθηκε σ’ ένα σοκάκι… Η αλήθεια σου τραγόπαπα είναι καλωδιακή ή το ύδωρ του άκυρου θα πιεις στην όασή σου του Δενδρίτη την ασκητική; [Λαχανιάζει σαν ιχνηλάτης.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Η ζωή είναι πιο πλωτή με τα σύννεφα στην αγκαλιά της… Αδιάτρητο ψωμί πλάθεις… [Άζυμο άρτο απ’ την τσέπη του εκλοχεύει για να φάει.]
ΙΕΡΕΑΣ: Αποκλείεται να σκέφθηκε έτσι ο Σωτήρ! [Με λυγμούς.] Ο Σκοτίας θα πρέπει να του τά’πε!
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο Χριστός σου μεταμορφώθηκε σε ό,τι αρνείσαι συστηματικώς…Ψήφισε ν’ αναστηθεί και να πεθάνει παρά να μείνει ένας Ποσειδώνιος Λουκιανός…
ΙΕΡΕΑΣ: Για να μην κάνει με το Νέμπιρο παρέα απέκτησε καινό δέρμα..
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ήθελε στο Εργαστήριο να δει, αν οι Κυριότητες θα τον διεφύλατταν απ’ τον οδυρμό… Νόμιζε ότι ήταν ο Άμμων-Ρα τούτος ο Πάρης ο Τρωϊκός… Ένας εφημερίδος Ούβιος ήταν όπως εσύ κι εγώ….
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ισχυρίζεται δηλαδή ότι οι Γαβαλείς χειρούργησαν το σύμπαν που κατασκοπεύεις… [Χαμογελώντας στον ιερέα.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο Βάνδαλος αγνοεί και δέος έχει να μάθει πως θα γίνει Δομιτιανός! Τι κρίμα που απ’ το ναό της Γαλιλαίας δεν έπεσε ο Χριστός! [Ο ψυχολόγος σ’ έναν κίονα παραπατάει μα ισορροπεί.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Θα είχε εκτραπεί η ανθρωπότητα εννοεί από πολλά τραγελαφικά περιστατικά, όπως η ιουδαϊκή… [Με ειρωνεία.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είχε ένα πρόσημο θετικισμού ο Ιεχωβάς: του άρεσε ο πειραματισμός! [Γελάει.]
ΙΕΡΕΑΣ: Μας αγαπάει όλους ο Υϊός…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είχε όμως και ένα πρόσημο αρνησικυρίας: το θεωρητικό. Άντλερ υπάρχουν δύο συμβόλαια για εσάς στου κομοδίνου το συρτάρι! [Ο ψυχολόγος ανοίγει το συρτάρι και απ’ τα δύο συμβόλαια το ένα στον ιερέα παραδίδει και το άλλο το διαβάζει.]
ΙΕΡΕΑΣ: Pactum expressum! [Αναφωνεί.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Pactum tacitum! [Αναφωνεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Μια φωτοτυπία απ’ το κάθε συμβόλαιο ας εκδοθεί και ο καθείς σας την υπογραφή του να βάλει πριν την αυγή! [Με αυταρχισμό.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μα και για τους δύο έχει καταγραφεί!
ΙΕΡΕΑΣ: Τότε από κάποιον πρέπει να διασπαστεί! [Ο ιερέας το συμβόλαιο του ψυχολόγου αρπάζει. Τα καταδικάζει όπως όλα του τα φυλακτά στο τζάκι. Απ’ την άλλη πλευρά ο ψυχολόγος βγάζει απ’ την τσάντα του όλα τα βιβλία ψυχολογίας και τα τοξεύει στο τζάκι.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ό,τι και αν δώσετε για ν’ απαλλαγείτε εντελώς, έστω και αν το αρνηθείτε ρητώς θα πρέπει ο Λεβιάθαν να πεθάνει!
ΙΕΡΕΑΣ: Άλλα στην «Θεολογία» του έχει ισχυρισθεί ο Λιγκουόρι… [Ψιλοσαστισμένος.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Απλούστατα γιατί ο Ξιφίας δεν ήταν ο Υπασπιστής του! Μα πως όλοι οι Μανναίοι δεν είπε ο Χριστός ότι είναι Έκτορας και Πάρης;
ΙΕΡΕΑΣ: Ναι… [Αρχίζει να παραδίδεται σε κατάνυξη.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αν ο Χριστός είναι ο Ατούμ όπως ο φίλος σου προδιαγράφει, είμαστε έξι δισεκατομμύρια Απέθαντοι Άβελ και Κάιν.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο Χριστός μας αγαπάει; [Ρωτάει και προδίδει το δωμάτιο ποδαρκής, ενώ ο ιερέας στο κρεβάτι της γυνής ολοκληρωτικώς στον Ύπνο έχει επιδοθεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Για τα δεινότερα και καλλίπρωρα παραπτώματα, μάθε πως ζαχαροπλάστης ήταν η αγάπη… [Απ’ τον τοίχο μία αφίσα που εικονίζει την στιγμή που τον Αδάμ πνοοδοτεί ο Θεός, φωτοαντίγραφο απ’ την Capella Sistina δεν είναι πια ιξός]
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ 1η
[Η υπηρέτρια τα νύχια των ποδιών της προσκείμενης στην κλίνη της δαιμονισμένης βάφει. Ο ιερέας με δύο παπαδοπαίδια που προσκομίζουν έναν ελεφάντινο σταυρό εφορμούν στον χώρο.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ας παύσουν εφαπτόμενοι του τρισκατάρατου σταυρού να’ναι!
ΙΕΡΕΑΣ: Το ίδιο συνιστά και για την Μαρία ο Χριστός…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Έβλεπε οφθαλμαπάτες ή το φάντασμά του αναφανδόν… Την διέταξε για να μην σκιρτήσει ο Och ή ίσως γιατί το σώμα της θα ήταν ιαπτόμενο και δεν θα μπορούσε να διαζευχθεί το πορτφόλιο απ’ τον Χριστό…
ΙΕΡΕΑΣ: Ο Χριστός είναι η Αγράμπελη και εμείς ο βότρυς του ευτυχώς… [Τα παπαδοπαίδια παρατούν εντός ενός κύκλου από κεριά ουρσουλινών τον σταυρό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πρόσεξε γιατί άνεργο σε καθορώ αν δεν του φέρεις τον ίασμο διαμαρτυρόμενο σε πληθωρισμό.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Της αναζήτησης και της εκδούλευσης αδυσώπητοι οι νόμοι… [Ενώ αφοσιωμένη το έργο της διατελεί.]
ΙΕΡΕΑΣ: Απ’ το σταφύλι παράγεται το κοκκινέλι…
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Με την παρέλευση των λεπτών η τιμή του οίνου γιγαντώνει… [Επιδιδόμενη στο έργο της.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Προτιμώ την ηρωίνη απ’ την Σίβυλλα της Κύμης τα μελλούμενα να προλέγει. Τα παπαδοπαίδια σου τον Αζαζέλ να επισκεφθούν και τα δυο. [Ενώ παρίστανται εκτός κύκλου σε αδράνεια και σιγή.] Έτσι ο πατήρ τους Gloriosus μέσω των υϊών!
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Υπάρχουν νήριθμα χωρία διαμονής στην Ζαγορά του πατρός! [Τώρα προχωρεί στο μπογιάτισμα των νυχιών των χεριών.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν θέλω μόνον τα πόδια και τα χέρια τραγόπαπα να μου περιποιηθείς αλλά και την Ερμαϊκή!
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ίσως απ’ τον Αλκιβιάδη να κοπεί!
ΙΕΡΕΑΣ: Στο σκότος περιπατεί και πουθενά να καταλήξει δεν μπορεί. [Απευθυνόμενος προς το κοινό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν κάνεις στον Δομέστικο μια ευεργετική; Τον άλλο κόσμο να καταιονείς για να του αναθέτεις ιβίσκο πολύ…
ΙΕΡΕΑΣ: Αν δραπέτευες απ’ την ικμάδα το χώμα θα είχε δηλητηριασθεί …
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ο καρκίνος δεν πεθαίνει όπως οι πτωχοί… [Σα να κάνει μοιρολόι.] Τον ιχθύ όμως δεν θα τον είχαν για πάντα στο φλασκί…
ΙΕΡΕΑΣ: Είναι η Πρωτοκαθεδρία και η Ζωή.. [Προς το κοινό.] Μήπως ότι ο Λάζαρός μας ανοικοδομήθηκε απ’ τον Χριστό αμφισβητεί; [Με την βακτηρία του τέσσερις φορές ο τοίχος πάνω απ’ το δικό της κρεβάτι θα βομβαρδισθεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Νεκροφάνεια στο δικό τους Ελαφηβολιώνα. Ερωταπόκριση συγκοινωνιών…
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Τέσσερις ημέρες ήταν στην ταφή… [Ακάθεκτη ασχολείται με των νυχιών την επεμβατική.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το τετράγωνο είναι για τον Όσιρι ο Καζανόβα σκακιστής…
ΙΕΡΕΑΣ: Με την σάρκα ανακρίνεις του Θηρίου σπέρμα! Κανείς απ’ τον Χριστό δεν έχει καταδικασθεί!
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Κατάγονται οι Εβραίοι απ’ του Σατανάκια τον Πατέρα… [Χαμηλοφώνως.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αν ο Χριστός ήταν του Ασμοδαίου ο Υϊός;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Την εκδοχή της ευδοκίμησης εννοεί…
ΙΕΡΕΑΣ: Πως ο Χριστός έκανε τον τυφλό να δει; [Τα παπαδοπαίδια τώρα φοράνε Φαέθοντος τζάμια.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πηλό στο χώμα με το σίελό του είχε φτιάξει… Έτσι το γονιδίωμά του στα μάτια είχε αποτυπωθεί…
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Σήμερα απ’ τον γενετικό κώδικα μαραμπού μπορείς μακαρόνι να γευθείς…
ΙΕΡΕΑΣ: Η Σαρξ πουθενά δεν ωφελεί… Μόνον το Πνεύμα ζωοποιεί…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο Χριστός ήταν της Παρβάτης ο Κανιβαλιστής…
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Τη σάρκα του έλεγε να φάμε και το αίμα του να πιούμε σαν βαμπίρ… [Μονολογώντας και φεύγει για λίγο απ’ την σκηνή.]
ΙΕΡΕΑΣ: Αυτή στην κατακλείδα δεν θέλει ν’ακούει ούτε τον Μικρό Τυμπανιστή… [Κοιτάζοντας τα παπαδοπαίδια.] Ο Χριστός πως κατάφερε πάνω στην Μεσόγειο να οδοιπορεί;
ΣΚΗΝΗ 2η
[Η υπηρέτρια έρχεται με μία λεκάνη από ύδωρ και χαβιάρι. Πλένει από αυτά τα πόδια της δαιμονικής μ’ ένα σφουγγάρι.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Γιγνώσκει το νόμο της άνωσης όσο κάνεις … [Με καθυστέρηση του απαντάει.] Μα δεν δύναται ν’ ανέλθει στην Τροπόσφαιρα ουδείς, αν πρωτύτερα δεν έχει εκπέσει ο Αρχάγγελος του στη γη…
ΙΕΡΕΑΣ: Στον γάμο της Κανά πως η κρήνη έγινε κρασί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είναι ζήτημα αυθυποβολής…. Ο Λάζαρος να ήταν πάντοτε παγιδευμένος στη μεσίστια ζωή…
ΙΕΡΕΑΣ: Αυτό το αιγαγροκόριτσο πάλι βλασφημεί! [Δίνει την ακτηρίδα του στην υπηρέτρια. Αυτή αφού την χρίζει στην λεκάνη στο πάτωμα την προσαρτεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Θεούς να ζυμώνουν δεν θέλουν οι Θεοί. Επιθυμούν μόνον κάποιον να τους αναιρεί! Για πάντα ιξοβόρο αειθαλές παιδί και της Χοιράδωσης η αντίδοση όταν κανείς ευδαιμονεί…
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Οι ματαιότητες είναι της Βοσκοπούλας μας οι αγαπητικοί… [Προς το κοινό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Σφάλλεις! Τα τρίπτυχα των θαυμάτων μου είναι πιο αιμοκαθαρτικά. Άλλο μαυσωλείο της Αλικαρνασσού: να φονεύεις, ν’ ασελγείς, να παρανομείς, να πίνεις και να λιώνεις με το πινέλο την ενοχή… [Με ηδονή.]
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Στον καμβά ως είθισται ελαιογραφεί… [Διαβεβαιώνει τον ιερέα.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο κορεσμός των παραγωγών και όχι η κλωνοποίηση των άρτων και των περκών θα ήταν εικόνα ιχθυόλη… Γιατί να μην γεννάει η Γη περισσότερα από αυτά για τα οποία είναι ελαστική; [Τάχα με ενσυναίσθηση.]
ΙΕΡΕΑΣ: Το Παρίσι της Χιροσίμα…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όχι… Της Ανίερης Σαρτρ υπέρβαση ακραιφνής θα ήταν ο Χριστός… Ας είχε μόνον έναν μαθητή ως λοχαγό…
ΙΕΡΕΑΣ: Ποιον;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αυτόν που υπηρετώ…
ΙΕΡΕΑΣ: Κολοσσός πασχαλινός!
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Θα ήθελα ο μη ορών πριν έλθει στην πνοή να μην ήταν τυφλός.. Ο παράλυτος να μην ήταν εκ γενετής… Για όλο αυτόν τον καθ’ υπόταξιν λόγο ποιος θα δικασθεί;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ο Βελιάλ θέλει τους Ελαμίτες άλκιμους για να τον υπηρετούν και όχι λευχαιμικούς, ώστε σε άλλα κόμματα να προσχωρούν…
ΙΕΡΕΑΣ: Ειδεμή στης Σαμαριάς το Φαράγγι όποιος στον Ιεροφάντη της δεν είναι γονυκλινής…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πριν η πράξη καταλήξει, κάποια απ’ τις αρθρώσεις σου θα σε πονεί…[Παλίντροπη στο μανιερικό της ύφος.] Στους Κάβειρους ο Χαροέρις σου να καταδικασθεί δίχως Ανάταση ή Ζωή….
ΙΕΡΕΑΣ: Στα Τάρταρα του πνεύματος προσκείμενος αιωνίως ο δρουγγάριος σου! [Τα παπαδοπαίδια εισέρχονται εντός του κύκλου απ’ τον τρόμο τους.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ενώ ο κτητικός πατήρ Του ανεπαύθη την Κυριακή, τις άλλες έξι εποχές τον πατριμόνιο του κόσμο έπλασε με τον κάματό του αψύ…
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Την ραστώνη επέλεξε απ’ της Φαιστού τον δίσκο… [Με συμπάθεια.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τον Ουριέλα ψέγει όλη την ώρα… [Την γλώσσα της στους θεατές την προτείνει και υπέρνομες γκριμάτσες τους κάνει.] Ποιος τον γέννησε; Ο αρχηγός του… Ο Σαργκατάνας δεν πράττει γι’ αυτό που είναι μα η διαβολή και ουδεμία ιστοσελίδα έχει καταλυτική…
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Έποψη άκρως μανιχαϊστική…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Εμείς είμεθα στην ύλη και η ύλη είμαστε εμείς. Όποιος στο πνεύμα έχει αμφεταμίνη Ουγενότου ας αυτοχειροδικεί… [Κάνει ότι καταπίνει χάπι.] Είναι ο «Πανδέκτης» που όλα τ’ απωθεί.
ΙΕΡΕΑΣ: Είσαι διαβολογύναιο! Να μην την ακούει κανείς! [Τα παπαδοπαίδια βάζουν στα ώτα τους βαμβάκι.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο Θεός μήτε φύλο έχει, μήτε ταυτότητα, μήτε ιωή… Είναι όπως ο Αζραΐλ….
ΙΕΡΕΑΣ: Η προσωποποίηση του Θωμά ακούγεται φορτιστή…. [Χτυπά το κινητό του τηλέφωνο. Δείχνει να αδιαφορεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η αμφιλογία σαν Στρόμπολι είναι ακτιβιστή… Ξέρεις τώρα τι θα ήθελα να πιω; Απ’ το Αγνόρυτο Δισκοπότηρο το αίμα και τα μάτια σου μέσα σ’ αυτό…
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Έχει σαλεύσει η αμφίαλη ψυχή της…. Απ’ την χλόη της χήρευσε και πελαγοδρομεί.. [Η δαιμονισμένη κάνει ότι στην αγκαλιά της - όσο της επιτρέπουν τα δεσμά - ένα μωρό πως κρατεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το παμφεγγές αστέρι είμαι στην ουρά της Άρκτου της Μικρής…. Αφού όμως στο στόμα σου γερο-τράγε έκανα εμετό η άμητος του ασφοδέλου θα μου’χε πηλικοποιηθεί… [Οσφραίνεται το μηδέν.]
ΙΕΡΕΑΣ: Πως θα φιλούσες τότε την ωμοπλάτη του Κεραμεικού;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ως παρωρίτρια με φάντασμα φεγγάρι θα έσφαζα έναν όνυχα αμνό… Σαν χαριτόβρυτη αιμοχόος θα το ανακάτευα σ’ ένα σίκλο με νερό…. Μέχρι ν’ αρμέξω την αγελάδα το παράσημο με την μέλιττα θ’ απέκκρινα και αυτό! [Ο ιερέας διαβάζει σιωπηλά ένα χωρίο απ’ την Οδύσσεια που το βρήκε στο κρεβάτι.]
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Για να μην μεθύσουν και ευφρανθούν…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Οι ισκιόθηρες… Κάτω απ’ του ήλιου την Αμοργό που τέρπει τους Κουάδους με φωτοβολταϊκό… Ένα σηστέρτιο από ωμοπλίνθους και με τα κεριά στο κέντρο εγώ…
ΙΕΡΕΑΣ: Ο Χεοπικός Θεός μεταμορφώθηκε σε Νούβιο για ν’ αναγείρει το Λομβαρδό…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν θα είχε σταυρωθεί αν σε άλμπατρος είχε φιλοξενηθεί…Ξέρεις ποιος Ρόδιος θα ήταν πιο αποσυμφορητικός; Να πεθάνει δια παντός και όχι μετασχηματισμένος σε γελωτοποιό… [Η υπηρέτρια τα πόδια της να πλένει σταματάει αλλά στο πρόσωπό της πούδρα εξαπλώνει και ενυδρίδος αλοιφή.] Μπορείς τραγόπαπα τούτο το λίκνο στον αιθέρα ν’ αναβιβασθεί;
ΙΕΡΕΑΣ: Αν σε Boing 747 αναδημιουργηθεί…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όπως κάποτε η μήτρα από προζύμι σε υπαίθριο ψωμί…
ΙΕΡΕΑΣ: Δεν μπορεί άρτος σου ο παλαιοζωϊκός να γίνει. Μόνον μ’ αυτόν ο Νεύστριος δεν θα παραδρομήσει μα με κάθε ένα επίμετρο απ’ τον εκπορευόμενο Ρα-Χοράχτι… [Εξοβελίζει της Οδύσσειας το ραβασάκι στο τζάκι.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Οι άρτοι είναι φύκια σε αναδασμό πανηγυρικό… Είναι τόσο αλιευτικό! Ώρα για την επίταση του διατάκτη… Είμαστε στου Ουρανοξύστη τον εξακοσιοστό εξηκοστό έκτο όροφο… [Ο ιερέας προσορμίζει στο ανοικτό απ’ την λαίλαπα παραθύρι.]
ΙΕΡΕΑΣ: Της Οικουμένης ο Πανθορών! [Σε νιρβάνα.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η όραση, τα τάγματα και της Λεγεώνας της Τιμής εξυπακούεται ότι θα σου χαρισθούν αν ενώπιόν μου’ λθεις προσκυνητής…
ΙΕΡΕΑΣ: Ίλιγγος με δράττει… (Ιδρώνει και βαριανασαίνει.]
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Το σύνδρομο της υψοφοβίας τον σφικταγκαλιάζει… [Προς το κοινό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ή του Σειληνού η μυθωδία… [Συμπληρώνοντας.]
ΙΕΡΕΑΣ: Ύπαγε επάνω Βελιάλ και μην ξανάλθεις! [Κλείνει το παράθυρο και απ’ το σημείο θα απομακρυνθεί. ]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η βαρύτητα θα μου ήταν τροχιά εκλειπτική.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Είναι όπισθεν αυτή η κερκίδα · όχι μπροστά σου.
ΙΕΡΕΑΣ: Είναι στην αποθήκη και αναμένει στο ακουστικό… Μόνον τον Κύρη και Θεό μου εκκολάπτω και αυτόν προσκυνώ. [Στρίβει τη ματιά του προς τα άνω.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Γίνε άλτης και ο Αρχάγγελος για το αδένωμά σου θα είναι σε περίπολο εποχικό…
ΙΕΡΕΑΣ: Απ’ τον Πέτρο με τα χέρια του είναι βέβαιο ότι θα μου επιδοθεί του Παραδείσου το κλειδί… Σε πυρηνική δοκιμή ο Θεός εντός μου δεν θα εκτεθεί.
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είναι της ανταρσίας η επώαση όχι των θαυμάτων… [Προς την υπηρέτρια.]
ΙΕΡΕΑΣ: Από αυτήν του Αχιλλέως αγκυροβολήσαμε σ’ αυτήν του Μπακούνιν… Πολλοί δαίμονες στο εσωτερικό της…. Απροσμέτρητοι και κιρσοί… [Ο ιερέας σε μία καρέκλα κάθεται κατάκοπος.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Στις ευγενέστερες των δυναστειών τύπτει την θύρα ο υποσιτισμός… Τι υπάρχει όμως ανάμεσα σ’ εμάς και τον Ιησού το Ναζαρηνό; Τίποτε γιατί είμαστε ένα… [Ο ιερέας αν και ασθενής πάει να την χαστουκίσει μα η υπηρέτρια θα κατισχύσει και στην θέση του θα τον καθοδηγήσει.] Είναι ένας ιχθυοπώλης χρεοκοπών… Όχι απαστράπτων αλιευτής… [Η υπηρέτρια αφού κάνει για λίγο ιάπυγο στον ιερέα μ’ ένα άγραυλο περιοδικό στη θέση της θα επιστραφεί.]
ΙΕΡΕΑΣ: Με συγκάλεσε σ’ ένα όναρ μου ο Χριστός και μου’ πε στον ιπνό Του ότι ήμουν ο Εκλεκτός! Τα χέρια μου έγιναν κισσύβια και η γλώσσα μου για κάθε λογής σαλάχι ορεκτικό… [Σε παραλήρημα.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Οι κυπρίνοι γιατί έχουν βράγχια προβαίνουν στου οξυγόνου τον διϋλισμό… Για διαπνοή κονδύλωμα μα πλοήγησες εγχειρήματα περίσημα!
ΙΕΡΕΑΣ: Και όμως τότε πως σμίλευα τον κόσμο πίστευα.. [Με λυγμούς.] Ιστοριοδιφούσα των πλάτανων τα φύλλα… Στην γλώσσα μου άψις άκαυστης φλογός… Τώρα με χαμαιλέοντες διαπερνώ με την βάρκα μου τον Ατλαντικό… Ονειροπαγίδες είναι τα κύματα… Το αμίαντο απ’ του Κερσεκόμη δέρμα μου είναι το αντίδωρό μου… Και κάποια λιθρίνια… Ελάχιστα ζωντανά… Τα περισσότερα όπως η Χάτσεψούτ ταριχευτά…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ίσως η ανυπόκριτη ιδιοσυστασία τους δεν είναι στο δίκτυ μα στον Ειρηνικό… [Σε τόνο λυρικό.]
ΙΕΡΕΑΣ: Και όμως… Τις νύχτες του Μαρτίου θρώσκω άνω στον Παππού του Μειλίχιου Διός…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πρόσεχε τραγόπαπα γιατί μπορεί να φυλακισθούν και σκυλόψαρα στου ράσου σου την πτυχολογία…
ΙΕΡΕΑΣ: Μέδουσες στα χέρια μου των σφυρίδων τα ημιτόνια … Δεν ξέρω πια τι καταπελτώ…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Κάποια σμέρνα θα σου έδακνε τα χείλη… Του απολιθώματος του Βατικανού ιδού η μετεγχειρητική επιπλοκή! [Προς το κοινό με τον ιερέα δεικνύει απεχθώς.]
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Τα καταστήματα όλων θα δημευθούν σε λίγο… [Η υπηρέτρια μάσκαρα στης δαιμονισμένης τις βλεφαρίδες αναθέτει, αφού στου κρεβατιού το πλάι παραμερίζει την λεκάνη. Η δαιμονισμένη καλαθοσφαίριση παίζει στο στόμα της υπηρέτριάς της με τη βλέννη.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Έλαβε ένα σάλιο δίλεπτο απ’ το υστέρημά μου… [Προς το κοινό.] Με του Καρυωτάκη τα ενδύματά μου κατέδωσα τον αποψιλωμένο μου εαυτό… [Η υπηρέτρια ακατάλυτη στο πάρεργό της.]
ΙΕΡΕΑΣ: Απ’ τον αντωνυμικό της Opniel η πλειοδοσία έχει δημοσιευθεί…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ενδοσκόπησε στην μάσκα μου: είμαι λεπρή… Δεν επιθυμείς με τον σταυρό απ’ τον περίδρομο περαιτέρω να μιανθείς; Πουθενά δεν θα λεχθεί! Μόνον σε εκείνον που ψυχογραφεί, ώστε στους Κρεμαστούς Κήπους της Βαβυλώνος να εμπεδωθεί!
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Θέλει όπως οι Απόστολοι της Ρώμης του Μεταμοντερνισμού ν’αποχαιρετίσουν την ύστατή τους αναπνοή… [Υπονοώντας τον ψυχολόγο με τον ιερέα και αποτεινόμενη στο κοινό.]
ΙΕΡΕΑΣ: Φωτοστέφανο δεν διεκδικώ… [Σε τόνο αυστηρό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πως σαν το Νέρωνα τη Ρώμη θα πυρπολώ; Αυτό το άγαλμα απέναντι θα το δεις; [Δείχνει στον ιερέα του Απόλλωνα Belvedere μία αντιγραφή.]
ΙΕΡΕΑΣ: Και τι μ’ αυτό;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Στην επιγραφή κάτω από αυτό γίνε εναισθητικός! [Το άγαλμα ο ιερέας πλησιάζει και επτά χαρακτήρες σκαλισμένους σε φύλλα κακέκτυπα από μάρμαρο δάφνης με δέος κοιτάζει:
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τους έχεις ξαναδεί;
ΙΕΡΕΑΣ: Ναι. [Η δαιμονισμένη τον φασκελώνει με της Στοάς το χέρι. Τα ίδια δερματόστικτα σημάδια ο ιερέας άναυδος διακρίνει στην παλάμη της, αφού την πλησιάζει.] Με περιφρονείς;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Φύλλα δάφνης είναι η περατή και η παλάμη και για να μη φαλκιδευτούν ποτέ τα έχω χαράξει…
ΙΕΡΕΑΣ: Νομίζεις ότι έτσι καθυποτάσσονται οι μαρμαρυγίες της θαλάσσης;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τίποτε δεν με πτοεί...
ΙΕΡΕΑΣ: Ούτε τον εαυτό της με το χέρι - ιραδέ δεν θα την παρακάμψει...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είμαι η Κυρίαρχη του σκακιού… [Η δαιμονισμένη του υποδεικνύει το αριστερό της χέρι και το δρύϊνο κρεβάτι της τιθασεύει.] Αυτή είναι η ράβδος του Μωϋσή πριν οφιοποιηθεί και σε Φαραώ κατατροπωθεί...
ΙΕΡΕΑΣ: Δεν θα χρειαστείς της ύαινας την κεφαλή... Είσαι η ίδια εσύ!
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Επιτρέψατέ της επιτέλους να ζωγραφισθεί! Εσείς και ο Φρομ είσαστε της τεκούσας της ο Πολυνείκης και ο Ετεοκλής… [Με ύφος λειτουργού κοινωνικής.] Ούτε ως αγχίσπορος δεν σας συγκινεί; [Η υπηρέτρια ξεκινά των ματιών και των παρειών τη βαφή.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τις επίνοιες μου έχω για αμίλτωτο λυχνάρι. Εσείς όλοι θα γίνετε θυμέλη... (Γενικώς και αορίστως.) Απ’ τους νάνους πηγές νερό έχω πιεί μέχρι στιγμής...
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Οι κέδροι είναι τερπνοί... (Διαβεβαιώνοντας τον ιερέα.) Το ίδιο και η ροδιά της…
ΙΕΡΕΑΣ: Την έχω ικανή για να γίνει άφαντη τον Μαρμαριαών με μάτι μπαμπουίνου ή νεκυός τριμμένου με ίφυα και έλαια να επικαλεί...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το ένα σου μάτι τραγόπαπα το πας γυρεύοντας να κατρακυλισθεί... (Τον κοιτά με ανηδονικής έκλειψης μάτι.]
ΙΕΡΕΑΣ: Όλοι οι πάπυροι του Παράκελσου θα έπρεπε ν’ αποσβεσθούν.
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όπως των Αθηνών η Φιλοσοφική Σχολή; Τα γενέθλια μου στις Τριάντα Ιουλίου και ο Ιανός η άλλη μου οξεία οπτική.
ΙΕΡΕΑΣ: Στα αλχημιστικά τετράστιχα τα παροράματα πιο εμφανή!
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ό,τι μου χρησμοδοτεί η Νεχμπέτ σαν Αναστενάρης το καταπατώ... Γιατί να πιστεύω μόνο στην Ανάσταση Χριστών και όχι ξωτικών;
ΙΕΡΕΑΣ: Ο Θεοδόσιος που έστειλε τους παγανιστές στον Αγαλιαρέπτ επιστάτης Γεντιανών! [Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση ο ιερέας απ’ τα γόνατα σφαδάζει. Τα παπαδοπαίδια τρέχουν προς την μεριά του ως αντηρίδες γιατί έχει άλγη συν τοις άλλοις και στην πλάτη.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ξέρεις γιατί αυτό έχει συμβεί; [Προς τον ιερέα που δεν έχει συνέλθει απ’ το σοκ.]
ΙΕΡΕΑΣ: Στο μετόρχιον τους ήσουν εσύ; [Φωνάζει.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Γράψε μία επιστολή στο Νανώθ και θα του ταχυδρομηθεί... [Ο ιερέας δίχως δεύτερη σύσκεψη βγάζει απ’ την τσάντα του ένα πλακίδιο από ελεφαντοστούν με του Αγίου Γεωργίου την μορφή να σκοτώνει ένα δράκοντα με το δόρυ.]
ΙΕΡΕΑΣ: Θα την πρωτοκολλήσω στης κλίνης σου την πρύμνη ως ύστατη ειρκτή…[Το λέει και το πράττει. Η δαιμονισμένη αναρτημένη στο κρεβάτι με το πλακίδιο αντωπή αλυχτάει. Ο ιερέας απ’ τους επίκουρους του υποβασταζόμενος απομακρύνεται απ’ την σκηνή και αγαλλιάζει.]
ΣΚΗΝΗ 3η
[Ο ψυχολόγος και ο ιερέας εισέρχονται συνομιλώντας αμέριμνοι στο δωμάτιο της δαιμονισμένης. Βλέπουν στο κομοδίνο της ένα πιάτο με τσαμπί από σταφύλι.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Μην οδοιπορείτε ανεκφώνητοι... Ο Διόνυσος με επισκέφθηκε εχθές στις τρεις το βράδυ... [Προς τον ιερέα.] Πες: «Ειρήνη επί τω οίκω τούτω» και θα ισχυρισθώ ότι του μισθού τούτου είσαι αξιόχρεως εργάτης …
ΙΕΡΕΑΣ: Αυτό μόνον αν στο Λευκαντί δεν μεταβώ! [Κοιτάζοντας το ταβάνι.] Απέστειλε λύκους εν μέσω αμνών!
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το βαλάντιο στην τσέπη σου είναι στον κατάλογο απωλολόν! [Ο ιερέας διαγώνισμα στις τσέπες του παντελονιού του βάζει. Έντρομος τεκμαίρεται ότι η δαιμονισμένη είχε την Μαάτ με τον λαιμό της]
ΙΕΡΕΑΣ: Το είχα για τους επαίτες που συναντώ στην δέκατη τρίτη οδό!
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Φαίνεται πως έπεσε απ’ την τσέπη του και ο Θωθ... Ύστερα ως έκπτωτο κατηγορεί τον ιδιωτικό μου... [Προς το κοινό.] Παρατηρείς αυτή την πληγή; [Δείχνει στον ιερέα απ’ το χέρι της μια δερματοστιξία νωπή.] Ποιος εκ των δυο σας θα την περιποιηθεί; [Ο ιερέας προσποιείται ότι δεν βλέπει την ρωγμή.] Μήπως ο Maslow του Λευΐ; [Ο ψυχολόγος αποστρέφει το βλέμμα του απ’ την δαιμονισμένη.] Θα γίνω τότε του εαυτού μου ο Σαμαρείτης ελκοθεραπευτής… [Γλείφει το τατουάζ της σαν γαλή και για λίγο ξαφνικά σταματάει.] Το σάλιο μου ελαιόλαδο και οίνος του Μπορντό... Πανδοχείο μου το κρεβάτι και η γλώσσα μου δηνάρι... [Ακούγεται η πτώση ενός κέρματος άγνωστο από πού.] Αν ο ίδιος τις φακίδες σου δεν επισκευάσεις κανείς απ’ την λεωφόρο της ζωής ως αλόη δεν θα σε διαπεράσει...
ΙΕΡΕΑΣ: Οίκτιρε τον εαυτό σου και θα σωθείς… [Ο ψυχολόγος ως απρόσκλητος συνδαιτημών τα σταφύλια απ’ την πιατέλα θα γευθεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το σπάρτιον σου τραγόπαπα πρέπει να το κόβεις ή να το επιλύεις... Όχι να το μεταθέτεις στους άλλους...
ΙΕΡΕΑΣ: Νομίζω παλιοκόριτσο ότι ελήλυθε το εωθινό της Κυριακής Προσευχής... [Σε τόνο σταλινικό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Άτεκνε εις τον Ουρανό ας μην εξαγνισθεί το λέξημά σου, ας μην έλθει του Τίτου η αυτοκρατορία σου, ας μη γίνει το φιλοδώρημά σου. [Βγάζει αφρούς.] Τόσο στον Bellatrix όσο και στην Γη, το συμπόσιο το επιούσιο για τον εαυτό σου ας παρακρατηθεί. [Αρχίζει να ουρλιάζει.] Στον βάλτο για να κυλιστούμε και να μας επιτρέπεις να μετέχουμε στου Αγίου Αντωνίου την εορτή δίχως καμία φειδώ στον Κέρκοπά σου… [Ο ιερέας της προσθέτει στην καρδιά έναν σταυρό κοσμημένο με διαμάντια.] Στα σκέλια μου γεροτράγε τον αιρώ! Στους Χουρρίτες είναι η μέγγενη και ενωμένοι οι σταυροί... Όχι η τύρβη στου ίτυος τη ροή... Αυτός ο σταυρός από τοκετός μπορεί να φιληδονεί... [Συνεχίζει να ουρλιάζει.]
ΙΕΡΕΑΣ: Έσπειρα πίσω τα τέκνα μου στον Ύπνο της βροχής, γιατί την θύρα μου έσπρωξες εχθές το βράδυ....
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Την κεφαλή σου έπρεπε να γρονθοκοπώ που έχει θερισμένο στάχυ..
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Αυτό αν είχε επικαλεσθεί θα της είχε παραδοθεί... [Ειρωνικά και συνεχίζοντας να τρώει τα σταφύλια σποράδην.]
ΙΕΡΕΑΣ: Τον Πρίαπο διεκδικεί! [Διατρανώνει στον ψυχολόγο.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Μπορείς τραγόπαπα να παίξεις στου Ευριπίδη τις “Μαινάδες”; Ανοικτό κονσερβοκούτι ο ουρανός, ώστε να φιλοξενεί τον πέλεθό σου...
ΙΕΡΕΑΣ: Ίσως σ’ έναν πίνακα του Μπος να έχει εικονογραφηθεί, ενώ την κατατρώει ένας φασιανός!
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν είμαι ο Προπάτωρ για να σας δώσω το αβγό μα ένας ίνις για τον σκορπιό....
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ομιλεί πολύ αν και κωφή... Πρέπει η ψυχή της απ’ τον Pnaleg μου ν’ αψινθοχρισθεί...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είσαι του Αζραίλ ο Παρηγορητής; (Ρωτώντας δίχως βέλος τον ψυχολόγο.)
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Με την ιπποδύναμη ποιού τα δαιμόνια απ’ τον Σολομώντα ή τον Δαβίδ είχαν καταδιωχθεί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο διαμερισμός των ηττημένων και η σχάση των κυττάρων του Μιχαήλ... [Κοιτάζει τον ψυχολόγο απλανώς.] Ας νικήσει το Θηρίο και η έκβαση της Αποκάλυψης ζητώ ν’ αναιρεθεί... [Στρέφεται προς τον ιερέα.] Λες τραγόπαπα η ηχώ μου ν’ αναμεταδοθεί στης Νέϊθ τ’ αυτιά;
ΙΕΡΕΑΣ: Το Πνεύμα το Ακάθαρτο πονηρότερα έχει καλέσει επτά... [Προς τον ψυχολόγο.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η δαιμονισμένη συμφωνεί... Ο Αιδονεύς τον Κρόνο, τον Ουρανό και τον Εννοσιγαίο καλεί μαζί με τον Αφνειό, τον Μαιμακτή, τη Νυμφία και τον Τρισμέγιστο σε παστάδα εορτή... Φώτα μας ο Εκατηβόλος και η Λίλιθ... Ανάπαυση τα μερόνυχτα τούτα τ’ άνυδρα μέρη δεν έχουν καμια... [Ο ψυχολόγος απ’ το δάπεδο ένα αντίγραφο της Ζωηφόρου του Παρθενώνος αίρει και στα πόδια για να το επεξεργασθεί της το παραθέτει.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Έχεις όλους αυτούς τους δαιμόνιους πλάνητες εντός της... [Δημιουργεί με το δάκτυλό του στο κομοδίνο κύκλο απ’ τον κονιορτό.] Σε ποια ζώδια όμως έχουν φθάσει;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Έχω τον Πλούτωνα και τον Δία στα καβούρια, τον Άρη στα κατσίκια, τον Ουρανό στην θωρακοφόρο Σιγκίδα, την Αφροδίτη στον πόρφυρα και στα σκυμνοειδή τον Ποσειδώνα...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μόνον αυτό;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όχι. Έχω τον Ήλιο στο χρυσόμαλλο τάπητα, την Ελισάβετ στον Ερμή και στη Σελήνη οι Ίβηρες μονομάχοι...
ΙΕΡΕΑΣ: Σύναξις δαιμόνων δίχως κάρτα πιστωτική…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Σκοπεύετε να κάνετε για τα οκτώ θαύματα του κόσμου καταγραφή με μυθιστορηματική πλοκή;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μην ξεχάσουμε τα Φώτα ιερέα και την Γη… [Συνεχίζει κύκλους με την σκόνη στο κομοδίνο να ποιεί με μέθοδο αφαιρετική.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Λησμονείτε της Αλκμήνης του υϊού τον Chomsky... Επίσης τον Ορφέα που στον Άδη κατήλθε για μία γυνή...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Συγκράτησε ιερέα στην μνήμη σου τι έχει ειπωθεί, γιατί μ’ εμάς τους δύο θα λογαριασθεί.
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δαίμονες δεκατρείς έχω στο κορμί.... Ποιος απ’ όλους στην απόχη θ’ απαλλαχθεί;[Κάνει πως γαργαλιέται.]
ΙΕΡΕΑΣ: Ψηφίζω πολλούς ιχθείς και τον Σίμωνα Πέτρο που στου κευθμού τα ύδατα με την σημαία του πεζοπορεί...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Την πρότερη νύχτα όμως καμία ψυχή...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ίσως εξέταζε επισφαλή περιοχή... Τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη σ
’ αυτή την ιδεοληψία ο Χριστός παραπλανεί... [Με ύφος σατανικό.) “Ει υιός ει του Θεού βάλε σε αυτόν εντεύθεν κάτω. Γέγραπται γάρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε και ότι επί χειρών αρούσι σε μήποτε προσκύψης προς λίθον τον πόδα σου”. [Η δαιμονισμένη αν και την κωλύουν τα δεσμά απ
’ το κρεβάτι της να πέσει θ’ αποπειραθεί]. “Ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου” θα έπρεπε να πεις.
ΙΕΡΕΑΣ: Το κλινίδιόν του πως το ανέλκυσε ο παραπληγικός ύστερα απ’ του Ιησού το φιρμάνι; [Έξω φρενών.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πληρώθηκε να υποκριθεί! Η σιμωνία ήταν μια έξις προσφιλής εκείνη την εποχή.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Θέλησε δηλαδή τον Διδάσκαλο ο φοιτητής να ιδιοποιηθεί...
ΙΕΡΕΑΣ: Το αντιπαρέρχομαι... Όταν τον λεπρό ίασε ο Χριστός γιατί του είπε πουθενά να μη το πει, παρά μόνον στους ιερείς;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το περίοπτο προνόμιο της ταπεινοφροσύνης του είχε, ώστε μέσω των άλλων ν’ αυτοδιαφημισθεί… [Με μίσος.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Δεν ήθελε Αλφαντούρ να μη νομισθεί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αφού κατά βάθος αμφέβαλλε γι’ αυτό... Βλέπεις το πανάκριβο ιερέα σηροτρόφο ένδυμά μου;
ΙΕΡΕΑΣ: Βδέλυγμα περίτονο...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν είναι νεοκήδες ένα μέρος του να σκίσω, ώστε στις οπές ν’ αυτομολώ των αμφίων;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Με το πλευρό της είναι τα «Βασιλικά» σ’ αυτό...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αν με Σαρντοναί τον ασκό του περιχύνω; Η ανόργανη Χημεία είναι κληρονόμος της Ουνίας, γι’ αυτό και τον Cattel θα προκρίνω! [Τον ψυχολόγο με σάλιο που περιέχει αίμα βαπτίζει. Αυτός αδόνητος στη θέση του θα μείνει.] Σήμερα είναι Σάββατο και την ψυχή του απ’ τον Παράδεισο απολύω… [Εννοεί τον ψυχολόγο.] Δεν βλέπεις ιερέα που του εκλείπει το χέρι του το εξπρεσιονιστικό;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Σε αυτοκινητικά ατυχήματα εμπλέκομαι όταν αυτήν έχω δίπλα μου και οδηγώ...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Θα γίνω το χέρι του και θα εξοπλισθώ… [Ισιώνει το ανδρικό της χέρι όσο μπορεί.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Αυτό είναι έκνομο της φύσης...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τότε γιατί ο Δαβίδ τους άρτους της τραπέζης έλαβε, ενώ αυτό ήταν μόνον επιτρεπτό για τους ιερείς;
ΙΕΡΕΑΣ: Οι Ούβιοι της στέψης ότι έρπονται λησμονούν κάτω από αυτήν...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το Κονγκρέσσο με το Εφετείο συγχέει ο Οντίν... . Από ποιον επιτέλους θ’ ανακριθεί; [Ο ψυχολόγος αποκαθαίρει το πρόσωπό του μ’ ένα μαντίλι και κάθεται για λίγο στο κρεβάτι, ως Στήλη Άλατος απ’ του δαιμονικού τα κάλλη.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ιερέα τους αντιπάλους να δανειοδοτείς, ώστε απ’ τους αμαρτωλούς να διαπρέπεις και το αγαθό ο Χριστός είπε να τους προσφέρεις...
ΙΕΡΕΑΣ: Εμφορούμενος του Ακάθαρτου Πνεύματος! [Πιάνει με απόγνωση τα μαλλιά του και αυτός όπως σ’ έναν πίνακα του Καραβάτζιο οι ωρυόμενοι για τον Χριστό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Γιατί ο Μπάλντουρ να σου δώσει καπνικό; Αγαπάει μόνον όσους τον αγαπούν, τον δανείζουν ή τον εγχειρούν;
ΙΕΡΕΑΣ: Όλους τους φιλεί...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Συνεπώς γιατί να δανείζεσαι, να έχεις φωτοστέφανο ή τον ανταίο σου να προικοδοτείς;
ΙΕΡΕΑΣ: Μην κρίνεις, για να μην κριθείς... Μην καταδικάσεις, για να μην καταδικασθείς... [Ο κτύπος ενός σφυριού θ’ ακουστεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο τυφλός πως είναι δυνατόν να καθοδηγεί όποιον περνάει για τυφλό;
ΙΕΡΕΑΣ: Ένας Ολούντας είναι δίχως ρίζες και θα κρεμαστεί απ’ τον δικό της Αξιό...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τον Αχελώο νίκησε ο Ηρακλής; Τον Τέκτονα σου αγάπησες πολύ... Σε σύντμηση θα συνασπισθείς... Είμαι ο Ρόμελ και εσύ ο ταξίαρχος ως το κρατούμενο της Ζωής... [Δείχνοντας τον ψυχολόγο.] Μα τούτο είναι απ’ τον Λίβα ένας περιδινούμενος καλαμιώνας στην Αλγερία...
ΙΕΡΕΑΣ: Στο Μαυσωλείο της ως επίγραμμα θε ’να ’χει: ΑΠΟ ΤΟΝ PHUL ΠΑΣΧΕΙ…. [Ενώ ευρίσκεται απ’ την δαιμονισμένη με το μπαστούνι του σε απόσταση ασφαλείας.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είμαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής! [Το μπαστούνι τρέχει μακριά απ’ τα χέρια του ιερέα.] Μα και ο Ιχθύς συγχρόνως! [Όσο τα δεσμά της το επιτρέπουν πιάνει τα ακάνθινα μαλλιά της.] Ποιος θα ορχήσει; Ποιος θα δακρύσει; Ποιος θα κοπετεί παφλάζοντάς μου Punk μουσική;
ΙΕΡΕΑΣ: Στα πόδια θα με προσκυνήσει;[Ρωτώντας τον ψυχολόγο.] Με μυροδοχείο τους κίονες μου θ’ αλείψει;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ποτέ!
ΙΕΡΕΑΣ: Θα πάει στην κόλαση, γιατί μίσησε πολύ! [Με κατήφεια.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Στο κενοτάφιο όλες οι εταίρες που αγάπησαν πολύ! [Με σκώμμα.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Εσύ τραγόπαπα μισείς πολύ. Αν καταφάσκεις απ’ την αρνησικυρία σου θα διασωθείς...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Την ρυσή πραγματικότητα επικαλύπτει ό,τι έχει φαντασιωθεί... [Προς τους θεατές κτυπά τα στήθη του.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πολλά Seligman έχεις κατά καιρούς πει! Ο χρυσούς αιών του Περικλή είναι η σιωπή! [Προσάγει του στήθους της την ρώγα.] Εδώ κατέπεσε ο σπόρος Allport... Θα γίνεις του Αειγενέτη το λειρί; [Στο λαιμό της το έκζεμά της στλεγγίζει. Ο ψυχολόγος προσποιείται πως τίποτε δεν έχει δει.] Εδώ έπεσε άλλος και έγινε του καύσωνος η στάνη!
ΙΕΡΕΑΣ: Το περιλαίμιο της οφίτης έχει γίνει... [Η δαιμονισμένη αναδεύει τα μαλλιά της.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Εδώ έπεσε ο τρίτος μα οι ασπάλαθοι τον είχαν απασφαλίσει....
ΙΕΡΕΑΣ: Μην της δίδεις προσοχή! [Απευθυνόμενος στον ψυχολόγο.] Ας της κατατμήσουμε το κεφάλι γιατί οι τρίχες της κώμης της είναι πύθωνες και όχι της τσούχτρας το στεφάνι!
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο Ιησούς μεταλαμπαδεύει μόνον στους Εδωμίτες της δικής του εποχής τους γρίφους της Καρολίγγειας Ραγιαπάτι. Ο ιερέας στα αινίγματα ας αρκεσθεί...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Στα εκπτωσιακά είδη εννοεί ότι έχεις υπαχθεί.. [Προς τον ιερέα.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Έχετε όμως φύση παστρική και θα σας ενσπείρω την οπώρα μου, για να εκατονταπλασιασθεί...
ΙΕΡΕΑΣ: Ο Ιησούς είναι ο κοχλίας απ’ τον οποίον ο Κρίσνα θα φανερωθεί… [Βρίσκεται σε διάστημα προστασίας.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ξέρεις ότι σκότωσε δώδεκα προσήκοντες της μια Χριστουγέννων νύχτα; [Κοιτάζοντας με δέος τον ιερέα.]
ΙΕΡΕΑΣ: Επειδή τόξευσαν απ’ τα πόδια τους του σπιτιού τον μνου; Το χθόνιο μέτωπο δεν γιγνώσκει...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο Ιησούς αποζητούσε ν’ αλώσει οπαδούς με τα παράδοξα και να εγκαθιδρύσει κόμμα πλειονοψηφίας...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Επειδή η Εστιάδα του Πάνα σε καλεί! [Στον ιερέα ως παγετών.] Τις αιγαγρόσχημες εικόνες λατρεύει…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο σιντοϊσμός σου τραγόπαπα δεν θα επιπλεύσει... Πορεύσου σε ιαχή...
ΙΕΡΕΑΣ: Αμφισβητείς αντίχριστο τέκνον μου το γεγονός ότι ο Ιησούς αντελήφθη πως κάποιος τον ιάπτει και η αιμορροούσα γυνή ιάθη; [Τον σταυρό του κάνει.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τα χιτώνιά σου δεν θα φέρουν κάτι από παρουλίτιδα αν πάσχεις από πανώλη βουβωνική; Καθετί Αλκμεωνίδων - όπως η Υγεία - απ’ τον εαυτό του δεν θα διαδοθεί. [Βήχει.] Αυτή τσίμπησε του ιματίου το άκρο και του Γαληνού το λύτρο είχε δει!
ΙΕΡΕΑΣ: Ο Χριστός ποιος ήταν; Ο Ιωάννης ή ο Ηλίας;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Συλλογισμός παραγωγικός είναι ο Χριστός!
ΙΕΡΕΑΣ: Θ’ αναγορεύσω την Κυριακή Προσευχή!
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Μία πιρουέτα μ’ επαπειλεί... Γενεά εκστροφής ήταν αυτή που έκανε τον Πάγο Θυρ... Της καταβόθρας μου το Πνεύμα διαφωνεί! [Βγάζει απ’ το στόμα αφρούς όπως με τον σεληνιαζόμενο νεανίσκο είχε συμβεί.] Από ποιον όμως θα επιτιμηθεί; Μωϋσή! [Κοιτάζει τον ιερέα.] Ηλία! [Κοιτάζει τον ψυχολόγο.] Οι αμίαντοι μαθητές μου να δουν τον άωτο ιματισμό μου δεν μπορούν γιατί στη σπλήνα μου έχουν ναρκοθετηθεί... [Ο ψυχολόγος έχει απ’ το κρεβάτι σηκωθεί.] Για τα καλά στο ανάκλιντρό μου αυτοί έχουν κατασκηνωθεί... [Προς το κοινό.] Θέλετε να την μοιρασθούμε και η σινδόνη μου να γίνει ομίχλη;
[Ο ιερέας απ’ την βαλίτσα του μια κούκλα βγάζει που ένα μειράκιον παριστάνει και στης δαιμονισμένης το δεξί πόδι το προσαρτεί.]
ΙΕΡΕΑΣ: Ποιο είναι μεγαλοπρεπέστερο;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Σε χωρητικότητα ή αξιωματική;
ΙΕΡΕΑΣ: Αμφότερα.
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Κάτι που δεν έχει αναπνοή με το Ατελεύτητο Πυρ δεν μπορεί να παραβληθεί... Τις σκιές επιδιώκεις να δω ως αντεραστής...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Θέλει να πει πως το ομοίωμα της λεκανίδας στων κατόπτρων την αίθουσα με την ίδια δεν μπορεί να παραλληλισθεί... [Με κλίση και ψιθυριστά προς τους θεατές.] Το πρώτο αν και δεν έχει διαστάσεις τις έχει μιμηθεί... Την αφή η βιτρίνα παραπλανεί...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είναι ένα δώρο χρυσαφένιο ποίημα... [Συμπληρώνει ως διδάκτωρ φυσικής.] Προτιμάς τραγόπαπα του φακού την έκλειψη;
ΙΕΡΕΑΣ: Στον αντικατοπτρισμό της συκιάς ήταν του Καζαμία σου η διατριβή…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αν στους πόλους σαν πλαστελίνη ταλαντώσεις τις πρωτοπόρες ιδιότητες της πραγματικότητος θ’ αναγνώσεις...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Της επίγνωσης τελικώς είναι η παραμόρφωση Διζυγωτική… [Πιέζει τα μάγουλά του σα να είναι έτοιμος να κάνει παρέμβαση αισθητική.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Να ξέρεις όμως ότι χωρίς μάρμαρο Παρθενών δεν μπορεί να υπάρξει....
ΙΕΡΕΑΣ: Όταν απομένουν νήτεκνοι οι γονείς;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ο τυραννόσαυρος δίχως τον αλιγάτορα είναι η ρήση η υπερβατική. Μήπως θα με φιλεύσεις όπως ο Ηλίας πυρ;
ΙΕΡΕΑΣ: Ήλθα για να κατασταλάξει η δική σου ψυχή . όχι για να αποδημεί...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τότε απομακρύνσου απ’ τη Νεόδμητη Πόλη, γιατί απ’ του Ναγκασάκι το ολοκαύτωμα θ’ αφανισθεί... [Ακούγεται μια έκρηξη από κάποιο μακρινό οικοδομικό τετράγωνο. Ίσως απ’ το Empire State Building].
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Να ξέρεις Αχαιέ-Ιερέα πως όποιος δεν είναι εναντίον σου στου Ίλιου το στρατόπεδο κάποια στιγμή θα ενταχθεί... [Ο ψυχολόγος τον ιερέα αγκαλιάζει και αμφότεροι αποχωρούν απ’ την σκηνή, ενώ στο ζενίθ το “New York” της Madonna θ’ ακουστεί].
ΣΚΗΝΗ 4η
[Εκτυλίσσεται μία εβδομάδα αργότερα. Απ’ το κανάλι της τηλεόρασης που η δαιμονισμένη με υστερία παρακολουθεί, το πρόγραμμά του έχει διακοπεί με έκτακτο ανακοινωθέν ότι αεροπλάνο που απ’ τη Νέα Υόρκη θα πήγαινε στη Βαλτιμόρη, στον Λευκό Οίκο ενεπλάκη σε συντριβή. Ο ψυχολόγος αναψοκοκκινισμένος φύρδην και ιδρωμένος κρατώντας μια επιφυλλίδα εισέρχεται επί σκηνής.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ήλθα να σου πω ότι ο Πατήρ σου ανήκει πια στο προπύργιο των Ελβετών φρουρών… [Λαχανιασμένος.] Ο αερόδιφρος που τον μετέφερε συνετρίβη και… [Η δαιμονισμένη απότομα τον ανακόπτει.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αυτός που είναι Νέκυς ή Ζων;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Αυτός που σου ενέπνευσε με το χέρι του στοργή… [Της πετάει την επιφυλλίδα στο κρεβάτι.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τότε με το χέρι του τούτο το βιβλίο με τον εαυτό του ας ταφεί... [Του δείχνει στο κομοδίνο το βιβλίο «Τα μυστικά των μυστικών».] Θα κοιτάξω προς τα πίσω και με την αναδρομή θα ιχνηλατήσω το κουφάρι και την επίλυση της αρχής. Μα δεν έχω που να προσγειώσω την κεφαλή! [Εισέρχεται η υπηρέτρια απ’ τη μέση του πουθενά και σαν το τζίνι της εκπληρώνει την ευχή, φέρνοντάς της έναν πάνινο σταυρό ώστε το κεφάλι της να ξεκουραστεί.]
ΣΚΗΝΗ 5η
[Ο ψυχολόγος βγάζει απ’ την τσέπη του ένα εκκρεμές, ώστε η δαιμονισμένη στην πορεία του να συσπειρωθεί. Φαίνεται ότι έχει υπνωτισθεί.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Πες μου τι έχεις δει;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είμαι του αυτοκράτορα της Επτάλοφης συγγενής… [Στο παραπέτασμα της ματιάς της σαν έναν άλλον κόσμο τώρα να διερευνεί.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ποιος είμαι;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είσαι η μία μου αδελφή... [Βήχει.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ο ιερέας;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η άλλη μου αδελφή... [Ξεροκαταπίνει.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Το προοίμιο αυτό ας αντεκταθεί…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Είμαι σε άμπωτη στα διαμερίσματα Φιλοκτήτης εσαεί..
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Πάσχει από φυγή! [Απευθυνόμενος στην φιμωμένη υπηρέτρια που δοκιμάζει τα τεκταινόμενα με αντίσταση Γκάντι.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Θέλω κύδος και επιβολή...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Την τακτική αντιστάθμισης ως τρόπο αμύνης κατά των συναισθημάτων μειονεξίας και νεφρίτη χρησιμοποιεί... [Κοιτάζοντας πάλι την υπηρέτρια που κάνει γυμναστική.] Τι ακριβώς για να πετύχεις στην κονταρομαχία ποιείς;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Υποδύομαι τον Λύκειο, ώστε καθείς εξ’ αυτών να εντυπωσιασθεί! [Ένθεη.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μα ο Αιγίοχος είχε με τις αδελφές του συνευρεθεί... [Με ύφος κίβδηλης ηθικής.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αληθώς ομιλείς… Εξάλλου ένας Προσωκρατικός δεν έλεγε ότι είμαστε Μπροντέ και ο ένας απ’ τον άλλον ν’ αγαπηθεί;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Γι’ αυτό απέβαλλες την ψυχή... [Η δαιμονισμένη σα να μην άκουσε καθόλου τι της έχει πει.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Νέγρους έχω ακρωτηριάσει και όσοι δεν είναι κουβικουλάριοι στα Μεδιόλανα με κοπή των λοβών τους η χλαμύδα μου τους απειλεί! [Απ’ την μύτη αιμορραγεί.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ως μέσο ανάκτησης Χάρτας μεταρσιώνει η ουλή... [Προς το κοινό.] Έτσι τους άλλους κάνει νευροσπάστες...
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ήθελα να χειροτονώ το αθάνατο νερό.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μα είχες δολοφονηθεί... Δεν πεθαίνει έτσι η Σελκέτ! [Το λέει για να εξοργισθεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Το σώμα μου τεγίδος απίδι... Ας είναι καλά οι αμφίπολοι... Έμεινα στην μνήμη όλων ως του ιζηματία η ελάτη... Ίσως να ήμουν Βάλι και δεν άξιζα στη γη... [Σα ’να της κόβεται για λίγο η εισπνοή.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Με την εκλογίκευση προσπαθεί το ατόπημά της να αιτιολογεί…. [Μεταστρεφόμενος στην υπηρέτρια που σταμάτησε την γυμναστική και το πάτωμα από αυτήν θα σκουπισθεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όταν είσαι Θωρ την Ειμαρμένη δεν μπορείς να χειραγωγείς...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ουδεμία επιπεφυκίτιδα διόρασης αμιγής... Ύφεση της γνωστικής ασυμφωνίας εμποιεί… [Με συμπάθεια την υπηρέτρια που παρατείνει το σκούπισμα παρατηρεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν άξιζε νέκταρ να διακινώ και αμβροσία σε μια τέτοια μαρξιστική και ανισομερή κοινωνία...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Γεφυροποιός το χάσμα στην υπέρτατη αυτοεκτίμησή της και στο σφάλμα της Ούλλερ ν’ αποδειχθεί... [Προς το κοινό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Όλοι ήσαν Βοργίες, Μέδικοι, σαν τον Τσάρλς Μάνσον και την Ιωάννα την Τρελή...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Τα δικά της ακατάδεκτα αισθήματα σε κάποιον αποδιοπομπαίο τράγο τα προβάλλει! [Πάλι προς το κοινό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Απολογούμαι που δεν πρόλαβα όλοι από εμένα να έχουν μουμιοποιηθεί...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Όπως η σύζυγος του Οκταβιανού στον πατέρα σου είχε στείλει φαρμάκι... Ένα είδος εξιλέωσης για την μητέρα και τα αδέλφια του που απ’ τον Τιβέριο τα είχε αποστερηθεί... [Τονίζοντάς τα στην υπηρέτρια που το σφουγγάρισμα του δαπέδου έχει ξεκινήσει.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Θυμάμαι πως όταν ήμουν παις νόμιζα πως με τα μποτάκια μου από κλωστή άρδην θα γινόμουν ελικόπτερο με το κηρύκειο του Ερμή... [Γύρη ανθέων την περιτριγυρίζει.] Έτσι είχε συμβεί...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Η παλινδρόμηση είναι μιας ψυχολογικής υπαναχώρησης η μορφή που ως αντίκρουση Σαρτρικών απογοητεύσεων και ματαιώσεων έχει προξενηθεί… [Προς την υπηρέτρια που σφουγγαρίζει.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Κάποτε απεδόμησα μια γάτα, αφού να το πράξω δεν μπορούσα ποτέ στον Αυτοκράτορα....
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Η μετατόπιση είναι και αυτή μια αμύντωρ στρατηγική…[Προς το κοινό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τον γέρο-Βάκχο έπνιξα με το ίδιο μου το χέρι… [Ηδονικώς.] Στις σεξουαλικές του εκλογές άναρχος ήταν εις το Κάπρι...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ήθελε ν’ απαλείψει τον εαυτό του με την υπεραναπλήρωση αυτή! [Απευθυνόμενος στο κοινό.] Το πεύκο σου τι απέγινε;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Μέμνημαι... [Σφίγγεται για να θυμηθεί.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Η εμπειρία που τραυμάτιζε το «εγώ» του με την υπεραπώθηση έχει λωτοποιηθεί... Όχι όταν έχει υπερευαισθητοποιηθεί... [Υπογραμμίζοντάς τα στην υπηρέτρια που σταμάτησε το σφουγγάρισμα και άρχισε των επίπλων το ξεσκόνισμα.] Εν τέλει μήπως ο Λύκαιος ήσουν και όχι ο Φίλιος;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ήμουν και έκανα το Νάρκισσο ή ό,τι άλλο ήθελα με την Ακραία και την Προηρόσια...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Ταυτίστηκε με τον Γουλιέλμο τον Σαρωτή, καταψύχοντας την αυτοεκτίμηση και με τη μέθοδο των τριών τη φανταστική που επισκιάζει την πραγματικότητα την λυπητερή: άστεγη, ορφανή και ψυχασθενής [Στρεφόμενος στην υπηρέτρια που ξεσκονίζει.] Στις λεοπαρδάλεις φερόσουν σα να ήταν Γιούτοι και σε αντιστροφή. Αληθεύει αυτή η μαρτυρία η ιστορική;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Οι καμηλοπαρδάλεις δεν σου ασκούν κριτική και ούτε σε επαναφέρουν στην ίλη του συμφέροντος την στωϊκή... Ούτε σε μυούν στην τέχνη τη μαιευτική...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Πράγματι η ψυχή της νοσεί στην Δελφική μας Εορτή... Η αποτροπή του τοκετού γι’ αυτόν ημερήσια πρακτική... [Προς την υπηρέτρια που απηυδισμένη απ’ το δώμα αποχωρεί.] Αληθεύει ότι οι στρατιώτες απ’ το Λάτιο κογχύλια συνήγειραν στην Μεγάλη Βρετανία μετά από δική σου εντολή και γιατί; [Ο ψυχολόγος της αφαιρεί ένα ρείκι απ’ το μαλλί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Απ’ τον Αρχιδάμειο δεν θα έπρεπε να έχουν φύση πασιφιστική; Όταν έχεις ένα κογχύλι κάποιος σε ξαναφιλεί και μύθους του παρελθόντος που δεν γνώρισες ποτέ ηχεί...
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Κάποτε δεν έχασες ένα βρέφος απ’ την γκάϊντά σου;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Αυτή δεν ήταν η επαχθέστερη ποινή;
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μόλις θα πω κλικ θα επανέλθεις σ’ αυτή την ζωή... Ένα, δύο, τρία, κλικ... [Για να της ανοίξει τα μάτια τα πλήκτρα των χεριών του χρησιμοποιεί. Το κατορθώνει]. Από αυτή την διαδικασία έχεις αποθεραπευθεί... [Ο ψυχολόγος πλέον φεύγοντας το εκκρεμές δεν χειραφετεί και σε χίλια κομμάτια σπάει. Ίσως για την δαιμονισμένη ο χρόνος να παγιωθεί σ’ αυτή τη στιγμή, ενώ απ’ το ραδιόφωνο το “Voodoo People” των Prodigy θα μεταδοθεί.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΣΚΗΝΗ 1η
[Ο ιερέας εισέρχεται στο δωμάτιο κρατώντας την Διαθήκη την Καινή. Η δαιμονισμένη στο κρεβάτι της πάντα φυλακισμένη, την Παλαιά αναγιγνώσκει αναποδογυρισμένη.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Μια διαθήκη με τόσες ίνες όσες της κάρας μου οι τρίχες... Έμαθα νεωστί τραγόπαπα ότι έχεις Ανακοίνωση Χωρίου μεγαλοπρεπή… [Του επιδεικνύει απ’ την Βίβλο μία φωτογραφία.] Της Σαρτρ και της Φλωρεντίας τι σκοπεύεις να τις κάνεις;
ΙΕΡΕΑΣ: Είναι το Υποστατικό της Λουθηρανικής... Είμαι ταπεινός διαχειριστής της και ο Προκαθήμενος είναι ο πλέον αρμόδιος να επικοινωνεί... [Με το ένα χέρι στο στήθος και σε ύφος σεμνό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Πολλά αγαθά έχετε εσύ και η συμμορία σου για έτη νηπενθή... Αναπαυθείτε, φάτε, πιείτε, ευφρανθείτε... Με την έλευση του μετεωρίτη που θα συνευρεθεί κάποτε με τη γη απ’ τα παρακολουθήματά σας θα έχετε παραιτηθεί... [Διαφαίνεται ο Απόφις απ’ την οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ο οποίος είναι τοποθετημένος στην ηβική της περιοχή. Ο ιερέας αφήνει στα πόδια της την Διαθήκη την Καινή.]
ΙΕΡΕΑΣ: Και μ’ αυτό τι;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Νυμφεύσου την καταπακτή... [Ο ιερέας υπακούει.]
ΙΕΡΕΑΣ: Λείπει....
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Εχθές διείσδυσαν οι σπαθαροκανδιδάτοι και το σκήνωμα πήραν για νεκροτομή...
ΙΕΡΕΑΣ: Αδύνατον! [Αναφωνεί σαν κάποιο ιωδισμού μυστικό να έχει γδυθεί.] Το Σάββατο απαγορεύεται ρητώς ο μόχθος απ’ την Επινομίδα την εργατική… [Μοιάζει τον εαυτό του να παρηγορεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν έπρεπε η προικονόμος του Αβραάμ απ’ τα δεσμά ν’ απολυτρωθεί; [Του ψυχολόγου την φωτοπροσωπία στο κομοδίνο θα επεξεργασθεί.] Συγκύπτουσα για ημέρες δέκα και οκτώ… Άλλο λίγο και σε καμήλα στην κρύπτη θα είχε γίνει… Μετανοώ… [Το βλέμμα της σε δύση.]
ΙΕΡΕΑΣ: Πόση χρυσαλλίδα που ανηύρα το απολεσθέν πρόβατο εξαπινιαίως απ’ τα εκατό…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Άχρηστη είμαι θυγατέρα Του απ’ τους Μοραβούς ν’ αποκαλεστώ! [Ανοιγοκλείνει τα κάτοπτρά της τάχα με τρόπο αγνό.] Να γίνω η ινιακή Μαγδαληνή Του αιτώ!
ΙΕΡΕΑΣ: Εύγε τέκνον μου! [Στον ώμο ανεπαισθήτως την κτυπά.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τα ιδιόστατά του διεκόσμησα και αμάρτησα στον Έβδομο Ουρανό! Πεινώ… Αφού ο Κεντηρίων μου δεν κατασπαταλά τον κάπρο κανενός για άρτο θα διακονώ απ’ τον Χριστό! [Ο ιερέας της δίνει το χέρι του το περιπατητικό και εκείνη το φιλεί ευλαβικώς. Πηγαίνει στο τραπέζι και από μια πιατέλα ένα μερίδιο μοσχαριού με έμβαμμα από εκείνον θα ληφθεί. Της το προσφέρει και στο στόμα της θα μαγειρευτεί.] Δόξα τω Θεώ που η κόρη του Σκίνερ έχει πάει για νεκροχειρουργική, γιατί θα διαμαρτυρόταν ότι ποτέ της ερίφιον από εσένα δεν της είχε αφιερωθεί, ώστε τη μετοχή της με τις Αρσακειάδες της να διονυσιασθεί…
ΙΕΡΕΑΣ: Ξανακατρακυλεί… [Αναστενάζει.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Ιδού του Μηνιάτη η διδαχή: ο βίος σας με τη Μοντεσπάν να δαπανηθεί, να μην υπακούτε σε ουδεμία νομοδιδακτική και το χέρι σας από ασφαλτόστρωση να μην στιγματισθεί! [Φωνάζοντας προς το ακροατήριο.]
ΙΕΡΕΑΣ: Για τον μόσχο του Μωϋσή ετυμηγορεί… [Με κλίση προς το κοινό.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Σε κραιπάλες μπλεχθείτε και ύστερα Νίκων ο «Μετανοείτε»!!! Να είσαστε Χαρόβολοι για να μεταρσιωθείτε! [Πάλι προς το κοινό.]
ΙΕΡΕΑΣ: Ξανά στην τροχιά την παρεμφερή έχει περιπλανηθεί! [Πιάνει το μαλλί του.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Χρωστούσα εκατό βάτους από λάδι και εκείνη εκατό από σιτάρι…. Πόσα η καθεμιά μας στον Κύρη σου οφλισκάνει, για να μην παραπεμφθείς ως ανεκτέλεστος διακανονιστής στην Χάγη;
ΙΕΡΕΑΣ: Πενήντα εσύ και ογδόντα η άλλη…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Κάποιος στο αυτί μου έχει πει ότι τόσο απ’ τον Σομπέκ όσο και απ’ τον Μαμωνά έχεις παρασημοφορεθεί... [Σε ύφος Αλάριχου.]
ΙΕΡΕΑΣ: Μην ζητήσεις απ’ τον Λάζαρο την γλώσσα να σου απαθανατίσει και το ιστίο του παράμεσου με του Καματερού να μπογιατίσει! Το διάκενο συμπαντικό και συγχρόνως αφασικό!
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν το είχα ως σκοπό! [Απαντά με ντετερμινισμό.]
ΙΕΡΕΑΣ: Μην εκλιπαρείς κανέναν να επανέλθει εις τη Νότιο Αφρική, για να ειδοποιήσει τα αδέλφια σου που είναι τόσα όσα οι ήπειροι της γης! [Σε συρμό νουθετικό.) Όποιος δεν αφουγκρασθεί τον Ισαΐα και τον Ηλία ματαιοπονεί…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Δεν ήμουν ακροβολίστρια γιατί η πεντάλφα των αδελφών μου την Αμερική δορυφορεί… Ο Ζακχαίος που έδωσε τα μισά οστρακόδερμά του περισσότερο απ’ τον Ντάγκουρ έχει εκτιμηθεί, παρά ο μεγιστάνας νέηλυς απ’ τον οποίον σύμπασα την περιουσία του να δωρίσει απαιτεί…
ΙΕΡΕΑΣ: Και το 1/10 να έδινε στους παρίες ο Χριστός θα τον έκανε φοιτητή… [Ο ιερέας ξαπλώνει στο κρεβάτι της για ν’ αποκοιμηθεί, ενώ απ’ τον υπολογιστή το “Lucy in the Sky with Diamonds” των Beatles θ’ ακουστεί.]
ΣΚΗΝΗ 2η
[Ο ψυχολόγος με δακρυόρροια και μια ανοικτή ομπρέλα διανύει την σκηνή.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Η κόρη μου έχει δολοφονηθεί… [Με σεισμού φωνή.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Σήμερα είναι Τετάρτη και λέω να κάνω κάποια διεργασία πνευματιστική… [Σα να βυθίζεται σε έκσταση.] Ο Χείρων να ξέρεις δεν ήταν άλογο, αλλά Αλιμούσιος όπως εγώ και εσύ… Την βλέπεις αυτή την λύρα στον τοίχο που έχει αναρτηθεί; [Με το κεφάλι της το σημείο του θα υπογραμμισθεί.] Απ’ τον Ελικώνα μου έχει χαρισθεί…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Μόνος του ή με των αυλητρίδων του την αρωγή; [Δυσθυμεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Με Βουργουνδούς όπως εσύ, στην Αντιόχεια ο Αιγλήτης απ’ το ναό του απώλεσε την μεμβρανωτή ιωγή.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Δεν θα μπορούσα ποτέ να μεταγγισθώ Ιουλιανός… [Η ομπρέλα του θα πακεταρισθεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Τον Βαβύλα κάπου θα τον έχει νέρτερο γράμμα εν κρυπτώ… [Στριφογυρίζει το κεφάλι της σα να την καταδιώκει ένας άφαντος εχθρός.] Φαρισαίοι, Υποκριτές και Γραμματείς… Δίχως να γνωρίζετε την αποθήκη του ο τάφρος από εσάς έχει βεβηλωθεί! Ιδού η καταπακτή! [Ανοίγει μεταφυσικώς και ο ψυχολόγος αντικρίζει τα προσωπικά αντικείμενα της θυγατρός. Προσπαθώντας να την αγκαλιάσει, καταρρέει και κλαίει]. Η κβαντομηχανική στην τούνδρα γονυπετεί… Το αίμα του Άβελ όταν το ζήτησα ήταν Χερουβείμ…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Από ποιον έχει εξαϋλωθεί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η παιδοφιλία είναι αμαρτία γεμάτη πυγμή, μα καλλίνικη όταν το θύμα έχει κατατμηθεί… [Σύρεται ο ψυχολόγος στο πάτωμα σαν κόμπρα κολοβή. Η δαιμονισμένη˙ του Λωτ η γυνή.] Αυτός που ασέλγησε όσο απουσίαζες και ήμουν απ’ τα δεσμά ελετή… [Στο παράθυρο μία κουρούνα την παρουσία της κάνει αισθητή.] Είναι η καμαριέρα του Ρα και του Ανούβη…. [Ψιθυριστά προς τους θεατές, ενώ ο ψυχολόγος μετά δυσκολίας απομακρύνεται απαρηγόρητος απ’ την σκηνή.]
ΣΚΗΝΗ 3η
[Τέσσερις ημέρες αργότερα ο ιερέας βρίσκεται πάνω απ’ της δαιμονισμένης το κρεβάτι μ’ ένα προσευχητάρι. Κάποιος την πόρτα χτυπάει, μα είναι στο κλειδί φυλακή. Ακούγεται του ψυχολόγου η φωνή δίχως να είναι στη σκηνή.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Το Πρόθυρον του Μεφιστοφελή ας ξεκλειδωθεί.. [Με διατακτικό ύφος.]
ΙΕΡΕΑΣ: Δεν γνωρίζω πόθεν έρχεται τούτη η υλακή… [Προσποιείται ότι δεν κατανοεί.] Απ’ της ανισότητος τους ανθρακωρύχους ας αποχωρισθεί…
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Χθες δεν δειπνήσαμε και με τον Ασταρώθ ήπιαμε κρασί; [Η δαιμονισμένη την θύρα απελευθερώνει με όραση τηλεπαθητική και ο ψυχολόγος εφορμεί στον χώρο ακονιτί.]
ΣΚΗΝΗ 4η
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Βρήκα ένα πιττάκιον στον Θορικό με το οποίο κάποια ξιφολόγχη την Άνοιξη σας απειλεί… [Σα ’να ξέρει κάτι παραπάνω απ’ τους άλλους δυο.]
ΙΕΡΕΑΣ: Μα πρέπει τα δαιμόνια της ως ακέστωρ να εκβάλλω, σήμερα, αύριο και μεθαύριο, ώστε το οκτάωρο μου όπως ο τρούλος του Μπρουνελέσκι ν’ αποπερατωθεί…
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: New York! New York! Η αποκτέννουσα τους δαιμονισμένους και λιθοβολούσα τους μανδάτωρες προς αυτήν! Έχουμε της Δωδώνης τον Μυστικό! [Με το κεφάλι της πολλές άδειες καρέκλες σ’ ένα τραπέζι εδώδιμων μεστό νεύει και ο ψυχολόγος με τον ιερέα προσφύονται στων οικοδεσποτών τις θέσεις.] Απ’ το «Άξιον Εστί» Πανδοκεύτρια η δική σας θέση… Σ’ αυτήν που συλλάβατε κανείς δεν θα καρπωθεί! Ας μείνει η έδρα ταινία βωβή! Τραγόπαπα η πιατέλα από εσένα δεν θα διασχισθεί; [Ο ιερέας το φαιλόνιο της πιατέλας αφαιρεί και τα δύο κεφάλια απ’ τα παπαδοπαίδια του θα δει.] Η ψυχολογία της Αστάρτης καρατομεί! [Ο ιερέας σε μια πετσέτα εμεί και ελελιχθόμενος την ερωτεί.]
ΙΕΡΕΑΣ: Ποιος ανοσιουργεί;
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Της θυγατρός ο τεκών του προσώπου που χειροδικείς και ασελγείς! [Πριν καλά – καλά προλάβει η πρότασή της να σφυρηλατηθεί, ο ψυχολόγος καρφώνει ένα κουζινομάχαιρο στο πυγμαίο χέρι του ιερέα με επιτόκιο ν’ακρωτηριασθεί. Ο ιερέας διασπά απ’ την τσέπη του ένα περίστροφο με το πάνδημό του χέρι και στην γαστέρα τον ψυχολόγο πυροβολεί. Εκείνος αιμόφυρτος κατορθώνει μ’ ένα εγχειρίδιο απ’ το τραπέζι στην καρδιά του ιερέα να επιφέρει μια κομβική πληγή. Αμφότεροι βραχέως εκπνέουν…]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Προέβης ιερέα σε παράβαση της σπονδής. Ου φονεύ… Ου φονεύσεις…
ΙΕΡΕΑΣ: Μα… Δεν σκό… Δεν σκότωσα κανέναν…. [Καταποντισμένος στο αίμα.]
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: Την κόρη μου… Δεν έβα… Δεν έβαλες στην καταπακτή;
ΙΕΡΕΑΣ: Όχι… Τους υϊούς μου… Γι’ αυτό τους σκο… Τους σκότωσες; [Ο ψυχολόγος παίρνει το περίστροφο απ’ του ιερέα το χέρι και αυτοκτονεί. Στο δάπεδο καταρρέουν και οι δύο ταυτοχρόνως νεκροί.]
ΣΚΗΝΗ 5η
[Η δαιμονισμένη απ’ το κρεβάτι της απασφαλισμένη, κοιτάζει τους θνητούς και μελαγχολεί.]
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ: Η γνωστική αφού ισοπέδωσε την καθολική προς τον όλεθρο πεζοπορεί… Υπεράνω όλων είναι η Αλχημεία… Αυτές οι δύο ασελγούσαν τόσο καιρό στο δοχείο του Μαγιού… Έπρεπε ν’ αφοπλισθούν…. [Με ταξική ευγένεια υποκριτική.] Η Βιολογία την Ορθοδοξία μαχαιρώνει και τώρα αυτοκτονεί… [Με ύφος παιδιού που παραπονιέται γιατί του έκλεψαν το play mobile.] Μήπως δεν είμαι τίποτε άλλο από μια Λάμια σ’ ένα δίπτυχο που οιωνοσκοπεί; [Υπεξαιρεί απ’ το ήμισυ του προσώπου της αν και δεμένη σφικτά την πούδρα για να γίνει η αντινομία αγλευκής.] Μήπως η αρχιτεκτονική της αοριστίας και της οκτάβας της είμαι η αλληγορική εμβολή; Μήπως για να διαρρήξουν την αίγλη της υπέκλεψαν την τεχνική; [Γελώντας.] Η μαγεία είναι το άρρητο… Τα γιατί… Η ζούγκλα μας… Η φαντασία… [Βαπτιζόμενη στου κόσμου την κολυμβήθρα.] Του Ατούμ η προϊστορία… Οι ικανότητές μας της απροσδιοριστίας… Η μνήμη… Υπερβαίνουμε τον σουφισμό και την τυπική… Μα μπορεί να είναι υπαρκτή η ινδουϊστική και η μαθηματική δίχως την επάνοδο του Ρουσσώ σ’αυτήν; [Ανοιγοκλείνει με νάζι τα μάτια της και απευθύνεται προς το κοινό.] Μπορούν όμως να επιβιώσουν με την γενεή και όχι με την όσφρηση της περιβολής; Δεν ήμουν πάντοτε η μητρόπολη της διχογνωμίας; Είμαι ο Ώρος της Απώλειας και της Αρμονίας… Συκοφάντησα την μία στην άλλη και παρελκύσθηκαν στον Αρμαγεδώνα…. Απέτυχαν το Ανερμήνευτο να ρυμουλκήσουν… Αποκλειστικό μου πάρεργο είναι αυτό… (Τις χειροπέδες αποτινάζει και την φενάκη.] Είμαι ό,τι απέμεινε στης Πανδώρας το κουτί… [Ξεβάφει του προσώπου της τον δεκαδικό με την κουβέρτα του κρεβατιού της ως διαλυτικό.] Η αλήθεια πουθενά δεν ενοικεί, γιατί στην καρδιά σας είναι Πυλώνες Διπλοί… [Σηκώνεται απ’ την κλίνη της και προσεγγίζει τους ακροατές απ’ την αιχμή της σκηνής.] Υπάρχουν τόσες αλήθειες όσες και οι ρανίδες της ωκεανογραφικής… Η πεζογραφία του Σύμπαντος και του Αγνώστου από ποιους έχει καταληφθεί; [Για απάντηση δίχως να αδημονεί.] Το Σύμπαν δεν είναι του Αγρίππα το θαύμα; Θέλετε ό,τι θαυμάζετε να παρερμηνευθεί; [Με αγανάκτηση.] Οι μουφτήδες προγράφουν την αφή; [Κάθεται οκλαδόν κοντά στο κοινό.] Η μαγγανεία την ύπαρξη διαιωνίζει και την μεγιστοποιεί… [Ακούγεται από ένα ραδιόφωνο το “Sadness” των Enigma.] Την Κιμμέρια ύπαρξη συνθλίβουν τα επιχειρήματα γιατί την μηδαμινότητά της συνειδητοποιεί… Τα βουντού παναίολα όπως το Ουράνιο Τόξο! [Όσο η ώρα προελαύνει διολισθαίνει ο τόνος της φωνής και τα φώτα σιγοσβήνουν, ώσπου να κυριαρχήσει απόλυτο Έρεβος επί σκηνής.] Για του Ευκλείδη την θεωρία και του Αυγουστίνου την σοφία ένας Εγκέλαδος αντιλογίας… Η διπροσωπία το φουγάρο της καθοσίωσης και της λογικής… Χαράζει… Οι άβακες που έχουν την επιτάχυνση της αντίστασης της σουνιτικής, για να μην αναδύονται τόσο στην τροπικότητα όσο και στα έλυτρα της… Σε όλους σας εντός είμαι και….
ΑΥΛΑΙΑ
ΤΕΛΟΣ
lets-arelis
Oct 23, 2019
corpus christi-an analysis of arelis for the play of terrence mcnally that caused a series of reactions on grece[greek version]
CORPUS CHRISTI
Η είσοδος των μαθητών στην σκηνή παραπέμπει στον χορό της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Η πρωτοτυπία του όλου εγχειρήματος έγκειται στο γεγονός πως οι ηθοποιοί υποκρίνονται τους ηθοποιούς, τους τραγουδιστές, τους δικηγόρους, τους ιατρούς, τους ιχθυοπώλες που ευλογούνται από τον Ιωάννη για να γίνουν μαθητές του Τζόσουα που υποτίθεται πως παριστάνει τον Ιησού Χριστό [ Ιουδαία, Ισραήλ, Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, 28-2-6 π.Χ - Ιουδαία, Ισραήλ, Ρωμαϊκή αυτοκρατορία 3-4- 33 μ.Χ ή 23-4-34 μ.Χ]προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα αδίκως κατά την γνώμη μου. Ο Τζόσουα φοράει την μπλούζα του σούπερμαν υπογραμμίζοντας την σχέση του Ιησού Χριστού με την θεωρία του Υπερανθρώπου του Φρήντριχ Νίτσε[Ράικεν, Πρωσία, Γερμανία, 15-10-1844- Βαιμάρη, Σαξονία, Γερμανία, 25-8-1900].Οι μαθητές που ντύνουν τον Τζόσουα και του βάζουν την μάσκα τονίζουν την μεταμορφωτική λειτουργία της θρησκείας ή κατ’ άλλους και την υποκρισία της εκκλησίας[βλέπε τα σκάνδαλα παιδεραστίας στην ρωμαιοκαθολική εκκλησία.] Οι σκηνές συνουσίας και πεολειχίας μεταξύ μαθητών στο background αποτελούν μια αναφορά του Τέρενς Μακ Νάλλυ [Σαιντ Πήτερσμπουργκ, Φλόριντα, Ε.Π.Α, 3-11-1938] στην μέθοδο της αναγεννησιακής ζωγραφικής τουτέστιν των παραλλήλων επεισοδίων και εκφράζουν τον θρησκευτικό χαρακτήρα που διέπει την σημερινή κοινωνία αφού η αναγεννησιακή ζωγραφική με τις τεχνικές της εξυμνούσε τόσο το θρησκευτικό ιδεώδες της εποχής όσο και το αρχα'ι'κό σωματικό κάλλος. Η γυμναστική άσκηση που παραπέμπει σε πεολειχία αποτελεί μια αναφορά στον χώρο των γυμναστηρίων που μέσω του διαλόγου που συμβολίζει η πεολειχία οδηγεί σε ερωτικές ή σεξουαλικές σχέσεις. Η συνουσία που επέρχεται μεταξύ των μαθητών που υποκρίνονται οι ηθοποιοί, οι καλλιτέχνες και οι επιστήμονες συμβολίζει την αγάπη που έτρεφαν ο ένας για τον άλλον, την καλή επικοινωνία και το κοινό πνεύμα που μοιράζονταν μεταξύ τους. Στο λύκειο ο Τζόσουα δεν παίζει ποδόσφαιρο και παρατηρούμε την άρνηση της ανδρικής του ταυτότητας και κατά συνέπεια της ανθρώπινης, αφού υπερτερεί η θεϊκή και συνεπώς για αυτό τον λόγο δεν του αρέσουν τα κορίτσια. Για τον λόγο ότι δεν είχε ως μαθητές γυναίκες κατηγορήθηκε ο Ιησούς τουτέστιν για αντιφεμινισμό. Σε κάποια άλλη στιγμή η Μαρία που υποδύεται ο μαθητής Σίμων θωπεύει τον Τζόσουα με πολύ έντονο τρόπο τονίζοντας το γεγονός της απεριόριστης αγάπης που έτρεφε η Παναγία για τον υιό της τον Ιησού αν και κατά τον Τζόσουα η μητέρα του δεν τον συμπαθεί και ο πατήρ του ήταν απών. Το γεγονός πως ο Σίμων υποδύεται την Μαρία μπορεί να ερμηνευθεί ως εξής: ο Σίμων προτού γίνει μαθητής του Ιησού ήταν ξακουστός για τις μαγικές του δυνάμεις. Σε ένα αφαιρετικό επίπεδο σκέψης η μαγεία που εκπροσωπεί ο Σίμων-Μαρία γέννησε τον Ιησού, τονίζοντας το αειπάρθενον της Παναγίας[8-9-30/20 π.Χ-15-8-41 ή 57/58 μ.Χ]. Ο συγγραφέας κατά την γνώμη μου χαρακτηρίζεται από θρησκευτική ευλάβεια και ευσέβεια χρησιμοποιώντας ρηξικέλευθες θεατρικές τεχνικές για να διατυπώσει τις απόψεις και τις ενστάσεις του. Το γεγονός πως ένας εκ των μαθητών υποδύεται την αδελφή Ιωσηφίνα και άλλοι τις θυγατέρες του Λαζάρου συμβολίζουν το γεγονός πως οι άνδρες έχουν και οιστρογόνα εκτός από τεστοστερόνη χωρίς να σημαίνει πως διακατέχονται από θηλυπρέπεια. Ο Τζόσουα ζητάει την Πατρίτσια που είναι η πιο άσχημη του σχολείου και αυτό είναι συμβατό με την χριστιανική διδασκαλία που υπερασπίζεται και παίρνει το μέρος των περιθωριοποιημένων και αδυνάτων. Ο Τζόσουα καταλήγει μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα βιασμού να παραδεχθεί πως του αρέσουν τόσο τα κορίτσια όσο και τα αγόρια τονίζοντας την χριστιανική διδαχή "αγαπάτε αλλήλους" χωρίς όρια. Παραδέχεται πως του αρέσει ο Τζεημς Ντήν[Μάριον, Ιντιάνα, Ε.Π.Α, 8-2-1931- Καλιφόρνια, Ε.Π.Α, 30-9-1955] γνωστός για την ταινία "Επαναστάτης χωρίς αιτία" διότι η χριστιανική διδασκαλία υπήρξε επαναστατική για την εποχή της και ρηξικέλευθη. Ενώ ακούγεται το "Domino dancing"[1988][Νο 7 UK, Νo 18 USA] των Pet Shop Boys και οι μαθητές χορεύουν, ο Τζόσουα απέχει από τον χορό και αυτό είναι συμβατό με τον αυστηρό και λιτό τρόπο ζωής του Ιησού Χριστού. Σε κάποιο άλλο σημείο ο Τζόσουα δίνει φιλί στον Ιούδα γιατί αγάπησε την προδοσία του μαθητή του χάριν στην οποία σώθηκε η Ανθρωπότητα[βλέπε και τον "Τελευταίο Πειρασμό" του Νίκου Καζαντζάκη[Ηράκλειο, Κρήτη, Ελλάδα, 18-2-1883- Φράμπουργκ, Γερμανία, 26-10-1957].] Ας σημειώσουμε πως ο Ιούδας λέει πως δεν αγαπάει τους ανθρώπους γιατί είναι ερωτευμένος με τον Τζόσουα επειδή είναι Θεός. Ο Τζόσουα κατηγορείται για βλασφημία επειδή ισχυρίζεται πως ο Ιούδας είναι Υιός του Θεού ως άνθρωπος που είναι. Το σώμα του Τζόσουα χρησιμοποιείται ως ένα όχημα μυστικών που δεν θα τα αποκτήσει ποτέ ο Ιούδας ο οποίος μεταχειρίζεται τον υλισμό της σεξουαλικότητας ως ένα είδος σιμωνίας και πρόκλησης προς τον Θεό. Σε άλλο σημείο οι μαθητές οπλοφορούν με τα χέρια τονίζοντας πως η αγάπη είναι ενίοτε ένα όπλο και πως για χάριν της αγάπης έχουν γίνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ανθρωπότητας.[βλέπε και θρησκευτικούς πολέμους καθολικών και προτεσταντών κατά τον 16 αιώνα]. Ο ιερέας βάζει μάσκα στο πίσω μέρος του κεφαλιού και ο συγγραφέας τονίζει πάλι την υποκρισία της Εκκλησίας.Όλα αυτά σε περίπτωση που υιοθετηθεί η άποψη των παραθρησκευτικών ή και θρησκευτικών κύκλων ότι ο Τζόσουα είναι ο Ιησούς Χριστός, κάτι που δεν φαίνεται να ισχύει αφού γίνεται ένας παραλληλισμός μεταξύ του ανθρώπου Τζόσουα και του θεού Χριστού και όχι ταύτιση των δύο όπως ισχυρίζονται οι πρώτοι. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα προσβολής του Θεανδρικού προσώπου του Ιησού Χριστού όπως διακήρυξε η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος τον Μάιο του 2012 καταδικάζοντας το θεατρικό έργο ως βλάσφημο ακολουθώντας τα βήματα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σε αυτό το ζήτημα.
Θεωρώ πως αδίκως κατήλθε από σκηνής η παράσταση πριν ολοκληρώσει τον φυσικό της κύκλο στο θεατρικό κοινό, ανυπόστατες τις κατηγορίες περί κακόβουλης βλασφημίας και καθύβρισης θρησκεύματος και άδικη την δίωξη των συντελεστών της παράστασης.
Εξαιρετικοί ήταν ο Σπύρος Κυριάκος ως Τζόσουα, ο Σπυρίδων Χριστοδούλου ως Ιωάννης, ο Λαέρτης Βασιλείου [7-3-1974]ως Ιούδας και ο Νεκτάριος Φαρμάκης. Εκπληκτικός σε ρόλο -έκπληξη ο Γιάννης Παπλωματάς[7-2-1983] ως Παναγία -Σίμων.
Και οι υπόλοιποι εκ των ηθοποιών χρήζουν συγχαρητηρίων για αυτή την παράσταση πραγματική αποκάλυψη.
Το έργο παίχθηκε ως ανοιχτή πρόβα και όχι ως κανονική παράσταση λόγω των διαμαρτυριών και των διαδηλώσεων που είχαν οργανωθεί έξω από το θέατρο.
ΘΕΑΤΡΟ ΧΥΤΗΡΙΟ
ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ 44
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΒΑΣΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΛΑΕΡΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
ΛΑΕΡΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΗΘΟΠΟΙΟΙ-ΟΜΑΔΑ ΑΡΤΙΣΑΝ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΧΤΑΡ
ΘΟΔΩΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ
ΣΠΥΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΤΗΣ
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΣ
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΣΚΕΥΗΣ
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΟΦΙΑΝΟΣ
ΦΩΤΗΣ ΤΣΟΤΟΥΛΙΔΗΣ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΦΑΡΜΑΚΗΣ
ΛΑΕΡΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
lets-arelis
Oct 23, 2019
erotonomicon volume 2-english version
Erotonomikon volume 2
Arelis
290 LETTER Damine Adaleux to Louis Martineaux 15-7-2001, Zante,
Dear Louis,
The heat wave that is booming into my soul and my body is so fierce and sweet. I am at Napoleon's famous island with Gregoire and we have tasted its coasts with plenitude... An erotic story which happened yesterday will be narrated to you...
France with its nationalist day is very affordable for mismatched sexual encounters....The social revolutions always give sufficient reason for genuine sexual impulses and sometimes highly sentient...
We had sunbathed with Gregoire in the middle of the day....
Our subtle, chocolaty naked bodies were in the oven of nature that distils everything to make it edible... Our senses had been grounded in the sand and had been drawing from it their slight acne … However in fact, the sand seemed to simulate the home construction of the soul ....The grains of the sand, windswept as they are, which shift in myriad places where nature provides in the dispersion of life, could easily be compared with the seeds of the noble and blue sentiments which meander in the magic box of the soul ...Our contact with the sand was our eternal intercourse with the primordial earth as a kind of cereal worship, where the light meets the soil so that each one of them will pump the actions of the other side for the sexual and ceremonial rituals which constitute the performance of the conjecture....A gymnastic training of ideas that find their shapes and urns on the earth with glittering lights and colours on their surface ... The transfer of power was revocable and our bodies were the media of coital geometrical ideas that are redefining their content in random physical receivers of land ...
Suddenly I feel someone pulling off the hat from my face and talking to me in Greek that in French language identify with Chinese ... His face it seemed, was one with Apollo's light ... I put my hand as a precursor to the vague, to discern even for a little its physiognomic pebbles before I get up...
When my body on its verticality formed the letter “ro” (gr. letter ρ) flexible and relaxed from the tarot. I asked him in the British language why my hat had been removed by him....
He answered me that for him the hat was the allegory of the favour and protection from the rage of the gods who reside in the island whenever June and the header art comes... I retorted to him that he must purloin his chasuble so as to guess what my mind was truly thinking about...Gregoire stood up also to deify the elaborate beauty of Greek god...
His skin was as of a milky lamb, although he was golden like the solar radius...His soul was riddled with wounds that have taken away its domestic warmth and lent her emotional ulcers which increased depending on the stimuli that were welcomed in their arms. His smile concealed a foxen style diffused in the atmosphere which was baptized in the Seraphim's Caspian ...... His body was like Lysippos' Apoxyomenos with perfect lines without a crack ...
I immediately understood what he wanted from his nodding look.... The coast at that time was unemployed of tourists, gods and humans ... He told me that there was a cave near the coast with stalagmites for sinners and stalactites for the blessed and the strong and that an Englishman, a Russian, a Greek with origin from Komnenos the Byzantine and two Italians were expecting us: one from Rome and one from Venice. The whole history of the island would pass through this cave.
Principal of his desires we moved towards the direction he had given us. The cave was not farther than several meters from the seashore shells.
At its quay it had not contact with the sea but with the mother coast. The stalactites and the stalagmites we confronted seemed like the teeth of the cave which would entrap us eternally inside it, while the lack of the water element made the element of its microwaves natural in the art of emphatic.
We headed backwards to the jetty of our lovers. The Englishman was named Matthew and his hair was like cob. His look concealed something playfully bright which succumbed very easily to the experimentation.
The Greek was named Adrian and he had all the kindness of a Roman emperor and a philosopher. His hair was universally curly while his eyes, which sparkled in the gap, had an emerald colour. He told us that it was his habit to travel all over the world and borrow some soil from each one, hosting them in small bottles as a kind of artistic and calendar memory.
The Russian was named Sergei and he was auburn with body of cubist disposal while his eyes belonged at the blue Picasso's period.
At the time we entered the cave the two Italians were so highly aroused by the attendance of the other two sweetly playing with their torches. Massimiliano from Rome and Federico from Venice combined the transit and the intercultural element with that of imperial nostalgia. Their hair was arcturic, while their bodies suffered from the leanness that characterizes the athletes due to the strenuous exercise which combines the boldness with the will for success. Massimiliano's eyes were made from galena, while Federico's were like the grass of the earth as the culmination of their mileage affinity with members of the family of the Antonins and the Julius.
The temperature is an ascending star that its fruit had to be naked from their suck for the variation and the dimensions of its taste. The usufruct of its historical route would belong to history while the legal ownership to us would be comprehensive...
The British made us a nod to come near him. Zante has been subject to claim from both France and Great Britain. Touching for another time on its land, we remembered that we were the connective links of the sky and the core of the earth which subsidize history and we are the ones who make up the curtains of its theatrical art. Our rubber reeds were his chiropractic law which preceded his taste. He licked his ice cream and then looked at his giver with lust as if he wanted to spread out his benefaction also to the rest of the church. Our phalluses were our vestibule and to reach the nave he had to go through stages of worship anonymous to him but dear to our own ego.
At one time he united in his mouth my bacchics and also Gregoire's forming the letter V, which symbolized the victory of the British Empire over Napoleon after the Treaty of Tilsit in 1807 following the Russian-Turkish possession of the State of the Seven United Islands and the beginning of British occupation with the Treaty of Paris in 1815. Seven islands in his mind large and small which he devoured with a soaring culinary appeal to his stomach in order to expel them from his body supposedly because of the royal donation in 1864 to Greece. Seven bodies were beating for seven islands.
At the background of our painted tableau an aphrodisiac Quadrophony had formed. Its link was the association of the voice with the flute and symbolized the primary Greek, the Roman sovereignty of 150 BC with the autonomy, the Byzantine sovereignty and the final status quo of the island. However every square, in order to eliminate the difficulty that it symbolizes, places each side in the succession of the next as an internet site would be situated. Thus, there were two subjects which were concurrently objects while two more of which the one was a pure item at the stern [the Italian from Rome and the other one (the child from Zante) subject to the bow of the ship which we named the “Ionian state”. At the bow the childbirth is always imprinted through the captain’s agony for the final proposal of the ship and for its final approach to their charitable Ithaca. Moreover, the travail in exclusivity is the prerogative of the authors and of the innovators of every epoch that came up against the reefs of the brick - like the Berlin Wall - doctrines and the prejudices to divide the land into two parts, so as the sea of their rebellious ideas would penetrate in reverse of the flow of Moses’ doing. Without the edible of the land the body can live; without water no one can. In the cave Euripidean and bottleneck shouts echoed from the subjects – objects [the boy with the Byzantine courtesy and his Italian follower from Rome] simulating the role of perpetrator and victim. The movements of the two vertical lines in contrast with that of the two collateral was inartistic and periodic, because of the inherent difficulty of somebody following the middle disposition of the verb in his life’s duration.
From a part of the cave that had nihilistic water I baptized my hand and approached the stern of the quartet of erotophony, sealing the hole which flooded the soil of affectionate pleasure with two fingers of my nonconforming hand. The upstream resistance denaturated me into a novel Gaiseric. I baptised my three fingers in the well of my Hyetian voice, and attempted to bless them into the hole. My movement became an of Adrasteian rotation because I had been baptized with Antioch. Federico was aroused like a bud at the first light of the day, while his back and his forehead began to flood with sweat as an adjunction of this situation. My triangular penetrator wanted to reach into the depths of the well to be moistened by the gifts nature had bestowed as a kind of honour pledged by Rhea to Pluto. Sometimes, having seen Federico at a sustainable gestation, I renewed the contract with my tongue and I re-signed it on him with a greater wave of pleasure. In this way I made an invasion to Federico's body with a vandal trend.
I also made a nod at Gregoire to go to the bow in order to relieve and to flirt the Greek who was in pain all the time because of Massimiliano, who you’d think that from a Roman he was transformed to Roger of Sicily, after he had surrendered to him body and soul and in this way to teach his phallus a Gregorian melody. Moreover, in this endeavour, the British and the Russian followed. Repetition is sometimes the best friend of the strength of ignorance because the latter is stronger than the knowledge of the world. We were a septenary of constellations at the cave of life.
Our shadows extrapolated outside the cave from the candles we had lit as a kind of knowledge at the passengers of the life who would read it in the book of rocks and sand; like a mobile monument which would not accept any doubt from the ones who at least had the sensory transducer of insight and contact with the intangible world. Through the darkness, one beholds the truth. Our bodies, if they managed to escape from this cavernous quarry which referred to our Sicilian campaign, would also be made the token used for the remainder of the division in decimal numbers.
The first to finish were the ones within the tetraptych and then the ones at the edges. Especially the Greek stuffed Matthew's and Gregoire's mouths with white acrylic so that they could refine a canvas of the last century, in an oil painting inside them. Hobbema, Koning and Van Ruisdael were amongst my favourite landscape painters I and saw in their breasts the trunked trees to spread urgently across all the surface, deep down to the roots that give them life and breath.
After this wedding party, everyone began to dress and to depart for their hotels. Only I and Gregoire stayed squatting in a meditative posture to accompany the rocks, their neurons and their wisdom which operated like unsleeping guards in their non-existent prison. This sexual promiscuity was our freedom from the quarries of the Ionian Islands. Farewell,
Damien Adaleux
LETTER 293 Damien Adaleux to Louis Martineaux 24-7-2001, Zante,
Dear Louis,
My stay in Zante will be memorable to me. While I had fallen in love with my bed yesterday late at night, on the terrace of my hotel and I had visited at MySpace some artistic videos I had downloaded to my PC in absolute aphasia, at about midnight I heard my door knock three times. I turned to see who the intruder was.
He was a Russian named Dima who asked me to enter my room because his pc mouse had broken down and wanted to borrow mine. He was eighteen chairs, tall, with pink cheeks and eyes like cobalt coloured gondolas. In addition, he asked me for a glass of water.
I fulfilled his wish with pleasure going to the cooler that maintains and prepares everything to avoid the occurrence of death and sepsis. Suddenly I see him in bed next to my web machine pulling off his white sleeved shirt as a brochure and to cover my machine with it. He told me that in this way God wouldn't be able to see us.
I received his T shirt and smelled it. It was characterised by an acidic sweat dominated by the odour of masculine but nevertheless clean element.
He nodded at me to sit next to him. I set aside the computer to our headrest. He smiled at me coyly, while he put in his mouth a rose that I had had in a glass on the bedside tableau to mock it.
“You have a sweet tongue”, I said to him.
He gave me a kiss in the mouth while the petals of the rose were falling apart in our mouths.
“Paris, I love you” I exclaimed.
Moreover, both our bodies were scattered with spikes. He told me that it would have been better if we had met at the Tower of the Knights in Rhodes.
My hand had embraced the riser of his breasts without representations of gods and goddesses. Frugal and solid like a Persian carpet of the seventeenth century. It abstained tunnels of ideology from French tapestry.
Involuntarily, my hand immigrated to his pubic area. His helminth had an enormous growth and when I caressed it and took it out of the box of civilization called “male costume of the twenty-first century”, I beheld the most enormous torch that I had ever seen. Twenty-five centimetres enriched with meaning and anticipation for male caress.
At first I kissed it; then, like a channel in my mouth I escorted it with pleasure. The rain out of my mouth cooled the bushes of that region which looked as unsewn and uncultivated by such relief.
His well also had been permeated by the stormwater of my ultimate desires. I asked him to imitate the stance of a panther while I, behind him, would impersonate the rider of the unlikely and impossible. His well was a plain without grass and on a polar land that all you were allowed to see was someone deposit rocks in a rudimentary level whose presence is enough. In a semantic level the innuendo teeming within the German side and replacing the literal dimension of the sentences so that the reader will be able to correlate inhomogeneous elements or the apprenticeship in the synecdoche.
I was tasting his soils in order to attract the titanic forces for the completion of my work, from the land, always surmounted by the worldview of the Atlantians who created weather phenomena either for the destruction of their opponents or for the benefit of their continent; in the case of drought, cataclysms of emotional furore; in the case of a heat wave, northerly winds and sea breezes in the shape of love; in the case of cold and snow, penetration of the Nepheles for the embrace of the arms of the all-mighty sun. This land had defeated France in 1807 and Zante with her daughters had been removed from our power. I wanted to get my revenge for this so unwelcome event which bears the request of unfamiliar submissiveness to the imperial grandeur of such a harsh diplomatic and military coalition; the one of the Russian-Turkish coalition which separated a sea of ideas, attitudes and havens.
The Russian writhed as a perch in lust and asked my tongue to move further down the trunk of the elephant and the two balls of snow ice. The chain on his left leg connoted, on the one hand, his dedication on the Ottoman coalition, and to the other to the Lord of the Flies. Here was a damsel in distress captured in a boy’s body delving her warp to unravel the petals of her well, strong and magnetic like a black sphere that emerges the true in small doses and low hedges as a dose which we call karma. It was the reincarnation of some Roman noble - probably from the house of Severus – who worshipped bloodthirsty gods in Syria - always according to the common and the trite notions and not that of the gods - full of mysterious ophites.
The earrings in the left and the right ear revealed an attraction both to the West and its cultural achievements - hence the Hermitage Museum, which is comparable with the Louvre; since where politics, economic and imperial expansion in the satellite countries cannot be enforced, civilization is always conscripted as a Trojan horse that invents everything and conquers everything with his love for the perfect divine identified correctly with the unit and the eye and the East which is our West.
I asked him to adopt the "diamirizein" stance (transl. On his haunches) and behold us both upright in bed, because those of the “Kynos Ceplales” (gr. Dogs Heads ; the site of a famous battle) were no match for the ancient noble Athenians. Can be Dima was a centaur of unspecified animal origin but wanted to have a noble origin. However, before our wedding ceremony, with my two hands, I kneaded the dough of his belly in spherical, triangle, semi-cylindrical shapes, towards all the wind’s directions forming a cross and the letter of remission, so that it would be easier for him to have me in his unnatural womb later on to welcome me when she would be ready to give birth to lots of babies, replacing the concept of the Creator with the one of the structure builder.
The chain with the cross, shaking during the wedding symbiosis of a god with a commoner, was the symbol of the captivity of the Jews from the Egyptians who were crucified daily in enslavement and the pyramid construction. But this enslavement, except from its voluntary magnetic compass, possessed a honey sweetness, balanced with syrup, and derived more from the magma components of the Russian soul and its layering in the right places of the body, a practice that favours the harmony of mind.
He asked me to pull his hair, because he liked Medusa and David and Goliath by Caravaggio a lot.
I deified in my triumph without wins or thousands of dead at his back as a thoroughbred which was standing upright for the first time. A horse man like all the animals are also men, moreover, some of the people have no life or are not gods and also in reverse. The creek which emanated from his Parnassus towards his slope had already reached my sexual hips, while the exchange of fluids from the continuous contact had already caused the decency and kindness of the Rosicrucian cross on the surfaces of our hides....
The hospitality inside him reminded me of the anti-Communist resistance in Ukraine with the assistance of Western allies, weak and stunted in hordes of my communist sexual storm: at the public place or in the verse that all our bodies belong to us and don't belong to us at the same time but they befriend us for a material exchange.
His urban womb was like a narrow tunnel that had not been used again: as a sanitary disposable which the blood makes dangerous for infectious biological diseases.
The good thing is always interwoven with its teleological mark. I extruded the condom which had the smell of a banana as a coat of arms or emblem sexual typology that gripped the my andokidean mechanism and watered Dima's fountain with snow who waited anxiously to dine at night and the birds accompanying it; their hearts laden with rue and carnivorous.
It turned out that my student had digested all the food of Tobit, which I offered him even if the concept of substantive meaning missed from it, although the meaning as a sperm like the oocyte endow us the Ying and the Yang, or if one prefers the acting and the acted. He did not want my proposal to include the past tense because where there is comma, there is no full stop.
I pulled out of my pocket that I had loaned to the cathedra, my wallet and gave him a thousand euros. Sometimes the obvious does not need verbal circumlocutions or idioms that one can find in the books of Forster but the eyes are the best mixed technique on the performance and the transfer of the desires that are hidden in the trunk of the poplar of the soul. Especially when the figurative contextual supplementing the environmental mosaic argue in favour of this one-way on one hand, untranslated direction of the type "degenerate slipper from the pen of the years” but also its thrive use, the torn jeans which declared his capitalist subservience, the cheap watch by Somali immigrants in an open market as a favourable kind of sympathy to the poorest or unlaced undergarment whose thread does not lead to the end of an eerie labyrinthine but at the beginning of such fractal places that are confusing rather than ownership of the unreadable.
Lucy, as I am informed is having her holidays at Lesvos with her friends. I don't know if she is having such good holidays, as the ones I’m I having...
I kiss you with electromagnetic heat. See you again
Damien Adaleux
LETTER 297 Louis Marineaux to Damien Adaleux 30-7-2001,
Mykonos,
Dear Damien,
Mykonos is greeting you like all those who will fall in love. We dance like the Firewalkers in the morning, at noon and till late in the evening at its nightclubs like the followers of Bacchus.
Having already dived into the waters of my Mediterranean Styx, only with the dermis of Uriel, I saw two children – they should be around seventeen, maybe a little older – gesturing at me to come out to the beach.
Confronted with this challenge I could only play the act of an actor, who adopts the Stanislavsky method for an easier and a more experiential approach of the project, using in parallel the linguistic method slang so that the graphite on the wall, which we play with the heavenly arched colours and with the paraphrases to be tagged appropriately.
They emphasized me how lonely they feel. I answered them back that I don't copulate with minors.
“Eros and gods have no age” they answered and added that I was also underage, since I was a god like them.
I retorted to them that gods don't die and nor are they vulnerable to syphilis or chlamydiae.
“That's why the creators are little, terrestrial and sometimes above ground gods, seeking worship in their roundabouts... Underage means to be devoid of age...Do you know any man who has no age?” they answered me with a direct question.
Needless to say, they silenced me like a fairy who is seen by a young man at the lake, while this is not permitted to him by the divine law.
As if I was hypnotized by the excess dreaminess of my vision, I dried myself and followed them in their caravan....During all the itinerary which lasted at least half an hour, the two boys walked hugged, a habit that is mostly owed to a Platonic conception of friendship and less to the carnal one, where the friendly incites the winged god Eros without demoralizing him or forcing him into heinous acts which aim exclusively at Thira and not in Santorini. Kisses on the cheeks and on the neck were matched by convention and common which gushed out of the adolescent, ideal feeling at the limits of the epicurean friendship.
They gave me to taste honey and wine... They told me they were two friends from Germany who experimented with other children residing at the camping site where they had parked their caravan a few meters away.
They told me that when an adult copulates with an underage, the latter is called a paedophile. I answered to them that they were right.
Then they told me that when two under aged like them copulate, they should also be called paedophiles in spite of the fact that they are children; like Roma do so all the time when they arrange marriages of twelve year olds, perpetuating a long tradition of the monarchic houses of Europe like the one of Catherine of Aragon who married her younger by 6 years Henry the Eighth or the notorious marriage of the fifteen year old High Priestess of elegance and refined taste that combined the pompous with the ephemeral style of the refined, Marie Antoinette with the then sixteen year old Louis, the sixteenth reminding their long tradition to admit that over the heart and emotions prominent is duty: the duty of the monarchy to itself and the commitment to its ideals and principles, transforming them and recreating them to values like an imported good to the lower classes and trying to export them to the foreign monarchies with the prospect of good relations that undermine the interests of others and promoting their own interests to a much expected improvement, horizontal and heavenly, for the common good of the subjects who are called citizens, but in fact perpetuating the system of slavery in an unconscious level, substituting the release with the meaning of a pension which does not give any context of coercive but only is peculiar and eliminates any possibility of rebellion or complacent attitude which puts the strong at ease long term. Also the duty of diplomacy which does not even allow itself the mistakes that reduce the economy not only of the state, but also of the kingdom of God, which substitutes the first to underline the origin of the princes, which is derived from the sky; hence the lack of Statutes which were substituted by the written like Magna Charta whose the registrable concession claimed also the life of John the Landless from the prevailing order of the realm of the aristocrats and the landowners who were surrounding him while they kept silence because of kindness, since the enemy of the evil is the stated in good intention but also its geographical acquisitions within the meaning of the Athenian hegemony and attitude promoting the concept of extension as a synonym with the very concept of existence and the infinitive to be.
I told them that the term is right only for older men. They looked at me angrily because I wasn't absolutely willing to follow the flow of their thoughts. I was told that paedophilia was coined as a term because there was always hatred and envy for love in the elderly or second chance and that I didn’t have to be so moral since their bodies magnetized me and wanted to take care of me. I emphasized to them that I was at the age of twenty five years and not eighty-five as they thought.
The first boy was called Klaus and he told me he wanted to study architecture in Bruges.
The other boy was called Mathias and he wanted to study Fine Arts at Gand. I wished them good luck and tried to leave before they would rush at me for good at my breakwater mind which was grooming in the pediment from reflection and the dilemma they aroused in me; before they butcher it I moved to the door. The door was bolted and I was about to break the handle for the fear of the Unknown.
“This is what you are seeking, child from France?” Mathias asked me. He indicated me that he was keeping the key and he was shaking it as a winning souvenir or an abominable symbol of expulsion of devils from the field, so as nothing can be perceived from this moment on.
“You won't leave here if you don't do what your under-age children want.”
“Children, I told them, I don't want to have trouble with the Police...”
“We have dropped sleeping potion in your drink because we understood that you would run as a hare...” Klaus said and completed: “We laugh a lot, we children of our age, with the nonsense of journalists who say that we accept sexual assaults by email on the web. Most Pink Adverts my friend are placed by children from twelve to eighteen years as we are because we want to approach the newfound pleasures that, you the supposedly demure adults, have every right to indulge in, while we have exiled by boat....You are our victims...Not we...You won't leave here unless you do what we want...”
“However the French boy here is right, said Mathias, smiling at me and completed “Our age is proof of our innocence... Who will believe that you didn't rape us? No one...Because we are the innocent defenceless children, the under – age as you say that aren't capable for such vile actions, while you are the adult, the wise, the stronger of two toddlers whom you wanted to rape and to hurt....That's why my friend if you don't do what we ask you we will denounce you for rape and you will not enjoy it as much as we want... But if you seem obedient to your Petty Officers, then we won't report that you raped us and you will have enjoyed it...And you must know that I like crocodiles very much...”
“I' m not a crocodile.... I don't want to rape you...” I reassured him and tried to get out of the window, while my forces was sluggish as a last effort to avoid my hell (gr. Κόλασις which means punishment and ultimately hell) with the meaning of punishment. The window, although I was slim, could barely fit a ten year old child.
“I didn't say Frenchman, that you are a crocodile.. I said that I like your crocodile...” Mathias added, while I felt his feeble hands pulling me over to the realm of Earthly Delights.
“The Frenchman doesn't understand that at the battle of Marn (fr. Première bataille de la Marne) the winners were the Germans even though we were riveted... he will play the role of the soldier Zofr with me” Klaus said to Mathias with meaning.
“And also you came here on your own will ... Who will believe that we manipulated your mind with a net in the realm of desires? Do not forget that we are minors and you're an adult...” Mathias underlined his last words with verbal syllables and I felt his mouth to my Sobek[1].His lips
in his habitual practice at the sport of structuralistic linguistic exercises that had developed into a Thysania Agrippina[2] had undertaken the concept of convex but steady oscillation like the wave of his soul. Like two snakes which avoid to be wrapped one around the other.
“Surrender Foss and become Clemenceau...Now you are our Petain...We shouldn’t have been defeated by France...”
“You should never have allied with Japan, so as America would not have entered the war... America vs Germany one luv... " I told them with my cruel voice, while Mattia's tongue wanted to reach at Dendera[3] passing my Nile with the Inland neurons, to reach the Middle Kingdom and to install in a pyramid the kingdom of the god sun Ra.
“Now our Paris will be occupied by our Berlin due to your betrayal...” said Klaus with a Hinteburg style and he received with his linguistic baton my crocodile. Mathias at Dendera and Klaus at Giza for an easier connection with the world of gods and demigods. I was looking at the eyes their globalization and I donated them her waters semiconscious...
After that with Hera’s pain, they slept curled up in a bed opposite and took out a water-soluble ointment from a box.
“We like to taste the forbidden fruit without the negative effects… So the size of pleasure will be replicated...” Mathias said as he gilded Klaus' hole with a vibrator that had a large and a small head, while he was trying to join in one.
East Berlin urgently needed to join with the West, so the undeveloped part, the versatile one, and advanced one to be mastered with the Western standards. So, they would be a model of mimicking for the Walloons and the Flemish in our native Belgium, so as to reconcile and not to be divided into two parts.
The left from the two moons, at a completion phase of Mathias, had in its northern part a tattoo of Senonches, in the centre a portrait of Mary Stuart and the northern the bridge of San Francisco. The right of the two Klaus’ moons had the hammer and sickle, betraying both of them the source of its origin and the echo of the occupying foreign troops after Hitler's defeat. In addition, Mathias was wearing an earring at his left ear which reflected the small Trianon, while Klaus in his right ear the Kremlin. Politics was always intertwined with art or cultural and its eloquent extension, the intercultural.
The above picture could be visible by me because Klaus had lain down on the bed as a biped who from the waist up embraced the bed so that from the plummeting of his tiresome swinging to deflect in space. Mathias on the other hand had gone to bed and the leg in a diagonal shape in combination with Klaus’ stance formed an arrow with an upward dilatation. So their four adjacent cheeks were visible even from a far distance, thinking that you see a Japanese house without detail or facial features which would remove the possibility of their deductive thinking following the rules of constructivism, without however identifying with it in absolute magnitude since each artistic creek is full of tributaries and riverside images that alter its teleological side and exaggerate its meandering.
But the shortening of so many images in one suggested the good cooperation and also the arguments of the major powers when they felt vulnerable in areas of vital interest which with Heraclitean logic sometimes guide them to shrines but without aromatic oils and fluids to alleviate the reflected odour or stench.
The penetration was entirely successful even though almost half conscious I enjoyed the performances of two children - paedophiles who questioned the logic of adults substituting it with its granite side which is as invisible as the oxygen in forms we breathe without being easily understood and which also can be compared with the state of mixing of salt in a glass of water and the deposition of the first in the seabed with the allotment of time while during slight vibrations of the cup it bounces periodically in order to return again at the point which it is appointed by the gravitational attraction. A logic which surrenders its position in the space of the absurd knowing that its content will be redefined regularly again but attracted of the faces of the improbable which it adorns to her, to taste the hostile or the completely different barely wicking of its component elements, because God had pre-set the nature of things without the possibility of interchangeability that is transformed into infinite combinations of impact of a computer keyboard with thousands of codes and disguises of numbers and letters that coincide with symbols or baskets of emotions and desires. A logic in rebellious speech that likes the long period, while avoiding like the good student avoids the students who have failed two or three times in the same class, the punctuation with the justification of the absence of continuous streaming, while in it prevails the false rhyme and its lexical self-transcendence and nonce words who sour the reader or the biased citizen, addicted to Homer formulas or formulaic phrases of folk song in Greece, where there is nothing easily applicable or easily proven in the innovative or against the pyramidal flow.
After Mathias completed his integration on Klaus’ tubby blackboard, he took off his condom and approached me like a schoolboy who was ready to commit a farce, while his smile looked like the Da Vinci’s St John the Baptist.
“As an Ioannites[4] that you were, in your honeycomb martyrdom take this condom and swallow it with its photo negatives.” Mathias told me as he was putting his holy communion as a priest of the Roman Catholic Church in my mouth. It had strawberry and apricot taste with their corpses smeared with his viscous fluid, with the smell of a horse and his resin nuggets.
This constraint contained a latent form and morbid complex condition, as proof of a masculinity that does not occur in the female beaches but found refuge in the galleries of the male body, especially in the semi-columns, or in the pseudo-pessaries.
I was characterised from the epic spirit which pervades the series of works by Carpaccio with St. Ursula and the continuity of significant stations or of grandiose importance, as others believe, involving a mystical purity, simple in its complexity as a Renaissance comic not identified by itself or does not realize which branches of never ending controversial lyricism agree with its prosody.
After a few minutes the influence of the drug left me like the goat aspect of life, to enter its justification, where the word falls into the offshoots of insincerity and the embellishment of its albure[5] shape.
“Next time Frenchy take care to tell to the magpies crows that minor children are very innocent and do not know from whom waterfall they occur naturally. Tell them so because you always learn the truth from children.” Mathias told me, stroked my hair as I was a Cocker Spaniel and unlocked the door of the caravan.
As I moved away rapidly and bewildered the prisoners wheel, I could hear Mathias ' voice shouting at me
“Towards freedom! Towards freedom French boy! Virtue to freedom children of France!” He shouted at me but his voice was getting weaker as I approached the coast which was potentiated by a battery of anarchy.
Concerning Lucy, I am sending you a copy of her letter to Sophie Caron referring to her holidays in Lesvos, which I have been meeting every day for a month in the same hotel in Mykonos. Believe me, the women have genes incompatibly wonderful compared to ours. After a nuclear war only women and their rings will survive.
See you again
Louis Martineaux
LETTER 294 Lucy Sanguin to Sophie Caron, 30-7-2001, Lesvos,
Dear Sophie,
The vacations I spent in the island of Lesvos are the best of the last ten years. I'm with Katrin Deneuvoix and Marie Arno on the island where the women’s homosexuality was born.
Damien revels from what I have learned at the Pelican and I redesigned a programme ANON AUSTRAL with the matching of the same coin.
Intense gossip is raised on the island that I am a voracious Marie Antoinette, Catherine the Marquise de Lampal and Mary the Madame de Polignac and that we are in the midst of the fiercest lesbian August, because they see the us in the cobbled backstreet alleys chuckling in the afternoon, hugging all the time and kissing on the mouth in front of the tourists, the travellers and other indigenous residents. The last category does not appear in the French culture.
In the evening after our afternoon swim all three of us decided not to visit the shops of the island - a habit in summer raids so fair as Elytis’ translational activity on Eluard and the speeches of poets at the Struga festival in the evenings, on the outskirts of Skopje the former Yugoslav republic of Macedonia.
Our bodies were so ethereal when naked. We danced to the rhythms of the Maurice Ravel Bolero, while our coaching resembled that of "Ballerina" by Edgar Degas. The impressionistic mood reminiscent of Renoir[6] occurred when was swept away by the tide of passions of our souls we ended up in bed all three of us and sought the mysteries of the crevice.
The crevice is the symbol of the unborn unknown, the one which gives life or takes it upon its walls with the variety of its colours and shapes which stress the feeling of the uncontrolled and the unexpected which does not yield to rules and standards regarding the schema stimulus – response. Admittedly the crevice symbolizes the art of acting but also the testimony to the detection of truth and with its upward trend it reveals the knowledge of the underworld. The crevice is the Roman Gaul finding the Promised Land in the invincible but also in idealized love which is the dwelling place of all the dead and the living. The crevice depending on its response to the action of its object is the emblem of unbridled experimentation in view of formulating hypothetical exceptions that deviate from the norm but without the right to challenge it. The crevice is the protective fence that leaves no phallus in an unending priapism reminding me of the photographic obsession of Nan Goldin[7], where the unspoken or unacknowledged of the private scenes is captured fleetingly and obscurely, and stillness is the consequence of the formerly captured intense motion.
The crevice reminds me of the flower Elmore Vella from the trailer by Saskia Olde Wolbers[8] where the innocent engages the rare and the dangerous, and where the acquaintance with such flowers is obtained from the unexpectedly fatal and not random.
The crevices of the three of us differed in our density, the thickening and their introversion or extroversion. Mine was sparse for greater ease in my ithyphallic contact with aliens - each and every man comes from out of this earth - but so that the men’s mouths will not be enmeshed with dense forest landscapes that are mostly misleading rather than imitating the turbulence and the holy figures in the landscapes of nature by Vincent van Gogh, where the obvious is the periphrastically pagan connotation. The lips dilated as if they had been injected with silicone.
The shining bodies of the others were a striking contrast to their dyed black hair, stressing to all of us that always the angelic and the demonic are complementary colours on the properties that define the surface of objects, since the concepts came before their material mirrors and with the light of the sun they were separated by their different layering. The ideas however, bore the concepts or, be more appropriately, put the concepts are the containers of ideas and their contritions the upper layers of the former or in between.
Female homosexuality in the majority of men seems quite fetching firstly because women outside of High Priestesses of Artemis sympathize with the men’s thoughts, on the other hand the beyond limits situation is an item deemed to diversify attitudes they would like to counter propose. Therefore, the absence of the phallus makes us harmless but our tendency to imitate male behaviour enhances us to the high style of Achilles and to the aphelion[9] in men's minds for actions without dams...Now it may seem a magical proposal of Madame de Stael[10] or Madame d'Epinay[11], to adopt the imprudence of Auguste de Choiseul-Gouffier[12] and not the carefully defined one of Necker, this is definitely a pre-revolutionary concept, on the brink of the idea of rebellion “mutiny” and its jug which is the revolution. According to others an Amazon pretending to be Simonides of Amorgos is an even greater challenge because although Sappho was a lesbian and the latter had no opportunity of becoming a eunuchs, so as to pretend what he really was. The sight of lesbians is as picturesque as the landscapes of Jean Baptiste Camille Corot and specifically the "Ville de Vrai", but groundbreaking in its picturesqueness, since the visible seems to be blurred and undermined , by itself revealing aspects of the energy it emits, not to be discovered by the common or usual eye.
We had formed a triangle while with our tongues we were trying to bridge the gap between
the walls of the crevice. If Nietzsche lived, he would support that the crevice was born on account disunity and pugnacity, while the phallus on account of concord even it is a fake one. And the strange thing is that the walls, when in contact, tend to expand like two continents that prepare to merge into one another. The female replaces the phallus with her logic in the crevice: a logic not so sizeable or hyper violent Totilas[13] but as flexible as the small swimmers at the Olympics that tame the impossible.
The answer to Damien's bisexual disposal was this lesbian trio that placed us in the clearest possible view of things and equated our presence with that of the gods, seeking time lost.
Each crevice was considered by each of us as a small wound on which our saliva onto it had a godly power and an affectionate form like the "Madonna with the Christ Child" of Fra Filippo Lippi ; it is the so called Sibylline affection which is manifested without anyone asking for it, since in love or eros the interrogative sentences have been divested. Our vaginas made reference to the Mark Rothko[14] paintings that accommodate one colour to another but without belonging to it and without any tendency of refining their surfaces but they were rough and raw in their depiction.
Our hands were our sails, our feet the masts and our bodies the boats shuttling in the winds of love, not from disobedience to Odysseus or the resulting affront for steers of Gyrioni. We were three fish which trembled with pleasure in the hexametric and prosodic form, because our bodies were the music and our souls were the notes on the stave of John Cage's[15] automated unconscious writing.
Our souls had become winds, while the subtlety in the handling of our emotions was incomparable with respect to the impulse of the male sex which longs lust with no payback or the championship with their likes in the four-legged sport of sex. The lesbian coordination in contrast to men's whose spears they rub in armpits or in-between the hills or in the vagina when their Titans meet or in the manual tightening two floors possessed of a peculiar collectors' sensitivity resembling the forming a Dadaist tableau where the unlikely appears completely normal, because the figures override the panoramic colours and Amphitryon is waiting for his beloved at the port. This spectacular artistic work ws distinguished for the clarity of its water that could be crystal clear and sometimes diamond or Zirconium like.
The advantages of the feminine coordination in comparison with the one that the male tongue takes part to alpine matters is that there is no need of integration of the probes though we were comparable in speed with the horses of Diomedes.
In some special moments I felt like Filoktitis isolated on an island, with the trees as natives who could not understand my genetic code and I could not grasp the reasons of their faint kinesiology that reminded me of the Bill Viola but its true nature lies in the external factors that are inherent in human life: Nothing fixed, the sudden is the rule, the underman standard and a life full of mysteries and with very little yarn so as not to disrupt the cycles by Lamartine impressions.
The removal of my weapons was the scourge of the nature for the female sex that the men would impose their gadget in reminding them that the verb with which they have been associated the object is the subject and vice versa...Only the three vibrators worn on our pubic region was the only solution to impersonate men in the triptych of Ghent[16] only this was not enclosed but always in open landscape. With our leathery underwear which had a frog-like surface or were characterized by a repoussé[17] of modern art canvases seeking sensationalism from their elongation for the acquisition of the third dimension, not in tone colour or the appropriate design of forms, whose reverse are the omens predicting the future, but in the volume of colours with the statistical scale to have forgotten sight, its line and flatness and the latter to make obtuse to space, acute or right angle, cut to the extent that it resembles the "Sleeping girl" of Chalepas. With the dildos we felt incredible orgasms even more impetuous than the Grand Canyon. The one that followed the other was fiercest than the applause to “Zaire” of Voltaire. We were a harem in unfeigned excitement eagerly waiting for the arrival of Saladin to deflower us breaking the iron padlock protecting our virginity.
Within this mystical frenzy that contained seeds of unquestionable piety I finished first in the middle with my versatile position and then Marie who was in front of me and Catherine who was behind me. Needless to say, we had put on the radio songs of KD Lang and of Melissa Etheridge to inspire us throughout the transaction as muses of lesbianism.
Nevertheless the whole time I couldn't stop thinking of Guillaume and Damien together coming to intercourse for revenge. I play with the biconvex side of both. Damien chose Zante and Solomos to Lesbos and Sappho, Guillaume has emerged with mania in writing a history essay with numerous bibliographical and soulful references. Lesvos is the country of poetry and the magic of love. I have to think something about this. See you again,
Lucy Sanguin
LETTER 298 Damien Adaleux to Louis Martineaux 3-8-2001, Zante,
Dear Louis,
Because of the registered letter you sent me I'm very angry. The women, you must know, are all toilet paper for us men to wipe. Some of them are useful for some menial work they do for me, you only have to flirt with them and you will see what I mean. They are only useful for the rabbit’s leap, and of course for washing the dishes. They can believe anything; even the slightest emotional nonsense will be believable to them. I think someday I will win the Oscar for my outstanding performance in the play “Women’s turkish bath”.
As a vulture will tear her apart for what she wrote to Sophie with Guillaume.
See you again,
Damien Adaleux
LETTER 303 Lucy Sanguin to Sophie Caron, 16-8-2001, Paris,
Dear Sophie,
At last Paris after the Greek summer indolence.
I have in my hands a photo of Guillaume and one of Damien’s. I think I’ll give them to an Indian witch who resides in London and is a fan of Theosophy. I want to make them fall madly in love with each other to such an extent as not to be able to live apart, and with their letters that show their handwriting, their spiel will become eternal and independent body, after sprinkling it with grated roses cooked in the pot and made a magical invocation to Venus. I am looking forward to the results.
See you again,
Lucy Sanguin
LETTER 320 Damien Adaleux to Louis Martineaux 5-9-2001, Paris,
Dear Louis,
Today I will narrate you something strange. You know my abysmal hatred for Guillaume. While in the evening I was sitting on the porch of my home in my apartment in Montmartre - one of the many my father has left me – I was visited by Guillaume.
Graceful as the Aphrodite of Knidos with her escort he presented me with an elephant as a birthday gift with a calendar attached. He stressed how much my art has always charmed him characterising it as high even as the ascending scales of the pentagram.
Suddenly I felt an insatiable desire to host him in my body, maybe to discard anything unnecessary or harmful inherent within. I took off my leggings and presented myself on all fours like a lamb in a cage humbles itself.
I approached the couch and hit seven times with my right hand on the quilt, decorated with the constellations of Hydra and Procyon and made of fabric from Esfahan. Ι propose he relaxed and surrendered to his wishes.
He sits with parsimony at the edge of the bed. Their spectacles will be removed at once. I touch his thigh just as a disciple fasting for two months with a religious purpose in a secluded monastery of Istria. Shaken by agitation.
I put my three fingers in the mouth as in Madonna's book “Sex” and in my flaming hole I wade them as I was standing naked. I take off his shoes. I am kneeling at his feet.
My tongue wants by itself to clean his fingers like the Ten Commandments of Moses. The stink of the shoes does not symbolize anything else than the dirt caused either by social pressure or the necessity of the contracts that the former dictate the text of human souls, not on a conscious or subconscious level, but at the point of activating the unconscious which includes the insight without giving it in advance as an interest-bearing public promissory note. Moreover, the smell of his fingers symbolized the progress of the soul in the body poisoned by its needs.
One could paint my face as a happy face desperately wanting a ♂ R to J and to ♫.
His body had declared a standstill. Fortunately it was a seven-seater sofa and I had identified myself with the girl on Bouche’s[18] couch. He was a friend of Dreyfus’s and I was an anti-Dreyfus waiting to be punished from behind. The arm of the sofa had become my column. Suddenly I felt slowly but gradually a twenty-three centimetre long branch entering my main door. I felt a tingling but with the lapse of a little time it was converted to a constriction of my abdominal with the result of reddening from the chest up and to howl because of the pain. Dogs are domesticated wolves but nevertheless their nature is full of steep threats, while not being privy to the mysteries of heaven, but only to the underground and infernal affairs. Let us not forget that Cerberus was the guardian of the creatures of the underground (gr. Νέρτεροι [19] ) and separated from the living so that both cannot be located in a single crucible.
At some point while I was so depressed like an employee who cashes in on successive values Guillaume asks me what the tattoo on my right hip meant. I reply that it is that a scene of an orgy from the ruins of Pompeii, which bodes for its beholders the Roman aristocratic family of Flavius and the participation in such endeavours of the kind, as an attempt to turn the explanation into juxtaposition.
Not content to only that, regrettably, he asked what the chain I wore in my right leg meant. My retort was that the foot is bare is the symbol of the poor, since the pyramid of the human or social body is mounted on it and that the placement of such jewellery at the special part of the body, it is an omen of good luck and goods. Furthermore, I was a prisoner of my estrogenic self as a form of war in the frieze of the great altar of Pergamon visiblele of the uproar that also characterizes all the rest.
After all these annoying questions I distanced myself from him while he remained as ebony perusing my tattoos.
“Dress and empty my corner dirty dog ... You disturbed my emotional lull ... Do you know what you have always been in your life? A cheap hound dog that gave me inspiration only occasionally for a canvas of Animal Welfare gothicism and nothing else ... Disappear from my sight before I beat you up...”
At the reception of my eminent and important reasons this silly puppy dressed with a champion’s rotor speed - while crumbs of liquid flowed down his cheeks.
Take with you your stupid elephant; you defiled pariah!... Do you know whom you are addressing? I am originated from the generation of Iapheth...”
“This is something arable or edible ... However, Jesus Christ seems to have said that we should look at our own and not surrender ourselves to the works or the words of our ancestors ...” he told me with the innocent style of a five-year old child whose behaviour is more obedient to the voice of the rules of the animals and less on the logic of the castes which I profess and worship.
Honestly Louis, if I knew at that time that I would not go to jail I would have chopped him to pieces... You see there are laws and there is the possibility that we may go to prison if we breach any of them ... and then recounted Yahweh’s "thou shalt not kill " and gave way to anger.
The death sentence applies in many countries; among others in China and in many states of the USA unfortunately ..
The main textual of those who want to save the life of prisoners on death row is the following: It is the biblical concept of life in accordance with which since God gave life he should be the only one to take it back and when we kill prisoners on death row we equate ourselves with God. All of them forget that the first violators of God's command who were equated with God were prisoners on death row. Moreover, life to the prisoner on death row was given by his mortal mother who is far from God. Also all those are in favour of the death penalty because they do not want the people to pay food and accommodation of prisoners in prisons in the expense of imposed taxes.
In addition, many of them are against death penalty not because they sympathise with the killer or because they, too, incriminate the victim for being a victim and not a perpetrator, but because they think in the following way: why shouldn’t the prisoners on death row live and suffer in the bondage of life? An accounting closest to the victim and viewed with sympathy.
Regarding the issue of suicide many noble Romans like Nero or Mark Anthony chose, is also contrary to the biblical vision but in the sense of the deity of emperors and members of their family, this overshoot is undermined as the desperate efforts of Philip the Arab, for the continuation of the Roman Empire. When one is equated with God, he has the right to kill himself, a right not recognized to entities with red blood even if the blue-blooded were adorned in purple as a symbol of people’s love encircling them or that the people were their protection from the revelation of the concealed brutal truth or that cares for those still burdened their shoulders.
In any case the companionship with Guillaume reminded of nothing but of one of the members of the Roman imperial family with a worthless servant of Christ or the Unknown God and not even a plebeian. I do not need his God, I have everything I want, and much more ... How I didn’t get contaminated is but a miracle...
See you again.
Damien Adaleux
LETTER 331 Louis Martineaux to Damien Adaleux 20-9-2001,
Johannesburg South Africa
Dear Damien,
I am continuing my vacation to South Africa. When I was a child and we went to Cape Town in the summer, my parents forbade me to associate with blacks or even dark-skinned. Now that I have become autonomous and make a lot from the art of advertising and speakage, I have the comfort to wander in parts of the world which were so much refused to me by my alienated parents ....
I was sure that in South Africa I would find the crocodiles which fit me and with which wanted to play so much.
When I resided at the hotel and because I was a friend of its director, I had the permission to be able to watch the secret projecting mirrors in the rooms the visitors and their gloriously erotic epics ..... The previous day I had been moved to the room of a British tourist and from my unseen observatory I could see and hear with a Dolby surround film accuracy the happenings. I played a starring role in Hitchcock's “Silent witness” where curiosity identified with aesthetic pleasure.
I saw Volker from Holland, Jeremy from Great Britain and Agugu from South Africa to enter their quarters which I was lurking from noon hoping for a sexual encounter.
Volker had on his July T-shirt a scene of nomads ... Alpha class five-bed, three-bed category gamma category and delta of the Nile ... Letters without beginning and end ... I thought that the letters of the alphabet had the same fatalism.... Condemned to change places in the service of words that are accountableau to the sentences of primary or secondary importance ... This conviction of theirs, however, included a range of unbridled power, because without their self-existence any meaningful sources dry up like the springs in the drought of the Pharaohs or like the punishment of the divergent Scales of God .... On the other hand this continuing emigration serving different meanings, ascribes to them qualities of ideas or concepts that were not preconceived although Henri Bergson’s theory of intuition exists in any rational or irrational being on earth, let alone in linguistic vibrations which profess the folded parchments and barter their tare because every idea has its reincarnation on the earth's surface and its bottom its diminutive, while in its sky it has its multiples ...
Jeremy had a sailboat on his June T-shirt... I thought that the sea without wind is like a Christmas tree without decorations and no Christmas lights ... He swam into his feelings as long as the subdivisions of Aeolus gave him wings ... The spirit is the life-giving life force that the sailboat represents ... But only sailboat ... Not motorized by the heel of technology which gives relief to the distressed when the crutches of nature are not enough ...
Agugu had the olive tree on his Augustian t-shirt.... In a time when everyone is massacred in sake of oil rather than the olive tree, I thought that probably the planet of Athena will soon appear on the celestial firmament... If the saying of Esther ails you, then the tableaus of Berthe Morisot[20] is an imaginative consolation with their endless white diffused in space as a radiation and gives to his genre observations a note of this metaphysical present whose alchemy is not based on only human expression but also in costume and manner of expression as demonstrative of mental demonstrations which contradict the urgency of the three dimensions, and sometimes seem to contradict it with the pug bulkness, implying the non-existent sense of the world and especially of the rules ... The delusion of anion components in chemical solutions is accountableau for the apparent volcano explosions ...
The nigger was wild and told them that his organ when erected is twenty five centimetres.
The Dutch seemed to be full of lust and the movement in the lower part of his abdomen seemed very intense like a small aquarium with goldfish writhing to get out of the fishbowl and live with their gills outside, by processing oxygen in virtual water. The Long March of the Dutch had already started and did not take long to establish two states in the bed; in the slope of the erstwhile enslaved and oppressed Agugu by the two mighty colonialist states: the state of Transvaal in his oversized trunk and the Free State of Orange just below, looking for diamond mines in Kimberley but also master of the marketing technique tea bagging, as a master Von De Boss of the Netherlands Indies Oil transforming it to tea to stimulate the British. The gold mine had already been determined in the hyper tensive state ...The annexation of Natal was obvious because these areas belonged to the honorary country called “Natalis dies” and is characterized by the root cause of all: the power of love and the extension of in any manner and in any place ...
Jeremy in lightweight clothing led to the mutiny of the Jacobins from the Parliamento of his wishes and with a thong went to the cruciated bed adopting the attitude of the elephant and awaiting the tiller. In Kinsey’s scale he would get six. The chain on his left foot symbolizes participation in group orgies that would arouse envy even in Caligula.
The provocative funnel shifted the interest Volker from that the one of the native Moor: this was the notorious Matzoumpa Hill that could be turned into a sui generis if the three of them were not working in pornographic films producers, especially the British who stayed his plans to pounce in the Transvaal of the husky otherwise nigger ....
The nigger did not miss the chance and poured into Jeremy’s fountain who had reddened from the waist up not like a person bearing the cross of the rose, but from the suppression because he was becoming a voluntary serf ... Volker attained influential concepts.
This continuous liquid spectacle lasted for a long time ... Sometimes Jeremy’s fountain expelled the hypothetical situation of evil naturally which the Dutchman had transferred to him as a mighty Boer bustling with life force for expansion in space and was open wide like an apple expanded on top of, while all kinds of oils were washed onto his perimeter, some of which had impregnated the Dutch’s condom.... Like the trunk of the tree in Vertigo[21] whose vein-like forms were its uprooted material substance, while its spiritual substance was just in holy eternity; this tree had lived hundreds of years before the protagonists of the film and would outlive them, underlining with emphasis the miniscule human nature in majestic Mother nature that existed thousands of years before the existence of human trail and which has witnessed all humanity’s heinous obscenities within its temporality and the ephemeral events that characterize it, while she has no history because civilization was a human invention for their final divorce from her or aiming to subjugate her, to profane her or to humiliate her like Christ ... Nature nevertheless, has left her strong model in the identity of every being on the earth, so that it cannot be deleted ever or, in an emergency, only to mutate into something better than her benevolent nature which often coincides with the concept of virtue. ..This insightful transfer from the good and pure to something better and purer is the eternal secret of God that even these high flying castes of what we call global or universal culture ignore and cannot inhibit but only in the temporality that the opportunity is given to them, but not in global consciousness that evolves faster than the speed of light ... Man cannot be separated from nature because this would mean selflessness and effective management of the deficit levels shown in his personal tableau whether it is in oil canvas or acrylic ...Nature does not forgive those who distort her and punishes horribly those playing the role of her assignor on earth, hence why plebeians always interpreted the natural disasters as wrath of nature upon their heads: the rage of Nature is the countermeasure to the delinquency of beings who act her role or identify with her role, while having little to do with her magical powers that only God controls because His mind invented the complex machinery called nature whose secrets belong only to him and not to unfinished imperfect weaklings that are more specific to the idea of a petty thief...Nature is neither subject to trivial underutilized human logic nor to the computational divine machine, superior to the former in intellect, having first removed the casing of emotions and has only worn the one of logic thinking, that life they is just mathematical equations…The argument that God takes back the virtues he has given to his prodigal sons when they do not use them for the common good but for the individual which is sometimes confused with the private, personal and of personal concern only is false since it is an anthropological concept of God probably of Byzantine or obscurantist Middle Ages origin.... Since God never makes mistakes as humans do due to their petty nature which is also imperfect….God knows all and never takes back the virtues he gave to the people who he distinguished from the rest... When human envy is identified with divinity because of imperial origin takes back the virtues that it gave ... Never does God take his signature back ... God is not weak and imperfect like are the perishable emperors who serve him subordinate to their mistakes of ignorance ... Only weaklings do this when envious of the pole that stands out in the granary and are generous to bad critique in the face of God….
“Versatile!”[22] exclaimed the Briton suffering from the virus of love - patient undergoing an operation without anaesthesia... His word demanding... Pretending a wild puma the Dutchman suffered a reversal of roles and the whole operation was referring to the victory of the British in Paardeberg[23]: how a masculine male was a docile slave in the protectorates of Basutoland[24] and of Swaziland, where the black people learn that their colour has condemned them to live in mourning and in the darkness and that the white people are the god-created angels on earth ignoring the basic principle of Taoism that in everything bright something sinister always hides...
His Bloemfontein[25] stood defenceless to the rush of the Briton’s twenty year old rocket ...From Paul Kruger[26] he was converted to General Jameson[27] in a few seconds …Jeremy attacked both Volker’s doors in a boundless frenzy, but as if he was a defenceless baby drowning and someone had to hit him in the back ... sometimes he gave him kisses on the mouth while the nigger to entertain the end of Apartheid locked the Briton’s mine with his banana ...
In this votive funerary relief of Brauron [28]characterized by a three sided visual and excellent form, sensuality was invested in the tentacles of a common theatrical mind expressed in three voices and always in succession on time ...
The Briton gestured to the Dutch to depart, so that he could sign the Treaty of Feenreich in his mouth which he did without reservations,.
The nigger did the same twenty minutes later with his lapis lazuli in order to make the Briton’s teeth whiter and cadet to exposure of serfdom. The scene reminded me of a western exoticism that pervades the "Abduction from the Seraglio" by Mozart, an apparent attempt of the orientalism to philosophize enlightening and European-like rather than the meaning of charitable torque but that of conventional stylized way the tableau which wants to be translated into opera or music orchestration nested by interactive parts as reversal of a dramatic plea without complexes which dismisses the experience of the Creator with its distortions in a window of embellishment.
Voyeurism is a kind of fragmented viewing of the good, since in no case is it equated with infinite godly disregards who plays the observer and the deputy of the position that suits everyone and is just one nugget of its awareness and concurrency, while with the seat of progressive autonomy that the dense contour of the forms of Giotto, whose stony shaping touches the verge of a refined relief which however needs a progressive carving for perfection, ensures touching the tendency to independence of the abdominal colour environments. Perhaps the Baptistery in Florence[29] with its polygonal character is the main ambassador, not with the usual imperious touch of John Palaeologus, of the rudimentary display by Benozzo Gozzoli of the interpretation of the impersonation of God; polyhedricity in the knowledge of the truth of small, medium or large sheets that could be compared with the compositions of impressionist Georges Seurat in projects like "Sea landscape in Port-en-Bessin Normandy” whose chromatic scale both in variety and in the alternating colours represents what we call the pyramid of truth differentiated in this point: their look does not have volatile position in its stability, nor are the touches limited to specific colours or shapes within the conventional space limits of a canvas. It is over and above the canvas, the frame and the space which is current. Moreover, the signature of the author is not listed in the lower left part of the tableau, but is inherent in their cell structure which is as alive as oxygen we permeate;
with a few words the speech doesn't take specific schematic structure to replace the concepts but is present at their conception and entity and is denatured to its material image, following the technique of painting, but in its physical dimensions their anatomy is an unexplored path in the records of human knowledge which should transcend themselves without the possibility of going back to him if they wanted to regain their lost gift with a novel enrichment of algorithmic ideas in the machine of the era of the cupbearer.
The presence of mortal observers in the acquisition of knowledge for its evolution in a luxurious Babel does not mean a quantitative metathesis of its rights to their intangible field playing the role of mentor to tame the horse, when in fact they are only a ectoplasmatic dimension of the visions of the soul always in its virtual dimension. The benevolent leaders sometimes diverted to a diffuse exponents absurdity that has the function of the gutter of the soul and the mind common ground that we all have sometimes unconsciously, and other emotional or necessarily. The whole procedure refers as allusive to the life-giving apobates[30] carved on the frieze of Parthenon: not lead to their fate, currently undertaken by others, but the charioteers ranking in chariot symbolizes that of Phaethon on Earth, have the heavenly knowledge with their foot on the land transfer to the underground elements and resetting the initial level of the celestial deities and captures the core ideas for the re-amendment of the acts that will make the consolidation of the curriculum ...
Lucy learned that I returned to Paris. Did you meet with her to quench the deepest scythe bearing experiences of the mind? A Julian’s kiss ...
See you again
Louis Martineaux
LETTER 335 Damien Adaleux to Louis Martineaux 28-9-2001, Paris,
Dear Louis,
Paris is so snowy thick ... I had invited Lucy to my apartment for love games that would make even Marivaux jealous when he was writing the “Triumph of Love”[31]...
Her boot was as sharp as Nazi.
I find a man eating wood away from a woman,like a canker,very appealing. It replaces the Centaur fighting the Lapiths for the Lapithides ... Only that the male presence is restored by their spouses, since in effect the Lapiths symbolize the resistance forces of the mind of their spouses in their violent desecration by foreigners who do not have this right.... In addition in a wine symposium centaurs always symbolize a divine amalgam of human and animal knowledge of nature against those who are the central part of the triptych without negating or underestimating its contiguous leaves which in essence constitute his wings ..... In the Ionic language the reincarnations of men into women and the realization of their metaphysical connotation constitutes the more attractive sorcery for more lustful intercourse with a man who has weighed in his nicknames, because his synonymity is intolerant. The violence is a consistent set of clusters, since the sober but grandiose uproar does not endanger the swirling trend of the Geometric era as a guiding line of an oscillation of the levels of the statues of the Classic era.
Unlike the Ionian linguistic utterance I was constrained to the two Doric columns of my compartment forming the Da Vinci mullet - not so much for the description of anatomical details as for a coarse consultation – while my leather investiture was the interordinium (gr. metorchio[32]) between the Angelic biped part of my soul and the dark quadruped Pan. One could argue that he played the role of the cap of the Doge of Venice Leonardo Loredan[33], because ignorance and obfuscation are the two main steps to the temple any power.
At a moment, one of the bloodstone scattered on the floor that I had artificially sown expecting someone to reap them and to harvest so that its blood from red to acquire that endless sense of blue glow in Artemis’ traces, entered unknown from where in the Lucy’s boot. As a sandal fixing Nike[34], who with an innate grace doesn’t pay tribute to archetypal rituals, leaned slightly to the right to take it off, reminding that chastity is the main idiom of the ancient Greek civilization unlike gothicism and exhibitionism that permeated the European absolutism of the seventeenth century and which was blunted in the eighteenth with the graces in the extent of Marie Antoinette who introduced the sublime lightness not only as a probationary term in the French court but also in the art via a Rococo trend whose main proposal was the crest of gothicism with the elevated headdresses and voluminous balloon dresses stressing the interim relationship between God and man: that of the vacuum which has the meaning of a disguised unbridgeable gap and behind the boudoir philosophy one would want to see her tangible proof, since the royal public events were open to all sorts of citizens of the French kingdom mainly to demonstrate the theory that the king is first among equals, and less for any other reason though with the subliminal message of different and passing controversial postal directions citizens was conspicuous, exacerbating the feeling of envy for the “other life”, one that nobody has.
This freezing motion blessed by the grace was a symbolizing nod: of correction of earthy mounds and of development in the right spiritual direction only that hematite also has the meaning of regeneration of people’s blood to those of gods. This sexual ritual had the ultimate aim of slipping of interest for her lesbian friends and focusing of the rays of her heart to me ....
With her coloured lips she started to imprint in the backside to surrender to me converting it to a memorial and recalling that when love is very hypertensioned with the passage of time and the opening of her energy, it fades and that her paths are vast and varied.
I asked her to bite on my nipples. She did not disobey. I wanted to be punished because I had no breast pump for the upcoming, baby.
On the table lay her surgeon’s tools. An array of vibrators of all colours, all the trends and all kinds. She chose a huge one and put it on a platter of milk and honey. After gilding it she put it in my mouth so sweet only to come out of my mouth and the semen from my future homosexual contacts or innocent Seraphim words ...
Its admission in the hole of my underwear symbolized that the pain comes from the sweet, loving and allegedly innocent boys because everyone conceals a viscount Valmont or a knight Danceny[35] within them .... Moreover, it reminded me that the vagina is the only penis in a relationship, since if the woman really pushes its walls, the man will not be able to peel himself away and in the depths of her sea he will be lost.
"This will teach you to be a mother!" Lucy told me and I really liked that I was the father of her non-existent virtual babies which in effect were the thought of sadism in bubbles that puffed from the swings in the air, or because their pressure was much more robust than their fragile shell, just like Japanese serigraphs of the sixteenth century or the few surviving shoes of the fifth century that give the feeling of a worn out manuscript by the vortex of history, yellowed by the hatred and the passions of nations and contracted by the flood and their fires’ libations.
She pulled my hair from all possible angles as a reminder that the pedigree of each human originates from many nations in the mists of time; almost impossible to know the dominant source which probably has roots in the five virtual body types.
The electric light which scattered our bodies in silence of the night looked like it had a glaze that characterizes the "Lamentation" by Botticelli, a shine so clean that resembles to enter and extrapolate and in the artificial materiality of their clothing, transferring the intrinsic properties of absolute purity and divinity to something worthless in its vanity or perishable extending with the emergence in the piece overhead a plates of holiness as a natural consequence of the act. My body natural and plain as that depicted by Botticelli spotted teen gums, ulcers and wounds with blood dry or fresh ....Vertical lines in the feet of Christ symbolized his descent in Hades and of my own on this of my passions ...
Finally she untied me and we sat on a daybed .... It felt as if Demeter and Aris were taking part in an erotic symposium opposite the Athenians ... we had no faces because gods have no specific faces.... seated we are amused when we share the same height with the mortals ...But when we are standing and share the same work with the mortals our vast splendor transpires consequently to be subjected as the object of their jealousy ... because everything which for ordinary mortals seem difficult and complicated is to gods simple and easy....
The gods act exactly the same with the gods who are far away from them. In the painting of
Joachim Wtewael, Mars and Venus[36] are revealed by the gods, the external appearance of a god affects the appearance of the others because all the gods share a common physical DNA. All the gods naked in front of Eros, like Mars and Venus on the bed.
With this confession of nudity I bid you good bye.
See you again,
Damien Adaleux
LETTER 345 Louis Martineaux to Damien Adaleux 10-10-2001, Florida,
Dear Damien,
As you see I am continuing my vacation in sunny Florida, the only state which competes with the vain grooming of the coast of California. Coasts however that lack opposite them a sea entrenched by their embrace as the Greek matrimonial hymns of the Aegean but an ocean as a rival not easy to capture.
Paedophiles frequent these places from around the world. Such tourist attractions have emerged in Tallahassee, in Fort Lauderdale in Miami ... This is a purely homosexual paedophilia and has a dual targeting: the pornographic and that of the hassle.
Children in adolescence that allegedly go to the beach to sunbathe or to play beach volleyball: in fact this strip of land which faces infinity is the symbol of social and economic tribalism. These children who are either in their pre-teens or in puberty delve into what their potential customers wish.
I happened to be staying in Fort Lauderdale and a nice morning to become the witness of such a story in one of its beautiful beaches. While the sun baked my back and two teenagers perhaps fifteen years old were playing cards next to me till they were approached by a 30 year old Iraqi called Abu Giasaf.
“How old are you children from Florida?” asked the aroused frugal Iraqi.
They gave him the expected answer...
“Could I interest you with a thousand dollars each?”
They, presumably innocent, answered yes.
“Do you see this wooden hut? We'll enter it and you will do obedient boys, what I tell you...”
His view reminded one of a smartly dressed dandy goat who had climbed the mountain top and had the feeling of unlimited freedom which he was given by the goddess of Antioch, a force however that involved all the negative tests of a nuclear explosion. The myth of Heidi completely distinct from the idealized one.
At that moment I felt that the tableau of Piero de Cosimo "The myth of Prometheus"[37] was absent with its breeze from the American coast.
The sun had no clouds, so that Jupiter could control the happenings from on high - although in the case of Prometheus this had not happened - and to observe. Maybe that’s why the typhoons in this area are so studious.
The man on the podium with the silver body was absent - the gold was on the left while the bronze on the right of the tableau - shows its idea in the sky. Prometheus had attributed to his creation features of the gods or according to others in his soul of piece from each god .... Even in his brass model, the human creation at his feet had Jupiter’s signature ... The bronze as the lower model is probably doomed to always face the earth with Epimetheus - Christ to support him but without leading him in an approved direction ... Prometheus is bemused by the knowledge of his divine brother and the presence of the Unknown ... What is the best proof of this signature? The presence and help of Athena to Prometheus with the theft of fire ... The fire as love, as sheepskin full of desires, as the adhesive essence of Body and Soul emerges due heat as a Cassiopeia trapped in the lower mental substrates with no possibility of escape to the upper levels ... I miss the eerie form of the being in the tree of knowledge of the world that has simian features ... The basket of fruit and tilted, the fruit scattered, since the gifts of Prometheus they finally reached the ocean as well...
There was no oil painting on wood in the American coast that gives the authors and their recipients of the tree of life of Christ and eternal and undead wisdom...
What I did was to follow them with distinction and after approaching the hut, to observe from the cracks the happenings.
He asked them to absolutely get out of their swimming costumes and to be kissed in front of the camera. My experience in Mykonos taught me that it isn't paedophilia when two minors have intercourse....
It is considered a golden dawn love romance always according to the logic of the unruly male minors... They were very willingly obedient and seemed to combine work with their sensuality... He told them to go ahead and mutilating themselves[38] not in Spanish but in Greek...They asked him what it is...He told them to rub their mushrooms not with pepper but by hand and after this to lie one on the floor and the other one to rub his rooster in the interval of the other’s hills, which was done promptly... Afterwards he told them to lie prone and with their mouth to salivate continuously their arid region, while he was filming with an extreme workshop of wishes ...Indeed he was pushing the hills of the immature children with the bundles of money giving the impression of the formation of a serpentine ....
At a certain moment he got out his elephant and was ready to beat the young soldiers of Alexander the great....
I decided to intervene as a catalyst; I threw open the door and yelled that paedophiles were prohibited on the coast .... He panicked, pushed me and started to run along the coast like a frightened dog seeking fire exits ... Needless to say, the two youngsters collected the money from the floor the way the merchants did while being expelled from the temple by Jesus ....
I thought crossing the coast up to the hotel that in the waves resided hitting one another in dissolving in the sand kissing it with the respectful and dangerous stunts of the inhabitants of Atlantis because they loved her dearly... On the other side some moments I feel that these two boys had a connection with the Paumgartner altarpiece triptych painting[39] and I was Martin Paumgartner one of the patrons. The one boy at the right edge of the triptych would play in my idealistic mind the role of Stefan Paumgartner like St George slaying the dragon within, while gripping his neck to avoid profanity ... The banner with the red cross had meandering endings indication of the risks to any ordinary Christian’s dogmatic perceptions in the way that religious beliefs blind but operate as an automated mechanism of morality whose colonnade is in the temple of any civil society. .. The other boy at the left edge playing Lukas Baumgartner like Saint Eustace kissing or tempering after witnessing a flash in the Christian doctrine with a bright cross. This offering had perhaps to do with the removal of the son of Martin, Lukas from Christianity and thus his father decided to be personified by St Eustace by Dürer, so at this by the power of speech and image to re-accede, serving the idealism of art and the metaphysical of thought.... However this rapprochement will only succeed through the Pagan Movement .... The first boy symbolizes modesty and the second humility... The shields, the hardness as well as their fighting spirit .... In the central part of the triptych the younger was me and the elder the Iraqi approaching the idea of Christ for different reasons, each of us ... the forms that surround the Virgin and the infant Christ as small as the grains of sand, and the angels, for the rise of the divinity of the parents of Christ and the conceited intonation of their meaninglessness ... the niches and arches both worn and abandoned like the world they represented...The linden triptych ensures immortality to Saint Katherine of Nuremberg[40] and all of us .... In Delphi Ι espouse you because Dominic has invited me to an erotic dinner ...
See you again,
Louis Martineau
Letter 365 Damien Adaleux to Dominic Bareaux 17-11-2001, Paris,
Dear Dominique,
When I am alone and watch gay porno film I remember you. I remember our prohibitive fruit since the male sex symbol as an archetype heralds the masculine and potential assets. You are the synonym of strength and of endless reserves of energy that Men Women seek in the erotic bed...
I remember our last vacation in Indonesia.... Your salty body which I desired so much at the coast.... Your necklaces of topaz and Chrysocolla[41]....
Do you remember at the yacht what a wonderful time we had spent together?
It rocked in our sexual lavish pace as the Nereid[42] Monument[43] exudes a life-giving ecstasy in its solitude ....
That morning while I was sunbathing on the surface of the vessel like an Egyptian cat, you came on me and donated me two kisses on my mountains, biting them as to taste their acme.
From the stance of three quarters I was transformed to that of the 1/2 so that from my numerical proportions that determine the extent of design and the glory of the reflected faces through the geometric character structures that proposes the feasible solutions without coercing anyone to advance in architecture to the critique of practical reason and its cleansed waters acquiring the texture of the Portland vase[44] with the hospitality of white glass on the surface of the slag and the exile of any element that does not promote the concept or the possibility of chipping in thickening layers or thinning finish that attach an academic anaglyphic coldness. However they are impressive with their niveous loose character structures in contract with the functional capabilities of candle making that even the leaves give the impression of a butterfly always ready for flight. The immaculate arrest of August might be the nearest interpretation to the iconographic program of each monarch who wishes after each triumph the absolute and not the relational apotheosis. However Atia's hand[45] will always form a plummet which represents the first chapter of Augustus' wontedness...In this way in this sexual empire I could stand undisturbed in my mooring.
I had felt the finger of your right and your left hand to open my alley forming the letter v which symbolizes the quartet route of the vital cosmic soul[46] : earth, heaven, earth and heaven finally again .... The capital N in its geometrical shape represented the value of the square ....
With your sculpting process feels like Oni[47] a permanent king of Ife culture[48] with my arrow always on the rise. Only that the arrow, while it was in my head as I felt it as a syndrome in my hips, as an extension of my ideas behind my back, the way you contrive the glans prowled to capture the bidder of the victim .... The Hindu doctrine corresponds to the third eye which accepts everything and knows everything ... I adopted the attitude of the kneeling stance of the hieroglyphic letters for the facilitation of chipping but also for your own worship ...
With so much pressure within me I wanted to dream at that time that the object of my action was becoming at the same time my action’s subject and receptor and I began mocking my phallus as when an animal digs a burrow to hide ...
I was looking at your portrait in the water as an exact mirroring that resembles a photographic reconstruction of an image in colour terms of Magritte[49] and his School of the objective which might have been to attach the viewer with the following dilemma: the faithful representation of reality and its nature is only up to action and the evolution of technology or this can be altered, as the skin that has the ability to proliferate its cells by the very nature of man which is based on a detailed contemplation and the subsequent copying of the image, not in the way that have been preserved copies of the Pheidias’[50] works by Roman sculptors, but with this symptomatology that defines to the eye the only truth: the common and widely acceptable truth and that any derogation on one hand creates novel currents in the history of art, but in fact all of these have a quay of solid framework structures that are invariant but differently translated by each artist as an allegory implicit in the meaning of the dialogue which disposes them in a continuous flow of doubt of what should be accepted or visually flawless and incorporating the idea of the goods of nature.
This portrait which was donated by nature vibrated by its meandering formations foretold the infinity of our collective orgasms and how even sex in its vastness poses a dose of standardization at regular intervals, while the deformation in your general conceptual image could well be likened with the bizarre ones by Francis Bacon[51] that the loss of the physiognomy characteristics correlates not so much with the horrible or the quaking emitting or possesses an interactivity from the environment, but with their deliberate abstraction aiming to hide these emotional manifestations as an expansive rather than characteristic manifestation of the truth.
The elongation and refraction in the yielding of the image has a ratio at the beginning of the psychic imprint which shrinks and expands for the ewe or the sack of Thessalonica by Normans (1185)...
The soul in its column could easily be contrasted with the strings of reigning Puabi’s[52] lyre, while the 10 of the Beaufort scale blowing in both their souls, symbolized the maids who were killed to accompany their lady in the after-death life. ..A lyre which in place of its strings the bones of the toes one of the maids-winds had settled suggesting that music is created by god for man and that it even accompanies man in death or that man’s soul itself and its coasts have been created for this reason only, while music has man’s breath and life. You, Dominique were the lyre and its organic material that flowed on the surface of your stillness and I was the bull with the golden head from the rays of the sun and my beard moulded from Lapis lazuli, to give me longevity and good luck in the long journeys and a male symbol. Your soul was as bony as the queen’s lyre....
My conical hat watching my own water reflection strongly resembled that of Amenhotep’s[53] III whose elevation symbolized his high intellect and his intense cognitive activity that touched the divine. Brancusi’s[54] Madame Pogany[55] was the main consequential of such pharaonic extra-terrestrial forms that their third eye is not evident, but from it, it is customary a cobra to arise as a symbol of knowledge and magical magnetism of the mob and the transfer of his will to them to be realized.
The yacht followed your own circumcision and my reverse course recoursing up and down on the surface of the sea violating its borders, while we were swaying in our erotic rhythm ....
Dominique you held so firmly from my slim waist with the way the Alessandro Farnese[56] was laying on the chair of Pope Paul the Third, without, however, his palms sweating like yours you from our Mediterranean pulse that had become peacefully erotic ....The crimson clothing of the protagonists of Titian[57] had been restored to our tableau by the redness of my face because of vasodilation caused by my intraventricular pressure and in Dominique’s chest you from your erotic arousement for that Obscure Object of Desire .... Only that neither even you Dominique you nor I adopted the pyramid synthesis of the Pope, since in our passion we were first among equals ...
From our composition devoid the Myron’s Discobolus and Ottavio Farnese who parodied him because we never mocked the statues of the classical era with their carved bodies which we ideally craved ... In Titian’s parody[58] we did not exhibit any subservience ...
Nevertheless we formed an artistic four legged animal ... You the stallion self of the artist who elects the theme of the canvas depending on the advertising messages that he wants to send, the artistic trend that will fly with him, his blueprints, the scales of colour that he will invest and their final phase, while I your submissive ego self that corrects your sins, improves the imperfections and amends his subjects covering them with others ... The function of art has its sexual dimension even in its dark form circumferencing the homosexual sterility with its reproductive nature...
Because of the postures we were painful to the same degree as our mental fragmentation in different parts of the human body, like an airplane that has crashed after hitting a multi-pointed land and scattered its parts are placed in heterogeneous places that if they had another place this could affect the fate of the protagonists either to something unfavourable either to something favourable, we decided to assume another posture....
I took the profile position and from behind me you Dominique, always accompanying me in the bed-ship and to resemble higher than me as a symbol of your sexual effect on my own situation of gestation which could be on the cover of a sensationalist magazine... Our bodies were characterized by the prehistoric symbolic bodily mystique encountered in photographic art of Mac Kinley[59] with the purity of its contours ...
So the boat, because of our ambivalent showdown, drooped ever left and right as happens in elections throughout the world for a local government or political trends, majority trends for one party governments ...
I especially liked your tattoo in the place of the green heart, a loving filled with hopefulness in its naturalistic place and the kisses you gave me a on the backside.
I liked playing Lucy and I saw in yourself Dominique myself that I had fallen in love again so that with the typical order of worship Lucy to reignite for my beauty ....
Alejandro sleeping in the cabin of the yacht woke up from our commotion and appeared in the right time for us to form a Delphic tripod ...
While you were working inside me I motioned him to come and he quickly lowered his swimsuit posing as a panther and I between his plumes was his stallion. I painted his Heliodorus room[60] with the tongue of my heart all over and reproduced with its ideas the functioning of Bolsena[61] ....Cardinal San Giorgio[62] was in the right panache and Julius the Second[63] to the left and its door to virtually envision them in his threshold .... The Swiss Guard[64] I designed on his right hill was an auspicious sign for beauty, mental peace, protection and financial wealth although the meaning of the army is many steps below that of God as was evident.... banging with my hand his right crest hence the turmoil of my likeness, while on the left apnea of a spiritual ceremony which dissolved the frontality not so much for the lengthy procedure of picturing the persons as for their deficient performance or their insignificance in front of the miracle of Holy Communion ....
Completing the mural I wanted to open Alejandro’s door to conquer the secrets of his Vatican. Our Lateran Synod[65] had already been crowned with Olympic success... I licked like a baby his neck and ears which are the symbols of pronouns as well as his eyes which he closed since the fear of reaction to an uncommon practice that had the deeper meaning of the language which is the way we view the world and subsequently we conquer despite the tunics- prejudice of dire social reality that is ruled by an intolerance for anything that does not belong to its compartmentalisation.... The faith in the beauty of your body and not in its knowledge made me think of the analogy of this relationship the way it was dealt by Antonello da Messina in his work "Saint Jerome in his Study"[66]. This elevated pedestal symbolizing the rational interpretation of religion reflected in our case the fears and my doubts whether the body I longed for was true or if it was a subject of a figment on the beach of my imagination ... A completely surrogate laboratory in a cenotaph Christian church with a dark lion in the depth of the arched colonnade which symbolized the underworldly powers which every religion conceals let alone the catholic with its world of wealth connected to juicy paedophile scandals...Knowledge is inconsistent with faith that symbolized my Christian Temple .... The peacocks outside this faith who symbolized the weeds with their arrogance that sparkled in our chests ... The world outside the window aloof .. .According to Antonello Da Messina, knowledge, education, and criticism are superior to pious but night faith of the Christian religion, while the light always floods it when we have a very open window into them without blinkers .. ..So my kisses were the book of faith within the temple with autonomy, to bathe in the light of knowledge, while its works were in drawers ready for storage and study ...Winged beings in the upper tribelon[67] symbolized the transfer of knowledge of the secrets of heaven, from the emblem of Crineian[68] movement ...
Kisses from the collar of the displaced as cracks on the nipples of the breasts. from one milking minimalist milk the way depicted in the world Photo of Darren Almond[69] and on the other achieves oestrogen creation countervailing charges who was the right hand of the female form The Women of Algiers in Delacroix[70]....Laughed nonstop and his eyes had become cherries ... I immigrated to his navel piercings, echoes of the Pharaohs of noble origin who are otherwise differential and the Middle Kingdom of Egypt's death would be punishable. Maybe it was the symbol and the connecting shackle the secrets of the earth. The Cutlass was the long and thick and put it in my mouth to demonstrate his martial Cicero to defend Res Publica rhetoric.
Alejandro however like to taste like saw with my own eyes the untapped phallus my innkeeper had for so long my hand. My hand vibrated the hips with tattoo by olive had to endowed with the wisdom of love and rely on it as a mechanism Assistant .... It was Mater Virtuum[71] as alter ego of rushed Minerva who chased the vowels our passions to the smoothed series to orderly grammar. The Triumph of Virtue Andrea Mantegna[72] was our Artistic objective in this theatrical intercourse....The Mini Love row that the soul that by dyoin we had struck gold with the leaden and not the arrows, so that our love is forever ... the bars of the yachts were in the form of columns with arches symbolize the nature of concord shrubby ....The Laziness bottom us a statue of the era with fragmentary shall be conducted and brought to sloth rope. A restless drowsiness but stagnate ... The clouds that had formed over the yacht distinguished Moderation, justice and man our reach but the figure of Apollo on the right, the gazes dowering our aspiring artistic continue with the virtues of art ...
“Otia sit tollas periere cupidinis arcus”[73], I thought.... Venus stomped on Centaur our bodies to our prophecizing the true meaning of eros: that supersedes the zodiac instincts ...
I felt my body artist indicate the word love with his sperm in my own hall carefully .... Your signature does not intimidate me until i swallowed up in my mouth a Swiss milk Alejandro forming the word always by completing the crossword of this erotic Correlation.
See you again,
Damien Adaleux
LETTER 368 Guillaume Papon to Lucy Sanguin 19-11-2001, Paris,
Dear Lucy,
Your behaviour is very manic depressive I would confess and I can't follow it but only to observe it by Adrasteia[74].
In addition I’m sending you the present letter attached to a copy of the original crystals Lothar the history of Susanna[75], a royal heirloom to members of the court ..... The Lotharios with this masterpiece, created by crystal boundaries like a magic ball that reveals the future of the respondent deliver the message that the elders were punished for their disrespect towards Susanna to be given by the blackmailing appetites, the presence of the servants, an existence even shameless and other heinous and slander by the honest and virtuous Daniel .... the prudence, the wisdom, morality and honesty is not a conqueror that comes from over of nature but is a gift of God endowment in each man the elder youthful .... The fence and vegetation symbolize the protection obtained by Mother Nature to Susanna, while with the stoning of the elders the nature of the soul and interests are found in rocks and their secrets. ...
I’m sending you this copy to give to Damien, because I 'm informed that he defames me to his friends and his environment with insults and adverse comments....He tells them that I am a rogue and worthless, and that I have a soul like the cheap paper they write on .... he also says that he is surrounded by interest groups that are angry against me, and that suffices to wag a finger of one of them in order to hurt ... This copy is the best of the answers that I have to report, and to remind you that the extortion punished from the hand of God to those who burn the forest with his life to them blow for selfish purposes... Nature belongs to God and no man has the right to burn it because he will be burnt in the furnace of his tongue and won't have any redemption.....
Of course I do not give syntactic semantics to these threats because I feel that the contextual psefdoperipteroi temples is the Aeolic kind in need of literature’s annotation, gaps in grammatical types are without borders ...
The happenings in Genova summer prove that some moments in history the young men and the innocent are murdered by the riot police and the paramilitary out of physics with no room for error in extra-institutional threat even when not denominated in budgetary niches...
I could parallelise the situation last summer with the “Triumph of death' by Bruegel[76] that the standardized repetition of skeletons there is intended merely to stretch a macabre atmosphere with clear ethical content but also the accentuation of the fact that if you lose the human skin, the ultimate essence is exactly the same, the ribs are the temple of Justice a cave shaped differentiated composition.
The armour in carpentry possibly stands as the bodies and the police that the hardness or the introverted overprotection lethally identified which is always the feeling of silence, a silence that comes more from the absence of a language between the teeth and from the lack of brain magma...The form of the skeleton leaning over the coins in barrels could be an indication of the avarice of mercenary troops, or that one of the seven deadly sins leading to the surname and not substantially in the entities claiming it ...The numerous compositions characterizing the project are designed and the imposition of the dominant motifs in human figures that seem to be turned into skeletons finally prevailed, while alone in resisting identification with the death of the rotting female figure because of the romance transpired and the governor that although staggering still retains pronominal identity model with the royal purple mantle indicative of aristocratic of reference that is both fiery and blue ... Skeletons in the backround with robes are the symbol
the terror that comes from the primitive antiquity, while preferably the diagonal axis associated with the deviations and average standard of life that lead to small or large deaths…
Watching the skeleton I have on my office, it comes to my recall the skull of the god of the night and vacuum prevailing in the universe of Tezcatlipoca[77].... The human sacrifices to the Mixtecos[78] galleries was commonplace .... But lost teeth symbolize the destruction of all humanity galleries, loss of magical powers of their members as a terrible punishment from God so much that he despised and do not ever forgive. We forgave them their secret iniquities, mixing their heinous acts of Black magic from The Key of Solomon [79], the Legemeton[80], Steganography[81] and all the rest of the kind ...This exhibit and sculpture symbolizes the horrible punishment of perpetrators in black-magic letters containing handwriting other abusing the confidence that comes from a more intimate, selfless proposal acquaintance with the unknown which may be the glamorous and erotic and less for operation of the utilitarian or objects and personally disinterested but sympathetic zoomorphic, and deimorphic or angelmorphic figure whose mission is eternal punishment in the furnace of Satan so much that everyone who worshiped and served him very faithfully, more faithfully than we would have thought himself. This expression on their face Harrison Satan to have eternity and will ever bring forgiveness if you do not stop abusing the simplicity of being that does not hurt anyone ... The surroundings symbolizes the invisible beings who continue to flout the commands of God...These beings would never have forgiveness to the ages of ages up to show true remorse for the bad you did and continue to do in the human species ... You will burn in hell members galleries and invisible beings that surround them until I realized that God is one and when it usurps the power of God not become one with him but lead to pyrazole[82] eternal furnaces .... God sent to hell and those who destroy life and successful career and mermaids that symbolize agate in skulls, galloping protection for horses, inherited the quick and successful career .... The undissolved teeth symbolize the dismantling, destruction of all lodges and usher in a new concept : The apiece to rely on his personal forces ... The same nose and fiery with gaps that symbolize the destruction of the rules of the social pyramid and the return of love and eros .... Silica in the eyes symbolizes the eye of wrath of God for those who steal the personal correspondence of others, quenching of the electronic messages, the concept of blogging, the miserable and absurd and internet, monitoring the privacy of citizens and the violation of human rights, the assassination attempt on ordinary citizens by Masonic lodges, retention and governments of all kinds, intimidation by persons independent mud builders where they want to hang out with ordinary people because they do not like oats their reach space ... and those who make these worse and God vowed to drop all up in a hundred degrees to feel from a mule’s stubbornness His terrible wrath that is capable of removing the universe. Above in the commission of a felony, and God will destroy the universe and their souls will be lost in the fire abroad who return there ... This is not the cultural achievements symbolizes death will come to those who the secret and illegal immorality them think not visible to the divine eye ....
This especially who put obstacles in the career of others with threats and intimidation type Masonry God set to die from leprosy and the kind of collapse as tenth generation to cleanse little humanity from the miserable existence of their ranges into insignificance of their provision of the privileges of the galleries as well as the vice...this particular will inflame the skin and hell will be hanging on used as new material for other Aztec gods like this one ... And those who doubt this reason God ordered the removal from the tree of life. Because God has a lot of work to do as Elytis says and if all of them continue, they will be sent to Satan fire in the Foreign...And the curse will fall on them and they will not be able to be liquidated no porch unless they personally ask for forgiveness from God and the spirit that surrounds him. God is tolerant and good but when beyond the limits of his patience he starts to shed thunderbolt mentally and magical like no previous one ... and because many others and held very strictly God decided to judge if I kept playing the same violin let's learn how comes the final crisis is final and no saves no porch .... And this frame symbolizes while all of the aforementioned with insightful character, but as a cultural gift reminiscent of the brutality of religious beliefs that are interpreted as satisfaction of God the killing of innocent victims ...
This exhibit entitled as god Tezcatlipoca symbolizes the death of the gods who think they know everything and that was the Almighty Creator of the Universe but fooled by their arrogance that borders the insult as what has created the concepts and devises and the beginnings of a Qaeda worldview: Prevalence of logic with regard to the irrational forces in their simplest form life have an effect due to the rationality governing other before God all are miserable worms and termites that potatoes at any time you want ... because God cannot leave their gods who have taken human form to torment mankind...And it saves no religion, brotherhood and Gallery from the wrath of God will fall like lead on their heads and swallow poison the evil that I have done to their victims for their art, the glory and the money they cram their faith...
No one will save them as much as they beg, because forgiveness would never come because trying to think of God as the Creator, but the spirit is a much higher level than theirs and I think ape ... And we have no doubt that with such a large immorality and impunity for the horrible crimes will not come to an end ...
The charge is related to the cause .... And the fleece skull symbolizes the god of all innocent victims of these naive creatures who believed in other gods and they dethroned ... Symbolizes wickedness and viciousness of the gods to the people if they do not come to their senses God will create artworks from their own blood and fleece .... And the hell would expell the blood of innocent victims to return to the current of blue and white paradise ... This exhibit symbolizes the end of the dominance of the gods o the irrational and of the absurd because of the prevalence of humanistic missionary work of the Church, but made the same atrocities on indigenous for its prevalence ....
Your attitude leads to a proposal for recovering ... I feel like Polyphemus in Landscape with Polyphemus, the notorious tableau of Nicolas Poussin[83], brightness contemplating reflection and philosophical inductions ... Even the giants of the spirit have the need of self-isolation, while their imperceptible staff on the hood of their emotional needs ...it is curious that a marine - deity son of Poseidon - presented as a mountain range and follow it can distinguish land from the body ... Maybe because the body was created from clay, the material for fine arts sculpture ... Maybe because when isolated we are so hard and stiff as the rock of mountain ranges ... Maybe because giant persons stand tall ... Maybe because the self-isolation associated with the interweaving of thought and acts on the mundane issues ...
See you again,
Guillaume Papon
LETTER 378 Damien Adaleux to Georges Labrouille 27-11-2001, Paris,
Dear George,
I am alone at the sofa and was watching your photo....
The art of the photographic at the early stages of the negative expresses drapery of crystallization or magmatizing the human soul ... to intermediate separation of light and shade contribute to shaping mental vehicles that feed, grow and evolve in the virtual ego ...The final stage is hiding the truth and the other manifestations as the unique and socially acceptable face even if the form of gurgling troubles with melancholic landscapes and the assumptions on the skill of Henri Cartier-Bresson[84], there that gets reasonable HOB reflection and the individual when backed by the group illustrates ascetic and austere, almost hagiographic in an iconographic program prescribed bleak and the usual mirrored fountain out-of-this-world activity by underground roots in a hazy environment of other genre and Universal formalities. In the historical Cartier-Bresson is merely the cloak of a history that unfolds core although within the other which always has the possibility of escape through an interpersonal narrative linking the past tense to future tense, reminding that the flow of time is a fingerprint in Middle Ages and that tautologies determines the unknown then extending in now. This temporal variation, which is not a tautology but standardized oscillation, has universal brushes but by it, it escapes the local and ethno possibility that identifies or case of assistance to a non-delivered amelioration from the human mind but without the drawer that hosts to be lockable.
This lustrous purity that resembles the terrace dress wet and heated by the sun's rays are the photos it necessary and requested counterparts located in delicate colours of Klekner[85] the feeling of static frostiness which however poses mat Rise and downward directions in cosmic avenue leading to a stem outworldly climate, heat but almost matches the power could be the overcompensation but without the self-Happening to have a decorative texture
as encountered in these canvases der Borges although the decoration and the art of concealing a necessity dream weaven of another world in which the imagination plays the role of the tie and shirt not in the formal attire not the unthinking pomposity which dominates the cosmic receptions but by the prevalence of irreplaceable logical fixtures.
Moreover, the very notion of the photographer seeks oversight of light, the angelic demon pretending irrelevant what the niche of the retina, retina of a sun that is identified with the moon for purposes not intermarriage. If this identification images, and images are the actual rays with which process the shapes and colours but there is a fictional Native as the night succeeding the day as a rational need for which the pituitary appreciably alter the actual change to the lectern in a theatre when it should we ordinary viewers of a four act play watched as a beginning, middle and end, following the Aristotelian visa concerning tragedy but which had already existed from the Homeric epics of that is drama but not in dialogue form that requires conquering the good of democracy [Pericles and as the continuation of Michelangelo and the laboratory] and plastics spoken word in a document not to barber mind but for the perpetuation of sensuality of words as a spiritual movement that transform or diverted to a literary artistic lashes awaiting the homecoming of Ithaca for reminder transient memories who have the ambition of permanence not by selfishness but by serving the good of the universal concept of shared knowledge as the robe of Christ for the miraculous operation.
However the photograph can act like the animals used for plowing. that one depends on the other and when one leans on its knee the second does exactly the same, the meaning of Menon and reminding us that contemplation in a freezing past continuous is that air masses are not nothing but the coats in specific territories of the body which consolidation bring about the lack of omniscience. Potential but liquidation does not cease to be a hood as from those encountered in tableaus of Correggio [86] [a memory of the Roman Empire in the humanistic allusion that becomes an incident butterfly for not showing up as of forest nymph] the mental mechanism of whether or not if it operates partially to avoid harmful considered prejudicial to the factory pyramid society ....This reading that is innate knowledge finds its root in a dropping form of photograph the tableau life kills timescales like the tableau of Pontormo[87] as the anode or the cathode in these a logical context, not in the sense of collectivity but of a responsibility criminalized consistent in the first ascent to the surface of the variables of Philosophy and the caliber of truth when assumptions are not purloin the reducing distilling the reasoning in inductive or despicable criminal acts in the coda of endless production devises...Τhe scythe of Saturn in this way loses the rider and smooth to the extent that it could easily be compared with peacock wings...Pride is the second person of Perdition[88] but without the relentless sharpness that makes life unattainable, there the life of ornamental plant resembles and caressing the upstart, not with green colours of the Bassano projects[89] for promising moments, but because the amphipillar of truth realizes that is based on soil, while skinned beings from heaven, acquiring a utilitarian rotary funnel, wondering about the meaning of the world hides.
My introductory note to the art of photography ends here, because the main issue is the concept of sexual selfishness: that by simply stabilization of light, shape and ratings are the subject of erotic desire that is transformed to an object for the dark world of Ossian[90], praising the impenetrable intensity of desire involving idealistic installments that scratch there not as a concept but as an idea ....Eventually the concept of self-satisfaction may be intended as a starting point a photo but also a glimpse that are based on pseudo pillars fantasies as casts unrealized but equally likely to occur, chained of the last property that contains the gravitational traction.
Imagination is the creative Reconstruction of Reality served as a grade idealistic or utopian dreams boys dipped in the lake unconscious when the subconscious is Summer Hammock Hawaiian and bask in the object but without the Hawaiian guitars of plays. Moreover, this operation of the mind belongs in the information society that every rational creature is scheduled with this purpose, while the meaning of hippalectryon [91] exists not only the mutual dependence with the idea but also by the figurine portrayal. In a simpler language the human mind can't imagine this for what isn't programmed the password-encrypted psychic clothing, steeped emblem idealistic nature in which one is real and completely non-existent in other natural and pictorial government as is the common sense understood.
The fantasy is the derogation from the imagination with the perverted, the callous and stone of mixed orchards in the pot of self-seclusion diseased believes that while healing spas both necessary for Madame Chevigny’s arthritis with Sprinkler’s method of memoirs of calendar that has character but are essentially the story of King Sun seen from the habits of a blueblood women courtiers who considered both feudalism Ionian as having the constellations that decorate the night....The course of the disease is parallel to the recovery. Following the systematic desensitization only the fantasy does not include the concept of terror but that of guilt rudimentary society, economy or sex scandals that the guilty are not punished but has sentenced the multiplication of pleasure the technique of peeling the hunted huge menhirs, celebrating divine service for the appeasement of the dark spirit or propitiating existing beneficent for the hypertensive form. The prehistoric fantasy is the jargon of a particular legible mainly from pornography orders addressed to the mind expands to the flowering of that which is grown afterwards ...When not taking or not fantasy verging on obsession as in the case of fiction of positive benchmark for the thriving of life in paradise. Essentially, I just got the iterative communication that accompanies each studious student, expecting but hoping not to mean anything....
If decanting the erotic vision is not associated with photography but has the screw in associative impressions of everyday life, the way that the eye does not notice anything but I am searching for the slightest reason so non-plexed the desired object to focus on the subtle pleasures of stigmatic optic planes that belong to the band of inquisitiveness that has served the enthusiastic soiree of greed in the sense of Philocteticism[92], then he has the railing of the invariant of photographers owned the mist of darkling roof of mind resembling a splendor of high intellect and covers portions of time the dark dome ....The concept of the imaginary spread function are more mobile in this case than in the photographic seashores when we become collectors of seashells and miracles ... The movie footage without trigger might be the most accurate high priestess ritual called fantasies no separate visual stimuli.
The concept of narcissistic complacency belongs to the border area of the heart that is not soldiers but refs are projections in a football match, uncertain results. The friction of the organ that imagines its normal position in a foreign astral body while every human body is a receptor of astral payment harmonized in parallel or identical mental formations, supporting the motorcycle that diversity is the handmaiden of beauty - which is essentially a passion of erotic penis vulva in the hand and the palm of the graphology sets of veins and organs or shrubs the spelling dictum that the stronger key for the success is the mirror mania of ourselves. We fall in love so the second and third of our personal life inhospitable body of destiny and allogeneic entities - the second is the method of self-knowledge through the erotic for writing while the third interstellar radiation which all human destinies transmits through graphology and palmistry - as an attempt of glorification of erotic self-awareness palmistry. Let us not forget that it contains the mountains of the plateau of the gods Hermes and Aphrodite who reconciles with them if Saturn, Mars and Jupiter in our attach an erotic altar, communicative love gloriously hammered on the anvil of land with startling vehemence.
The coexistence in the palm of Cytherea [93] and warleader with the Ombudsman[94] patterer Mercury prefigures the archetypal pair of love and war. Eros is a perpetual battle with the fate of Jupiter and Saturn sceptre stigmatized plateaus in human entities and only dialogue and transaction to bed can create the Pentagon building that is said humanity: increase and multiply and the subsequent quotation for the perpetuation of Saturn - Life. Without love in a woman can learn the secrets of the people said once a wise.
The curiosity is the absence of Ganymede’s serum as a differentiated feedback to the dipole pair while the homosexuals there exists controversy rather like him armed pure between Communists and pro-Western in Greek civil war but an unspoken contention for the competition with the most beautiful consequence a unique sculpture giant of Urs Fischer[95].
The lines in the palm presages masturbate for the recording of words or a substantial cornice which would contradict the logic in ascending minor, while the crucifix sexual in-bedding that in substance the palm is a kind of navel-gazing that augur a prescient trends to be the ideal become practice.
The simulation of a handheld in a matrix or mold casting homosexuals incorporates the sense of theatrics to something unprofitable but in essence is in discount for shows at the Hippodrome. Manual labour is the womb of souls who have a strong sense of miscarriages but also the expansion of the uterus of emotions in capitals biconical, for the possibility of election in sexual promiscuity are not consistent with the social convention of standard professions. The hand of the fountain is the creation or failure of unnecessary running into the sewers of life to impart a superlative in first.
The absence of adhesive between sperm and ova result in the elevation of semi functioning diffused in the environmental world but has the possibility of reconstruction. Semen terminals in the sea gets the oxygen the fish that euphorbias while fish will then become the food of both forms of human equality a consequence of the principle built by similarity with the same genetic material .... This principle of similarity between beings who do not have genetic or racial equivalence is the basis of the semen recycled within the infinite nature through tolls land and the sea. The religion that puts waiver banned complacency in not ever welcomes the pleasures of great power or small and become aware sin as anything not bring about procreation in the sense of the error.
Procreation offers wonderful and available labour material for Protestant social establishments equating hard work with the life and drowsiness with chaos and sin. In particular, the Orthodox Christian religion as an ambassador of Catholicism - that is obvious and work on Sunday, closing day is the day that the Lord the same time the labour supply coincides with the uncritical proliferation of human equality related to the concept of collective communal ownership in which one serves the hotel on another planet called earth. In Catholicism the most popular subject is these New Testament, while the Protestantism which is more stringent prevail these Old Testament. Orthodoxy tends more in the New Testament both because of the soft nature of Christ and to avoid any Jewish worship in the Old Testament represented....
As antireligious could be considered the birth of Athena from the head of Zeus after having not made by the most common physical intercourse in the equivalent era of postmodernism - whether such a terminology and do not exhibit a failure to identify her time - human cloning or creation only human sperm or considered reliquary of life and sterile success.
The sperm into the palm reminds me of Prague with the superfluous Danube, according to the Christian religion which though futuristic overlaps the side of the human body with the genetic structure that is anonymous, although translated SA because the mind that birth has not appeared ...Each child looking own father, while the season is our non-orphan and delves into one of Cromwell’s doctrines of the kingdom to pass the freedom of democracy. If Charles I had not been displeased with the introduction of the Scots’ English prayer in church service[96], create the conditions for rebellion not happened in Ireland and shunned the practice of the great reprimand limiting the functions of the Parliament would not were executed by Cromwell and his foe.
See you again,
Damien Adaleux
LETTER 388 Damien Adaleux to George Labrouille 8-12-2001, Paris,
Dear George,
The orgy I organized yesterday in my apartment was crowned by success. Twenty Britons with twenty French could not recreate the battle of Anghiari [97] but the Roman sarcophagus with Lloyd Vichy conditions centennial controversy and triumphant Romans marshal their French at the top in the extent indicative of incredible sex as the franc vs the German Imperial Romance of the roots.
The Barbarians rebellious British in the lower parts of France gave blowjobs to the Knights. The winners France always with the head in a frontal confrontation between their observation of hedonic reactions to irritants mouths of the Britons with bowed heads, symbol of their defeat at the centres of the battles and with barbarians beard indicative substitutes heartache and worry that the sweetening of the French phallic mitigates a narcissism, artful composition that the measures are compatible with imaginative carnivores capes. French throughout the course of fathoms perpendicular to the ocean of diagonal shape of its British characterized the exodus of vertical pumps in uproar as Hellenistic forms that had been westernized with oriental rhythm ...
The trumpeter in this hieroglyphic composition that the crowns played the role of the troubled sea was me…
But if the sculpture composition denatured chromatic the protagonists will remind heroes of the middle and right-hand booklet garden of earthly pleasures Hieronymus Bosch but which have a filmic reference cost vibrant array of films of Greenaway.
One of them by the British had taken from a floral tubs and presented in a French polled first in order to denote the anthiforia homosexuality and multiplication of traction Second symbolizing John the goods of the captivity at Poitiers by Edward Prince of Wales ...
A balloon as dummy plastic doll replaced the huge strawberry which had fallen to the British ambassador's glutton, in order to be signed by the conditions well-Bretiny and delivered to twelve Plantagenetes the Aquitaine France or the half ....
One of France Trunks had a hide as the dolphins Charles weeks before Jeanne d'Arc appear, however in accepting the mouth of a bird burgundy fruit, symbol of lust for the gift of the heavens. Another British Homosexual furry and French copulate vertical and Hindus with legs upwards to sex learned through the wisdom of the heavens that the owl symbolizes their heads and they end up in the Arras document the compatibility ....
Two French chatting naked and face down on sexual pleasures, while the head of one of them was made by fruit emblematic of continuous and unending flow of thinking that goes with it is obvious in the figure of the features, such as liberty and the crypt of another self.
One other British coins defecate in vacuum, as an allegorical interpretation of generosity and emotional wealth that involves people in disrepute ...
Raised birds framed the human being symbolizes high ambitions and their dreams of ...
French man at the upper level Gobble by a giant bird strike which helmet the casserole, cook indicative of scheming the papal court with endless manuscripts of confessor, while this religious intercourse as a result had to defecate raven emblem of death and terminal defeat Kosserel Charles evil self-report.
The two British right to copulate by the French and one closed their ears not to hear the diphthong pleasures of the sire and defecating else who guided the flute symbolizes a French defeats the British in Ponvallain and Bressouir. The excrement of fiery music expressing the variation of the soul of Britain but a distal meaningful: the music has reduced and final destination on earth but the lyrics of the compositions meaningless meaning that if their abbreviation has eternal value ....
The two French playing string erotic aura of its British harp and the lute seemed like pennies in the hands of the Divine Unknown, a connotation that the people are the tools of the gods and their compositions for the challenge of the height of feelings or unscrupulous acts that sounds dictated but do not reveal the pearls in the ears of profane or sacrilegious ....
The hermaphrodite Gregory with the turtle on his chest to reflect marital fidelity or the proposal for toads lust and reflected in a pharaonic mummies with a demonic entity was the symbol of immortality, which originated from these virtues or disability as the two sides identity of the currency ....
The huge head of imaginary owls touch a Franco-British symbolize human tendency for curiosity and the divine wisdom throughout the ages and whether or incompatible parts as the lakes ...
The fruit from fruit that accompany the head of lovers and anti-lovers symbolizes wonderful and enforcement with regard to the nature of the human mind and how Mother Nature has the autonomy and lactating educates the first omen of an early African serfs of European colonization of feudal society....
French means the shell carrying him shimmers British incitement of French revolution by the British aristocracy because of help of the French kingdom in the American Revolution and the resulting reference loss of possessions of George of the third of the American colonies but also how erotic passions are always depths and from other channels...
In the second level of the sovereignty of Normandy by the British style with Leader Henry the Fifth was obvious ... around the source of life French prisoners of eros, mules, pisces, unicorns, tragic, camels, arctic, boar, leopard and nevrides in the eyes of the British, Literatures Memorandum of Bosh that in life who are closer to the behaviour of animals or mimic the properties of each of them identified ...
The circular man dancing and animals representing the endless alphabet of life that have the grammatical rules through the exceptions and sometimes admirable unusual rare existences of ... In addition to recording the Bosch tells firstly that animals born in the service of human beings but in my opinion that the life forms serving more Doric serving life forms and give pleasures of the vines ....In this dust will find its sophisticated reasoning prevails always the law of the stronger after it eats the small fish like the big yes to a contest speech rhetoric ...The Frenchman in his hand as a weapon Pisces symbolizes religious contention between Catholicism and Protestantism in the centuries on the earth .... The British English would be very different if Maria Stuart and her mother, Mary of Gyze had not murdered poisons or decapitated ....
The birds crowned as blossoms in the back of Capri and the goats are the well known erotic creatures sent from the heavens to oversee the zoomorphism Till theomorphism done ....
At the third level Vreste, Erburg, Kalai, Bordeaux and Bagion which representing each tower - France was overrun by the English. Also three French in the centre were symbolizing the fountain of adultery was the attraction of new-built, married, adolescent British playing in porn movies to buy radiant and elusive cars, luxury villas and rings on Favorite ...Adultery is considered by many great sin for self and the realm of the members were so great and cracked after it has become separation and divorce of many causes scales ....Indeed, France gladly obeying orders two British leaned with his hands on the floor naked, that one to the Glyph of the sewers and the other his spear and his two cherries - symbol of victory of Edward the third in L'Eklyz Keeping in both his legs - symbol of victory of British vis the Valois on land in Kressy in 1346 in Calais in 1347 - in this inorganic sexual gymnastics .... Assistants to the inverted tripod there have been a descendant of the family and a French Monfor distant Flemish origin ...
The hole in the sphere of adultery with the banned spouse was a reminder that infidelity is done in a dark land illegally entirety on its lower members .... The sky level of the Frenchman holding a red fruit, with a proposal Angels helicopter as indication that through lust earning the keys of paradise on the earth after metaphysical dimension of the project, while in the historical loss of Calais during the reign of Marie Tudor and tradition of the French suzerainty. British over the griffins guarded the treasure violated the oven to symbolize St. Helena Napoleon's exile. Branches with purple birds were allegories tree of knowledge of lust.
The Pentacle gates representing the seed of all a soul on these differed as to the quality and diversity ... The lake from the seeds contained women protagonists mermaids or Nereids that cause aversion of men from the patronage of Athens substainability ...
If the bodies had allegoric correlation with science necropsy then ash deposition of the Unknown Soldier at the Arc de Triumphe of Ernest Jules Renoux would be timely than ever since the story that is represented by such grandiose floodlit monuments as the last echoes of the Roman victories in Gaul Julius Caesar or Augustus at Actium or Egypt, belonging to a cross timelessness, creates magma volcanic eruptions soaked in the blood of the unsung heroes while the crowd mourning and digits are indistinguishable from one another stresses the concordia before the public risk or common destiny that can be generated by their involvement in the maze of historical facts even if others such as Hadrian's mausoleum in Rome vandalized hordes of barbarians sub of Alaric in 410 .g. and ash of Hadrian, the family members as yet produced and the last in the series that has been buried dispersed in air to remind us not to both Roman suzerainty in the region and the meaning of the hereditary aristocracy...A kind of damping of dignitatis family Roman Empire's jurisdiction in the cold wind with the desperate thought that the dust of the empire marked the end of their existence, an apotropaic act supervised by Keynes and vandalistic concept of evil, while essentially was the withdrawal molecules on detecting archaeological treasures of this caliber in addition to the absence of civilizing has sought, similar Act with those of Buddha statues by the Taliban of Afghanistan ...
The whole thing will be very similar to multi faced formations of Michelangelo in the Sistine Chapel, especially those with the angels and saints who surrounded Jesus, forming omega Greek program, while given in the sin of the darkest figures of the orgy the emphasis of the last letter that equates with the emblem of justice. But if one argument n waned starring heaven then you will see a human head or skull with eyes on the top left and right side of the mural, nose in the center that surrounds the Christmas favourite moves and throws a mouth on the bottom.
In reversing a menorah unbalanced slightly tilted to the right and the angels to the saints in the upper part of the rays of Divine Light.
The soul melted like fleece and lamb are hand the saint symbol of the fact that the detached from the body will have the place of honour they deserve in Paradise, while the column that carries the angels and saints over the skulls meaning to us as fact awarding the caul ...The ominous cloud on the left side of the mural symbolizes the gods - observers of human beings of nature and the confusion of the mist of demons ....
See you again, Damien Adaleux
LETTER 395 Lucy Sanguin to Sophie Caron, 21-12-2001, Paris,
Dear Sophie,
You won't believe what happened yesterday evening. I had invited Fernandez to my house to play monopoly, an artist from Spain that I had known at Lesbus last summer and he brought without invite two of his friends: Clive from Great Britain and Romano from Italy.
During all the game the conceal their smiles put out an intense erotic desire for a dipole in exchange quartet.
We agreed that who loses all his money must take out all his clothing as an action of character, since the clothing can replaces the warmth of the coat that has the skin of the animal, but in no case not a physical residues wilderness but a scientific consideration of the cultural roots that cross the human species from its primary.
Costume and fashion diversity moreover substitute animal fur in economic chosen translation from the category of people, weaklings or humans if you prefer a velvety feel of the tables of Pontormo in the livelier side.
The first missed payment to the brute was the Spaniard reminding me of the struggle for the throne succession and I as Louis fourteenth to do everything for the Bourbon Restoration. The only currency that was clutched between the legs and the self Each diners mouth was generous. The increase in Brittany reminded her revenge for the defeat of the invincible Armada of Philip the second of Elizabeth, in the matter of Italian revenge for the support of Mussolini and Franco in verbal fate the invasion of the Arabs payment vowels in my plain visit.
Eventually violated the Monopoly and I found myself without realising this over him reminding him of the support of the French and of Blum against Frankists. The whole town and the money was mine up and down.
Suddenly I feel in back of me the Britain to conquer me at my Trua, reminding as a valid the ascension of Henry the sixth Lancaster in French throne. The birth of pain alternate with him the entire time sensual descendant of Aeneas giggle with our accomplishments.
At some moment I was liberated Orleans from English but French sovereignty of Spain extended to the Normandy, giving distension in pain with my hyperintensitivity of. The existence of the English and the French part in my trunk Burgundy alleviate pain of slow with their voluptuous and was at the same time as a memorandum of a gay flute chord that makes new sense of acceptance by inoculating the generosity of a sensual nepotism.
The pleasure was not only double but triple after it is brought before us stands a mirror comforter as a statute that man is doomed always see all the other idols except his own. Mirror enables reflection of the world belonging but also the fictitious probability by inserting our self: unexplained is a tableau consisting of the organic part without photographic dimensions .... What becomes visible in the mirror is without stalemate of whether or not the magical idea of there for quite a while in order to experience a different way you see the world through the path. For the common man the mirror constitutes a philosophical declarated printing: The world belongs can not be conquered and met him in a substantially planar. The idols are not portrayal a creative imagination as in the first case but the materialist theory that our perception,dominated by the senses, does not allow the material of deepening. So the mirror constitutes a philosophical provided weakining brutality of life that as a part of it allows us the reading of the drapery. Nevertheless the images formed animations or properties implies that the material except our selves somewhere lurks sculptural without material A common view in beings unknown to us step susceptible to modification to the stone carving and clay to become more weightless spirit but without losing the substance of. The root of the virtual place this self is just across the mirror will be very similar to the pronominal word you or we but without be identical to the ontological category with these. The mirror is a vehicle Native observation, a mechanism the eye Anthropological not leave much room for varied interpretation in the events that hosts ....
His disadvantage lies in identifying the local limiting the focus of the narrative of our interviews reminding Croats, Serbs and Bosnians the civil war in Yugoslavia with different visas that come from the geography of the optical fibre of the mirror. This Determinants of unilateralism does not negate the meaning of existence: but the people that offer is a dramatic proportions that in essence is why monotype is an actor who the panel and the scene is our attention to him.
A negative sign of the second mirror is the realistic rendering of the operation of the world with the grandeur built by Marcus Vipsanius Agrippa Pantheon in Rome, grandeur and simply inserts one shaped motifs that capture the Emperor in public and universal possession as echoes of classical antiquity and hermetically closed gaps in indeterminacy. The chair is chair, the dog dog and so on. The mirror does not give authority to justify the existence of the dog but only cites the fact without comments, a task of the journalist profession in some locked cabinets, replacing the function of a newspaper ... A newspaper or newspaper articles that do not have the emotional and shower bathed use of colour in Renoir's "readers" or " “Marguerite Charpentier” and that takes us back to idealistic mental silkscreens to indicate that chromatography has shelf border and engraved with clarity but is anarchist in the sense of voluntary exile one leg will always live in ancestor either by fear of renovation or because the law engraved logic was not permissible stability include whether or not the nomadic steppes of Anarchy spirits .... The autonomy of the plan is not arbitrary but obeys the rules of logic the feathers floating in the air by shaking of an angel or bird as an optical displacement follows mental and layering sequence the uranography[98] El Greco although the protagonist in Renoir is the volume in not chiselled limit absurdity Setting the threshold of obesity in the starting point and not the end in order to emphasize that the self-indulgent life is coincident with a sober romanticism and angelic calmness to annihilate forms as those of Lauradour and flooded with light in the local environment as the wax to give a time past in these wonderful with divine vis everyday bourzouarzias and snapshots of ....
This mirror would not be other by Romanos who represents the Sacred League of Italian princes, while the word my French garrison of Naples, surrounded by the Gonzalo of Cordova in Atella.
From the European history which recreates the beaches Evia us had to make the return of ancient payment as a cornerstone of the temple of the births.
The unsurpassed standard of Renaissance and post-Renaissance thinking have always pristine and ambassadors.
The columns symbolize the declining trend in energy of the gods from the mountainous part of the valley rentals are earthly forces, the terrestrial and the infernal.
The languages we fell in love with the marble reliefs our ideals forming a square shape on each side, and this represented the sections that housed the metopes of the Parthenon. Decided this erotic figure observing the paintings that had each of us the pubic fields and hills from the side which was offered since many of the metopes and components of life-giving missing from the Acropolis Museum, which we visited in the summer we went. We believe that with this erotic orgy brings together the stolen pieces of both Parthenon and its own us lost in the fantastic nocturnal our American motorway with their siblings.
Each body and each life-giving and life-giving part of the human brain .... The life-giving eastern corresponded to men, women in the west, to the northern outskirts of gendered ideas - the Trojan War was a civil war between Achaeans or Danaans and Trojans that divided up and the Olympians - and what bad is being born from these, insincere and goodwill, the perverts in which calculation but rather an intuitive ability and south to override the case against instincts and passions.
On the north side Clive with tattoos representing the events of the fall of Troy. In the south Fernandez represented in the Centauromachy hips, while the east with the Giants Romano question of Amazons pulsate as trouble thinking of me.
The Amazons always stood between meteors female instinctive primitive power of inspiration and fail-blow of macho. The fragments of the bipolar chest symbolizes and inadequate proposal for the conduct of their children. Men themselves blocked in colleges disabled or unfinished women with willingness but for sovereignty in the piece stolen by Lord Elgin. Female not offer the milk of the breast represented the image of the wounded feminine movement. And the murder of male beings professes destruction of breasts.
Romano's eyes met mine throughout our erotic Tempest and functioned as the Ionian State in our heavens non dressing .... In the flute to Fernandez saw the battles Lapiths and Centaurs depicting the right hip of the second representing the rivalry of knowledge and ecstasy to the moral of women in proposals that departs from the traditional hierarchy and classification.
The Lapiths subscribing to a blow to the head from the left hand centaur symbolizes uniting otherworldly and Heavenly in human thought, while its share his left hand on the rock advertises delivery: earth and the legal provision which functioned as a lever bracing in charge available his right hand to point consciousness Centauri to make you steady. The uncomfortable gymnastics proposal represented the Lapiths and the brutality of the fact of attempted abuse of women by Centaurs. The legs of the Centaur horse shaped hammock as a characteristic of the takeoff of ecstasy...
In between the sexual strike me in the right see the same dune Clive a portrayed part of the Panathenaic procession.. The rider Holds on one side the horse with his left hand, while the right of the landing to the head creating a cycle .... This move had to do with the knight whose zone the Moors a lad ... The naked freshman restrained with his hand on the horse to wait for the landing, while the planetary orbital gesture on his head that was possible, bandaging brotherhood and empathy for rider that bend slightly grudging and bandaging the area .... The last act symbolizes how a child is one loomweights for adult life to them that while encasing younger outweigh even the new ...
My gaze shifted and concentrated in Lake Eye Clive who had nailed to the contours of the hips Romano from erotic ecstasy in which the imagery conveyed the Centauromachy Fernandez ....
Amazed by the life-giving eastern Designed in perfectly to admire Dionysus with Hermes talks in opposite Chariessa Demeter and Mars who enjoys the conversation, as components of democracy that reached the peak of the ancient world by Pericles, a grandfathering that inherited in centuries with the enlarged reminded to missing privileges of yesteryear from the work of this, a Christian offshoot negotiable for peoples provided long cultural imperatives with a credit representation ... next to gods Athenians who approach the political and cultural achievements .... The gods while standing near it brings out the natural sublime dimensions .... When the gods amused and have chairs not clear how to stand out from anything ordinary citizens ...When taking action and close the mortals of their choice stand out from the simple state public but the main messenger lesson is the following from this representation: the gods live close to humans, mimic their habits so they do not clearly visible or their existence but also the difference of their nature or because envy those either because of fear or because of the vulva or located between them and when it deems not hesitant to approaches when requested .... This is the nature of the gods and conquered the cultural...
Their faces were in absence because gods take several forms...
Mercury seated with wide-brimmed hat to remind that in the dialogue and in every type of communication existed broadmindedness the fluency and freedom of expression, which sometimes reaches the meaning of the outspoken and sometimes the meaning of poignant speech, not robust be rectified and is characterized by the roughness and the words of Demosthenes.
Mercury would rise if the amount would be twice that of self versus branded princes, an artistic tactic that expresses the idea that the secular power of human beings are powerless before the gods - although given of them with sticks in first error - which Relaxed and comfortable auplace behold what happens ....
Demeter posing with one hand on chin, indicative of grief for Persephone while with another mighty torch, symbol of the Eleusinian Mysteries to highlights how the light is interwoven with the darkness and the gods that banishes the light emitted by the darkness of Yerevan ....
Mars on the other side holding the palms of the knee of the leg that does not even touch the ground to remind that the origin of the gods in heaven and away from the earthly possessions of land, that chiromancy art and destiny of human beings lies in their mobility as expressed by the feet and knees symbolizing as expressed by the leg based on satellites, tool enyl aggression manifested from ancient times to today - is the aggressive side of Mars in word level as expressed by the spirit and by swinging the leg in the air.
Iris or Ebe facing the procession with her left hand arranges the unhinge wind cotton expressing the social upheavals of the issue of religious enthusiasts as the holy war, or the issue of desecration of ballast batteries that shook the Athenian people some years later.
Jupiter leaning against the backrest which is sphinx throne and holding the handle in his right hand a scepter, a symbol of power of the gods the sight of humans, suggesting both the chthonic and sacramental nature of secular power ....
The dress shown for nine months known as Panathinaikos veil depicting scenes Giants Destined for the statue of Athena Polias in the Erechtheion located and symbolizes the gestation goddess of wisdom who have babies and all the wisdom of giantmaking any personally is the protection of . The two young men carrying the seats entrusted with the religious worship of their gods-given ....
Dionysus is the bar under the armpits which constitutes an admission of lameness, while Athena seated in profile is identified by the auspices of snakes containing spreading the message that such a defense weapon is a bad trap shield- eternally. Apollo was distinguished from the laurel as a patron of poets and literary winners, while Poseidon from his trident in order to tame or fanning the waves of the energy transferred in the sky .... Both chat and transfer thoughts and actions between them....
Artemis holds her arm tenderly sister, while with the other arranges the sleeve slipping off her shoulder after having clothes that provide heat from the cold dew in the heat is useless while the gods have no such physical needs. ... This move is indicative of modesty Artemis...
Near Venus in Eros holding a sunshade while watching the arrival of the procession indicating how Eros provides only protection ....
Romano sees his body Fernandez representing the southern life-giving. a life-giving as a keen gallop tosy porn stars who copulate rapidly for more intense pleasure or because they want to be seen as great lovers, in this case horsemen in action as the Texan ....The mane Fernandez suggests the speed of galloping expressing the longest windy plume in manes of horses .... The landing had to jump into the territory and float on the move, an act which suggests that through foreplay nobody tastes materialism and remount the heavens through the perpetual motion to sample the speed of Paradise. The horse symbolizes the earth and the absurd materialism that secrets of the world and the originator in the sky having a servant of the horse as a concept and as an animal and representatives of land ..... The flame shaped waving mane symbolizes fire who has the spirit when in continuous mobility ....
The eighteen Older Men, Athenians eight princes and representatives of the ten tribes profess the power that comes from the experience due to time ...
Fernandez and formed Cycladic figurines in the crevice I see the same in western life-giving a rider mounting a wreath hair with his hands, an act that symbolizes the mission of religion and sport: reward values with their representatives.
The Equestrian with the lion shaped shoulder pads and gorgoneion gallop while the helmet there is an eagle holding snake in beak since Jupiter is the winner of the hardware and Evil....
I on the other hand, while tasting the reeds Clive representing the life-giving north I saw two oxen of which the second bounce and resist as a driver restrained with rope, an act that symbolizes the animal resisting the spirit when I feel the pressure. ...The three new which drives four ram symbolizes religion involved that requires aggression and wars thanks to the .... The four ydroforoi that carry vases with water will sprinkle the altar and the four cardinal points ....
The presence of courtyard and guitarist procession symbolizes the fact that music and religion are kept separate ....
The Elder thallophoroi with olive branches representing the third age inherent to the question wisdom of experience .... The emcee of the garment leaves naked stocky trunk, while the march of elders gets to the east that is towards the light and the east ....
The Landing has descended the chariot and potatoes rocks to indicate that through sport overcome the material element .... The horses bouncing tall symbolize the absurd that leaves the mundane to join the heavenly and the divine ...
The ninety-two metopes represent the 92 days of our spring presage and these summer because in Greece the summer never ends and the weather and the heart and soul ... Every day and pleasure, pleasure and delight any dancing ....
In my own pediment Fernandez amazed he stayed with the victory of Athens, at the Poseidon of address for the city of Athens ... Always overcome youth of old age ... The wisdom always Nice of the trident of the power ... Sprang from his mouth of the Kalirroi and the twig Illissos ... My victory was my own. The victory was my own .... In my logical element overcame the Soma and the sea of Gods ... My body from the heat .... The river Triton, Amphitrite, the Ion, Creusa is the Oreithefia the Erysichthon the Pandrosou, Kekropas in the woods of my pleasure .... the Irida was his mouth of which he brought the news of allegiance to Acropolis and Mercury in my eyes the messenger of the order ...The shredded Kekropas symbolizes the kingdom and in the extent of the beginning of Athenian democracy as the foundation Pericles with broad cultural and figurative of the program for the Apotheosis of Athens and allies ...
Romano’s aetoma always with median Clive characterized the sun with his chariot to the sea rises and the moon with its own back on painful daughter's going down, in Greece indication that the light is never ending circular aura of ....The scene of the birth of Athena from the head of Zeus symbol of the fact that good luck and blessing from the gods comes from the logic and all the folds as shown in forms of Hestia, Dione and Aphrodite embraced and comfort that States had adopted the Roman Imperial families symposia and other but also concluded that the mother is always a support to her daughter .... The folds in their clothes symbolized the turmoil and uproar caused the train to their souls, hence the audible retinoid clinging to their body .... A welding which I guess comes from a very intensive involvement and immersion with clothes in the Sea the vocabulary that attaches to the product of the law of gravitation with, reminding that the natural post of the dressing and whose vogue is not in water but in the land plagued Aeolus and children in order to stir the dust of non material existence and the points are shifted his choice as sacred utensils ready for smelting to support the economy in period byzantine crisis ....
See you again
Lucy Sanguin
LETTER 396
Guillame Papon to Lucy Sanguin,
31-12-2001, Paris,
Dear Lucy,
I don’t applaud your exhibitions at the monument of the Nereeides from what I know from Sophie Caron.
I can visualize your figure between the columns, symbols of grace just like the breath of a religious pompous mastermind and in the existence of emptiness where man cannot know: it is the metaphysic which is inserted to emphasize that between lack of knowledge and religiousness there will always be a position of protagonist of cultural depositions in the contribution of sculpting that permeates the contact with the mysteries of life…
“The Death of the Virgin” by Caravaggio[99] is the painting that becomes you even if you should be in alert situation… If Tiber washes you out, the tear of your red dress will be housed in the curtain of your show… A hole that might not be a hole… A prostitute deserves the same respect as Madonna in your mind. A prostitute who for her death everyone should cry like their mother or God is dead… A prostitute the whole universe… A murdered prostitute equals with remorse for the death of the Goddess…
Nevertheless your position opposite my repetitive concessions is equal to the one of full confidence on her horse indicated by her left hand “Marguerite Meursot on her pony” by Jacques-Émile Blanche [100] blessed with oil on the canvas of your skin, so that your holiness be emphasized. This essence of photographic painting did not doubt the dominance of painting towards the other forms of art like photography but came to show that it could stand before them without any fear, without any witness of ignorance but by stating a hyperkinetic power that doesn’t allow nests of cracks or arsons in her bosom but with stands them to emphasize tolerantia which every Roman emperor accepts for the meaning of the different which coexists as dominant in democracy and probably involving into a cocoon that will cover the others along with the receptor of his hospitability since the enemy of the good miss Sanguin, is the better or the best… You seem to be flying over your passions, not the ones that have reside it in your chimney for decades but also the ones that reside on its top… Your fine finger gives an impressionistic character to the horses that you ride in bed and take you away in your marine vortex.
On the other hand you could and be one of “The women on the roof” by Bernard Boutet Monvel [101] because of the limitations imposed by your family… School in the morning, at noon evening foreign languages and piano that occupies most of the canvas of your life swirling in its whirlpool of which is Apollo with his notes creates the pairs of girls as the dance of the maidens of Joseph Marius Avy[102], in the afternoon prima ballerina and swimming pool, in the evening social dances .... entrenchments of Islam or Christianity with introspective movements referencing to marble, dancing in the principle of homogeneity which belongs to countervailing perception of everything from a simple computational procedure of dissimilar sizes offered a fraction the one to the other ....
However, I ‘d always like to be your divine Infant, and you the “Madonna of the Stairs”[103] by Michelangelo for the simple reason that as a small Christ I would lactate your breasts to be nurtured to our common principles and values, rejecting to my rectum the ones not matching to your veil and reviving the myth of the Lady Lactans who is the Mother who nourishes all people under her embrace… spiritual food in relief because the depth is absent since all seem to come near : a feeling of friendliness of nature and of the world in an unexpected flatness as an extension of annihilation of the world in non-3D pictures .... The cherubim descending the stairs, friends, acquaintances of our relationship, the witnesses removed from the detachment and the side-lining of emotions and approach the divine couple for advice, admonition or answers to any questions of our relationship ... Cherubs not in the sense of the dead mask or tragedy that plays the second role in a neutral softly lit wallpaper as in Vasari’s[104] oil painting depicting the Lorenzo de’ Medici, “the Magnificent”, but in the meaning of co-stars as in the hemicycle of angels that surround “The Virgin with the Infant Jesus”[105] by Botticelli ... .Christ lost in her body seems to be one body with her stressing the divinity of their relationship as it would if the depicted was you and I and the erotic element of our relationship would be exaggerated and continuity in the sense of artistic assimilation linking parallel universes or lingering or conflicting attempting to find common contact points ...
A relationship idealistic of Christ and Madonna as those found in the Van Gogh cloud painting there that the clouds play the role of gods and the horizon their destiny...
And I an angel bowing down dressed in red like in the “Annunciation of our Lady” by Fra' Filippo Lippi [106]. The columns separated the standing angels from the Lady but not the bowing angel because the mother of God requires obedience and respect from all the angels on earth and not to disobey her orders .... The tree of life that stands in the depth indicates the splendour of nature in which all persons bow with their gaze on earth and even the Virgin Mary herself, while the robust architecture suggests the saying of Christ: to Caesar what is Caesar's and to God what is God's.....
At the present situation I play the role of Perseus who liberates you like Andromeda from the shackles of your family after you have been tied on the rock of the nation Lucy.... My darling Lucy... You avert your face like Andromeda in the tableau by Pierre di Cosimo[107] “Perseus frees Andromeda”....The rock with the tree in counterpoint in which you are tied resembles animal that mocks the dragon while the twigs reminiscent of a dragon’s leg is directed towards the sky as a reminder that the decree of Hades is comparable with the other heavenly gods’ like Hermes’ who arriving at the sky is wearing his pluming sandals to predefine the victory of Perseus to the monster whose colour the sea has adopted because of the camaraderie Pluto and Neptune.... Perseus treads on the monster as a symbol of his victory versus evil like Saint George in the pictographic tradition slaying the dragon or the snake. Cassiopeia, your mother is lamenting in the lower or upper right of the tableau....Between the crowds who are cheering there are also musicians with their instruments likely to enchant the dragon so as to be defeated....But I feel that I am in fact absent from the tableau of your life.... you cannot murder you with a weapon as you suggested nor to throw myself on Damien’s beloved to make him break up and take you back.....It is impossible for the knightly honour and moral code I serve....Also it would be very difficult to me to assassinate Damien to focus on all your love on me.....
I feel that we must break up, without my decision being irrevocable....
See you again Guillaume Papon
LETTER 405 Damien Adaleux to Georges Labrouille 20-1-2002, New York,
Dear George,
The New Year found me at my apartment at New York meeting old friends of mine.
I had invited Sebastian, an artist with whom we were studying together. He took his degree. I never received it.... Sebastian had a dark look and Indian origin Cherokee....
Accidentally threw the tea on him and he had been totally permeated....I told him to uphold his official nature and borrow clothing from me...
I found that he had a chain on the right-leg, an indication of homosexuality and one left-handed, as a renewal of registration in the American gigolos...He told me in an apologetic tone that the art of the creator ensured him poverty and that he had to earn his livelihood to copulate with students of art schools for money. The art of sex identified with Beaux arts... His work belongs to the art of meaning…. creation and the creator of the art emphasized the commercialization of derivative products through its meanness...
Here arises the question of competition between the Creator as man and the Creator as God .... God who created all things seeing a man artist who knows more recognition and love possibly from his own work in the crowds of earth feels the envy.... The creation of the world however, George, has nothing to do with artistic creation, let alone the latter representing the mutant “δυνάμει είναι” (transl. Greek for potentially existing) is always dependent on the presence and on the feedback of the former that professes the “ενεργεία είναι” (transl. Greek for energetically existing) and “ υπάρχειν” (transl. Greek for being)[108]… The envy of God towards the human artistic kind is completely unfounded, since the religions have an ethic teaching character which aims at forming the types into moulds, while art is not limited only to this dimension : it has the describing, the ethic teaching and its metaphysical function as a reason which depends on the others without realizing them with the aim of recovery of good ...Consequently, the rage and the envy of God to the artists of all kinds condemning them to poverty, misery, disease and persecution is unjustified because their creations are undead as God, but not themselves... The love of the people focuses on the creature; not on the creator of the art.... In addition, everyone admires what God created without being able to explain his teleological path or the history of the Unknown....
The religions were created for the supposed improvement of the people while the arts for the appreciation of the world : A rosy embellishment of black-figure amphorae of the world to show them as lily and calyx shaped on the way for the good...
The endless anger of God against artists also contains an additional factor: all the people know that the world which surrounds them was created by God, regardless his depiction in the painting of his mind... But how many know the unknown artist from China or the other from Australia?
This rage and envy of God against the aspiring creators is associated with a prevailing atmosphere: everyone hates religious dogmas, the prejudices and the gloomy parts of the world which hosts them, all fakes of God....The religions don’t have the embellishing disposal of the arts, but through their jurist teaching set the aim of tolerable living in the same place of various forms of life that have sometimes the pen of argument and only a few of the reconciliation with what we call different ....
But so many criticized Martin Kippenberger’s sculpture, "Crucified frog"[109] or Madonna’s video clip “Justify my love” and “Like a prayer”?
Therefore, it is a conceptual error to centre on love that consents a human creature, while at the same time it overlooks the criticisms he has received...
The competition God feels to mortal authors and poets in conclusion, is unfounded and based on a wrong basis.
Besides, man has a picture, while in religions such as Islam this peculiar feature is forbidden for the impression of God. Teaching is best achieved by the combination of word and image and when the latter is absent the lesson is not fulfilled, it is incomplete, with ambiguities and gaps of indeterminacies which cause a confusion and darkening in the minds of human beings, simple and complex projects instead of enlightening them. The image is linked to the emotional impression on the unwritten painting of the soul, and its lack on the ontological level makes no different and not in an artistic program... If God is one, the existence of many religions divides him and this generates a mental Babel whose emotional reflections are modified but also negate its catechistic dogma...
The dogma “ου ποιήσεις σεαυτόν είδωλον” (transl. greek for do not create idols of god for thyself) is a unifying principle which coincides with the spermatogonia[110] of art of but contradicts with its conceptual starting point....
Was there any greatest idol than Jesus Christ although his famous side was assaulted by the iconoclasts of Byzantium without success? Such a great celebrity in temples, filmography, art, sculpture, theatre..... His worship by the masses is indescribable... The relationship of God-Creator, and Human-Creator is misunderstood, but in a unilateral direction ... I think it's an absurdity to consider “The Fountain” by Duchamp[111]as an attempt by man to exceed and put God aside...The art has as a purpose of the man defining his self-awareness but also as a neutral supervisor to learn the dimensions of the world which are not inherent in his birth print, as a compass of a scourge character which is not specified by others but is aware of which is the more appropriate path for everyone...
On the other hand art is a job like all others which should also be profitable in the same degree as others... Isn’t God the principal abolitionist of the concept of racism? The racism of other professions to be paid well, while the one of the artist not to pay at all is a racist residue which has no logical reasoning and contradicts the meaning of God... Moreover, let us not forget, my friend George, that God has no survival costs, while the creators - lighthouses should make a living ....
His long hair was in symmetrical harmony with his black-coloured skin ... His smile had won me over from the first minutes, full of condescension, cordiality and a tendency of familiarity or swimming in a foreign body: my oil can.... His smile revealed his expansive sovereignty to examine each node station of my soul, to come to query with the spirits-guards which resided in it and its angels for the eliciting of necessary information ... One soul which was extending to all my body with generosity...
He was wearing a necklace with blue vitriol for his safe voyage in the sea of our vocal passions...
He was standing and I was kneeling and my tongue as a wave licked with pulse every angle of his mast, whose piston that was so sharp as that of the ship with which Paris and Helen would flee, from the series of tapestries in “The history of Achilles” by Jan Van Orley[112]... His piston in his ship symbolized his illegal desire at the sexual travels he was planning with me….The marine goddess in the boat, Triton or Neptune, symbolized the belief of the Trojans that they would defeat the Achaeans, the sea conquerors, and that the abduction of Helen through the sea would ensure this divine favour ... The shields suspended on the staircase (transl. symbolize) that dreams can come true, while the damages on the pier symbolized the end of our pagan world...
On a sexual design moulding of figures like Le Brun’s[113], I was very strict… Whereas regarding our colours, I was very tolerant...
His orchard was the supporter of my hand lest I lose the yoke of my balance... I told him to adopt the stance of giraffes.... I could distinguish on his left moon a pale imitation of the tableau of Jacques Louis David, “Oath of the Horatii”[114] and was very stimulated...
A project with prophetic significance for developments in pre-revolutionary France ... The two of the brothers who lift their left hand symbolize David’s desire that the aristocracy will accede with the part of the Third when they would reconvene while the brother who lifts his right hand is the order of the clergy which yields the wooden spear behind her back, symbol of Jesus Christ as the Tree of the Life....The third class, since it has befriended a portion of the aristocrats featuring Mirabeau and Lafayette, hopes through the metaphysical function of art to befriend the clergy and the nobility .... The swords are in the hands of the king and this disarming is a symbol of unity and peace, while the light spawning on the right, symbolizes the divine lighting which all the leaders and citizens of a country had to have...The Arches, on the second level, symbolize the meaning of the Lodge, since the French Revolution was kneaded and evolved or neutered within these ... In a second level the brothers symbolize the concepts of liberty, equality and fraternity which had been initiating and pre-revolutionary concepts in David’s paintings. The sober female figures though weary, almost doze off, while they seem to be sensing the drama that awaits France.
Well, this tattoo irritated me and introduced me to the sexual liberty which equalizes the sexes equal and unequal to brothers.....
His slim body gave him the virtue of agility in the pathways that I directed him, while his long brunette hair gave me the feeling of a girl with a lightness that Nattier depicted Marie Leszczynska[115] in portraits or sometimes with the royal grandeur of the imaging of Charles-André van Loo[116] .... A female elegance whose exquisite aroma accelerated my lust for her...
He asked me to pull his hair and to caress his belly low in order to bear artistic ideas. I obeyed him willingly and with this Indian ceremony - censers had surrounded us – we artistically worked with the Primordial Spirits in our sweaty bodies...
With a jolt, I took off my condom tasting loquat, gave it to him to taste and I played the role of Saint Sebastian like Bernini’s Triton[117] to end the emotional drought....
I put five hundred euro in the pocket of his jacket for a new and good startup in his artistic work....
See you again,
Damien Adaleux,
LETTER 435 Louis Martineaux to Damien Adaleux 21-5-2002, Florida,
Dear Damien,
Today I did something extremely dangerous....I was with Ryan an artist friend of mine who studies at WASSAR[118] of New York, artist and design of ornamental boys and Mike, a photographer friend's garage near a car in Tallahassee ....
«I have a nice idea! Let’s have sex in the garage! No one will notice us! » he told me and nodded to me and to Mike to jump the fence, as an allegory of our artistic excesses to which we were subjects...
We were, all three of us, thrilled with the idea of immortalizing sexual scenes in a public space .... Mike would hold the camera with his stable hand ...
He would impersonate the star of the film "Silent witness” but in the case of the murder
there would be an erotic misinterpretation .... The viewing of an erotic scene of another sexual couple with which you have no emotional ties resembles with the eyes that even in the dark notice without anyone realizing their presence on site. It is the innermost need to become the overseer with a partial focus while you wanted to be annihilated to become the reference number ultimate. A need mixed with the curiosity to be in many places at the same time or with persons that seem familiar or housebound or alien; in fact invisible not due to natural modesty that your star is backfilled by the crowd but by an overriding need, as a cognitive star of transparency that excels in misery of others without being coerced to physical presence which may be incarnated to a man, an idea or an underground stem boiling in abnormal conditions in a pot, whipping up its smell to the perfume of politic leaders who share the chemical properties of such a toxic venom which does little effect on their back but only to those who have not become accustomed with it in their breathing. On the other side the subtlety may be due to babies that people are carrying and react to early uprisings in their birth country of overexposure...
The endless build-up of obsolete vehicles in diagonal and vertical axes created in our triangle the same feeling of subtlety with that of persons who are depicted tiny in front of oversized trees from the work of Henri Joseph Harpignies[119] “The garden of Luxembourg” which was a study for the painting decoration of the town hall of Paris.... Only that in contrast with Harpignies’ trees which branch in a way that emphasizes their relative relationship, these cars were the ambassadors of wear coated with the actions of memories of their predecessors that looked like their clouds have attached both their appearance and in their interior ministry with the cleaved seats, small items of daily use which to an objective and detached reader their emotional and their material value was minimal but for their holders or diners their aura contained gold ingot that firstly they would never be able to understand it in their imperial splendour, an energy with wedding inspiration, thoughts, forgotten breaths and exhalations, the emotions that accompany them in the avenues, smaller roads and byways as associative components to the large or small ports of life before the final destination in the hope of avoiding the RMS Lusitania and the shipwrecks that are entail for him who is beaten....
But some times during our connections we were feeling that we had an inserted role as a sort of collage clad in paintings in the way that Watteau[120] exposes his multi-faceted compositions that nature separates them, which appears dinosaurian and sometimes in threatening format, with irregular shapes difficult to mould, while at the prominent figures which ever are lost and become one with the foliage attached as a kind of pagan devotion which comes from dealing with materialism and less from the worship in Rococo fashion and sometimes illuminates the environment in selective outbreaks differentiated from the white statues that resemble residues and ghosts of a bygone past almost identical to the black-and-white films by Fritz Lang, their clothes look polished with a light of which flashes appear to waver and are characterized simultaneously by upward and downward pressures, like a stream of celestial bodies that if you put your hand within you do not know what you will encounter or what it delivers in its hood....
This area would be the journey and our wandering on the island of Cythera, dedicated to Eros and Aphrodite.... The cupids we saw in the course of our contacts gave life to our boat that had run aground not in the idyllic part of Cythera but in wrecked cars which dominated the garage town...The Cupids were blowing winds since the shape of the heart was formed in the head to each of us and because Eros with spirit have always assimilated in the course of history.... Venus through the print on the left of our imaginary painting on the hill in a higher pedestal of the two groups represented by Watteau: The crowd full of mobility on the right side that seems to do just now the landing on the island of love – the so called new lovers - and the group on the left side enjoy appeased the benefits of the goddess and represents the stalactite-love that has long been consolidated in the caves of their souls, a technique concerning mostly the conjugated.... the former represent the love of Eve and the second that of a mature age and perhaps the middle...
The five couples nevertheless, on the left side don't ever see the goddess even if she is found allegorically near them...The woman with the fan on the abdomen may seem that she hides her true feelings of love for her erotic conqueror while the first on the right is getting up from her chivalrous lover, a tactic that all the lovers owe their other half when at risk or in needy situation: In love the vertical must support the horizontal to realize the concept of prosthesis which pays everything.... The husky to lift the grounded weak....
See you again,
Louis Martineaux
LETTER 455 Lucy Sanguin to Sophie Caron 21-7-2002, Paris,
Dear Sophie,
Since Damien decided to dramatize our relation with artists from New York, I decided to order a Parnassus as to fall in love except the painters with poets too….
Mars and Venus on the podium and in the centre symbolize the fact that our protagonist Eros and sun always equals war....
In addition the coupling of these two planets or gods confirmatory of marital infidelity even in courtesy ... An infidelity in married life, in the place of poetry or the mission of the arts.... An epic infidelity on because Eros possesses the epic element lurking in the heroic ideal ....The war and Eros violate every rocky serpentine line and give its tail a sense of a wing to make it holly and to angelically beautify it ....
Volcanic eruptions in the right cape symbolize the underlying marital reprisals on the concept of infidelity... It is very common in spouses - adultery dancing behind their backs – while they are at work; horned...
The nine nymphs dance since Orpheus with his lyre spelled charms on all elements and if he could transform them to muses to represent the tableau, even better; though nobody sees him as much as he attracts them... Orpheus thus manages the primitive, horse of paganism, translates it into a cultural good, carved and on the move deified by the strings of his harp... A demigod like Orpheus transform entities of the word into goddesses in the service of mortals....
The language of the Crystalleia spring at the left cape in successive steps and with a downward trend symbolize the conveying of the ideas of gods incarnated in poetic devises with untranslated messages and codes of the elusive tint for the high spirited and is denominated in the way the wilderness of the stormy sea arrives at port, being wed to the breakwater first, following a poetic surrealist method: scattered words in visual stimuli moulded in the clay of the language and in the oven of its love solidified its final stages as the perfection of the written word, that the Alexandrian scribes will categorize, for its lawfully appropriate function and detection of its kinds. Momentum consequently is refined on the altar of the logic of formulation which aims to eliminate its sins through the confessional process of the creator to himself and its assistants for its annihilating solar wreath....
Pegasus appears as a shy female chicken in front of Imperious Hermes, an indication that the unreasonable is subjugated to the wills or the caduceus of the gods, like women in times of patriarchy...
But ordering did not suffice to me... I wanted to be a model of an artist but not any random artist in order to revenge Damien...
So from the canvases of my living room I came to Robert’s studio...
Robert was a black-haired boy with eyes of wildness in the second year of Fine Arts... He had a passion and ambition for his subject and I was willing to get him to know all the good society of Paris, a necessary component for an ambitious career in the passage of orders through the unravelling of public relations that have permeated with a stack of blood more promising and less sibling if naturally he kept his promise to depict me naked mimicking the tableau of my choice...
It likened him to Dürer’s Christ for the reason that his face was a culmination of pain and pretentious beauty derived as custom from his sophisticated and cosmopolitan lifestyle to remind the disciplined life that all artists should have over his passion for his art and the torment of his frugal life, giving typological characteristics of his art influenced by the logic of “Parallel lives” by Plutarch, so that its co-operators will dominate the wealth and to be imposed through his blessing on others.... He achieves his last purpose....
That damp but sunflower midsummer evening he called me to his studio... He was wearing a white shirt that looked like a sail ready to sail to Colchis... His mast was smooth and all set to accept my nails in order to test its robustness of my fickle emotional impressions vibrating under the stars which could be seen from the open window of his laboratory.... The hacks were leaving a subtle iridescence in the walkthrough as when a man visits the bay of a woman without cellophane or waterproof to experience the primary which does not succumb to the counterfeit but with its Character Structures element undermines the secondary to reform it in protogenic matter identified with the tool of processing so that attack and defence not to tell their differences in a never ending war...
The metope of his columns became a live tableau of fleeting colours, bending and tilting, like an alphabet of which the characters have faded into the arms of inscriptions and the combination of letters leads to a logical one-way street that has not provided any sense: Like alchemist symbols that their existence or their presence - because the presence is not necessarily identified with the existence only if the on that are aware of their existence choose or not the appearance of their existence- it has a more disorienting character and in no case enlightening ...His lips were redder than his trauma to remind everyone that life does not bend in the game of powerlessness when there is as motive the benevolent disposal of lust and the aim of love and so elegant and delicate as “Madame Henriette en Flore” and “Portrait of Madame Bouret as Diana” in cloudy wild landscapes by Jean Marc Nattier combining the inhospitable southern landscape that sparkles in depth with the deification of the aristocracy through its baptism in primitive pagan standards that exude grandeur through its unparalleled stylistic intimacy and sober validity of its haughty representatives who do not seem to fear the unwelcoming or if we preferred the satirical style of the Greeks which amuses horror with the mellifluous language of the hospitable dimension of nature... The hunting goddess Diana is also in the nature of the artist, while Madame Henriette en Flore represents all the flowers of art that fall in the history of its ideas ... The mademoiselle de Lampesc as Minerva would give wisdom to the lips of our artist poet...
With some reservation I abdicated my usual myself and asked him to portray me with my bracelets of agate and amethyst.... Dressed only with my bracelets of agate and amethyst ... something so unusual for new faces of my social class like putting the depleted with confidence and awareness Rebecca Boylston by John Singleton Copley[121] - following the strict line of imaging the French aristocracy in pre-revolutionary America - in a park instead of salon that could be expected for a multimillionaire like her.... Only that the satin folds of her garments were over emphasized by the muscular striations of my naked body that was the true wealth and not the basket flowers symbolizing plenitude and regenerative strength of nature that only gives and doesn't ever take back what it gives as a borrowing of altruism for beings that are otherwise born from her she does not recognize them in the skeletology of her body while also taking bizarre forms almost mythical on the left side of background.... The fountain with its upward flow exceeding in height Rebecca Boylston symbolizes the fact that the principle of the creation of the world is superior to humankind, anarchistic and circular like a thread whose you can only see the beginning and even the animals – artificial or real- bow before her and glorify her...
At first he was agape looking more at my reproductive points and seemed not to have seen a spectacle as divine as my body ... Afterwards he pretended to clean his brushes but actually he continued to peek in my pubic area ... I told him that the truth has no decency and that the good painter is the one who pries extensively at the important point to a point of progressive treatment to the high to copulate with the ideal and all to catch up with the perfect that does not exist on earth... a knot in his throat that had been depilated looked like a kids comb... He lay his colours to dry in the sunshine of his mind on the stand and be crystallized in designs...
For Robert who happened to accompany Damien some summertimes ago in Mykonos I opted the work of Vermeer "The Allegory of Painting"[122] also known as “The artist's studio” .... Then he said me to wear his slotted earring so as to combine it with the work with the girl who wore the earring and who was a maid of Vermeer and possibly his great love ... Painting invaluable not only because a maid dared to wear earrings that were suitable only to the estrogenic aristocracy of the Netherlands, action compatible with the ground breaking and innovative spirit of Flanders, but because this maid dared to surpass her social excesses owing to her ethos which was superior to her social status, a staircase in the range of life inaccessible that love leads her to its seriality because of its rarity .... Also that everyone regardless of social status have the right to eternity represented by art....
He removed the earring from his right ear and drilled it into me to remind me that the pain does not know or recognize social classes... His female nature thus would be in absolute accordance and circular alignment with my own...
My body was a book and so I didn’t have to keep the knowledge like the girl who represented the glory....A book as golden as its pages...Neither had I to detain a trumpet because the Robert’s brushes was a phallic substitute representing the musicality he submitted to my body...
Robert was sitting with the comfort of painters professed by Da Vinci and Vermeer followed him in it... with his back turned to the viewer always embodying the impersonality of artists - creators that are doomed to non-existence, while their work over the centuries doomed to subheading that the diffusing light bathes everything ...The Netherlands and its provinces, free from Spanish rule equalling the papal with the Hague Convention for the election in colonial powers with the possibility of trade that would reach up to the Indian Ocean...
The white and the black squares were absent from the workshop of the artist because art was not only a game of chess one likes to dally, but it had been replaced by our looks that was the living arts, the art of Pygmalion who transforms his muse to what he wants...
The luxurious curtain was also absent although Vermeer represented the theatricality of art adorning reality replacing it with another that you think it is its winged variation but in essence is its refracted form from the perspective of the artist in spherical and sometimes squat mirror that pops the haze of magic not to undermine the concept of logic in parameters that neither it doesn't recognize as of its own... A pompous and sombre theatricality that in Vermeer expressed its baroque placing of the time of the great conquests since discoveries always precede arrogance that is reinforced with the innate conviction that the good of others coincide with ours and that otherwise with colonialism they do not ever come in contradiction ...
Every afternoon for five hours in the last month we had a meeting at his studio. At the sunset of completion he showed me the tableau and I told him to put down his pants because of my great pleasure for the results that were very satisfactory ....
He obeyed willingly while salivating like a dog that had not seen his master for long.... I bent and found myself kissing his broomstick fivefold at scattered points as a symbolic ritual in which the humanist ideal encounters Neoromantism to heal the stigmata caused by decanting into a doctrine without replacing it with a cousin to uphold the guilt but nevertheless proclaim the act of the great reprimand to be considered that it is not in consistency with the universality of a religious doctrine that comes from an absolutely dominant mind but yet floats in the sea that offers undiscovered for navigators uninitiated into the secrets of the sea....
He nodded me to be retired to York, not for the start of civil unrest but to worship my Presbyterian doctrine, which was encountered in nine earrings from each side of my harbour irritating me nonstop, making his tongue a hand joining laces through the authority of correspondence... Through this supplementation of mental boots I bribed my sexual service to reach the age of maturation and voting rights at the ballot box of my choice even though it has been accused as phony....
I ought to admit that Robert was an amalgam of charm and dynamic sensitivity like Ingres[123] in his youth... I yearned him for months and the day of presentation of our tableau was the best reason for our lust to bloom and develop to a cupid…
With a colour wiper he lay me down to teach me the colours of his feelings for me... He put the middle of his right hand in my mouth while I was living the tide of his magnetic beauty finding with accuracy the pole pulling him to me... I put my nails on his back to caress his angel wings that broadcasted their spirit in all parts of my brain as a cognitive extension of my adventure worthy of a Livistrou and Rodamnis[124]...His energy was transfused in me to become the chest in which I kept all my precious things...
After putting his stamp and signature not at the left side of the tableau but on the model which graced it with the presence and the depiction of its non-material properties, I gave him a list of friends and family to have customers he so much wanted and to lead not an unworthy life as Cavafy would say but from tolerable to comfortable which would certainly ensure him a living....
I kiss you angelically and mentally my dear friend.
See you again,
Lucy Sanguin
LETTER 460 Damien Adaleux to Georges Labrouille 27-7-2002, New York,
Dear George,
The summer here is so wet and unbearable..... But many nights that I like and some concern my homosexual contacts in the city although the word Homo in Latin is inherent in the concept of man hence with Homo erectus, Ηomo universalis with their context....
The evening before yesterday I went to a gay club with Antoine to have fun but mainly to extend my dating space. All the time we laughed nonstop with the jokes he told me ....
At the opposite table sat a blond boy you could say from the mainland of Lycia if we did a literary anachronism redistributing the geographical terms in ethnic tribes betraying their origin by their appearance proving that the human race always under the skin of amazes everyone with its contents ... His Triton eyes were full of sadness of a situation that excited me like the Necropolis of Ephesus and in generally of Asia Minor, and the energy generated in the coat of my own as of a penetration and acquaintance with them as a cocktail consisting of mixing fruit and variety drinks that if one of the former superseded, the balancing is diverted to offer the essence of an occupying power whose authoritarian character treads on the surrounding powers to prove that the only one is the winner and that only the winner receives the trophy of impressions without sharing it with others...
The little Eros descendant of Aeneas and Venus was leering at me although he was accompanied by two hermaphrodites with long hair like the Avesallom’s with earrings in their noses as if they were bulls with sex drive and stamina, with rings in their navels as the apotheosis of discrimination which cannot be further improved but which is formatted in a shape to give its final approval also to other similar, launching eccentric fashions that have only the feature of the evocative without predetermining the source of inspiration and its origin for the fear of the unsaid which if articulated, its magic will be spoiled...
I asked from a waiter to buy him a bloody Mary and to tell him who the sender was not from a sense of bluster but on the proposal of ownership of the alien to the selfish element that is the main constituent of lust…
He looked at me with meaning.... I retaliated.... I got up from my position and approached him ignoring both hermaphrodites that in fact made up, were whispering from one ear to the other making comments to include the happenings.....
«I know that you want me.... I understood it by the way you were looking me...You know...I want to go to the toilet... My natural painting is calling me ...» I told him without remorse.
«What can you do to convince me to follow you to the toilet and to meet there? It isn't that I don't want you...I want you but I haven't got the fame of the easy lover who troops from the first evening...» he answered me back closing the eye to me like a cat.
« I can do many things as an agile charmer that I am if you give me the chance to prove it to you in practice ....» I mentioned with the style of a teen heartbreaker whose arrows are steeped in the well of invincibility, which in resistance with the confidence of the good replies, a situation more as a matter of ignorance of the truth of life but a real and indestructible and unbridled technique of erotic machines.
«I' m waiting for your remittance to be paid by check....» he told me anxiously for the surprise that would be accorded to him as a gift.
I bent and walking in all four I found myself under the table rubbing with my two hands his rocket mechanism.
«I like this brotherly triad ...» the blond boy said sighing like a girl wet from pleasure not wanting to stop any way, drifted into a journey to the land of the Phaeacians I would never want to be, preferring unknown navigating stations, unexpected and irrelevant.
«You should see what other tricks I know ...» I told him while having unzipped and suck as a baby his molecule.
«You persuaded me baby...I have need of a toilet to narcissuse...» said the boy,
raising the zip and grasping in his hands both his male lovers to the known refuge. I let some minutes pass to avoid future correlations of the other patrons about what comes next. I sailed from the table while Antoine grabbed me from the shoulder trying to stop me on my maiden voyage in public love that was not illegal but not counterfeit in the vibrations it can procure to question the omnipotence of monopolies that impose rules similar or the same but at the bottom they differentiate not to be blamed for their improper conduct.
«Are you mad? What are you doing with the student in painting?»
« You come too, because I am inexorable to teach him Saturn together with Venus, love and Simone Vouet’s[125] hope....»
«Damien or Bourz and the museum Bery abstain miles away from us ...» Antoine told me in an epic tone that Homer would envy if he wanted to be Sappho nor Alexander of Troy would never be done.
«I keep them in my palm and I will show them to him! Become my sequence diplomatic in love ....» I told him back in a decisive tone and I went to the toilet where I found the blond boy to make me a nod to approach towards me ... We entered the shared toilet to avoid the prying eyes. Followers of us were also his attendants and also Antoine who wanting or not the gas turbine of agreement and solidarity had to be present in our theatrical events.
The blond boy would impersonate Saturn at the ruins of the temple and I Venus with flowers in my hair as a wreath was pulling his hair during all our erotic touch facing on his face his temper and flawless beauty who wins you immediately with the first look, while the vibrator that he clutched condemned the death to death and sex in votive worship. Venus whom I impersonated, overcame the death with her immaterial love. The sickle which injured the temple in the painting by Vouet symbolized the collapse of the pagan world and the renovation of another world covered with love and music that the trumpets of glory and good luck represented. Let's not forget that Venus was born from the organs of Saturn through the shell as a result of love, of time and of the sea with her numerous secrets, because Eros is an unsurpassed pearl that the investigation of its nature reduces at the infinite knowledge of the world whose prehistory even today is unknown at its heirs at least their aesthetic and more the spiritual ones that have no relationship of giving dowry to her but of careful observation involved the donkey of the experiment and the reaction to it.
The anchor in Vouet’s painting symbolized the ultimate purpose of the trip and also Neptune’s son; here the toilet we had sat repertoire included him the sacerdotal role.
Antoine depicted the hope which was keeping his left hand considering it as a feather and, seeking to freeze the time on the thermometer of its eternity or to draw from him the teachings and the esoteric knowledge of history which are lurked behind his back as a sister dimension of counting and determining that exudes a spirituality trapped in the substance from its titanium element. The hope precisely because has no equipment of knowledge - the boundaries of its country don’t belong to the last - and consequently at the time with result its final win regarding to it not by the superiority of an indomitable force but because of its inherent independence from universal obligations that have their origin in the world of the ideas which predate the materials and therefore had pinpointed in advance with the exact of a second what belongs and where exactly so as not to disturb the harmony.
One of the two hermaphrodites impersonated Fama[126], who was playing with Antoine’s sceptre, while Fortuna[127] the second who had found the trumpet in Xanthippe’s penis, since music and sex come under productive rules with expected outcomes.
The trumpet had always had the direction of the reverse of Saturn since the echo, the speech and the recorded mathematical harmonies have been complexed with the incarnation of its historicity through various ways of indelibly presence as a form of control of the first to its indirect conquest.
And while my primate desire was to impersonate exactly the portrait of Vouet, the lighting of the space on our sullen persons, changed us to protagonists of the works of Valentin de Boulogne[128] whose eyes are like temples of gothic niches which protrude from the repertoire of emotions, emitting the darkness that exists in their soul as a consequence of the surrounding world of the persons they pose. An expressive sorrow which conveys in parallel a terror for the thoughts or the feelings of his heroes who imagine astringent and rocky despite the light that blesses them with the technique of chiaroscuro.
Our sweat was multiplied and was grown from the fear of love flagrant although in our hypodermic eroticism we knew the punishment of the collective and unanimous acquittal ...
See you again,
Damien Adaleux
LETTER 470 Damien Adaleux to Georges Labrouille 27-10-2002, Paris,
Dear George,
The civil war that broke out between Guillaume and Lucy is unspeakable even if I stoke it so as to pass my days with pleasure.
I feel like Augustus who governs the world made of sardonyx to emphasize the preciousness that I bring to others.
Between me and Rome my horoscope as an auspicious sign.
Between the twenty-third day of September the day of my birthday and the 20th of April, the birthday of the city which I adored and raised with the appropriate conduct, Rome will always mediate the sign of the goat which culminates in my horoscope to remind everyone my origin from the side of Zeus who raised Amalthea as moreover in my hands the emblematic sceptre with the distinct points of my power and in my feet the imperial eagle. Indeed, the latter emerges as an extension of the folds of my apparel representing its grandeur and my pride.
Upright the German to symbolize the waiting mode at the station of the succession however unjustly to take my ring palace. Tiberius springs up from the stool accompanied by Victory in the battlefields in those of the layers of citizens, since he succeeded me in my throne finally. The jumping off the chariot of two horses to the land which I define with an emperor decree symbolizes the transition through the spiritual horizon representing the mediate space from Thourio, the champion and absurd world to him of chlamydia and practical use. Its placement of the stools suggested also the impatience to ascend to the throne through the speed, while it was spread that Octavian was murdered by that because of this rush. God Saturn touched my throne to pass on wisdom, his knowledge and his energy in all my actions and the provisions of my state.
Goddess Universe as a representative of the known and inhabited world with crowns me as a planet which satellites from astral bodies to remind everyone that my power is spherical, circular and rotary as it happens with solar, resulting in Unknown on trend upwards.
My naked chest symbolizes firstly that I don’t hide the feelings for my citizens, the members of my imperial dynasty peers in reputation and respect as well as my adversaries and how an emperor is not afraid the rough natural conditions or it is burning either snow because I am born winner for ever.
Our figures white and jut of our dark podium after having excelled all our pronouns to it...
In the lower scene is depicted the defeat of the barbarians of Pannonia by the troops of Tiberius with Artemis and Hermes to drag by their hair the defeated slaves and with the indication that the victories of the Roman Empire always achieved with the assist of the gods ....The construction of the trophies from the Roman soldiers with the armour and the weapons symbolizes the relinquishment of real life for the barbarian, losing crowd that had equated with the Roman ideal including the bravery on the battlefield. An armour without a body was meaning but piles a failure life ....
I feel like Mars Ultor[129] after the end of the civil wars that shook my Rome and especially after the battle of Philippi in 42 BC to avenge the death of my adoptive father, the deified Julius Caesar, the homosexual Brutus even if the temple that hosted completed some decades later. A Mars not yet so young, athletic or aggressive but with a beard because as a distillation of his braveries, and because of the lack of essential care at the trenches, stocky and sober. The Gorgoneion on my armour, the harnessing of the illogical element, through my victorious war actions.... The Sphinx in my helmet, the secrets that I keep in mind surrounded by two Pegasus rather than one....
Like a Pater Mars at Ara Pacis[130]....The bull at the feet of goddess Peace which has in her hands two children – Remo and Romylos - I suppose as founder of Rome, that symbolizes the innocence and playfulness, since everything before each capitulation there are secret protocols, bargain, agreements, risk, diplomatic manoeuvres and bluffs for maximum positive earnings either side of the warring shares. The fruit of the goddess’ womb symbolize prosperity that peace offer to nationals, while the bull at her legs, Zeus who conquered and won Europe over through the animal disguise and that the kidnapping or theft when there is a peace become immobilized and obedient to the commandments.
The lamb symbolizes the sacrifice for the good of peace and the gentleness of her character.... the form in the right could be Leda with her swan while the air as universal element implied by the veil of the female forms....
Guillaume demanded to break up from what I learned because of the irregularities of their erotic life pales before mine, while they exchange letters and unleash insults. I’m very pleased with this situation and there is a marvellous saying: burn the village that you can burn, since its villagers cannot burn your own because of your fortification....
See you again,
Damien Adaleux
LETTER 475 Guillaume Papon to Lucy Sanguin 2-11-2002, Paris,
Dear Lucy,
I send you a copy of the letter with date 12-1-2002 and with a map of Paris which Damien wrote to Louis and which the latter gave me in our secret meeting in order to open my eyes and to understand with what kind of harridan I have had trouble lately. Concerning your erotic sandwich with Louis Amizier and Jean-Pierre Bou...
I do not seek Damien’s wolf friends; nor do I appreciate because it serves our own separation and I understand this consciously.
Forward to Damien that if he wants to one day become a truly full citizen of Rome, he must honour the Ten Commandments that in your second photocopy I have attached in my program which is a farewell.
It concerns the Ten Commandments in a different tone from the Old Testament. I think it’ll do him good.
See you again,
Guillaume Papon
LETTER 484 Lucy Sanguin to Sophie Caron 8-11-2002, Paris,
Dear Sophie,
I don't feel well the last few days.... Guillaume has been removed from my proximity almost inexplicably....
I think that Damien instigates this situation and as satyr attacks Amymone[131] of defiance that I am the daughter of the king of Libya Danaus ....
He will always find protection under the cedars even if Poseidon brandishes his trident....
In my mind comes the memory of the renowned tapestry by Jan Van Orley[132] situated at Petit Palais Museum of Paris in 1764, the year of the death of Pompadour formal mistress of Louis Fifteenth...
She had found her Poseidon upholding her moral and prestige in the imperial court criticism which was harsh and sharp for her involvement in state affairs and her advice to the king during the Seven Years' War by which France came out a loser and which ended a few months before her death.
Pompadour was the Amymone of her era and her youth was immortalized with such consummate elegance of “The Nepenthe birth of Marie Antoinette” by Maurice Quentin de La Tour [133]... The book she is holding seems to be illuminating her in the dark room, involving her participation in the court life of Versailles. On the other hand maybe her personality since in the court she was surrounded by philosophers and intellectuals of all sorts of furnishings, she could be illuminating the book and transmit her lustre to it. In addition to that, with her own intervention, the work of the Encyclopaedists and deified Voltaire was issued and strengthened.... However, chances are that if you lived as du Barry [134] at the beginning of the French Revolution, it was more than confident that she would follow her to the scaffold at the age of seventy, since the fury of the people burst indiscriminately of provision or age against the representatives of the old regime and did not seem to sympathize nor by the imaginative court portraits like the ones by Hyacinthe Rigaud [135] as “The uncrowned Louis Fourteenth” coming down from the throne full of confidence to underline his pro-people presence by the reduction of his divine origin by the presence of the imposing column on a second level and without looking at the crown resting on blue velvet with the emblem of Bourbons and to emphasize that members of the royal firms owe obedience and submission to the will of the king, while stepping on the gold floor area represented the saying that whatever he touches turns into gold, like his absolute reign and the existence of his sword is suggestive of the primacy of the king in the military leadership with wins like the one near Dunkirk to the Spanish in 1658 or the conquest of Flanders in 1667 and the Palatinate in 1688 or Le Brun’s nor from the grace and elegance launched by the members of the aristocracy giving meaning to the stream of rococo as an answer to baroque with its porter style ...
In Guillaume I had found Poseidon's trident ... Only this time he was hurting me in his letters ... His meaning was a stream as the clustered on the right side of the tapestry that had the position of a mountain to emphasize the power of God and the size of his enforcement which is ready to scan everything ...
The Nymphs and Satyrs at lower levels than those of God Poseidon to highlight his greatness and superiority, while only the cupids were seen in tapestry that had impressed me during my visit to the museum to overfly God to emphasize that Eros is superior to gods when involving mortals, he wins and delivers them to the armful of men and women....
The Nymphs who empty the urns in the heart of land endow it with the ancient Greek spirit and emphasized the power of Poseidon even in mainland through weather changes...
After the successive discharges of Guillaume I understand at his fullness the painting of Hans Baldung known as Grien "The three ages of Man” that is at Prado Museum. The same colour skin of the infant, the young and the old lady with the death suggests that from the time of our birth we suffer continuously dozens of species interior deaths and that the deterioration continues gaining momentum.....
My psychological situation seems with the “Case of rebellious angels” of Pieter Bruegel with Damien and Guillaume in the position of the Archangel Michael to seek, in order to expel at the lower part of my soul the demons whose mouths gape from shortness of breath, spirit and intellect. These demons had the form of fish as maritime and of birds heavenly and zoomorphic because the Divine and Human element is absent.....
See you again,
Lucy Sanguin
LETTER 488 Damien Adaleux to Georges Labrouille 8-11-2002, Paris,
Dear George,
I am very upset with “The Decalogue”, not by LaVey[136], which I know by heart, but of Rome, of the genuine citizens whom Guillaume delivered to Lucy lately ....
I decided yesterday evening, because I was melancholic and I felt desert solitude, to call Lucy and to wade in the meaning of the feet not at poetic metrics but in sexual...
The foot could seem with a phallus as a morphological wording; only that in the case of man this is in the dual form with zero probability of multiplication such as the myth of the five loaves and the two fish that symbolized the fifty-two weeks of year.
Lucy, upset due to her break up with Guillaume, would be the ideal victim to engage in the sport called foot worship.
She sat comfortably at the armchair with her short dress, while I was watching that in her breasts there was no Gordian to hold them... Her nipples were bloodshot and I sat next to her to suck the milk she had not. She was sighing while the seizures and the sexual vibrations from my ritual could reach the area of her domicile which was causing chills all over her body and the best proof was the ricy granulation that features in all the parts of the body...
Her left mammary didn’t know what I was doing in her right and while she was getting out her tiny slip from her mini dress, she was brandishing it as a trophy rotatably to show off the truce on her behalf and my victory on the body.
My right hand gently stimulated her clitoris while with the left I could grasp most of the continent of her breast so that her energy could focus on a point around the nipple....
Soon, blouse and dress wedded the two ends of the chair and took her naked in bed....
Her feet were very attractive and I declared that the sex game should be shifted there...
The toes of her right foot had the fragrance of closure of her heels, an event to predispose to the ratio of her vagina that would stimulate me even more.
At the beginning I massaged the paw of her right leg in order to work better on her pubic area, her breath, her heart and her mind since particular regions correspond to different energy centres. Then I started to caress in tenderness and affection and to kiss her five fingers before I start licking like a true disciple of Christ. Perhaps I was playing Peter, perhaps Paul everyone to wash the feet of the Lord.
Their taste had the ashes of the tightness of the shoes she wore. The purpose of this licking had nothing to do with the relationship of citizen or courtier and king, seeking through the flattery of the unconscious fall to win the charity's money, niche social or professional facilitations, but in reverse: that of obedient girls who subdue to her boss to show evidence that the true servant is he rather than her.... The whole circumstance resembled the Catholic king of France Henry the Third, which was of unparalleled beauty – I was playing his role - with his countless lovers and mistresses - any of those played Lucy – of Protestant ethics whose Hugenotism was a transparent branch which in view of Pope and King ought to disappear from the map, when in fact it was another free expression of religious perception of Christ and its spokesmen on earth...The so-called controversy about the correct service of the faithful representatives of Christ on earth leaving untouched from comments, doctrine and alternative interpretations of the founder of the Church....
Afterwards, I lay in bed and asked to move on to foot domination, a technique of pleasure which a few know and less practise... She started kicking me in the legs, the hands, and the head with incredible horsepower to feel the sensation of pain bathing me with all sorts tirade that was certainly not suited her sex at the same time... Some other times she stomped on my left and right hand and I seemed trapped at her legs like a crucifix.... Her trampling was marvellous, I ought to confess and at the same time unsurpassed...
After passing this test I told her to put her shoes back on so as to put the phallus between them known in sexual slang as shoejob. This experience was unique in the world and because I wanted to repeat it differently I told her to take off her shoes without heelpopping or dipping like most do but to continue the masturbatory method with bare feet for better approximation of my fetishist problem known as footjob....
I recommended foot gagging for dessert and while she gagged me with the feet, she was playing with my phallus to maximize pleasure ... The whole technique was reminiscent of ground forces attempt to silence the outspoken represented by the neck and the power of speech oppressed by secular power with a more typical example of Aung San Suu Kyi [137] who won the Nobel while imprisoned in Thailand ... I wanted to feel a laureate persecuted by her love....
We didn't try the dangling because I didn't consider that the performances of heels suspended or dancing in the air like Nureyev to be supported by the toes can give pleasure....
After completion in her hand I extinguished a cigarette as a good lover who always respects his reputation in the pyramid of women he conquered and who is not willing to be tainted by anyone and in fact both on procedure and post-procedures after the sexual act.... I also smoked a little hashish to feel more euphoric; not so with the sense of pleasure as in the sense of stabilization and encapsulation of this emotion which, in my opinion, should be exaggerated to be considered conquerable and thus established and an acquired right that one has every right in this request - even if one never gets - and to ask again until it is given you by God... A panoramic Antarctica extension but with volcano emotions widespread in its dominion absorbing the cavernous portions of the body to take shape...
At the end of the action she called me Guillaume and this upset me very much...
«You look worried Damien» Lucy answered me while she was smoking a rolling cigarette and drank a little whiskey, adding:
«And also ... incredibly sombre, melancholic with an unparalleled vacuum in the soul...»
«The cigarette must follow the sex» I answered back to her disturbed because I don't like to
reveal my secrets to others and especially my weaknesses.
«You were always at the same way...Stubborn and secretive .... You didn’t liked it as much as I....»
«It is not this Lucy and you know it....»
«I found it...It's Guillaume....»
«Maybe he is...Even now his words meander and particularly his proposals... His solicitations... I'd rather sue him...»
«But he isn't as bad as you think...You haven't known him near enough to see how sweet he is....»she told me, while I was ready to explode and this time I turned her my back as protesting.
«Always Guillame...The perfect student who never makes errors...I'm bored of living under Guillame’s shadow and every Guillame...I am Damien...Not Guillame...You must put it in your mind at any time....»
«The footjob I assume is non-recurring...»
«With you as a partner, that you called me Guillaume, never....»
«He is graceful and you lose a lot that you haven't earned him to know his love for you...»
«I didn't like his decalogue...It disturbs me...I know other decalogues...»
The dialogue didn't continue. It was abruptly cut off like Deucalion and Pyrrha’s[138] flood because Lucy decided to get dressed and depart willingly from my house moving in an unspecified direction.
See you again,
Damien Adaleux
LETTER 494 Guillaume Papon to Henri Trois 15-11-2002, Paris,
Dear Henri,
My break up from Lucy is more definitive than the indicative mood... She preferred by her own choice, the bobbin of abandonment with her private side street....
I feel as a dog with his collar abandoned by its bosses in a basket of agnosia… Without a home...Without food. Without affection and warmth like the homeless in the street... Every pavement and every street is free and it's mine...I’m vulnerable to the shocks of foreign winds since one can never know the future... Unprotected to yelp at the desert street corners at night that no one listens to me... Sometimes the mantel gets to be my house to warm me and rest me from the ruthlessness of men.... Alone... Exiled from the home I was once cared for... My sad eyes similar to those of my comrades who, bedridden, look at me with their sorrowful eyes.... Their eyes full of moisture when they are not closed wait their boss or their patron if you prefer with the terms of the Venetian order or the Vatican for a fireplace, a caress, a dish.... Basically a divine orphanhood or human, it’s indifferent in fact for animals which roll in the mud since there isn’t anything better to offer them... A passing life as a function of random factors, without taste, without shades waiting their old masters to come with the smile in the lips and hug them with its sunny warmth even if he does not come...It’s the expectation of memorable which keeps them in life sighing without any care for them.... They are exposed to the penthouse of risk since many of them are victims of people either by poisoning or by injuries which equal with misery in Greece... Even and those still surviving with their feet wounded, they still have the same habits and the same customs, a strict internal policy that the external components do not alter....
I mourn as every form in “The Deposition of Christ” by Dürer[139] every time I see its picture ... It looks pale and that it belongs to the world of the dead like Christ...And we with the vibrant colours of our clothing that betray the balloon of life to bemoan like the tiny figures at Christ's feet in the painting of Dürer, since the holy entities are depicted sullen and huge almost[Wc1] with a statuesque attitude while they do not seem to accept His death.... The warm companion of Christ in the first level is in direct contrast with the neutral on the second level and the cold of the mountains on the third level, while the dark clouds that are emerging in the horizon and are spread at a sudden seem to commiserate with the wailing of Christ’s disciples and relatives....The German landscape acquires a synchronicity with the Judaeo adopting the colour of Christ, while the mountains that surround it are peculiar to the colour of the Shroud....Christ’s body is a very alive city and the mountains are its case as for example the city of Athens which is built at the foot of three mountains: Hymettus, Penteli and Parnes, as a natural fortress of looting and raiding of every type...On the other side the buildings seem so small, something that reinforces the perspective that the material buildings in comparison with intellectual and emotional acquis are inferior at all levels....
In this niche the corner of life I could be compared with Ishmael to the left of his mother Hagar at the eternal wandering that are doomed Jews, an issue which is negotiated with the God of arts Giovanni Lafranco[140] in his painting "Hagar in the desert", which I so much enjoyed in the Louvre the other day. Like Ishmael, always in the shadow of the angel who indicates the water to quench our thirst, my mother and I, the society, so as to return to life that set us the fate we wanted....
An Egyptian Israeli with my mother from Sarah’s captivity at the freedom of the exile, which she chose for us after the birth of Isaac....The shadow of light....
I am one of the workers of the painting “Projects for the creation of a closed landscaped square” by Jacques-Émile Blanche[141] which was a study for the painted decoration of the town hall of Lobau at the town hall of Paris on the first level and thus closer to the visitor or the reader who is you, echoing a socialist interpretation which inclines more to the seashell of life....A labourer of speech while the plant gradually fading in the horizon…The employers in the middle level away from humanity... The construction pale and frozen with its six columns representing the circularity of religion to remind that it and its objects of worship are further from man and that its plots are infinite and give the necessary reason for its existence... An uptrend runs through this logic, like my proposals....
See you again,
Guillaume Papon
LETTER 502 Lucy Sanguin to Guillaume Papon 30-11-2002, Paris,
Dear Guillaume,
My heart continues beating in love with you. But Damien prohibited me to see you again and I don't want to cause you any injury...
He showed me in one of his photos his many rings from catacombs which he acquired and he told me how many strong and good friends support him on the battle against you....
Some of the letters were at his hands and he read your erotic fantasies to my father who became furious and he prohibited our meetings...
I want very much to see you again, but your verbally abusive attitude towards me cannot make it possible at present.
If you manage to disable the effect of the word of Damien in a reasonable measure, this will be from me the element of your soul, the most desired, because I prefer you to him.
See you again
Lucy Sanguin
LETTER 504 Lucy Sanguin to Sophie Caron 30-12-2002, Paris,
Dear Sophie,
Due to the tense situation that has developed between me and Guillaume I went to the theatre yesterday and enjoyed the play of Fernando Arrabal’s "The architect and the Emperor of Assyria"[142].
He reminded me the plate for Sarah Bernard by Edmond Lachenal [143] made from faience signifying a cult for the theatre a global orbit and therefore unending, while always exists famine for what you are satisfied through his art...The portrait of Sarah Bernard, with her long clothe that the dog is its extension, is the best proof that in theatre somebody acquires faithful and loyal friends who will never part from them, since the garment is the stripping of our ego, while its internal, our brake to the others’ ego, and the emotional movement which culminates in the theatre through its professional use...
However Sophie, before the performance, Henri made me a tour of the Louvre so memorable as Jesus Christ living in us with the structure of our soul, the Christ shaped, through a cross which links the seven active parts of the body with soul energy brimming eyes of fish and with actions which have the form of the fishing symbols to be “in the image and likeness of God”; the same with His standard and around us accompanying us in the frost of this world that disorients us with its flakes. It snowed yesterday in Paris and Henri with his umbrella was waiting for me in metro station Musée du Louvre to tell me that the snow is incompatible with art and that art belongs only to the sun. So on the ground floor and after leaving our bags, he gave me a tour of the Richelieu Wing and the Sully Wing where Zeus hosts the French paintings...
I was particularly impressed by “The card thief” by Georges de la Tour[144]... The black background scenographily symbolizes the abyss of the soul of the protagonists. But an abyss universal and almost extragalactic not subject to the laws of our planet universe with light to dissipate their faces on the right, with the fervour of its warm rays, stressing that everything comes to light to warm and right sides which they would prefer to be in the background than on the forefront of their ideas.
The young noble man at the left side of the portrait could be Damien committed to his game, while the young nobleman, who prefers behind his back the Aces of diamonds from the small hearts beating for him, could be Guillaume who knew everything outset and uncovered me through his letters to myself. At the centre I was visualising you Sophie to observe Damien and at the centre of all, the woman whose personification was me...
The gaze of the thief unerring not even kept the pretense of curiosity that excluded the possibility of failure having assured the case of victory that consolidates the infernal trickery and less in the conjuncture of Fate which exclude its vicissitudes.
The wine at the central figure symbolized the sacrifices which I did for both of us...Most coins were in front of the honest player while in front of the thief none for the hope of the perspective of the others... Τhe shaded face of the thief symbolized in my opinion the ignorance of truth ... In this portrait I could have impersonated “Portrait of Maria Adelaide of France, Daughter of Louis XV Dressed as Diana” [145] transferring my thoughts to the Ufficci in Florence, miles away from our museum dialogue....
Imperious and tranquil in the innocence that surrounds her youth with her left hand she shows that the position of the bow and thus the hunt belongs to the earth, while preparing with her right to grab an arrow from the quiver to launch in the sky and thus depicted to gain the immortality which the portrait ensures.... It was also a custom of that time, the Crowned and members of their families to be allegorically presented as gods so as to embrace and finally adopt the properties of the gods as a stepping stone to become gods in the vestibule and eternal gods in the nave.... The Crescent on her diadem and my imaginative diadem, had direction of light from the bottom up, an act symbolizing the divine origin of the French monarchy which through art is completed in an expansionary degree to become full moon of the kingdom of God....
I found the figure of “Portrait of Cardinal Richelieu” crafted by Philippe de Champaigne[146] emblematic. The Cardinal removes from his head the ecclesiastical hat to highlight the secular nature of his position, in fact he ruled as monarch of France in the place of Maria de’ Medici and Anne of Austria and Louis. The gesture in his hat symbolized the magical influence exercised by the secular power to the representatives of the clergy since the problems of investiture and the healing properties of French monarchs in sicknesses for example the scrofula. The sharp folds of the garment of Cardinal Richelieu symbolize the intense theatricality that characterizes the world of politics but also the Berninian baroque mood in the decoration of churches of the West in which the function conforms to the needs of environmental performance as statues, paintings and the other decorative elements dictate.
Sophie, a painting that impressed me especially, as Henri was telling me sweet words and while he was masticating nuts their uniting them with my tongue, which were excellent, was “The burial of Atala” by Anne-Louis Girodet -Triose [147] based on the novel by Chateaubriand. Oil on canvas to remind that it was made with the pain or according to others with the blood of Christ from the use of oil but also by the wisdom of the goddess Athena who devoted them to eternity.
The sober grief of the young lover who touches with such tenderness the dead woman’s legs can leave no one unmoved not even someone dying. He is touching them as if alive with equal fervor and devoted worship that the disciples of Jesus were washing the feet of their Lord and seems to be in love - a kind of necromancy you’d say -with the part substituting the whole not accepting the fact of her death ... The dead does not seem to have died but sleeping with a glossy sobriety seems to ponder about death without having come up with some kind of decision, while Christ through her Cross shows her ascent to him. Her stance is more comfortable even than the Grim Reaper (transl. death) who supports her....
At a moment we were tired from examining the portraits and we sat on a comfortable couch for some moments of breathing space. We reminded “Conversation in the park” by Gainsborough[148] adopting a light mood and without looking at the eyes entrained by the Arcadian and idyllic tableaux like “The morning walk” by the same painter.
The reflection and firm grip were two concepts that always intertwined and could never be missed from this portrait.
The dog is looking at them with tenderness and dedication but they continue walking light-heartedly as if they are non-existent of spatially and not even a knee-jerk reaction, transient or permanent reminding teen sex where lovers post-coitally do not respond to nothing or light a cigarette as a sign of shyness...
From Fontainebleau's School[149] I set apart particularly Artemis of Poitiers[150], the mistress of Henry the Second whose gossamer cover on her vagina symbolized the blessing of the wisdom of Athens, her nakedness, Venus, and the bow, Artemis in a judgement not by Paris but by the gods following the opinion not of the divided kingdom, but, of the compaction of three different divine currents... The unknown artist especially approved of her physiognomy to reconcile the divine features, giving Hera’s place to Artemis not for the meaning of the attack but of the combination which implies an assessment of the other factors in balancing trends.... The nakedness, in fact, represents the hunt in the relationship of hunter and prey, while at the same time not being afraid to reveal the truth to his prey… The dog, which in the painting underlines a pagan erotic company and possibly the deceased king of France Henry, follows suit in the direction suggested by the beauty Artemis (transl. Diana) of Poitier…
Equally impressive I thought was David’s painting “The Abduction of the Sabine Women”[151]… On the left side Romulus ready to attack the leader of the Sabine Titus Tatius, while at the same time as koryforos (gr.κορυφόρος)[152] like Hersilia[153] dressed in white – a symbol of peace and truce – far from the sober stillness of Madame Recamie[154], forming the letter X symbolizing Christ in an action of self-sacrifice to stop the argument and hostility of the opposing sides. The children, without care, in the lowest part of the composition look indifferent of the happenings and David emphasizes that the children by nature do not associate with warring practices but remain neutral to the imperfect world of adults where playing is replaced by war…Other women align their children not as a shield of their life but to stop the blood sacrifice, while the soldiers are depicted minimally, since the war is related with statistic data and calculations of every kind which take into account the energetic potential, not the superiority of each faction, ignoring the individuality lurking in peacetime not for its self-existence as for the confirmation that the act of war is far away ...
Poussin[155] has addressed the same subject. However there dominated the feeling of the panic of women escaping from their pursuers’ immoral act....
On the other side “The lamentation at the Tomb” Enguerrand Quarton[156] impresses with its abnormal depiction of Jesus Christ that, although dead, his head is still radiating his love for mankind, as its extension to a metaphysical light. John removes the crown of thorns, putting an end to the torment of the Sleeping Christ while Jean de Montagnac[157] can be seen kneeling and present at the time of the Disposition, a technical inherent in western schools of hagiorgraphy under the patronage or of the official orderers who from their exceeding love for their Lord desire to break free of time and through the pictorial art to be next to him again ... The slope of the Lady's head meant her bending from the wrongful death of her Son while Magdalene most possibly on the left is weeping and simultaneously wiping her tears, indicating that she retains self-control and that she can check her impulsive emotions...
And the difference which exists in the depictions of the Virgin and Elizabeth in the work of Sebastiano del Piombo “The visitation, Virgin Mary visits Saint Elisabeth,”[158] made me exclaim: “Blessed are you between women and blessed the fruit of your womb”... This depiction of Elizabeth as an old woman with malformed features had to more with the exaltation of the figure of the Virgin as dominant in space and less with naturalistic shades to Elizabeth as a monumental tree in Italian Anthropography replacing persons with hedgerows to find mutandis and authorities....
See you soon,
Lucy Sanguin
LETTER 510 Damien Adaleux to Georges Labrouille 18-1-2003, Paris,
Dear George,
Yesterday morning, I decided to do something different to break my monotony of my confused relationship with Lucy.
I delved into the web seeking a paid sexual partner. The ads were plenty, without however categorically specifying the amounts or kinds of services.
The word without walking ( gr. αβάδιστα) means the passivation of the role of the candidate partner, the same as the word statue, thus as the specialists of the ads note, these words start from the letter A in order to be given priority in contrast to the others. Moreover, the terms statue and avadista mark in the sexual expert’s views who place the ad and it is accessible only in sentences – a kind of sexual issues - and does not impose any danger to his sponsor.
I picked one from all the ads with an erotic partner who was seeking for generous gentlemen for his “twenty cm broom”. I liked the size very much, literally my saliva was dripping drops of love to know and conquer him.
The word generous meant of course payment in kind - limousines, houses, jewelry if the provider of the sponsorship happens to have a fabulous fortune and does not know how it should be squandered using the Christian ethic – he who has two garments if he is requested to give the one or both of them – or - with money, if he has an economic bottleneck and searches for valuable experiences to enrich his erotic life.
By an e-mail I learned that the fee for his erotic services was twenty euro per hour and that he would do everything I asked. The idea enthused me because from the childhood I was accustomed to the role-playing of dolls and this habit was transferred to human interpretations whose sexual practices are the theater of misinterpretation of rational sociality of the requirements of society for reasonable management of emerging problems and disputes that essentially is a sort of manipulation that is not associated with sexual behavior but dominates it through other channels as if Nature is attempting to worship the human culture and never its primacy on the reins of human history that dominates the Christian ethics, not to challenge, the firmness and the prudence whether or not the incongruous code if not on the full extent.
I consented to this price and asked him to describe me his last homosexual desire and experience, which was done accordingly. He explained to me that the last time he had sex was in his father's dental clinic, when it was closed and he had taken the necessary cautions. The partner was one of his father's clients, who after having just finished his orthodontic care, isolated him in the basement of the office co-located with an unidentified owner who happened to be away on Christmas holidays in Zurich of Switzerland and so the coast was clear. While his father had to face a difficult case of a client which would last two hours at least and while it was raining heavily, Kamoua as he introduced himself to me, decided to take action with the Belgian sexual partner as he introduced himself.
Kamoua, as he reported in his e-mails, originated from his mother's side from the former Belgian Congo, now Zaire. And his client was from the kingdom of Belgium, twenty-five years old and artist at his job. He informed me that with one look they understood each other and that the closing of the eye was a response to the sex of passive form.
In the basement which symbolized the Tartars they were stripped quickly from the excitement of sexual mania that characterizes two lovers who have just met and they were for a long time in sexual fasting.
Kamoua would play Patrice Lumumba[159], the intellectual poet and first prime minister of independent Congo, while the Belgian, the President of the Republic Joseph Kasa-Vubu who murdered Lumumba in 1961 in order for the Belgian company of the Kingdom of Belgium Union Minier to acquire the full exploitation of the country's copper, of uranium and radium, since Lumumba cared ideologically the independence of his State not to be only a paper certified by the guarantor power, as was the case in the Kingdom of Greece - since the kings of England, France Louis Philippe and Nikolaos the Czar of Russia with the noble contribution of Kapodistrias, which others characterize it dilatory, declared independence and not autonomy with first king of this small country the German Otto so as to transfer the structures of his kingdom to this newly created state which would always have to have foreign influence as a co-location of the informal agreement and which would protect its nationals who happened to have a foreign origin with equity, as he ought to have done with his own, as if he had in front of him Europe's monarchies, but his people to manage the mineral wealth of the country for prosperity and not others to enrich themselves at their expense, a requirement that forced King of Belgium Baudouin [160] to delegate the craved precious self-control and independence.
Kamua as another Lomumba would abolish the law about exception of the poets from the ideal state[161] and would establish his own with the monarch of sexuality and sexual impulses instincts one poet who happened to be himself. He would take revenge for sharing the active role of his assassin who was called local despot and defender of foreign interests of capitalism, with the golden hair, the silver skin and the diamond eyes of a subject's liabilities who usurped the wealth of his country sometimes Kasa-Vubu in person and sometimes in that of the Americanised general Mobuto who overthrew Chombe despite the presence of a strong UN force in this region of the world.
His wooden skin that looked like coffee plantations or plantations of cocoa would be the most powerful weapon in this battle.
He put on a double condom in case that it would break- the first to have the protection of the second - and the Belgian on all four, with the back bent, adopted the attitude of the feline who was looking for love games. In this erotic ironing board which emphasized the dignity and the feeling of downward pressure motions of history that give a regenerative form in history, as the corresponding of Degas[162] that the beauty of sheet made in this leveling cathartic power of art which spreads in most places of its canvas for the elevation toil of work being viewed even over the mind of the woman who ironed and deifying spread from bottom to top in the final phase of its creation.
As far as what the Belgian told him or the indigenous who impersonated Belgian – with the sense of superiority of his companions of a higher origin which was founded in adopting more of some basic capitalist principles and less at some deterministic visa of sexual superiority of Martian origin – a dynast who had become a victim, this time he felt, from the area of the rectum till the top of his third eye, actions of pleasure on all the seven main points of his body (transl. chakras) : but not a pleasure that is intense and retired, but of a pleasure which is dominated by an harmony of beauty and is attached at the body by love, while is not based on vile pleasures that as the instructions on the ebb tide and finally to wilt the energy leaves of the soul and the body.
After this stimulation, Kamoua, as he confessed to me twenty minutes later, integrated in the body of the back of the Belgium, who bore a tattoo from the notorious painting of Goya[163] "The execution of 03.05.1808" with a second title "The executions in Pricipe Pio”, which concerns the rebellion of the inhabitants of Madrid against the French occupation troops and who were executed by musketry. It isn’t a coincidence that the source of light was coming from the executed insurgents after being united with light because of their partisan action, which was founded on some ideology that could someone agree or disagree with, but for the purity of its principles nobody could doubt.... The executioners are depicted as impersonal as death at wartime, while the inactive citizens showed their outrage to the rebellion of the city by hiding their eyes with their hands and a kind of resistance in their way and remorse perhaps not have participated also those in the rebellion to assist their colleagues. The terror but also the disarming bravery of the protagonist in front of the arms’ lineup moves and elevates him to the podium of a Renaissance angel who emits light, warmth and love brightening the dark clothes of French soldiers and softening their shadows symbolizing the coming evil.... His fearlessness exalts him not only to the French soldiers whose attitude displays an unparalleled contraction as some risk looming over their heads in case of disobedience of the orders they have received but also at his like-minded who are next and behind him, while his shine is cleaved by the shed blood of his fellow soldiers’ bodies, depicting the horror of war which is thirst for blood ... The small hill also acquires the yellow tint differencing as an ambassador of the ground world as the hill of Marathon to the ideals, the principles and the values of future candidate dead although in others it seems like a teleportation of a divine energy that surrounds the protagonists with its affection who made it a dominant force.....
After the ejaculation he confessed that he ended up licking and swallowing both condoms as a kind of animistic mania in which one sees in each other's faces the forces that he likes to join, but also as a sort of fetishistic worship that includes elements of harmless masochism... .
So, to this necessary digression on the transcript of the story, I will add what has happened since yesterday morning until today that I’m writing to you.
My melancholy for the worst relations I had had with Lucy led me to the use of cannabis which caused me even temporarily an apparent euphoria ... I was anxiously expecting the visit of Kamoua to play with his body... Until he came I had occupied my thought with Hendai - which are erotic comics from Japan - to embellish and enrich my sex life, since I was pretty confused even by Guillaume’s Decalogue that some of them (transl. commandments) I could put into application, but not all of them and this was causing me a transient paroxysm (transl. frenzy frustration), like the phases of the moon, because I was not used in borderless challenges and in fact from a timid person... I was feeling, my “Achilles' heel” in the firmness of my immortality, my bravery demeaned in thoughts of scepticism regarding my oncoming posthumous fame, and, a zero for a student whose degree was equal to cheap paper....I really wanted to cry for the humiliation I received and this humiliation of my human dignity.... I wanted to cause him a very great evil weeping mournfully but Lucy intercepted me telling me that if I did it, I would bring the calamities and the curses of all the tribal leaders of the people of Israel on my head, since his origin was unfortunately Jewish and Ashkenazi....As a quantitative metathesis of courage and strength I was expecting my prey....
In my villa which I retained in the south of the Versalles I was waiting for Kamoua impatiently.... The doorbell rang at around twelve at noon and I saw through the camera, Kamoua with a stranger. I was not afraid to open.
“Are you the notorious pirate of the internet?” Kamoua asked me as he lay back on the couch in my living room and took the remote control putting on a porn movie of the many I had in the basket exactly next to him.
“Who is your companion?” I asked him with a cautious curiosity.
“It’s Bongo, a young man who also works for his pocket money.”
“What's your origin, child from Africa in Arabia?”
“From the Ivory Coast...But don't be afraid, I do not bite....” he told me and added smiling: “Ι will only watch as a model who was masturbating in front of Madonna’s video clip of Justify my love....”
“Your propositional ability is very interesting ... Your independence had come from France..... Bananas are the main export product ...” I argued, while watching Kamoua’s penis becoming a ruler and I had to renounce my right of becoming a divider.
“I want your cobalt...” I told him and Kamoua while was watching a porn movie, took his clothes off in such a fast pace that soon he was found to be only with his thong.....
“I like your branch but turn your back to the sofa...”
“Whatever you say my boy...” Kamoua told me and smiled to me...I decided to rim him by removing his thong in order to take the cobalt, the gold, the magnesium, the copper, the tin and his cotton as a true colonial.... I also wrapped and twenty euro bill in circular shape as the gesture observed in the portrait of Richard the third[164] holding the ring in a circular shape to emphasize that the secular power and hegemony has no beginning nor end... and the repulsive appearance can be justified by the Tydorian period that demonized him, since the victors always write the history and Henry Tudor ended the thirty-year conflict between the House of York and the House of Lancaster by jointing both worlds and dynasties for the good and the unity of the British people, and if we mix the White Rose and the purple one in 1:3 ratio, we will distill a rosy colour representing love and need of reconciliation.
Kamoua’s back of the neck had a tattoo depicting “The discovery of Moses” by Veronese known as Paulo Caliari[165] with unprotected and abandoned by his natural parents of Moses, while the daughter of Pharaoh, who with her haughty attitude observes the downward distance of the baby with the help of her maids, will be traced back to the sky. The downward movement in the Land of the Pharaohs symbolized the victory of his people over its oppressors and Moses’ thesis in worldly affairs, also symbolizing the prospect of rising to the Ten Commandments of God in Sina ... The work is characterized by a balance of nature and human presence stressing that nature is truly wild but has the sensitivity to transfer the injustices of life to the heirs of the kingdom of God that decide the fate of the people, the unfortunate, the weak and the unprotected, which is met in the course of their life.... also the orphan hood is always a fact which touches me deeply, me also being fatherless like Kamoua, as he confessed after our intercourse… In fact he needed this money to make a living, being unemployed all his life… Fatherlessness is always replenished by the embrace of society and the weak and insignificant in people's eyes is strong and significant before God who embraces him through His representatives on earth, raising his reputation without the sense of ambition but with the importance of examples with their vulnerabilities of signs as well as their truths.
Despite this, and while I was “smoking the branch” to play music, I decided to impersonate the Belgian conqueror who he had met in the dental office of his father.
I was feeling, in every one of his penetrations, his hands on my chest more by placing enforcement, less as an abutment to strike the right balance, and, the intercourse to have varying modes of insertion with quality and gentleness that is the key to such acts....
Sometimes we joined our tongues, as he was bending down to kiss me, like quadruped on quadruped, and he pulled my hair to teach me the pain a patriot feels when his country is plundered and he writes poems about its conquerors who drove her involuntarily into war because of its needs... I could hardly see in these fleeting moments of tenderness, rather hypocritical and more vindictive, but less sincere and honest, and the nigger who penetrated me with his ice-cream-cone-like accessory measuring twenty-three centimeters. I felt the volcano spawning the lava and its ashes to the points of my royal heaven but, retaining to my senses, I always ensured the contraction of this tendency, and never dilated, to be able revert to the previous state that the innocent can impersonate the cunning in order to elicit the information you need to approach the surrounding space....
In his right hand, with the teacher’s ring, I saw a tattoo of the work of Velázquez “Apollo in the workshop of Hephaestus”[166] announcing the adultery of Aphrodite, the goddess of beauty with Mars god of war, while the lame Hephaestus represented the manual labor which require hard work, like the anvil and other tools required for such ... His anger was obvious and his mania even greater....
Apollo, with the laurel wreath shimmering, represents the poets, who gain immortality through poetry, and illuminate the sins, in the sense of errors and not in the sense of crimes, that is supported by the Christian ethics as for example that of adultery.
Perhaps with the announcement of adultery Hephaestus’ creative imagination could be manifested through work of art, with the erotic couple hammered on the anvil as an attempt to transcend the feeling of jealousy lurking in married and lovers and who are intolerant of themselves playing a second role in marriage, or in the typical understanding of the relationship which does not recognize social conventions as acceptable but only as a norm that dominate the feeling for good profile on a professional level....
I had reddened in the face from the tightening that had dominated my abdomen admitting his symbol of Priapus which was always identified with the human world view....
Bongo had finished and I was anxious for my invader to finish for the sense of the liberation of the slaves residing within me with their ties..... And his origin was the blessing of a memory on the happenings in my area, and in others endearing to my audience.
Kamoua hastily pulling the condom ejaculated in my mouth applying the bukkake and I in my turn I kissed Bongo in the mouth applying the method cumswap to him, transferring a part of Kamoua’s sperm to his mouth to remind him that sex has the sense of transferring energy and of the speech from mouth to mouth..... Also the specific practice underlines the fact that the sexually stocks fill up with eloquence and that your speech will always be full of meanings and metaphors through the interactive form, in which the transfusion of sperm same quality and flavor is constituted, that is altered by the saliva of the receiver of such a gift....
See you soon,
Damien Adaleux
LETTER 540 Guillaume Papon to Henri Trois 5-4-2003, Paris,
Dear Henri,
Our parting with Lucy is final.
She, herself, although I wrote her on the ticket bus how much I loved her, she ignored it and called for assistance through her phone.
At some point the bus could not turn the corner, indication that not even that Venus did not accept this separation. Lucy, however, was unyielding to the divine omen. She told her father to wait for her at the bus stop so as to rescue her from my desperate attempt to reunite in one spiritual body.
Her father didn't allow me to see her again ever due to the abusive letters I'd sent in the past and whose a small part was given by Damien as tentative advertising.
Depressed and confused lightly I took the street for the return to my house.....
In my house I had a stack of sex magazines that both elevated and inspired my sexual excitement....
The aesthetics of sex magazines associated with the love of pictures, and sexual arousal from the snapshot of an action involving the desire for identification with the penis, like a photograph whose object becomes the subject of the movie in your mind and adds scenes from his imagination, which may differ from the continuation of the transferee of the photographed material, which usually comes from shooting porn films with the intention of making greater use of throughput and consequently the trade of the whole situation. The images used have perfect proportions and fit bodies not reflecting the average external appearance of sexually active subjects with the horizon of blind imitation through grueling diets that reduce the consummation of products and therefore the capitalist industries that are needed to lower prices and to limit their investment movements, or liposuction and cosmetic surgery programs offering a development in the field of plastic surgery or even in gyms where eroticism, by increased adrenaline, is abundant and one can experience the true love at the stairs like Jack Dawson and Rose from the film Titanic.... Stances vary as well as the types because the porn magazines with the heavy industry of advertising caption dealing with phone sex should satisfy the flakes in the imagination of readers who are essentially voyeurists, charmed more from the imposition of the picture which with its power can pin down the most ignorant or to putting it more correctly the most inexperienced who with its use becomes more knowledgeable theoretically at least.
The toilet sometimes is the best location likely to occur the wet dream self-satisfaction of every man....
The palm plays the role of the vulva, only in the case of self-satisfaction precautions from the plagues of Venus are not needed. You only see its mountains, Saturn’s, Jupiter’s and Hermes’ unravel on the veins of your phallus to reveal a future without the tomorrow of upcoming gestation that would not be possible again, with appropriate measures. The palm plays the walls of the vulva only that in this case it resembles to a rectum under control that doesn’t allow the test of blood and pain to unfold from the lunar regression which may result in a tempest without waves if you don't see the ship from the correct distance.... A touch that drives to pleasure faster, though it works as a simulator of the vulva who plays its role not timidly or involuntarily but with full awareness of the rights and obligations arising from the confessional relationship between Eros and masturbation which the God of the Old Testament forbade its technique.
Essentially, the palm falls for the phallus and this is itself a narcissist fact since the friction between hand and palm is love to ownself, for the masturbator: one extrovert revolution with an introvert tendency.
The masturbator is essentially always in love with himself and in deed with his manual part associated with the infinitesimal imaginary element of choices that would like to be reality not so much for instantaneous pleasure but for the taste of power seeking to implement here and now and not tomorrow and to some eerie place.... an indissoluble force to be terminated by pleasure....
The complacency as sodomy do not bring babies to mankind, which entail a form of life, and therefore a continuation of it. The refusal of life is condemned by religious mania, when in fact death is an existing process that cannot be rewarded but its power is acknowledged by all religious castes. The existence of non-life is penalized as much as the existence of life itself while it is not rewarded by anyone. Death in contrast always gives a greater recognition to influential or minor figures being visible to their death in the eyes of public opinion.
The Christian ethics recognize life as the only possible existential situation ignoring the fact that death leads to life in another form which has nothing to do with him, but acknowledges its existence....
Death also is the quagmire of this particular life, not of another more likely, but which is not predictable but always potentially possible in the stochastic teleological table that do not entail a certain truth but represent one aspect of hers at least not challenged...
On the contrary life accepts a series of ambiguities throughout its course due to the rules which govern society and the casts that sometimes operate as dikes in revealing much of the truth, because only God who created the universe possesses the absolute truth and His representatives merely play the role of God without in fact being able to see the absolute truth ever....
Besides, God never appreciates His representatives on earth when they act in a way which they have nothing to lose but everything to gain... They are not recognized by God as much as they think they are great always and everywhere... God also is the only being which man cannot ever identify with, or to surpass, because then the creation and history of the universe would be cast in doubt.... and to be precise I mean not only to identify but to become identical with an accuracy of seconds as a sort of simulation to perfection... Doubt and the concept of God are conflicting concepts since God knows everything that takes place in Planet Earth and possibly His representatives, a single deck of cards, but they are considered to possess all its fifty two weeks.... Moreover, time is like a deck of cards that you never know if it will bring you a good or bad paper in the months expressing its rage...
Life is always a specific life with its fluctuations and has full range of intonation that can exist ... It can be changed, it can be improved but it has some constant parameters which cannot be questioned or aesthetically entrenched.... It is assessed only to the extent that it satisfies the criteria of religious obsession, which interprets everything correctly or and sometimes erroneously, in order to prove the omnipotence of its rationale... In a different case, it is criticized fiercely each time it does not meet the norms of religion deviating from the proper glory of which in ancient Greek means opinion.....
The religions were always against the freedom of the people which could probably evolve into lawlessness; sometimes however the nature ravaging everything claims a different role each time for everyone.....
Moreover, the typology correlates with religious codes which are reproductions in different frames of thought and blind allegiance to them as a recognition of the divine caused by the fear rather than demonstrating friendliness is required.... And the ancient Greek authors stressed the need of fear as a necessary component of life, while the fearlessness was seen as a dangerous situation that allegedly equated with God, but in reality it was a cheap imitation of the divine, since it (transl. the divine) always implies the bipolar pair of fearlessness - strength.... Even gods themselves could not avoid the requirements of necessity in the shape of destiny... They were subjected to an unwritten law that the common man not even imagined, since the latter were subjected to written and unwritten laws in choice of the gods....
I was watching in my hand during the moving process of “The family of Ferdinand I” by Angela Kaufman[167] with gentle Rococo eyes spreading in space with the worship of a neoclassical model. The hat is a symbol of protection and of hidden invents of the members of the aristocracy that never allow ever their true thoughts to be conveyed to the public abandoned in the house, indicative of the laxity that prevails in the atmosphere and the crater at the edge ....
The queen Maria Carolina in white like an angel with garlands who guides her blond child, since nature and spring with their gifts constitute a coherent bunch of people and life, while with her left hand she shows her small son who with a thread controls a bird... A commentary on the carefree life of man not dominated by the elegance of the female manipulation which is exaggerated by the earth's superpower which tends regularly to regenerate...
The older daughter with the infant on the trolley - recliner symbolize the royal grandeur that coincides with comfortable immobility or in simple words that anyone who is relaxed lives a life intense in motion...
The eldest daughter with harp in hand emphasizes the musical pursuits of the ruling class that reduce the origin of the harps from angels, or that the members of the royal family have their reduction to the gods of the heavens....
The son with the dog represents the renaissance style portrait in which the members of a wealthy family are depicted with hunting dogs, as proof of male prowess and maturity, even if the depicted are underage and presumption of the fact that only the wealthy and the aristocracy had the privilege of hunting....
The countryside of Champagne plays the role of the sidekick and second role in this tableau, which aims to highlight the royal family of Two Sicilies....
This was the visual stimulus that did not coincide with my imaginary vision associated with my friend Henri....
Henri had long golden hair like Achilles, with a yellow and white color, which originated from the peacock habits of homosexuals, of average height and with the style of a chamberlain of Queen Elizabeth.
I was dreaming of him with a chain in the neck which without sticking was closely tangential to the neck on all four exhibiting his hills before me attempting to penetrate, as deep as deep as possible, with the plume in his cave which had only stalactites and fortunately not stalagmites....
I was dreaming that I was touching his belly as a support to the contra post I had dreamt I was sharing and that on it was crafted Charles VII by Jehan Foucault[168].
His hat shows with its waves the sky, however as a dry water pourer, while the curtain refers to theatrical ways that Charles had probably adopted during his reign or to the lies of the political life and stage...
The heavy red clothes indicative of unfavorable position that existed during his reign of the Tower of France since its greater part had been occupied by the British....
I designed on his back during the sexual encounter “The three ages of man” by Giorgione [169]: to the teenager studying the scores of music, since this age is the age of reading; to the adult demonstrating the score since this is the age of teaching and to the elderly who, withdrawn, looks at the viewer since this is the age of observations of happenings from a distance....
On the other side I avoided to form “The Concert” by Gerrit van Honthorst [170] since the girl, the old lady and the musician conspiring to steal the young man with the pouch, while the painter emphasizes that bad company must be avoided... The fruit and the food are the material temptations while it is stressed via the scores that music has the power to lure, even if in this tableau the freshman is guided towards reading very excessively..... The old woman makes a nod to the musician playing the cello to continue so that she can grab the pouch from the young man.... Honthorst stresses in every nuance of truth that immorality is not aware of gender, age, job title and nature....
The brightness of self-satisfaction in a page for your trash so as to turn into a new form of life..... See you again
Guillaume Papon
LETTER 580 Damien Adaleux to Georges Labrouille 18-7-2003, Mykonos,
Dear George,
Now that Lucy and Guillaume broke up definitively I can relax and enjoy my summer destination in Greece....After the flight Paris – Athens, on a ferry, I moved on to Mykonos which was called once upon a time island of the lepers...I wanted with my company to heal the sexual leprosy of many....
I was with Renee from Toulouse and Gregoire from the Marseilles, ready to consult our probable victims on the island of sin, but according to others, the island of unbridled freedom for trying all sorts of fruit not so much with the concept of grabbing as with the importance of testing the unknown that scrutinizes the streets, their oversight, the deadlocks and the one-way streets of truth, and certainly not in the sense of kissing what adheres to the soul as with the sense of a Chateaubriand browsing and recording his travel narratives to unfamiliar readers of the future and the present that will not endorse a semantics pattern of the novel, as of the curiosity towards the novel, which leads the confident of doctrinal understanding in a screening of prejudices from which it is dominated with the perspective of mitigation of absolutism impression optical and verbal hosted in the belly.
The storm which plagued the ship symbolized our emotional spinning that flowed like clear water, deifying the logic of the body's needs, and expelling the sin that results in its functions in accordance with the religious ethics that blames the sin which in ancient Greek means failure, since the soul precedes the body and she's the one giving the orders for an action or another to be cancelled whose test was impracticable, emphasizing the omnipotence of the speech of the soul, which is of greater significance than the body which the ecclesiastical tradition professes, since without soul there is no life with freedom or just reasonable subject to Christian or other codes. Therefore, our souls were incomparably more important than our body who belong to the God of lower land and recreate what we call the material world visible and tangible, while it regenerates the souls lighter in a material concept and invisible visual impression inherent in its genetic code and sometimes are innate but sometimes acquired and these impressions lead to sin and not to the body of May itself.....This happens because the international civilization examines the manners, the customs, the languages, the religions as individual cases and not as a totality that firstly, like a puzzle, should have been assembled with all the pieces to not disbanded, secondly, to be given to the public as a metro station without logical contradiction, one colliding over the other. This is the resolve of defeating sin as a possible error condition which varies from person to person and from breed to breed......
We met with John from Iowa of USA and Ryan from NYC; as artists they would exhibit their works in some gallery of Mykonos that would yield huge profits, since collectors, businessmen and wealthy tycoons adorn with their presence the cosmopolitan island of the Mediterranean.... They were both young of age with a vigorous vitality, excitement and appeal for a deeper understanding....We discussed about their dreams and their ambitions in a very friendly level which was not something unknown since French and Americans are joined with ties of long friendship since the American Revolution and the military and economic aid sent by Louis the XVI to insurgents from the oppression of taxation Americans of King George III as the gift of the Statue of Liberty that marked the principle of American omnipotence, which coincided with the end of both the Ottoman Empire and the British Empire.... They all had the ingredients of a good artist.....
Productivity, quality in their work, innate sociability, sexual fantasies as a result of artistic imagination, kindness, benevolence, freedom of thought, a trend for curiosity and inquisitiveness, goodness, goodness, love for the weak, idealism, bright personality, lack of snobbery, capacity, Doric style in their Ionean style, egocentrism - that is the offshoot of admiration or of narcissism present as a protective calyx not to eliminate the logic and so that the individuality will not give way to an indifferent teamwork that does not lead anywhere, admiration for the beautiful in all genera and species, love for long trips, selflessness, respect of their colleagues and noble competition.....
This artistic cooking was inscribed on their faces, more hungry to get to know our delicious bodies from the water pourers of the sea....
The curious thing is that we would stay at the same hotel and so our adventures were something more than certain and the pleasure was safe....
On the ship we also met, or rather the Americans introduced us, two British porn stars Matthew from Cornwall and David from Manchester.... They were both wolverines for sex and their eyes undressed us all the time as if they were infrared which revealed the secrets of steganography....
We gave a promise to meet, all of us, at the room of the hotel which was next to ours. They would film a porn movie with two Germans, Friedrich from Cologne and Hamke from Munich....
It was sultry that day but the burning of our heart flamed more our chest with sparkled hearts.... Once we crust stern and we opened our baggage we were all found together in the hotel room of the British and I was chosen to hold the camera for the imaging of our epic erotic accomplishments....
It had been decided in advance that the German couple would be passive...
Friedrich had shaved his pubic area for the safety and security of live organisms that lurk in these areas. So did Hamke only she had holes on the outer lips of her vulva...
The play that we had chosen to play was “Berlin” - impersonated by Friedrich - and Germany – played by Hamke - post World War” and in second roles the rest that would symbolize the French, British and American occupation which lasted about 45 years.....
John sat down naked on the floor on his back and Hamke sat down on his head of implementing face-sitting while like a birch hungry for bosses to satisfy her thirst on the liquid branches of Renee from France and Matthew from Britain, anxiously characterized by polar air masses in her body....
Shortly thereafter she was satisfying the humidity requirements of Ryan’s Matthew’s branches covering her sea, while Renee hit her croup as well as licking her saboteur character and the amniotic vagina, tossed by these vibrations up, down, right and left without specific postal address.
Some minutes later the four of them met the bed and Hamke was found to satisfy Matthew while Renee behind her back licked the culvert and Ryan her childish dream.....
The great surprise came when Hamke sat on John’s banana and Renee visited her headquarters not surprised by the presence of Matthew overstating a triple penetration which deduced more the idea of sadomasochistic technique despite the importance of sensuality and experimentation....This triple penetration alternated either the drain either in the liquid babies...
This penetration symbolized the tripartite occupation of Germany by the Allies of Andad against the Axis, without the presence of Soviets this time....After Germany’s turn it was its capital’s - called the big heart of Berlin - turn....Friedrich, although hairless all over his torso longed to join with others in a foursome of debauchery since the sexual misconduct is not, nor should be, punished.....At the beginning Friedrich dried Ryan’s from America and Gregoire’s fruitfulness from France, while David was raging behind Great Britain....
Ryan lay down in the second berth and while Friedrich rode his sleeping rider, Gregoire and David tasted the grammatical inclinations, which were about to be transformed into deviations of the language until all three of them were found in his rectum and dwelt in it in motion....
The two quartets who were in love with the heart, the spirit, the soul and the body of others amply demonstrates that the separation of Germany into four parts and its capital’s in four was an artifact solution dissolving like the Berlin Wall and that love destroys the walls and never puts them back again because it is the God everything and is over all....This orgy was a reminder that the Germans of today are not responsible for the crimes which their ancestors committed and that the crime has no inherited origins, to stigmatize posterity....
See you again
Damien Adaleux
LETTER 590 Damien Adaleux to Georges Labrouille 18-8-2003,
Thailand
Dear George,
My next summer destination after Mykonos was Bangkok famous for its sex tourism regarding the female and male child prostitution....
I was decided to taste both of its kinds....
The idea to find a Lolita to penetrate has always surrounded the plains of my mind. Innocence is the rival of sinfulness that always attracts the consuls of the latter, the bombing of the Chinese embassy in Belgrade exactly for the reason of that innocence of this kind and dimension betrays secrets which don't allow the mighty winner not only to triumph but to collapse in thorough and detailed examination and study of specifications that lead to eternal success and victory... Behind Thailand I was watching China which was helping Serbia and I impersonated the American who would attack a foreign country so as with his invasion to penetrate the temperament of its residents and to assimilate the cultural unconquerable with the prospect of future perhaps repellence on its own territory. Information that the innocent Chinese boy from Thailand would give to his Serb pimp prejudicial to the interests of the superpower I was representing....
With my tendency towards prostitution I reasoned that I was helping, in a substantial level, all these boys and girls who were either kidnapped by the pimping circuits that the Thai regime leaves undisturbed in its territory for commercial purposes, considering them either as an exportable product such as rubber or ivory or voluntarily because their families ceded them for a fee or even free because of the high birthrate of people in Asia which leads inevitably to the abandonment of children in the street due to the inability to pay maintenance tuition....
A help that some would say comes from my Christian and bringing up ethic, though in reality it obeys a superior law that determines right and wrong depending on the components of life, to arrive at the common ground and lead the appropriate path....A law which defines doing unto others as we would like others to do to us, if we were in their place, because it is obvious that if we weren’t in their place the components would be different and the resultant component would be differentiated largely by deviation from the original plan that would identify the nature of our purpose to cleavage and not in a phase of contraction.
A charity action, in no case; being understood that the pleasure in the body involves the concept of transaction and of sexual dialogue....
The girl I chose was called Sung Li and her lips were porphyry dyed, while her make-up much more sharply than the appropriate age like the Babylonian priests which colored their skin for fear of contact with the deities who they served..... She was petite and with black-colored hair that reached to her back and was white as the good clouds encountered in the sky after the storm has subsided....
Her age didn't trouble me especially... The purity of her heart, I was seeking..... I led her to my hotel room, while her pimp followed us like a mouse the cheese without the trap....The pimp would wait at the entrance until the process was over....
She stripped, without asking her for it and she lay down in bed, with her bald cunt..... I asked her to put on a blonde wig and she obeyed willingly.....
I was watching her as Correggio’s Danaë [171] in her enclosed tower that was her commitment to the pimps while I reveled in her body having to visit her playing the role of Jupiter in the form of golden rain.... Eros pulls the veil to uncover her nakedness so as to accept my Divinity and get some of this and so I can carry it in my heart in eternity.....
What I was asking was her youth inspired by the visual impression of the tableau “The Fountain of Youth” by Lucas Cranach[172] even if its forms were elderly supported by men, women and carriages, naked in the waters of the underworld as the naked truth to emerge young in the Upper World ..... The rocks in the top right symbolized the fat of old age, while the towers on that the prominent social position and profile.... The dinner at the top left of the tableau symbolizes the fact that entertainment is associated with the young age, while the steps of the swimming pool, that the cathartic function of water requires stages of initiation and magic....
I finished on her body and paid her handsomely but I gave her 1, 000,000 Euro secretly in a check to leave the country and leave the profession of prostitution forever. To that she consented and I was very delighted....
See you again,
Damien Adaleux
LETTER 650 Damien Adaleux to Georges Labrouille 18-2-2004, Paris,
Dear George,
Impressed by the movie “Eyes wide shut” I invited all my friends to a Halloween party in masked outfit that would be fit in ancient Rome and of course Guillaume who is a history buff would like to know better his idols closely.
In baskets next to the hall there were the Roman masks of all the emperors and I invited them to wear them to the gang bang party I’d prepared for Guillaume who was invited, only he would impersonate Pax Romana and I would the empire at its utmost acne.
Guillaume not aware about what would happen, would impersonate Ara fortunae[173] also known to many as the altar of Fortune. We tied him and after we undressed him all together in one bed that I had transposed on time in the morning for the needs of the symposium and he slowly began to accept everyone inside him, while the others was playing the phallus for good stature in this sexual pandemonium that was organized in ignorance of him.....
“Didn't you adore history, child from France?” I asked him smiling and touching his robust shoulder I completed:
“The moment came to learn representatives of the Roman Empire closer and to accept their presents, the virtue and their goods and to assimilate with speed sponge on water...” I told him and he was frightened and with the style of the persecuted after having chased him in several rooms of the palace until they immobilized him and tie him to the bed of our sexual Roman Arena....
The first who would copulate with him was Octavian Augustus to be transplanted through Guillaume his knowledge to others aspiring emperors....
Guillaume was I, sometimes and he transmitted me not the apples of Hesperides but telepathically the gifts, because of his love to me if of course the words I’m writing to you are true and that I was not the victim of my friends who loves...
So do not be estranged because the first singular the second or the third singular would not be liked and matched.
Jean decided to impersonate Augustus and during my penetration transmitted the Apollonian poetry governing my writings, the protection of the gods and their blessing, my cheery ecstasy coming from the holidays ludi saeculares, the temple of Mars the Avenger, the Hestia representing dedication to family circumstances and naturally the deification in bringing together state and religion, the revival of primitive customs, the military discipline, love for literature and the great pompous and of course the civilizing program manifested through the promotion of arts and letters culminating in Horace and Virgil flourished under your Governance....
After Jean it was Christof's turn who decided to impersonate Tiberius in our erotic relationship... From Tiberius I learned friendliness, love for anything risky and dangerous and courage needed in emergency circumstances, the love for the grandeur and glory, the avoidance of sexual intercourse with persons dissimilar to my genetic code, honesty, my sexual promiscuity which entailed an extreme sensuality, playing with all the meanings and concepts contained in its meaning, the approval of intellect...
Batiste preferred Caligula from whom I learned the romance of moonlit nights, his great sensitivity, attractiveness, a nice taste in men and women, the affection, the organizational culture, the approval of Beauty, being simple and benign with the people, the smile that reached to the depths of the earth and the absurdity of artists....
Jeremie decided to play Claudius who I loved for his kindness and for his strength to stand on his two feet beyond the adversity, his childhood naivety that made him attractive to many and the thirst for learning and knowledge that characterizes as a bright omniscient encyclopedia subjects - history or physiology - and of course his respect for the deified Livia and their relatives in despite the fact the problem of not letting him paid....
Claude was chosen in consensus to impersonate Nero from whom I got my great admiration for the ancient Greek population and my great my love for art and literature....
Duran decided to impersonate Galba, Gregory Marcus Salvius Otto, Pascal Vitelio and Olivier Vespasian. From them I got the concept of coexistence whether or not with persons who were not friendly among them fighting for the palatial throne but also the meaning of cooperation with those who I hate....
From Vespasian Francois I was taught calm temper and the cleanliness of both external spaces and interior mounted in my soul....
I received the sense of the acquis and my autocracy spirit from Domitian Patrice...
I learned the continuity of tradition and the attraction of the upper social classes to my face from Nerva Gerard....
From Trajan Louis I bequeathed the concept of insight and love but also the belief in the power of mail....
After Hadrian Melville I was taught cosmopolitanism etching indelibly but also my love like Antinous’ for the nice boys ... also his antiquarianship and his love for long trips but also my interest for the economic problems of the lower castes...
From Antoninus Pious I was taught respect and prosperity of all the subjects of the Empire…
From Marcus Aurelius Caspar I learned my love of philosophy, prudence, temperance and my peace-loving characters which sometimes repels and sometimes defends so as not to be attacked by others...
From Commodus Justine I learned to love nature and not fear its dangers, the scientific organizational skills, the receptivity of all cultures licking snakes and calm, the meaning of the approach inherent to love, the relentless assault on my rights following doctrine "kill before you are killed by others" since the natural death can be seen as usurping of the authority of God on His creatures and consequently hubris as only He has the right to remove the life of others and does not accept incitement to suicide as a convenient solution due to the circumstances which are created artificially by someone else ...
From Pertinax Louis I learned respect for senior citizens while the albino Auguste and Jean Didius Julianus the meaning of anarchy which prevailed in Rome....
From Septimius Severus Michel I learned the art of politics and manipulation of the masses through strategic plans....
From Geta Jules I learned the art of fear and tolerance of the feeble while from Caracalla the tendency of magic that pins down through the study of high-knowledge books, but also the meaning of the forecast of all kinds of phenomena and of course the beauty of Evil....
From the Makrinus Robert I learned the meaning of grisly reactions that eliminate the enemy....
From Patrice I learned the love for good because the attachment of the evil on suffering, love of purity and innocence, the symbolism of heinous acts and awe of the dark and gloomy. Also the grace of the generosity, the unexpected smiles but also the maternal love, which sometimes is consulting and other times supplementary to the problems which emerge, the avoidance of sexual relations with women because of the great respect to them and generosity to money..... Moreover the knowledge of the demons and the properties of gemstones....
From Alexander Severus I learned the virtue, prudence and wisdom...
From the remaining emperors I learned the meaning of chaos and decline....
See you again,
Damien Adaleux
LETTER 669 Guillaume Papon to Henri Trois 18-4-2004, Paris,
Dear Henri,
In my possession came letters as Lucy received from Sophie Caron and Damien’s to Louis Martinaux....
Transmit to both of them two that I do not want anyone of them to see again...
Thank you in advance.....
See you again,
Guillaume Papon
LETTER 670 Lucy Sanguin to Sophie Caron, 18-4-2004, Paris,
Dear Sophie,
Guillaume doesn't love more neither Damien nor me...He sent me a letter in which he conveys his thoughts..... He has become a famous writer and poet and as an artist excels abroad...
He was honored for his literary work with the highest prize ... Damien does not feel good nor do I.... I cannot accept it..... He’s thinking of putting a noose around his neck like me.... This is not tolerable or bearable to us.....
See you again
Lucy Sanguin
[1] an ancient Egyptian deity associated with the Nile crocodile
[2] a species of moth in the Erebidae family.
[3] small town in Egypt situated on the west bank of the Nile.
[4] knight Hospitaller.
[5] a pun or a double entendre in which one of the possible meanings carries sexual undertones.
[6] Famed for his sensual nudes and charming scenes of pretty women, Auguste Renoir was a founding member of the Impressionist movement. From the 1880s until well into the twentieth century, he developed a monumental, classically inspired style that influenced such avant-garde giants as Pablo Picasso.
[7] an American photographer who lives and works in New York City, Berlin, and Paris.
[8] a London-based artist who has been working in video since the mid-1990s.
[9] the point in the orbit of a planet, asteroid, or comet at which it is furthest from the sun.
[10] a French woman of letters of Swiss origin whose lifetime overlapped with the events of the French Revolution and the Napoleonic era.
[11] French writer, saloniste and woman of fashion (18th century).
[12] a member of the Académie française and a scholar of ancient Greece.
[13] the penultimate King of the Ostrogoths.
[14] American painter identified as an Abstract Expressionist.
[15] American composer, music theorist, writer, and artist. A pioneer of indeterminacy in music.
[16] the monumental Crucifixion Altarpiece or Calvary Triptych in the Saint Bavo Cathedral, Ghent.
[17] or repoussage is a metalworking technique on canvas.
[18] Bouche ,a French painter.
[19] “Καὶ σοῦ γε κἀμοῦ, καὶ θεῶν τῶν νερτέρων” from Euripides’ Antigone.
[20] a painter and a member of the circle of painters in Paris who became known as the Impressionists.
[21] American film by Hitchcock.
[22] person who enjoys both being dominant and submissive, and may alternate between the two in sexual situations.
[23] a major battle during the Second Anglo-Boer War (1900).
[24] a British Crown colony established in 1884.
[25] the capital city of the province of Free State of South Africa.
[26] a political and military leader who served as President of the South African Republic.
[27] Director of Intelligence, Headquarters Air Combat Command, Joint Base Langley-Eustis, Va
[28] an early sacred site on the eastern coast of Attica near the Aegean Sea.
[29] also known as the Baptistery of Saint John, is a religious building in Florence, Italy, and has the status of a minor basilica
[30] On the north frieze of the Parthenon, blocks XI–XII in particular, indicates that the leading apobates contestant is the winner in this Panathenaic contest.
[31] a three-act French comic play by Pierre de Marivaux. It was first performed in Paris in 1732
[32] ΤΡΥΓΑΙΟΣ. νη Μ η γαρ σφύρα λαμπρόν ην άρ' Ομένη, αϊ τε θρίναχες διααιίλβουσι προς τόν ήλιο», η χαλώς αύτών απαλλάξειεν αν μετορχιο*. ώατ Ιγωγ' ηδη (Aristophanis Pax)
[33] Leonardo Loredan (or Loredano) (November 16, 1436 – June 21, 1521) of the Loredan family was the doge of the Republic of Venice from 1501 until his death.
[34] Statue in the temple of Nike in the Acropolis
[35] Characters of Christopher Hampton's play Les liaisons dangereuses, which was a theatrical adaptation of the 18th-century French novel Les Liaisons dangereuses by Pierre Choderlos de Laclos.
[36] Mars and Venus Surprised by Vulcan by Joachim Anthonisz. Wtewael (Dutch, 1566 - 1638)
[37] (1515) by Piero di Cosimo (1462 – 1522), an Italian Renaissance painter.
[38] Giorgio Vasari, Saturn Mutilating Heaven (Element of Air), (1555-57), Palazzo Vecchio, Florence.
[39] It is an early triptych painting by Albrecht Dürer (1500), portraying the patrons Stefan, Lukas and Martin Paumgartner
[40] The Cult of Saint Katherine of Alexandria in Late-Medieval Nuremberg (1470-1475)
[41] a hydrated copper mineral
[42] In Greek mythology, the Nereids (gr. Νηρηΐδες) are sea nymphs (female spirits of sea waters), the fifty daughters of Nereus and Doris, sisters to Nerites.
[43] The Nereid Monument is a sculptured tomb from Xanthos in classical period Lycia.
[44] The Portland Vase is a Roman cameo glass vase, which is dated to between AD 1 and AD 25, the best known piece of Roman cameo glass and has served as an inspiration to many glass and porcelain makers
[45] Atia Balba Caesonia (85 BC – 43 BC), sometimes referred to as Atia Balba Secunda to differentiate her from her two sisters, was the daughter of Julius Caesar's sister Julia Caesaris.
[46] In antiquity it was believed (Mithraic mysteries) that once a day the great sphere of the stars rotated around the earth, spinning on an axis that ran from the sphere's North Pole to its south pole. As it spun, the cosmic sphere was believed to carry the sun along with it, resulting in the apparent movement of the sun around the earth once a day.
[47] The Oòni (or king) of Ife claims direct descent from Oduduwa, and is counted first among the Yoruba kings.
[48] Ife is an ancient Yoruba city in SW Nigeria.
[49] René François Ghislain Magritte (1898 –1967) was a Belgian surrealist artist.
[50] Pheidias (gr. Φειδίας, c. 480 – 430 BC) was a Greek sculptor, painter and architect.
[51] Francis Bacon (1561 – 1626), was an English philosopher, statesman, scientist, jurist, orator, essayist and author.
[52] Puabi (Akkadian: "Word of my father"), was an important person in the Sumerian city of Ur, during the First Dynasty of Ur (ca. 2600 BCE).
[53] Amenhotep III also known as Amenhotep the Magnificent was the ninth pharaoh of the Eighteenth dynasty.
[54] Constantin Brâncuși (1876 –1957) a Romanian sculptor, painter and photographer who made his career in France.
[55] Brancusi's most famous love.
[56] Pope Paul III (1468 – 1549) was born Alessandro Farnese,
[57] Pope Paul III and his Grandsons Alessandro and Ottavio Farnese are pictured in a triple portrait by Titian in 1546.
[58] A woodcut, probably after a drawing by Titian, parodied the sculpture of Laocoon by portraying three apes instead of humans.
[59] An American photographer.
[60] The Stanza di Eliodoro , one of the four Raphael Rooms form a suite of reception rooms in the public part of the papal apartments in the Palace of the Vatican. They are famous for their frescoes, painted by Raphael and his workshop.
[61] Bolsena is a town and comune of Italy on the eastern shore of Lake Bolsena.
[62] Cardinal San Giorgio born Riario(1461 – 1521) is the person who invited Michelangelo to Rome.
[63] Pope Julius II made Riario Cardinal Bishop.
[64] The Pontifical Swiss Guard of the Holy See stationed at the Vatican in Rome.
[65] The Lateran Council of 649 was a synod held in the Basilica of St. John Lateran to condemn Monothelitism, a Christology espoused by many Eastern Christians.
[66] St. Jerome Penitent is a painting by the Italian Renaissance master Antonello da Messina (1455)..
[67] velum, curtain or door hanging.
[68] Period of the Ice Age.
[69] Darren Almond’s work, incorporate film, installation, sculpture and photography.
[70] Women of Algiers in their Apartment is an 1834 oil on canvas painting by Eugène Delacroix.
[71] Fides Mater Virtutum Est: (latin) : Peter Martyr Vermigli's Disagreement with Thomas Aquinas on the 'Form' of the Virtues.( 1 Corinthians 13:2)
[72] The Triumph of the Virtues (also Minerva Expelling the Vices from the Garden of Virtue) is a painting by the Italian Renaissance painter Andrea Mantegna, executed in 1502.
[73] Ease of being away from Cupid's bow
[74] In Greek mythology, Adrasteia, "inescapable" was a nymph who was charged by Rhea with nurturing the infant Zeus, in secret in the Dictaean cave, to protect him from his father Cronus.
[75] The Lothair Crystal (also known as the Lothar Crystal or the Susanna Crystal) is an engraved gem from Lotharingia in North-West Europe, showing scenes of the biblical story of Susanna (855-869)
[76] The Triumph of Death is an oil panel painting by Pieter Bruegel the Elder painted in 1562.
[77] Tezcatlipoca was a central deity in Aztec religion.
[78] The Mixtec, or Mixtecos, are indigenous Mesoamerican peoples inhabiting parts of the Mexican states of Oaxaca, Guerrero and Puebla.
[79] The Key of Solomon is a grimoire (spell book) incorrectly attributed to King Solomon. It probably dates back to the 14th or 15th century Italian Renaissance. It presents a typical example of Renaissance magic.
[80] The Lesser Key of Solomon, also known as the Lemegeton, is an anonymous grimoire (spell book) on demonology. It was compiled in the mid-17th century, mostly from materials a couple of centuries older.
[81] Steganography is the practice of concealing a file, message, image, or video within another file, message, image, etc.
[82] Pyrazole is an organic compound
[83] Landscape with Polyphemus is a 1649 painting by Nicolas Poussin, a French painter.
[84] Henri Cartier-Bresson (1908 –2004) was a French photographer considered the master of candid photography.
[85] John Klekner is an artist .
[86] Antonio Allegri da Correggio (1489 – 1534), known as Correggio, was the foremost painter of the Parma school of the Italian Renaissance.
[87] Jacopo Carucci (1494 – 1557), known as Pontormo, was an Italian Mannerist painter and portraitist from the Florentine School.
[88] 2 Thessalonians chapter 2 : verse 9 he calls him, "the coming one in accord with the activity of Satan.", the son of perdition, the Antichrist.
[89] Bassano ,a painter.
[90] Ossian is the narrator and purported author of a cycle of epic poems published by the Scottish poet James Macpherson in 1760.
[91] A hippalectryon is a type of fantastic hybrid creature of Ancient Greek folklore,
[92] Philoctetes a Greek hero, famed as an archer, and a participant in the Trojan War.
[93] Aphrodite is also known as Cytherea (Lady of Cythera).
[94] A public advocate usually appointed by the government or by parliament, charged with representing the interests of the public.
[95] Urs Fischer (born 1973) is a Swiss-born neo-Dada sculptor living in New York.
[96] Under Charles I of England, the Puritans became a political force as well as a religious tendency in the country, who saw the Church of England moving in a direction opposite to what they wanted, and objected to increased Roman Catholic influence both at Court and (as they saw it) within the Church.
[97] The Battle of Anghiari (1505) is a lost painting by Leonardo da Vinci. Its central scene depicted four men riding raging war horses engaged in a battle for possession of a standard, at the Battle of Anghiari in 1440.
[98]Celestial cartography, uranography is the fringe of astronomy and branch of cartography concerned with mapping stars, galaxies, and other astronomical objects on the celestial sphere.
[99] The Death of the Virgin (1606) is a painting completed by the Italian Baroque master Caravaggio. It is a near contemporary with Caravaggio's Madonna with Saint Anne now at the Musée du Louvre.
[100] Jacques-Émile Blanche (1861 – 1942) was a French artist.
[101] Bernard Boutet de Monvel was a French painter, sculptor, engraver, fashion illustrator and interior decorator,
[102] Joseph Marius Avy Jean, (1871-1939). Artist genre painter, landscapes, wall decor, pastel artist, illustrator.
[103] The Madonna of the Stairs is a relief sculpture by Michelangelo in Florence in 1491 when he was about 17.
[104] Giorgio Vasari (1511-1574), one of the most famous interpreters of Mannerism, experimented with all genres.
[105] The Virgin holding the infant Jesus upright on a carved rough stone ledge, looking down at the infant St. John, who leans forward urgently from the left, holding a banner inscribed 'Ecce', a lamb at his feet, the child looks to right (1794).
[106] Fra' Filippo Lippi (1406 – 1469), also called Lippo Lippi, was an Italian painter of the Quattrocento (15th century).
[107] Piero di Cosimo (1462 – 1522), also known as Piero di Lorenzo, was an Italian Renaissance painter.
[108] Aristotle
[109] The work, by the German artist Martin Kippenberger, who died in 1997, depicts a frog nailed to a cross with a mug of beer in one hand and an egg in the other.
[110] A spermatogonium (pl.: spermatogonia) is an undifferentiated male germ cell, originating in a seminiferous tubule and dividing into two primary spermatocytes (a kind of germ cell) in the production of spermatozoa.
[111] Marcel Duchamp (1887 – 1968) was a French, naturalized American painter, sculptor, chess player and writer whose work is associated with Dadaism and conceptual art.
[112] Jan van Orley (Flemish, Brussels 1665–1735 Brussels)
[113] Charles Le Brun (1619 – 1690) was a French painter and art theorist, declared “the greatest French artist of all time”.
[114] Jacques-Louis David (1748 – 1825) was a French Neoclassical painter, the preeminent painter of the era.
[115] Jean-Marc Nattier (1685 –1766), French portrait painter and miniaturist.
[116] Charles-André van Loo (15 February 1705 – 15 July 1765) was a French subject painter
[117] Fontana del Tritone (Triton Fountain) is a 17th-century fountain in Rome, by the Baroque sculptor Gian Lorenzo Bernini near the entrance to the Palazzo Barberini (now Galleria Nazionale d'Arte Antica) that Bernini helped to design.
[118] Washington State Society of the Sons of the American Revolution.
[119] Henri-Joseph Harpignies (1819 – 1916) was a French landscape painter of the Barbizon school.
[120] Jean-Antoine Watteau (1684 – 1721), was a French painter who revitalized the waning Baroque style, shifting it to the less severe, more naturalistic, less formally classical Rococo.
[121] John Singleton Copley (American, 1738–1815). Rebecca Boylston is depicted in a manner that sets her apart from other women : plump, formally attired, contented matriarchs who sit passively upon upholstered chairs in dim rooms;
[122] The Art of Painting, also known as The Allegory of Painting, or Painter in his Studio, is a 17th-century oil on canvas painting by Dutch painter Johannes Vermeer.
[123] Jean-Auguste-Dominique Ingres (1780 – 1867) was a French Neoclassical painter.
[124] Medieval Greek Romance.
[125] Simon Vouet (1590 – 1649) was a French painter and draftsman, best remembered for introducing the Italian Baroque style of painting to France.
[126] Pheme (Gr.: Φήμη, Roman equivalent: Fama) was the personification of fame and renown, her favour being notability, her wrath being scandalous rumours.
[127] Fortuna Redux was a form of the goddess Fortuna who oversaw a return, as from a long or perilous journey.
[128] Valentin de Boulogne (1591 – 1632), was a French painter in the tenebrist style.
[129] Augustus created the cult of "Mars the Avenger" to mark two occasions: his defeat of the assassins of Caesar at Philippi in 42 BC, and the negotiated return of the Roman battle standards.
[130] The Ara Pacis Augustae is an altar in Rome dedicated to Pax, the Roman goddess of Peace.
[131] In Greek mythology, Amymone (the "blameless" one) was a daughter of Danaus, the one Danaid who did not assassinate her Egyptian husband on their wedding night, as her 49 sisters did.
[132] Jan van Orley (1665 -1735) was a Dutch painter. He was known as a designer of tapestries.
[133] Maurice Quentin de La Tour (1704 – 1788) was a French Rococo portraitist who worked primarily with pastels.
[134] Jeanne du Barry (1743 – 1793) was the last Maîtresse-en-titre of Louis XV of France and one of the victims of the Reign of Terror during the French Revolution.
[135] Hyacinthe Rigaud (1659 – 1743) was a French baroque painter of Catalan origin whose career was based in Paris.
[136] Anton Szandor LaVey (1930 – 1997) was an American author, carnival and circus performer, musician and occultist. He was the founder of the Church of Satan and the religion of modern Satanism.
[137] Aung San Suu Kyi is a Burmese opposition politician in Burma. In the 1990 general election, she was elected although she was detained in house arrest.
[138] DEUKALION and PYRRHA were the first king and queen of Northern Greece. Deukalion was the son of Prometheus, the creator of mankind, while Pyrrha was the daughter of Pandora, the first woman.
[139] The Deposition of Christ, from The Large Passion.
[140] Giovanni Lanfranco (1582 – 1647) was an Italian painter of the Baroque period.
[141] Jacques-Émile Blanche (1861 –1942) was a French artist.
[142] The Architect and the Emperor of Assyria is a 1967 play by Fernando Arrabal produced in 1970
[143] Edmond Lachenal was a draughtsman, painter, sculptor and ceramist. He had a romantic liaison with Sarah Bernard.
[144] Georges de La Tour (1593 – 1652) was a French Baroque painter.
[145]Portrait of Maria Adelaide of France, Daughter of Louis XV Dressed as Diana, 1745, by Jean-Marc Nattier.
[146] Philippe de Champaigne, (1602 – 1674), was a French Baroque era painter, a major exponent of the French school.
[147] Anne-Louis Girodet -Triose(1767 – 1824) was a French painter and pupil of Jacques-Louis David, who was part of the beginning of the Romantic movement by adding elements of eroticism through his paintings.
[148] Conversation in the park by Thomas Gainsborough (1727-1788), oil on canvas, 1746.
[149] The Ecole de Fontainebleau (c.1530–c.1610) refers to two periods of artistic production in France during the late Renaissance centred on the royal Château de Fontainebleau, that were crucial in forming the French version of Northern Mannerism
[150] Diane de Poitiers (1499 – 1566) was a French noblewoman and a prominent courtier at the courts of kings Francis I and his son, Henry II of France. She became notorious as the latter's favourite.
[151] The Abduction of the Sabine Women (Latin: Sabinae raptae), traditionally dated to 750 BC, is a myth of Roman history when the first generation of Roman men acquired wives for themselves from the neighbouring Sabine families.
[152] Bearing a crown.
[153] Hersilia was one of the Sabine virgins who had been abducted, later wife of Romulus.
[154] Portrait of Madame Récamier (1800), by Jacques-Louis David showing her in the height of Neoclassical fashion, reclining on a Directoire style sofa in a simple empire line dress with almost bare arms, and short hair "à la Titus".
[155] Nicolas Poussin (1594 – 1665) was the leading painter of the classical French Baroque style.
[156]Enguerrand Quarton (1410 – 1466) was a French painter and manuscript illuminator whose few surviving works are among the first masterpieces of a distinctively French style.
[157] “On 24 April 1453, Master painter Enguerrand Quarton ... and .... agreement with the Lord "Jean Montagnac" here, to paint an altarpiece ...” from the artist’s diary.
[158] Sebastiano del Piombo (1485 – 1547), was an Italian painter of the High Renaissance and early Mannerist periods.
[159] Patrice Lumumba (1925 –1961) Congolese independence leader; its first democratically elected leader of the Congo.
[160] Baudouin (1930 – 1993) reigned as King of the Belgians from 1951 until his death in 1993.
[161] Plato, “Politeia”.
[162] Edgar Degas (1834 – 1917) was a French artist famous for his paintings, sculptures, prints, and drawings.
[163] Francisco José de Goya (1746–1828) is the most important Spanish artist of the late 18th and early 19th centuries.
[164] King Richard III, by Unknown artist, oil on panel, late 16th century.
[165] Paolo Caliari (1528 – 19 April 1588) was an Italian Renaissance painter based in Venice, most famous for large history paintings of both religious and mythological subjects.
[166] "Hephaestus's Workshop" - by Diego Rodriguez Silva Velázquez, God Apollo informs god Hephaestus that his wife Aphrodite has cheated on him with god Ares, oil on canvas, 1630.
[167] Maria Anna Angelika Kauffmann (1741 – 1807), was a Swiss-born Austrian Neoclassical painter who had a successful career in London and Rome.
[168] Foucault Jehan, was the son of Aubert de Saint-Germain Beaupré. Charles VII gave him in 1450, the command of the city of Lagny, he defended gloriously against the Duke of Betford.
[169] The Three Ages of Man or Reading a Song is a 1500-01 painting by Giorgione, now displayed at the Galleria Palatina within the Palazzo Pitti in Florence
[170] Gerrit van Honthorst (1592 – 1656) was a Dutch Golden Age painter influenced by Caravaggio.
[171] Danaë is a painting executed around 1531 by the Italian Renaissance artist Antonio Allegri da Correggio (August 1489 – March 5, 1534), the foremost painter of the Parma school of the Italian Renaissance,
[172] Lucas Cranach the Elder (1472 – 1553) was a German Renaissance painter and printmaker in woodcut and engraving.
[173] Fortuna Redux was a form of the goddess Fortuna who oversaw a return, as from a long or perilous journey.
[Wc1]
Sponsored
💖 Find Your Perfect AI Girlfriend
Ready for a unique connection? Meet your dream AI girlfriend who understands you, shares your interests, and is always there for intimate conversations. No judgment, just pure companionship!
💋
Steamy chats and intimate moments, available 24/7
💝
Personalized girlfriend who adapts to your desires
✨
100% private & secure - what happens here, stays here
🔥 Special Offer: Start Your Journey Today! 🔥
lets-arelis
Oct 23, 2019
erotonomicon volume 1-english version
ARELIS
EROTONOMIKON
THE MEMORIES OF A DECADENT LIFE
LETTER 1
Damien Adaleux to Cesare Nerval
10-7-1997, Paris
Dear Cesare,
When the hour and the minute hand pointed vertically to the South of Big Ben, Lucy-Aurora rose with her float from the open book-which we riffled during our battle to see who is going to raise the palm- like an offended donkey who was vibrating harshly on her backside by her imaginary master. Animals know no negotiations. They identify practices that are leading or amongst partners.
Every attempt of mine to cultivate the only name that should dwell in her heart proved fruitless due to momentum in the highway of the senses. But the more intensely you experience pleasure, the more she becomes automatic. I remained Benedictine with my diagonal, purple wand waiting to receive the title of the founder of her small city though unsuccessfully since the Ippokrini I bore was dry. The temple of Saint Sofia, a victorious general.
I was looking at Heaven’s floor like an Adam without foliage and sin. Like the school life in one colour. This made my pen turn on the spindle of the quest for originality.
Dethronement is experienced soundly after it is comprehended and follows the mind’s dives and dialogues. However, I was not looking for reactions to my callings but only a hallucinogen so as to bring them down behind the castles of Oblivion which I besieged with my sling.
I did so without delay. I talked to my little friend Jeremy who is loyal like a dog.
The leader Saturn was absent from my Olympian house during those two days of rest.
Rea was absent too since they had long drifted apart.
My Amaltheia was sepulchral. Desperate to rise again, yearning for her Milk, like a sapling with delicate roots ready to break by intruders which rides the caresses of the Bright Sun and the Pure Poseidon as the only lifesaver in order to refute the reasonable and set up the exception to the rule.
The dark grass like a ghost on the face of Jeremy, his locks with the colour of the wheat and an archaic ribbon reminding of the ornamental ones of the Master of Music, his eyes sparkling with the shade and honour of the Corinthian Gulf and his ears worthy of a Pan…
A numinous Uriel who combined the fracture and the union of the human core’s atoms, for the understanding of the Circle and the Idea.
It desired to play the lyre to the Lark of my pants, so as every inch of me could listen carefully to that cord, like a special Being that demanded respect and paganism.
I told him to sit on the chair so as his true nature could be seen from my forehead.
I turned on the radio and out came melodies. I was looking for complicity. To me it was inconceivable for a lyre to exist without a symphonic orchestra.
I immediately embezzled his cloaks for I was a cat from starvation milk for forty days and every night.
But my soul’s heat turned the famine into thirst and me into a dog that wanted to be nurtured from every inch, to show the traveler the affection that came after the coming of many Saturns on the Island.
The rings of his feet were the beginning… So refined and polishing like a table full of dirt, dehydrated and ready for a new celebration.
My face transformed into a white flag when my tongue conversed with the thick toe of his right foot to invent the proper measures. If with sparkles I had desired it then it would have waved and acquired irrational and unrealistic folds.
It did not take long for my tongue to move the measure to the left. It always had a great sensitivity for the left-footed.
The Right corner expresses the greatness of the measures and the soul of Bismarck’s army. The Left always proves the exception to the rule:
a) that we can be led to the same result if we follow myriads of different ways which many of us handle and b) that anyone can reach the circle’s beginning starting from the end with the same interaction that he could have if he kissed the unit to give an orgasm at the end of the g spot.
Fibula, calf, knee, thigh bone of the fate…
Bus stations with a co-operative beginning… Terracotta legs of a debauchery colossus…
He was feeling the torch for the elevator and the flame. I had a covert dream: the recreation of one of the seven wonders of the Ancient World so as my father, who as I have mentioned was on holidays, would be defeated.
But Jeremy had dreams too: the experience of a miracle that he had acted.
If you cannot be transformed into a Commodus in this life you take his part and with temporary success you detain the applause from the invisible audience that surrounds you with the curtains of the room and silent testimony.
I invited him to make my bed, ornate with numerous roses, our shroud.
He accepted it with no cause. We depicted the standing symbol of the Cancer. Our silhouettes in perfect proportion, since each of us had stood on the adapted ruler of the situations.
In this Dionysian celebration, Bacchus and Satire were altered in the complex of Kronide and Ganymede. An illustration not from Paros but from hide and of sweat; not like a cenotaph at all.
My mouth became a kidney to process every flavour which differentiates her appearance into bitter chocolate or Andalusian water, cloth and toxins when the body weakens.
On his spear I was seeking, like Pentheus, to become a Columbus of what I could not do or to make mine whatever it was that I scorned. A small story of an initiate, who was not tested in his retrogression, was hidden in every side of it. My tongue became a volleyball racquet which pushed the bullets towards an unknown rival with the blinds of a supply teacher.
Unfortunately, their place on the north quarter’s infinite spots was weak. According to Physics, there is a specific spot depending on the human abilities towards which a sphere can be thrown. But does reproduction have life? Does anyone know the deeper meaning of these balloons? The wheels of their surface were enough.
Needless to say that in every initiative of mine taken in my own spaceship he had responded, following the beginning of imitation which is the most essential in life.
Even cars reproduce the human figure. Another notice showing that man through technology can make it human but at the same time his god. Who has not been awestruck when seeing their eyes-lights and their sharp teeth? The repetition of the Four-feet Era with that of the Four-wheel Version.
Perhaps I wanted my tongue to be Tangential with the Unknown’s Past and to take part in the Story of the Universe which at the moment is weak.
My life’s shell approached my ear so as I can hear it and communicate with its elimination code. When you cannot win your faceless enemy, try to find a picture of him or having your imagination as your shotgun find a model to surrender to him. It is essential to design our rivals, even the ones that do not exist, so as not to be led to self-destruction. In an alternative case we make our moonless self the enemy and we thrash him at the Catalaunian Fields to ensure the empire of the Shining One.
The time has come for me to taste the game in all its dimensions and through the relic of my mind to condemn it to impalement. After all, the Bastille is the body of the mind and Marathon’s tomb for the soul. The dictations push the mind to complex conformities that sometimes have ways of revenge.
I was observing as a Neutral supervisor in the Third dimension what was happening above the operating table while the kerykeion of Hermes made me numb and my body was becoming the Velouhiotis of my thoughts. That could not have been me. Maybe a Pausanias-wanderer. The core of yourself has become spiritual in such Druid rituals. You become something else. Perhaps a shapeless mass of iron or a trapped astronaut in a black hole that instead of swallowing it, it lures you into her own depths.
For me it was the second choice. My tongue read the New Translation of the decomposition of food. The sign of prices, a traitor. While I was spitting on it on the scales of this aperture, it was descending without ever separating from it. It had the place of honour because it was the street’s wise one and knew many languages like diving, victory, the linear script, the pencil sharpener, the tear and the caress.
I was a Rodin in this hole and a great wonder for what I could not ever do to myself due to lack of flexibility-unless I was a faqir- I did it to Jeremy. I was wondering while I was carrying out my work whether we do to others what we can not do to ourselves. In a different case I believe that we will preserve these privileges exclusively for our “ego”.
I saw on Jeremy’s left thigh-as much as my occupation with my ascetic work was allowed- an Indian prince with a feminine without weights, a scene of intercourse taken from Kama Sutra: a racist book, I wondered, about homosexuality.
Nowhere any enactments of men or women at their wedding’s Netherlands. A textbook of social agreements, after all. However, it leaves imagination free to fly for all of us since we do not confine ourselves to the suggestion that only our solar system is inferior to us: our verbal! It is not possible to explore any more.
The thing that lightened my relationship with him was “give-and-take”. Both being Libra without weights and chains, without Trial like a crown on our heads or Punishment with her lame leg chasing us for a crime so anonymous trying to arrest us. In this union, both I and he were not on the side of any sexual, spiritual and moral category or even ontogenetic… This word was to us the X factor. We were like the amoebae which had multiplied on their own… The thoughts or the actions were as many as the beings…
<<Proteus of love>> he used to call me and me, <<Aeolus of the sea>>.
These delegations of duties brought, as far as he was concerned, howls of wolves and as for me some money in my mouth, paper coins of no value and secondarily gigantic, a light of his expressed vitality. I saved her like my soul, until my will was broken and I returned the change that equal the ones of less value to end with those of major, so as the eagerness would gradually become enormous.
My mouth like a moneybox with expiration date, like a shooting star that smites the Adriatic Sea or a teenage love with doubtful duration(but always a teenage love)…
After this diffusion of mutuality, Jeremy rose and due to the obvious dictate of society, transformed with his fins into something totally different from what he was in bed before.
Dream Book: The delight of crabs will bring a strong share-out.
“I have to kiss my girlfriend on the Eiffel Tower”, he said with an apologetic tone and without even looking at me as he was ready for that hastened departure, like Socrates. Or perhaps because he felt so guilty for what had happened before. From iambus to elegiac poetry…
He chose the Eiffel Tower instead of the one our bodies had created; even though destructive so as to give the impression of unstable and vulnerable to the Mongolian incursions of social comments that give a reproof for the divergent way of racial action or because he likes to fight the manuscript with masks… The besieging Goths at my Rome… But no invader will take my Rome away. I built it and I will ruin it. In her there is Birth, Fall and Greatness. Seven hills which are the Light of my life. Only if I had seven males and seven females I would send them to the Labyrinth for the Minotaur of Hell to devour them as dessert.
Till then I am vigilant and I protect.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 10
Damien Adaleux to Jeremy Cloix
5-9-1997, Paris
Dear Jeremy,
Tonight at sunset, no cheerful Saint with gifts and reindeer knocked on my door. It was Gerard.
His silk shirt became a symmetrical treble clef with his short, thin, anorexic body which seemed to have been in cryonics. He was a student of Pastoral Theology. He used to fast quite often.
The son of a Hecatonchir, businessman and dear friend. His beady, emerald eyes reminded me of a few sayings about the magical characteristics of the stone when it is worn.
If I had invaded his territory I would have been enlightened and I would have obtained his wealth. It is an ecstatic feeling when the crinolines are tainted. I imagined Yggdrasill’s roots reaching the core of the earth and my inner weak determination. A Samson from Trapezounta with no blood.
All these have not been inscribed so as you can feel the injustice coming from the loss of the first prize. Do not make an expostulation about all the recent losses but imitate the life of a prodigal Augustine.
He asked to be baptized in a steam bath which was made by my father, who is the first minister of the country so as I can live an easy life. Luxury is always the best weapon for the reiteration of intrigue.
“Ask and you will be given!” a gipsy once told me. I could not resist this saying’s power and consented to it without a fox’s thought.
He put his diplomas outside my Turkish bath and he entered, like his soul, with a pelican’s towel.
I was watching my prey like a raven from the system that had been installed in my office which was connected to cameras inside and outside of the Turkish bath and described the movement of the moment in way so firm like Nevada’s rocks. His chest’s muscles were parallel lives, like the perfectly set fields of Thessaly where I was on holidays for a few weeks last summer…
The paralysis of his nerves from the steam and the high temperature which reached the borderline of faint was the last of Pandora’s gifts and the urge for an unexpected experience. I saw with relief his eyes that were half closed and full of sweat he was breathing with great difficulty. He was between Sleep and Death. I had to take the opportunity and like a Naked Fool I would make his white towel like the universe.
I quickly descended the stairs that led from my office to the place where The Painter of Death was making the urn-like sea-gulls.
I found myself in front of the Gate of the steam bath with the ten glass tiles that were separated from the oak ones, like I have imagined the Gates of Heaven. The keys were on the door alone and neglected. I became their concupiscent godfather. I was going to be a Roman Catholic priest in this ritual with the blissful water stemming from me and going on the prodigal saint so as he could be transformed into a prodigal impious in speech and deeds…
Any hesitation would be a retractable interrelation. With a silent push the door cracked a little and I appeared in front of one of my inexperienced students.
He had his birthday in September like the queen Virgin. I decided to change his date of transpiration. His sugarcane-like face was like Lucy’s whom I deeply desired when she was miles away from me.
She was working for her newspaper with the acknowledgement of undiluted wine but also with devious sparks of resistance and protest that had not been expressed because the eye above the pyramid was not insignificant but had been loved in the rubies. She was sent to Londinium to cover the funeral of the kind-hearted princess.
My substitute was finally found. His rosy cheeks meant not only health but also modesty. That is why I wanted him to have been painted in citrus. His poppy-like braids were like Lucy’s but coming from the sun. He had the courtesy of a Wise Lion with a royal purple. He lacked the scepter and I was addicted to covering the needs of people who had eclipses or gaps so as a content could be given to the parts of the New Testament that were not offered to those who were not at the slaughter houses.
I closed the door in the same way I had opened it without him understanding a thing. As it is common in the kingdom of toads the tongue flies so quickly towards the appetizer-insect that it never felt the Gorgo until it was too late.
I sat next to him at the same “table”. That towel was the Iron Virginity that had to be translated into a fraction with him being the denominator and a lowest common multiple in desire’s collaborations.
With my robust hand I was imprisoning the keys and with my left one I was touching him on the knee up to his Mediterranean pelvis.
In this exploration the silkworm should have met with a plug so as the blackout caused by my soul’s lust which gave its extension to the half lit steam bath could have had partial power supply like Albania. The generators belong to the gods; not the mortals.
Pretty soon sparks had dashed from his wire and he made the mistake of his mine from his February Olympics.
My first plan failed before it had the chance to flourish. I had to put my back up plan in action.
His empty photocopy became a flag on my Doric head. A halo of truth… His statuesque bearing was in a butterfly position. I was attracted by his funnel, like the magnetic compass attracts the iron filings.
At that moment I tried to approach his belly’s Oracle of Delphi for his Ideas and his Prophecies to spring up. My wire was in athletics with obstacles. It is not in the plug it belongs to, but in a similar one. Who said that the path to Virtue has not been sown with malodorous and bloody echini that have bloomed? His hair became the shackles of his hands. Who said that under unknown circumstances our strength cannot be our greatest weakness? His mouth kissed the beggar’s hand like a proper silencer. My torpedo rekindled his wanted senses. He seemed to have accepted the accomplished fact. He sucked my thumb like a toddler but not his creeks. He was trying to return to the beginning of the birth.
The tear and life exactly like miscarriage. I cried inside of him and with the key like a blade, indifferent to the amnesty of his life imprisoned hands, his hair was weakened…
He faced the severance of the experience in my house and at school. I have always been a personification of it. Everyone has the delusion that someday they will store it but nobody realizes that Heaven has sloughed us off and that we desire to celebrate the Restoration of the father by committing adultery with the Earth.
He did not dare to look me with his own eyes. I had done the same.
He was shaking like a whale that had gone astray, waiting for her return to half life. In the end, death is also breath. This is what a beggar once claimed and everyone had noticed “props” in his speech. Thus, I can handle this saying to be considered a god too… Usurpation of authority…
I gave him the keys so as to tempt him to unfold in the Gates of Hell.
To conclude, whether somebody will go to Hell or Heaven will be determined by the way he handled the crucial moments of his life and by expiation.
I opened widely the Steam bath’s door and I did not look back nor closed the door.
Never has a closed door behind u been locked.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 20
Damien Adaleux to Jeremy Cloix
15-9-1997, Paris
Dear Jeremy,
Like Pluto, I am expecting Lucy rabidly even though I am aware of her devotion to her Mother-Work since March.
They say that when the cat is absent then the friendship of men dances a waltz. Nobody can agree more than me.
I invited three old friends to celebrate my birthday.
Tony, George, Jean and me, sitting at the four chairs of a table, were splitting the portion of hashish so as to pretend we were Pythia. The hypocrites for an ancient Greek comedy must always be four.
Tony was inconsolable for his unjustly lost girlfriend, when the airplane she had on was flying like Icarus to decorate the sea of Middle Earth…
On the other hand, Jean had broken up with his girlfriend because she caught him in bed lost in the webs of “Kirki”.
George was in no mood to tell us anything of value.
When you have friends you are obliged to tell them every little exclamation mark of the unseen side of the moon, like a simple soldier does with his captain.
I suggested they stigmatize themselves with the suit of the burnt pines. They accepted it without their cheeks to swell or become red.
On the sofas in the living room I had carnival and feminine ornaments, fabrics, masks and stuffing to give a sense of bulge, all scattered like offering stones at Etruria’s altars which you expose for the dangers like a sign of piety but you also avoid them.
I succeeded Seine’s flow. We were comfortable with our new clothes, like a poor man who wins billions in lottery and adjusts to the new facts so all this cannot be seen as the beginning of Luck and expectations or not to expose his humble origin to his new caste.
In the Room of Mirrors George’s lips were pale and Toni’s cheeks with Jean’s eyes were coloured. I was merely the lowest common denominator of his fake eyelashes.
Urged by our corrupted bliss, the omen of the Kozaks was deified in our palate after it had sexual intercourse with that of Champagne. We wanted to spread the news about the orgiastic ceremony from the West to Zagreus’s East.
A certain quantity of liquid flora and fauna gushed from the floor of the Parthians at George’s constitutional diverse units and became visible as a reactor by an amazed me.
This rare stellar phenomenon had to be made into a film.
A Marseille kiss should be given to George by Toni. His first reaction was repulsive.
“Are u a turkey, French kid?” I asked him and he said he had never felt that way…
“Traditional grammar has strict rules”. Whatever applies has to be accepted even by one of them. I filmed, Jeremy, the decadent idea of his obedience, as a gift for your forthcoming birthday.
Tony was on the ground after all this, bursting into laughter. On his knees on Aladdin’s carpet, he prayed to his God and his head along with those of Jean and George had been incarnated into an Argo of the Symplegades. “It is time to pray in a different language” I told him begging.
His head was a bisector in a triangle of skirts, undecided about which hand grenade to disarm before he is eliminated. A vague mass of drapery barely indicated the vehicle’s directions. The Jurassic Stones were covered in his mouth and thus he was transformed into a Golden Horn. The dovecote did not misbehave. Bad omens from the Olympian gods. Slates of mosaic with Sarlo’s gulf in the prehistory of trial.
In a little while their Caspian Sea would gush and the dove like a Cherub would be promoted to an unknown cloud.
But for Toni, this ultimate contact was not orgasmic.
Those Titanian Stones, now sealed, had two craters and were surrounded by bear’s skin. It is like a hundred devious horses have gathered to the zero point and rolling they emerge with the greatest power.
George and Jean with their soul’s half closed mirrors magnified their ego, identifying Hyperion in each other.
However, it seemed like their mouths were an opposing Pile of Hermes. One was offering the other oxygen and love. It was then that I remembered love is the oxygen of life, which when exhaled to your other half, becomes carbon dioxide. All this reminded me of a conjuring trick of the adolescence: the girl that disappears in her vertical coffin along with the knives.
I admit that I was always curious to see what is hidden under a dress. All the more so now that I had two in front of me.
The dove emerging from the earth, whiter than ever, was swallowing the rim with its archaic, holy smile like a game of a safe life.
With a deer’s flexibility, Toni bowed in front of the sofa and invited the devastated Jean to come into the turbulent doll’s house where George, who was closest to him, had cut the silk and thus had exposed the roof. Also he poured citrus juice on him so as his lazy dust could barely sleep. He rubbed him with a sponge so as a series of plastic dolls parading in front of the precursor of Virgin Mary’s icon would have Ptolemaic hospitality.
“I am ready to welcome him!” said Toni the host, who wanted to celebrate his friend’s birthday with the proper Laurentian way.
With his entrance into the middle aisle, Jean wanted to place the bread and wine on his friend’s Altar. His deacon thing even though bent, was risen and the congregation could feel the earthquake of his respect from the pillars of the side aisles. Till then those who were not deacons could not be in the Altar. But if the others are guinea-pigs and you the scientist who experiments then the first time can never be the last one. The way to Holy Communion demands Gargantua’s persistence. And he was also forced to float from the area where women sit.
A few pillars were stopping him with mud so as he could not reach the car’s wheel and people were throwing him Gedrosian paint so as to blame him for a crime. Jean had found a supporter in Toni who helped with the constant attacks of the enemies. There could be a tearing of his clothes and the amulet could be holy in the Altar. The subject is always the erotic desire.
Tony as a cognate object and George as a second subject gave him a flute to play a melancholy rhythm while Jean having the ideal equilibrium was stirring it inside his doll’s house.
He ended though in a testosterone acme on billy goats skin, playing a paean in pastoral note like Attila before his bow was broken.
The defender of “passive resistance” and I of the dictum “an eye for an eye”.
There were the tones, the semitones and the intonations that always supplied the voids of his psychological stave. Perhaps this arrow symbolized the help of Father Ares whose, as a member of the Salian order, I was a careful caretaker since it was separated from the Earth and Uranus.
I and he were both malleable kouroi, illegitimate and renounced.
Claudius once ordered Messalina to be executed. Thankfully not in my usurping case.
Jeremy you know that I was not born in Paris since my father was at the 45th parallel as an ambassador for many years.
For my opium and my Swiss love army I demand a cheque from my father. When this is not enough I threaten him with the publication of past mistakes. This letter would be ecclesiastical for his political career.
I may not be Phoebus but I have the inclination to transform into a villainous Hercules. I do not know my real father… The poppies, the grassy paper candles, the swollen bosom or the farm’s dogs?
Whoever Pindos will stand on my Egnatia way, I will pretend to be Hades inside Pluto. I commit this hubris to provoke Deism.
After this interfering sentence let us move to our original one.
Toni’s mouth was in the end a fountain of swans that made George quit.
After this Victorian change order was given to objectify the subject of the sentence.
Calmness and spin…
Bliss of two categories into one, like a myrtle into a laurel wreath.
My opinion about an indent in Jean’s waist was a leash that through its opening made him retire.
The return of a hypnotized man to life. I read the truth that had been stolen from him.
I presume that the truth is for everyone something to have forever. I will not say whether Joan of Arc was listening to voices of ambrosia or her own self or whatever Nature dictates. I am a friend of the material. Not of Hypatia… It is vain to pretend being something you are not. Oxygen becomes water when it has intercourse with the hydrogen.
Every human quiver is a heterogeneous substance that contains a code of numbers that has to be memorized as to steal the other’s treasure when the moment is right. For the most profitable union or that with the least results as negative, the proper combination must come from you.
I am a hog which loves to indulge into the gutter of immorality. I believe that you must help your friends and return your enemies like a string of beads back to myspace. I have no doubt about my virtues but I do not ask for someone to be in a position to defame my omnipotence…
A dove whispered in my ear that you were seen in London with my hereditary Juliette. I though I was once a Patroclus- lover…
Whoever pretends to be a Paris with my Helen then I will become his Menelaus:
a) for he is not only mine and b) for whoever trespasses her is a Trojan.
Jeremy, I never threaten anyone so as he never has a lead in my wishes and my actions. My scorpion’s tail reaches the ground with no notice and with the Leukothoe that I will be wearing I will break all the doors to find you. If from my Diabolical Primacy you see her again then you will not have the right to sin anymore.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 30
Damien Adaleux to George Labrouille
1-10-1997, Paris
Dear George,
The other day I had a nice evening surprise for my tunics that were not detached from my skin: from the solitaire they were laying on the table for reasons of balance with the old pest of the American usury.
I made a deal with a model agency for a temporary buying and selling. “Eastern Europe at the gates” was its title.
I always looked at other people’s bodies as being services on which you satisfy every gastronomic pleasure. It is not pointless to take advantage of the other’s indisposition. Our putrid soul and our damaged tastes by the star of dog become an arrow on the girls’ pears.
Anorexic due to marijuana abuse and thus ready to succumb with scruple to the maximum number of clients. Many of them keep the torch in an Olympics film of strawberry garlic.
The bell chimed and out of the church there came a little, skinny, untrained, black girl… For breakfast she had a heroin injection. We would be the main course: the triumvirate that was made after the assassination of Julius.
On her face you could see the fear of uncertainty. She would allow the army of Mohamed to enter her Saint Sofia…
It seems she knew that if we had sent her to the Lake Aherusia she would not have been looked for. She did not have any belongings, name or identity… Another immigrant who entered the country illegally. A woodcock in decay and I the unpunished angry hunter, the son of a wealthy man for the tour inside the palace of Queen Christine, Lucy and Jeremy.
I ordered her to take off her clothes. Pointless for someone to reach the onion’s core.
She lay on a mattress at the centre of the living room.
Jean was looking to get mother’s milk from her nipples that an antelope with overexcitement has when she notices the hyena in the jungle. The way of manipulation was like the Discovery of America. His father stood like Zeus and nourished him inside the head. Another photocell prayer from the lamp’s jinn.
Like him, I was loyal to the spirit’s domination.
Toni and I were licking her lips that were deformed like brain’s cancer cells…
A sculptor must have no home. The truth should have been enacted with our tongue which is a more exact chisel so as the idea of Hedonism could have been shaped.
The introduction of the Babel of languages was done and was asking from our pickaxe the alphabet, the Latin one, the English, the French, the Russian and the Runes or the multiplication table reversed or rational.
Aristocratic patent from parental teaching. Children of the High Society… After all, language has always a use of variety. It will depend on your style whether you will follow the historical-comparing grammar, the traditional, the structural or the genetic-transforming one. The lessons of language are the most important so as not to seem like you have the disease of love’s illiteracy. It is not enough anymore to want somebody. The Cyrillic will change its meaning according to its surrounding and with which word, morpheme, phoneme it will be lined. The proper articulation and utterance can play an important role like the ironic tone or the judicial, the pretentious or the rhetorical one at the wheels of Pelops’ carriage. After all, people speak an Esperanto that has been disguised at the infinite levels of the mirror: “Interest is above all”.
We were looking for the node of our linguistic bombarding to explode at Aphrodite’s mountains. Light floods, visitors of our Anglosaxonic that united at some point…
The common cause can bring together old enemies… All the more so, friends…
She was not wearing a red cap, disorientated in Amazon with the moon as her crown. Something else was double and had to be covered at the scrub so as she could be accepted at his grandmother’s house before she gets devoured by the bad wolf…
The role of the victim is not a process I enjoy but it has always come before Orion.
She had exposed herself in an extra terrestrial, formless mass of hedonistic aura and that caused a repulsive inclination towards love.
Toni came from the narthex into her building which was like a Basilica and I from an arcaded window like an unknown thief.
“I won, Solomon!” Jean was shouting towards the patio, watching a fountain from the dome on which the inscription: “NIPSONANOMIMATAMIMONANOPSIN” was written. It means “wash away your sins and not only your face”. Four big pillars supported that building that was followed by pairs, with our hands as arcs and our bones as columns. Half-circled alcoves were our donkey bottoms. The unseen, dead spectators were curved aisles and for chant there were the quadrants that carried parts of dome on the secondary columns of the external masonry. Our fingers became dome’s neurons from time to time so as windows of forty ideas inside the temple could shed broad light and its straight marble complexion could be exposed. The pillars full of humidity. The mosaic detached due to illegal antique trading. Parts of glass on the dome’s windows. On the Altar numerous priests were celebrating mass even though they came from all kinds of creed. A comparative sexual religion.
In a previous life we were three Knights Hospitaller and whoever female aura we desired on the way from the Liberated Jerusalem we could forge her with no hesitation.
Luck in this life like a true light and leader in a progressive decay thinking that the one column would roll on the other and collide.
The earthquakes caused irreparable damage to the Building of the Olive and the pillars we owned followed a right turn or a circular one but rarely a boustrophedon…
The little Romanian girl was playing a Middle Age catholic song with Jean’s harmonica in her mouth, though I would prefer the song of the Nibelungen.
Izolde in continents far away from us and I like Tristan found fairytales in a pale, like citrus fruits, incompatible body. Yellow will always amortize next to the street’s pitch.
I was sprinkling the Rodan of her back with myrrh to make her holy and become hallowed myself. Now there would be a double game.
There was a rope abandoned on the ground. I had tied her hands behind her back with it.
She resisted but my friends proved to be my Varangs in my deadly actions.
Her sweat from Tropic of Cancer became an Arctic one. You could see a lamb in her eyes that wanted to breathe before it died begging for the governor’s grace. She knew though that this game was a roulette of death and life.
This degenerate fountain of divine death demanded our heavenly blood and an Iphigenia to be sacrificed.
I lit a cigarette while Toni and Jean continued their replenishment and I stubbed it out on the tattoo of her breathless pelvis and she, like a pandora, began to writhe.
However, Jean gave her cream flavoured ice-cream and she swallowed it at once leaving the cherry intact. Toni left like the sand from the sea wave.
I smothered her like Desdemona with an unfriendly rope. She accepted her torture with no melodrama or pity but patiently. Dignified Austrian Queen who was lost to remind me that she could never be like my Lucy.
I always filmed my worst vices…
A golden medal at right’s trapshooting. The bronze ones are for the others.
Her body still, like her soul. Why having body skin when your soul has quit? With a diamond under her tongue she realized the true meaning of life. I signed my duplicate with a Papist seal and the two of them carried her dead body in a trash bag to Toni’s car and buried her in a place outside Paris with the new moon.
We rich urban children, no matter how devious crimes we commit, we have the right connections so nobody can rule us for laws are made by the gods to manipulate the dead. The Spider of Justice pours her venom on the children of the poor and traps them in her webs.
The tickets are for the others.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 40
Damien Adaleux to Lucy Sanguin
30-10-1997, Paris
Dear Lucy,
With this letter I also send you a tape with an one-act play of mutual understanding that was filmed in the Room of mirrors with a fake camera between me and Jeremy.
This is the monkey that jumped from branch to branch to escape my heart’s pulse.
He is an amphibious at the identical stars that I am too. Make sure you send him the image of his eye to the stellar brother of the bear to stress that I am his authentic friend. By becoming your friend you will not buy him any field.
I get mad with the idea that another man apart from me approaches you.
If you do not give me water and earth I will ruin your life.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 41
Lucy Sanguin to Damien Adaleux
4-11-1997, Paris
Dear Damien,
In this letter you will find a box of love but not from water and earth.
I am sending you my excrements and my urine to sanctify them. Only these two can embellish you and no superior law.
I am telling you now that I am pregnant with your child so as you will take your responsibilities.
I will not apologise to your lemon forest’s newspapers for you having not taken the precautions found at kiosks.
Headline: “The son of the Prime Minister has blighted an immature schoolgirl with his seed”.
I demand that you tell me what to do.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 42
Damien Adaleux to Lucy Sanguin
8-11-1997, Paris
Dear Lucy,
Innocent, carnivorous night flower, it’s not as if we have raped you.
You were enchanted by the striated muscles of my belly (that only meanders offer to the vases), my height and the thickness which made the veteran and incomparable beauty overwhelming with the firm image of the oscillatory light.
“Narcissus!” you were often calling me in your neologisms. I am still waiting for Paris to kidnap me and dash me to Ilion’s walls.
I do not recognize this child. Do the abortion that your womb did not do for you. Especially, since I learnt that recently a Bull took you on his back and travelled you to your pleasure’s field.
I pity you and I do not want to see you ever again. You are a burden of asbestos that I wish to assimilate with the secret of the Indian Dike.
Cut your veins and find a hayof ha-kantes to confess it to, you that are transferred to a psychiatric institution by a therapist… The child will be schizophrenic like you…
Learn that your father was dressed as a Nyriad every night. He may have given me wealth and fortune to pity you but he will not be spared by my glove.
One night of a metaphysical year I offered him food in my limousine. His gurgling body with his muscles like deflated balloons, an unevenness of tears and laughter. The ultimate humiliation of the old age. Compliments and repulsion.
They say that old people inspire respect. I say that this is not something that you earn due to age. You were born with this and you die slowly with this.
He was asking like an anemone for the freshness of our firm bodies in exchange for many fields in the countryside.
Make your decision that the wedding from the Apennines has been excluded. Its derivatives are welcomed in plural.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 45
Lucy Sanguin to Marie Clermont
17-11-1997, Paris
Dear Marie,
It is not that easy to manipulate Damien. My previous letters about committing suicide did not touch him at all.
The secret that only Damien knows about is ready to be revealed to you: when I was nine years old my cousin, like Acteon, committed a sacrilege to the temple of Ephesus.
Thankfully, my father is not aware of this as he is not of the baby. I will follow the way of Kronos with Rhea’s belly. Damien will give the money and my mother will provide the method for killing the baby.
What will society say? That I will live in Hades where I am floating?
My father is the Leader of the Swarm. If he finds out what is going on, I will be “imprisoned” for forty days which means that I will not be able to leave my room and only get an invitation for breakfast, lunch and dinner. How could my poor minded, earthly God know that as much underwear as he notes every five years the same amount of lovers is deleted?
Damien was equal to Nijinsky in bed and a golden Olympic champion in any kind of sports: from volleyball to horse riding, from long jump to butterfly, from tennis to weight lifting.
His forehead ornamented by sugar beet and arctic conium. I was flattered by the eyes of the Chinese and by the contractions at the Donation of the Completed Mass. The body that remoulded me was the Oak tree of my Agnosticism made by Limestone and Granite…
Every time he was suppressed, he was threatening me at the Corner that he would reveal to my Judge that I was an Aspasia of luxury.
Damien, the Pittakos of Elikon and of the Crystalline Fountain in New Rome, will become the Re-creator of the Garden of Earthly Pleasures since he will study art and acrylic design in a School of Arts. He insists to separate our tongues in the final hour. Thus, we have a common code of ideas.
Even our mothers were colleagues in Sorbonne. I am his feminine litigant and he is my masculine one. He does whatever I cannot do and I will imitate eclipse’s march. We are the ancient two-headed animal. Thank God for the separation between the active and the passive because now we can enjoy the same amount of hot and cold, healthy and sick, good and evil…
Thus, the chance of meeting several sides of the same creature is born. I believe he will be worthy of the name of his own Father. Till his last breath… For this reason he will remain Untouched and Blessed…
I imagine that his trinitarian number should be on his head and all nations should adore him.
I, the Apotheosis of Beauty and not the Jews’ calf head…
My men are vulgar but as long as they are useful, amusing and kind I can tolerate them. When I cannot see the image at least I remember every man’s odour either because I will deny the chrysanthemum in the vases or because I must have the comparison with the best flowers. Every hierophant’s sperm is different in cooking.
My fortune has not yet been set by any man, maybe because I have annihilated it. It is more than certain with a geometric progression that I will find the man of my hopes so as to quickly wrap him around my flag’s pole.
And when I devour him I will swallow solid sugilite and hydrochloric acid so as after Jonah’s three-day death I can get him out of my stomach and he will know that he would have been happier if we had not embrace each other. I hold their misery’s cane with no medal of racism. I have known the Treasury of the nations as a keeper of sexual experiences. I like filming them when I adopt their children at the unsigned gallows.
I would compare my father to Lot who satisfies all my whims in the middle of the night and as a swan comes inside me so as I can pretend to be Leda and he can hope for Dioscuri and Helen to be born. Every night that a love letter knocks on my window I want Gyge’s ring to hang around my partner’s neck so as I can make him invisible and lost in the shadows of the past. I pierce my fabric dolls with pine needles, imagining I eliminate Kandavlis and I escape the insult.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 50
Damien Adaleux to Lucy Sanguin
6-1-1998, Paris
Dear Lucy,
Only because I have a Saracen’s right ear does not mean I am Horatio Nelson or that I have the Turkish flag on my head and my left ear is a pirate one.
I am an amphibious reptile so as to be able to be saved in Armageddon time by eating the forest’s carcasses. I am Wallace, Cagliostro of the legionnaire, since nothing can stop me, neither Hannibal the Carthaginian general.
When you have a relationship with someone in obscurity, till you break up with your fiancés for good, I pore over your ischemic malady. Penelope, having no word over the final choice of your own web!
Once more I will emancipate in Amaltheia itself since I have been holding my hat in my hands for a long time with great strength.
It is a set of laws about nature so as you end like Simeon the Stylite.
Like Cassandra, I will tell you your fate by looking at your left palm. Now though, I will tell you about the past.
Jeremy’s parents found him hanged on his bedroom’s lighted fig tree. I and two others sneaked into his room as accomplices. He had surrendered to Bella Dona’s arms and to invent Prometheus’s box he had been paralyzed with chloroform by us. A rope around the neck and through the chandelier he had been led to the gallows.
Here is Judas the Innovator…
Are you sure that the real cause of Judas’s death was suicide?
Poor him! He thought I would spare him because he always was as sweet as a chocolate cake and wise… He crashed on his calculations and, like Titanic, sank in two stages.
Not even one of his admirals saw me at his tower. The calculation of my moves can be compared to the hands of the clock…
The Fullness of Cronus has come, Lucy. A red carpet from achates had been laid for him by Beel and Zeboul… Do not worry… One day my turn to succeed to this will come… We have some time until the Day of Judgment…
After all, out of sight, out of mind… I hope this revelation has caused your soul a little crack. I know that you will tell my story and my confession with a gag… Be careful lest you lose your court shoe and the Wolf keeps it… Unless he appears as a Charming Prince every time his hair is messy.
I know many secrets about your family and your legendary…
For example, your brother came this morning to give me a picture of yours that had been taken at the Land of the Basques.
Oh! You cannot remember the Land of the Basques? For all France to listen to your news I am thinking of putting a common battery in your radio.
For whoever is unaware of it, I will put it as a fashion model: she is a club that does group and extrovert activities.
Your brother had the kindness of a Habsburg and quickly informed me about your childish fault after he had traced it in the bag of your electronic mind…
Many hated Ephialtes, but none of my friends hated your picture!
A clear archaic complex… You and the boys’ V in positions of awe. Who said that different images cannot be expressed in language? Your body is a dirt road without potholes. You formed the implication of victory on your tongue and three more around you.
Pierre did not demonstrate his sting only for the vowels and the pressure you exerted on him due to High school exams but also because my undying figure from you is more appealing. I confess that I am corrupted by flattery. He recently keystroke number thirteen. I regret not having met you at the same age.
Your little brother lost your Adolescence’s April. Your tufted hair and your make up reminded of a Sophoclean tragedy, the rocky, sad vibration of yours that makes the primula wilt…
I ordered him to fall on all fours like a panther and since he is a koala to obey to his mother’s affection.
I kneaded his bended stick and made it a ruler. Using my mouth and my wavy hands I taught him, like Goya, the sequence without a smooth or rough breathing in the well of his labial letters. I wrapped a Galenus’s glove around my ruler so as to diagnose the child’s epidemic. I was shaking thinking of that Industrial Mayday well and how it gave fleas to the rats from Bengal. But when you have sexual intercourse with your worst fear then you gradually begin to overcome it. The blackboard of his morals was smaller than expected while my finger was making circles with the chalk.
My other hand grabbed his little blackberries that were bustling with life so as for me to end up by his small, floating piece of wood and elongate his life which had been on sales by others. This could be achieved only by a Saman or a god with automatic moves.
I decided to take it in my teeth like a knife, as a special marine at the Black Forrest. I played “Dies Irae” with my flute and I had signed a revocation at the decree of Nantes.
Something for the new generations to imitate and a note for the invention of my personal mythology. Your brother contributed a lot to my posthumous fame but showed little strength while dealing with the forger…
“Deus ex machina”. My drops made hospital flowers to bloom on the little piece of wood and the scar came on the grass of my sin.
He surrendered to his self’s cannibalism and with his soul like a machine the carpet had been cleaned like a gum and like a cat acts every time she senses the original sin.
The love towards children is divine. An idea of the Ancient Greeks; not mine. A Neo-Greek without a flag, loyal to the holy matrimony of Almighty Christ, founding the New Church of lust. Your brother was the first of my followers at my catacomb.
However, every religion demands saints and tortures. Your little brother felt slaps on his tight cheeks and on his tied mouth landed the missile of coagulation. At the strawberries of the crack of Dawn, my ice-cream was drawn on the surface. It would have been more nutritious with all these proteins. Like a leech though, it absorbed all his blood, even though he held his position with great difficulty. I became a tracker at his Aheloos’s banks but I had been there before as a mutant canoeist.
He left during lunch since you had burnt pork with sweet potatoes. I gave him candy for his trip and acceleration that suited him, so as the time will come when the suit I want will be given to him.
At some point we all embroider our childhood on the Tree of Oblivion. My first time on my bed was the end of the Spring and the beginning of the Summer.
Scars on her face, and the solar plexus was calling me to explore her universe, her fake hair dictated by my mother.
Their relationship was like Procne’s with Philomela and in order for me to mature I had to rot like a mulberry and not like a bloom…
The mausoleum of Aelia Galla Placidia had become my publishing house renovated with collagen at my ideal Ravenna. We played man-hunting and I was trying to find the proper octave on the stretched rope so as not to fall and go up and down. The return to my previous image would mean an infinite school Conciergerie.
Failure is a word that I cannot understand. The embryos were so close to Tartarus before they were separated from the umbilical cord.
In these macabre thoughts I should claim:
“Absent”!
Her body was not electrifying at all. It looked like a gel that was deflated by overheating.
Her eighteen years working on my back with her nails as accoutrements, searching for a heel of anaemia that would give her alibi in my nectar body with lack of self-reliance and also the realization of landing to society.
I was thinking about Jeremy in a way of cooking covered up with Leonidas’s carrots, cherries of beholders, a Mediterranean of refrains, lammergeyer’s eggs and cage’s chickens.
When you hear about few cherries, do not wait for anyone to offer them to you. Absorb them when you get the chance since Nature’s Lowland has a wide hand.
With the rule of deduction the lines on her face and her round arivalloi on the breasts. With the rule of addition the reforestation of pine needles on the chin and lips.
As for the spot under her belly, I thought she was not Akasha but Anna Frank’s Dutch hideout for an Eyck van painting. I had bought this from some Barons as an art merchant. My zero endowment.
My contact with a third body without an engagement ring and eternal vows repressed me to a free, troubled and bendable void.
Watercolours with a sense of Lotus winter reminding experiences of previous breaths…
With as much perceptiveness as one can have to correlate… Some call it intuition and others survival…
I call it return to Ithaca…
I and she did not have a common bundle of sticks. A farrago of questions was created while I was whipping her Saint Louis like a thunder.
Was I a matricide and did not want to admit it? Did I want to give chlorophyll to a breathless uterine spear so as to become a Chief Magistrate of the Templars’ School? Did I underestimate my value by doing evil but without knowing what and which?
Her lightning conductor gave me to non-existence. Force without thought leads to clumsiness. Her body was a forty five years old, messy book and I was her queen’s bookmarker of Midas.
Her husband hunting Forest Nymphs at his office all day and then exhausted from work sleeping with the mute water for “love”. She was neglected like a stowaway, reading Marcel Proust’s “In search of lost time” under the sleepless look of candles, trying to interpret the eerie mood of the company.
To pass her time she would go to the make up artist, to the sauna or to take care of her nails.
After my triumph at Nafpaktos she told me that she aims at strong young men with the help of yachts and limousines while Zephyr is blowing, Spring is waiting and Flora is imprisoned. Hermes with his alchemy stick cleared my mind’s fog. An example for escape. Only Charites should hug me and I with my asclepian paint…
After all these, I was somebody else. Maybe Merlin.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 60
Lucy Sanguin to Marie Clermont
4-3-1998, Paris
Dear Marie,
The previous weekend my parents went to the Council of Nicaea ignoring my own Arianism.
It was a Chance from heaven to attack to the son of Mithras. Money always makes a man more satellite in the eyes of a woman as it happens with a cake made of sugar and loquat. How many people actually got married out of interest and not altruistic love? The most hedonistic of all is that your tempest cannot be interpreted if it does not get photographed at its right dimensions for the enlargement at the recipient of eugenics’ hope.
I liked him since we were teenagers studying together at the Christian School of New Lorraine. During breaks, a Neoptolemus with eyes of a bat was approaching the Andromache-victim unsuccessfully. His vulgar eye was looking at my necklace considering it to be a marriage settlement but unbinding indeed. His voice was masculine in the full sense of the word.
A voice like a rough Bari that knows what it asks for and which motorway to receive it from. The men had focused on the First Holy Podium and the spirit of the seraglio had been conveyed. At school he had the unaffected fame of a womanizer. They were all drained like the oil and the egg in the pan. A Petain for the girls, a compromise with the Third Reich’s active militarism.
I was playing hard to get not because I was like this but because this is the right aphrodisiac for a man. You must show your real self to the uneasy ones: the easily passable.
Antoine came through my door on Saturday night wearing a film noir coat and on his eyes he had night’s glass so as I cannot see what is moving on the inside. He covered the kitchen’s table with his own for the omen of a black ritual.
With the retreatism of his helmet the Keres would come after my soul. Now his silhouette was visible.
He sat on a chair giggling, with his legs in a relaxing position which was an ideal study for the students of the Refined Arts, eager to watch an erotic film. I did not ruin his abundance.
In such scenes men become spectators and pretend to be guards from the Beast of the Apocalypse. They hold their breath with difficulty while they remain still and they fight with an invincible enemy. Some have their artillery extended and others disclosed. High school x-rays for somebody to run to the Peeping Tom of the stands.
I watch men’s natural reactions. It seemed his pants would explode like a bomb. I never accepted parks with a moon.
Instead of dealing with the displacement of the earth’s axis I grabbed his hand as a feather and I gave his ear a chrism with my brush so as I could be aligned with his fireworks.
He took off the northern and southern hemisphere of his black coat like it was a corset of the 18th century that cries for freedom and like a cat he lied on my living room’s divan with his socks and kothurni. I lied like Eve only with my slip dress in a dead-like position. Adam stood up and went to the kitchen. He did not give me the impression of this being the end of a dying story but the beginning of a new one. I regained lazily sensitivity’s six.
A tourist with a glass of champagne and a sweet candle with a roseate box. Due to clumsiness they were almost married to the earth.
My mouth became a faucet with a subsidy of reversal. Swallowing without breathing… With his tongue, he tried to make all the oxygen get saved.
Since he had not achieved much, my nipples became honeycombs. He reached the navel of my door while with three earrings he was like a shiny calendar that talked about how Delphi raced with chariots in a tango full of holes, like life. He wanted to uncover Christ’s rock with his teeth. That would be possible only with my expected Resurrection and that Latin rabbit-sleeping soldier…
I bled a bit and as the aspirin sweetens the headache so did his honey. After my blood’s assimilation came that of the flesh.
His head got off at the next bus station. He faltered awkwardly… The Cave of Life and the Deepest Spot of Truth… He did not want to eat my Olympian though… A gynecologist had fried him a while ago…
I had a past similar to the Titans, bound to the core of the Aloades’ Earth and a future not at all fanciful with all the possible assumptions of work.
How would the earth be without water? How would Athens be without the Acropolis? How would the chess move be without the Queen?
I move like a sea-horse through life, forward and backwards, right or left in decisive borders…
Unless you are captured by the enemy or you are thrown at the garbage can… Maybe because you are not an expert anymore…
Your fears that you will not play the game with cleverness should not be barriers. Thank God I was not born a horse or a tower or a soldier. In this game the Queen is the most powerful pawn in chess and I will move my own pawns depending on my changing emotions.
“The triumph of the Agastonos Amphitrite”.
My Poseidon’s beard was the dolphin and I had attached his seismic urchins, which were on my lips, on Tritons so as at the seaweed of the Province of my Life he could echo shells.
Life has laws and I make a praising interlude for them. His tongue had the direction of a brush and he was painting a caricature of Guernica on my body with the dexterity of a Picasso. Because Eros is Archidamian and I am Mata Hari that should die from sensuality…
The divan had become Triton’s back and I, with my hand like a trident, was holding the hair of the hedonistic Elpenor.
He succeeded in boring through my dark heel and through life’s best wines to get the paraffin.
Sometimes tongue is a crutch, especially when artillery has been decimated. Unfortunately, her size at Aphrodite’s or Hermes’ mountain is not enough.
It did not take long for his self’s extension to shout at the Sargasso Sea and I wandered at the secret moon’s circles. The shore welcomed the ebb tide and the high tide. He was looking for a lighthouse and I was trying to protect myself from the salt water since he was spicy like a pizza.
Antoine, though, did not delay and arrived to the closest coast of my Amorgos. I was walking with a tight shoe till it would be exposed by causing blood and calluses, since hiking lasted long, and till I take it off and be relieved. My only consolation until the end of my military service was the fact I had found and tickled my Doris who was holding the torch. But Antoine was a liar and a battering ram. I felt my backside and its Kilimanjaro getting hurt by many meteorites because I had been a naughty student. He slid the snakes I had on my head like lemons through a bridle and every time I looked at him from the chariot, a dog’s bone.
The only way for it not to thaw is if he had decapitated me like Mary Stewart so as he could engrave my name on the list-shield too. He was choosing his reactive demise.
I was looking at him like a voracious wolf looks at a lost sheep at the pastures. The forest of Boulogne on his chest reminded me which verb to make out of an acrostic in our sentence.
His sweat like rain on my back and he was imitating my position scared on his two feet like a horse that whinnies and turns into a domestic dog, even though he was biting my back like a maniac.
His swear words were the proper medicine for rabies. I felt like Poverty’s whore. Just the sign would change and the genitive possessive: poverty’s; not luxury’s.
The owner was changing and not what I will be until the Day of Judgment… God always comes second. Mine was taking the golden achievement with X-rays.
Stings on my nipples for me to give up without a fight, while he was opening my camellia’s bud with his litany’s bread, since I needed oats. An unorthodox way of fulfilling while my stomach was aching. With this way of deletion I preserve my beauty’s course.
He represented the man’s archetype that I only sense in Damien’s refinement and marquisian origin.
Like all the others, I felt like a weak receptor in that bath tub. In the end, it was snowing pearls on my body without me giving him my eggs on his branches.
He was smoking a cigarette until Morpheus would steal him from Charon’s hug and till dawn he becomes Margot Fonteyn.
Sunday morning went by so lightly like the fall of the leaves and the rustle at the plain.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 70
Lucy Sanguin to Marie Clermont
6-6-1998, Paris
Dear Marie,
You were seen with Damien at your hair’s weave and at the dialogue of your lips at the hanging gardens of Versailles… May Grace be with you…
When I made an oral protest he told me on the phone that I should bloom the Mexican Gulf.
I did that at once during camping where I was a leader but it was boggy.
With two buttered German molossians… The one was an instructor from Berlin and the other from Bonn. Capitalism and communism would become one on my body in the Hansa of pleasures. Who claimed that manifests do not communicate in communicating vessels?
We were a triad of spoken anecdotes at the camp’s tent.
I was telling them that Damien has his Byzantine decree like the Myrmidons and he seals awfully the manuscript from the lamb.
They both had arms of wrestlers and gigantic breasts like Chinese sumo.
I wanted to meet transpiration’s eastern rhythm during my controversy with the West.
Their noses were like pumpkins with potatoes. I spoke the Teutonic language fluently and knew all its shades.
On a table there were handcuffs, dildos and whips for a Ulysses in our happy melody.
They immediately decorated me with blinders so as I could not see and thus not be able to be subjective. The senses of the kangaroos would lead me to my most desirable goal.
An antenna that belonged to Taygetus landed on my nose and then on my lips because she wanted to find shelter in my tongue and at Parnes, like all those people who never get ill and the hikers.
Friedrich was inventing the metaphysical word while Adolf was sloshing with his hand on my quayside.
I felt that my underwear would leave the position of minister and Member of Parliament which it had as a hereditary right. It seems Adolph had written his name on a shell and my sewer had welcomed Friedrich’s cataclysm so as to get rid of rodents and cockroaches.
I was the space between Ursa Minor and Ursa Major.
I was waiting for two transatlantic liners to anchor at my life’s pier: Lusitania and Britannic inside me to steal the Holy Grail with votives or Blue Hope.
Perhaps, deep inside, I was looking for a Magellan to discover the chest with the treasure and violate it with a crowbar so a strange fume could come out of it.
Friedrich told me “I love you” and my mouth’s walls broke into two. The Earth stole my lower part and Heaven the superior “I”. The cane and their ether and uncovered void were the medium between humans and Gods. Ears of wheat accommodated my burning temple. I thought “Be aware of Danaoi and their gifts” when I breathed only from my nose and my ears.
Adolph dropped anchor on the breakwater though the ship was going back and forth giving me the impression it would sink. Not a minute went by and Friedrich decided to collide with Adolph at the port. He was never a coward. They were sailing together, intransitive indeed. The waves reached the port as a result of the tectonic slabs’ rupture which became one with their moisturizer nomadic caravan.
Friedrich was leading the cleaners’ crew to my drain. The man that put his credit card in me must have been a God. Maybe Anubis or Hor… He never introduced himself to me… Rebellious larvae were coming out of the breasts. I was committing something legally explicit with a negative sign.
I was prophet Tiresias and I was looking at pleasure’s light at the end of the corridor, molecular at first and then as a magnifying glass.
In the end, the tanks broke and the baby creams of the galleys were like a huge fire on the sea.
Maybe because water is the beginning of everything. Maybe because babies are nourished from their mother’s placenta. Maybe because everything inside us is flowing. Maybe because whether it will be Michigan sober or tempest, it depends on the way of the Soul’s Bible recitation.
I am now a free woman who will take pastoral and amusing walks.
I know ten languages. Who said that foreign languages do not benefit anyone? I have many overdrafts translated into appreciations. It is said that you can deservingly use only two languages: your mother tongue and the step one. Because you always have on the candle two parents or selves. Some say that you cannot serve two masters simultaneously but you should operate one at a time. I believe you can manage all the languages of the world with the body as criterion.
Adolph was static like the Celtic swamps. Friedrich immediately decided to leave.
I felt a rod whipping Ares’ mountain and another whipping that of Aphrodite. The colonization of the planets was practical to me. I wanted them to bleed like the Judaic cult’s God who was fighting with the Calicotome villosa.
I wanted them to flow like a Ganges of blood at my sewer and wash away baby creams and all the crap they carry in life.
I preferred death to be my escort. The more somebody prolongs life, the more he appreciates it and he realises that Hades will come and catch him at the river Styx.
A sentence of truth with an annihilating status.
In everyone’s Soul, when your wish dies another is born so she can fly too and give her baton to another one. Even Hebe will someday evaporate when she will hold Helicon’s flame at the Fates.
My two ignorant friends were like the men in the Capella Sistina’s acrostic, like I am.
It was not a Senet of revenge between Alsace and Lorraine. It was the fallacy of the nostalgia’s bliss.
They dropped anchor at my personal Odessa because the sun of the Ionian Sea was misleading them.
Which is the border though between the earth and the sea? Wherever the Earth stops, Melicertes will ride a dolphin. Without the earth there would be no Ino and without void there would be no earth. Our existence, our life and our memory are left to the void that cannot be manipulated.
Life adds many questions and few answers.
Adolph stepped off the untamed mare and was hitting me, like a Trainer, with chains on my archaic pile so as I would obey.
I had to be punished because I enjoyed Eden’s illegal and boundless fruit.
I was offering them my other side too while they were kicking me on the belly and ribs. A mourning of two untamed men from the syndrome of Stockholm, with no shell and sepulchral, gave me a second orgasm of dissension lest I forget my genitals while clamping.
The alehouse’s conspiracy forced me to be attentive. The foam had many kinds of feel in my mouth.
This letter ensures your lawful rights and proves a man’s renal failure who has completely failed at his mission.
I hope you make this known to Damien.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 75
Damien Adaleux to Antoine Heloire
10-6-1998, Paris
Dear Antoine,
I swear to you that I will take revenge from this scum of a woman. I always keep my promises whether they concern a curse or an epode.
I will upload her nude appearances on the Internet with myself having a supporting role.
I am not holding in my hand only a big or small pen but all her past.
Her letter is an inscriptive museum. Interest and promise are two notions that are independent for society but for me they are one.
I suspect that since she is unaware I can place a collar on her. You can see if a Moor is hematite from the molars.
I and ten more people experienced a feast yesterday and we were casting all our powers from our sling aiming at the basket of our tyro Kristof- the well known classmate and brother of ours at school- who never took part to the meetings of our Round Table though he had the right to do so.
It was decided for him to enter our Paul Mellon and we arranged his sojourn at my apartment in St Elysee. For breakfast, we ripped his greatcoat like Maenads. Then I gave him Damocles’ lesson, to carve the line of life on my left palm so as not to be mortal anymore…
Moreover, the capital letters of our names appeared the infinitive letters.
Each and every one of us was sipping his cocktail like a peltast. A compulsory term in the Brotherhood’s manual…
A Crassus that had to be surrendered to Hague…
Since that happened, we demanded to open his mouth and fall on his knees like the Cetus from hell that punishes the disbelievers…
We were looking for a main meal, cemetery of garbage, to place our septisemic ambrosia. Especially a recycling storage for our rubbish.
A few creams of Callisto found their target on his body and others missed it completely. Whichever help was descending from the sky he was simulating it with silence making every time a curse or a wish. He liked that muddy rain.
At some point he went after the reclamation of the substance. We could not be negative towards that. Our trousers had big holes and out came the trunks of our elephants.
This is said to be the Symbol of Luck. After omega comes life… Another living dead amongst the billions on earth.
We were shaking the water beams of the sun and he herded at the sugar clouds.
Poor him! Some firing was blank and others landed on an inaccurate port.
His eyes fiery like the sun, his hair crystallized from garlands and his chest stigmatized from acme’s cotton…
Yesterday’s competition was a beauty’s treatment and a parade of lieutenants on a greasy face…
Everyone’s yellow rain was distorting his mouth: his river Yangtze. I have always been a fan of the Chinese culture. My body’s outfall imitates him…
Pierre gave an omen he would mate his red mud with the yellow rain. He has some kind of Libyan anemia and not a renal failure like me. Others transformed his body from pearl to gold.
He was thirsty for knowledge and we for Herbart’s method of drastic notions. I am not Comenius in the classic sense. I will treat everyone as if they are my sperms and I will lead them to unexplored ways of the mind.
We did our doctorate on him with punches and kicks as if he was an empty sack. For dinner we opened Aeolus’ sack and a pole got stuck in his round eyes at the royal feast. He almost went blind and dill’s blood going back and forth. We began an art exhibition reminding of a feast to avoid having light’s recomposition.
If he really wanted to become a member of my team he should experience those meaningless tests and as a last temptation to trample over his swan and offer him to us alive with sweet potatoes.
I am neither a friend of life nor a friend of animals, I admit it.
All people have three legs but stand on two because they do not want to admit it. Everything is bound by reins. If of course somebody does his duties right as a charioteer…
Thus he will carry the right light of Erythrea to the form.
In any other case there is danger of animals becoming a theme for the encaustic. These have a secret, unique number for everything that belongs to you to be a guarantee.
I anticipate, like you, count of the living.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 80
Damien Adaleux to Jean Larousse
22-6-1998, Paris
Dear Jean,
Yesterday we had a meeting of gods, deities and goddesses at the association… Can you imagine having sun for twenty four hours? When would the bats set or rise?
We were forty men inside a crock and I was the leader. Female and male genders. Others were of unknown intention.
When Dimitra rested her eyes we were able to breathe at my villa in Orleans.
You never begin blind man’s buff before it starts with the social prejudices, because there is no chance you could win.
I was shaking the urn to choose each and every body and for love one of the four vases.
“Random love’s democracy…” the procedure was named by me.
An Act of Unity regardless gender, name or age.
The stereotypes of men and women had become Roman slaves of the Winged Hermaphrodite.
A carnival of nudists and improbable combinations. Strangers amongst strangers… Who said that Love is not Blind? Strange and Globetrotter I would dare say. Few expressed the Antiochia of the classical era to prefer mates.
And I was the king of the Sun on Nocret’s table board. I was overseeing Sudoku and whether the rules were followed.
Culture was a sword on the bull’s back. The person had lost its core and everyone their identities.
We took off our dark clothes and we remained with the clean ones.
Beethoven’s Ninth Symphony was heard like rock music.
Candles of cider and lead were flaming from the summer solstice.
After all, summer was always offered for the conflict of the Amazons.
That was my photorealistic father’s party that became constitutional. It preserved though its autonomy at the crypt of the Constitutions.
He demanded the continuation of its tradition and woe betide anyone that gave his signature at the contract and with his entry defected or stepped over my Cylonian Affair.
I was the observer of my Holy Mountain and all those Capuchins were running for their saved souls to the monasteries of empty tombs. They were untrodden Karpathia for the ones that were not introduced and woe betide anyone who read their typed prayers on the bodies. Divisions devoted to climaxes and hierarchies. It was the day of dedication to the Worship of the Ultimate Being. I was not a fan of Robespierre but of the spirit that was opposed to my interests and my values.
Tenors and sopranos performed their feelings at the five floors of Orleans.
My cottage seemed like it had been bombarded by a plane. Shoes under the sofas and veils on branches, fried clocks that had obstinacy with memory, underwear on lamps-because maybe the gleam is gold or whatever does not shine is the tower of London- trousers without men, like they belonged to ghosts that abandoned present life, socks on fireplaces without tabards or pearls that some shipwreck’s sea washes ashore-the art thief’s craving for pleasure- or strings of bilinguals and landowners.
All these things were objects of the poor passengers and I was the inventor of recapture and a lonely stowaway. Dead bodies scattered all over. They were scarcely separated from the earth. They did not know either the cause or their mortality…
I was in a neutral mood to give them a literary annotation.
The dead always want to keep you close to them when they realize that as long as you live they will not worship the earth. Their relic on the ground. They falsely believed that that move would give them breath. Even God’s hand cannot make an excess. To stop being dead, death must be shot at your bed. Never let him scare you but fight for his elimination until next life comes. After all, earth is drift sand and my furniture and partners are the silent witnesses of a crime.
You were sneaking on couples at the sacrifices with water, the dining room, the balcony, the chandelier, the television, the bathroom, the chairs or the sofas…
There were not any adjectives, names or nouns… Gaza was medium and neutral voice like the quails in the cage, for the other two forebode a love zoster without condom.
My home became a house of alimentary scandal and orgasm.
The wings of the curtains were ripped at the battle of Poitiers, beds and chairs with crippled legs, the handrails at the balconies reminded of Bastille’s Capture…
My house remained crippled since everyone was devouring (after a forty days diet) whatever he found and his foundations were creaking. Who said that the telchines come from the pylons of the earth only for certain days of responsibility?
My villa became the sarcophagus of Fulvius. But I was not half dead by the sword of Jerusalem because my half pillars remained untouched at the infant’s moment.
Everywhere you could see the exposure of life and an ice like banana peel able to make you lose control. Everyone was drunk in a Tae Kwon Do of souls and in love’s ecstasy in the form of pills.
The first couple of numbers that would expire at night would choose thirty eight local pelts regardless of specifications until it dawns with me as a priest and my bed the Holy Table.
Marie and George were the extensions of the Darkness and everyone else their ropes.
There would be no slaughter by the daughters of Danaos this time. They would sacrifice themselves on love’s altar like Constantine Palaeologus; not necessarily by a man’s hand.
The right of the first magical night… For whoever is first amongst equals always reigns over the stars of Perseus.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 85
Lucy Sanguin to Janet Valloire
7-7-1998, Paris
Dear Janet,
While I was a bride on my bed the day before yesterday, Marie like a forerunner of relief read to me parts of the “Megas Anatolikos”.
I had to enter her virtues to regain Damien and imitate them.
I tried to be created from life’s marsupium. Unfortunatelly I vomited the thirty capsules of antibiotics and I did not have to get hospitalized.
If I died, I would take Damien to be my partner in grave.
If I committed suicide, he would leave life for us to move to the implication.
My soul is sick like a whale and the companies of my men who share my bed are therapeutical.
Based on the laws of possibilities, it is impossible not to find my clay effigy at Theoclymenus. For now though, I will compromise with the alternative.
At first, Marie’s perception was binding at the book’s pages while an oil lamp from the rider of Artemisium had been ignited… She was waiting for one more from the true nostalgia for the chariot to begin its attack to the Colosseum.
Marie made the book able not to touch the table. The intermixture of her visions was a marching song of kids as pure as the vulgar sonnet of the adulterers. It did not take long for her to remove the blouse and skirt from March’s body.
She began to rub the flame of her left breast. She brought it like a half tone to her mouth… The void’s ablactation…
Her panties were an uncoordinated lover to facilitate the monotonous interaction. She was a bald actress at life’s Pythagorean due to the blade of over performing.
From her uniformity the outline was clearer than the anatomical details. The disembodied charting at the bodies’ twilight was never a registered letter and guest of her imperfections.
I never wanted to walk with vinegar at survival’s glass with the illusions.
Since the truth follows us in a retrogressive way from the object of desire we become forgers of our self’s signature.
Marie left the chair on the gravity’s succession and sat on my shroud to spread her sinful myrrh on it. It was the time of transition from the neo-Hellenic mythology to the poetic of Sappho’s lyricism.
She softly strokes my leg at the protective sheet. But a warrior never forgets that Penthesilea was a queen.
That sheet was the omen that I should have died.
But that touch of hers on the leg and with the Holy Shroud as interstice made it clear that I would have a new chance in life like Lazarus.
She drew my mounds forcefully. She did not want to x-ray their furniture nor identify my fire with the method of anthrax.
I was a nymph of the Winner like her.
Cyprus was always the house of Gods and I imagined being love’s guide there. Life has taught me not to be strict but determined. I am not used to wearing clothes when I sleep for postponements and excuses of unwanted trips: for Orthros not to come and take me out of the fridge and dance with me at Kerameikos, imbued with rebels’ blood, unless I myself do not call for him to jest. If she saw she wanted to bite me, I would wear my archaic dress.
Marie though doubted my Bourbonic pre-eminence. She wanted to show me that it is worth living on the mast. She got involved with my head’s bindweed, to fruit their maturity.
Dualism is a board of paganism. She was stroking the trees with my eyebrows branches, to discern and find the correct course with exclamation marks and agility.
At my third eye her pump continued with offering of covert kisses. Searching of intentions, emotions and side lines. She realized I was affable…
She departed for my cheeks like a dog when he missed his master after a long trip.
I took out my tongue to reach hers.
The void is a universe where you can meet anything ill favoured or amusing and live there if you grab it.
She had a plum caramel in her mouth and when our tongues united she split it into two pieces instead of giving it all to me.
Half shame for her and half for me. Spring in her mouth and winter at her speech.
Who said that people do not represent their era? Everyone leads his own so as not to abstain from life. Seasons are inside of us like the time’s rules.
The first are old lines on our opened palm while the second are not appointed by us; they can be altered though.
She carved brushworks on my neck like a jaguar. The exquisiteness and the refined perfume are the greatest virtues of women since one understands better what the other asks. Our society accepts them easier than Telemachus and Achilles on the same bed.
Whoever is closer to become feminine is certain to be criticized. We are going towards the era of Men even if this will soon change.
Woman is no longer considered an illness since she will transform into something she is not like man also will.
The model of men is a widely accepted transmitter.
Men are flattered by Lesvos and its balance.
Women who pretend to be men do not affect the reproductive procedure. They forgive everything we do for we give birth.
My affair with Damien was my homosexual preface. It taught me to like both Druids and Gauls.
After all this, I realized the election of his governance by her.
He was satisfying himself with a Pinochet Hippolyte that did not take “no” of the thirty second but she did not offer the big “yes” either. I will explain what I mean. When she asked me to perform laparoscopy on me with her head to see whether I will give birth to another baby by Damien she ripped the sheet in Palestine’s strips in a rebel state. With a violence reminding of Demetrius the Besieger she tied my hands and legs on the deathbed of Procrustes.
She took two models of men out of her bag.
She tried them like the assistants did at Kyrus’s dinners so as the King would not get poisoned. They were wet and they should be hung at my balcony for the sun or air to dry them. She began with the delivery to end to the sewer… A pleasure without breath and its intonation…
I was like a DaVinci’s drawing. I had many arms like goddess Kali. I could have escaped but I did not do it out of curiosity.
Unfortunately they did not dry because sky’s cottons had covered him with their thirteen guilts to mourn for what I have not yet done. But it is never too late.
An artificial blast impulse of our lithospheric plates took place at a friction with no ending and beginning.
Artificial because the causes were on an excursion. They deforested mountain Ararat that was next to Sinai. Those were the New Commandments until the land of Canaan emerges.
Only through Kalahari and lack of water you can find an oasis in the empire of Alexander the Great.
Wherever there is triumph there is also the decay in which it has been condemned.
Later, the rain was falling weak. My eyes due to the changes had been transformed into weather’s windows. It suddenly stopped and then started again without hesitation. Then the heavy rain began while lightings and thunders came out of our mouths.
Thankfully my room’s doors were entrenched. My mother landed on the balcony not being supported, like the Sun, with wings of marabou to convey the happy message to this storm of Evangelism.
Thank God she must have thought it to be a girl’s toy.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 90
Lucy Sanguin to Damien Adaleux
10-10-1998, Paris
Dear Damien,
I bet you cannot break the strap of nun “Glykeria” when you wait for me and you look at her outside my school’s rails…
My sky has clouds, white horses and black ones.
George’s sister is hard to be subjugated… Do you risk losing your friendship with him? You, a Don Juan and not being able to make a Turkish cat like her fall for you in the sea of Venice? Unique case…
Forget about my classmate so as I can forgive you and stop being angry.
Every Lord’s Day has a crucifix around its neck for the Sunday school.
You may go to prison for seduction of an adolescent girl.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 91
Damien Adaleux to Lucy Sanguin
13-10-1998, Paris
Dear Lucy,
Listen to my echo little girl. When I move my sardonyx all women come quickly to my trousers and do not leave my resin.
I happily accept your invitation. I will send you a video tape of what will happen. But if I succeed, you will do whatever I tell you to.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 92
Lucy Sanguin to Damien Adaleux
15-10-1998, Paris
Dear Damien,
I accept it with honour.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 100
Damien Adaleux to Jean Larousse
17-11-1998, Paris
Dear Jean,
As it is known, my former fresh carpet said that I cannot break the “Madonna with the goldfinch”. I’d better guffaw!!!
The deck’s Solomon card is not the one you have thrown on the table by accident, but expect the exact same to fall in your hand so as yourself will win again the game that it has lost.
Everything is a matter of self-suggestion. “Ask and Cybele will come to you!”
It is a Soviet Union that attacks so as not to defend and by now it knows how to handle crises.
I and Pierre bought a variation of our kind sitting on the comfortable seats of our limousine while we were wandering at the city streets.
He was our age but also thinner. French not from porcelain. His breasts were from silicone and on his tight back there was a covered, wheaten, curly wig. He was wearing a leopard skirt and a cherry t-shirt.
His lips did not exist, like Christ. His eyes were students of the darkness. All made up and beautified stepping on stilettos. Before Northerly wind performs at our Epidaurus, like the pale moon…
I liked the Carnival that blessed that little boy.
I wanted to taste the son of Theseus by pretending to be Phaedra. Aphrodite’s enemies are my partners. I paid him with vegetables candles.
It did not take long for him to peel like us. I had ordered the driver to make us Hungarian until the Odyssey of our fieriness takes us to the palace. Which is exactly what happened.
Like octopuses his breasts of an acid without gender were striking my back. A capsule-corset was clamping the bedridden patient more and more.
The ultimate thing was that out of an empty shirt I was giving birth to Erinyes and not life.
Forgetting my being, I was a subject-object in a defective sentence. Though in this specific case, the patient was acting the illness and he was infecting the nurse. Another controversial relationship like life.
Only a chain embellished Pierre’s left foot and an earring on his right ear was watching what was happening like the student watches his own instructor at the surgery bed.
It would be untrue if I claimed that I do not want a silver corset to confirm the champion and feel heavier than ever. Unfortunately, a palaestra has a set capacity.
It had been asked from that man hybrid to insert a ring in his clarinet for the maximum possible stay.
No moisturizing day cream on my body. I was always against any kind of product that alters our nature. Another fan of Rousseau. It is in our nature to hurt. Everything’s birth has no subjectivisms or classifications.
Pierre was printing our one-act play in the form of messages of his mobile voice.
Sagas that have not been heard before since the Third Race had been outmarched. Now we belonged to the Fourth that brings dei ex machina.
My mind was a tyre of that machine. Noone is going to get fired by the Employer if he is useful to the consumption and the production.
We must always be perfect in art, otherwise it is better not to get involved with it at all. That androgynous reminded me that I should see the future via Chiron and not be retrogressive. I have to take that step that others are afraid to take.
Pierre decided to give the tennis rackets and the balls to our employee with no name.
I instantly felt spatters of singing birds on my back.
I had to be reborn like the Baptist at river Jordan with Pierre’s lubricant, since Orontes was not by my side.
The non-gender man gave birth to his baby in my Volga and the diplomas ran out like a nightingale. I may have felt nauseous but I was a castaway-professional. After all I was taught to seal my ears with sealing-wax.
It was the frenzy of the moment but I would like to repeat it in the future with you as a protagonist.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 110
Damien Adaleux to Lucy Sanguin
25-11-1998, Paris
Dear Lucy,
I am sending you the crime’s evidence. “Do not touch me, faithless Thomas”. You are now obliged to do whatever you are told by love’s slave market.
As it is known, your sympathetic had put an ad for a private school of the arts.
Knowing that I am an excellent Marinetti, I willingly but with disgust as well, took on the hard work of the teacher. I write beautifully and I lick the higher lands even better. I am an arrogant Flaubert.
I was accommodated at my atelier (extension of my room). George, since he was her cognate, contributed to the final choice.
Isn’t that what friends are for, after all? Friends must recognize you thrice when you are going through rough times in your life.
I was literally willing to offer my services without getting paid.
On a symbolic level, I would be an opportunist to her naivety.
I wanted to teach her painting without gouache, specks and dots.
I gave her an orange juice to drink while she was sitting on my sofa. I had put barbiturates in it so she would not resist.
You never rape somebody if you do not have the right precautions.
It is a main rule not to blackmail anyone if you have not raped him first.
Burglars always wear gloves so as not to get caught. I turn everything into stalactites in my life’s puppet show so as to make others dolls in photographs. When I shake them, my moving drawings are postulant…
Antoine my rebellious officer was waiting to be given a sign by his Lord the Guardian so as to attack our royal domestic.
We took her to my room while she was unconscious.
So innocent and sugary!
We put her on the bed as any Don Quixote would have done for his lady if from his own typhoon she was traversed.
Her skinny body reminded me of the odalisque in one colour by Ingres.
I was always an admirer of Neo-Classicism. I wanted to rip this painting to pieces because it had an emotional and historical value.
A smell of security, well being and intolerance was hiding under her fat at the slum. Ideas that provoke me to doubt them to whoever claims that has them stored in his hard disc.
When I was Tom Sawyer I was always breaking the vases mum brought home from her trip to Sichuan.
Ming Dynasty was being diluted in my hand not because I loathe the Chin culture but to see my mother go insane. An untranslatable civilization to my own life theory. I did not like my mother’s incontrollable arrogance. I wanted her to sacrifice her eyes so as she could doubt what I feel or do.
I was so greasy like a snail without a shell and I loved it.
“Faunus of Pompeii.”
I wanted to seduce her flabby thighs at Parnassus. Women, apart from tongue and hand, they need teeth from topaz because the danger of a filling always lurks…
Female anatomy in its totality always looks like a jungle in safari where you explore its various genders and species every time…
I never read enough zoology and that is why I was throwing the black and white cows from Keadas with their panties.
I was an expert at the human anatomy and I had a scholarship too…
My hand moved to find and break her crab which was above her belly. After all, when the glass on the bedside table faints, the evil is in the love breaker. It is idiomatic to hide behind somebody else’s back.
There is no chance a daddy can save his seemingly innocent pullet from me. If I agree with something I take it to the end.
I was coming inside her monastery violating her steel door with a burning solid liquid. The nuns were unarmed. You could see it in their face’s fractures.
I was Mohammed the Conqueror at the marionette palace of Magnaura.
I was wondering while staring at the mirror whether I wanted to make love to my Adonis. Where would I see again this airy and marvelous body? Would my profile be simulated at the magazine’s cover which Antoine was preparing for the internet?
It is unreasonable to throw chocolate to the defloration. My uninitiated to vows body would get salty.
Later on, Antoine confirmed that he had suffered the passive orgasms of Sleep from Deimos.
I hope he dreams of my kiss when he goes to sleep. When he accepted the tool of the circumstances of commitment-as a kind of disapproval- tomatoes and holy water, I realized that the end had come for my starry mission and thus I left running with my excubitores.
I ran away being scared of the divine wrath that was over my head due to the asylum’s desecration.
When she returned to the other world, she understood that I was the Saviour of her Metamorphosis.
The performance of your duties will be postponed for the time being and I am arranging it for the distant future when I think it is compulsory.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 130
Lucy Sanguin to Sophie Caron
30-5-1999, Paris
Dear Sophie,
You can make creative acquaintances at camps. A man from Catalonia was ogling me when I was sitting around the camp fire along with the logs last night.
I pretended to faint to give him a paper-garbage telling him to meet me at the camp’s toilets at 2 o’clock at night.
The danger of me being caught red-handed was desperately naught. His name was Juan and he was getting paid to act, like a bee worker, in erotic films. I like hanging out with people who do not come from the same social class as me. I forget the limitations I have and that is fascinating.
Damien thinks I am Alcibiades. Like a Hindu he is surrounded only with smiles from our rank. I believe I must not dump the Untouched on the street.
Juan knew how to win my heart with his great jokes. He was a painkiller and a boredom repellent. I would lie if I said that I did not eagerly wait my chthonic tracker.
He opened the toilet’s door at dark which till then was slightly lightened by the moon’s light and the pillars. He was accompanied only by a couple: Joan from America and Scott from Great Britain.
He explained to me that in the past they were lovers. My second nature would have to deal then with three strangers who knew the art of war. I have to declare that I was thrilled!
With our debauchery’s quartet the toilet would become our concentrated Serbia. We would join forces in favour of the Kosovars and we would ruthlessly bombard the Serbian-Slavs racists.
We never believed in love’s racialism. Scott was a blond Apollo Sauroktonos lying on the wet floor not only to cool himself but also to get a battle position and arrest the unapproachable pisces by taking out his hawser.
I was throwing my stars on him from the sky… Clusters of meteorites…
We had Earthquake sealed inside our Etna. Joan also bowed over Scott’s head. She was sacrificing an animal to propitiate her little God.
Juan was a tiny gerund lover. His eyebrows were a proper stimulant for a woman. He had pierced his belly-button with a silver ring. It is said that werewolves die by a silver crucifix. Apparently he had been tied by his machine. A flat belly like the table’s surface, skin-tied with it as its only identity.
I was swaying on Scott like the baker mills the dough. I wanted to feel the baking tin in all its dimensions and not miss any corner that has not been filled with this dough.
I was a shipwreck that wanted to suck everything in the middle of the Antarctic Ocean.
The repetition in darkness’s space was Juan’s black hair. He looked like he had been decapitated like Danton.
His spaceship landed on my Cape Canaveral like a splitting on my two over stuffed fried eggs. A pigeon wounded and bleeding that attempted to fly because it believed it was possible though reality belied it. It’s this belief that we can become what we were before we were transformed into something else by a buoy. It is the present’s denial of the previous moment. I waited for him to pour the butter into the frying pan and eat the best omelet looking at me from the kitchen’s hot plate.
The French and the Spanish were conspiring in a long time to destroy the terrorist organization. We like dominant countries and not self-contained areas.
The collaboration with the Englishman was something that could not be blamed. I was Clemenceau and he was Lloyd George. Our Archidamian was universal like our love was figurative.
I pretended to be the elevator at the Eiffel Tower that goes up and down, Scott was Thames that waited like Noah to soak me, Juan the Escorial whose lust I saw rising from the west and Joan the Statue of Liberty that gives the fire of death to the remaining nations holding the window like a torch that brings balance.
Joan’s lips had gone so red that you thought a Chimera would rebound without Bellerophon. You could see the Aztecs’ unhewn wood on her look. To be precise, a sea without any water. She had the hair of citrus but anyone could doubt its originality.
While Scott was giving me floods of pleasure, I was staring at Juan’s Irresistible Armada.
I was the porphyrite-cloth to my Matador. I liked his passion and his Mediterranean imposition. He was staring at me as if I were Napoleon’s domain in a sphere of influence.
He suggested I should pour the butter out of the frying pan and onto the kitchen’s hot plates to turn them off since they were all turned on. But lots of butter was thrown into my casserole. Thus the spaghetti I was making had a nutritious taste for my saprophytes.
I always wanted to learn Swahili in Africa, eat human legs inside the Alps, one of the few alive at Zulu dance…
I felt an acerbate taste in my belly since I was the tomato in the liquidizer. But in the tomato juice some liquid flour profiterole was added like the soothing breeze. A penetration with no pleasure…
Our heavy breaths were implying our need to wear masks of euphoric oxygen.
When that was done, we collected our few clothes because the full moon was looking at us with a fig’s leaf.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 140
Damien Adaleux to Jean Larousse
30-6-1999, Paris
Dear Jean,
When the sunset came to an end, Robert and I went on an excursion to the degraded northeast suburbs with our limousine.
The order was to narrate on the camera what was happening at the third apartment.
There, thousands of blacks, unemployed or Muslims from Africa would suffer for a few francs.
My victims were two sixteen year old blacks and an adult Muslim from Algeria.
Many of them are drug dealers. The feeling of doing something illegal was always a catheter to me. There should be a punishment for capitalism and colonialism to an Aristocrat from the higher bourgeoisie… For the mistakes of the past and for the evils that bedevil their present… With a gesture of mine they came into my extra erotic clinic.
They were so Dionysian that if I did not wear anything they might kidnap me to sell my organs. They do not know that Dionysus Zagreus never dies and tortures the disrespectful.
Robert and two loyal guards of mine from Hades would kill this actor if something went wrong.
I had timed and put boundaries to my vice’s game.
I was a fan of tenebrism and I wanted my head to look like that of Holofernes when Judith cut it off for the Liberator of her people.
Paintings for me are the occasions to act roles that in normal circumstances I would not act. The real of the past is depicted with the present’s concepts. Another fake theme and I was its multiple.
I knew the fake reality. In no way I reassured myself with false expectations. I wanted, even in this way, for my dark enemy to undertake my caricature…
The threat of monkeys for making an Aryan French nation was now a watershed from the past to the present. But not in its real dimensions.
An arrogation of rights that those androids will never have…
These ideal slaves were privileged for their huge assets and they were made to bring nude photographs of themselves.
The ideal servants for us arrogant masters…
My gold watch which they asked for was given to them. I had many of them. I gave them my emerald ring without a grumble.
But the third time I refused to give my right ear’s diamond earring because it was my self portrait’s wand.
The Algerian pushed me down. I slightly hit my head. Thankfully I was Aphrodite on her hunkers without a rupture.
The one Black man carried away my hands and the other tied them with a rope…
They were calling me vulgar names and kicking me or punching me. On the other hand, the Algerian took off my earring and blood dribbled on my face.
Profoundly satisfied from their loot, even though they never conquered Malta, they took off my pants to obviously steal it too.
“What a golden boy!” exclaimed the Algerian.
Before I come around from the continuous beatings, I saw them nude.
The Algerian had been circumcised as the Koran orders. Obviously one of his two parents was white French since he had a dark colour.
The hoses of the Blacks were diversionary and unhealthy like the Bavarian sausages I loved every time I went to Germany.
My one black man, like someone who loves his neighbour, was touching my thighs trying to find the average…
“This well needs oil!” said the one and then the other black man took a bottle out of the jacket.
The first black was counting my mouth with his finger that was sergeants of my unit from willow’s hands in case of resort due to NATO bombarding.
Sometimes it was casual harvest and open for the errand of equities of the free to loose market… Other times, the store would close due to the bubbles of the wet Spartans who washed ashore more branches…
The sink is always blocked due to hairs that are gathered after the big razors’ long stay.
The second black man while unplugging was pouring from the jug to achieve the first goal: a flexible girl to be ready for the intruders. Oil contributes to life’s width. Modern Hippocrates says it as well. It is the most essential to the Mediterranean cuisine.
I say that oil has a great contribution to the biggest volume’s capacity of winged ships.
This well could now fit into any kind of windlass. It did not have any more restraints. It had gained a totalitarian autonomy without my authoritarian will. They had charged the brutal troops of his Chorbates on my land so as every human right would be eliminated…
A mathematical triad was looting my body.
Every conqueror had his own unique characteristics.
The first black man had the alpine look of Pseudo-Longinus. The second one had a gross but middle one. The Algerian had Gauguin’s but totally effective.
The windows were sad coffins. The atmosphere was stifling due to the sweat of our bodies.
Relaxation at a Turkish bath. Their smell was more aggressive because they did an exorcism the previous Christmas for the last time.
The water and hour glass’s economy of our national identity was a common denominator…
When the one intruder was breaking my country’s metal grilles, I was being bathed with wet and solid perfumes-merchandise by the other two.
I liked the Algerian more because he was the Lyre with no costs, the Partisan’s manual that has a strong power and nobody can subjugate.
The tramontana was revolving dark spikes from his barn to the homestead.
All this bayberry was dribbling from my palate like a stalactite. At some point there was a parallel admission from two teams but the fence was so narrow that as a lecturer he expelled the one since it was about to break…
The black man that was behind was an inspirational canoeist on my neck’s chain and I was the giraffe with a leash…
The other one was adjusting my head’s thyme to take the proper bow for the flying ball like a loyal hound despite the fact that it opposed to the Ottoman.
A law student who was my classmate at school had taught me the Ottoman Law from an early age. Seemingly, the Greek-Roman and the Byzantine.
I had pored over the spirit of the laws and balance, knowing at the same time that the most rational demand is also the most blatant injustice, if covered by the power’s robe emits the senses of the firm code of values that knows how to adjust to the circumstances and alters its behaviour for the high casts, exhausting all our lenience’s boundaries, while it exhausts every room for strictness of the committed crime for the deprived with a few variations.
I was a crime’s victim and totally satisfied that I pretended to be the scapegoat for all the crimes that the national and my own bourgeoisie once had committed.
I wanted to feel the Hippies’ vibration which they had when De Gaulle was in power for the independent Algerian. I was a lover of apostasy, a fallen fair angel of the Lord.
I wanted though for the last time, like a capitalist body snatcher, to dissipate the milky oil of those strong immigrants and absorb the power of these nomads even if it led to the founding of the Finnish.
I was the Son of the Man-French who paid for his Forefathers’ crimes, like today’s Israelis apologize for Christ’s humiliations or that they have to feel guilty for His Crucifixion when scrupulous Christians claim so.
I liked “paying” for crimes I had never committed. On the contrary, I would not like to be punished for the hubris I consciously commit. The concept of my collective responsibility was affectionate…
My body was pithy from slurs and raised like Fifth Avenue. It revealed like the product of his cherry earthquakes.
A wreck that was waiting to visit the oven of the hopeless.
It was an excess inside that space like his ox-like eyes were reflecting luminary.
Robert did not interfere with the instructions given.
On the contrary, he preferred masturbating while watching that live, violent porn unreel like Ariadne’s carcass in his fantasies’ Minoan palace since in every one there was an avant-garde waiting for him. He just had to accept her or deny her to be sold to her whom he wants to find till the way out.
I was in the middle of this farrago and I was touched by the fact that a listener was applauding me even with one hand on stage.
When I published the foams from my mouth, Robert realized that that was the end of the game. I was full of lather to mop the tribe’s crime.
Killing of a nation or dialysis? Hard to say. I missed their wheat rain. It did not take long for my pot to be watered.
I felt like a four-wheel that had gone to the washing bay to get cleaned from the red clay.
They quickly got dressed with their lawful assets and, like the chicken thieves, departed from my life once and for all.
After all, earth never ceases to move. Even when we are converted to sleep. Even more so when crimes have been committed. I was Antaios and they were Hercules. I took earth off of me and I denied the sky’s power.
I took a lesson of morality: a dewdrop of goodness that has evil in it. It sounds unbelievable but so true…
My victim’s mentality is now more fitting. I made sure that news was spread amongst my friends’ circles. I seem like a hero in their eyes since I survived from those blackguards. I look more immaculate than ever…
The worst crimes can be committed with the greatest easiness of movements and extenuations…
I am the Julius of all women and the Augusta of all men.
My fame was known to all the fashionable circles not only of the capital but of the whole Europe.
The worst alibi is the confession of the crime. The others think you are accomplice to something. You do not think that when you have committed something…
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 150
Damien Adaleux to Louis Martineux
1-10-1999, New York
Dear Louis,
I arrived with an aeroplane that gave the New City’s aura to the buildings a new moon before.
When I visited the Metropolitan Museum, I realized she is equal to Europe’s Snatch… Here are the horses of Lysippus… The peak of the Crusaders… The possession of the city of multi-faced Lucifer…
And I, Michael Palaiologos, having the pencil and the paper as my munitions, was waiting for the right moment to grab those treasures.
I was a bright student for the Museum’s exhibits. I captured the permanent collection of the museum to practise the art of painter-sculptor.
The subject that lost the sense of volume has been ornamented with that of the level so as to imitate the dimensions with the most successful way. The colours with the classifications at their imperfections were helpers of an attempt for a natural failure.
Can the flattened statue of Marcus Aurelius be impressed at its real sights?
Even the material of its moulding does not have anything to do with what it represents. It does not have either a human hide or organs or blood…
Perhaps if art is cloned then its real face will be conquered. The people of history will be clones in the cold storage and not absent but with the same inorganic and organic elements in a representative art.
I recently saw paintings with colours of human blood at a museum of contemporary art.
Here is an exceptional art for the man made by a man.
Anyone can choose a cut leg or arm if he travels to the countries of ignition or even Cicero’s head with his multi-pierced tongue. Thus, he will recompose his real like the senses or feelings private art at his home. That means the art of the powerful has a sixth sense perception, almost geotropic I would say. After all, all painters had a powerful Maecenas: Botticelli had the Medici or Philippe the painter from Crete who painted with the hand…
Art is a sequence and we are the humble drivers that follow her.
I started realizing my insignificance while watching those huge buildings, amongst the millions of citizens in this vast land where all the Titans and the Egyptian Gods have gathered.
Parthenon’s frieze in reversal. Zeus with his thunder is not an ambassador in this city. The victory of the Giants and the Titans on the Olympian land! You can commit any crime you want without being punished if you step on the mermaid shield of wisdom! You will see everything in reversal here. The tycoons are dense gods and the bevy of ignorant people on the top of Pieria.
With a pole in the eye, shape of architecture…
The blood of the citizens will reach their feet as a punishment. A brain with no oxygen in a post surgery remission without blood.
I was a dwarf in front of juggernauts with clay legs that I left in the evenings since I always attended the classes of the Fine Art College.
I went to the hospital where I was born and I worked temporarily as a historian at its archives. The receipts were swimmers in the papers. I was my mother’s child indeed… My father? I always assumed he was from the New Land.
An Ares on my mother’s bed. My father caught them soon after the action when he returned from the UNO. He had displayed a few documents concerning the captive Americans in Iran which he had to study so as to orate at the channel.
Americans never forgave the Shah’s Persians for their banishment like I never forgave my mother for not revealing me my true father’s name.
Four years later, not even the birth of my duplicate sister prevented my parents’ divorce. I gathered information from the living residents of the building where my parents used to live before I was born (not from my father’s head but from his thigh).
It was heard that my Hecuba had an affair with an American painter named Peter Wise. A distant relative of his who lived in that block of apartments gave me a slightly ruined photograph as if it had almost been saved by the flames.
She also mentioned he had two children and that one of them was studying sculpture at my University.
We had the same age. She told me not to bug her again though, because she had fought with Wise’s sister in the past.
On the first semester I attended the optional lesson of sculpture so as to meet this student.
An optional touch that would be the cause of compulsory information.
Almost immediately our eyes were copulation in the void. Our causeless intimacy came more from our common background than from moral patterns.
He was a baptized ice-cream in the Darkness. On his face I saw my own and then Peter’s, my father’s.
Denial and rejection made the nostalgia to perform a tragedy. Maybe an Oedipus without the fairytale…
Three days ago I invited him to my apartment for the search of the man missing and his family tree.
He told me that his father had once transformed a turkey into a billy-goat to mate with a nanny-goat because she was feeling lonely due to his January chores.
He told me that four months before 1982 she brought her own azalea from his cyclamen and a rose. She asked for a flight identification document but he denied the annihilation’s baby. He had placed the arrows of Puti to another woman and by phosphoric chance a white rose popped out on the same month. He told him he thought I was a ton of cement and threw me in New City’s ocean like he had done with the French woman’s past. I kept my polar temperature and did not make a gesture despite all I had just heard and the fact he kissed me on the mouth.
Under her though, I was singling out Hera from the spike. I was sexually attracted to my clone. I wanted to be broken down into a thousand pieces and get blessed with seven years of bad luck.
On his face I saw the rejection of my enlightening progress. My father was the Echo at the first handwriting and reading. A clock whose thumb had turned backwards and I saw my father making a gesture at me to make me emerge as a mortal this time.
I was given the chance, with time’s retrospect, to commit his crash and surpass destiny.
If his candle melted, neither I nor my brother would give breath to Thor.
For many years I was dead at the wretched old lady who lives in a Cave, lame and isolated.
At the humanitarian sphere, I was processing the teenager who does not want to grow old but be mentioned from everybody as Antinous.
I could never undermine happiness.
Blood is thicker than water. Unless you get sick with leukemia. I was curious to see though whether the blood in his veins was red or blue.
“I am a naughty girl!” he told me and coloured his lips with a lipstick taken from his short pants.
He did not differ from a sweet, nerveless and odourless girl. I was looking for a hole to give him an injection. That would take all his blood to protect the country from the terrorists.
I also contributed to this child’s disengagement from his metropolis. A colony that wanted to surmount her own womb with radiance and her Octavius to be deified to everybody’s discrepancy.
The beginning of cuntarchy and the end of democracy…
Men and women were acting like natives who surrendered easily to the Visigoths. With their weapons they opened pits to hide their heads.
There is only one acceptable way of reproduction: that of the cathartic.
They wanted to accept the colony’s ideas unconditionally without remembering how the World’s Metropolis should be.
A marriage between children of the sewers. I had to perform those bonds.
“I want you to draw my face on the canvas” he told me in a sensual way.
He ornamented the chair that was next to him with his dresses. After all, in a few minutes he would become Dead Nature. He temporarily stayed at my death bed that now had become his own uniform.
His body was to my eyes the golden apples of Esperides that I had to bring back to my country in order to get by.
His arms and legs were tied with a leash. I charted his area which was in an interesting situation and I had to make a report so as the material found would be classified.
My stiletto landed on her like an extra terrestrial disc which creates untranslatable hieroglyphs on the English land.
Always cut the spike that protrudes. This is what I did too. I cut his entire spike in its peak and I gave it to him to eat it.
Mucus of blood useful for my canvas’s painting…
I decided I had to operate. You can tame all the natural coloured climaxes with the proper pressure at any human body’s pressure gauge. I wanted to make a painting from human’s colour. A nominal anthropology… An anthropology without any person but at the Day of Judgment…
My painting would be named: “Laius was murdered by Oedipus”.
I would write snake-like and pre-historic lizards instead of people. My brother was a great contributor and sponsor to this painting. This is Fraternal Solidarity.
After all, I did not do anything that had not been done in the Old Testament.
While I was operating him, he was looking at me like the patient looks at his healer before he dies. A mobile painting “Lesson of Anatomy” of the Netherlands… Nobody can compete with Rembrandt. Not even me… Thank God he is not alive or he would end up a brother…
Thunder struck and scared he left this world for ever, without a voice or a pencil paper.
There was no originality. The only moment of originality in this fratricide-Thucydides said that civil wars were the worst of all- was that I wanted to impregnate my brother after his departure.
A nameless child, without a father, like me. A child without lungs and heart, like me. A child carcass, like me.
I chopped his carcass and got rid of him once and for all with a common way.
A new night rises…
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 160
Damien Adaleux to Louis Martineux
30-10-1999, New York
Dear Louis,
I feel dizzy from the extreme actions of the lovers of my ex, present and eternal Joan. I constantly underline that the Pope of her heart is a man and unique. Harems do not exist in the palace of my Arts.
But I am dishonest, Louis. I am a Disloyal, superficial person. She swears on my mistrust’s governance. The difference is more than distinguished.
I invited two of my classmates to my apartment late last night. It was Raisha from Russia and Tsung Li from China. On their faces I saw Mao and Stalin.
If it wasn’t for communism, capitalism would not matter at all. It is possible, the opposing awe that doubts my interests in a fridge of planet Ares to be transmuted as an epidemic in my country, something which I deprecated and wanted to be aimed at its individuality.
I had the look of the arch that the pagan owners had.
Tsung Li had a skin of solar fog and her hair was black like that of Bernice. She was as little and plain as a small piece of wood in the Hippocrene…
On the contrary, Raisha, used to the Siberian winter, was a full moon and Antarctica, a rough ox-button, a bud ready to pop out of his petal. I was about to accept my defeat on her cold forehead and the decimation of Napoleon’s troops.
An unusual bear in its beauty. I would like to have her head as a trophy over my fireplace and her white skin as a rug to keep me warm during the Norwegian December nights.
We three followed a Bronx dance in a hip hop rhythm because I have the broadband and the right of the Pantocrator to doubt.
Sweaty as they were, they fell on my bed of casual crusade. I approached the sink to turn on the hot plate and make chocolate to pour on Tsung Li’s sweaty breasts and try it.
Mu hunger ceased the sit-down strike it had started in my stomach and moved on to her love’s Taksim.
Raisha was shamelessly flirting as an escort at the October Revolution in despair’s creek, not caring whether there will be a laurel to crown her Seferian achievements and save her.
While I was a tenant at Tsung Li’s ozone-spherical apartments, Raisha driven by her curiosity, moved to her lower levels to water the chosen plants of her studio flat.
Like a caring Samaritan she was willing to take what was inside outside since the tenant was about to move out.
Every kiss or stroke there, made Tsung Li to burst in lust’s cries like a cackle that suddenly stops and the next time echoes its vowels and consonants louder.
An upward sound climax that slightly affects my own employment. I had to throw away the chocolates with my broomstick like a lawful supervisor. I had poured all these in a vanilla ice-cream giving the surface another printer’s look from that of the content that has as its ultimate proposition to fool the consumer.
My kilometric hand wanted to clean the flat’s windows but the flat was closed due to renovation. Raisha moved the furniture to the living-room so as to place pipes on the beggar-walls where water gushed. A lust of a red garment…
I had to open the fountains so as the soil would go away and leave water to flow. I do not usually live in such flats…
I am the dauphin of grandiosity. At the palace of Versailles or at the villa of Medici, since one of my ancestors belonged to the generation of the “Bourbons-Capetids”.
Now I had to confine myself to Saint Petersburg and the palace of the Forbidden City. There was a chance I would be Japheth in tubular spaces.
When we try to avoid something, it will always approve of us in the beginning of every century till it stops existing with our death. Awe soon became action.
My tyrannosaurus found its natural place for the protection of his meteors whose shadows resembled figures inscribed in the depths of the caverns.
Thus, it had to reach the surface and one of them should override it so as every shadow could realize it has a downward pull and a special weight. If you are Romanos Diogenes, never show willingness to leave your eyes… Your destiny, which is the others, guides you…
My bread had been accommodated in Tsung Li’s garden. Raisha was melting her butter on my bread and on the side cookies to make it tastier. It was a game for tasters. The winners would receive a Dionysian prize on the footstall.
It is really honourable to think that you serve two parts: the one where you are visitor and the one you serve to the others.
A Xenios Zeus from the depths of Arabia… Proceedings and observer at the same time like a full moon phenomenon and an eclipse of a whole conjugation.
I felt a cookie moving on my burnt baking tin, like Saturn on the move, so as my fever would rise.
A Dionysian panther was stroking Tsung Li’s eyes his nitric rain from the hair.
My erection caused double pleasure at the Pillar of Salt: For the one that felt, it remained silent and the one it could not avoid it wanted her to protest so as to seem more like a victim than accomplice to the immolator’s crime and declare her innocent in front of the jury-cameras. Or maybe she catches the crime’s reactions when she becomes an eye witness or an auricular one after she has forgotten its essence.
Raisha took a candle spider from the table and its fragile liquid started flowing on my chest.
I was taken aback by this and thus the pain was multiplied, like the Lord’s fish and breads.
“The candle of my life may start to flicker…” I thought.
China and Russia in the 19th century were enough for France.
The candle penetrated my body and became one with it. Finally I ensured Saccharin and I caused orgasms to Tsung Li with my candle’s simulator.
After the party was over, I gave them my painting which I had made with my brother’s organs. I cut it in two. Fair judgment and Solomonean. Since they could not admire the brother who was judged by Minos and Rhadamanthus, I gave them my recreated other self from a striker cloak.
I know you will wonder why I killed my brother.
I stop whatever suits me. I kill what I admire to stop it from surpassing me. I want to be one of a kind! Spherical…
When the chariot of Phaeton comes outside the emblem of my Lancasters, I observe any change that needs to be fixed in the sink since I am a Mercedes of many rules which exhausts its strength.
I give birth to the Shell-born in copies. Nutritious over the lips, to stop the smoker’s cough… Anti-wrinkle under and next to the eyes so as to eliminate the goose’s foot. Finally on the cheeks to prevent the spots of the laughters…
I exercise to serve the son of Hera. I will bathe with wrinkles of Akhaimenes and I will wear colourful clothes so as to be a living canvas… I was always a fan of the image breakers…
Images express something static. On the contrary, I am an idea-planet at the shadows of values. I do not contradict.
Painting is an art of images. I take its logos and give meaning to them via the roles I perform.
My position in art is the moving power. I have everyday friends and fabulous riches. I just hold a problem in my hand like an heirloom: I do not incubate anyone.
That is why I use the method of three to others, so as to feel I am doing something creative.
You see it’s the lack of values… I can bear anything I want and give birth to anything I do not want. I am an impure scum that I cannot be punished by any law, human or divine. I vent my spleen and I take the lives of others…
I am a historic person and universal like the followers of Church. The country that helps me to me is very near-sighted. I acquire everything with any natural cost. I will go to any place of the earth if I like it and without meeting embankments on my Via Appia.
I am your God on earth. I am your worshipped calf since you do not have the proper self knowledge.
Louis, I am the indoor inmate at your school. Sometimes though, I walk on your intestines like the sparkles from the friction of the ignescent stone.
The invisible man who commits tortures… And then becomes visible to many… He always seems pure though…
Like you and I…
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 198
Louis Martineux to Damien Adaleux
1-5-2000, Paris
Dear Damien,
Lucy had invited all the guys to her house to see extra scenes from the “Deep Throat” on television.
I, Antoine, George, Jean, Fernando, Henry, Robert, Jacques, Lorraine, Dominique, Francois, Cornelius from the Netherlands, Ivan from Serbia and Hakim from Kosovo.
Europe of the Fifteen at her feet and looking to milk her cow.
Agrippina’s reincarnation with a transparent night gown. She coiled her body on her hunkers in front of the television and while half unconscious she asked for an Asclepius.
Antoine was kissing her left ear and I was the right’s driver. Jean and George’s tongues were like reptilian eggs on Easter bread in her mouth. Henry and Fernando excelled at the anarchic and rightist party of her female hill. Louis was asking for a prediction from Dodona’s oracle. Jacques was playing her right hand’s fingers with his tongue like the piano’s keys. Lorraine was flaming those of her left hand like a harmonica. Dominique was preoccupied with the Alexandrian lips of the Foreign Office. Francois, with those of Home Department and with the trunk of the hateful rain. Cornelius was looking to bombard her Achilles heel that would not leave the turtle knowing the danger and the bombarding. Hakim was licking her left foot’s toes like he was eating bread without sponge cake. Ivan was kissing her right foot, since he did not know what her left one was doing, like a prisoner in Hague does to his fiancé behind the bars.
Sighs of repentance were penetrating our ears like the echoes of an electric guitar do to the criminals sentenced for life. He was the Yliki of our own sighs and Ms Basilica was choked by our feathers because she preferred our company to that of Ali Pasha.
Our Scandinavian migratory birds landed on a warmer place not to freeze her with the snow we had on our wings but to clamp the nerve of her immaculate waters, so as we could continue our flight to Tanganyika and whoever was not down with the Thai flu could leave.
Every time a bird was entering her lake’s wet surges, she was calling its name. Ducks, swans, quails…
Zoo parades. They were not getting wet but just tasting her curing waters. They were throwing her milk, honey and candies without doing the thing they wanted even though it was offered to them.
Tantalus’s doubles or imitators? On her body unfinished life’s vomits were flowing. These children would find their father only by IVF.
Our tongues had become brushes to create a copy of “Sleeping Aphrodite” with the dissolved fruits. On the first level there would be the twelve French and her. On the second one, the immigrants’ Unholy Triad and the proper Punishment.
The man from Kosovo, though sixteen years old, was like a tied-up rabbit accepting the Dutch’s stinger on the bolt hole of his hills and the Serbian’s Kalashnikov.
This soon changed since the racist Serbian took the place of the Kosovar rebel. Crimes are always committed from both sides in civil wars and you could commit them or me if we had the bad luck to be Serbians or Albanians.
The Serbian’s body was a court of law and a purgatory for the victims of a war of lust. According to their opinion he should be on trial in Pristine or Hague.
A court of law with subtle blames and innocent people or guilty. The Balance of Justice leaned towards the south of the Balkans. The other one was leaning towards the north furious with the Dutch.
The Serbian’s stomach was a place full of dehydrated munitions. He had to pay because he had molested the Kosovar without asking for the Dutch’s opinion.
I always liked Dirk Bouts and his Madonnas who like tulips were keeping their fluffy breasts to the eternal Kichle for the babies’ milk.
They were injecting vitamin D to the Serbian to boost his bones-guards of the racist leaders (1992-1995). A huge baby that had to be shrank because another one asserts its autonomy with its wealthy powers.
The Kosovar had ridden the Serbian. Four roses and two colourless glassworks had been created so as the demand of the political rights of the mutineers could be broken with an arrow. This was not the first time that something like this happened. Richelieu preceded centuries ago.
The Dutch, with the spirit of an ambiguous innovator, observes the real power.
His Swedish glasswork either broke with his solid pipe and when he thought it was to be broken he continued his course to the Voiotian so as to taste the sense of danger or because he was overwhelmed by boredom brought by the human interaction and the different should be finally chosen since something like this was not in a panoramic place.
That scene reminded me of Rubens’s triptych for the Descent from the Cross.
Same taste in another experience’s body. After all, the Gadarene Demon had been reincarnated into all the swines since they had the same metrical multidimensional phonology.
While our twelve stars were moving on your girlfriend’s mouth in the most frantic party, the Kosovar’s glass and blood were falling on the Serbian’s warehouse.
Needless to say that I sent her the letter your Chinese and Russian gave to me in a form of love letter.
It seems that the Russian Revolution made her breathe fresh oxygen and she decided, as revenge to your writings, to welcome your mates as a trophy.
Leave her in space like a Halley while you can! It is the best advice I can give you!
I did not want to eat what you daily ate out of zeal or curiosity…
I just wanted to show you that our friendship means more than all those Lolitas!
You are obliged not to these peacocks but to your friends and you should give them your energy and time! It diminishes your status as a man!
Girls have us on their hands like a string of beads. The “others” are for our diet. This seems to be somebody “else”.
It is beneath you to pull Santa’s sleighs!
You have to break up with her!
Can’t you see that she is poking her nose into our business?
She wants you to leave us… How long will you tolerate your Ptolemaic literature with her tongue as broom trying to take us away from you? Can’t you see she is a common person who pretends to be a Marquise?
She is Penelope’s tumour.
Do you remember when we were smoking the pipe of Aristophanes and she reacted telling you: “Your words are a disgrace… Your speech is vulgar…”
You were right to reply: “You never smoked the pipe of Nicias with me! Why are you so annoyed then?”
You silenced the slut, since you cannot seal her mouth with a normal way!
Since we respect you and we care about you, we did what you cannot do…
This silk breeder eats your intestines… You belong to me and we belong to you for a long time.
Last night, the twelve of us beat an old homeless man to death at the banks of Seine. He was filth for our city’s reputation… He was also detrimental to tourism… We threw him to the river’s bottom with my yacht so as that piece of trash could not be seen anywhere…
An immoral piece of art by a dubious, almost bankrupt artist…
One solution is possible. Either you break up with her or you will find her floating on river Styx. There is no middle solution.
Remember your glorious past… Unless you want us to give you the baton and like Othello it will surrender to her arms.
The decision is yours but we demand your answer soon…
Yours,
Louis Martineux
LETTER 200
Lucy Sanguin to Claire Beaumont
5-5-2000, Paris
Dear Claire,
I am hanged now to the canyon of Samaria. Damien charms all the ladies but he always comes back to me.
I was writing a letter to my friend Simon in my office in the middle of the night. I heard an eerie creak from the window. I thought the pomegranate’s branches were the 1x1 that were frontiersmen with my balcony at the garden.
The Mistral was furious and from my window’s spinning wheel oxygen was being stolen.
Damien was at my balcony like an upset monkey. On his belt there were the faces of Isis and Osiris, vivid and with hieroglyphs.
He was attracted to Tutankhamun’s tomb and the Hellenistic land of the Pharaohs. But I could never imagine he could worship other deities apart from his own “ego”.
His acrylic shirt and his body showed even his most profane mistakes.
His nose had been pierced with an earring from selenite and opal. The bad stone’s moderator… He told me that, like an Olympic Champion, he had passed the fences and the dogs had slept like the Northern Star of the sea due to barbiturates… Then he reached my balcony from the ivy and came to my window like a glass breaker.
All this time, like Alcestis, I was writing a novel for him about an immigrant from abroad. More specifically? From Russia. Thus I made a few comments and I studied sociology.
When I read it to him, Damien was looking at me like a puzzled Eskimo.
“Are you still occupied with these fairytales for little children? They can’t bother a Rito!”
The size of Eridanus keeps growing when he falls on our neighbourhood.
It still looks like a particle when it settles like dust away from us. His eyes had lost the sea’s foam. He was spreading his asphalt, which was in dehiscence, on me.
I think I sometimes used the divisions of the air bombers to make him feel like a naught. Maybe because I wanted his solid wing to get wounded and his ashes to be thrown to the Greek open-sea, like the famous Greek singer’s.
We were an unknown champion’s ramp that could easily turn to the left like me or to the right like him. We had never met in the centre.
I was not Scylla but Charybdis whispered something in my ear and pushed me to the bed like a police officer pushes the burglar to the cell. He was holding his lips like a big catastrophe was about to come.
He made my garter his helmet and he tied my hands so as I could not resist to my excavation’s rubbish dump. I kicked his balls like a true Artemisia and he was howling like a wolf for hours. The anti-genetic ways of pleasure were at their peak for everyone apart from this happy stub. I would never let him brag to his friends and teachers for the innovation he wanted tom make. I had a reputation that could not be disturbed. My damaged honour had to be restored with a marriage. Anything else would be a painful defeat.
“I want a child to be born from your heart…” he had told me with his face beet red.
“Unfortunately this cannot happen. Metropolis is bleeding due to your apostasy…”
He was Ho Chi Minh and I was his Indochina’s cry.
It is weird not to give birth when you are bleeding. The unborn children will give you their message. They die not only in your imagination but in your calyx too.
Every new moon you commit a crime: “You have to give birth when you carry a child”. Your body’s ten rules…
Your biped will utter it, society, soul… But Voltaire’s Priestess tells you to become the Murderer of your personal pronoun in nominative case and in your first singular…
“We are breaking up for good today!” he told me with the thunder of Zeus and he turned to leave while he began zipping his fly.
“I will say Everything to your father’s brain!” I told him in a blackmailing tone.
“If you do this, I will tell your father that your first cousin became Porphyrion at the age of nine. You were not Sekhmet to avoid him and you hadn’t even seduced a Kou like me.!” That was his response to the glove’s fall.
Like one of the Vestales, I begged him on my knees not to do it. If my cousin knew this, he would go to Hades and my father would end in High Court.
I would lose the rod and sandals of Hermes, my wealth and my belongings. I could not stand this social imputation.
Relieved from my unhealed wound he told me like Cassander: “We will break up. You only make me pity you! Do not cry… You are cheap like the paper you use to write… If you go on like this, my fraternity will deal with you… You irritate me…”
His final words fell like razors on my body and not penetrate mandragor’s tricks.
I called Otus and not Efialtes that I was going through that moment-one of the two guards of the External Gate-and begged him to take Damien with my father’s car, like a birthday gift with a galactic ribbon.
I do not want my enemies to respect me; only to fear of me. I must find out who told Damien to break up with me so as my plain but like a swordfish nail will properly deal with him.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 201
Damien Adaleux to Lucy Sanguin
6-5-2000, Paris
Dear Lucy,
We had to take different roads in life. If that did not happen I would transform your heart into sugar while you were sleeping.
I cannot control what I feel. Don’t ask why. It is buried deep inside my heart. The explanation we give to the facts does not have a meaning so as to make them different from the phenomena. Our replies to them are simpler than we think.
This circle is over. Another lottery will be erected now so another one will begin. The nozzle in his heart does not have any more space for us. Our hearts are the pulpits of the ancient Gods that slowly abandon this world.
When we do not admit it, we are the outfalls of ourselves.
I want to be bifid like Nature. “Whys are not bifilar. I do not prefer them. They are the roads that Anchorites follow before the leader dies and many of them quit. Few managed to see the beams of the grassy sun and not get blind like Semele. Without naming the details I settle with Cornwall…
We will never be born on our own. We are looking for a protective nine month shield in our whole life…
The temple is a substitute of that Hera in Italy, Alexander’s sister or Bellerefonte in your arms…
Your place broke in a needle at the blisters of life and bodiless descended with her into the void.
What we have, passed us by without our will…
We never betray the one who has betrayed us…
I do not have a safer advice to give you.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 230
Lucy Sanguin to Claire Beaumont
10-10-2000, Paris
Dear Claire,
I managed to find my immolator in the school of Civil Sciences. I must be though an adjusting rubber to his mood that has the torch to know a Student of Letters. He is the toad-owl who will give the right shoe and become a prince in the carriage with pumpkins if he receives the proper kiss.
Like Alcamenes I will have to give the proper Pentelic shape to the marble owl from Paros. The work of Chalepas is an active procedure.
Phidias is the forerunner and the sculpture in any kind of transformations and corrections, a vulnerable God.
I will suck all his pollen like a bee until he withers.
A continuous work, detained like the cobra by her fakir.
As always I am a skillful archer.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 240
Lucy Sanguin to Guillaume Papon
25-10-2000, Paris
Dear Guillaume,
I am on the brink of a precipice… Who will sing to push it away? My father refuses to see Damien. I do not know the christogramme.
He never introduced me to his Girondins. I had introduced him though to all my Sans Culottes in a letter of mine sometime ago… A meaningless discrimination… His shareholders believe that my aerial has not been glued to their television.
I must have been a little star in their space. Perhaps they did not like me controlling Damien, like a Bodhidharma who marks his student, not with granite punishments or expulsions but with recommendation of what he himself would have done. Instead, Damien took me out of his life because he is always in favour of his disobedient classmate’s jokes. They were not right to me. I always thought that jokes against Melians are sent by Cleon but are never delivered. A joke made in asphalt by professional clowns.
He told me in an undisguised tone: “We are breaking up. I do not know how to assume responsibilities.”
Thus I ended up an aneamic, anorexic, sensitive girl. Atlas’s rock which everybody was staring at with surprise but avoided to endure that burden. Maybe because the sky has an ace up his sleeve. Maybe because the end of the dinosaurs came from him. Maybe because the sky does not touch us until we feel he has to pass the need.
Struts in the sky without always noticing it.
I am on the edge of a table like a Bohemian porcelain between two men’s ends while playing football not caring whether I will fall or not. This nice zit must be about to break.
Perhaps they do not like my Diogenes nature which has sperms of stoicism so as not to get into Judaism. If the nerves of my left hemisphere die this can happen with sensitivity.
I just offer them what they fear the most: a woman whose heart will not be lively like a fish.
His friends sabotaged his duties. They confiscated his mobile or immobile fortune for an honoured bill I had received from their Bank. Every month they demanded an increasing interest. This happy laughter will be redeemed expensively.
My cold plate’s hour glasses are contrary, counting conversely like a time bomb in a huge building that nobody knows when it is going to blast or where it is hidden.
A meaningless half measure if the employees in the sky-scraper become dromedaries a minute before the explosion and are informed with a call.
Unsigned moves of work. Guillaume, can you make the trigger bend so if I buy a gun you will be able to kill me?
I do not care if I live or not. I do not even care if I am an existing person. I do not think it is worth it to capture these bums. Not that I can’t. The world’s darkness won’t change with a dot defeat of the ruined attitudes.
I and a Moroccan friend of mine, Hassan, were planning my parents’ murder every time we embraced. “To death Ceausescu couple, my life’s dominant tyrants!” I exclaimed and with my hand like a spear held their picture like Samael’s Column of Stoning.
I had to play piano for all the generals at their symposia to make them express their flying feelings like an intruding gadfly attracted by light (even though she experiences darkness uninvited and sits on whatever food she wants). Thankfully these inspirations do not last long.
Damien was persistently asking me to bolt his neck with my nails. My teeth aren’t as ground as my nails. After all, he asks for this requital so as his blood-privilege of women-leaves.
When I was little, I pretended to be Artemis and my cousin was Actaeon when I was offended. A myth that occasionally alters its details…
I was not the daughter of Leto. I had just welcomed her face in a Marlow game that had been prepared by others.
Damien knows and I was blackmailed by him. At memory’s adolescence the father accommodated my impurity in our house and I asked for help from the imitator of Freud. You must never reveal your aces of spade when the solitaire is distributed.
He did not stay long and the Awe of the Possible Revelation disappeared.
Guillaume you are an amazing story-teller. I will send you a kiss on your cheek for the golden elephant which I have received as a gift.
A certain lucky charm…
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 270
Damien Adaleux to Louis Martineux
12-1-2001, Paris
Dear Louis,
I embroider her with citrus! While she was visiting a doctor, probably Hippocrates and not Asclepius, she fell off the stairs which she had moulded with her imagination like Nils Holgersson, fearing of the monsters which live in heaven… For a month and even more, I also thought that maybe my own face had been touched too.
I had to assume responsibilities since I was a man.
I had broken up with the living Lucy. Not the dead one that the functions of the Psychopomp were almost a horizontal line.
I had to descend to Hades with my lyre as a rose and bring her back to earth by kissing her on the forehead.
I do not simply despise her breath but also her involuntary exhalation.
She opened her haze infused eyes when she felt me, seeing not only the dew around but me too.
I ended up being a computer guided by her mouse-hand.
A few days later we were both at her room. There were no squares or rhombi… Only curves and enormous dots.
My hand was creating every acutangular of hers while she was alive and writhing with the combustion of corn seeds from her oil in the casserole.
Africa and Asia stopped being united in one body after the opening of the Suez Canal in the 19th century.
I had the exact same refreshing sense at the beginning of the 21st century, when I split her two continents’ secrets of millennia that existed under the civilizations of Zarathustra and the Pharaohs.
Observer of a natural technological miracle, a colonialist-successor of the French and the British who with illegal mediums was draining a country mercilessly captured.
Her nails on my back deleted Utah’s alphabet.
This parallel demonstration of power and obedience did not live up to my expectations.
A diamond drill landed like a lightning on my European pelvis. I continued my erotic excavation.
I was wondering whether I was looking for quarrymen in a mine of South Africa so as my procedures will have been finished in Suez where I had been charting and excavating.
Whatever is pale is not anthrax… In my unguarded drill I felt her rubies rolling on the juvenile wheel of my moon. A necessary humidity for my workers’ tools since hot wind and fever reduce the performance and the speed while working.
My Bengal Gulf was utopian for a draft so risky.
I wanted to promote my interests in this area but also reign by dividing them. Only this is how I win my rivals since I do not have a Turkish embassy or elevated throne to impose myself on the barbarian guests. Cry is always a means of intimidation…Nile was making the fields of Africa seem golden and Euphrates those of Middle East. My Mississippi was a kind of litany to make me transform into a rainmaker.
Sahara was the area-bond that had to be crossed so as the dangers that were threatening me would be processed and the undertaking would be balanced. The spasms proved the euphoric of my thoughts.
But when I went to her own ear like a vampire, she said while touching my shoulders with a sensual voice: “Guillaume, you are such a skillful lover!”
I may have been baptized by my parents with as many names as the earth’s gentians. They gave me the name Damien by chance. Naming is for the human beings a state of emergency like the skin or intestines are for the human body.
A man’s brain has the tendency to categorize human beings. “He is a bum”. “He is a rival in a love affair”. “He is a skillful lover”.
In this case though, to my astonishment, my name did not coincide with that category.
I felt like an actor when he does not hear his name-even though nominated for an Oscar- trying to realize what exactly had happened to him.
I felt like a Norwegian canoeist at the fiords. Passages everywhere without seeing any destination.
My imaginative assignments at the Pyramid of Giza were intercepted with the name “Guillaume”.
After all, Iacchus is the man’s Nature unless he eliminates all of her and directs it to his Persian caravan. The subordinates gradually but progressively left for Cairo for our own Ambassador.
I dressed like a clap, like a Casanova who is scared of his big brother’s lost honour. It felt like Golgotha until I left from her house in my Citroen.
A thought was always on my mind: “Who is this Guillaume at last?”
Also, how could I handle this situation for my own benefit in the best possible way?
But my blood was boiling in my veins like a chicken does in a pressure cooker. I had crossed every permissible boundary of my driving.
When I got home I phoned Louis and told him to find a few handsome men so as I could throw my anger on whoever I found.
It did not take long for them, who would be getting well paid, to arrive.
It was Sergey from Russia, Martin from Germany and Janus from Poland.
While they were unfolding their fibres like the Three Ladies in Charleston, I was drinking a whole bottle of whiskey like a true Bacchus wondering who will pull my leash, who will unfold it and who will cut it in the end.
I gave the German and the Russian a bottle of cenotaph. I ordered them after they had drunk in those two seats to give birth to chopped echidnas of the earth. They obeyed happily.
I ordered to empty their summary on the back blessed by the Pope with the craters of the Polish. Perhaps I wanted to cover the chasms of the earth with their antidotes. I never wished to see lava in others. Only to feel it on my feathers.
I wanted to make the land fertile since sometimes fallow is not enough. I need willing and loyal tools to better the quality of production.
I ordered both of them to lick his back with their mouths so as the torrid board to have a title: “The Colonization of the 20th century in the European Land.”
With the handcuffs on my bedside table they tied the hands of the Polish man on the ends of the pillar-like bed. The first level was completely absent. The diachronic on the second one had transformed into a temporary one.
The Russian and the German and the third Roman soldier were whipping him without sadness and I was the informer of the whippings.
On the throne the neutral judge-Christ.
“The whipping of Christ” of Piero della Francesca had once greatly impressed me.
This time though, the painter Jesus preferred to put his Polish ideal type in the place of himself. For every time bomb I gave them one euro.
They will dismember Poland so as to split it in two. The German was hitting the west part and the Russian the east one.
What if though I was Montefeltro on the imaginary first level and my assassins were Lucy and Guillaume?
The Polish man was spitting on their faces when that was allowed.
The Germans’ Protestantism and the Russians’ Orthodox Christianity were like an agent with the lighters on his wounds since he suffered complete burns…
Blood was chipping his body like the crossing rivers were doing to Germany and Russia.
His palate was burnt by their two cigars that had a reversed course than the expected.
I had to give a bottle from the sea battle of Arginousses to the collection of the dead.
I sealed the nozzle with a message to an unknown recipient that the paper included so as a few days later the English Channel could be supplied.
It was not enough for me that the bottle came close to the vulgarity of war. I wanted to be a protagonist at the battle of Pydna.
He lit my cigar so as to get third degree burns. It was a matter of time or natural specs for these three seats of fire to be damped down.
In the huge fires the villagers pray for rain that never comes. The same happened with our little Polish. We sprinkled his land with water from Epiphany and we hallowed everything so as the impure creatures would be released to the fields.
Unique archetype of a religion you would say but as alive as my vision!
Three debauched bishops we were who banished his goblins so as to admire them in all their glory.
Like another Napoleon I was charmed by the one pretending to be my Maria Valefska.
I was as competitive as the other local super powers which were fighting in Berlin for who will finish first or simultaneously.
When my vases-thoughts emigrated to Guillaume and emptied the place, I had to think of a plan.
The Polish would become Guillaume’s wax doll. A role reversal…
I always prefer natural ingredients to artificial ones when it comes to my art.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 300
Lucy Sanguin to Claire Beaumont
10-8-2001, Paris
Dear Claire,
My Parthian arrow finally managed to make the apple over Damien’s head mosaic.
He is simmering inside. It is not enough for me. The spirituality and the end of omnipotence in Guillaume’s envious eyes will stop.
The cause of feelings is the most successful indicator of results.
I have the golden larnaxes of Vergina in front of me. Should I not take advantage of their discovery by their over exposure to the audience of the Museum d’Orsay? Lots of dollars will flow…
The hooks will be presented as golden pagoda… Guillaume was manna from heaven… Damien was Daniel for the lions.
Men are beings which you can play with, like a harp, if you know their Achilles’ heel. Achilles was a man and Thetis the mother that gave birth to the man…
Women know men’s secrets better than themselves.
Paris or Menelaus? I haven’t decided yet… The verdict will come a few seconds before the winner’s confirmation.
To tell the truth, I would like Damien for my lover and Guillaume for husband-intellectual… Women’s supremacy? When we are pregnant it is only us that know who the father of the kid is…
Guillaume is the perfect victim for me to bring Damien’s dead torch back to life.
Guillaume will offer me money and Damien emotional assurance…
No Boeing of my interests will be misled or bleed from the pilot’s cabin at the Bermuda Triangle.
I feel a bog in my soul that has swollen up like dough.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 310
Lucy Sanguin to Damien Adaleux
10-8-2001, Paris
Dear Damien,
You received your degree in gynecology and obstetrics over a night. You are a jumper with awful performances. On the contrary, he is the fascinating Fersen of his queen.
He speaks thirteen languages and has a diploma in Political Science. How do you lead your life?
He is doing his doctorate in the Balkan civil wars. His father is Welsh.
Metropolis is getting its revenge for 1776. I expect the Twentieth Century to outlaw your memory.
He wrote to me that you are a heterozygous pathetic son of new born twins and that your hair has become turf from every kind of opium.
He asked me to reunite because you needed me. I showed him lots of your drafts and he said you are a new promising Ensor. He also assigned you a new poetic composure that has been attached to my letter. (1)
I am his heart’s golden intersection and he comes into my cave’s womb like Host.
In his eyes there is an acclivitous road paved with Calycotome villosa as satellites. In yours I see the declivitous with the garlands of Saint Xenon.
He is the philosopher who shows the sky of the Athenian School with his hand and you are its marble ornaments.
He is Saint George and you are the ideal winged dragon. I am Andromeda tied on the rocks with your chains…
He comes from the sign of Boo, you from the sign of Oph and I from the big Dog… A true starry empyrean.
I do not know whether I have to choose Julius Caesar or Marcus Antonius. I feel his mind is a labyrinth and I have to find the end of the strand! But how can I come out once I come in?
He has the eyes of a Byzantine sea eagle and I am the Empress Zoe if the head is not bowed. His heart offers me a lion cub’s tail. His chest a garden that you will never have. There is a kangaroo feeling in his Hermes for the weird names he has given his children. His body is a tropical of testosterone. When you give him a plate with food he carries the whole world in his hands. He is an investor actor of others that understands French Revolution and the ways it affected Europe.
He will be the triumphant.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 338
Damien Adaleux to Juan Lamouz
5-10-2001, Paris
Dear Juan,
It would be dishonest of me to claim that I’m not a maniac these days.
Surprise is more preferable than block. I decided to approach the ideal husband so as to sink his ships in Actium along with her who belonged to the South of the empress which I will enfilade.
She is the South and I am the North. I missed the West and East to make a Latin or Greek crucifix.
I steered myself in his mind’s Marseilles with a letter. Place of meeting?
My house of course… The palace of my Parisian Rome…
After all, the cathedra of the Popes moved for many years from Vatican to Avignon in France.
I have the Infallibility and I do not plan to give it away to others.
As her Pope, I had to find a way to eliminate my illegal enemy since I will have to return to my Holy Cathedra one day.
Spiritualized… I do not disagree… Of a humble origin though and a shaking morality… Son of a fallen family… All his wealth was lost in the altar of the New City’s Lion.
My fingers became chords in an Apollonian lyre when I impressed the notes he needed on the score…
The contract he signed with his soul’s blood had one condition on the numbered paper of absolution. He would do whatever I commanded.
He was not given thirty pieces of silver… One million euro was a start… I always believed that all people have a price…
The volume, the weight and the quality determine the value of the products. Transmutation brings the data’s rapid change.
I, an ambassador of the Eternal Flowing… The Great Teacher of Imputation and Fallacy…
My manuscripts are illegitimate or forged I dare say. The compass that crosses them is doubt. Only then they are transformed into originality.
Whatever is visible does not exist, but is. Whatever is is visible but I doubt it exists. Whatever exists is not visible but it may be.
Whatever is dictated to him, he will write it and do it.
My Cleopatra will be unwillingly bitten by my megaphone.
My hand is a snake of infinitesimal calculus.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 350
Lucy Sanguin to Damien Adaleux
20-10-2001, Paris
Dear Damien,
Guillaume is throwing down the glove. He told me that you cannot make a square in chess with me, Louis and Jean Pierre.
When the cross evolves from a baboon to a person it will become the fifth terminus in row on the five tangential spots of the circle. Guillaume, without touching your band, claims that Aeolus took the two plane tree’s leaves on which you stand at his branch. He says that the one plies in Gibraltar and the other in the land of Aeetes.
He also saw that I laid out your derivative. Your true father wrote to me that he does not have your surname. Apart from everything else he told me the divine words that you chew LSD like Pythia. He mentioned that you are a conscious Van Gogh as if he knows you from the future continuous.
He must be a native Calchas. How can he know all these things without having his Canis Majoris on your area? I expect your reply.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 360
Lucy Sanguin to Sophie Caron
26-10-2001, Paris
Dear Sophie,
I became the statue of Milos. Guillaume asked for our hands to be united. His word is a Californian ghost. In my room I am Teresa from Avila. I do not drink. I do not eat. I do not speak. I only wet my sheet. Without explanation. I cry over nothing. Is it possible for a Tristan to neglect his Isolde and have a positive sign when he sends her to death?
Two equitant layers of nicotine under my eyes and next to them the feet of a duck.
Ho can this youth go together with its deterioration? Nobody calls me anymore. Who is responsible for my misery and for shutting out my friends? Who?
I miss Damien now. Only he knows how to love me for who I truly am…
We are made from the same material. Cherries on a birthday cake and all the banqueters are poisoned. We do not care to ruin the lives of others. We just use them to hurt each other.
But this cannot really happen. You cannot shoot life. Nor give breath to death.
We are both fire-proof. How can your liver be appreciated by your belly? Everyone was betrayed but ourselves…
Babylon’s pyramid-like gardens! Do you know which our previous reincarnation was? Pharisees, Jewish cantonal judges at God’s crucifixion, a responsibility totally ours.
In 1330 we were reborn as fleas on mice and we exterminated half of Europe’s population with the bubonic and pneumonic plague.
In another life we were guillotines for the decapitation of royal heads but also for the elimination of the people of Revolutionary France.
We are the idea of Typhus and Anomy…
We are Jesus Christ’s miracles! Nothing would be possible without Him!
He gave us a fertile land and our privileges! A better generation than our own sad one will come!
We are not all God’s creatures… Do our mushrooms cause you any problems?
Sophie, when you hurt others you benefit yourself.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 400
Damien Adaleux to Louis Martineux
12-1-2002, Paris
Dear Louis,
The sun’s coronation brought my empire’s rise. Lucy came like the moon in vertigo. I waited for her like a lion waits for the unconscious deer.
I kissed her forehead like the living bury the dead in mausoleums.
In the half lit living room, the electrocution of my kisses penetrated her body’s fire-flies. A new light was sparkling in the half opened door of my room.
A cage with the mystery’s decoder as bait. She laid her red raincoat on the table ready for the undetermined ritual. My hands were hotel keepers in my pants’ pockets having the humidity of the night…
I had chosen a privileged death for her amongst myriads that were out there.
Her hearing on the separative line between lying and truth was stimulating to me, giving it a small push like when we close our house’s door to the canary which came for the locals with bait.
I blocked the door with the keys of Saint Peter and I unlocked my darkest appetites.
The fox that all these years showed me she would be sentenced to death in our arms.
Every small or big Sunday would be drafted on her body by me. She would be paid up for her affair with Guillaume with an increased bank rate.
I stumbled and slightly hit my leg.
She tried to elevate her dignity. She asked for the reason of my action. She had not realized that Louis and Jean Pierre were carved on two chairs in the empty space for painting. One in Japan and the other in America were mobile only with the Floridian asianism.
When she realized it she became a sun with clouds in front of me. She fell down, kissed and cried on my knees. The weaned water of the Repentant Sinner…
I felt like a little God. Every Jehovah though must be affable for his crucifix. I did not intend to quit from the grass. I should not only be part of a miracle but also be the miracle. Nobody had the right to steal my Resurrection.
After all, her tears did not clean my octopuses but only my dusty shoes. Abraham’s sacrifice did not matter at all.
She kept apologizing to me for the shadows she had taken off my body saying that to convey somebody else’s words was one of her most provocative mistakes…
I acted with the Viking executioner’s instinct. I pulled her hair like Neanderthal and threw her roughly on the bed. How could she believe in Thoth’s miracles if she did not take part herself?
They taught us that believing in our God is a universal value. How are you going to teach his religion if you do not suffer his own tortures? But you have the right to steal the name of an anonymous God and be written in the holy incidents of life. Every one of us can become God. Just as long as somebody has the guts to accept the fact that this right belongs to all people until someday it is taken from them. I do not disagree. Bitter acceptance… Necessary for Mother Earth…
I threatened her that if she does not obey like a scout to my wishes I will send her loved one to the Underworld since I will reveal him her dual Aristotelian and her numerous lovers by their names and addresses.
I keep my promises. Fear had become a satellite over her head while Charon was threatening her loved one. I was a mason of the universe and at the same time a God-lamb.
I would once again sacrifice my soul to save the world.
Salvator Mundi above our heads… And us four like guards in hypnosis.
We would face the light of dawn like a pearl and with chameleons discs in the sky as a sign.
I always appreciated Piero della Francesca as a fresco artist.
A vertical sober power which does not doubt its value… Almost like Poussin’s… I am attracted by the monumental… How could I be deified without recruiting painters and religious images or students like Louis and Jean Pierre?
The third cockscomb was blackmail’s four-leaf clover. Of a practical nature I would say…
I would describe details to her Saturn from her rape by her cousin.
Her eyes acquired a tempest like before we were arrested by Efialtes.
Louis and Jean Pierre rose from their chairs and with human bodies stood on the left and right side of the bed for the Rightful Judgment.
Her hands became aeroplanes and hit the Twin Towers. These had collapsed from over heating.
Lots of corpses were flattening her little town. New York became Jerusalem and her mouth became a dump. I should have been a worthy descendant of Innocent the Third at Holy Land.
The remnants of the Birth and the temple of the Resurrection and Golgotha lied heavy on me. I had to reconstruct them with a crusade of dogmatic style and raise my Holy Crucifix.
As king of England, the conquest of Cyprus was a distractive plan.
The Mother of all Nations had received all the believers in her papal mitre while on her knees at the remnants of the Twin Towers. The constructive repairs lasted long.
I preferred to dig her ground so as to steal the cloak under the Altar.
Her papal mitre became river Jordan and I received the fire’s baptism after the flood.
The other two were surrounding me like animals in the barn and she was John the Baptist.
Perhaps we were the three magicians who offered her gifts… A female Jesus! My right side of the left heel… After all, gods cannot be confined in waterproof cases or genders.
I felt the shakes of her buttresses in the cathedral of Reims. I hid in her basements to escape from the outer bombarding that shook my faith and my lion head.
That church was antiseismic. If she resisted like it happened in Paris when conquered by the Germans, she would transform into an African-American fairy.
Knowing though the difficult position I was in, she did not resist at all.
This unconditional faith without precautions could add new fans to those already existing.
I do not pose any new demand for the time being.
Our bodies’ unity was the sumptuous feast of the Christian liturgy.
The friction of the bodies with other believers announcing during liturgy causes cacophony and lighters in the soul that you have as kindling under your clothes. I now saw Louis and Jean Pierre more competitively. But differently too…
Who would take the gold, the silver or the bronze medal in her body? Medal is not enough. Our performances mattered as well.
Who would throw his child further to the hymen which was taking various inclinations?
It seemed like your ectoplasm was rolling on your bathing suit. Nails that were trying to get over each other.
The balloon was about to break. Her look was not much different than that of Catherine the Great. At some point I felt like I saw goddess Astarte.
Thankfully, I quickly baptized her Unholy Altar with toothpaste so as she could write a New Testament.
The other two baptized her and baptized themselves with lather.
The Big Catastrophe always comes from a clarification of calculations. The need for catharsis even stronger…
After this hieratic paroxysm-Louis a catholic and Jean Pierre a protestant- I can claim that Christ’s church endured the reprisal towards the Catholics and the slaughter of the Huguenots without a grumble.
It was a religious cry of intercourse.
With myself beaten by the waves every time Guillaume pretended to be me and projected my most macabre thoughts on Lucy as if they were his.
Our bodies were like seaweeds on our feet carried away by currents of indefinite direction.
We thought touch was an anonymous identity of the flesh, knowing the texture and not her origin. I did not care at all about her details.
The feeling that we were a portion of a New Year’s pie whose levels we had tasted before and not at her completeness which was enough…
It seemed I took my revenge from Guillaume like an angel-avenger, but in reality I had revenged Lucy who was unaware of her breakdown.
A double triumph. I would not have the temples of Rome dead like Augustus. Now I was not only an Emperor but a God too.
This double quality assures you immortality. Why not a vast arrogance like the desert’s grains?
The torture was completed at the same time with the miracle. Combine business with pleasure.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 480
Lucy Sanguin to Damien Adaleux
4-11-2002, Paris
Dear Damien,
Guillaume described to me what happened that January sunset with every detail as if he was a witness.
He had called me Mother Teresa and I was so furious that I wanted to erect his stamen and make his hippopotamus emerge.
He wrote to me saying that he will be citizen of your Rome if you obey the following Ten Commandments: 1) you must have sexual intercourse of deconstruction with your Holy one and Louis as your accomplice, 2) you must have sexual intercourse of masons with your “Lucrezia Borgia”, 3) you must rape Abel for his sacrifice, 4) you must become subject and object of a sentence at the same time with your friend Jean Pierre joining too, 5) you must express your love with actions in Lenin’s Mausoleum, 6) you must taste all kinds of addictions with wine and lamb over night, 7) you must be a child molester in Thailand, 8) you must make a woman fall for you head over heels and then break up with her so as she become depressed, 9) you must truly love a boy by kissing it on the mouth, like a lion, and your feeling should be bottled, 10) after you do all these things, you must invite him home to show him in Trilogy (Birth, Peak and Decay) your recorded achievements.
The Ninth Commandment is as impossible as to turn your Creator into Isaac. He specifically told me that only when Christ becomes king of hell will you have pure human feelings and that you are unable to do many things.
He says you were born with lots of “must” and you maintain a proper fame in society like a virtuoso.
He wrote to me that he already knew what kind of hideous actions you will do.
Thus, freedom of will is a rank lie which some people infuse in human beings’ souls so as to tame the caged beasts and keep them from being released and devour them. He told me he dared you to make me realize that you were not the best from those three in the box!
I was the satirical drama and you were the three tragedies. He claims he had won the first prize in the Great Spiritual Dionysia.
He underlined that it is impossible he had contributed in your soul’s rotting; this had happened long ago…
Is he the man of my life? I don’t know… I am sending you Guillaume’s letters so as you can gain Poseidon in your Aphrodite like the Great Wall of China which has been mildewed. I confess that Guillaume has a greater impact on my thought than your sphere of influence.
Yours,
Lucy Sanguin
LETTER 520
Damien Adaleux to Louis Martineux
4-2-2003, Paris
Dear Louis,
The eighth miracle of the world! Myself! Guillaume succumbed to my money and I persuaded him to break up with my Assam!
My Babylonian communist queen of Star Wars got trapped in the scheme I had planned.
In the corner of the Eternal Geometer, the greatest rival, I dropped his Saturnalia. I took advantage of the situation of Luck and Need.
Poor her! She thinks that her father does not know what her cousin did to her when she was little… She deludes herself… An adulteress with a leaden parental signature… A callous hand holding the lantern. Ignorance is defeat’s best student.
Guillaume was a gift from God. He helped to make her humble-loyal. I fired him when he started having feelings for her. I managed to poison their relationship.
This fortune-hunter, though, must be displaced. I am the culprit… I will make sure she never finds out…
Let her live with her Chimeras! Let the cast of the non-emancipated be away from me. I must have been a Hindu prince in a previous reincarnation.
I believe in Milk of Curable Spurious of Greek Pensive Joy and Sadness and in His good grace. All pathetic people must thank him like Lucy and I in the Olympic Stadium.
How can you appreciate health without sickness? How can you admire the pigeon if you do not separate it from the bat? How can you separate the dump from the beach?
I do not allow anyone to interfere with my private life and decry it as if we have been friends for years.
I am an important person of society. I am not just somebody…
Judgments or prophecies about my name are unacceptable. I am on the peak of my decay. Did anybody ask to be saved by him?
I do not ask for redemption. The county’s nature and my beauty’s charm are gables on my Evening star.
Nobody can count though the size of worms I have inside me with decimal numbers.
I can walk on the sea’s storm and lead you to the Promise Land through it. Christ blesses people like me! Sinners of the world blessed by Christ! My father and I had the Star of David on the ring.
I would not be a Christian if he didn’t lavishly give me privileges. I would search for another boss.
I am a lamb in the sheepfold for whoever makes the most beneficial offer.
Don’t forget! Christ once had a traitor for his student! It seemed he loved traitors and rotten figs very much!
Lucy gives me her scarf knowing I corrupt her so as she can benefit me. The other guy offered her everything and she led him to disaster.
I will not say any more details. I am a discreet person.
Unfortunately, Lucy can only understand about him what she feels.
Since you understand you can take anything and make peace with others.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 550
Damien Adaleux to George Labrousse
25-4-2003, Paris
Dear George,
I am sending you a photocopy of Lucy’s letter. Guillaume’s family is about to be broke. I decided to get rid of him with the cleverest way.
Her father is a puritan. I sent him letters I had that he had sent to Lucy with totally sexual content to seem on one hand catechetical and nice and on the other hand to threaten him and leave her alone.
Complaints and lawsuits were thrown into the downpour. Kill two birds with one stone! Christ’s miracles are nothing compared to mine… Why does everyone admire an invisible God? Why don’t they admire me that I live amongst them? Why should I be deified after my death? I have grape fruit ideas. Like Christ got past Old Testament, I will get past New one. I must be the third in succession. The poor man of God thought he could mess with us Patricians without dealing with the expected consequences.
Where to find money to give to a broke man for court battles? He retreated like a vulture with a wounded wing… Everyone at his place and all of us in our nest…
I am the surgeon and the dissector of the human soul.
My scalpel can estimate sections accurately and cure or butcher. This will depend on my interests or mood.
Us members of high society we use people and situations for our games in order not to be bored. Their right place is in the garbage bins.
I am the state and whoever acts against me will have the end of Fouquier-Tinville.
I want all objects in order and cared for. I want others to be the pawns and I do not want to receive sudden incidents.
That person of divided morality should be away from Lucy. I just helped her father for truth to come out. My ascetic truth…
I am the black sun with its halo. Admire me!
I was honoured by August 11th 1999…
The beams still exist in the darkness. A nature’s miracle…
I know everybody’s weaknesses and I move depending on them.
Even if I chopped her, she would glorify my name during the cut because she forgives everything I do.
I like to step on her foot just to see her kick me. Guillaume swore at her once and she refused to see him again.
He was not blessed with my virtues! I am an amazing lover, painter, sculptor, poet, novelist, composer, lyricist, singer, great hypocrite, band member, founder, director, dancer, journalist, athlete, blogger, hacker, video artist and Lucifer’s admirer and hunter…
The catalogue of new is incomplete. The gift of my persuasion has been spared.
Be sure that since I am good looking, even if I eliminated half of the earth’s population, judges would find mitigating factors and dismiss me.
I have the looks of Bush Jr. God willing I commit crimes without doubt and guilt.
Whoever died by the hand of American Presidents are anonymous. Everyone you know I killed had a surname and a name.
I wish I had the power to exterminate all the earth’s population! For the extra terrestrial civilizations of space! We are the greatest threat, not them…
Greater proof is that the worst kind of man is man, is myself and my memoirs.
For the time being, I enjoy my victory over Iraq and Serbia.
I am the Capitalist of the Round Evil.
I like smashing with my boot everyone that does not belong to my tastes like a cockroach.
I am sure I will get everything I deserve and that I will enjoy everything I deserve for a long time.
All girls must follow Lucy’s example. Treat everything that matters like it is a garbage bin and make a statue for everything that is garbage.
Only such women should exist so as everything I stand for can triumph.
Why then carry a cross on your shoulder while I and my friends achieve everything without labour but with our cheap soul?
You succeed with corruption and immorality. If you look at Sistine Chapel, God gives breath to the creature with his hand.
Whatever the painting is, this is what its Creator is too. Are you something different from what you excrete?
We are our actions and our thoughts. Not the ideas… These belong to Heaven and to the dead so as we Gods can resurrect them and make them owe us dinners.
We kill them and we resurrect them. What is simpler than that?
This way we seem important hunting dogs.
Yours,
Damien Adaleux
LETTER 720
Lucy Sanguin to Sophie Caron
10-8-2008, Paris
Dear Sophie,
What would the revolution of the Franks be without the enlightened nobles of the Tennis Court? Ganges does not flow backwards. The New French Revolution is a fact.
Pierre revealed everything to me. The king must be transferred to Kerameikos from Versailles. I am tired of waiting for him in Trianon’s circle to promise he will multiply the few ignorant pieces of bread.
I possess all his letters to Jeremy. The clones of his letters are in the hands of his own ministers. Much more so, his revolutionaries.
The scene of the phallus’s fall, which was described in a letter of his to César, is everywhere in the circles of high society. Definitely a Menander’s scene.
Our Louis became Paradise’s Adam!
The libels that circulate against him have no precedent.
Before I do those actions though, I avenged him in a different tone.
I invited him to an exotic dinner. I, he and Louis who had demanded we broke up. The place of meeting was an unknown to them apartment of immigrants in the capital.
The house belonged to an anarchist friend of mine whom I had met in Sorbonne. I had taken its keys so as our king and his Kalon could be locked up in Korydallos.
I was the virgin of Leucippus between Castor and Polydeuces.
Why experience Paradise alone when you can embrace Hell with someone else?
If you do not throw the seed for the almond tree to grow and get bigger with your mouth’s liquid, how can she produce blooms and leaves?
How am I going to imitate Dryope? An offering of green blood should be made.
An angelic knife came out of my bag. Their shirts fell on the dusty marble ground like revolutionary nurses, highlighting the muddy memories that somebody can have from a life without golden coins.
A life stung by a sting. I drew a heart on their shaven by arson chests.
Maybe because I wanted not to reforest but to found a New Civilization.
A Gothic civilization… Or maybe because their hairs were not from chlorophyll.
I wanted red trees and rivers, like the soul’s flames. I gave a lighter tone to their contentious chests with my tongue. To be exact, a rosy one like life is not.
I drew Damien our relationship’s sunset without him having any premonitions about it.
Their clothing scissors and their intermittent cardboards had been taken away without any hesitation.
I had taken the position of a tiger on the half-weathered, dusty bed.
My flexibility was like an erection that offered Louis various expressions depending on the displacements of Damien’s head: one time at the temple that was on my two hills and other times on the reversed side of earth.
Damien was cleaning the path that led from Omar’s temple to my Vatican.
His mouth was a Spanish sea. From his tongue’s religion to its heresy or its intention, so as I get troubled for which path to follow and taste virtue’s garden.
His waves were about to swallow the two most sacred cities of Christians. A subsea earthquake in the Cretan Sea of a magnitude of Pharaoh’s ten wounds was coming to drown all Christians.
Jews and Muslims of those areas. I felt the lack of land like the castaway fighting with the waves.
I was melting too… I was almost absorbed by his liquid, magic wand and I was about to drown with my guards of ancient cities, like Atlantis.
The culprit was the collision of the African slab with Greece. Or better the collision of interests of Sickness and Power.
All believers would get drowned from the comet Louis would throw on earth. Rome and Jerusalem would be of the sea now… Instead, their immoralities in continuous tense.
At some point my mouth became Bagdad constantly bringing missiles and bombs of Louis.
My teeth were collateral damage asking for their toothpaste.
Maybe Damien thought that having a father from America means he can blame others for the mistakes he makes.
I am afraid this cannot happen this time… The American guy and his friend may have eliminated cities and killed non-combatant with biological weapons but time had come for: “The payment of the tax.”
Christ was absent in the middle of the composition. The arrangement of the fantasies was circular. Damien gave knife and will receive more knives.
I converted to Judaism. Suddenly the Door opened. It was not Christ… They were my ten Seraph Labradors.
“Peter” and “John” were upset for the tax their God had to pay to the Tax-collector’s temple.
They froze with mechanical procedures. Their hands were Gordian as it is common before the time of the guillotine comes.
Those two thieves with the big teeth and the long ears… They were screaming… They were yammering… And I in the middle waiting for the end.
I was the Elevated Christ of Antonello da Messina to initiate heaven.
They became ancient Minoans by a razor with forest’s strip to remind to everyone that there is always hope in Sahara and to straighten the sail in the reprisal. They were mercilessly whipping them with stock whips for forty minutes.
Their condemnation was guilt. The ten jurors declared it with judicial and religious conditions without a chance of appeal or absolution.
Acropolis was a holy place to the Alkmeonides.
I decided to send their microphones with a scalpel to the guillotine to silence them.
Prices were a little atrocity in two plates with tomato and acorns.
I devoured the fish so as they will not thrive anywhere else.
We left them half-unconscious in the lake of Bartholomew.
I was later informed that their disability was spreading like a cancer in hands and feet.
They remained deficient. Unfortunately not in the head. But this was not enough for me. I had arrested all his friends at the port.
I sent all his letters with his hideous crimes to the tabloids.
The government collapsed. Damien and his father asked Russia for refuge so as not to go to prison.
It is too late for Guillaume though. I heard he committed suicide.
I will go to his grave tomorrow to leave an orchid knowing that sooner or later Brick-Fielder will blow her dried leaves to the four points of the horizon.
Yours,
Lucy Sanguin
THE END
lets-arelis
Oct 23, 2019
an essay of straight retrospect-english version
“An essay of a straight retrospect” – “The miracle of the month of the Gods”
By Arelis
A’ PROLOGUE (of the Gods)
POSEIDON
My life of the unvoiced fire is autonomy’s transformation matrix.
HEPHAESTUS
Words, like infinite plans of burglars, pouring out;
brush marks are their bendings, appositives causing ruptures.
Polynesia is a canvas of untraversed roads;
in the epicentre there is a blind Cathedral.
ZEUS
An Unknown Father’s cruciform dome causes the transfer of the wind
a preferable guard in the cradle; the Antipoet being empty and dialectical once again
ties unmusical meanings from an arched dome.
The manifolds of discordance, the transmissions of versatility;
the statues are pointed bows of opaque forms without a shadow
the spoked nerves are mediators of paradoxes
addresses of bubbles of impalpable parturitions of the beams
perpetual leaders of boisterous gates;
pronoun parts of piety divide the “you” from the “I”
the other scrolls are in the amphitheatre, taken from the Bible
of the Dead the rosette of the leading doors;
unexplained columns of signatures
which are drops of measures of big square coffers;
these tasty crispy stars are a gable in the Pantheon
of the miserable living crook
the obelisk with the lantern is for conformance and pleasure
the confiscation of the peacock, reconstruction’s bubbles of a futile struggle,
recesses of variegation
a mounted general with his gun is a semantron of boundaries, of desolate acute odours
or of meadows with irrespirable lament.
MARS
A fitted, dark effigy of subsidence with terra rossa of a metropolis
at the blemishes of the retrograde paper
accomplices in a crime with you as the victimizer; they step on twelve sierras of
lament, they echo without anchors, leashes, anyone…
I respire a dry fig’s scar in the mouth
a curative inspection of a love maelstrom
at the court of appeal there is a reopening, the “Sour”.
DIMITRA
Three eucalypti of thick skin in our significant community
with the sun born sweat of their surrounding twigs
purify the altar’s cliff;
just thirty steps
a passage to a necropolis
a withdrawal of a sunflower
they row a Greek trireme;
the others just named it
“HEARTLESS STERILITY”
ARTEMIS
positions of triumvirate, words of alchemy
Aphrodite
Sisyphus Pluto
MERCURY
Resemblance of passwords
Guide of penetration
HERA
Teleportation of sufficiency, lava of the course of mind
frescoes by Giotto or Cimabue
colonnades of priming for lotus eating
the necklaces of the bear are glassware made of stellar ischemia;
mosaics are the scattered mussels, morphine in the onshore wind
an echo of the Untainted pleasant adherence
the Jerusalem thorn’s evergreen stems are a window.
My infinite wrath is a Bow of Restoration of progressions
the blazon of my curly lion skin is an Altar
the unfading earthquake is a ciborium of the Initiate
a presanctified Triptych; the centre of the world is some sacs of variation
minefields of benediction, reliefs instantiated
in a marrow’s Baptistry there are plashes of judgemental passersby
for the gloomy unicorn; the mouth of my river is a pulpit at the landless Funeral Suppers of the Muses; my other half is a mullah.
An altar’s mass of a Multifaceted Sea-Resounding God
the Pagans’ euphonies are a Chorus;
mortar of attars, flankings of erosion of my dual “I”.
APHRODITE
The “I” is already abstracted from the neck…
I grieve for a wooden chandelier that is a blackboard of rules
dust, a peak of unvoiced times; this is my plucked “ego”.
Pollen is a halo of the jasmines buried in the ground.
I miss something. I miss life. The other one…
Of an exquisite oak tree.
The trunk, the bright smiles of heaven; haemostasis.
A face in the sorrow… The “you” in the unfaithfulness.
You die alone in your “ego”.
You will always blame the others in the agnosia of your anaemic self
For the one you never knew well; you never wanted to look for him.
I study… I study a long-lived voice beyond my galactic “ego”.
HESTIA
The voice of the judge of the High Table echoes in the wake of my semi-precious minerals, it invites to the shadow of the elm
to a strong, obstinate strain in a time when you disobeyed the one you didn’t want to take into account :
ATHENA
“Time belongs to Caligula; not to the medieval idols.
Don’t look back and around like a super-erotic Orpheus of some heroes of a Proust,
countless are the studies of the promising empirical
watercolors of odalisques, true diagnoses.
The mushrooms in the gardens of the nations.
Their spawn is not in the tunnels of the mountains anymore.
The three legged dolls of ephemeral children with no awareness.
The Doctor of your tribe’s Conference judged well when he said that the Sirens were always the doves of Evil.
The impression of telekinetic illusory lines is in the East.
The tortures are a rule; the numbers of the cheques.
You are sentenced to abstention from love.
May the Cyclops of Love follow you eternally”.
APOLLO
A voice destined for death leads me to a solid, dusty book
the yarn of my impetuous senses in the pulpit;
wind is the orchestra of my nocturnal whispers
the pages twinkle from the scales’ collection of winds;
they stop at a cube.
The first syllable of a curative is a multiform image, the prologue in a lifeless testimonial.
B’ MAIN THEME (of the month)
PERSEPHONE
I am now standing like a black-figure vase in the coast of my choices.
Alone I soliloquise with the evil; I efficiently scatter the blazons of the poppy across the four points of the offing.
I elaborate a suicide; it’s more than certain that I don’t inherit a daisy; I continually discount the blazons tightly belayed on my armour,
I think it must be some kind of chocolate flavour which shields from the pain
as a requital for the lights of “you” with the full moon in the background.
PENELOPE
I am trying to separate the sea’s drip from its rival with my right hand. I distill something; I can’t.
The time of parting is stiff and inflexible; the point is a century.
Your lips manifested on the clay of a shore.
They will fade. I know it…
The meanders of Triton will be the hooded ones.
I will effortlessly keep them in my cells’ sanctuary; the Untimely, the Bright, the Purely flowing, the Abundant, the Clean, the Stony, the White-clothed, the Perpetual, the Gold, the Tempestuous, the Undying Dreams
of an Olympian Feathered Holy Communion.
OEDIPUS
Do you remember when you used to drink from the wine of my shadows?
I remember eating the bread of your heartbeats,
God, like our rival, sprinkled his harp’s strings on us in the Himalaya while smiling…
The consolation of a fallen soul in slits with no crutches.
DAEDALUS
Homage, a game of weakness.
The cockerel I thought I had is already dead;
the ocean carries him away towards its tomb
the sky has sexual intercourse with steamy Lilith;
a relentless martyr engraves a marriage contract of palinode
a reminder of the stone of an English hierophant.
Amphitrite is receptive after all; a bride’s sheet reflects the carcass of an ancient river on a bridal bed, herself rolling in a convent.
CLYTEMNESTRA
The ignoble tribute is a game of power.
The circles I built were desirable, squares of vice on the chess, my black pawns on the verge.
The white ones belong to the others.
But I forget… I forget to abstain from others.
If only pain was a sea shell.
A paper of deceitful speech in the empty bottle.
The coin that takes its white light from somewhere else has dispelled the unbranched, triumphant pylons we had configured into the mud
the turmoils of the theatre, the compasses of illusion
the exhalation of the chains at the wheel of the heart.
Laughters are the waves of the others; sardonic, judgemental, insinuative
they laugh while there is nothing to laugh with; the skies with their virtual icebergs.
Everything is funny; I am not laughing.
The breath of the moribund for an illogical purpose
and you are done… Slowly. Torturously. Irrevocably.
For the sake of Nature.
Because since she makes everything perfect, she has to raze them.
ANTIGONE
Two eucalypti, bearers of the wind’s divine law, on the path of clay
a preceding cause at the recitation of my unbroken fountains
the coating of a threnody possessed by adrenaline:
IOCASTE
“From my bosom, the clock with its hands going backwards
swinging the shiver of my sun.
Let someone proscribe it or with a crutch of faith let him kill himself with an arrow”.
ERATO
“Do you remember telling me that there are no mirrors in Heaven”?
You were writing your shapes and mine on the sand of my silence.
Exquisite, Graphs, Unattractive, Multi-embroidered, Brilliant
you were releasing them on my surface.
Rewritten, Unlooted, Fluid, Ionic; a clear outline of an imperial circle
a wreath of smog of the unbifurcated archer.
A summer afternoon is a parrot’s opal.
ASCLEPIUS
You were in pain at the dune of silence; but you were anxious to see the end of the ships, their start line to echo distant, timeworn, legal speeches;
a kiss of a light hermit from me
mushy aerobatics on the wing of a hawk
from an enamel of desire and an evening primrose, a precursor of the day and the smell.
ATLAS
You were waiting; you were hurting a moribund dog saturated from a waterfall of unique drugs.
The director deemed your performance identical
at the one-act play where you held my hand deservedly
you thought your candle was a fan in a stretched thread.
You were a kouros with a gown and a card;
the titles were a boarding of subjugation, the awards were praises
for a cardinal nothing or everything
in a logical zoo of sapphires
experiments of heteronymy, a clavichord of point-bearing.
I watch an old man carrying a club from my kaleidoscope
from the table with his loutrophoros of shyness.
The plates have become signs.
Manual-Depression-Cotter.
The whole love of a traffic warden is a gargle of Cronus.
SISYPHUS
A gesture of beauteous firmness, at the end of it there is a computer’s feather
a train’s residue of an ambrosia that ends the heartache
in a thorn-bush of a reversible hike
a bow of a firm shunt of a thumb
a troposphere of incomprehensible kindness domination.
A half-extinguished cigarette on my back
a praise of a fracture, the octave is a clove
the issue of dreamy stocks is a proliferation of faded green oil rigs.
The mainland of a whelp.
“Aloe the indolent”
It allows everything.
A dolphin that wanted to become a songbird at the ice of the Equinox.
When someone is inside a glare he cannot discern the darkness.
Holiness should not exist after all.
The receipt in the papers of the musical accounts.
URANIA
And I keep waiting with the few in a squall.
A meteoric starfish in the ocean…
THALIA
I remember… “Do you remember the time we were sitting at the dock of life and we thought the beach was grass made of garlands?”
“Do you remember the time when church was the sea and the dream?”
“Do you remember the time when a raft was a lake with water lilies like a proper cote?”
EUTERPE
The dawn of the New Moon is non-assignable; a high priest of a small town is an unhappy substitute.
The planets we had celebrated are bright circles from our heads
the converted Bohemian fragments are the harmony of a bridal accompaniment
the notorious faceless corals are unarguable observers in the ceremony
it was then we cast the snow out of the snowmen
the sharks were beached miles away from us
the majority of the beach was ours
the hippuris of an arrhythmic flute is a dubious sex object.
The traces of darkness are a discordance in our eerie celebration that brings shining gifts
our salty, forked, deciduous pebbles for the cure of resentment.
You are the ebb of my sleep; I am the high tide of your passions
in an uneven game of sobbing for the fear of the unchangeable drowning.
Your cape is volatile in the island of my purification.
Your asymmetrical diadem is a damaging substitution of my pen,
the conceit of the random flow of my retina is a glaucoma of a Trojan shield, a disarranged graffiti of a commercial film:
“ARCHETYPALINVISIBLEMOVINGDESIGNSONBOARD”.
PROMETHEUS
I was a captive somewhere near the end.
Like a Titan, an allegorical expounder, primacy is a poppy of another form in my hands, a dispersion of a rock painting
without dangerous credits or dedications.
CALLIOPE
A turtle is soliloquizing and crying from her frock:
“The red always brings the black”.
The effigy addresses a reflection of transfer
in a cantilever of sunless need it provides:
Decay
Dispersion
Displacement
Sweat
Dreamcatcher Kneeling before the Cross
“Passion is love in the nth degree; hatred is its root
the trials of the atheists; decimals of boats”.
Cain Abel
of subordination of elevation
a cake of razor an inference of a larva
an attraction of a brother a scythe of oxygen
reflects that half burns
cards of naked forms a hoist of a palm of candles
at Thermopylae at Versailles
ACHILLES
The promotion of a newly enlisted soldier is with no indirect monographs
it is on hills with bus lanes of inaccurate wreaths of kings
it is a spectrum of an interactive Niagara of a self-awareness full of fruit.
MELPOMENE
The eyes of your virginity’s decaying are red-blue ribbons
the altar is a ring of puncture, a model of deviation of a subsidy
senility in segmented veins on my vigorous shrines
the arteries of the miniatures are showcases with lanterns
the rollers on the exalted hair of Sampson,
the piercing of the snowy light is a peak of an offing voyage
of a chameleon which changes my frontispiece to a regeneration.
“The beauty of your lilies must have an end”.
NARCISSUS
The heat of my soliloquy is dreadful;
I am looking for a tailless mermaid in the forest
the lamp is a messy cox of love with no shells,
the names must be pearls.
A stalagmite of misery at its perimeter
the other’s trunk is a dense cavity
a virtual star of letters.
The truth is in the darkness of despair and the marsh brings a small torch
for her redemption
while you are the satellite of flakes of well-closed doubts
the fragrance of similar alternations is
a warlike consolation at the weave of a jar of processional breath.
Misery is connected to happiness; corners of substitution
the garnish of a currycomb is a bellicose libation and a fish net of deviations.
The precession has her resin; not the route which is supine or on your back
in a foam of a perfectly processed discord
the diagnosis is a virus without a cause; the enemy is the one who engraves a shadow
“A bountiful hourglass with no membranes”.
This will be the emblem of the angel who carries a splinter
as he erases his sails in a channel of dust birth
at the mooring of his hostile hydrants.
ICARUS
I wonder.
“Why to me?”
Alone I place the inconceivable seasonings like mines.
TERPSICHORE
“Heavenly guided convergence of the dissimilar mountain lines,
you should be based on undefeated mandrakes of beauteous skirmishers”!
ARIADNE
Scrolls of forgery of planned moments
I pluck the daisy’s petals like an unsuitable defender seahorse.
At the end of the Pacific I endorse a paean with no winners, flower for the dead, lost people who are medals of deviations.
PHAEDRA
“Which is the nirvana of the daisy with no wreath”?
I know. Daisies do not bloom in the foreshore.
Only the classical amphorae from the anonymous, celebrated shipwrecks lie explaining mysteriously:
“DRYLOVESEEDSOFTHESEA”.
TANTALUS
The unadorned staff floats alone, like a castaway
on the stones of the invisible violence
a segment of a Florentine canvas
it depicts a naked woman who does not show the “you” as sacred, vulnerable.
CLIO
“A piece from Palladium Baal of doubtful origin
was deprived of fur illumination as dictated by a clause
of one unarmoured rough September, thus we got
two stony tablets, a reminder of a vegetal castle, a draft of potent ideas”.
“There wasn’t starry navigator; only a weathervane of advice
because life resembles a flag at the end of an islet”.
“Two Byzantine icons of a December leading backwards
patterns exquisite lexemes scattered randomly at the end of the hall,
they trace like Eurydice on what is irreversibly gone and what may come
otherwise let it go, a divine name little eagles of strange physique”.
“The breakfast of a gypaetus is a core of lymphomas
of an eternal punishment on the tendon the serpentine shawl of antinomy
the fluctuation of flashes of the Dalmatian friend
the probe is a fountain of questionable mistrial”.
Name
Debarment Of a clamp
Of Homesickness Delimitation
Repetition
ODYSSEUS
With a log as a compass struck by angels
I will get rid of the devoutness of my tub
I moor at the shore of my private collections
at the steppe of my dead-end coherence
I am waiting for a date palm with no dates.
Oh how the pebbles hurt!
Comforters are the windmills that repel hunger
they send the first martyrs to paths of illiterate inbred feats
a march of firefly bearers at the shimmer of the catalytic century
an agonized hagiology of conscription is an uninvited ballot box
an alliteration of a bright acceleration uncut reversal
phytogenic dispute, light of a signed illegal triumph
incomprehensible alteration in a roaming of a lack of parentheses
a centripetal ground of a brothel in uncurved quadrants.
HEBE
“What is the sun without his moon”?
A poppy with no eyebrows; a function with no arousal
A drained prestige of an unsalted herbarium.
THEMIS
I initiate her fingerprint
a cotter of a shooting in the sandstone of my undedicated passing conscience
a framed fountain
the conference of the feet of the first battalions of scouts
the encounter at the catacomb of dedication
a scroll of a consubstantial face of the law traditionally in conceited dithyrambs
a mane with frames
objets d’art
climactic, concealing everything
a compilation of disregard
unstable is the reshaping of the bus
proscription of errant souls, a clarity of darkness
the remaining feeling in a sign of an amblyopic dollar
a participation in a polar comet.
Everything brings me a promise of flare.
A victim in the twilight sails in the water
for a word of sarcasm, for Pausanias,
for a swing of bravery scorn my laurels
and debasement the ears of the soldier
a paraplegic body perfume bottle “for you”
a foundation of competition.
The excavation is a kiss of surrender from the quarries of the salt lakes
the granite is a mixture of laughter and tears of cocaine on the street
the enclaves of my chuckles render my beryl inactive.
The chimera of towing is a proper hope
The python’s dessert is designated in the cage;
a luminous device of movement in the Earth’s eclipse
a chosen musket of the castes from the naphthalene
incurable familiarity in the creation of the plot
spring water is a tempestuous stone thrower in monarchs as fast as the wind,
an inappropriate land of the dead near and beyond the circus
in a calmness of a muslin
safekeeping in the strong-smelling worship.
At Lazarus the uplift is a scorpion’s stinger
in the rose’s meridian an egis of demagnetization
the conqueror of the hemorrhage, cheers of drollery
a towel of deforestation at the corner of the hut
a disastrous venture of holy communication of vessels in the service at the labyrinth.
LAOCOON
A student of mine a umbilical cord of a meconium places a baby that hasn’t been embalmed
before me the branches of the whimper a levitation with no horns.
I have to fight off the obscure parts of three runes,
I don’t know which the concessionaire is to embezzle
a horizon of ungrinded write-off
in the semi-god constellation of Orion.
There the sentences do not wound like the actions of the rain.
They only cringe and applaud us
in a beloved pump of stricture
clumsy handlings good at hunting
the index the thumb a space of fainting.
POLYMNIA
An invocation of a song in an unapproachable being
panorama of a transfusion of voices
from the invocable postmortem life of the equations
the vigor of deadbeat inequations in a sextant of uncarved equal rights of speech,
a brooch on the lapel of the Unknown like wind in a blowing shell
primal before the past existed
a restrained pendulous counterpoint in a winter’s counterpoise.
ORPHEUS
At the epitome of my budgets with no fingers
I ended up an untamed correspondent who bites hearts;
penniless with a billet doux the words lost their ink
and the others lost the “apology”.
“Magic must be reality’s sister of June”.
C’ EPILOGUE (The miracle)
CLOTHO (Crucifixion)
I wake up from my oblivion’s raid.
In a blooming flower my half-worn palms two pages.
My name is a harmful, black-clothed person who banishes foreigners
he imparts shiny, golden capital letters at a map of directions.
Participation of a weed a bust of ambrosia in the idleness of silence.
LACHESIS (The Descent from the Cross)
The show came to an end; my part and I alone
we defect from the tattoo of the wild plum tree
the powder goes a snail of emotions
the lie is a paper full of explanations in the basket of ragged clothes
an autumn sonata echoes mournful readings carried around.
ATROPOS (Resurrection)
“Finally, life must be some kind of solid timespan
in full anomie; two different concentric circles at the spoke of action-
at liberty’s diameter”.
The wash of my epilogue in the end of the film
My diagram is vapor, an infected crease
the renouncement in my belfry is ultimate bliss.
To A.W
To the Anonymous Woman
lets-arelis
Oct 23, 2019
commode-francaise version
COMMODE
By Arelis
Translation:Antigone Mavragani
Personnages
Eclectus
Esclave
Cléandre
Commode
Crispina
Quintinus
Laetus
Lucille
Marcia
Marc Aurèle
Perennis
Pompeianus
Soldat
Fadilla
Philocommode
Résumé
L’œuvre intitulée Commode, qui est constituée en cinq actes, commence en récitant les derniers jours de l’empire du père de Commode (naissance à Lanuvio, en Italie, le 26 Avril 161 après J.C./décès à Rome, en Italie, le 31 Décembre 192 après J.C.), Marc Aurèle (naissance à Rome, en Italie, le 26 Avril 121 après J.C./décès à Vindobona-Vienne Contemporaine- en Autriche, le 17 Mars 180 après J.C.) militant contre les Marcomans, à la région d’Œstrus et finit en récitant le jour de l’assassinat prémédité et bien organisé de Commode à Rome par sa maîtresse Marcia (date de naissance inconnue/décès à Rome, en Italie, probablement entre le 28 Mars et le 1er Juin 193 après J.C.).
L’Acte I se déroulera le Mars de 180 après J.C. à la région de Danube et plus précisément à la tente de Marc Aurèle, avec qui Commode dialogue sur la vision du monde dans un climat philosophique et gouvernemental et surla combinaison , qui suivra après la mort de son père , de la théorie et de l’application de ses idées tant qu’à l’Armée qu’à Pompeianus (naissance en 125 après J.C.-décès à Rome, en Italie, en 192 après J.C.).
L’Acte II aura lieu à Rome en 182 après J.C. et présentera les réactions sentimentales de Commode dues au coup d’état échoué de Quintinus (naissance à Rome, en Italie, en 182 après J.C.) de Quadratus (lieu de naissance inconnue, naissance en 138 après J.C. / décès à Rome, en Italie, en 182 après J.C.) et de sa sœur Lucilla ( naissance à Rome, en Italie, le 7 Mars de 148 ou de 149 après J.C./décès à Capri, en Italie, en 182 après J.C.) , les relations entre lui et sa sœur, leur avis par rapport à leur père Marc Aurèle et son époux défunt Lucius Verus( naissance à Rome, en Italie, le 15 Décembre 130 après J.C./décès à Rome, en Italie, le Janvier/Février de 169 après J.C.) mais aussi leur avis par rapport à leur mère Faustine la Jeune ( naissance à Rome , en Italie, le 16 Février 130 après J.C./ décès à Halala en Cappadoce au Pont - Turquie Contemporaine - le Janvier/Février ou Décembre 175 après J.C.).
En outre, à la scène III, qui aura lieu un an plus tard, Commode et son épouse Crispina (naissance à Rome, en Italie, en 164 après J.C./décès à Capri, en Italie, en 183/187 après J.C.) échangent leurs crédos sexuels sur la vie et leurs interprétations mythologiques portant sur les travaux d’Hercule avec qui, Commode se sent identifié.
L’Acte III se déroulera à nouveau à Rome de 185 après J.C. où le comportement psychologique de Commode se déploiera et ce comportement sera aussi élargi grâce au complot de son plus fidèle collaborateur Perennis (date de naissance inconnue, naissance à Rome, en Italie, en 164 après J.C./décès à Capri, en Italie, en 183/187 après J.C.), qui était considéré d’après les rumeurs son amant.
L’Acte IV aura lieu à Laurento de 190 après J.C. au domicile de la famille de Quintinus et abordera le sujet de l’investigation d’une crise économique et sociale manipulée par Commode, pour laquelle Cléandre était considéré responsable (naissance à Phrygie en Asie Mineure -Turquie Contemporaine, date de naissance inconnue/décès à Rome, en Italie, à la fin de Juin/au début de Juillet de 190 après J.C.). Durant ses conversations avec sa maîtresse Marcia et avec sa sœur aînée Fadilla (naissance en 159 après J.C./décès entre 192 et 213 après J.C.) Commode expose sa perception métaphysique tant pour des événements réalisés tout au long de son empire que pour l’Arithmétique Linguistique.
L’Acte V représentera à Rome le 31 Décembre de 192 après J.C. le jour de l’assassinat de Commode, un assassinat si bien réglé comme une orchestre symphonique, et décrira tant les raisons que les moyens qui ont conduit à sa réalisation par Marcia, Laetus (date de naissance inconnue, à Rome, en Italie entre le 28 Mars et le 1er Juin de 193 après J.C.) et par Eclectus (date de naissance inconnue, à Rome, en Italie, entre le 28 Mars et le 1er Juin de 193 après J.C.).
Sources:
1. Historia Augusta, The life of Commodus/La vie de Commode
[Loeb classical library, œuvre publiée en1921]
http://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Roman/Texts/Historia_Augusta/Commodus*.html
2. Δίων Κάσσιος/Cassius Dion, ρωμαϊκή ιστορία/histoire romaine, τόμος ένατος/volume IX, βιβλίο 73/livre 73
3. Ηρωδιανός/Hérodien, Της μετά Μάρκον βασιλείας Ιστορίας /Histoire des empereurs romains de Marc Aurèle à Gordien III, βιβλίο πρώτο και δεύτερο/livres I et II
4. Wikipédia, l’encyclopédie libre
http://en.wikipedia.org/wiki/Avidius_Cassius
http://en.wikipedia.org/wiki/Bruttia_Crispina
http://en.wikipedia.org/wiki/Clodius_Albinus
http://en.wikipedia.org/wiki/Commodus
http://en.wikipedia.org/wiki/Didius_Julianus
http://en.wikipedia.org/wiki/Faustina_the_Younger
http://en.wikipedia.org/wiki/Lucius_Verus
http://en.wikipedia.org/wiki/Lucilla
http://en.wikipedia.org/wiki/Marcia_(mistress_of_Commodus)
http://en.wikipedia.org/wiki/Marcus_Aurelius
http://en.wikipedia.org/wiki/Marcus_Aurelius_Cleander
http://en.wikipedia.org/wiki/Marcus_Ummidius_Quadratus_Annianus
http://en.wikipedia.org/wiki/Pertinax
http://en.wikipedia.org/wiki/Quintus_Aemilius_Laetus
http://en.wikipedia.org/wiki/Tigidius_Perennis
http://en.wikipedia.org/wiki/Pompeianus
http://en.wikipedia.org/wiki/Ulpius_Marcellus
5. De Imperatoribus Romanis/Empereurs Romains
http://www.roman-emperors.org/commod.htm
ACTE I
Scène I
[Elle se déploiera le 16 Mars 180 après J.C., un jour avant que l’Empereur de Rome Marc Aurèle expire à la terre des Pannoniens. Marc Aurèle rendra le dernier soupir aulit de sa tente sous la présence de son fils, Commode.]
Marc Aurèle: C’est parallèlement à ma philosophie que mon empire s’éteint aussi. [Il détache pour l’instant son œil chrétien et démocratique et il bat les paupières de son œil coréen.]Ta tête comme un Véga en aiguilles de pin de granite; je la regarde méticuleusement. [Il lève un peu sa tête qui se soulève légèrement à son lit.]
Commode: Eussé-je été peut-être père des Romains, la Lune?
Marc Aurèle: Tu n’eus jamais été adepte de mes idées. [Son dos est tourné pour que son fils ne puisse pas le voir et son humeur est obscure comme celle des habitants des Selles. Commode est pourtant assis au siège auxiliaire près du lit.]
Commode: Qui peut se détacher de sa tige et devenir une fleur lumineuse étincelante?
Marc Aurèle: Le père de Rome fut la Grèce primitive.
Commode: Père de la Nation … [Il semble à chanter.] J’aurais bien préféré qu’il eût beau-frère.
Marc Aurèle: Une force illimitée et non forgée mène un enfant à imiter le modèle de Tibère et de Bacchus… [Il tousse.]
Commode: Après que tu rendes ton dernier soupir je serai un roi de Rome qui ne bêle pas… [Il frappe à son cœur trois fois.]
Marc Aurèle: Tu ne chanteras pas des élégies avec ton cœur à sept cordes maintenant qu’aucun vent ne soufflera plus à mes entrailles? [Il mal halète.]
Commode: Je déplore mon père comme si je le ferais dans le cas où le feu, l’eau et le vent n’existeraient plus en Terre…
Marc Aurèle: Et l’amour … À l’inverse de l’elliptique...
Commode: Et l’amour provenant de cette goutte paternelle et politique n’épanouira plus jamais… [Avec les mains il forme un jasmin montrant la Colchide.] Je ne porterais pas en tête une auréole en lierre … [Il joue avec une touffe de cheveux.] Je te surveillerais seulement comme un Corynétès et comme un carnivore.
Marc Aurèle: Tu n’épouseras pas ta sœur comme Ptolémée l’eut fait auparavant? [En sanglotant]
Commode: Non, père…Je te le rassure…
Marc Aurèle: Je guette les Allemands… [Il mal halète.] Ceci n’est pas un discours docile. [Il regarde autour de lui un ennemi imaginaire ou surréaliste.]
Commode: Père, ne t’inquiète pas … [Ses cheveux de coton en amas s’électrisent.]L’unité des hordes qui n’eurent pas succombé aux gorgones, à tes surarmes stoïques et de tous ceux que tu n’eus pas réussi à leur faire communier la bouteille de leurs alliances à travers la persuasion de la raison, sera réglée dans un certain temps gaulois.
Marc Aurèle: Un serpent que tu ne puisses pas tuer, tu dois le former à une étoile de chien, ton adolescent … [Il courbe son dos du coin différentiel.]
Commode: Père ne devient pas si cynique.
Marc Aurèle: Je crains mon enfant que les capitulations précédentes contiennent une dose imprégnée des convictions d’Antiphon … Tu veux que j’affaiblisse mon âme plus tôt qu’attendu par tes mensonges mer sereine … [Il tousse plus intensivement.]
Commode: La philosophie ionienne n’était-elle pas parmi tes remèdes la moins agile? [Il rit en hâtant ses mains à la coupe de ses cheveux et à la chaine de ses cornes qui tentera à planer jusqu’à Ophélie VII.]
Marc Aurèle: Comme j’aurais voulu Commode que tu serais mon kouros philo athénien à l’image et à la ressemblance… [Ses yeux sont mi-clos et épuisés par l’inflammation. Commode à la rive d’en face se tourmente et fournit le Bénarès de ses mains.]
Commode: Père je n’éclaire aucun thyrse et je n’ai aucune intention à me transmuer en Néron ou en Domitien… [Il danse élégamment pendant qu’il fait semblant de cirer un chrétien.]
Marc Aurèle: L’argent mon enfant à un jeune âge mène au plaisir nouveau d’une païenne… Le modèle le plus distinctif fut celui de Denys l’Ancien de la sicilienne… [Il respire profondément.]
Commode: Il voudrait peut-être rassembler au nom divin et similaire Dionysos… Moi j’aurai Héraclès comme un petit navigateur…. [Il lui montre les rats de ses mains et la toison en veines de sa poitrine.]
Marc Aurèle: Tu préfères mon enfant que tu te confrontes à un demi-dieu et non à un Dieu?
Commode: Je le trouve plus hexagonal…
Marc Aurèle: Mes paroles à tes conseillers peux-tu les rappeler? [Sa bouche comme un puisard pour transpiration.]
Commode: Tu leur eus dit que les pères sont meilleurs lorsqu’ils ne sont pas peu… [Il déclenche un regard élégant ayant une direction divorcée vers la républicaine.]
Marc Aurèle: Je leur eus incité à devenir tes doyens, à te sermonner vers un cours horizontal ayant comme boussole la morale et la vérité et à te soutenir de manière que tu évitesd’être rejeté dans l’égout par tes actes violents…
Commode: Libertin … Que j’aime cet adjectif …Celui qui n’eut pas attaché à son âme le châtiment… L’heure de la valeur… La valeur de l’heure …
Marc Aurèle: La bêtise de la valeur… [Dans un ton naval et réparateur.]Sans la rose du peuple, mon enfant, tu t’effondras de la chaudronnerie de la tyrannie… Les mousquetaires et la monnaie ne t’empêcheront pas d’envisager les peines…
Commode: Mais ce n’est pas toi qui venait de dire que j’étais un libertin… Si je suis un libertin, mon père croit en moi que je serai dévié par Némésios… [Thermal.]Père… [Plein d’ironie.] Quel mot frugal et insignifiant… Je ne l’eus jamais connu… [Il unit les cheveux de Marc Aurèle.] Si faible… Des nuages au Ciel… Ils loueront un certain endroit là-bas jusqu’à ce que tu reviennes ayant beaucoup de raisins en terre… Amélioré au verbe philosopher… [Il arrache une touffe de cheveux qui sera déracinée. Marc Aurèle impuissant se tord d’une douleur sans merci.] Maintenant père tu es devenu ma possession matrimoniale…La métropole d’être enceinte… Cette touffe je la tiendrai à mon domicile impérial… Enfin père tu étais peut-être une mère? [Il se repoussera du lit contre duquel est son dos.]Père si tu savais comme je t’habille en or tu oublierais la notion de la mort et tu resterais pour toujours un immortel… [Il s’écroule en mettant les genoux à ensorceler le plancher et en unissant ses mains avec l’Hermétiste.]
Marc Aurèle: Ces nuages, dont tu es armé, resteront des points hiéroglyphiques et persistants du Ciel… Je ne procéderai pas à des oracles nués… [Dans un ton farouche.]
Commode: Père, mon frère jumeau mourut si nouveau…[En train de tourner vers son père alité aux yeux enflammés et couverts à des rideaux serpentins et oblongs.]
Marc Aurèle: Si son caractère ressemblait au tien je ne le déplore pas…
Commode: Comme je te compatis comme les raisins… [Il est redressé et il l’allaite frontalement, il secoue en l’air la touffe qui était jusque-là attachée à sa poitrine.] Il ne fallait pas qu’Adrien t’adoptes…
Marc Aurèle: Tu crois Commode qu’il ne me soit pas à temps aperçu que tu eus ordonné, les doses hétérophiles concernant ma maladie à ne pas être délivrées à moi par mon médecin personnel?
Commode: Tu étais mon très bon cinquième Empereur… Je le sais préalablement que je ne serais pas archivé comme le sixième…
Marc Aurèle: À l’arithmétique des notions tu n’étais jamais un agneau facile à la douleur… [Il se balance.] Il est Mars… Comme si c’était hier que Jules César fut maintes fois poignardé…
Commode: Même si il fut accouché en Juillet, c’était en Mars qu’il fut une statuepar le Sénat romain malhonnête… [Il déplace ses boucles à la poupe de soi-même.]
Marc Aurèle: La fête des Figues… Cette fête Commode te chassera jusqu’au tir de ta vie… Commode, celui qui a la figue…
Commode: J’aimais toujours hâter aux autres c’est que je sodomise… Je vous remercie en avance… [Il touche son entrejambe.]
Marc Aurèle: Le doux raisin de Dionysos t’eut influencé, avant que Pluton me gratifie à son obscure maison de maître… [Il tousse à nouveau.]
Commode: Je souhaite que tes diphtongues abusives soient rapides envers moi, qu’il te souffle… [En dièse son ton vocalique.] Et lorsque tu ne permettais pas à tes mousquetaires, pour ceux qui te fréquentent, à les repousser cela était si aristophanesque… Pourquoi tu avais alors cette prison en avant?
Marc Aurèle: Pour qu’ils me protègent par des assassins présomptifs comme toi…Ton caractère m’eut dégénéré et me tue… [D’une voix saccadée.]Faustine avait à son entaille la balance, lorsqu’elle m’eut confié un peu avant ton germe qu’à son rêve elle eut vu la naissance de deux serpents…
Commode: Lorsque tu loues une fois par an ma mère je suis tellement heureux… [Il fixe en hauteur sa langue.] En tout cas, elle n’eut pas vu à son rêve que l’un de deux serpents descendants ne vivrait que pour quatre années…
Marc Aurèle: Le serpent qu’elle réchauffait à son autre sein, se prouva d’Adrastée plus Terpénique… [À mi- chômeur son œil stalinien.]
Commode: Père, ton règne se couche et le mien se lève… [Il met en pilon capricieusement pour l’instant son œil thatchérien.] Père il se peut, comme Épicure aurait dit si tu l’eus devant toi, qu’à travers l’écoulement continu de ton image aux yeux de tes sujets tu fus consolidé comme Hadès…
Marc Aurèle: La mort, Commode, n’eut pas investi à moi…Tout ce qui est en train de déconstruction, qui n’est pas sensible, et tout ce qu’on ne sent pas ne peut pas être catalysé pas les étamines de notre âme… [Il tousse.]
Commode: Les nuages provenant des profondeurs de la terre sont dérivés avec parenté vers l’Ouranos de ta parole…La douleur dans sa musique a la durée d’un Éridan qui est ancré par la palatale…
Marc Aurèle: Le remue-ménage Commode ne peut pas être propice si le drap en parchemin entre nous n’a pas de raison, bonté et Thémis pour les équilibrer… [Il tousse et ses yeux sont des autocollants par la douleur.]
Commode: Si la volupté eut conquis ton lit cadavéreux, tu ne devrais jamais dominer les foyers des accouchements… [Il forme avec ses mains deux triangles en vide, ayant sa taille pour pylône.]
Marc Aurèle: Sans le baume de la nature et avec la volupté à son aspect diluvien tu ne peux pas t’introduire…
Commode: Père, que voulait dire Épicure que par les hommes et les événements de l’Ouranos, sous la terre et l’infini même essayé personne ne peut être protégé? [Dans une clé collégienne.]
Marc Aurèle: Peut-il un Lykaios supplier l’homme? [Sa voix est dans une régression supplémentaire.] C’est inutile d’être protégé Commode par les originaires d’Ouranos, parce qu’ils enrichissent avec des idées étincelantes le petit temple de ta pensée ionienne… Tout ce qui est sous tes pieds tu peux les surveiller entièrement et par conséquent tu ne risques aucun danger à cause d’eux… Les émeraudes, néanmoins, de l’infini sont l’histoire matérielle de l’univers, à partir de laquelle aucun homme ne peut être rendu un démon… L’infini puisqu’il n’a pas de temps et d’espace ne peut pas être scruté… [Il tousse fougueusement.]
Commode: Ni les terrasses qui sont ses dimensions?
Marc Aurèle: Non, ni d’elles. La sécurité réside dans la prise des distances du peuple…
Commode: L’unité est l’échelon de l’infini et le chef de file au cèdre du peuple…
Marc Aurèle: Il me semble Commode que tu aies toujours suivi la maxime d’Épicure: le raisonnable ne s’échappe jamais de la volupté…
Commode: L’antidote de ton remède n’est pas naturel et obligatoire pour que ta douleur se détrône? Ta statue que tout le monde admire, ne crois-tu qu’il était une pêche ni nécessaire ni naturelle?
Marc Aurèle: Tant qu’il existe le fil de l’histoire sa cristallisation est considérée comme une masse compacte. Tant que l’encastrement des matériaux de ses statues est en dépouillement, pour l’apothéose de l’histoire est de la source… Ceux qui vivront deux mille ans après notre époque, qu’est-ce qu’ils auraient connu si on n’eut pas recréé la civilisation et ses possessions? [À cause du mal halètement ses prunelles avec le nez ressemblent à des ordres doriques évolués.]
Commode: La vanité est l’un voile du pouvoir…L’autre doit être l’histoire… [Il fait des routes universelles autour du lit du mourant ayant la main Brejnévienne mariée avec la taille tandis que son menton De Gaullien est préparé.]
Marc Aurèle: L’histoire d’un pli de la tunique de l’univers non à son infinité mais à la normalisation de sa conscience…
Commode: Ne pas se nuire réciproquement… La loi d’Épicure peut-il triompher chez les mortels aussi? [D’un regard soi-disant innocent, il dresse son sourcil francien.]
Marc Aurèle: Non, Commode car la société est une jungle stratifiée… La pyramide est reconstruite par une tranche d’intérêts… [Il toussote.] En tout cas pour les observateurs invisibles des hommes et pour les chefs de file invisibles elle a un dynamisme à plusieurs chevaux…
Commode: Épicure disait que le besoin est un mal… Il n’y a pas pourtant aucun besoin sous lequel personne n’est prostituée…
Marc Aurèle: Si on courait à un marathon en ayant la raison commune, aucun mal ne coexisterait, personne ne vivrait sous lui…
Commode: Ou les angles correspondants…
Marc Aurèle: La raison Commode n’est pas d’arithmétique ou de suite géométrique; c’est aussi la lampe à huile de cœur…
Commode: Père, l’ennemi du mal est le pire… [Dans un air sinueux.]
Marc Aurèle: Moi comme je croyais que le bien était la solution à tout… [Dans un air de démission surtout à cause de sa stalactite d’âge et moins à cause des savoirs d’un caractère pleinement formé.]
Commode: Mais père, pour vaincre quelqu’un d’autre il faut que tu t’assimiles à la même espèce, après avoir connu au maximum ses vertus et ses défauts…
Marc Aurèle: Un lion n’eut pas vaincu plus facilement une antilope par rapport à son similaire?
Commode: Ils appartiennent à l’espèce des animaux et plus précisément à la sous-catégorie des quadrupèdes…Un lion peut-il attraper rapidement un homme qui a beaucoup de pigeons ?
Marc Aurèle: Donc pourrait-il s’être expérimenté avec les lois de la jungle?
Commode: Par l’affirmation de la phrase qui appartient à la syncrétiste…
Marc Aurèle: L’Étrusque aux mêmes espèces de la catégorie réflective est le plus douloureux et le plus dédaléen… [Il tousse et il mal halète.]
Commode: Le reflet des guerres de Marc Antoine et d’Auguste à tes lèvres est ancré…
Marc Aurèle: Commode, si tu ne commentes pas littérairement le bien que tu récoltes aujourd’hui, tu seras remanié en vieillard comme moi…
Commode: Je représenterai les Héraclides pylônes à ton épitaphe… Père, tu crois que tu réjouis en ayant pour métope la lune notre dialogue philosophique?
Marc Aurèle: La parole est à la fois du laudanum et du déchirement… [Un chien eut entré devant la scène. Commode fut devenu le servant aux oreilles du chien.]
Commode: Le plus grand besoin est la confiance que j’élève en lui…
Marc Aurèle: Commode, le chien ne te sauvera pas de la fête des bâtons de la mort…
Commode: Pour ce qui est du destin je ne me lamente pas pour que jel’aide, étant donné que cela est réalisable au-dedans de mon sur gonflé moi… [Commode embrasse les oreilles du chien.]
Marc Aurèle: Tu peux avoir la gaillardise de dire cela, parce qu’à part de mon sang tu hérites mon trône voûté aussi… Tu acquis ta grande fortune en me servant… [Comme un bègue.]Moi le sei… Le seigneur et père de toi mais… Sur… Surtout les masses des ignorants…
Commode: À quoi faire la fortune continentale, si personne ne t’apprécie ou ne te divinise?
Marc Aurèle: Ce serait plus propice si au tressaillement des autres tu fus prospéré pour toi-même… [Il essaie de prendre des respirations enfantines.] Rien ne t’est suffisant, parce-que le suffisant est peu pour toi…
Commode: Comme je voudrais vieillard que tu me fasses brocarder, de te recouvrir avec l’oreiller qui repose ta tête… [Il serre le poing.]
Marc Aurèle: Tant que je respire, Commode, je serais là pour te porte les outres de la critique jusqu’à la fin…
Commode: Le moment que tu me concevais à la vulve de la mère, ton trône m’eut octroyé… [Il regarde un point qui parle vaguement.] Et ton étoile de mer fut colée à sa mer et elle fut émanée en bébé… Porphyre… [Dans un air de correspondance eschyléenne qui n’est pas fondée.]
Marc Aurèle: Si tout le monde apprenait que tu voulais tant m’assassiner, tu embaucherais pour cette raison la saumure? [Dans un air d’un lion blessé et agonisant qui avorte la victime, pour qu’il se rue à l’occasion championne à l’art de chasse le plus cruel.]
Commode: On se sent de l’araignée venimeuse, lorsqu’ on commet quelque chose désavantageuse par rapport aux socialement acceptés ou lorsque son âme est dans un étage plus chtonien que celui des autres… L’empereur se trouve au sommet des Alpes et non à sa déclivité…
Marc Aurèle: Un dieu intrépide est comme un chien sans bride divine... [Il lui tournoie à nouveau le dos.]
Commode: Tant qu’il y a le nom fabuleux, mon âme rien ne puisse bouleverser…
Marc Aurèle: Je ne prends pas ombrage de toi… Le plus que tu sois heureux, le plus tu te nuises…
Commode: Tu ne loues pas une sale économie à tes voyelles…
Marc Aurèle: J’ai une dent de sagesse qui dirige tout dans une orbite méridienne… Tu désires Commode ce que tu ne peux pas vaincre et tu morcèleras tout ce que tu eus réussi…
Commode: Et c’est lequel?
Marc Aurèle: En envisageant son idée, l’Invincible à vaincre…
Commode: Père… Il n’y a pas de lutte sans bataille…
Marc Aurèle: Rien ne peut devenir par ce qui n’est pas ou ce qui n’existe pas… Étant donné que le monde existe Commode, ils existeront à la fois la lutte et la bataille…
Commode: Nos sens sont des preuves évidentes que pourtant les corps existent…
Marc Aurèle: Comment sais-tu Commode que le pommier que tu vois est un arbre et non un géant de la période préhistorique? Notre corps est parsemé des univers qui ne sont pas blancs et qui nous épient à distance… [Sa poitrine est mise en page et puis est ancrée entre les paumes de ses mains.]
Commode: Vieillard-Empereur tu peux voir les monts de Vénus ou les hauts plateaux de Mars? [Comme un microscope avec la filiale de ses yeux.]
Marc Aurèle: Je préviens les croix-Myrmidons à travers mes manuels provenant de ma quotidienne ingénieuse…
Commode: Peut-être que tant que le corps se sépare de l’âme la dernière peut voir être déployée tout grand devant elle, la connaissance du mythe de la terre… Moi, tout de même, je vois le chou cabus comme chou cabus, la constellation d’Hydre comme constellation d’Hydre et toi vieillard comme la digue pour mon trône minyenne et romaine… [Il approche l’entrée de la tente au cas où quelqu’un y arriverait. Il se retire à son siège.]
Marc Aurèle: L’univers est infini… [Il est mis en confiance.] Les mondes par lesquels il est constitué sont innombrables.
Commode: Si notre corps est une miniature de l’univers, dans ce cas-là j’assume que celui-ci aura aussi des extrémités et des limites…
Marc Aurèle: Le vide aura sa propre histoire entre les autres univers particules…
Commode: Tu me verras à la fois à un temps déductible de la lumière et à mille points…Mes abacules sont retenus par leur uniformité et le vide à mon mosaïque humain…
Marc Aurèle: Donc les abacules divins se transmuent dans l’entretemps… Va-t’enmaintenant… Laisse mon herbe à se dormir…[Commode prétend d’avoir conquis le nombre zéro.]
Commode: D’où au cygne de Zeus la carnavalesque…
Marc Aurèle: Tu eus dirigé par des nuages sous les pieds des Dieux, au-dessus de ta tête et des têtes de ceux qui sont sous tes pieds…
Commode: Les Dieux du Ciel ne sont pas du tout gênés par mes pensées par rapport aux Dieux de la Terre… [Il se coïtera avec le plancher en formant avec son corps la lettre de la proscription.]
Marc Aurèle: Ou ils n’eurent pas du tout écouté, tout ce que tu fasses…
Commode: Ma blanche toison se puisera à mon haleine et mes expériences… En tout cas, d’après la mort d’Épicure tu ne devrais pas avoir peur car lorsqu’elle viendra tu ne seras pas là…
Marc Aurèle: Commode l’homme eut eu peur de la mort, car c’est à cause d’elle qu’il n’arrive pas à réaliser ses grands rêves ou parce qu’il les laisse inachevés…
Commode: Père l’avenir n’est pas entièrement à nous…
Marc Aurèle: Cela eut lieu parce que chaque sphère de vie conventionnelle eut différencié son empreinte sur un degré enfantin ou océanique et à ne pas oublier que l’avenir est la résultante de toutes ces sphères qui eurent subi des modifications…
Commode: La chance père n’est pas divine… [Dans un air condescendant.]
Marc Aurèle: Donc elle n’est ni à répétition, ni immortel… Elle est mortelle comme les animaux… [Dans un air accablé.]
Commode: Les Dieux ne laissent rien à se manifester irrégulièrement… Pour la neige Épicure donne une interprétation extrêmement scientifique… [Il prétend d’avoir froid.]
Marc Aurèle: Commode n’oublie pas, que les phénomènes naturels puissent facilement être parallélisés à ceux de l’âme…La neige symbolise la séparation entre le corps et sa température… [Il bégaye à nouveau.] Que son co… Corps octroie à nouveau…
Commode: Les foudres sont les corpuscules invisibles qui unissentle corps à l’âme… [Dans un air de Gorgias.]
Marc Aurèle: Et les nuages Commode qui font ombrage à notre céleste, voûte mentale et qui cachent la lumière de la pyramide de nos yeux, sont des pensées solidifiées…
Commode: Je soutiendrai que ces nuages ont la tendance de se reproduire avec la canicule du cœur, mais aussi de la mécanique de l’esprit qui a un type physique à la forme d’un bracelet et leur distension sera ainsi rassurée. Par conséquent, la chaleur montagnarde et la raison accélératrice des nuages rendent la texture soit plus souple soit plus âpre…
Marc Aurèle: C’est pour cela que le Ciel ne se séparera jamais de la Terre…
Commode: Les typhons et les tornades?
Marc Aurèle: L’âme Commode est constituée également par des mélanges qui ont une substance plus vaporeuse et qui se mobilisent ou qui se déplacent légèrement à n’importe quelle turbulence… Et ses esprits et ses vents ont la capacité à expulser le brouillard de la terre…Je t’en supplie Commode…Va-t’en… C’est la prédominance de minuit… Il fit soir… [Il tourne sa tête vers la direction de Commode.]
Commode: Et le soleil? [Intact comme le marbre de Paros.]
Marc Aurèle: C’est le treillis près du cœur qui liquide l’âme, qui la transforme en pluie et qui mammographie sa partie sournoise et sans liquide…
Commode: Mais à cela aussi est locataire un tourbillon plus autochtone…
Marc Aurèle: Et il se lève si haut qu’il obscurcit le soleil, et il lui extorque sa place à la voûte céleste…
Commode: Ou la partie du Ciel d’où il est visible…
Marc Aurèle: Oui, Commode parce que notre corps est à son intérieur le reflet de l’univers ayant pour étoiles les foudres qui sont comme des anneaux vers l’âme…
Commode: Donc la surface épaisse qui rapproche le corps solide à l’âme est noire…
Marc Aurèle: Elle est ornée avec les étoiles comme des flambeaux parsemés des broderies à ses points…
Commode: Des divergences diagonales… Des ondes universelles en turbulence… Mais comment eus-tu pensé à tout cela?
Marc Aurèle: Mon esprit tombé du ciel prend soin de tout … Mais comme il y a le monde de Strabon que je te décrivis à l’un côté du miroir, il y a aussi son métaphysique à sa page seconde … [Sa prunelle en décontraction.]
Commode: Qui siège à un corps solaire et qui a pour encadrement les Pléiades en méandre … Sa texture est colorée en encre noire et elle a le courant du mouvement, au début descendant puis ascendant à travers des bouches imperceptibles, pour qu’elle se retrouve avec le soleil et son esprit… [Il s’élance de la terre endormie et il forme avec sa main de Venizélos le signe du nombre latin gagnant.]
Marc Aurèle: Des incompatibilités et des antinomies…
Commode: C’est comme tu le dis père…
Marc Aurèle: Comme je le dis… Parce que l’Érèbe veut toujours se marier avec la lumière…
Commode: Ces bouches-là…
Marc Aurèle: Ce sont les portes d’où viennent les entités obscures de la terre et leur air électromagnétique… [Une foudre sera résonnée et le chien s’en va de Dioné.]
Commode: Quelque part le ciel larmoie… Je me sens déjà l’humidité qui perce…
Marc Aurèle: Laisse Commode mon esprit à se reposer pour un peu de temps… [Ses yeux eurent entièrement scellés. Commode sans lui donner un seul baiser et ayant un drap en tête, pour qu’il se protège de la pluie, part de la tente de Marc Aurèle.]
Scène II
[Elle sera enseignée certains jours plus tard après le décès de l’Empereur Marc Aurèle. Commode arrose aux monnaies trente soldats-effigies en chapiteau et en triglyphe au champ. Commode leur dépose des sacrifices impériales devant eux et puis- pour qu’il s’adresse aux troupes- il procède à l’échafaudage.]
Commode: Mon cœur est à cause du décès de mon père bleu comme la Tyrrhénienne… [Il lance son regard à la foule au modèle de Khrouchtchev au début et il le cautionne au modèle de Reagan.] Dans son cœur on était tous réglés, comme une gesse à l’épandage, mais isomères à la moisson… [Ses yeux sont en forage.] Il m’eut classé co-soldat non seulement aux Philippes mais aussi à la vertu. [Il se pavane d’orgueil.] La déesse de la Chance qui m’eut imputé à la succession du trône, avec son don elle blesse mes prairies… [Ses lèvres en renflouement triangulaire.] Je ne fus pas adopté comme mon père, mais mon sang était de la pourpre impériale, et mon corps fut le palais et la cour du domicile… [Dans air décidé.] Je ne fus pas versé à vous mais je m’émanai de l’écume pour vous. [Dans un air de Pandokrátor.] Marc Aurèle est en ce moment que je vous parle commensal au banquet des Dieux et il ancre aux petites plaques des philosophies… [Dans un air d’un surveillant omniprésent.] Si on fait nos délices à l’idéal homérique et on prolonge les sceptres romains jusqu’à l’océan, mon père étincèlera. [Dans un air d’une personne crédible.] Avec sa glauque et son éloquence de Rubicon nos têtes furent devenues des hiéroglyphes… [Dans un air sacré.] Votre enthousiasme sous la protection d’un nouvel Empereur fameux sera épargné… [Dans un air d’apogée éolienne.] Celui qui sera enthousiasmé, il comportera le Dieu au-dedans de lui… [Dans un air de calme Icarien.] Si au début d’un nouveau roi les hordes de différente nationalité soient châtiées, elles ne s’enhardiront pas et elles tressailliront de l’expérience du droit de la main… [Commode jette à nouveau des monnaies aux soldats par l’échafaudage d’où il descend afin de retourner au gîte impérial.]
Scène III
[Elle sera réalisée un jour imprécis du Septembre 180 après J.C. Commode ayant son corps d’albâtre et étendu complètement dénudé regarde à Œstrus soi-même et avec l’index de sa main de Lénine il dessine des symboles en marbre, provenant des Siècles Obscurs, à la toison de l’eau. Pompeianus y procèdera agilement à une salutation militaire.]
Pompeianus: C’est ce qui forme un angle notre empereur Respecté, que vous voulez rapatrier à Rome?
Commode: Rome n’était jamais si près et si étendue… [Ayant le dos tourné maintenant au fleuve, il tâtonne une feuille-parachutiste qui est sur terre d’automne.]
Pompeianus: Votre pouvoir grossier n’eut jamais reflété… [Il semble à vouloir l’embrasser.]
Commode: Rome ou vigueur? Une question séide posée par un conseil des critiques… [Irrésistible à la Rouge de la feuille.]
Pompeianus: Comment aux pôles de votre esprit peut être incarné le revirement? [Dans un air de sommet le nombril de Khéops.]
Commode: Jusqu’ à quand je boirai Pompeianus cette eau boueuse, à ce coin du monde sans moissonnage et sans euphorie? [Il est assis en tailleur ayant son regard dirigé vers le ciel -Pompeianus.]
Pompeianus: Septime avec ses polygones qui naissent des arbres vous couvrira des neiges et de la froideur…
Commode: Dans ce cas-là il faudra que je me rebaptise en Héraclès… [Il forme matériellement le son d’un chant légionnaire qui a la forme d’un s.] Où sont Pompeianus les sources qui ont précocement jeté leurs grains, le vent chétif, les voluptés aux longs cheveux et les fleuves, portant la lumière aux morts, de la Rome?
Pompeianus: Le temps est devant vous pour que vous réjouissiez tout ce que vous vouliez, mais Responsabilité victorieuse aux Dionysies vous appelle maintenant… En tout cas, Arès et Héraclès furent frères bien qu’ils aient été consanguins… [Dans une mélodie condescendante.]
Commode: Toutes les feuilles d’un arbre ne sont pas toujours équidistantes ou de la même apogée…
Pompeianus: Vous croyez que nos filles, nos fils et nos femmes, nous les conseils-camouflés de votre père qui vous a enrichi le sceptre, la bague et la chlamyde, quelqu’un d’entre nous n’a pas le goût de réfuter?
Commode: Ta langue vieillarde ne repousse plus loin de ton esprit ressemblant à Zeus à Olympie et tu seras doté de cette eau… [Il se mouille et il trempe Pompeianus avec l’eau retenue.]
Pompeianus: La poussée n’était jamais votre point fort… N’oubliez pas que vous êtes Empereur Commode et que le bien de Rome est en tête, au-delà même de votre vie opulente pleine d’habitudes cupides…N’oubliez pas que je suis le mari de votre sœur qui habite au même domicile que vous… [Dans un ton d’un homme qui à travers les années sa vivacité fut distillée dans un autre point du monde.]
Commode: En octobre lorsque je reviendrai à Rome je l’appellerai irréductible.
Pompeianus: Si vous montrer de la retraite et de la peur à l’ennemi Chaldéen, vous serez enregistré à Rome comme un idéogramme humiliant et aucun triomphe militant ne sera opéré. [Dans un air d’une girouette.]
Commode: Je crains les descendants présomptifs et la possibilité d’être détrôné par mes repose-pieds… [Ses dents ressemblent à Sing Sing pour sa langue.]
Pompeianus: L’Aristocratie du Sénat, l’Armée et les trésoreries impériaux sont ici avec vous… [Dans un ton représentatif.]
Commode: Cela ne me console guère…Les humeurs de l’Armée et du Sénat ressemblent aux directions des outres et à leur tension qui tantôt forme le son de flot sur des objets ambivalents tantôt pousse le nardostachys à grandes fleurs…
Pompeianus: Notre esprit le plus puissant Empereur se détache et conclut en accord…
Commode: L’esprit avec les cannelures et les déchirements de l’amphore paisible eut homogénéisé... [Ayant un regard de Parnasse et fixe.]Le plus capitalisé qu’il devient tant, à cause des plaisirs poreux, plus loin de la terre de la tunique multicolore il est diptère. [Il s’allonge par terre et il forme avec son corps la préposition ensemble.] Quelle est la plus belle victoire Pompeianus? La mort de cinq mille défunts ou la victoire de l’Empereur aux champs des batailles? [Il rit sans cesse.]
Pompeianus: Il n’y a pas de victoire plus amère que celle de la perte de tous ces défunts. Pourquoi pensez-vous qu’à la reprise des troupes et du capitaine victorieux qui passaient l’arc de triomphe s’écroulait?
Commode: Parce que le cercle ne peut jamais être inachevé… [Avec son corps il forme d’un cou ouaté le monogramme de la suppression.] Ni peut-il aussi être inclus aux autres desseins tectoniques, parce que nous; nous sommes les lettres qui l’ornent et les nombres…
Pompeianus: Ou peut-être parce que leur démolition constituait le levier de transmission pour une victoire grandiose, aux bois où les adversaires furent transférés… [Dans un air réparatif.]
Commode: Ou peut-être Pompeianus parce que leur haute structure en marbre de Naxos récite une tendance à évoquer le passe lauréat et un confesseur à cause du manque des moments pareils… [Dans un air âpre.]La vantardise des Grecs pour leur passé, leur eut emmené a la conquête romaine et dorénavant ils sont sous notre sujétion… [Il se lève, parce que le point le plus extrême du fleuve lui bouillonne insensiblement la tête.]
Pompeianus: Pourquoi aux triomphes après le Sénat et les colonels des dépouilles circulent sur les chars et des quadrupèdes suivent?
Commode: Parce que le troupeau animal imite toujours les chefs de file et parce que les dépouilles et l’argent coûtent plus qu’eux… Ne méprise pas qu’ils soient en chars, en effectuant le cours du fils du soleil…
Pompeianus: Pourquoi des déraisonnés s’ensuivent les prêtres et les colonels?
Commode: Parce qu’ils sacrifient le sang des pèlerins soit au Persique soit au temple de façon occulte et initiatique… [Il le lui dit dans un ton chuchoté.]
Pompeianus: Et pourquoi les vaincus hégémons avec leurs familles et les esclaves des chanteurs eurent ouvert la marche?
Commode: Parce que l’art syrien fut considéré plus noble que celui de Soleil et de la musique… [Il prétend d’être le joueur d’une phorminx.]
Pompeianus: Ou parce que le Troyen précéda l’enregistrement des épopées en vers… Le colonel pourtant notre Empereur qui triomphait avec les officiers et l’Armée, pourquoi eut-il tracé en arrière et n’était-il pas au début du cortège? [Il regarde autour des arbres au cas où un dénonciateur se renverrait.]
Commode: Parce que les derniers seront les premiers…
Pompeianus: Ceci me semble trop chrétien… [Comme s’il n’attendait pas une telle proposition liquidative.]
Commode: Ton Empereur l’eut fait naitre à Memphis pour avoir adopté la doctrine de ce non autochtone provenant de Judée? [Il lui bat trois fois avec son annulaire de sa main marxienne l’entablement.]
Pompeianus: Je n’aurais jamais pu exprimer par la pulpe de l’Empereur envers vous un tel reproche…[En tournant le dos ayant les deux mains aux coudes comme des gamètes, il se démissionnera sous la forme d’inspiration.]
Commode: J’aime ce déplacement du singulier chrétien au pluriel de Res Publica, même s’il y aurait de l’inflation des poules… [Il est étendu à plat ventre par terre, son regard rame son modèle pansu au jet d’eau fluvial.]
Pompeianus: Et pourquoi le premier chef de file eut réalisé une dédicace au Capitole par le cortège provenant du champ de Mars?
Commode: Parce qu’à l’Illyrien tu as besoin de la foudre de Zeus et des remparts de la chance…
Pompeianus: Chance…Accidentellement…Bonne Chance… Sicyone … [Interloqué.]
Commode: Des mots dérivés et abusifs… Tu préfères le mot Fors de Fortuna… [Il approche le fleuve comme un lézard et il lave son visage avec ses deux mains.]
Pompeianus: La première concerne les dahlias de la terre et la seconde concerne les gouverneaux de la mer…
Commode: La seconde a des lettres qui étincellent triomphalement. [Il se mutine à l’épuration.]
Pompeianus: Que ta langue ne devance pas ta raison… [Dans un air impeccable.]
Commode: Quels mots prédominent? Ceux qui ont dans leurs bras des synecdoques ou ceux qui attrapent à ses toiles beaucoup d’étoiles de mer du fond de la mer?
Pompeianus: En tout cas personne ne vous appelle avec tous vos qualificatifs… Vous eûtes resté en apparence glorieux en un seul nom…Vous eûtes pleinement réussi à être appelé de Lucius Aurélius Commode; César Lucius Aurélius Commode Auguste.
Commode: Parce que j’ai l’apogée du ciel et le respect de la lumière… [Il se ressuscite et il lui introduit un œil coupant.] Je m’eus maintes fois interrogé sur le fait que si ma vie est une comédie ou un chant de deuil…Pompeianus n’oublie pas, que mon père venait d’un clan du Sénat… [Il ressent son origine de Desdémone.]
Pompeianus: Et votre mère Faustine la Jeune fut la fille d’Antonin le Pieux et la petite-fille d’Adrien de la part d’une frontière maternelle et d’un fléau sanguin engagé par Trajan.
Commode: Ma mère eut été omise à mon mémoire… [Il reflue au Passé Antérieur.]
Pompeianus: À Rome vous ne la trouverez jamais… Elle eut été dépassée par les statues de Janus.
Commode: Elle décéda à un champ comme celui-ci… [Il oscille son dos et il le tartine avec l’eau douce.] Il fallait que j’eusse né un bar.
Pompeianus: Ne craignez pas notre Empereur que vous décédiez ici… Vos cheveux sont tracés par les constellations étincelantes d’Arcturus et de Pégase jusqu’à les erreurs de l’Empire… [Il regarde éblouissement la chevelure de Commode.]
Commode: Pompeianus ces nœuds indiquent mon incompréhensible conduite à la fois au corps et au cerveau, pendant que je sens mes pensées chaque nuit à être aiguillonnées… [Il touche son cou en construisant son reflet au fleuve.] Je ne voudrais pas que ce cou devienne d’un saphir un fleuve intarissable… [D’une voix qui courbe.]
Pompeianus: L’herbe à vos joues est de l’indice que vous puissiez engager des décisions mûres…
Commode: Et non pas des énonciations…
Pompeianus: Votre chevelure est le miroir naturel du soleil et autour d’elle ils observèrent une couronne marine…
Commode: Pompeianus ceux qui voient la lumière sont ceux qui se trouvent à l’obscurité… [Ses yeux en grève.] Avec ce cadeau éclairé des mortels sans avoir le sang de Tibère sont aussi dotés…[En chuchotant.]
Pompeianus: Vos paroles sont du sable de poudre d’or et leurs images la voûte de Julien qui tout contredit et tout aigrir…
Commode: Pompeianus j’eus reçu mes décisions horaires… J’ancrerai à mes officiers l’ordre de contrôler l’invasion des hordes et la monétaire, pour racheter la guerre avec une aumône d’Antalkidas…Que ma décision soit signalée au champ et que mon retour à Rome soit cité, pour que je sois béni par les barbes de Zeus à son temple. [Dans un air qui ressemble à un Saint.]
Pompeianus: Bien que je sois en fort désaccord j’obéirai dans un air de mécontentement… [En se repliant.]
Commode: Ceci sera exécuté, parce que je préfère les papyrus d’Oxyrhynque au Belliqueux. [Dans un air réprimandant.]
Pompeianus: Bien que je vienne d’une origine de lézard mon embouchure est de Syrie… [Dans un air conciliant, il approche lui aussi du fleuve l’oxygénant.]
Commode: Et ta foi féminine réside au lit de Lucille, ma sœur autocrate… Au fait comment eut-elle reçu le décès de notre père? [Dans un air soi-disant insoucieux il piétine des losanges au fleuve dans une position dialoguée.]
Pompeianus: Ses larmes furent devenues à son visage des guirlandes océaniques… Ses yeux rendus incandescents à cause de ses explosions sentimentales… Sa bouche un puits sans poubelle et sans eau… Ses oreilles des phares sans lumière… [Dans un air de rhétorique atticiste.]
Commode: L’événement que tu me décrives mon ami colonel ne me surprend pas… Elle lui arrosait un amour infini…
Pompeianus: N’oubliez pas que j’occupais le poste du consul et que j’eus refusé avec abnégation la dignité de César fournie par Marc Aurèle…
Commode: C’est pour cela que tu vis et que tu respires actuellement… [Dans un air de vipère.]
Pompeianus: Pour ce qui est de Marcomans qu’est-ce qu’il fallait qu’on renégocie? Quatre ambassadeurs nous eurent déjà visités…
Commode: Comme je haïs la douleur, rumeur répandue à toutes les troupes, dis à eux que s’ils me livrent les transfuges et les prisonniers et ils me rendent une proportion de blé chaque année, ils auront celle de Callias qu’ils veuillent…[Dans un air d’Antarès.]
Pompeianus: Moi je suis d’avis qu’il faille qu’on leur demande de nous livrer des soldats et des armes eux et les Quades…
Commode: Ceci peut être aussi atteint… [Dorénavant face à face à Pompeianus et agile bien qu’il signale de façon analogue et déterministe.]
Pompeianus: Quoi d’autre à s’accorder avec les Quades et les Marcomans?
Commode: Dis à eux, de ne pas changer beaucoup d’endroits, mais qu’ils s’installent à un seul chaque mois pour le parcage de leurs animaux et toujours sous l’œil surveillant d’un centurion romain… [Dans un air d’une cascade impériale qui surpasse.]
Pompeianus: Et quoi d’autre?
Commode: Et qu’ils laissent tranquilles les Iaziges, les Vourous et les Ouandilles…, parce qu’ils sont des bons gars … [Vendangeur et Enivrant.]
Pompeianus: Quelque chose d’autre?
Commode: Non, pour le moment… Si j’aurais besoin de toi pour une autre corvée je t’appellerai… [Dans un air d’un enfant qui a la forme d’une aile.]
Pompeianus: J’oubliai… Qu’est-ce qu’on fera avec les Vourous…?
Commode: Comme d’habitude ce qu’on fasse avec les vaincus défunts au Temple… Celle de Nicias qu’ils recherchaient quelques mois en avant, était trop ralentissante…
Pompeianus: Et préparatoire…
Commode: Et préparatoire… [Il compte comme une horloge sa tête.] Heureusement l’hiver comprend quatre mois en durée des préparations militaires… Dis à eux de me retourner eux-aussi ceux qui eurent emprisonnés…
Pompeianus: Et quoi d’autre? [Comme s’il aurait la fourniture descendante de la réponse.]
Commode: Quoi d’autre… [Pause d’un demi-quart.] Qu’ils prêtent serment, à ne jamais louer la région de quatre cent stades à côté de Daces ou à ne pas être distribuée par eux…
Pompeianus: Et Sabinien qui promit aux Daces qu’il leur offrira de la terre et qu’ils étaient d’abcès?
Commode: Des décisions d’apprentissage ne me demande plus…
Pompeianus: Vos souhaits ma commande…
[Pompeianus fait son signe typologique de brigade et exécute un demi-tour ayant pour destination ses décisions. Commode ermite au fleuve; tape ses doigts aux eaux comme un archétype de Thémis jusqu’à ce que les lumières s’éteignent sur scène.]
RIDEAU
ACTE II
Scène I
[Quintinus est noué comme une pieuvre devant Commode à sa chambre impériale après avoir être imputé, pour l’attaque autoritaire contre lui un jour de 182 après J.C. à la préface de l’amphithéâtre. Perennis, éparque aux champs et en tête de la garde impériale lui donne un coup de pied gastrique. Commode par la tension du système intermédiaire de fuite garde le prisonnier.]
Commode: Tu sais Perennis ce qu’il m’eut dit ce chien en bouche véhémente, un peu avant qu’il eut tenté mon sommeil? [Ses sourcils furent devenus des triangles.]
Perennis: Que le Sénat proposa cette lame, pour que la transpiration de l’Empereur fût créée en pierre poreuse…
Quintinus: Et je l’aurais mentionné au tyran si une occasion de second ordre m’eut décaissée… [Dans un air d’un accidenté, prisonnier rhinocéros, impotent à se protéger des blessures dues aux javelons verbaux de Commode.]
Commode: Gratifie-le de la part de moi avec une occasion d’un sigle bipolaire… [Il est directeur à Perennis.]
Perennis: Voilà la semonce du redoublement de la part de notre Empereur! [Il lui attache au dos deux morsures allègres.]
Quintinus: Les corbeaux siffleront à vos oreilles un certain jour un ïambe trimètre, avant que vous le compreniez…
Commode: Et toi tu seras chaudronné, avec la même peine pour un crime que tu ne l’eus pas commis, mais tu l’aurais dirigé, si les grès de la vie le tiraient… [Il tâtonne sa barbe.]
Perennis: Je propose notre Empereur qu’ils soient assassinés toutes les colonnes de ce temple d’ordre dorique qui furent du Sénat et qui commirent envers vous un sacrilège…
Quintinus: Des fausses colonnes… Écoute peuple de Rome, ceux qui te gouvernent… Des meurtriers en série qui te tyrannisent jour et nuit. [Il presque hurle.]
Commode: Crie tant que tu veuilles homme douloureux… [Ayant l’air de l’Empereur qui dompte tout.] Ceux Antonins ne permettent aucun écho, ni les répercussions de notre ombre à être perforées et aux lépreux des citoyens romains à être enfoncées comme des clous… Nous n’avons pas la Res Publica mais c’est l’Imperium qui nous eut involontairement hérités… [Il lui donne l’investiture avec le givre de ses voyelles.]Perennis mes larges feuilles cérébrales se sont inclinées et sont coïtées à ton vent du nord-ouest qui n’est pas réduit… [Avec une proposition axiomatique.] Une liste te sera signalée, pour ceux du Sénat qui sont opposés à moi et qui occupèrent la fortune, pour qu’il soit usurpateur comme un panier à notre tête…
Perennis: Votre âme Empereur est une pince-flûtiste…Je ferai tout ce que de ta langue fut procédé…
Quintinus: Des paroles inutiles prononcées par ce soumis renard dû à l’adolescence de ton cerveau… [Perennis lui donne un coup de pied en tête.]
Perennis: C’est mieux un fragment d’une forme réciproquement conique en tête, étant donné qu’il est une colline des théories capables…
Quintinus: Le temps viendra Empereur que vous serez assassinée par une main dangereuse et collaborative…Vous ne voyez pas qu’il louche sur votre trône pour ses enfants…
Commode: Tu es une vipère à deux clones qui dépose à la métairie de ma tête des gesses de doute… [Avec le majeur de sa main gauche il rame son menton sept fois.]
Perennis: Ne l’écoute pas mon empereur…Les condamnés à mort savent toujours comment calomnier les autres, peu avant qu’ils taisent comme une icône ses yeux pour toujours… Ils épargnent du revêtement objectif…
Commode: Perennis l’administration de l’Illyrie attend tes fils grâce à ta dévotion… [Comme un arc-boutant à l’omoplate de Perennis.] Apporte-moi maintenant Lucille au-dedans, la sandale de cette conspiration… [Il se sépare d’elle, pour aller vers Quintinus le casse-flot.]
Perennis: Mon Empereur mes actes se sont identifiés avec tous vos désirs…[En mode de veille.]
Quintinus: Cerbère et Hadès… Une telle thématique aurait pu être traitée par Martial…
Commode: Que tu le lui dises le plus tôt possible, là où tu le rencontreras, que tu auras le fuseau…
Quintinus: Dans les débauches qu’ils vous ont cuit et dans les régals de xénélasie des activités et des responsabilités gouvernementales, vous êtes victime à l’apprentissage… Il eut atteint à savoir même mieux que vous l’administration de l’empire, à cause de son avidité pour le solidus…
Commode: Renvoie-le de chez moi en lui donnant le vœu de Doucereux, pour que cette Céléno ne me dépucèle pas et parachève lui la langue, car elle était pénible et comme un film…
Perennis: Volontiers… [Perennis traîne Quintinus comme un tigre dans une cage-filet.]
Scène II
[Perennis revenant comme sfikotiras devant l’Empereur pilote l’enchainée Lucille. Elle avec une éthologie entre Salieri et Mozart l’observe ayant aussi des yeux enflammés par l’insomnie.]
Lucille: C’est Sommeil ou Mort celui que je perçoisdevant moi? [Son œil ressemble à une remorque ascendante vers le ciel de son roi.]
Commode: Ce frère et cette sœur n’eurent jamais campé le radeau causal de l’autre… [Ses mains sont à son dos et ressemblent à un triangle descendant.]
Perennis: Votre sœur Empereur est insolente… [D’une plénitude sensuelle infernale.] Quelle fin proposez-vous pour elle? [Comme une feuille pourrie il la fait tomber par terre.]
Lucille: Une personne, qui a un sang de salamandre et non d’un pigeon, parle de l’Impératrice Lucilla, la veuve de l’éclatant Lucius Verus et l’épouse du flagrant Pompeianus… [Elle crache sur le front de son frère à la sphère des Indiens. Lui, il la pousse par terre.] Ce sang Commode si tu le mangeais, il t’aurait intoxiqué…
Commode: Impératrice maintenant est Bruttia Crispina; ce n’est pas Lucille… [Dans un air de mémoire, pendant qu’il essuiele crachat offensant.] Tu naquis en Mars et en Mars je voudrais que tu sois formée en Juive par l’oubli de grès… [Ses dents ressemblent aux remparts de Troie.]
Lucille: Je te haïs mon frère depuis le moment de ta nature… [Dans un air d’un souvenir envieux.] Je ne serais ni veuve de Lucius Verus, ni je serais obligée de se marier avec Pompeianus, si tu n’eus pas joué la matrice…
Commode: N’oublie pas ma sœur que nous qui tenons des offices de si haut plateaux, nous ne pouvons pas avoir les libertés des mortels… [Dans un air d’une conscience portant un vin coupé avec de l’eau.] Le bien de l’État est supérieur à notre abusif…
Lucille: Qui défend le bien de l’État… [D’un lyrisme indigné, étouffant.] Le levraut qui abandonna Œstrus, parce qu’il eut peur d’être noyé par les singes, ayant la forme des serpents, de ses barbares qui se furent allaités à ses rives, pour qu’il s’adonnera à n’importe quel régal… Un Archiloque… [Dans un air défensif de façon provocante.]
Commode: Si tu continues à parler comme ça, ta langue sera fauchée, au modèle des serpents qui furent abonnés à Héraclès par la renommée d’elle qui porte des vêtements blancs, lorsqu’il était un petit enfant au berceau… [Sa paume se trouvant à un degré ascendant, il peint des aquarelles de façon rapide à sa chevelure.]
Perennis: Elle eut été gênée mon Empereur par le fait qu’elle perdit la préséance au titre d’Impératrice par votre épouse Crispina… [Dans un air d’un flatteur de la cour qui sollicite son dessert, pendant qu’il s’adjoint à Commode.]
Lucille: Je n’ai plus le siège augustin à l’amphithéâtre, et je ne me suis plus en tête du feu sacré à la cérémonie…[En poussant des cris.]
Commode: La jalousie Lucilla était cinq fois une stérile pécheresse…
Perennis: Ne vous dialoguez pas avec une Dalida… [Dans un air de recouvrement droit.]Saviez-vous que derrière le complot orchestré envers vous Quadratus se cachait, son amant testateur? [Dans un air d’un cratère caliciforme et de distraction.]
Commode: Moi je croyais qu’elle était mécontente parce que j’héritai entre autres la fortune de son mari, Pompeianus… [Son rire ressemble à un ruisseau tarissable.]
Lucille: Commode; Pompeianus devrait être désengagé de l’affaire… Il est un Chérubin sincère… [Dans un air apologétique qui contient des tentatives cultivant aux autres la culpabilité…]
Commode: On observe encore à mon visage la lamentation due au dernier soupir rendu par notre mère à Halala… [Dans un air du buste d’Empédocle.]
Lucille: Notre père a bien agi de façon autographe et il eut pris les contre-mesures… [D’une volupté d’amortissement.] Elle leur eut mis à tuer mon mari qui mourut à cause de douleurs poreuses à l’estomac… [Elle est vulnérable.] Ses monstres l’eurent alimenté d’un poison à cause duquel son visage tordit à un tel degré que je ne l’aurais en aucune façon pu le reconnaître… [En gémissant.] Mais notre mère avait peur… Elle eut peur de l’éventualité que je deviendrais Impératrice et que mon mari succéderait Marc Aurèle au trône … [L’obscurité parcourait l’échelle de l’âme de sa chandelle, comme un moulin à vent provisoire et accomplissant.]Elle craignait l’éventualité que le droit héritier de son cher fils au trône, Commode l’authentique, celui qui pas un seul Empereur ne l’avait adopté, soit perdu et qu’elle-même serait déportée à l’exil de l’Orient, elle une glorieuse et noble romaine… Non, Commode… [D’une connaissance de faucon.] Pour ton ascension au trône Lucius Verus fut assassiné par elle… Pour son amour illimite envers toi et pour son soleil inextinguible envers moi… [Sa connaissance, va comme une aquarelle.]
Commode: Arrête de répliquer… [Il prétend d’imperméabiliser ses oreilles.] Elle craignait que cet usurpateur du trône eût tué mon père et moi, lui, qui était trente-et-un ans plus grand que moi… [Comme s’il accuse une loque.] Tes diphtongues sont pourtant si sifflantes et si abusives de ma gentillesse. Arrête d’outrager l’honneur de ma mère… [Ses yeux sont profanés par la nostalgie ignominieuse.]Je ne veux pas croire que notre père ferait ceci aux matinées ensoleillées de Halala même si… [Il est en état d’ingéniosité et de méditation visionnaire.]Il changea son nom en ville de Faustine par respect à son mémoire… [Il prétend d’avoir en piège sa bouche à cause d’un ébahissement.]
Perennis: Mon Empereur il y avait pourtant des froissements des feuilles, que votre mère proclama la chèvre à la tête de votre père avec des membres du Sénat, des marins et des gladiateurs… [Dans un air d’un étudiant qui fut témoin à une bêtise déshydratée au mémoire du dirigeant et qu’elle doit être simplement éduquée.]C’est pour cela qu’elle lui était jointe comme son accompagnatrice à chaque légion…En outre je vous rappelle qu’elle incitait Avidius Cassius à la rébellion contre Marc Aurèle, selon la langagication qui délivre du venin… [Dans un air d’un élève chargé du registre des absences.]
Commode: Ceci se signala, parce que ma mère considéra que mon père était moribond et au cas où il mourait comme j’étais mineur, il fallait que le pouvoir soit un aurige par ma baguette… [Comme un lièvre-enfant qui parle à quelqu’un à qui il se fut justifié.]
Perennis: Mineur… Vous êtes même encore mineur …Les Dieux et l’histoire n’ont pas d’âge… [Il rit.] Et si Avidius Cassius était vraiment son amantà domicile?
Lucille: Même tes conseillers les plus fidèles Commode voient la vérité que toi tu nies à voir depuis longtemps… [À cause de la conversation de deux hommes dont elle était mise à l’écart elle reste au coin.] Avidius Cassius fut rendu, un ingrat Alcibiade…Marc Aurèle lui donna l’honneur et le don, d’aller ensemble à la guerre contre les Parthes…
Commode: Ne me parle pas de Marc Aurèle…C’était moi qui le sauvai par un levier de transmission lorsqu’il tomba de son cheval à une boue… [Il hésitera un moment, afin d’élaborer les propositions précédentes de Lucilla.]Cassius attendit pourtant à conquérir la Séleucie et la Ctésiphon même s’il était d’une origine syrienne et même s’il avait un père qui était un malheureux orateur… [Dans un air d’écoulement.] En outre une rébellion en Égypte fut évaporée par lui…
Perennis: Pour que nous soyons Lucilla distanciés, Marc Aurèle n’eut pas accepté de voir la tête de son cher ami et il ordonna qu’il fût enterré tout de suite… [Il regarde sa bouche dans un air de domination sexuelle, tandis qu’elle l’ignore complètement.]
Lucille: Commode sache que notre père ne voulût pas du tout qu’Avidius Cassius fût soit suicidé en cas d’une défaite soit massacré par les troupes impériales… [Dans un air d’une apogée à son nadir.]
Commode: Oui, parce qu’il voulait montrer au peuple romain à quel point il était miséricordieux… [Dans un air poussant à l’intérieur et d’une manie dégénérative.]Tout de même Lucilla, Cassius eut été tué d’une façon abominable par un Centurion…
Les paroles de notre stoïque père-philosophe se prouvèrent une épitre analphabète et sans carquois… [D’une volupté présumée, aérienne et orgasmique.]Cassius fut englouti par le rêve de ses ambitions, alors qu’en nombre les légions de notre père furent d’une suprématie analgésique par rapport aux siennes…
Perennis: Après être déclaré par le Sénat un ennemi public, il n’y avait aucune herbe de sangsue, afin que son obtus soit supprimé par l’Armée… [Dans un air d’un historiographe s’occupant d’Attique qui en fonctionnant parallèlement il sera enveloppé comme un rideau à gauche de la scène, pour que Commode s’aperçoive mieux sa sœur attribuée à la terre.]
Lucille: Marc Aurèle, qui se trouvait au Nord, essayait de réprimer cette rébellion d’Éleusis de ses troupes qui se combattaient contre les barbares envahisseurs et Avidius Cassius à l’Occident se combattait contre celles de l’Orient… [Elle se chargera le bouleau avec ses mains qui ont des mazus.] Commode n’oublie pas… Notre mère avant de se marier avec notre père elle se fiança avec mon mari…
Commode: Encore une raison pour que je révise ma décision que tu sois mise à mort sur le champ… Tu gâches mon Fayoum traditionnel et je l’aime beaucoup… [Il rit.] L’impeccable… [Dans un air chien-corrosif.]Anaxagore… Le Mécène… [Dans un air ricanant.]Le magnanime…L’altruiste… [Il rit à nouveau.] Tu sais Lucilla? La Petite Ourse me tomba de la voûte céleste sur le disque solaire de mon esprit…Ton union fut terminée par ton père le bien aimé, au cas où notre mère et son amant tous les deux le tuerait, il eut fait une litanie…Qui dit que les tragédies de Sophocle ne puissent pas devenir une auto pratique? [Comme il eut englouti un nœud de baume.] Nos parents, tous les deux, regardaient beaucoup de tragédies grecques… [Comme un Œdipe méritant il se formera en diptyque.]Les Grecs a part de la sculpture de marbre, ils avaient comme organe à leur chromosome l’amphithéâtre près de la région gastrique…
Lucille: Le groupe de danseurs se composa de quinze personnes…Et d’un pôle périphérique du pouvoir ayant les trois personnes centrales… [Descendante à la didactique.]
Commode: Au drame, parce qu’à la comédie ils étaient vingt et quatre personnes ensoleillées… [Aérien, il tournoie le siège de Lucilla.]
Lucille: N’oublie pas Commode que nous échangerions des rôles si nous jouions de la tragédie…Toi, tu jouerais Égisthe, moi Marc Aurèle Agamemnon et notre mère Clytemnestre …. [Dans un air véhément.]
Commode: Tu oublies qu’aux Troyennes les personnages féminins étaient joués exclusivement par des hommes… [Dans un air d’une valeur ignare en histoire.]
Lucille: Qu’elles se retirent à l’avenir les limites d’œstrogènes…Arrête pourtant… [Elle remue la tête d’avant en arrière, comme si elle eut vu un cauchemar.] Ce sont des vérités reproduites, celles émanées par ta bouche qui est sensuelle et qui adore acheter…Tu as un tel avis pour ton père? [D’une présence plaideuse qui n’a en tête qu’un verdict.]
Commode: Pire encore… Il ne voulait pas un coempereur… C’était une institution imposée par Antonin le Pieux… [Il bat le centre de son cœur trois fois avec sa main chinoise.] Il faisait semblant qu’il semait de l’amour à Lucius Verus…Et il emportait ma mère avec lui à toutes les expéditions soit à la tramontane soit au levant pour qu’il la contrôle…
Perennis: Empereur à son destin, quelle sera la répartition de son rôle?
Lucille: Elles ne sont que trois cent soixante… [Dans un air d’une enceinte qui avorte.]
Commode: Et cinq qui me sont dotées à la paume… [Il montre à Perennis les doigts de sa paume gauche et il les descend trois fois successivement comme un prestidigitateur.]
Perennis: Soyez indulgent pour le moment … [D’une sagesse superficielle.]
Lucille: Je ne recherche pas les Charites de mon frère… [Elle surveille la poussière du tapis rouge à la chambre impériale.]
Commode: Qu’elle se déménage à Capri avec Cornificia et sa fille… Et si elles ne participeront pas à des orgies –comme ceux que Tibère organisait –qu’elles soient mortes…[En imitant le buste de Caligula.]
Perennis: L’encouragement à la débauche est un délit incompatible avec le protectionnisme séparé… [Dans un air catéchiste.]
Lucille: Mieux vaut être au Mausolée d’Adrien et faire compagnie au cadavre de ma mère et aux cendres de mon père… [Elle parle en tant qu’Antigone.]
Commode: Ta condamnation devrait être Damnatio Memoriae… [Son âme tente de s’unir avec l’obscurité énergique de son corps.] Tu ne mérites pas de déification Grande Sœur… [Dans un air de Thémis.]La statue de la mère dominera au temple de la Cythéréenne pour toujours, au modèle de Thémis qui eut baptisée à l’amour… [Dans un air matrimonial.]
Perennis: Et non seulement ses enfants Empereur Respecté… [Commode prétend de ne pas avoir écouté la contradiction de Perennis et qu’il fût le continuateur de son discours, pour que le début coïncide avec sa fin.]
Commode: Tu ne mérites aucune rébellion d’une diptère sœur… [Il s’assoit paresseusement à son trône.] Je voudrais que ton nom soit effacé de la carte de girafe de Rome… [Dans un air d’un capitaine-triomphateur.]
Lucille: Je ne pense pas Commode que notre père tuerait mon époux, pour la pérennisation de ma race partisane… [Elle est d’un air posant des contre-arguments.] Au contraire, notre mère et tu le sais bien, on lui eut reproché des empoisonnements et des assassinats… [Dans le même ton impeccable.]
Commode: Tu oublies ma sœur bien aimée que même si Marc Aurèle le glorieux admirait probablement la dévotion de ton mari à Juvénal, son atticisme asiatique et la grammaire, il n’approuvait pas l’établissement d’une taverne dans un entourage familial… [Il remue ses mains dans une échelle ascendante.]Il faisait la fête avec des troupeaux de comédiens et d’amis, jusqu’à ce que le premier rayon du soleil leur fût compris… Sa sympathie envers les courses de chars et les jeux au Colisée se furent fondés sous la réprobation véhémente de notre père Lucilla… [Dans un air qui ne fait plus de sermon il s’allonge près de la terre, il dépose son coude droit au plancher, et il touche doucement son joue gauche.]
Perennis: Commode il faut que nous avouions tout de même que ses compétences militaires étaient infranchissables par rapport aux mœurs romaines… [Il le lui chuchote à l’oreille dans un air portant la forme d’un lion.]
Commode: C’est bizarre, car moi je croyais que les missions des chars contre les Parthes furent dévouées à d’autres officiers plus habiles… [Dans un air explosif.]
Lucille: Tu sous-estimes même aujourd’hui l’honneur de mon époux qui eut reçu l’épigraphe pour ses actes héroïques aux champs Elysées des batailles contre les Arméniaques… [Elle détourne intensivement son visage.]
Perennis: Et même Commode je me suis rendu compte par des soldats romains de cette époque-là qui luttaient avec son aigu, que son humeur joyeux et folâtre renforçait leur moral… [Éloigné plutôt du couple fraternel.]
Commode: J’espère que non par cette tactique… [Commode joue ses organes génitaux comme des cordes de guitare, pour qu’aux limbes Printemps se déploiera.]
Lucille: Arrête d’exprimer tes humeurs ressemblant à un égout et profaner l’honneur de mon mari qui fut divinisé par notre père, l’empereur le bien aimé…Divus Verus…
Perennis: Divus Commodus… Gardons le moral notre empereur… [Il feint le rire.]
Commode: Moi je pense Lucilla que ton époux attribuait ses quenouilles aux autres, pour qu’il déposât des banquets superbes à la troupe ayant des musiciens et des comédiens qui le suivaient aux tentes de l’expédition et la vicissitude due à la guerre, c’était un mot que son neurone génésique n’eut pas attaché… [Il se restaurera et il se dirigera vers le côté de Perennis.]
Lucille: Par le fait d’entacher le nom de Virus tu prouves le joug de ton assassinat à travers ton cubitus longiligne…
Perennis: Qu’est-ce qui tiendrait ce poignet long et aérien au corps et à la tête du défunt Quadratus… [Dans une inclination de ricanement.]
Commode: Je pense la condamner avec la même peine que nous imposâmes à son amant, qui était dès le berceau en mer… [Il regarde Perennis comme un loup qui est en train de transformer en poule son gibier par les canines.]C’est une culpabilité d’adultère…Tu ne commettras point d’adultère… [Avec répulsion.]
Lucille: Depuis quand Commode tu fus devenu un tenant de la religion judaïque? [Dans un air de Judith qui tire ses flèches à Holopherne.]
Perennis: Le choix des extraits tirés du peuplier de la religion consiste l’alimentation, avec laquelle chaque Alexandre le Grand imprègne la société…
Commode: Perennis parle justement… [D’un regard ressemblant à celui de Melon.] Si le judaïsme ou le christianisme eut mis en rang les colonnes de quelque chose de bien pourquoi ceci ne puisse pas être bien accueilli par moi? [Il regarde Perennis ressemblant à l’humeur intermédiaire qui répercute ses pensées lointaines et qui fera beaucoup envie de son trône.]
Lucille: Ton argument provient de la ravine de Prodicos de Céos…Ou peut-être il provient de la main de Marcia qui te rend visite chaque nuit à ton cercueil… [Commode l’observe comme un ours.]Ne pense pas Commode que j’ignore comment elle te satisfait au lit… [Dans un air d’Argos.]Tout mon fronton les raconte…Crispina n’eut pas joué la raie au lit…
Commode: Si j’avais ma massue libre ici, sa tête serait réfractée…[En s’adressant à Perennis son œil est descendant, mélangé d’effroi et de pudeur.]
Perennis: Ton père adorait si fort la Grèce…La stoa d’Attale… [D’une admiration préhistorique.] Quel chef-d’œuvre…
Commode: Tu sais Lucilla que ton époux était un errant à la ville de Rome et que personne n’investiguait son identité entière? [Dans un air de duperie omniprésente.]
Lucille: Parce qu’il était du lagovolo avec le peuple et il voulait écouter de première main les opinions des citoyens, sans la peur de la délation à la transparence rigide et dans un ton apologétique de la vérité de leurs paroles… [Dans un ton tournant et sobre.]
Perennis: Moi je croyais qu’il se baladait aux bordels des alentours, pour rendre Lucilla cocue… [En regardant Commode il s’esclaffe dans un air antarctique.]
Commode: En Éphèse tu gardes Virus, tandis que moi je me fus enregistré comme témoin au remboursement des mystères de Delphes… [À partir de son trône.]
Lucille: N’oubliera pas que je suis ta sœur la plus grande et du même sang… [Dans un ton métaphysiquement migrateur.]
Perennis: Que faire de votre époux Pompeianus? [Ressemblant à Al Capone.]
Commode: Il fallait qu’on l’ait appelée Gemelos…Et non pas Lucille…Aucun problème ne préexisterait ainsi si l’épouse ou ma sœur fut surnommée Augusta…
Lucille: Mon mari, Pompeianus, sera-t-il excepté de tes cabales? [Dans un air anxiolytique.]
Perennis: Je propose Commode comme je suis impartial, que Pompeianus sera excepté des charges… [En regardant la nébuleuse cérébrale de Cordeilla de Commode du bas en haut.]
Pour être juste si un menhir soit profané, il peut susciter la manie et la haine tant des bigots que des amateurs de l’art, même si cela fait partie d’uneintention à introduire des nouvelles théories… [Comme s’il lui donnerait de l’amnistie.]
Commode: Tu voudrais si fort Lucilla comme toi qu’il soit corrompu par ma rage…
Lucille: Je ne te comprends pas exactement… [Dans une stylistique artificieuse qui admire.]
Commode: C’est remarquable le fait que tu l’abhorrais et que tu tentas par ton incitation à le faire se mêler avec ta conspiration, pour qu’il n’ait pas la boîte de tilleul à vivre… [Dans une caractérisation satanique.] C’est pour cela que rien ne sera chargé sur lui… [Comme une stalagmite qui damne.] Je me plaindrai de sa santé difficile et de sa vieillesse et je le désengagerai pourtant en l’exilant du fait de vivre et de respirer à Rome …
Lucille: Comme tu ressembles au lion, Commode! [Lucilla et Commode sont dos à dos sur scène, tout de même d’apostrophe.]
Perennis: Mêle-toi de tes oignons…
Commode: Prends-la d’ici Perennis et qu’elle soit présentée avec sa sœur transfuge et sa fille à Capri… [De son trône comme un vent du nord-est il remue sa main new-yorkaise.]Avant que l’aile du temps se change de gestation, je veux que toutes soient déménagées à Hadès…
[Perennis la traîne comme un chien sauvage et ils partent tous les deux de la scène, en laissant Commode à son trône au tournant de celui qui pense.]
Scène III
[Elle sera transmuée dans la chambre impériale le 16-2-183 après J.C. Crispina dénudée et brodée en poudre d’or au lit contemple Commode qui se trouve presque à son chevet ayant une massue et une peau de lion similaire à celle d’Héraclès.]
Crispina: Pourquoi Commode tu testes le rôle du demi-dieupendant que tu es un Dieu?
Commode: Parce que la bissectrice qui a la forme d’un treillis coupe en deux mondes la figure… [En ayant la massue comme médiane à ses tibias et en ressemblant à une chenille équestre.] Ma mère Crispina fut émergée comme Vénus il y a un certain temps jour pour jour…
Crispina: C’est bizarre ce qu’on eut dit… [Ayant la conscience du Mal.]
Que tu ne te fus pas tendre avec tes deux sœurs à Capri… [D’un reproche ressemblant à celui de Plaute.]
Commode: Je les ai envoyées depuis certains mois à faire compagnie à elle, pour que mon père ne se sente pas seul… [D’un intérêt de Molière au refroidisseur.]
Crispina: Quelle blague éclatante… Je ris si beaucoup… [Elle feint de rire.]Il est vrai que l’amant partagé entre Lucilla et sa fille est ton assassin présomptif, Quintinus?
Commode: Cela a d’importance, Crispina? Ils sont tous morts… [Dans un air d’un enfant angélique dont les chevilles sont démembrées.]
Crispina: Et moi un cadavre ambulant il faut que j’attende qu’Atropos me reçoive à Capri… [Ayant la physionomie d’un moribond.]Seules les monnaies que tu me sacrifiais comme des reliquaires d’une tendresse impériale, ils rappelleront à tes successeurs et à leurs servants mon porteur de thyrse existentialiste d’une déviation amouridique…
Commode: Je n’eus pas une seule réticence à tuer une femme noble et j’aurai envers toi?
Crispina: Je ne monte pas probablement si habilement que Perennis ou Cléandre aux flots des draps et aux lettres phéniciennes de vos corps-plages… [Dans un air envieux.]
Commode: Si tu ne taises pas, au nid de ton esprit cette massue-là que je retiens te sera jetée… [Il la soulève et il la lance.] Je ne serai plus indulgent envers ton préfixe…
Crispina: Tu renvoyas ta sœur sans aucune réserve et certains prétendent que tu corrompis les médecins traitants de Marc Aurèle, pour qu’il soit empoissonné et que tu deviennes Empereur quelques années-lumière plus tôt…
Commode: Elle dit des mensonges… Elle cherche des mensonges… [Il remue sa tête non-cicatrisée de Némésis et d’Ati.]Tout est un mensonge et même le figuier de mes ennemis… [Il lance la massue au mur.]
Crispina : Le mensonge Commode est la seule vérité au gâteau du monde que tu eus choisi comme une étoile filante de Procyon pour ta naissance… [Dans un air d’un Hathor omniscient.]Imagine que tu avais le privilège, d’être né un Dieu provenant d’une génération azurée et impériale…D’autres ignorent même s’ils préviennent d’un temple ou d’une bergerie… [D’une présomption ressemblant à Méroé.]L’eau d’iode de Salvius Iulianus et de Paterne te chassera toujours…
Commode: Il fallait qu’à ta vie précédente tu fusses une femme des Harpies…
Crispina: Et moi, je te chasserai, au modèle du posthume Jésus Christ dont Marcia t’enseigne les conseils…S’ils voulaient tous les deux, ils pourraient t’avoir assassiné… [Elle rit et elle traite avec sa main de fer les lèvres extérieures de sa vulve.]Ton pouvoir aurait pu être ébranlé à n’importe quel moment par les troupes de Salvius Iulianus et de Paterne, le chef des soldats du préteur, grâce au respect commun par leurs adeptes… [D’une passion et d’une manie vindicative qui se sont mélangées, elle s’attaque au point g.] Tu transféras Maxime et Condianus au dos de Déméter…Pourquoi ceci fut arrivé? [D’une voix sublime et sensuelle, elle attend l’insertion de son amant à la région mentionnée préalablement.]
Commode: Les Quintilii furent nés pleinement défectueux…Pendant qu’ils étaient cultivés et studieux, ils avaient des compétences militaires et des opulences…Les hégémons doivent de toute façon arracher les spartes qui se lèvent brusquement… [Dans un air ressemblant à une fleur carnivore.] Tu comprends alors que la tendance ascendante de personnes pareilles doit être sapée… [Dans un air ressemblant à un animal carnivore.] Le christianisme s’abstient trop à mon idéologie impériale de panthéon…
Crispina: Pourquoi trouves-tu Commode que le fils de Maxime, Sextus Condianus but du sang de lièvre, aussitôt qu’il se fut informa sur sa condamnation tombe-élégiaque en Syrie? [Elle soupire de volupté.]
Commode: Parce qu’il cherchait à éviter sa peine à travers l’accélération du lièvre… [Il est assis au lit ayant son dos antinomien à elle.]
Crispina: Et pourquoi tomba-t-il du cheval, en pétrissant ainsi le sang du lièvre en vomissement? [Avec sa main d’Aznar elle admire son dos non-boisé. Lui, il reste sans réaction.]
Commode: Parce qu’il acquit la connaissance à la fois bestiale et de Thot… [Dans un air à la fois folâtre et de Séraphin.] En tombant de ceux deux il gratifia son sort à la terre, qui était en train de la visiter à un certain moment éolien. [Crispina défilera à son derrière. Il restera encore sans réaction.]
Crispina: Et s’il repoussa la vie du bien à son intérieur et que le cheval ne vainquit paslui et le sort? [Discours indirect près de son verbe de dépendance qui est conjugué.]
Commode: Le 7 Mars c’est l’anniversaire de ma sœur Lucilla… Jusqu’à cette date-là je peux prolonger ma méditation philosophique de Leucippe… [Crispina dans une tempête elle feint le phallus. Lui, il se trouve au lac de soupirs.]
Crispina: C’est l’anniversaire de sa naissance Commode… [Dans un air de correction et de reformulation.] Elle ne dormit pas…Elle décéda… Le 2 février c’était l’anniversaire de Didius Julianus… [Ils sont tous les deux pleins de volupté.] Tu le gratifias d’un décès, le décès de son parent… [Elle s’accélère le rythme pour les deux.] Commode je ne veux pas de la part de toi à mon anniversaire un triomphe contre les parthes… Ceci serait au moins sanglant ou une prononciation défectueuse de la lettre l en fuite…
Commode: Arrête de persifler mes gloires… [Pleine de sueur et de soupirs sexuels.]
Crispina: Tu sais que Condianus mit dans une urne enflammée un bélier? Qu’est-ce qui pourrait être caché derrière cet acte?
Commode: Que le Samnite et le Peltaste ne suscitent que de la mort et du feu… [Son sperme est versé à sa main sous le suaire.]
Crispina: Et non qu’il soit un agneau expiatoire?
Commode: Ceci c’est à toi de le justifier… [Un grand soupir et une pause due à l’éjaculation.] Ce n’est pas à moi… [Une pause langagière encore plus grande.]
Crispina: Il me semble que l’oracle rendu par Amphiloque à Cilicie soit vrai… [Elle ressemble elle-aussi à une proposition finale.]
Commode: Moi je suis le lion et Sexte Condianus est le cerf… [Il est désormais relâché.]
Crispina: Tu es l’enfant qui a noyé au berceau les serpents des Quintilii… [D’une satisfaction tant pour ses actes que pour les propositions insoumises de Commode.]
Commode: C’est parce que je me trouve entre les hommes et les dieux…Je réunis les privilèges et les vertus de ces deux catégories ontologiques… [Il se lève du lit réel et juste-pratique.]
Crispina: En tout cas Commode des capitaux productifs envoyés à Rome ne faisaient pas partie de lui…Dion Cassius peut acquiescer cela…
Commode: Probablement…Mais grâce à cette affaire je devins plus cossu, car les fortunes des citoyens protectifs furent confisquées à lui… [Commode joue au tripode de façon infantile.]
Crispina: Pour que tu te fasses pardonner à Tirynthe Commode, le sang de tes enfants n’est pas suffisant… [Avec sa main forte elle forme le sperme épais en figures de la période des Siècles Obscurs.]
Commode: Douze années de solitude Crispina sont assez…
Crispina: La rafle du tripode de Delphes ne te rendit pas Commode capable de s’interroger sur ton avenir… [Commode agenouillé au point de vue vietnamien du lit semble d’avaler son sperme.]
Commode: Pourquoi seuls les Beaux-Arts sont en vernis comme la Thessalienne? [Au milieu du dîner.]
Crispina: Parce que Commode on juge toujours plus intrigant non le Moi de Nubie mais les latifundiums des autres et nous surveillons les points d’Uranus qu’il cache, des temps en temps pour récolter leurs grains et les travaux de leur culture… [D’une volupté évidemment morne.]
Commode: Douze années de solitude Crispina sont assez… [Il semble qu’il soliloque, au modèle d’un Athénien à la campagne sicilienne.]Je croyais que par la rafle du tripode Apollon aurait tombé amoureux de moi… [Crispina lui retient la guirlande de fleurs en tête.]
Crispina: Tu devrais être non seulement Ovide de la terre mais encore du parchemin! [Exclamative.]
Commode: La parole comprend au-dedans le temps à ses trois dimensions… [Sa langue approche l’utérus de Crispina.]
Crispina: Comme les fresques de Pompéi… [Il grommèle.]
Commode : La représentation figurative a les qualités du temps… [Il détermine son utérus.]
Crispina: Et la sculpture Commode… [Comme un garde-côte qui eut trouvé à Vénice la Terre promise.]
Commode : Crispina et Léocharès… [Sa langue au-dedans de Crispina ressemble à un casse-sein.]
Crispina: À Thèbes tu attendais la prospérité et en Argolide tu attendais son éloquence… [Il soupire à nouveau.]
Commode: Derrière le miroir des mots se cache leur bruissement… [Il fait digression à cause de la performance de l’acte sexuel.] Des voyelles entre les consonnes qui ressemblent à des échelons dont la régularité est harmonisée… [Gavé de son dessert sexuel.]
Crispina: Et les mots naissent dans des refrains obscurs…Oui…À quoi sert de connaitre l’avenir?
Commode: Cela ne sert à rien de plus qu’à une simple évocation du passé… [Succinct.]
Crispina : Finalement, tu t’unis avec le dieu par tes trois pieds … [Elle met ses mains à la tête de Commode et elle le pousse aux profondeurs de sa caverne platonique.]
Commode: Ma vigueur corporelle dépassait la vertu de la concupiscence de l’oracle… [D’une syncope adolescente.]
Crispina: Et ta poigne impériale dépassait la surface du redoublement…Oui…Oui… Quelle est ton interprétation allégorique par rapport à ta victoire contre le lion? [Commode enlève les poils de sa bouche, provenant de la région pubienne de Crispina.]
Commode: Je combattis à l’amour et je gagnai son cœur au dos… [Il ressemble à un dauphin souriant.]
Crispina: C’est pour cela Commode que tu fus également fréquenté par des femmes et des hommes? [En posant une question fabriquée car elle sait déjà la réponse.]
Commode: Ceci pourrait être une explication… [Tourmenté par la brusque syncope.]
Crispina: Et pourquoi la toison de lion fut détachée par ta main?
Commode: Parce que j’eus seulement connu l’épididyme de l’amour… [Crispina touche la toison de ses mains.]
Crispina: Le Typhon et la Chimère de ton esprit décédèrent près du lion… À l’Amymone tes flèches n’eurent pas tracé la cruche…
Commode: Les torches enflammées d’Iolaos mirent la fin à la multiplication de la problématique du mal… [Comme une pierre enivrante il se livrait à des orgies à sa fissure féminine.]
Crispina: Il est déjà tracé que le mal ne sera pas tout à fait exclu… Sa tête capitale, pourquoi tu l’eus ensevelie par terre? [Elle soupire.]
Commode: Parce que le début est la fin du mal…
Crispina: Tu imitas la gloire de Méléagre et par ton soleil Commode tu mis des filets au fleuve d’Érymanthe…C’est suffisant… Ta langue cultiva ma vallée… [Commode disjonctif près d’elle.]
Commode: L’Hiver et ses paysages en flocons eurent toujours besoin d’une bride empruntée…
Crispina: Ce n’est pas au hasard que Pholos t’accueillit et te donna son œnochoé à porter chez toi…
Commode: C’est pour cela peut-être que je le voyais mi- cheval et mi-homme… [Il feint le cheval en hennissant devant elle.]
Crispina: Les centaures furent alliés à ton haleine embaumée ayant des cordons en charades…
Commode: Comme ils voulaient que ma brise fut percée par leur connaissances… [Il marche autour du lit d’un charme inné.]
Crispina: Ressemblant à des piquets ils blessèrent ta brise et les pins en suspens…
Commode: Ils voulaient m’offrir les rêves de Tanagra des morts... [Il lui décline l’œil de façon ruse.]
Crispina: Pourquoi Néphélé leur mère lançait du Ciel des pompons en pluie? [Comme une comédienne bizarre.]
Commode: Parce que Crispina le Celtibère et la Pharsale sont des sous-ambassadeurs seulement aux ombres des générations humaines, des demi-dieux et des dieux… [Il arrache la massue laissée auparavant au lit.]
Crispina: Ils revendiquaient le vin pur provenant de ta langue… [Sa langue est de la Sibérie de sa bouche, en ascension et en baisse vibratoire.]
Commode: Ma langue est miraculeuse, sainte et évocatrice…Même le vin que je bois est agenouillé devant moi… [Il se couche à nouveau au lit ayant la massue.]
Crispina: Leurs titanesques blocs de pierre furent rapidement lancés, pour que ton cœur reçoive par braconnage un congé non payé… [Elle polit par son biculturalisme de ses mains la massue entre ses jambes.]
Commode: Ils n’eurent rien pu, car mon cœur n’arrêta pas à son rythme indissoluble, à battre pour toi… [Il ausculte avec ses deux mains le panache de son cœur.]
Crispina: Commode les sons que tu prononces, ils vibrent mon âme à travers des lettres archaïques et parfois méandrines… [Par sa bouche salivée elle trace à la surface de la massue des figures celtiques et préhistoriques.]
Commode: J’aimerais que nous fassions iconisés au manoir des Mystères… [Il écarte la massue et Crispina se trouve devant un phallus en érection.]
Crispina: Leurs ardoises Commode étaient leur cœur et les pieds dont les sentiments tu défendis par tes rayons… [Au rayon huit de son pénis d’une capacité débitrice.]
Commode: Phaéton Uranus s’ouvrit et ma grandeur se mit ainsi en valeur… [Il dirige sa tête vers son pénis.]
Crispina: Les poules que tu détectais à la vallée furent bannies… [En regardant son vibromasseur naturaliste.]
Commode: Les neiges des massifs étaient leur nid et des carnivores justes…
Crispina: Il semble que les messagers des marais suçaient l’emballage du corps de lièvre des mortels… [Elle embrasse l’ithyphallique de Commode a des points parsemés.]
Commode: Et aux fruits de terre, pour qu’ils soient anticipés par les mortels ils y entrèrent et ils consumèrent parfois leur disette…
Crispina: Que peut-on atteindre des têtes d’ail ayant des planeurs d’Arès… [Ses mains furent décollées vers l’Uranus en formant un diagonal.]
Commode: En tout cas non l’anaglyphe maudit de Taygète… [D’une intonation de miel provenant de Timothée le sexuel.]
Crispina: Ses cornes étaient dorées et ses pieds en cuivre…
Commode: C’était l’œufgonie de l’hétéro-infection des espèces humaines…Oui…C’était ainsi… [Son pénis gave complètement la bouche de Crispina.] À ses cornes elle communiquait avec Chrysocome ou Lochies et à ses pieds elle communiquait avec Hadès…
Crispina: Tes tentatives ressemblent à des bois de spectres… [Elle garde son haleine.] Jusqu’à l’œuf-conduit des Hyperboréens…
Commode: Les pétales des roses de la pleine Lune sont illimitées…Oui…C’est ainsi… [Il touche son point litigieux qui est en érection.]
Crispina: Tu étais en train de la tuer au Ladon Commode, mais Ismène et Phèbe intervinrent… [Elle feint la réincarnation d’Agavé.]
Commode: Il faut qu’on obéisse à son élément olympien… [Il semble désarmé à ses dents.]
Crispina: Douze taureaux blancs enfermés dans un fumier épais… [Dans un état de confusion.]
Commode: Les douze mois de l’année élancés par le méléna-magie de l’univers, épurés…Oui…C’est ainsi….Il fallait que la dernière soit épurée par la main entre mes jambes… [Une abondance de salive ressemblant à des peintures colore son cou.]
Crispina: Et le trou au mur en haut-relief? [Son doigt immigrera à la place équivalente de la réincarnation du terme et sera mis en orbite.]
Commode: Le fleuve du prolongement de ma main bouillonna et purifia le fumier, pour qu’il soit clair… [D’une volupté portée au maximum.]
Crispina: Au moins, tu ne reçus pas la dixième comme récompense …
Commode: Tu ne peux pas satisfaire àla fois deux patrons … [Commode exécute avec succès à sa bouche son identité hermaphrodite.]
Crispina: Tout de même, Commode; toi tu accomplis ta mission avec succès… [Elle retourne à sa place.]Qu’est-ce qui symbolise Commode le taureau rejeté par la mer?
Commode: Qu’à la fin la Raison Divine domina contre le sentiment…
Crispina: Mais lorsque Minos ne garda pas sa promesse à Dameos d’avoir sacrifie le taureau, ce dernier se fut démené… [Elle émancipe son cou.]
Commode: Lorsque la raison ne sert pas la royauté pharaonne, elle devient circulaire… [Dans un état à moitié évanoui dû à son vigoureuse activité sexuelle précédente.]
Crispina: Et comment fut-il enlevé de Crète à la Terre Argolique?
Commode: Je traversai le bruit des vagues à dos de taureau… [Il embrasse ses mamelons et il les déchire.]
Crispina: Que peut-il être le sens de cet acte? [Elle est allégorique.]
Commode: Que par ma plongée dans ton sentiment ta région sournoise fut tirée par la tempête de gravité… [Il réussit à la faire toute entière frémir.]
Crispina: Au moins tu ne t’y fus pas rencontré avec les juments de Diomède… [D’une voix passive.]
Commode: Les éclats des arrivaloi que la mer laissa au rivage de Thrace sont des plats… [D’une voix énergétique et mâle.]
Crispina: Les cruches de mer, des hippocampes féminins, les casse-bateaux de Diomède, des vents servants… [Dans une humeur sans enfants et passive.]
Commode: Le soleil me dompte tout… [De voix passive.]
Crispina: Ton soleil Commode ressemble aux nuages du Ciel: il est un nomade… [Elle dirige l’index de ses mains du gauche à droite vers ses mamelons.]
Commode: Ma seigneurie ancrera à l’Asie Mineure…
Crispina: Qu’est-ce qui représente pour toi Commode la ceinture de Mélanippe? [Dans une proposition irritante et infinitive.]
Commode: Comment il pousse et il serre l’âme des femmes le Mithridatisé…
Crispina: Le fait de délivrer la Reine des Amazones aux dents de Cerbère n’était ni un gaz noble ni équestre… [En ayant les dents à son mamelon raisonnable Commode le pique.]
Commode: J’offre mon contrepoids, aux femmes qui ont l’attirement à un triumvirat… [D’un regard vulgaire.]
Crispina: Une caution tu voulais dire… Géryon avait trois têtes? Pourquoi?
Commode: L’idée qui naquit son sens et sa répercussion matérielle à la terre…
Crispina: En dehors de Géryon, pour attraper son troupeau de vaches, tu offris la monnaie à son chien, Orthos et son berger Eurytion… Puis-je savoir pourquoi tu le fis?
Commode: Le chien symbolisait la mort des vaches et le berger ce que je n’aurais jamais pu professer… [D’une inclination annonciatrice.]
Crispina: Géryon était la synérèse de Chrysaor et de la nymphe Callirrhoé… [Maintenant le mamelon de Luxembourg est également piqué.]
Commode: Les gens sont sous l’influence des reçus en doubles exemplaires, des phénomènes grammaticaux et syntaxiques qui transforment ses mots… [Il continue son alpinisme concupiscent vers ses seins.]
Crispina: Géryon fut né grâce à l’épée doré d’Uranus et la fille de l’Océan qui avait la capacité d’unir les vaches avec les nuages…
Commode: Trois têtes…La lettre ipsilon à Uranus… [Éclairé à l’intérieur.]
Crispina: Si l’alphabet qui ressemble à une toile se met à l’inverse, les points des extrémités forment un triangle qui divinise la terre d’en haut… [Elle a une aise ressemblant à un extrait tiré d’un roman.]
Commode: Les amphores rouges surgirent par Erytheia… [Grace à l’enquête il est fortement excité.]
Crispina: Mieux qu’Ogygie… Le vol est contredit comme un péché… [Elle ressemble à une étudiante qui apprend des textes par cœur.]
Commode: Géryon comme un receleur mena les vaches de Soleil à sa propre terre… [Crispina tire le drap envers elle, pour couvrir ses seins.]
Crispina: Tu offris deux colonnes en Afrique et à la terre européenne…
[Exclamative.]
Commode: Pour que l’une face à face de l’autre vois les cadeaux de l’autre…
Crispina: Même les sœurs arctiques sont séparées par la terre mouillée… Ton acte pourrait dire probablement, que la terre est un Héraion infini en état de réparation…
Commode: Peut-être…Comme beaucoup d’autres…
Crispina: Les pommes des Hespérides, pourquoi étaient-elles en poussière d’or? [Commode lui peigne les cheveux avec sa main.]
Commode: Parce qu’à l’aristocratie le péché est plus pâle… [Ayant un regard de renard.]
Crispina: Tu portas l’Uranus à tes épaules, pour qu’Atlas récolte les pommes dorées… [Elle est en train de transmission.]
Commode: La poussière azurée, éthérée et galaxoïde m’offrit la connaissance de secrets; grâce à laquelle je transmis la tristesse de la race des mortels…
Crispina: Pourquoi tu les eus offerts à Athéna?
Commode: Parce que les pays excellents après avoir dîné chez le péché, ils acquièrent l’olive… [Il l’embrasse à la bouche.]
Crispina: L’emprisonnement de Cerbère et son anabase d’Hadès?
Commode: Le piégeage de l’obscurité par la lumière et leur annonce aux masses des hommes… [Il l’embrasse au cou.]
Crispina: Tu descendis à Hadès sous la direction d’Hermès…
Commode: Pour que la fréquentation avec les fleurs sous la Terre soit plus facile… [D’une humeur explicative et élégante.]
Crispina: Il me semble Héraclès impérial que tu aies tué Iphitos par vengeance et non pour qu’il t’ait considéré responsable pour l’extorsion des vaches du père… [Il se dirige tout droit sans dévier de l’horizon.]
Commode: Il se peut que tes paroles soient vraies… [Comme un enfant qui en croisant ses mains regarde d’une façon mièvre et présente tout à coup une anticipation envers la terre.] Il ne garda pas sa promesse qui était de me prêter son épouse Iole…
Crispina: Ils t’accusèrent d’avoir mené une vie voluptueuse à Omphale et d’y avoir coïté avec la volupté…
Commode: Ceci devint grâce à ma crinière qui était désireuse... [Il touche capricieusement ses poils et il les renverse.]
Crispina: Je voudrais que tu files à mes pieds les cheveux par tes vêtements féminins… [D’une tendance de capitaine.]
Commode: Mon origine n’était pas asiatique... [Il rit.]
Crispina: C’est pour cela que tu fus lancé par Omphale… Moliones avec leurs deux têtes courbaient devant ton hardiesse…
Commode: Leurs têtes étaient le prolongement des parties de leur âme… [Il bat comme un singe sa poitrine.]
Crispina: Les tératogenèses sont la déclivité de l’incestueuse de l’ambroisie… [Elle entourera sa tête dans ses bras.]
Commode: C’est pour cela que je séparai Télèphe d’Aube… [D’un air moqueur.]
Crispina: Qui investiguera la distance entre ton fils et toi et entre ton fils et Aube?
Commode: La téléportation est au bout de l’univers la lumière sans temps…
Crispina: Commode, si tu aimeras une autre a part de moi, tu auras la chance d’une réincarnation parmi les plusieurs que tu portes provenant du sang de Nessos… [Il lui donne un souhait d’Herald.]
Commode: J’aimerais que nos corps et nos âmes soient ornés en mosaïque dans ce lit-ci…
Crispina: L’énergie de chacun et ses qualités seront ainsi transmises à l’autre… [D’une humeur justificative en apparence.]
Commode: Tu parles justement, comme il se doit en l’occurrence d’une épouse impériale…
[Pendant que les lumières s’éteignent progressivement sur scène, Commode et Crispina se couvriront sous les draps du lit.]
RIDEAU
ACTE III
Scène I
[Elle se déploiera en terre l’octobre de 185 après J.C. La main de Crispina câlinait Commode jusqu’à ce qu’il arrive au trône. Un esclave de Maurétanie remue par une plume d’entruche l’antimatière à Crispina la périmétrique. Le regard de Crispina est en poussière d’or. Tout à coup, Cléandre entre bouleversé sur scène.]
Commode: Ton regard de faucon m’indique qu’un fléau-menace se repose sur moi et mon trône chryséléphantin… [Dans un air ressemblant à Hipparque.]
Cléandre: Notre Empereur Perennis se mit à réaliser des gymnopédies, dans le but de vous détrôner et de transmettre le trône à ses enfants… [En ayant du radis à son anus.]
Commode: Un vieillard, ayant sa canne et son sac à l’épaule, me signala ceci il y a un an aux tribunes royales, lorsque j’étais à la fois donateur et spectateur à la gloire du Consul Capitole… [En ayant un soupçon qui semble être justifié.] Mon troisième œil n’aperçut pas clairement ses paroles…
Crispina: Je trouve Commode que tu doives reconsidérer les paroles de Cléandre et de ne plus les juger répugnantes… [Dans une échelle sinusoïdale d’Hésiode.] N’oublie pas les paroles du vieillard arrêté pour avoir dévoilé le mensonge devant le Sénat et le clergé et jeté au feu par Perennis … [Mécanique.] Ma vie et ta vie sont également en menace par ce flatteur de la cour… [Vantarde.]
Commode: Bien qu’il soit Octobre, mes joues sont trempées de sueur de Février à cause de tout ce que ta langue dit aujourd’hui… [Son cou est murmurant.] Comment peux-tu être si certain Cléandre? Le vieillard de chiens l’eut accusé d’avoir organisé l’armée vers la Rome et ses fils vers l’Illyrie…Est-ce vrai? [Il essuie par sa main la sueur de son front.]
Cléandre: Je crains que ce soit la vérité…Une délégation de mille cinq cent soldats fut arrivée de Grande-Bretagne… [Diplomatique mais droit.]
Commode: Je me suis rendu compte qu’une émeute est produise en Grande-Bretagne et qu’un certain Priscus fut élu Empereur…[En ayant d’haine.]
Cléandre: Priscus l’eut refusé, parce que pour lui ses soldats possèdent également le titre de l’Empereur…
Commode: Peut-on avoir confiance à un Général devenu Empereur à ses rêves? [Il hausse son sourcil cubain.]
Crispina: Pourquoi pas, Commode? N’oublie pas que Perennis t’empêchais de devenir le paliurus de Cléandre au même lit et de t’adonner à des expériences entièrement nouvelles…. [Dans un air répugnant.]
Commode: Je trouve Commode qu’il serait mieux de l’exiler parallèlement à ce bruit des insurgés qui dominèrent le palais en Grande-Bretagne… [Crispina le regarde d’une peur contradictoire.]
Cléandre: Pour être philo-sabbatique j’aimerais qu’elle allait en vacances à Capri. [Commode lui embrasse les cheveux et sa boucle d’oreille d’Engels.]
Commode: On se verra plus tard nous deux … [Il lui décline malicieusement l’œil. Cléandre lui sort la langue.] Apporte devant moi un soldat …
Cléandre: Je ferais ceci tout de suite…
[Pendant que Crispina fait des moues de dédain, Cléandre quitte la scène capricieusement.]
Scène II
[Cléandre entre, le soldat ouvre la marche en exécutant tous les actes d’honneur et de respect prérequis envers l’Empereur. Crispina tout au long de la conversation observe de son trône ce qui se passe au modèle de Commode qui reste silencieux.]
Commode: Soldat, quelles nouvelles délectables tu nous apporte de la part de Grande-Bretagne? Quel est l’objectif de ta visite sous la présence de mille cinq cent hommes à Rome qui est à la fois ma vigne et mon triomphe?
Soldat: L’armée vous envoie une fraction de pain à l’honneur de Marc Ulpius… [Il la dépose à ses pieds. Commode reste immobile mais lui il ne se vexe pas.]
Cléandre: Notre Empereur, il n’exista jamais un militaire plus prudent et plus bienveillant que lui… [D’une tendance de confirmation, il se laisse à un coin obscur sur scène.]
Commode: Je me rappelle… [Plongé dans son mémoire à long terme qui retient comme une éponge peu de détails.] Un philanthrope…Une âme élevée…Un homme incorruptible… [Il feint de croire tout ce qu’il vient de dire.] Son insomnie était due à sa faim… Je décidai ainsi qu’il soit condamné à mort pour qu’il déguste des repas gargantuesques et des festins platoniques aux Champs Élysées… [Il rit. Il lui fait signe d’approcher.] Comme un chien prends et mange par le corps de Marcellus…[Le soldat obéit à lui avec empressement, ressemblant à un confesseur et à un dégustateur du pain offert.]
Soldat: Son goût est si âpre comme la langue qui l’héberge…
Commode: Signale maintenant à ton Empereur les soucis de Perennis… [Dans un air réticent.]
Soldat: Il prépare son fils à la succession du trône et il conspire contre votre détrônement…
Commode: Vous ne songez pas à la même chose, toi et tes collègues en Grande-Bretagne? [Le regard du soldat est en immersion libre.]La voix prudente de Priscus vous anesthésia… Pourquoi donc avoir désormais confiance à vous et non à Perennis?
Soldat: Depuis l’assassinat de Priscus dû aux hordes des barbares, l’armée de Grande-Bretagne est aux côtés de vous… [Dans un air attentif.]
Commode: Même si il n’eut pas pu reconquérir le mur des Antonins, qu’il repose en paix3 Marcus Ulpius…
Soldat: On vous donna le titre honorifique britannique…
Commode: Effectivement, trop honorifique… [Il rit à Crispina et il embrasse sa main gauche. Crispina décide de rompre le silence4.]
Crispina: Soldat, quelles autres preuves en dehors des tienneset de tes légions du Nord as-tu à présenter à l’Empereur Commode ?
Soldat: Ceux-ci… [Il retire d’un sac des monnaies et il les dépose aux mains de Crispina et de Commode.]
Crispina: Commode, Perennis et son fils sont des figures aux monnaies… [Pauvre.] Nous sommes déjà morts si nous ne réagissons pas tout de suite… [D’une voix tremblante qui ressemble à un anapeste.]
Commode: Les deux côtés de la médaille… Parfois les traîtres y sont figurés…Exactement… [Il réfléchit les propositions de Crispina.]Comment profiteras-tu chaque nuit au lit d’un amant différent qui coule?
Crispina: Je sens Commode que tu ne veuilles pas agir comme il faut… [Comme si elle lui reprocherait la pénurie d’hommes.] Ta passion pour lui nous amènera à Hécate…
Commode: Soldat, tu peux prendre congé et dis à Cléandre de quitter son obscurité alliée…
Soldat: Bien sûr mon Empereur…[Le Soldat après avoir salué en s’inclinant et après avoir informé Cléandre l’éloigné sur le désir de l’empereur, il quitte la scène.]
Scène III
[Cléandre, en ayant son épée prête, veille le couple royal afin de le protéger d’un danger de mort imperceptible.]
Crispina: Cléandre tu peux unir ta petite épée avec la terre… [Cléandre obéit tranquillement à elle.]
Commode: Oui, Cléandre…Ceux monnaies que je tiens sont les coupables de la trahison de Perennis…Il n’aimait pas les visages de Crispina et de Commode et il les remplaça par son visage et celui de ses fils… [Cléandre se retire à nouveau à un coin, ressemblant à un film muet.]
Crispina: Marcia ne te référa pas Commode que Judas eut trait Jésus Christ pour trente pièces d’argent? [Dans un air passé ressemblant à une femme d’adultère.] Perennis pourrait traire Commode pour plusieurs… Dix mille…
Commode: Je ne me tournerai pas à droite… Je vais lui rendre la monnaie de sa pièce 5. Cléandre je condamne à mort Perennis, tous ses enfants, sa femme et sa sœur… [Il lui donne l’ordre impérial.] Accompli tes devoirs sans réserves…
Cléandre: Vos souhaits nos commandes, Empereur…
Commode: Je veux que la tête de Perennis soit coïtée avec la chaudière-gamète de cette nuit…Délivre ses lettres canines à nos messagers, en tant que fondements temporels et hypothétiques de la part de son fils et de son retour à Rome…Des valeurs et des honneurs à celle de promesse… [Cléandre recevra de la part de Commode un carnet de lettres.]Il voulait devenir Empereur à Rome… [Il ricane.]Il le deviendra seulement à son bas-relief épitaphe où ce serait moi-même qui lui ferai l’inscription… Dès qu’il mettra son pied à mon pays, Perséphone et Hadès lui seront offerts… [Cléandre lui fait un signe militaire et puis il prend congé.]
Crispina: J’observe Commode que tous les verbes de la langue française ont une nature finale à la lettre e…
Commode: C’est parce que pendant que sa lettre finale exprime le but, le verbe exprime soit un écoulement soit une action… [D’une voix sifflante.]
Crispina: Théorie et application…Extinction des traîtres… [Comme une glace coupante.] Dis-le en français… J’extermine les traîtres…
Commode: Théorie et application…J’extermine les traîtres… [Comme si la terre était à cause du parfume de Crispina un hindouiste.]
Crispina: Et maintenant au pluriel…Nous exterminons les traîtres… La lettre s est une lettre profonde et angélique des Français…
Commode: Nous exterminons les traîtres…De la lettre e au singulier à la lettre s au pluriel…J’aime bien l’immigration provenant des mots individuels aux mots d’équipe… [D’un amour imitant un adjoint payé à l’heure.]
Crispina: Ton amant Commode, bien qu’il fût devenu d’un esclave de Phrygie ton coubicoularius, nous était très utile durant cette conjoncture…
Commode: J’irai à la chambre de Cléandre et le soir j’imaginerai toi à sa place… [Dans un air moqueur.]
Crispina: Avant tout, il faut que tu aies la permission de Damostratia…
Commode: Il me semble que tu auras la chance de Saoteros si tu dis des paroles homogènes… [Dans un air visiblement agressif.]
Crispina: Celui-ci fut assassiné par Paterne, car il le haïssait pour t’avoir conseillé à mettre une fin à la guerre contre Œstrus et pour avoir retiré les troupes des régions au-delà de la rivière que ton père eut conquis, pour que les Marcomans signent avec toi un traité de paix…
Commode: Il le considérait un transfuge et c’était qui le frustrerais de sa vie…
Crispina: La trahison est la boisson douce de la vie…Le plus trahi que tu es, le plus ta vie reste intacte et ithyphallique… Donc, Cléandre fait mieux l’amour5 que moi?
Commode: Impeccablement mieux et j’ai en ai marre de tes caprices…
Crispina: Tu n’aimais pas qu’à mon lit je me couchais comme une antilope, en attendant mes trous par ton apogée à être attachés au Dieu?
Commode: Cette mémoire innombrable n’est plus le couronnement à ma pensée…
Crispina: Arrête de m’entourer le vent de sud-ouest… [Elle s’adresse en hurlant à l’esclave. Elle se déplace et pendant qu’elle voit avec répugnance l’esclave, qui la suit involontairement, elle quitte fougueusement la scène. Commode ayant sa main comme une architrave a son front qui ressemble à un petit temple est en état de méditation.]
RIDEAU
ACTE IV
Scène I
[L’été de 190 après J.C. sera déployé sur scène. Commode qui se trouve à Laurento au domicile des Quintilii, qu’il eut exterminés, admire sa statue ornée de mille litres d’or et encadrée d’une vache et d’un taureau. Marcia entre sur place en rayonnant et en portant une agrafe en émeraude et en platine.]
Marcia: Commode si tu ne défends pas le sceptre et le cortège des Panathénées, le régime fondé par tes ancêtres se trouve au bord de son extinction…
Commode: Eus-tu divinisé ma statue? [Comme s’il n’aurait pas entendu les paroles précédentes de Marcia, il distille le miel à l’omoplate du taureau.]
Marcia: Commode un problème d’apprivoisement surgit à Rome… [Elle reste invariable et non-détournée à ses convictions et à son objectif.]
Commode: Et qu’est-ce qui me donne du sens? Je me suis fait une tente-abri grâce aux araignées venimeuses de Rome… [Dans un air d’un chat indolent.] Il y a trois ans les Dieux révélèrent le complot de Materne et heureusement il est maintenant honoré d’une moule cadavéreuse à sa urne…Je dois mon sexe à la poche marsupiale de la Grande Déesse… [Comme s’il recevrait l’investiture par les Dieux.]
Marcia: Vingt-cinq consuls furent nommes jusqu’à maintenant, par Cléandre pour la énième fois6 à l’histoire millénaire de Rome entre autres fut nommé aussi Septimius Severus… [Dans un air d’avertissement et de vigilance.]
Commode: Clodius Albino…Pertinax… [Il évoquait le passé en se référant exclusivement à des noms caractéristiques et il suscitait à la tête du taureau l’écho des noms.] Pescennius Niger…Septime Sévère…Didius Julianus… [Il se transfère maintenant à la tête de la vache.] Ils sont tous à l’affût de mon incinération… Un pentacle d’empereurs qui sera un sextacle7 au cas où mon collier s’attacherait à leurs ambitions…Tu penses que j’ignore que je réchauffe plusieurs serpents dans mon sein8? C’est pour cela que je me charge de les déplacer l’un loin de l’autre et de les envoyer à des expéditions lointaines, majeures et qui accouchent laborieusement afin que leur chandelle s’éteigne avant la mienne… [D’une connaissance machiavélienne.]
Marcia: Papirius Dionysius donne les ravitaillements à Cléandre, parce que Déméter n’est pas à Rome…
Commode: Un événement si perdu car ceux mois que tu la fréquentes, Perséphone n’est pas imminente… Aussitôt que cette révolte est enrayée, rappelle-moi Marcia de les décapiter … [Il calibre la tête de la vache.]
Marcia: Cette intention s’oppose à la doctrine chrétienne… [Elle tend à retourner au sujet central.]
Commode: Jésus Christ prit garde pour que le monde soit approvisionné…Et non pour qu’il soit mort de faim… [Dans un air d’une panthère qui est prêt à engloutir son incongruité verbale.]
Marcia: Les événements t’eurent complètement nivelé Commode… [D’une tendance ressemblant à un étalon.] À l’hippodrome au cortège mené par une équipe de garçons une génisse était en tête et tous ensembles désapprouvaient Cléandre à travers des complexes persifleurs qui ouvraient un canal entre la foule de Romains… [Dans une gravure de bourdonnement.]
Commode: Pour autant que je sois concernée Cléandre envoya son armement aux troupes impériales pour qu’elles réfutent… [Il regarde maintenant les derrières de la vache et il les bat cinq fois.] Réussirent-ils? [De sa langue ayant les blessures canines.]
Marcia: D’autres furent blessés par le piétinement des chevaux et d’autres décédèrent à cause de la foule…Les cavaliers persécutèrent sans merci la foule jusqu’aux portes de Rome… [Elle hésite à continuer. Commode lui en fait signe.] Ceux qui furent immobilisés en ville jetaient des tuiles aux cavaliers impériaux…Beaucoup de gens se tuèrent à cause du lancement des briques et d’autres se mirent en fuite… [Ses mains oscillent pour des raisons théâtrales.] Pourtant tout le monde te bénit et maudit Cléandre pour leurs calamites… [Dans un air sans pudeur, divinement convenable et par conséquent rassurant.]
Commode: Et qui t’informa sur tout cela?
Marcia: Fadilla, ta sœur cadette… [Commode est en état de recueillement.]
Commode: Il ne reste qu’une solution… Qu’ils soient morts Cléandre et son fils… [Il quitte la vache et il agit vainement vers sa statue.]
Marcia: Je vais le mentionner à Laetus et Eclectus et je suis sûre qu’ils y trouveront une solution… [Elle est en accord avec lui.]
Commode: Ton aide ne sous-entend rien de chrétien… [D’une ironie prospère.] Nous, les ramifications du pouvoir, nous employons les doctrines pour son conservation ou pour le bien commun… [D’une conscience conventionnelle et glaciale.]
Marcia: Un cavalier sans les traits caractéristiques de son rang ne semble pas à un cavalier mais à un coq-cavalier…La religion chrétienne est bonne mais en tout cas je ne vise pas à être décapitée par la foule… [Elle accable son cou.] La mort de Cléandre provoquera la joie du peuple romain…
Commode: Il ne semble pas être une leçon de morale chrétienne mais c’est utile pour la pérennisation de mon pouvoir…[En touchant la paume de son extrême gauche main, il feint d’opérer l’avenir.] Dis-leur à le tuer parce que j’en ai aussi assez de notre expérimentation au lit…Et dis-leur à tuer aussi Annia Fundania Faustine et Mamertinus parce qu’ils voulaient me remplacer au trône…
Marcia: Qu’ils tuent aussi Julien? [Dans un air d’une avidité cupide qui saisit l’occasion.] Pour dire la vérité je ne l’eus jamais aimé…
Commode: Aujourd’hui Marcia ta roue de la fortune eut tournée à nouveau… [Dans un air patrimonial satisfaisant ses enfants.] Qu’ils tuent lui aussi… Mais il faut que nous les présentions comme les responsables pour la fosse alimentaire… [Il viole les lèvres de la statue.]
Marcia: Cléandre sollicite un entretien, pour qu’il te voie… [D’une expression impatiente pour le meurtre imminent de Cléandre.] La plèbe l’eut rendu une uræus et demande maintenant sa tête… [Comme un membre du chœur.
Commode: Donnons-leur cette vertu azur-pierreuse… [Comme une girouette sa main capitaliste oscille.]
Marcia: Tu es plus cynique à ton stoïcisme qu’un philosophe… Peut-il Eclectus devenir le chambellan officiel et Laetus le gouverneur aux champs? [Dans un air d’un mineur devant l’occasion saisie.]
Commode: Peut-être s’il soit prononcé par tes lèvres liquides… [Il l’approche et il l’embrasse passionnément.]
Marcia: Y-a-t-il une plus grande protection née en ciel que celle fournie par tes épaules? [Elle est à dos de Commode.]
Commode: Le vent polaire qui fait des rafales à nos lobes et ceux lauriers qui à travers ses ombres aux bosquets vierges et embaumés nous dispensent de cette maladie qui frappa également à Rome les hommes et les bêtes au modèle d’une épidémie… [Il la regarde en arrachant des larmes.]
Marcia: Tu trouveras à mes narines et à mes oreilles de l’huile parfumée sacrée qui chauffe… [Elle l’invite d’une manière aphrodisiaque. Lui il s’effondra et il sera anesthésié.]
Commode: Marcia…Les nœuds du laurier et ses ombres furent ma maladie et mon sauveur… Ces cannelures et les veines des buches étaient le conte aux algorithmes de ma vie…
Marcia: Commode sans ombres il n’y a pas de vie intérieure… [Elle fait une pause à la statue de Commode.]
Commode: Sans phosphore Marcia tu n’écouteras pas attentivement les ombres dont tu es en vue… [La branche détournée et insérée à sa bouche ressemble à une cigarette.]Elles me persécutent au rêve et à mes libres galères…La raison est un guidon à ma vie… [Il remue avec son index de sa main communiste le point inséré aux yeux formant un triangle imaginaire.]
Marcia: Aux ténèbres Commode tu n’as pas besoin d’avoir peur des ombres qui te chassent…Tu es l’oracle-donneur des organes de la nature... [Commode arrache une feuille de la branche et il la lance comme un avion en papier par terre.]
Commode: Tu regardes ces gouttes de Juin à la feuille que je mange?
Marcia: Oui Commode…Je les observe… [Elle est derrière Commode, parallèlement à la statue dans un arc anti-fusée.]
Commode: C’est tout ce qui resta à mon corps de refroidissement…
Marcia: Commode il pleuvra à nouveau et les feuilles, qui bougent à ta bûche, se désaltéreront à une voie que tu n’eus pas imaginée. [Comme une pince au ventricule droit de la statue.]
Commode: L’imagination est l’anti-prise du pouvoir…Il faut qu’on apaise fréquemment l’esprit, sinon il apportera une tempête et au rivage des pouvoirs une vague d’Hypérion… [Il l’avale.]
Marcia: Commode, parallèlement au sable de la plage les coquillages et les étoiles de mer s’éloignent…
Commode: Je ne l’eus pas imaginé… [Il focalise sur sa statue puis sur Marcia.]
Marcia: Le sable Commode n’a pas pourtant un endroit à se cacher et il peut se mêler avec la pluie à un sang divin… [Elle semble avoir focalisé sur des centres de fuite hétérogènes de la statue pour qu’elle ait Commode en face d’elle à chaque déplacement de lui mais en même temps en formant une bissectrice envers la statue.]
Commode: Il a pourtant un noyau dont on peut tout voir… [Il tente à interpréter cette interaction inconsciente.]
Marcia: Je préfère dénombrer les bruissements de mer que de calculer les grains du rivage et la clepsydre énigmatique de la vie… Ton âme fut facturée à la nature…J’ai si froid… [Il tient ses bras.]
Commode: Les ombres Marcia et les yeux de feuilles sont la raison dont tu ne suivras pas la trace…
Marcia: Est-ce peut-être l’ombre de Materne que tu décapitas durant la fête de la Mère des dieux?
Commode: Si je l’aurais réduit en chair à pâté le jour de sa fête, ceci serait une si grande offense… [Dans un air pudibond mais hypocrite.]
Marcia: Commode, tu respectes beaucoup les dieux mais peu les hommes… [Elle remet en question à cause des événements le mensonge de son discours.]
Commode: Dieu…Homme…Bête…Moi…Toi…Lui…
Marcia: Étant donné que Materne ne s’attribua pas la vie, il est hors de question qu’il pourrait être canalisé du mort… [Ressemblant à travers sa variation psychique à la figure d’une olpé.] Commode les pronoms se sont mêlés avec les catégories ontologiques?
Commode: La parole est la Constitutio Antoniana pour une recherche exhaustive des termes et pour le fait de ramener leur existence là où le point est identifié avec l’idée et qu’il se forma d’une image ou d’un son en chair et en os… [Il prend la main de Marcia.]
Marcia : J’aimerais que tu associes aux pronoms lui- elle - lui les mots Commode, Marcia et Materne… Le sens aurait ainsi son attribution précise et il deviendrait compréhensible à tous, par conséquent l’expression du sens s’identifierait avec l’idée initiale… [Il éloigne furieusement sa main.]Même que tu lui rendais hommage à ses autels, elle ne te faisait pas l’attention syntaxique et grammatologique, pour qu’à travers le consentement tu te trouverais en pratique au théâtre hérodien, d’où les mots empruntèrent des rôles et leurs graines sortent de la terre, pour que leurs images se transforment en trois dimensions… [Ressemblant à une Sappho novatrice.]
Commode: Lorsque tu es habitué au pouvoir Marcia, tu ne philosophes pas sur la robe opulente …
Marcia: Puisque la statue, qu’il est dit qu’elle fût créée par Zeus à l’occasion de Ganymède le démantelé, allongée au modèle de son corps par Tantale de Lydie et Ilos de Phrygie de Pessinountas à Rome est en échange, ton pouvoir reste inébranlable… [Dans un ton rassurant et anaphorique.]
Commode: Pessinountas? [Il se met en question.]
Marcia: Il fut appelé à l’honneur des morts aux champs de Modène…Il est soutenu que cette statue tomba du Ciel en Terre et qu’elle n’était jamais magnétisée ni d’un riche ni d’un pauvre… [Ressemblant à la Sibylle de Kymi.]
Commode: Parce que les choses divines appartiennent aux Dieux et non pas aux hommes… [Dans un air d’une démission mesquine en donnant des coups de pied sur terre.]
Marcia: En tout cas je ne trouve pas insignifiant le fait qu’un garçon si beau comme Ganymède soit un objet à revendiquer entre trois personnes, divines ou humaines…
Commode: Cette statue-là tomba sur un endroit convenable… [Il respire légèrement.] Des orgies avaient lieu à Phrygie aux rives du fleuve Français…
Marcia: Parce que Commode l’âme des hommes est du torrent et des vagues, pour qu’à travers leur digue leurs désirs soient couchés dans un courant incessant… [Elle emploie la bûche du laurier comme si elle serait un navire voyageur qu’elle le lance à l’océan.]
Commode: En tout cas cette statue-là ne fut pas intubée grâce à ton preuve d’épuration et de pucelage pour qu’elle soit déplacée…
Marcia: Ma ceinture déflorée ne s’accorde pas avec sa proue…
Commode: Heureusement Énée de Phrygie avaient des racines exceptionnelles…
Marcia: De quelle matière fut-il fabriqué? [Elle embrasse les artères de la bûche.]
Commode: Personne ne sait mais probablement d’un certain pierrectite de l’errant Zeus …Cette matière n’existe pas sur terre… [Enchanté.]Il semble avoir aux lignes un cours déplaçable, au modèle de la surface de Zeus…
Marcia: Roche ayant une surface qui semble liquide…Une véritable fainomirida et divine… [D’une admiration considérable.]
Commode: Beaucoup de gens ne saluent pas la statue par crainte d’être unis ou perdus à cause de sa surface variable… [Suspendu à la statue.]
Marcia: Cadeau immortel de Lyre… [Sa bouche devient sphéroïde et semble d’être adonnée aux hochets.]
Commode: Il ne sauva pas Materne déguisé en mousquetaire pour qu’il me tue… [D’une anti-dose d’ironie de grive.]
Marcia: Il a été signalé par les taches –dromadaires de la déesse… [Ses yeux sont en décontraction verticale.]
Commode: Les taches de la déesse étaient les informateurs de mes lobes et de mes yeux…
Marcia: Ceci est la fin des esprits-chefs et des tons-malfaisants attaquaient la terre des Ibères et des Celtes… [Dans un air de rotation mais en même temps d’avertissement.]
Commode: Mais les gouverneurs des provinces étaient incapables à enlever les vols… [Il abuse un masque de loup.]
Marcia: Tu frappais d’un visage les portraits des pèlerins d’Isis?
Commode: Oui, parce que je suis ambivalent: l’un de mes visages est mal et l’autre est pire encore… [Il est en train d’hypothéquer sa taille mais elle lui échappe et elle enfourche la vache.]
Marcia: Et pourquoi forças-tu les pèlerins de la déesse à mesurer à leur poitrine des pignons? [Commode domine le taureau par sa police de caractères.]
Commode: Pour qu’ils restent à l’épuration et sa chance phénicienne…
Marcia: Et pourquoi coupas-tu l’une de deux mains des pèlerins de Bellone?
Commode: Parce que l’unité est l’œuf de tout…
Marcia: Tu te dérobes à nouveau, tu leur convoites peut-être pour avoir adoré autres dieux à part de toi…La peau de lion que tu portes aujourd’hui ne provient pas heureusement de la toison des hommes… [Évidemment vexée par cette conversation, elle arrête à enfourcher la vache. Elle déchire sa robe et elle forme avec les morceaux des bandes qu’elle met aux genoux.]Tu me tueras peut-être comme les boiteux que tu les fis ressembler à des comédiens serpentins?
Commode: Non…Mais je veux bien que tu deviennes moi et que moi je devienne le taureau…
Marcia: Heureusement, Commode tu n’exposeras pas un bec à ma chevelure…
Commode: La chevelure du pigeon et les poils en nébuleuse son hors-d’œuvre...
Marcia: Et l’œdème en tête dû à l’oiseau, suit le modèle de ton aine montagnard qui était même visible au public par tes habits soyeux… [Dans un air moqueur.]
Commode: Fais attention parce que je tuai beaucoup de gens que j’auscultai d’une origine barbare ou d’une origine noble d’une beauté éblouissante… [Dans un air de Parthie il arrête à enfourcher le taureau, en ayant la conscience qu’une grave cloche s’était produite.]
Marcia: Si Âne était ici, tu ne serais pas énergétiquement impulsif… [Dans un air de suprématie, à la colonne humaine avec sa main de Haider.]
Commode: Il sacralise abondamment la surface d’Agrotera… J’aimerais bien mélanger mes plats pleins en moules avec tes paroles superflues…
Marcia: Tu trouveras toujours à chaque chose angélique quelque chose de misérable ou de superflue…
Commode: Qui est aussi volontairement recyclée… [Il semble l’avoir complétée, sa main de Malenkov est cohésive à la taille.]
Marcia: À ton plat en argent, ces sourds malheureux étaient-ils savoureux? [Elle reste tournée envers lui, dans un air moqueur et en regardant d’une manière indéfinie le public.]
Commode: Vraiment délicieux… Je leur mis de moutarde et de sel… Ils se prouvèrent enfin utiles à quelque chose…
Marcia: Est-il pertinent pour un Dieu de dîner avec des hommes? [Dans un air de coquille, d’une connaissance alchimiste baptisée aux eaux de Mavroneri.]Tu auras involontairement leurs qualités…
Commode: Héraclès était un demi-dieu et arrête de faire tournoyer mon esprit, je domine alors la consommation des dieux…
Marcia: Ils t’accusent Commode d’être un masculin-féminin gamète chaque fois que tu entres aux temples et que tu es mouillé en sang de porphyre… Un cérémonial pas du tout respecté…
Commode: Pourquoi penses-tu que je laissai Julianus tomber par la catapulte aux bains avec la toge et ses équipements? [Il est en train de la déchiqueter.]
Marcia: Parce que la catharsis Commode est un événement étouffant et lourd…
Commode: C’est pour cela que je visite sept fois les bains…
Marcia: Tu seras toujours chassé par le sang de ceux que tu massacras et les bains que tu fasses ne te purifieront pas… Tu es un chirurgien du folklore… [Dans un point final faible.]
Commode: Ma maladie commence en bas, comme tu le dis… [Il marque son aine gonflé.] Veux-tu le guérir? [De sa voix connue et inculte.]
Marcia: Cet éléphant susceptible à la friction, que fit-il pour que son cœur soit attaché à un piquet? [Elle est tendre par rapport à la bête malheureuse.]
Commode: Je ne renonce pas à la mnémonique… [Immobile et gravé à son égoïsme.]
Marcia: Et que dire du percement de la baïonnette par la spirale à la toison de la biche? [Elle est en tailleur sous la statue de Commode.]
Commode: Qu’il soit irrésistible à la profondeur interminable vilaine… [Il semble complètement enfantin.]
Marcia: Tes paroles rappellent les formules de tes essais…
Commode: Le temps c’est de l’argent…
Marcia: Comme l’argent que tu reçois par tes délateurs…
Commode: Beaucoup de gens aimaient la césarienne mais encore plus d’eux la monétaire…
Marcia: Et la vénalité… Commode, n’oublie pas à corrompre… [Elle lui fait signe avec le majeur de sa main de Nixon.]
Commode: Et la trahison que je rassure par la cassation de la peine de mort ou par le droit de la levée d’enterrement…
Marcia: C’est pour cela que tu négocias des postes administratifs et des lopins de terre de l’empire romain? Pour ton propre profit?
Commode: Je n’aurais aucune hésitation à liquider les ennemis et je l’aurais pour les amis? [Il ricane.]
Marcia: Tu liquides c’est qui n’est pas le tien et pire encore c’est que tu considères être le tien…
Commode: Elle parle si juste cette jeune fille…
Marcia: Je me suis transformée d’une concubine en jeune fille, Commode? [Dans une note de péan.] Pourquoi tu insistes qu’il sera vulgaire, sans ballast et tors s’il est divulgué à Acta urbis?
Commode: Pour que je surveille par mes antennes les parasites du peuple et que je retienne les précipices…
Marcia: Tu suscitas à cause de ta main-pratique le courroux du peuple romain … Que tu te présentes alors devant lui à l’amphithéâtre…
Commode: N’oublie pas qu’a part d’Héraclès je ressemble à Dionysos… [Il l’approche encore plus.]
Marcia: Enfin, tu n’opéreras pas les artères de mon huile à parfum comme un dégustateur? [Dans un air d’une exubérance maniérée.]
Commode: J’espère de ne pas les rechercher à Cléandre l’affranchi…
Marcia: Tu t’es rendu compte bien sûr qu’avec la somme d’argent parlementaire confisqué, il racheta les approvisionnements des blés…Il visait à être en faveur du Peuple et de l’Armée… [Elle regarde en pleine volupté et orgueil le Ciel.]
Commode: Oui, et lorsqu’une disette comme celle-ci se produise, qu’il leur distribue les biens, pour qu’il envahisse tous les deux par leur triangle à angle obtus…Il leur édifia aussi un gymnase, pour que chaque citoyen romain obtienne mon corps en turquoise… [Il met en avant les muscles de ses mains dans un air ostentatoire.]
Marcia: Et des bains publics pour qu’il les leurre… [D’une tendance ressemblant à une subordonne causale.]
Commode: Et des bains publics pour qu’il les leurre… [Dans un air affirmatif et fracturatif.]Marcia appelle ma sœur Fadilla pour qu’elle y vienne tout de suite… [Dans un air d’émergence à la fois hypothético-temporel et impérativement mis aux enchères.]
Marcia: Tes souhaits ma commande, Commode… Je ferais tout pour un tel homme… [D’une franche affirmation et d’une soumission obséquieuse.]
Commode: Tu dépassas tes limites et ceci est pire encore pour un homme assemblé… Ne déposeras jamais à un homme des propositions pareilles… [Marcia en feignant abandonne le bosquet comme une créature sublime.]
Scène II
[Fadilla se jette fougueusement sur scène et se met aux pieds de Commode au modèle d’un certain disciple de Jésus Christ.]
Fadilla: Nous nous sommes affligés au carrefour de l’histoire par un désastre gigantesque… [En bégayant et d’un mètre trochaïque.]
Commode: Lève-toi… [Fadilla se lève et se visse sur les yeux de Commode en sanglotant et en conduisant ses mains.] Qu’avait lieu à Rome?
Fadilla: Pompeiacesarius est au point d’être rejeté sur le rivage de Rome…L’infanterie se trouve aux côtés du peuple à cause de sa rivalité avec la cavalerie… [Elle remue ses cheveux et tombe à nouveau par terre.]
Commode: Il est évident que Cléandre contrôle ma cavalerie, même si elle se blesse facilement… [Il bat son menton par l’annulaire de sa main radicale.]
Fadilla: Un anéantissement de génocide nous menace Commode, il menace nous les membres de ta famille au cas où l’Armée et le Peuple y arriveraient… [En sanglotant.] Ils haïssent si Cléandre qu’ils veulent nous décapiter au nom de leurs malheurs… [Elle embrasse de front le côté d’une Lachesis ayant le même pas.]
Commode: Quelle est donc ta proposition ma chère sœur? [Attentif bien que sa décision résolue soit cristallisée à son esprit.]
Fadilla: Si tu mets quelqu’un à lui déflorer la tête et de la porter autour de la ville, nous pourrons peut être s’y échapper le dernier moment… [Elle déchire ses habits.]
Commode: Ta proposition est sénéquéenne, ma chère sœur…La confiance du peuple et de la cavalerie sera ainsi reprise… Et l’infanterie se tournera vers nous si ce traître malchanceux est tué… [Commode lui permet de se comporter comme un homme.]
Fadilla: Que penses-tu de ma démarche? [Dans une élévation philosophique.]
Commode: Je l’appellerai ici, pour qu’un de mes confidents l’arrête et que sa tête expiatoire soit mobilisée d’un long javelot à Rome et aux alentours… [D’une promesse de fondement.]
Fadilla: Des spectacles préférés au peuple… [Illuminée par l’idée de Commode.] Il faut que tu arrives plus tard à Rome et que tu fasses signe au peuple, pour que le cadeau-stimulus établisse une liaison avec l’image-réaction…
Commode: Je leur signalerai que tout ce que Cléandre fit se produisait à l’insu de moi, pour qu’il devienne un lierre à mon pouvoir… [Comme un Elohim à la fois épuré et d’Évandre.]
Fadilla: La vérité est un cadeau qui retourne rarement la métope des temples archaïques et des pèlerins d’ici…
Commode: C’est pour cela alors que le temple d’Irène fondé par Vespasien fut brûlé? [D’une contemplation insincère.]
Fadilla: Où existe Callicratidas à l’empire universel romain, pour que sa religion ne soit pas incendiée? [Dans un air d’une omniscience innée et désespérée.] Ils disent qu’un tremblement de terre paralysant eut lieu à la région…
Commode: Un tonnerre dans la nuit; un bois sans bois… [Dans un air ressemblant à un administrateur boursier qui dit des maximes.]
Fadilla: La pluie s’absentait de la nature… [Dans un air de constatation.]
Commode: Je m’informai que les ours pleurent et que les lièvres…
Fadilla: N’ont pas Commode de mémorigence en nacre… [D’une allocution sociale en sons doux.]
Commode: C’est pour cela peut-être que leur temple en or musicalement indépendant fut brûlé… [Ressemblant à un enfant châtié qui veut prendre sa revanche.]
Fadilla: Les hommes opulents devinrent pauvres…
Commode: Et les pauvres encore plus pauvres… [D’une indolence impériale.] Dieu dota tous d’indigence, une vertu de la nature… [Comme s’il ne voudrait pas dire tout ça, puisqu’il sait qu’il était lui-aussi un parmi les sélectionnés.]
Fadilla: Et nous, nous lui offrîmes un ex-voto en argent pour cette raison-là… [Dans un air d’un arnaqueur trompé.]
Commode: Bien que tout ce qui soit détruit soit une fortune financière, chacun prenait pour sien son commodat…
Fadilla: Cette terre Commode utilisée par nous, est dirigée par des esprits exotiques… [Dans une voix d’une animatrice amphithéâtrale.]
Commode: Et moi, je croyais que les idées prospèrent en histoire… J’ignorais qu’à part de son déplacement elle était aussi poursuivie devant son oubli… N’oublie pas Fadilla que nos racines proviennent des molécules de la terre… [Commode, qui est en préinscription afin de rendre un oracle à ses pieds, s’incline tout droit.]
Fadilla: Un point excédentaire de la ville fut incendié et tout le monde te reproche le fait que les meurtres que tu commis n’étaient pas injustifiés devant la rage de Dieu… [Fadilla est en état de pèlerinage devant la statue de Palade il y a quelques jours transférée par les Vestales à travers la Voie Sacrée au palais de l’Empereur.]
Commode: Tu n’acquerras pas la sagesse d’Athéna Fadilla même si tu fais des génuflexions… [Dans un ton réprobateur.]
Fadilla: Sois attentif Commode, parce qu’après Irène un incendie pourrait frapper aussi notre Hestia pensionnaire…
Commode: Les Dieux se brûlent… L’histoire se brûle… [Il gesticule aux huit directions des vents comme une odalisque.]
Fadilla: Commode ne verse plus de larmes pour les dieux…Pendant qu’ils soient distingués par celle du fil de Clio, ils se sont phénix-embrassés par leur cendres…
Commode: Mais moi aussi je suis un Dieu! [Il semble hurler comme un artiste pionner.]
Fadilla: Demi-dieu Commode… Héraclès était toujours un demi-dieu… [Dans un ton à la fois fantastique et historique.]
Commode: C’est pour cela qu’il suscita la rage fichée d’Héra.
Fadilla: Pour conclure Commode la troisième personne du singulier se trouve loin de la première grâce à des mille virgules… [Dans un air rappelant l’erreur.]
Commode: Parce qu’entre le «moi» et le «lui» s’insinue le pronom «toi»…
Fadilla: Pourquoi penses-tu Commode que cette statue-là devint fameuse chez le peuple romain? [Elle adhère au fil de la vérité.] Il y a des siècles les Vestales l’honoraient et le privaient de la vue publique comme une fausse hypothèse…
Commode: Parce que toujours aux moments du désastre la sagesse de Dieu se déploiera…
Fadilla: Sirius et Géranos Commode sont inscrits au catalogue pour être visibles jour et nuit…
Commode: Si compréhensible comme un tonnerre une nuit d’été… Mes amis me dirent que certaines parmi ces étoiles sont prolongées… [Il approche la statue de Palade et il semble vouloir imiter son égide.]
Fadilla: Je crains que tes paroles ne soient pas fausses… Il semble que chaque Régulus est un Dieu qui à travers le porphyre est devenu en toi un gage… [Elle est agenouillée aux pieds de la statue d’Athéna.]
Commode: Nous l’avons ici. [Il serre sa main soviétique.] Comme souvenir au nom du secours offert aux Achéens qui prirent la tour de nos ancêtres, pour que nous offrions généreusement sa sagesse à nos descendants…
Fadilla: Il est vrai que l’emprisonnement de la statue d’Athéna offrit à Rome sa vertu expansionniste et la sagesse de sa pérennisation à l’aigle de la terre… En tout cas, son transfert à ce palais-ci annonce tes nécessaires pour le dîner-sophistique évolué…
Commode: Ton diagnose est d’athérome, pendant que le char de mon esprit réfugie des bêtes d’Asie de n’importe quel tri… [Il prend de la terre une peau de lion et il danse comme si ses premières selles du nouveau-né seraient par ici et par là.]
Fadilla: Dénébola y naquit Commode… [Il lui montre les constellations de couleur foncée dans un Ciel noir ayant la clarté d’Obéron.]
Commode: Je sais bien que cette toison n’est pas émanée par moi…
Fadilla: Il est dit que l’honneur et l’estime des Antonins sont débauchés grâce aux déguisements de ton char… [Dans un air évidemment méprisant.]
Commode: Ce ne sont que des paroles serpentines du peuple… [Il prend une massue de la terre jardinière et il essaie de la mettre à sa bouche.]
Fadilla: Malgré tes efforts, elle ne peut pas être assimilée par ton corps Commode et sa racine aussi ne peut pas être trouvée dans un autre point…
Commode: Ceci est l’ébène de ma propre vie… [Il la lèche comme une glace ressemblant à une fusée.]
Fadilla: Des situations hilarotragiques… Le Sénat est enragé avec toi Commode, parce que tes statues y sont établies avec des cordes martiales…
Commode: Et je pensais que ma flèche était oscillée à leurs yeux et que tous m’avaient peur… [Il cible comme un archer Fadilla avec sa massue.]
Fadilla: Commode, Empereur d’une génération azurée ou enfant qui n’est pas le premier?[En ayant la stylistique de la sœur aînée.]
Commode: Fadilla je suis ton miroir mais en ayant de la barbe, du phallus et de l’oiseau royal… Je dompterai avec cette massue les plus sauvages fauves et les plus vigoureux jeunes et je ne serais pas dompté… [Il substitue la massue avec le phallus et il le claque tout de suite par terre.]
Fadilla: Des paroles en l’air angéliques des hommes considérables Commode…
Commode: Cette main-ci est aiguisée par les archers parthes et les lanceurs de javelot de Maurétanie… [Il remue la massue avec les deux mains d’un mouvement dextrorsum et sénestre.]
Fadilla: Combien de bêtes à cornes se sont écartés à cause de cette main impériale… [Comme si elle délirerait.] En tout cas, pourquoi les taureaux en sont-ils exemptés?
Commode: Parce que le père de mon destin, Delphinius se déguisa en taureau pour qu’il enlève Europe…Je ne tue pas alors ce bête par respect à son visage… Et peut-être parce que je ne veux pas envoyer mon père à Hadès… [Dans un ton ressemblant à un enfant de cinq ans qui récite de la poésie d’Iliade.]
Fadilla: Le sort et l’embrassement en aciération d’Agitis t’attendrirent Commode… [Elle concilie ses mains pliées en deux à cause de la brise nocturne d’Équinoxe.]
Commode: Es-tu fixée ma sœur au front et au cœur à cause de la haie surélevée au modèle des bêtes que j’empale?[En attendant la réponse.]
Fadilla: Tu es fameux comme Polyphème pour tes capacités et non pour ton courage… [Ses yeux ressemblent à Shih Tzu.] Combien de signes du zodiaque beaux et innocents eurent été sacrifiés par ta main…
Commode: Tes paroles ne me circulent pas… Je ne caresse pas de sentiment pour aucun animal… [Dans un air pudique et humble qui cache des instincts sournois.] Moi, je suis Dieu et je peux tuer n’importe quel animal sans châtiment… Tu parlas pour des bêtes fragiles et en figure de lys…J’aimerais trop que tu sois au-dedans de la haie et que les léopards et les lions se lèchent les babines pour ta chair… [Avec rancune.]
Fadilla: Ce n’est pas moral de lutter contre les chevreuils de près… [Avec répugnance.] Abus du pouvoir en exercice…
Commode: Je suis la prosopopée du pouvoir et son violeur crédible…
Fadilla: C’est pour cela alors que tu t’apparus dénudé à l’amphithéâtre? [Comme une femme qui suscite la gaieté.]
Commode: L’empereur est délibéré par les ordres et les clôtures…J’éblouis tous grâce à mon allure et je vainquis les gladiateurs…
Fadilla: Blesser c’est le verbe que tu leur sous-loue à cause de ta connaissance…
Commode: Un Empereur doit être magnanime avec ses rivaux et leur offrir généreusement la vie…
Fadilla: Aux champs de batailles tu ne démontras pas ta générosité, en honorant dignement les trophées patrimoniaux et ancestraux de notre dynastie…
Commode: Je ne veux plus vivre à mon palais mais à la caserne des gladiateurs… [Il reflue dans un coin et sa façade n’est plus accessible aux spectateurs.]
Fadilla: C’est pourquoi tu mettais alors ta tête au-dedans de la statue qui représente le soleil en tant que colosse? [Elle le regarde comme un bouffon.]
Commode: Fadilla, je voulais pratiquer l’omphaloscopie au miracle de l’antiquité avec le numéro huit…
Fadilla: Si tu ne mourrais jamais, le Phare d’Alexandrie serait du rejeton…
Commode: Vainqueur contre mille gladiateurs j’étais épigraphique à la base de ma statue… [Dans un air triomphant.]
Fadilla: Pourquoi pas contre mille et non contre un million Commode? [D’une porteuse de verge hypocrite.]
Commode: Parce que c’était ainsi le commandement de Dieu… [En sanglotant.] Mon voyage sur terre cessa ici…
Fadilla: Le numéro dix… Multiplicatif et si désespéré…
Commode: Ni les nombres ni les mots ne sont responsables Fadilla pour notre malheur… [Il fait deux pas vers elle.] La clepsydre du printemps, qui nous dépouille si fort comme une tempête les voiles de notre cœur, est responsable …
Fadilla: Peut-être Commode c’est à la sécheresse de la vérité la responsabilité…Nous cherchons son oasis, mais elle nous hébergea jamais à sa cahute dédiée aux faibles…
Commode: Tu pleures toi aussi Fadilla? Cette larme est delphique et contagieuse… [Il lui essuie les larmes avec ses deux mains et il tâtonne ses deux joues.] C’est à la curiosité pour les petites portes de la vie la responsabilité…
Fadilla: Personne n’a de curiosité, lorsqu’il est coïté avec la vérité absolue… [D’une affirmation qui tournoie.]
Commode: Fadilla, peut-être l’irréalisable est responsable pour ta larme… [Comme s’il serait Térence.] L’irréalisable et l’infini…
Fadilla: Et l’infini…Et l’infini… [Elle parle comme si elle serait Corinne.]
Commode: La vie Fadilla est pleine de perte…
Fadilla: Et de parenthèses… [Dans un air suppléant.]
Commode: Les pertes en bataille portent plusieurs douleurs…
Fadilla: Et les moments que nous ajoutons au pinceau de la vie sont encore plus mouillés au miel… Je m’interroge encore sur le fait que tu massacras cent lions… [D’une évocation imprécise.]
Commode: Parce que le numéro un bien commencé est à demi achevé…
Fadilla: Et tu ne préfères pas le zéro demi et doublé?
Commode: J’aimerais que la lettre i intervienne entre les frères ou les sœurs, pour qu’elle les embrasse également de la côté gauche à la côté droite…
Fadilla: Mais si nous renversons le schéma Commode, le symbole d’amour sera divisé… [D’une ironie en angioplastie.]
Commode: L’amour est comme le pouvoir: elle divise tout…
Fadilla: Quel est ton numéro-amant? Le numéro quatre ou le numéro six?
Commode: Le numéro quatre, puisque je suis arrosé par lui… [Il ricane.]
Fadilla: Et si nous mijotions le numéro neuf au numéro six?
Commode: Celui-ci serait idéal au lit…
Fadilla: Le numéro huit coupé en moitié ressemble au numéro trois…
Commode: Un numéro cérémonial, pour qu’on approche Dieu… [Son menton est alpiniste et ternaire.]
Fadilla: Ou pour qu’on s’unisse avec lui… Le léopard, que tu tuas à la mémoire de moi, est sculpté… [Elle élaborera le casque d’Athéna.]Sa bouche par le javelot que tu lui lanças à l’espace entre deux rangs d’arbre ayant la lettre f en évanouissement …
Commode: Et non pas Cronos avec son Japet?
Fadilla: Si il était sans éducation provenant des générations des serpents… Pourquoi aimais-tu pourtant décapiter les autruches?
Commode: Peut-être parce qu’elles me rappelaient l’oiseau d’Héra… [Dans un air de fripon.]
Fadilla: Et les relations entre toi et ta marâtre étaient ébranlées… [Elle rit.]
Commode: Peut-être la tête de la balance et de la lumière était démembrée…
Fadilla: Il y arriverait ainsi la critique des morts…
Commode: Est-ce que tu peux partir, s’il te plaît? La lumière de ta langue me gêne…
Fadilla: Et si je ne le veux pas?
Commode: Fous-moi le camp,-toi avec tes lettres viles qui témoignent des temps en temps et qui me gênent…
Fadilla: Comme tu le veux Commode… [Dans un air humble d’allergie.]
Commode: Je m’excuse pour l’ébranlement, mais je veux rester seul avec la statue de la sagesse en tant que dissolvante… [Il semble avoir avalé un lièvre qui est encore en vie.]
Fadilla: Puisque le Sénat le remplacera par la liberté…La sagesse devenue liberté Commode… [Dans un air inspiré et mégalomane.]
Commode: Je t’ordonnai de me foutre le camp… [Dans un air cyclothymique.] Ma vie qui est prise à part est maintenant courbée à cause de tes bavarderies…
Fadilla: Ton désir et mon désir Commode sont également agressifs…
[Pendant que Commode embrasse étroitement la statue d’Athéna, Fadilla quitte la scène.]
RIDEAU
ACTE V
Scène I
[Le jour de l’assassinat de Commode au palais (31/12/192 après J.C.) se déploiera sur scène. Commode se trouve en itinérance à son lit dans sa chambre impériale en ayant ses mains à dos. Marcia, qui est prête à discuter, y entre fougueusement.]
Marcia: C’est vrai Commode que tu veux partir de la caserne des gladiateurs et non pas du palais public? [Dans un air de Séville.]
Commode: Est-ce que tu m’aimes ainsi habillé de façon sabinienne et sans porter les armoiries impériales de porphyre? [Il regarde au miroir lui-même en détail.]
Marcia: Commode, je t’implore de ne pas y réfléchir et de ne pas sous-estimer le peuple romain… [Elle agenouille devant lui, ses yeux pleins de larmes.]
Commode: Tu es privée du privilège d’épuration dû à la flamme du saint, pour que tu m’implores… [Insensible.]
Marcia: Ne suis-je pas Commode l’Impératrice de ton cœur? [Dans un ton affecté qui insinue la menace.]
Commode: Je n’oublie pas Marcia ton implication, par tes tresses de tes cheveux, au complot de Quadratus il y a dix ans… [Ses yeux pleins d’envie regardent Europe.] Vous aviez le même amant, toi et Lucille… Je pense parfois à ton assassinant animalier… [Comme s’il aurait déjà préparé son crime possible dans une esquisse brève.]
Marcia: Commode, tu ne peux pas commettre un péché contre la nomologie de Jésus Christ, toi qui adoptas les diadèmes chrétiens et qui permis le retour des chrétiens destinés aux mines de Sardaigne… [Comme si elle serait une étudiante inconsciente.]
Commode: Ma pensée sera probablement approuvée par Didius Julianus…
Marcia: Mais n’avait-il pas participé au complot de l’anachronique Catilina, pour que tu sois émigré en voiture à la Lune?
Commode: Il fit pourtant une campagne contre les Hatti en Dalmatie et encore une autre extrêmement réussie en Basse Allemagne… [D’une tendance synthétique d’Eumène.]
Marcia: Tu massacras son frère Julien… [Incandescente.] Commode le mécontentement du peuple envers toi s’est agrandi…Le feu qui détruisit le temple de Vesta et d’Irène l’année précédente, est considéré comme un signe inversé et défavorable envers toi… [Dans un air ressemblant à Sibylle d’Idi.]
Commode: N’oublie pas mon palais sauvegardé que j’abandonnai... [Informé dans les limbes un accouchement.] Mon règne est la période lumineuse de Rome…
Marcia: Commode la périodisation romaine de Mithra est définitivement passée, comme la poudre d’or à la relique de Crispina qui était massacrée par tes goujats il y a cinq ans à Capri… Tout le monde parle désormais de la décadence de Rome…
Commode: Tu veux dire Colonia Lucia Annia Commodiana…
Marcia: Je veux dire Colonia Lucia Annia Commodiana… [Dans un ton auto-anaphorique.]
Commode: Prononce-moi toutes les allocutions des mois… [Dans un ton de professeur.]
Marcia: Lucius… Aelius… Aurelius… Commodus… Augustus… Herculeus…
Commode: Exactement… [Comme une idole cycladique ancien II de Syros.] Si exactement… [L’une de ses mains dévie et devient une bande dessinée.] Continue…
Marcia: Romanus… Exsuperatorius… Amazonius… Invictus… Felix… Pius…
Commode: Je suis l’année avec ses deux branches… [D’une emphase ressemblant à celle de Tarquin le Superbe.]
Marcia: Toutes les planètes à Ogulnius ton orbite d’Ogulnius … [Elle crée avec ses mains une planète hors de Saturne.]
Commode: De la tête aux pieds…
Marcia: Commode, tes femmes n’ont plus une confiance de Tirésias en toi… [Elle le regarde dans ses yeux de Victoria.]
Commode: Voilà Marcia, l’étudiante qui navigue rapidement… [Avec dystocie à son énoncé.] Le jour de Commode lui est resté indélébile…
Marcia: Le chanceux Sénat de Commode ne te pardonna jamais le fait que tu lui imposas des impôts intolérants… [Elle rit de façon sardonique.]
Commode: Cléandre est inculpé pour tout…
Marcia: N’oublie pas que Cléandre s’était marié pour deux ans avec Perennis…
Commode: Il est mieux ainsi que de se marier avec lui à cause de mon ouïe de cadastre…
Marcia: J’aime bien que tu es en état de plaisanter, pendant que tes troupes sont en train de se révolter… [Dans un ton éveillé.]
Commode: Ceux de Commode m’offrent du secours et de la prospérité… [D’une sensation de connaissance de tout et assurante.]
Marcia: Est-ce que tu peux m’interpréter la massue et le lion en bronze qui se trouvent à ton portrait à Colosse? [Comme un haïku autour du lit conjugal.]
Commode: Protecteur de l’empire contre la (guerre) punique et l’avilissement magnifique…
Marcia: Et l’inscription de cette statue proclamant que tu y sois toi-même le seul, défenseur gaucher et douze fois vainqueur de mille hommes…
Commode: Les travaux d’Hercule dans l’éternité et le millénaire… [Il ressemble à un naufragé dans une cage rapidement peinée.]
Marcia: Commode, les mythes ne te sauveront pas… [D’une conscience procédurale.]Les députés de Rome sont mécontents parce qu’ils sont obligés de payer deux monnaies d’or chaque fois que tu as ton anniversaire…
Commode: C’est un acte symbolique… [D’une humeur évidemment corrosive.] L’une de deux monnaies d’or symbolise le donateur et l’autre celui qui fait l’honneur, afin que tous les deux soient transplantés durant le bonheur posthume dans la prospérité…
Marcia: Les cinq dinars, imposés aux députés hors de Rome, leur rendirent extrêmement mécontents…
Commode: Mes deux pieds, mes deux mains et ma tête se trouvent en ton symboliste …
Marcia: Le peuple romain se crève chaque fois que tu lui sollicites le montant de mille sesterces, pour que ta vertu s’affronte à l’arène…
Commode: Il symbolise les mille gladiateurs y massacrés par moi tout au long de ma carrière car ils ne faisaient rien, pour que ce crime soit éliminé… [Il lance au mulet idéal la bête.] À chaque tête de mulet un sesterce… [Succinct.]
Marcia: Les trois cent filles et les trois cent garçons enlevés par toi pour tes orgies, qu’est-ce qu’ils symbolisent exactement?
Commode: L’enlèvement suit le modèle de l’amour qui est un galop instantané et les trois cent filles et les trois cent garçons tombés à Pydna de l’amour, au modèle des trois cent de Leonidas Ier. … [Il rit en se souvenant de ses horribles événements.]
Marcia: Pourquoi Commode ta tête est rasée? [À double sens.]
Commode: Le culte d’Isis l’oblige…Les ombres ingénieuses, toujours fameuses et transparentes aux autres se trouvent loin…
Marcia: Moi, je pense que tu flambes ta chevelure et ta barbe, non parce qu’Isis l’oblige,mais parce que tu as peur d’être assassiné par les outils aigus de tes coiffeurs… [Dans un ton répugnant.]
Commode: Tu peux dire ça aussi…
Marcia: Tu sais Commode que Forum semble être abandonné à cause des empreintes des dieux? [En activant la curiosité de Commode.]
Commode: Entièrement nouveau… [Il flotte sa barbe de Rhin.] On ne dresse pas pourtant toujours la carte sur l’achat et la vente entre dieux et peuple…
Marcia: De surcroît, il est diffusé que –j’ignore sa vérité– les portes jumelles du temple de Janus sont largement ouvertes et que la statue d’Anubis se déplaça insensiblement elle-même…
Commode: Il se peut qu’un tremblement de terre malade eût lieu… [D’une tentative volontaire à rationaliser les événements.]
Marcia: Peut-être… [Elle rit comme si elle ne croirait plus rien.] À part ça il était aussi signalé, que pour certains jours la statue d’Hercule suait…
Commode: De la brume…De la brume… [Il délire.] Je veux que ma seigneurie soit roulée dans la Domus Vectiliana… [Dans un ton ressemblant à une proposition volontaire…]
Marcia: La brume Commode ne te libère pas, afin que tu voies la vérité…
Commode: Ni les petits dragons qui crachent le feu…
Marcia: Ni eux Commode… [Comme si elle rêverait.]
Commode: Il fallait que la déclaration sur l’incendie de Rome au début de l’année fût réalisée…
Marcia: C’est pour cela que tu penses alors que les oiseaux étaient aux côtés du feu?
Commode: Oui, parce que mes paroles étaient violées… Laetus devrait être déjà exécuté… [Dans une figure de repentir.]
Marcia: Pour t’avoir détourné et pour avoir évité une révolution de classe sous ton pouvoirdans la mesure où la ville était brûlée? [Longue pause. Ils sont tous les deux sceptiques.]
Commode: Il faudrait peut-être que les spectacles impériaux soient exposés par la toge et non par les manteaux… [Comme un sens d’abstraction.]
Marcia: Peut-être… Il est dommage que ta chevelure soit désormais rasée… J’aimerais la poussière d’or de Céphée…
Commode: Si tu y approches tu pourrais voir un certain vestige…
Marcia: Cordialement…
[Pendant que les lumières s’éteignent sur scène, Commode et Marcia s’arrachent aux étreintes amoureuses.]
Scène II
[Pendant que Laetus et Eclectus entrent dans la chambre, Marcia la quitte.]
Commode: Le chef de chambrée et l’éparque de mes champs, comment me rendent-ils un tel hommage? [Il feint d’ignorer tout.]
Eclectus: Notre Empereur aujourd’hui Saturne décède et descend sur terre…
Laetus: Et demain nous célébrons sa Renaissance divinique en Janus… [En regardant Eclectus et en se rappelant une conversation shakespearienne.]
Commode: Se tromper… Infinitif présent du verbe se tromper qui veut dire soit que je reste inobservé soit que je m’échappe de l’attention… [Il fait un tour devant ses visiteurs.]
Eclectus: S’être trompé… [Il feint de couper les cheveux en quatre.] Infinitif passé de qualité quaternaire…
Commode: Je préfère de me protester que de parler vaguement et surtout à cause d’une écriture en argent…Présent d’or est le temps que je voudrais s’y être attaché…[Il prononce passionnément les voyelles.]
Laetus: Faudrait-il peut-être se cacher sous la terre et perdre notre passé composé au nom du présent de vos rêves et de vos désirs? [D’une certitude incontestable.]
Commode: Si ta langue continue à devancer la pensée et à faire chanter l’avenir à travers des libations, tu remplaceras Janus à la commémoration… [Il le tinte aux seins sept fois par son index de sa main de Mitterrand.]
Eclectus: Avez-vous jamais pensé notre Empereur, au fait que nous sommes un dipôle mental opportun et férié? [D’un changement des impressions en distension.]
Commode: J’y avais pensé et c’est pour cela que j’ai un double cadeau pour vous… [Il leur montre quatre paquets, les deux ont un ruban doré et les deux autres ont un ruban bronzé.] Ce sont pour vous… Nous devons rendre hommage à notre étiquette fériée… Les deux paquets de droite sont à Laetus et les deux paquets à gauche sont à Eclectus…[Le premier qui ouvre ses cadeaux est Laetus qui tâtonne une poire et une étoile de mer.]
Laetus: Qu’est-ce que tout ça veut dire? [D’une perplexité de signature authentique.]
Commode: La poire offre l’espoir, la sante pieuse et l’étoile de mer le pouvoir inextinguible de l’amour…
Laetus: Merci beaucoup, mon Empereur… [Pendant qu’il mord la poire, il oscille en ayant sur tête l’étoile de mer.]
Commode: Celui qui reste silencieux donne son consentement… C’est l’heure alors pour qu’Eclectus lui aussi active sa propre boîte jumelle… [Eclectus approche les boîtes et il les ouvre maladroitement. Il y trouve un genévrier et un homard.]
Eclectus: Quel est le symbolisme final empereur?
Commode: Le genévrier t’offrira de la protection et tu entreprendras par la suite l’initiative à une activité innovatrice… Le homard symbolise un heureux événement qui t’offrira de la longévité…
Laetus: Je n’y consente pas…
Commode: Ne contredis pas l’Empereur qui exerce sur toi tout son pouvoir infinitif…
Laetus: Je renonce mon Empereur à un cadeau qui implique le silence comme vénalité… [Commode blêmit de rage.]
Commode: Partez tous les deux de mon quadrige …[En regardant et en ramant sa bague impériale.]
Eclectus: Laetus comme moi, est en désaccord avec votre décision de participer en tant que gladiateur aux festivités de Cronos notre Empereur… Exprimant un avis d’après la volonté du peuple… [Dans un ton sobre.]
Commode: Le peuple Laetus c’est moi…[En hurlant comme un chien.] Le peuple n’a pas de personnalité…C’est moi qui exprime la volonté du peuple… Moi… [Il lui montre lui-même dans un air irrité.]C’est moi le peuple…Moi…Tu le comprends? [Dans un air des Huns.] Je ferai tout ce que je veux sans me mentionner à aucun Dieu souterrain, terrestre ou aérien… L’empereur peut aussi devenir un gladiateur… [D’une fatuité arrogante.] J’appartiens à la fois au palais et à l’aréna…[En se dirigeant tantôt vers Eclectus tantôt vers Laetus.]
Laetus: Si vous ne modifiez pas vos habitudes notre Empereur un révolte se déclenchera… Ils nous couperont les têtes et ils nous accoucheront vite au Tibère… [D’une peur qui est vraie.] N’oubliez pas que lorsqu’un empereur est assassiné, ses courtisans et ses affranchis ont le même destin… Vous nous exposerez ainsi à un danger titanesque…
Commode: Ta vie est plus importante pour toi que la vie royale? [Dans un ton épouvantable même pour les spectateurs de la scène.] Est-ce que j’entends bien? [Commode, à l’aide de ses mains, prétend d’avoir les oreilles de l’éléphant.] Il se peut que je porte la peau de lion en tant qu’Hercule, mais toi tu as peur que la tienne soit épuisée… Où se trouve Pluvial pour que je m’en réjouisse de très près?
Laetus: Pourquoi? Moi et Eclectus, nous voulons vous-même en quatre lettres… [Dans un air timoré.]
Commode: Envole-toi devant moi statue à deux branches… Tu es venu trop tôt… Il fallait que tu sois célébré demain…
Laetus: Cette statue est, d’un naufrage, écrasée … [Dans un humble air.]
Commode: Vous fîtes les préparations nécessaires, parce que je passerai la nuit à la caserne des gladiateurs dont j’inaugurerai, pour que je devienne une action capitalisée aux sacrifices de la fête, pour que tous les Romains admirent mon équipement à partir du sacrifice de demain…
[Laetus fait une démarche auprès d’Eclectus pour qu’ils se retirent de la scène.]
Scène III
[Laetus et Eclectus quittent la scène. Commode prend une plaque en bois de tilleul et il s’assoit au lit. Philocommode y entre, en ayant des chevilles sur main, et joue insoucieusement au plancher.]
Commode: Moi Caesar Lucius Aelius Aurelius Commodus Augustus je condamne à mort Marcia, Laetus, Eclectus et le Sénat entier pour avoir réalisé une conspiration de haute trahison contre ma vie. La peine devra être le plus tard possible exécuté jusqu’au midi du surlendemain. Les fortunes des traîtres seront offertes à la possession impériale comme indemnisation au nom du préjudice moral que sa Majesté a subi. [En écrivant et en criant ses paroles-ci à un public imperceptible.] Philocommode je vois en toi moi-même comme Narcisse envahi par le méandre de ses malheurs. [L’enfant continue à jouer par terre avec les chevilles et semble ne rien comprendre de tout ce que Commode lui cite.] Ça te gênes de me baigner sous l’eau de la nature, pour que j’accueille l’an nouveau?
Philocommode: Non…
Commode: Ta parole de poussin, mon ordre possesseur… [Commode laisse la plaque au lit et quitte la chambre. Philocommode regarde avec de la philo-curiosité la plaque, il l’approche et il la traite avec ses deux mains.]
Philocommode: Qu’est-ce que ça pourrait être? Ça doit être un jouet! [Il dit Philocommode et il commence à l’ouvrir et fermer aux bouts de ses développements. Finalement, il quitte la chambre en chantant une ode de guerre.]
Scène IV
[Philocommode rencontre Marcia à la cour du palais impérial.]
Marcia: Philocommode, viens entre mes bras philo-tendres et mon douceur… [L’enfant insoucieux obéit à elle.] C’est quoi ce que tu tiens à main?
Philocommode: Je le trouvai dans la chambre de Commode…
Marcia: Peux-tu me le donner? [D’une curiosité gloutonne.]
Philocommode: Je peux! [En descendant de ses bras il le lui donne. Marcia se met à crier. Philocommode se cachera derrière un buisson à cause de sa peur.]
Marcia: C’est ça alors ta générosité Commode, pour mon feuillage érotomane et pour ma colonne décennale a ton comportement compliqué et nauséabond ressemblant, extrait de Bacchus… [D’effroi et de menace sans soigne.] Un homme filtré en raisins ne marchera pas sur la plate sagesse féminine du temple… Sors du buisson Philocommode…
[Philocommode l’approche avec réticence.] Trouve Eclectus et dis-lui de venir me joindre dans ma chambre… [Philocommode lui fait un signe rapide d’affirmation et part du jardin avec hâte.]
Scène V
[Eclectus entre dans la chambre de Marcia qui tient à main la plaque en bois de tilleul et qui la berce comme un petit enfant.]
Eclectus: Pourquoi Marcia, Philocommode me dit de frapper à ta porte le plus tôt possible?
Marcia: Parce que les mots ont toujours l’anti-guérison en strophe d’épode… [Elle regarde la plaque comme un phallus au comble d’apogée.]
Eclectus: Pour le moment Marcia les mots te rappellent plutôt Sibylle de Samos que la transfuge de Grande Bretagne. [À la fois apaisant et ignorant.]
Marcia: Je suis le guide au catalogue des navires de Vénus…
Eclectus: Tu ne fus jamais considérée comme lectrice d’Homère… [D’une curiosité perdue et concentrique.]
Marcia: Nos noms sont rapsodiques sur ce bois, sans feuilles, sans simoun pour les déplacer au sort des plaines de la vie…
Eclectus: Tu me suscites de l’effroi encore plus grand que celui de Commode avec tes voyelles et consonnes désagréables à l’oreille… [D’un grincement sentimental.]
Marcia: Plus raffinées que la syllabation de ta propre vie…
Eclectus: Ne deviens pas Marcia une amazone rouge… Il a lui aussi à ses côtés Épi et Bouvier… Dis pourtant le contenu de cette plaque, sans doute tertiaire par rapport à celle de Moïse…
Marcia: Celle de Moïse octroyait la vie et non pas la mort… Commode devint d’un demi-dieu avec massue un Dieu et désire que notre pain soit attaché avec de l’eau bavarde et d’argile aux stalactites et aux stalagmites de Cerbère…
Eclectus: Tu parles sérieusement Marcia lorsque tu dis qu’il était gêné par notre critique ascétique? [Il l’approche et il l’embrasse à la bouche. Elle, elle se métamorphose en marée basse.]
Marcia: Il connaît Eclectus… Il connaît que chaque fois qu’il unit son cœur moche de phallus avec mon uniforme moche de vulve que je prétends Réa qui allaite Cronos… Il connaît que derrière lui je t’eus imaginé… Ton masque sur mes lèvres coulant de ma fontaine de Castalie… [Engloutie par son amour au visage d’Eclectus.]
Eclectus: Ne deviens pas si provocatrice, parce que tu seras pétrifiée au Panthéon par l’aile noir des stèles funéraires…
Marcia: Eclectus quelle fête nous aurons à l’aide du garde de chambrée Argo et la lune! [La plaque lui est offerte dans un pluriel de magnanime politesse.]
Eclectus: Tes yeux Marcia sont des étoiles et ton troisième de la lune… [Il se met à la lire.]
Marcia: Je pensais Eclectus que mon troisième œil était mon mamelon qui s’insinue dans mes seins…. [Elle lui montre ses seins.]
Eclectus: Il faut que je mette Laetus rapidement au courant… [Il dit Eclectus en frémissant et il s’éloigne de la scène en laissant Marcia seule.]
Scène VI
[Laetus y entre plein de sueur en ayant Eclectus pour compagnon et en tenant la plaque comme le Coran.]
Laetus: Es-tu consciente Marcia du fait que je tiens à main notre condamnation plutonienne? Qu’est-ce qu’il faudra alors être décidé entre nous?
Marcia: Il faut que Commode s’empoissonne grâce à notre pensée bien présentée… En retournant de son bain, je lui offrirai le miroitement de son âme en kylix, pour qu’il s’épouse avec Dionysos…
Eclectus: Et si Marcia le poison est rejeté par son corps à cause de l’anti-médicament? [Il semble être inquiet pourle sort de tous les trois.]
Marcia: Nous recruterons Narcisse, pour que sa gorge arrête à lui offrir de la vie…
Laetus: Dans ce cas-là que notre plan soit mis en pratique, sans aucun délai…
[Laetus et Eclectus quittent la chambre de Marcia. Elle, elle laisse par terre la plaque et elle l’observe comme Pythie en fixant ses yeux sur elle.]
Scène VII
[Marcia, Laetus et Eclectus forment un triangle autour du cadavre de Commode qui est enveloppé dans une couche pas chère et éclairée.]
Marcia: Ceci est la fin de tous les empereurs Eclectus… [D’un soulagement téléologiquement historique.] Voudrais-tu peut-être le succéder à son trône?
Eclectus: Si je voulais jamais être Empereur je le voulais pour des raisons d’asylie et non pas pour de raisons de suprématie… Le pouvoir des Lestrygons est succinct à sa toge… Le pouvoir absolu avec Hadès est égal à la racine de l’absolu…. [Avec prudence et sagesse.]
Marcia: Tu parles comme un juste Empereur, mais notre problème n’est pas résolu…
Laetus: Le théorème de Pythagore que nous formons sous son corps inférieur, ne propose pas de solutions au problème de la succession mais juste des possibilités…[En réfléchissant il regarde le cadavre, puis Marcia et finalement Eclectus.]
Marcia: Ta question devrait être ceci: qui couvre la plus grande surface du triangle et qui se marient avec les deux autres qui sont les plus petites… [En se dirigeant vers Laetus.]
Eclectus: Marcia tu poses une question d’un stylobate sans compter le mort comme une troisième solution idéale… [D’une humeur neutre et grammaticale.]
Marcia: Ceci est la quadrature du triangle et non pas son pythagorisme…
Laetus: Apprends Marcia que le pouvoir a son quatrième dimension à son portefeuille…
Marcia: Il se peut qu’un triangle Laetus ait une quatrième côté et même morte? [Dans un air d’une étudiante qui ne cherche pas à accumuler des connaissances.]
Laetus: Les triangles Marcia sont des figures vivantes…
Marcia: À chaque côté ses mets. Un triangle pourtant se multiplie en carré, au modèle du pouvoir qui multiplie l’égocentrisme de ses porteurs… [D’une connaissance intime.]
Laetus: Dans ce cas-là pourtant Marcia l’un des côtés du triangle relève du carré… Nous serions devenus célèbres au visage du pouvoir…
Marcia: Arrête Laetus d’identifier le côté ou l’aspect des figures géométriques avec nos visages… En tout cas ces figures étaient conçues, dans le but de former des idées abstraites sans avoir trois dimensions…
Eclectus: C’est nous les dimensions des idées Marcia; non pas les triangles, les carrés et leurs représentations… [Dans un ton d’un champion doctoral stagné.]
Marcia: Eclectus si notre triangle est équilatéral, Pythagore n’y est pas présent. [Elle lui répond d’une ferveur sacrée.]
Laetus: Je pense Marcia que nous sommes éloignés comme le mort du stoïcisme … [D’une pure constatation.]
Marcia: Ce qui me fait réfléchir c’est comment son corps pourra être sorti de sa chambre, sans être aperçu par ses gardes dormis d’un œil13…
Eclectus: Nous mettrons deux servants de lui de prétendre d’être en tête de ses poubelles…
Marcia: Ça c’est près de la vérité… [D’un rire évoquant les malheurs.]
Laetus: Il serait mieux d’être déporté sur une banlieue…[En se doutant sur l’exactitude de sa pensée.]
Marcia: Le fond extérieur d’un cercle appartient à la sphère de la liberté, alors que son rayon à Fulia Caninia de la société…
Eclectus: Pour être à sa périphérie nous dirons qu’il décéda à cause d’apoplexie… [Comme un petit enfant qui fait une farce et qu’il veut ne pas être surpris sur le fait.]
Marcia: Sa voracité et ses ivresses seront la meilleure conjecture de ce décès…
Laetus: Qui le succèdera pourtant au trône Marcia?
Marcia: Je pense à une personne… [Elle remue à poing la tête.] Commode ne le tuas pas, d’un côté parce qu’il était pauvre et il ne touchait pas à la fortune, et d’un autre parce qu’il était Auguste aux troupes et aux compagnons de Marc Aurèle grâce à l’appréciation envers son sérieux… [Dans un air intéressé et informatique.]
Eclectus: Qui pourrait être notre sauveur?
Marcia: Pertinax… [Comme s’il serait le sauveur.]
Laetus: Pertinax… [Comme s’il serait le sauveur.]
Marcia: Les Allemands et les barbares de l’Orient avaient beaucoup peur de lui…
Eclectus: Puisque Laetus est éparque, qu’il rendre visite avec ses soldats à Pertinax et qu’il lui propose le siège envié et de chlamyde… [D’une inclination d’initiative.]
Marcia: Si tu y vas, il pensera que tu veux qu’il soit assassiné…
Laetus: J’y irai avec Eclectus… En tout cas, sache Marcia que le tyran est désormais mort… La vie prudente de Pertinax, sa grande valeur et son âge le rendent un embrassement de figure léonine au peuple romain…
Marcia: Il se peut qu’il ne soit pas convaincu par tes paroles… Donne-lui la plaque pour prouver les plans de Commode et sa valeur… [Elle prend la plaque du lit de l’Empereur décédé et elle la donne à Laetus.]
Eclectus: Ceci est l’un des dix commandements de Moïse même s’il n’est pas écrit… [Dans un air d’éclecticisme.]
Marcia: Ils existeront toujours aux monuments écrits des stichomythies, des paroles de Dieu, des interprétations diverses et des aphorismes…La langue a part de sa fonction cubiste a sa poussée et sa plongée…Tant de significations et de slogans au-dedans des phrases et des propositions…
Laetus: Tout a besoin de son décodage… [Dans un air de serrurier.]
Eclectus: Laetus tu connais les administrateurs de la Haute Pannonie et de Bretagne, pour que nous nous les adjoignions à nos côtés?
Laetus: Septime Sévère en Pannonie et Clodius Albinus en Bretagne…
Eclectus: N’oublions pas aussi Pescennius Niger comme administrateur de Syrie…
Laetus: Mon logique et ma sympathie sans faille envers lui s’y consentent …
Marcia: Il y a aussi les interprétations erronées… [Dans un ton énigmatique qui est gouverneur au Sphinx.]
Eclectus: Il y a aussi l’interprétation erronée… Qui se procèdera à la conclusion de l’acte Marcia?
Marcia: Tous ensembles… Commode, ennemi de la race humaine… [Comme une cérémonie secrète et archégone, alors que les deux autres répètent trois fois ses paroles.]
[Marcia, Laetus et Eclectus prennent un panier en roses et jettent sept d’eux au corps inanimé de Commode, avant qu’ils quittent tous ensembles la scène.]
RIDEAU
FIN
lets-arelis
Oct 23, 2019
eliogabalo-italian version
ELIOGABALO
ARELIS
PERSONAGGI
Eliogabalo
Giulia Soemia
Giulia Mesa
Ierocle
Antiochiano
Soldato
______________________________________
POCHE PAROLE SULLA TRAMA DELLA SCENEGGIATURA
La vicenda nel palazzo di Eliogabalo a Roma si svolge durante il periodo del suo impero [219- 222 d.C.]. Il Primo Atto si svolgera` nell’ autunno del 219 d.C., il Secondo nell’ autunno del 220, il Terzo nell’ estate del 221 d.C. e il Quarto dagli ultimi giorni del suo impero fino all’ omicidio l’ 11- 3- 222 d.C. di lui stesso e di sua madre. La sceneggiatura si occupa dell’ ideologia filosofica e religiosa di un imperatore che ha turbato a causa degli scandali, del suo carattere innovattivo e ribelle, la morale della societa` romana, causando un uragano di reazioni, per portare gli spettatori a ritracciare la sua personalita`. Include conversazioni di Eliogabalo con sua madre Giulia Soemia, sua nonna Giulia Mesa e il suo amante Ierocle che riguardano il governo pubblico, la sua storia e buste di stelline.
[VERSIONE GRECA]
La rappresentazione ci trasporta ai giorni e alle opere dell’ imperatore romano Eliogabalo [Emesa, Siria, 8 o 20- 3- 203 d.C. – Roma, Italia, 11- 3- 222 d.C.] che ha scandalizzato la societa` romana con le tradizioni e le usanze orientali dispiacendo le donne a lui imparentate, simultaneamente attive al Senato, come sua madre, Giullia Soemia [Apamea, Siria, 180 d.C. – Roma Italia, 11- 3- 222 d.C.] e la nonna Giulia Mesa [Emesa, Siria, 7- 5- 165 d.C. - ? 3- 8- 224 d.C.]. Il malcontento dell’ esercito era diventato piu` intenso con i loro amanti effimeri come Ierocle [che si dice che l’ aveva sposato], ma anche con il suo ermafrodismo che aveva come diretta conseguenza la preferenza verso il cugino Alessandro Severo [Arca Caesarea, Akkar, Siria, 1- 10- 208 d.C. – Moguntiacum, Germania Superiore, 21- 3- 235 d.C.], figlio della sorella di sua madre, Giulia Avita Mesa. I quattro atti della rappresentazione si svolgono in quattro periodi diversi del suo regno: il primo atto nell’ autunno del 219 d.C., il secondo nell’ autunno del 220 d.C., il terzo nell’ estate del 221 d.C. e il quarto negli ultimi giorni della sua vita, fino al suo assassinio l’ 11- 3- 222 d.C., dopo il colpo di stato militare che si e` verificato tre le file dell’ esercito. Eliogabalo in questi istanti filosofa sulla politica, l’ amore, i suoi matrimoni, i rapporti sessuali con entrambi i sessi, la religione, i costumi che ha portato a Roma, mentre non esita a criticare se stesso poco prima della sua fine e quella di sua madre.
Fonti: Historia Augusta, La vita di Eliogabalo.
Dione Cassio, Storia Romana.
Erodiano, Libro V.
Enciclopedia Cattolica, lemma Eliogabalo.
Wikipedia the free encyclopedia.
PRIMO ATTO
1° SCENA
[Pochi mesi dopo l’ autonominazione di Eliogabalo come imperatore si svolgera` all’ Elagabalium, un tempio di lusso nella parte orientele della Collo Palatino di Roma. Eliogabalo, in presenza di un metorite conico di plutone chiamato El Gabal che su un carro con frontespizi ed oro e` stato corrazzato, stara` sull’ attenti, mentre con Giulia Soemia conversera`]
ELIOGABALO
Al dio del Sole Indistruttibile sono stato plasmato...
GIULIA SOEMIA
Non sei stato forgiato dal dio Kotar[1]? [I lobi di Eliogabalo con le sue mani si sono imprigionati].
ELIOGABALO
Questa pietra e` stata trasportata dalla Siria. [Le sue mani con il senso del tatto dello spratto si sono trattenute].
GIULIA SOEMIA
Si sposera` Astarte? [Con la sua successione tocca la pietra di Tanit che dall’ Africa e` statta estratta].
ELIOGABALO
Il sole dell’ Emesa la luna di Cartagena sposera`...
GIULIA SOEMIA
Ogni aspetto l’ occhio destro e quello sinistro preghera`... Hathor lo testimonia...
ELIOGABALO
Colomba col ramo d’ ulivo e Iside al mondo verra`, dopo che Belo da El Gabal sara` sostituito... Ed io il giudice Gedeone...
GIULIA SOEMIA
Ed io la tua Asherah! Come Assalonne pregherai per adormentate il tuo fratello imperiale El Gabal? [Eliogabalo si separera` da El Gabal per poi tastare con il suo palmo razionale la pietra di Astarte.]
ELIOGABALO
Urania, Astarte, Minerva... Con le tre si e` abbellita... [Giuia Soemia a sua volta la pietra di Astarte abbandona e la pietra conica di spinello da lei verra` aleggiata.]
GIULIA SOEMIA
Dall’ Iride o dall’ Eden e` stata mandata! [Con il rissucchio delle sue mani la plasmera`]. I suoi segni permanenti ed occulti raffigurano l’ argilla calcarea del sole.
ELIOGABALO
Non averne paura! E` del sole l’ elisse portatile non ancora affilata...
GIULIA SOEMIA
Questa sporgenza sembra cosi` piumata! [Sorpresa mentre la affera come un bambino nano.]
ELIOGABALO
Siamo io e te, che siamo spuntati da qui a li`... [Con l’ indice nella sua mano destra, la terra nella sua fessura si raffigurera`.]
GIULIA SOEMIA
Sei la descrizione dei fili di osso spinato di Bacco... [Afferra la sua corona di pietre rare che abbaglia di diversi colori.]
ELIOGABALO
Con questa mia divisa asiatica il mio aspeto sefirotico appare bussola magnetica ai soldati... [Come un indossattore di tunica fino ai piedi si mostrera` a lei.]
GIULIA SOEMIA
Forse aiuta il fatto che le punta delle dita dei tuoi piedi in abiti di purpureo e d’ oro erano stati coperti... Ku tra le nuvole da te verra` cavalcato!
ELIOGABALO
Prevarra` Mut al confronto del re degli dei o senno`! Chi sette anni di carestia e siccita` da un Evdomagetis[2] di euforia preferisce?
GIULIA SOEMIA
La terra di Canaan e` stata allegata qui`... [Dalla pietra si stacchera`]. Il Senato con la danza al suono del piatto da percussioni intorno all’ altare immortale provochi...
ELIOGABALO
Chi a se stesso fa la circoncisione e` diventato giglio... [Dalla pietra anche lui si separera`]. La rugiada tutto ingigantisce...
GIULIA SOEMIA
Questo carro a sei cavalli si e` avvolto di splendore...
ELIOGABALO
Siccome lo schiavo non lo conduce e non tiene le briglie.
GIULIA SOEMIA
Li hai preceduti... Appoggio era ogni lato della scorta per rifugiarti...
ELIOGABALO
Ghirlande e violette ho sognato... [Una pulsatilla dal terreno raccoglie per odorarla.]
GIULIA SOEMIA
Ti ricordi che cospargevi di coppe d’ argento e d’ oro la folla, mentre su grandiose mura che per questa melodia erano state architettate eri salito?
ELIOGABALO
Abiti di lino di ogni tipo...
GIULIA SOEMIA
Quante persone fra le lance dei soldati erano state al festival catturate o erano state calpestate?
ELIOGABALO
Astarte con il cipresso diventera` piu` dannosa...
GIULIA SOEMIA
Senza di lei Macrino ai confini della Siria con la Fenicia non sarebbe stato sconfitto... [Stringe i denti, siccome questa persona da lei e` stata odiata molto.]
ELIOGABALO
Il Senato romano si e` schierato velocemente con l’ inclinazione del vincittore! [La collana di perle al collo come Tomaso scandaglia.]
GIULIA SOEMIA
Il trucco delle tue guance la linea celeste delle donne dell’ Arabia subentrera`... [Eliogabalo i piedi di sua madre bacia inginocchiato ed esclama.]
ELIOGABALO
Mater Castrorum! Servi del mio, tutti gli dei!
GIULIA SOEMIA
Compresa l’ immagine della Grande Madre e dei suoi recipienti sacri...
ELIOGABALO
Quanto avrei voluto che l’ emblema della Saiteftra[3] a Laodicea sull’ altare dell’ El Gabal che fosse dedicato... [Con la sua mano femminile la cavita` si inarchera`.]
GIULIA SOEMIA
Oreste si e` moltiplicato...
ELIOGABALO
Nell’ Orestea ha trovato la guarigione Adriano dall’ Anostir[4]!
GIULIA SOEMIA
Al Marmareo si sarebbe discolpato... Quanti kouros da tutto l’ impero con arterie di azzurrite per il nostro dio si erano sacrificati... [Con voce dal rimorso rifrangente.]
ELIOGABALO
Esaminavo e tormentavo il loro organo genitale alla maniera delle ceremonie indigene. [La zona pubica di sua madre circumnavighera` con la sua mano. Giulia Soemia in questo atto atroce lo respinge e ad Astarte getta l’ ancora.]
GIULIA SOEMIA
Sono assenti dal tempio i leoni, le scimmie e i rettili... [Con voce di Encelado.]
ELIOGABALO
Non ho attualmente organi riproduttivi di kouros nel borsellino... Cosi` per corredo niente dal suo matrimonio con me non e` mancato. Astarte con contegno implorante verra` adorata. Forse solo due leoni d’ oro che come la neve si sono sciolti... [Il mento con il suo dito batte e qualcosa sembra che verra` deliberato.]
GIULIA SOEMIA
Con il leone che una volta avevi messo al cocchio ti sei autonominato Grande Madre...
ELIOGABALO
Con la tigre fuori dalla gabbia mi ero in-dionisato... [E` furioso.]
GIULIA SOEMIA
Immagino che d’ argento, d’ avorio o d’ ottone non era stato modellato... [Sulle labra con una canna Eliogabalo la bacia. Con modo irrompente lo cacciera`.]
ELIOGABALO
Il mio onice-sole cio` apprezza... Il cinabro e` alla cima della gerarchia... [Giulia Soemia in trincea di prudenza.]
GIULIA SOEMIA
Questa e` la ragione perche` El Gabal in una colonna del territorio di Tebe non e` stato inaugurato...
ELIOGABALO
Il fuoco di Estia, il Palladium e gli scudi dei Salii qui` si sono nomadaggregati! [Si sdegna.]
GIULIA SOEMIA
Il dogma dei giudei, dei samaritani e le purificazioni dei lavoratori in piscicoltura si sono ingabbiati qui...
ELIOGABALO
Sai che cosa mi auguro che accada? [In stato frenetico.] L’ inspegnibile fiamma dell’ altare delle Vestali si desalinizzi...
GIULIA SOEMIA
Dal momento in cui l’ autentico non si e` rianimato...
ELIOGABALO
L’ illegittimo dappertutto si e` dissipato... [Giulia Mesa entra nel tempio con tendenza leggera.]
2a SCENA
GIULIA MESA
Mi sono informata che all’ undicesima ora della notte uscivi fuori dal tempio e dedicavi ad El Gabal un’ ecatombe di bovini e un nesimo numero di agnelli incaricati con molteplici spezie... [In lingua sarcastica. Giulia Soemia pensierosa attraversa incessantemente la scena.]
ELIOGABALO
Dove sono gli infami? [Sorride.]
GIULIA MESA
Parole ingannevoli retorici di molti senatori da mesi sono stati costruiti dall’ energia il tuo idolo dalla statua del Arco di Trionfo piu` in alto si esporrera`... [Eliogabalo che non la nota fingera`.]
ELIOGABALO
L’ ala dei miei occhi e` indifferente. Solo il mio abbigliamento e` di seta... [Giulia Soemia sussurra qualcosa all’ orecchio di Giulia Mesa.]
GIULIA SOEMIA
Questo lo dice perche` gli abiti degli italiani ed iasti[5] sono stati rimodellati con materiale degenerativo come la lana...
GIULIA MESA
Crede che con la divisa dei fenici in aureola e dei Medici in spendore e` stato adorato? [Ride sommessamente.]
ELIOGABALO
Le collane, i braccialetti e la tiara di carati non sono stati annotati... [Sorride mefistofelicamente. Giulia Soemia abbraccera` il pavimento.]
GIULIA MESA
A Bisanzio Macrino non e` stato nominato da Scirone favorevole... Nicomedia e` stata del tuo apice il ricorso... [Sulla schiena come socio e maestro lo batte.]
ELIOGABALO
Gli achei non hanno sillabato l’ alfabeto fenicio, ma hanno eretto l’ immemore dio mio!
GIULIA MESA
Ho sentito che l’ alfa e l’ omega e` Cristo... [Con voce di Eolo.]
ELIOGABALO
Non per me che in contratto con loro sono Nazionale...
GIULIA MESA
I sacri perche` li annaffi con fiumi di vini?
ELIOGABALO
Per sposare Iacco con Cristo...
GIULIA SOEMIA
Gli ufficiali con tuniche a maniche lunghe in calici d’ oro hanno traslocato le viscere dei morti sacrificati e scarpe di lino, come gli ierofanti al tempio delle profezie in Fenicia.
ELIOGABALO
Reazioni non ha portato solo questo ma anche mia madre che si e` assunta con il suo ornamento femminile l’ orma e l’ accordo... Non dimenticare che nell’ imperfetto mangiavi in palazzi reali lussuosamente e che dalla menzogna al trono sono asceso con successo! [Emigrera` dalla comunita` delle donne e con le mani alla schiena cera.] Con erogazioni di tesori da legioni siamo qua... Mai come te faccio del moralismo...
GIULIA SOEMIA
Che la Mater Castrarum et Senatus mediti... [In stato soporifero.] Pavone e avida e` la mia immobile sorrela... [Giulia Mesa tocca la testa di Soemia e come una civetta parla.]
GIULIA MESA
Perche` alla statua dell’ eredi hai fatto sorvolare la tua gloriosa incisione?
ELIOGABALO
Superiori alle parole sono gli Dei!
GIULIA SOEMIA
Con cero di dinossauro i Marcomanni combatte corpo a corpo... [Negli occhi ricamato.]
GIULIA MESA
Vedi gli astrologi, i magister officiorum e la ceremonia sovranaturale... [Sua figlia aiuta ad alzarsi dal pavimento.]
ELIOGABALO
Comunque da loro non ho saputo che tipo di sacrificio probabilmente si riservera`... [Giulia Soemia qualcosa sussurra all’ orecchio di Mesa.]
GIULIA SOEMIA
Allude a quelli dalla cerimonia matrimoniale di Zotico... [figlia e madre dal tempio in congedo, mentre Ierocle le saluta e visitera` Eliogabalo.]
3a SCENA
IEROCLE
I tuoi familiari osservo che si sono occupati di te... [Conferisce sensualmente i suoi capelli biondiricci.]
ELIOGABALO
Non parlarmi... [La sua mano in scongiuro.] Sono agitato amante... [Tocca il seno di Ierocle.]
IEROCLE
Con raggi d’ aquila le mie coperte sono state mutate... Ti sei mai domandato il perche`?
ELIOGABALO
La mia verga anche se sacrosanta dura; non e` stata ancora corrotta...
IEROCLE
Nei banchetti estivi che da te erano stati organizzati il verde, l’ opalescente ed il blu erano in alternanza...
ELIOGABALO
Nella primavera tanto piu` scalda inverdisce e pensa ciascuno...
IEROCLE
Cammelli ed asini al popolo erano stati donati da te...
ELIOGABALO
L’ ondata di caldo dell’ Araboa ed il taurocatapte si impersonifichi...
IEROCLE
Perche` in cuscini senza pelle di coniglio non puoi riposarti? [Eliogabalo sbadigliera`.]
ELIOGABALO
Implicano al Grande Spirito umilta` e obedienza... Cerco da Thot di rimanere incinta... [Provocatoriamente parla.]
IEROCLE
Nei bagni dove partorisci ti spargerai?
ELIOGABALO
No, se con zafferano non e` stato profumato! [Rinchiude i suoi occhi asseritamente per sognare.]
IEROCLE
Perche` rose, giacinti e fiori notturni negli appartamenti dei banchetti erano stai battezzati da te?
ELIOGABALO
Sopra le mie tombe spargo cio` che fiorisce...
IEROCLE
Il tuo vino cosi` e` dolce siccome mischiato a pino di pigne in polvere... [Fa finta di elaborare l’ aria.] Perche` pero` da mastic e pulegio tutte le urne ed i vasi sono allestiti?
ELIOGABALO
L’ oro in parsimonia...
IEROCLE
Perche` come scimmia di Apicio mangiavi talloni di cammello? [Le sue braccia conserte.]
ELIOGABALO
Per diventare come Ercole e poeta alessandrino...
IEROCLE
E le lingue dei pavoni e degli usignoli? [Di Eliogabalo diventera` sospeso mal di pancia.]
ELIOGABALO
Dalla piaga non mi occultero` e dal Tremante Faone alla celebrita` di Andromeda mi pubblicizzero`...
IEROCLE
Quanto vorrei con teste di pappagalli e di faggiani spruzzarmi... [Le sue salive che sono dromedari mimera`.]
ELIOGABALO
Con la ripetizione maternamente m’ amero`... [Da alla fronte di Ierocle un bacio.] Dentice da cardamomo, fieno greco e prezzemolo...
IEROCLE
Per sempre nutrivi i cani con il fegato d’ oca... [Come una tramontana il suo orecchio destro.]
ELIOGABALO
Con Peito volevo sempre equipaggiarmi e con amici arcaici all’ Isola dei Fortunati come ora conversare...
IEROCLE
Nel presente leopardi e leoncini nei tuoi divani si sono cucinati...
ELIOGABALO
Sono stati allevati per la cena del vespro...
IEROCLE
Perche` con seni di scrofa erano stati combinati lenticchie con onice, fagioli con ambra, riso con perle e piseli con oro? [Con l’ atteggiamento da giudice geloso amante.]
ELIOGABALO
Per l’ alternanza degli equinozi e in Mida che si ricostruiscano tutti come me...
IEROCLE
Quanti morti nei tuoi antipasti con Giove in Capricorno e violette che sono state innondate, per raggiungere l’ apice di Sina dalla riversibile palpebra...
ELIOGABALO
Pochissimi sull’ Albero dell Vita come me si sono sollevati.. [In posizione di cedro si occupera`.]
IEROCLE
E perche` inserisci perle nei pesci?
ELIOGABALO
Nell’ oceano esaminavo la scorpaena e la stipi[6] la giegoide... [Ierocle ha titubato e alla pietra di El Gabal concede come una gru un bacio.]
IEROCLE
Cosi` tanto avevi bevuto una volta che tutti credevano che con la piscina ti eri accoppiato...Il lapislazzuli dei tanti nei tuoi cucchiai era stato cancellato... Dieci lattughe e dieci orsi... [Le dita delle sue mani e dei suoi piedi numera.]
ELIOGABALO
Dieci che cosi` nella cipolla la carpa si congiunga... tre terzetti: il femminile, il maschile e il principio unificante...
IEROCLE
Sephirah!
ELIOGABALO
Dov’ e` la folla, che cosi` il suo mantello con il Graal si spruzzera`? [Guarda intorno a lui senza che nessuno ci sia.]
IEROCLE
Forse perche` nell’ imperfetto da un cocchio con quattro elefanti in modo di lastra sepolcrale sono stati distrutti...
ELIOGABALO
Del lievito la pieta` e l’ ammonizione erano sempre di cedro. [Gli da` con la sua lancia un bacio in bocca.]
IEROCLE
Perche` non mangiavi quando eri nelle coste pesce?
ELIOGABALO
Con ascia il mio dente quando sei lontano dall’ amore sovvertito hai bisogno di Astarte...
IEROCLE
Nella salsa azzurina erano stati bolliti i pesci che nel tuo stomaco erano stati noleggiati...
ELIOGABALO
Perche` Zeus ed Era viaggiano nel cielo, come i bambini piccoli che dalla bocca sono lodati...
IEROCLE
E le estati il Vesuvio delle nevi che risiede nel Giardino delle Soddisfazioni?
ELIOGABALO
Dell’ eiaculazione il Tempio di Dio nessuno non la incurva; mentre il suo iceberg in agosto si curva... [Il suo cuore con un Zefiro sembre essere scaricato.] Con la stessa donna oltre la sua leggitima moglie mai due volre lo stesso peccato...
IEROCLE
Con lo stesso uomo?
ELIOGABALO
Innumerevoli volte perche` e` un teorema apostolico... Anche lui ... [Si gratta la testa per ricordarsi.]
IEROCLE
Cristo?
ELIOGABALO
Si`... Lui, Cristo... [Sembra che ne` la sua teoria, ne` lui stesso al suo rosmarino possa revocarsi.] Di adulterio tramite ragazzi era stato mai detto qualcosa da Lui?
IEROCLE
Se l’ avesse detto da qualche parte sarebbe stato annotato... [Sembra sbalordirsi.]
ELIOGABALO
E` l’ ora di cenare perche` il mio stomaco protestera`! [Applaudisce.]
IEROCLE
Come i dessert di legna, marmo, pietra ed argilla?
ELIOGABALO
Commestibilguardoni avrei voluto che tutti fossero stati trapanati... Alla fine si lavavano le mani dal cibo dell’ ippogallo...
IEROCLE
Meno male che avorio o cera non avevano bevuto... [Ride.]
ELIOGABALO
Quanti pero` dei miei lupi non si erano concertati da leoncini, leopardi ed orsi prima del levarsi dell’ Aurora? [Sembra lasciarsi andare ai ricordi del passato.]
IEROCLE
Quanti alla ruota della lontra marina con l’ immersione e l’ emersione non son diventati pesci?
ELIOGABALO
La lacedemonia pietra e il porfirite del mio Castello vuoto... [Immerso nel suo universo privato.] Ho compiuto pero` un passatempo stratificazionale quando acquisivo e disincagliavo meretrici dal loro magnaccio...
IEROCLE
Tre aurei hai denunciato a ogni prostituta e ad omossessuali di tutte le misure... (Ride con edonismo.)
ELIOGABALO
Per farsi includere nel ciclo dei cabalisti...
IEROCLE
Il tuo abito non e` piu` di lino... [Una sua parte da lui verra` perlustrata.]
ELIOGABALO
Non e` abituale per me supplicare pero` alle cene mi metto la tunica Dalmata e di seta... [Con vanita`.]
IEROCLE
Premio consegnavi a qualunque spartano raccoglieva cento milla chili di fili di ragnatela... (Ride.)
ELIOGABALO
Sono Horus e Ra che con il mio grano verso tutte le direzioni Clizia irradio! [Una mosca sulla fronte lo disturba. Viaggia pero` sul suo dito, dal momento in cui da lui sara` arrestata.] Un’ altra dal numero clonato delle api domestiche...
IEROCLE
Forse sara` il Signore delle mosche! [Fischia.]
ELIOGABALO
L’ inseguitore di mosche che Seth indebolisco... [Si ritirano dopo essersi abbracciati dal tempio imperiale.]
SIPARIO
2° ATTO
1a SCENA
[Eliogabalo nei suoi bagni con abiti di ciliegio si presentera`. Ierocle gli lava la spalla con una spugna.]
ELIOGABALO
Sai che cosa prego Ierocle? Che i dottori con un’ operazione nel corpo mi fecessero una sottrazione li`... [La sua mano sinistra nelle acque immerge e il suo Priapo si qualifichera`.]
IEROCLE
Orchidea ed asta in una moneta insieme? Non hanno sesso i Sette Cieli dei cherubini delle sei ali i fittizi...
ELIOGABALO
Rosari di Concordia suggelati...
IEROCLE
La tua natura di pipistrello sarebbe tollerata dai cittadini romani?
ELIOGABALO
Nemo me impune lacessit. [Stringe la sua mano destra e afferra la spugna dalle mani di Ierocle. Lontano dal suo bagno verra` buttata.] I Domigni non conoscono il lecito...
IEROCLE
Per questo diventi i crepuscoli di libere arti Madre- Terra?
ELIOGABALO
L’ Offerta seduco e fucina quando della Tahran[7] la compagnia ho! [Lo osserva interamente.] Non vedo zigomi su di te arrossiti! [Eliogabalo con le sue mani l’ acqua dei bagni schiaffera`, cosi` che il viso di Ierocle si idratera`.] Siccome sei attratto dal Quarzo Citrino non sei dignitoso! Quanto trascendi dalla mia corte dove vi erano uomini indigenti dalla pioggia!
IEROCLE
I vecchi neoplatonici per le loro ninfe si erano pavoneggiati! Eurica! Con il Zotico avevi contratto in un certo momento ceremonia di matrimonio... [Come anatra nell’ acqua.]
ELIOGABALO
I cinici e gli uomini Noe` di morale sicuramente nel loro culmine come me non si sarebbero sperimentati sessualmente... [Eliogabalo esce dal bagno con abiti di bambino appena costruito.] Pero` non ti sei svezzato ancora da me; per questo facciamo la catarsi insieme... [Si veste con una tunica mentre Ierocle risiede nel bagno.] Scipione ed io siamo la stessa cosa!
IEROCLE
Non alleghi mai un’ abito di lino purificato...
ELIOGABALO
Sarebbe per un mendicante denigrante! [E` un po’ molestato.] I miei compagni pero` avevano introito, dopo aver pregato al dio dell’ Emesa!
IEROCLE
Adolescenti osceni ti accompagnano e omossessuali di tutte le catigorie...
ELIOGABALO
A Militta non posso resistere... [Si autoammira davanti ad uno specchio prismatico.]
IEROCLE
E Narciso? [Facendo finta di ignorare e di essere in essenza indifferente.]
ELIOGABALO
Si e` aggrappato al suo fiume... Come il Zotico non si e` levitato per pranzare il suo magro cielo.[Il dito di mezzo della sua mano destra esporra`.]
IEROCLE
Perche` il tuo corpo e` stato depilato? [Eliogabalo le sue gambe osservera` minuziosamente.]
ELIOGABALO
Un imperatore l’ irraggiungibile dovrebbe impersonare, cosicche` con il compasso a quattro piedi si formera`...
IEROCLE
Perche` uomini della grandezza di Euripe nel tuo castello si erano disposti?
ELIOGABALO
Del loro sostegno hanno bisogno le costellazioni! [Prende un espressione nel suo viso simile a quella che Galene si era creato. Uscira` a suo turno dal bagno Ierocle. I pantaloni indossa in fretta. Eliogabalo nel loro cavallo lo incontra.] Cosi` il festival di Flora si festeggiera`! [Toglie la parrucca dalla testa, in modo da truccarsi gli occhi.] Il fiato di Ierocle in osterie e postriboli tra poco si prostituira`...
IEROCLE
La mia caduta dal cocchio ha datto una volta credenziali alla tua preghiera... [Eliogabalo consegna ad Ierocle una corda di calcare.]
ELIOGABALO
Desidero che le mie mani ed i miei piedi in un minuto si siano allacciati! [Ierocle lo realizza prontamente.] Un asse dalle tue mani con i miei piedi costituisca un ponte! [Cosa che infine e` successa.] Il sinistro e l’ occhio destro voglio che si prendano a pugni! [Ieroche subito capitolera`.] Questo utero e` eccitante...
IEROCLE
E non si brucia lentamente? Mi era ripugnante l’ arte di cucinare di Zotico...
ELIOGABALO
Aveva il portamento di Menorah e di Olimpiade. [Ierocle percuote la sua schiena con l’ impeto dell’ Uragano.] Con ghirlande al festival era stato premiato! [Lo stesso.] Con lo splendore delle torce si era illuminato! [Lo stesso.]
IEROCLE
La signora del mio signore iscrive irriversibile ronzio!
ELIOGABALO
Sul seno di Vitale mi ero sdraiato...
IEROCLE
Il suo prepuzio era pericolosa...
ELIOGABALO
Lui che con pitoni versa il vino e` colpevole per la vergognosa notte di Vitale! [Con telecomunicazione di pugile.]
IEROCLE
Tutti i suoi titoli erano stati annullati e fuori dal palazzo e da Roma di nascosto e` stato guidato... [Con soddisfazione.]
ELIOGABALO
Questo forse gli salvera` la vita...
IEROCLE
Il tuo corpo come il mio verra` mutilato... Perche` pero` sedile di comando di responsibilita` hanno gli aurighi, i giullari e gli attori?
ELIOGABALO
Perche` facilmente da cio` che deduco sono state messe all’ asta.
IEROCLE
Infine Alessandro e` stato adottato...
ELIOGABALO
Da El Gabal mi era stato ordinato che la mia casa dalla malinconia si liberasse... [Come dio.]
2a SCENA
[Giulia Soemia sulla scena in assalto. Ierocle le fa un inchino e dalle terme si ritira.]
GIULIA SOEMIA
Piu` grandioso del marsupio di tua madre e` il tuo tulipano verso l’ amante?
ELIOGABALO
Nei suoi occhi percepisco la tua ala, i Cherubini e la vagina materna...
GIULIA SOEMIA
Figlio mio non possiamo avere cordone ombelicale dello stesso sangue...
ELIOGABALO
Per gli dei non esisteva sollievo dal divieto. [Va in un angolo ed ulula.]
GIULIA SOEMIA
Con El Gabal non ardi per scontrarti?
ELIOGABALO
Ingnoro se ho la forza di rendermi degno di lui o di diventare uno con lui...
GIULIA SOEMIA
Non fai figli...
ELIOGABALO
Con il corno di Amaltea mi incoronero` quando acquisiro` un figlio dalla mia meta`...
GIULIA SOEMIA
Senza munizioni per bacile dice che sei l’ esercito...
ELIOGABALO
L’ esercito! L’ esercito! [Nel suo petto le sue mani si sono unite.]
GIULIA SOEMIA
Molti ti criticano per aver speso molti soldi del tesoro imperiale, cosicche` cavalieri, senato e senatori sono stati corroti...
ELIOGABALO
Con questo tutto puo` essere corrotto... Dalla mia ascesa a questo trono si puo` verificare...
GIULIA SOEMIA
Quali celebranti sono veri?
ELIOGABALO
Se ci fosse verita` sarebbero tutti gli uomini degli dei onnipotenti...
GIULIA SOEMIA
Cos’ e` che ci sara` al di la` di questa? Cinquanta ed una tigre ed un elefante dalla tua mano si erano stati massacrati...
ELIOGABALO
Dell’ opale la mano... Non saremmo morti mai se fossimo dei...
GIULIA SOEMIA
E se lo siamo e non ci e` stato annunciato?
ELIOGABALO
C’ e` anche questa versione... Per questo gli dei sono adorati dai mortali...
GIULIA SOEMIA
Cosi` tanti busti di giovani erano stati forati dalla tua mano... [Con voce tesa.] Perche` imboccavi con monoliti di carne e conchiglie i serpentini?
ELIOGABALO
Alla cascata ed ai guanti di gelsomino davo cibo con il bagliore del concentramento e con la cavezza che sorveglia. [Con stile di messagero.]
GIULIA SOEMIA
I serpentini?
ELIOGABALO
Uroboro la mia Cosmica Betulla custodisce, cosicche` il ratto di me stesso si indebolira`... [Sua madre da lui come un koala si accarezzera`.]
GIULIA SOEMIA
A Roma un’ Immortale con un’ Ankh, al frontone di un tempio era stata annotata a guidare un “Ingoiatore”...
ELIOGABALO
Forse perche` da Anubi a Khepri porta un messaggio...
GIULIA SOEMIA
Se ti ricordi Gannys si era stato massacrato perche` argomentava con contrato in crisolito e olivina che ti saresti instiperato...
ELIOGABALO
Ai sette gradi di Levi i peccatori...
GIULIA SOEMIA
Come ottavo quale si assicurera`? [Curva la sua schiena quando lo domanda.]
ELIOGABALO
Trova tecniche e sentieri, cosicche` l’ uomo con questi si verra` intubato...
GIULIA SOEMIA
Questo non e` un insegnamento dell’ apostolo Paolo...
ELIOGABALO
Ma e` pagano... [Ride.] La questione e` passare la propria vita come un passaggio, cosicche` tutto rimanga attorniato dal tuo anello... [Il suo anello con superiorita` apprezza.] Questo mi e` stato dato da dio, cosicche` la gente intorno a me si sia radunata...
GIULIA SOEMIA
Come Aurelio Helix l’ atleta famoso?
ELIOGABALO
Proprio come lei! [Come enosintono sul petto si colpira`.]
GIULIA SOEMIA
Gli Elidi pero` nel loro stadio non avevano invitato ulcerici, dal fatto che si dimostrera` piu` robusto di Ercole...
ELIOGABALO
In estuario il sentiero del riccio e non di Iofiel... [Giulia Soemia l’ anello nella sua mano baciera`.]
GIULIA SOEMIA
Perche` di focose monete sei mendicante?
ELIOGABALO
Aspetto come un conduttore di coccio lo zircine del piombo e dello zenit.. [Guarda su tutta la terra e dopo -+
nebulosa diventano gli occhi.]
GIULIA SOEMIA
Per caso Macrino- quando la testa di Giuliano gli si era stata restituita che la tua mente dagli irrazionali e` in intromissione con la sua epistola verso il Senato si rendera` giustizia?
ELIOGABALO
Tuttavia in colomba epistolare non mi ero mascherato, ne` a Cappadocia il mio alter ego si sopprimera`...
GIULIA SOEMIA
Per la Vergine di Estia hanno arrestato la societa` romana torce di cinghiali di uragano... [Con morale quadrata.]
ELIOGABALO
Con flauti da lei e da me o frassini credevo che sarebbero nati degli dei...
GIULIA SOEMIA
Conosci che la legge comanda di sepellirla viva se si trova in amplesso sessuale senza essere stata fidanzata prima? [Sembra avvertirlo.]
ELIOGABALO
Deus Sol Invictus un bambino che porta una corona di ghirlande porterebbe all’ aureola la cerimonia di matrimonio a mandorla...
GIULIA SOEMIA
Diventero` Xenilatria[8] nella corte, cosicche` Sabazio una corona di finocchio verra` dedicata... Al mio cedro ti agiungerai?
ELIOGABALO
Acconsento all’ ordine della mia genitrice. [Escono entrambi dalla scena.]
SIPARIO
3° ATTO
1a SCENA
[Eliogabalo nel suo letto. Carne di pesci ed ostriche nel suo stomaco marcia. Giulia Mesa nella sua camera avanza stridula.]
GIULIA MESA
Dai tuoi carnevali omomaschili sono stati contaminati i Pretoriani! [Il rigoglio dei suoi cappelli complotta.]
ELIOGABALO
Come tutti cosi` anche lei alle Colonne di Ercole esegue acrobazie! [Comtinua a cenare come Atlante.]
GIULIA MESA
Nel solstizio di gennaio sono le fognature degli uomini mandoli. Se continua in questo modo il periacto del tuo mondo la tua piramide si detronizzera`...
ELIOGABALO
Le spire del mio fuso non hanno ancora oscillate nella loro fondamenta. Ogni ragazzo e` un disegno astratto e per niente disinebbriante.
GIULIA MESA
Oscena puo` darsi... [Sul suo letto si ancorera`.]
ELIOGABALO
Non guardare in profondo che dalla pieta` di dio provvengono i sovrani sacerdoti di El Gabal. Il mio martelletto non c’ e` possibilita` che venga sottratto...
GIULIA MESA
Cosi` tanti imperatori la fine di Seth avevano finto... Dalla mitologia dei faraoni non sei stato spiritualizzato?
ELIOGABALO
Nerone era poeta senza nefrite... Caligola il bimentale. [Il piatto con il pavimento si accoppiera`.]
GIULIA MESA
Con te ogni frontiera e` stata ormai calpestata... Tutti i tuoi privilegiati avevano condotto con loro della scala dinastica la grazia vulcanica...
ELIOGABALO
Perche` sono di umile ed strano comportamento... Anche se Faustina mi taglia il biancospino nella mia mente come Termopili lo onoro!
GIULIA MESA
Sicuramente pero` Aquilia Severa per il suo rubino da te non si era dessacrata... Si divulgava che aveva trovato come scusa Elena...
ELIOGABALO
E` falso che con la forza che mi ero unito con il suo rombo... [Con rimproveranza.]
GIULIA MESA
Neghi ogni voto sacro! Qualsiasi Vestale il voto di verginita` infrange la legge comanda che nel Forum dovrebbe essere schiaffeggiata e condannata in carcere...
ELIOGABALO
Le aggiunte alle leggi si sono create per gli esseri umani; non gli esseri umani per le leggi... [Dal suo letto si alzera`.]
GIULIA MESA
Anche se onori gli idoli con sofferenze ponderi...
ELIOGABALO
Tentero` di diventare babbuino di Alessandro Severo che sua madre dal Chalkentero era stata alloggiata... [Sull’ ulna maschile della sua testa ormeggiera`.] Smeti di cantare! Mi dai fastidio!
GIULIA MESA
Senza la mia trave non saresti asceso al trono! [Con voce di canna. Eliogabalo le mostra l’ annello che con il quale tutto muove.]
ELIOGABALO
Anche solo questo basta, cosicche` il tuo impalamento sara` denominato...
GIULIA MESA
Il marito di Faustina che laceravi le hai proibito di essere in lutto...
ELIOGABALO
Non sei piu` cristoletterale di me... [Con fortuna di lazurite nuota la sua mano.]
GIULIA MESA
Giulia Cornelia?
ELIOGABALO
Era che platanus e mirto glorificante anche se con tuo suggerimento ci eravamo intrecciati...
GIULIA MESA
Quella cerimonia pero` era come la lucciola palma.
ELIOGABALO
L’ ho cacciata via perche` ho investigato che la sua valle era stata macchiata. Da Aquilia Severa pero` chiedevo ragazzi a dei assomiglianti...
GIULIA MESA
Dopo tutto cio` che sento credo che tuo cugino Alessandro Severo dovrebbe essere dichiarato Cesare da te, cosicche` ai tuoi resoconti sacerdotali ti allacciaresti.
ELIOGABALO
Se all’ Agricoltura e al Primo Maggio si concentra... [Con ateggiamento di volpe.] Giulia Avita Mamea ha amato molto i denari come te...
GIULIA MESA
Come Pizia niente deve essere detto da te...
ELIOGABALO
Allessandro e` un fascio di luce lampeggiante e vive nella malva... Non argomentare... Puo` darsi che dall’ esercito al non profano dei Lari si qualifichera`... [Nel suo mondo privato il nascondiglio parla.] Da Orfeo, Abramo e Cristo forse si benificiera` l’ umanita`...
GIULIA MESA
Credo che tu stia cominciando ad essere in delirio...
ELIOGABALO
Forse se in venti e otto pali di danza si impartira` il tuo ordine si realizzera`... [Il suo mento la sua mano da lucertola batte.]
GIULIA MESA
Giulia Avita Mamea da attivita` di questo tipo gli fara` corona , per non essere crucificata...
ELIOGABALO
Pratiche di questo tipo per gli osceni Antonini? [Fischia piano dopo che con una gamba a triangolo al muro atterrera`.]
GIULIA MESA
Si`, perche` con la disciplina si e` indurito...
ELIOGABALO
Lo invidio perche` della circolare di Seneca e Feredice e` dotato... [I suoi occhi chiusi a chiave.]
GIULIA MESA
I suoi muscoli nelle palestre e nella ginnastica si sono scolpiti...
ELIOGABALO
Mamea... Mamea... [Con furia velenosa.] Grazie a lei Alessandro Severo usa cuochi e coppieri da collezione ereditaria... [Prende una coppa deserta da vino che era stata lasciata sul suo letto e con giochevole tatto annuncia il come la berra`.] Con la sua conciliatorieta` e le sue arti manuali mi sono irritato... Ma con lui Eliogabalo si mettera` in gara e si esaminera`... E sia sicome da Adonai e` stato prescelto...
GIULIA MESA
Si`... [Come uno sciacallo che sta in agguato.]
ELIOGABALO
Si incoronera` Cesare... Informa Avita Mamea che sono a conoscenza del fatto che l’ esercito e` stato corrotto da lei... Il mio mento pero` deve urgentemente farsi la barba...
GIULIA MESA
Una donna ti supplica di fare della tua barbarica veste libellula romana... A tua madre invece che a te sta meglio... [Eliogabalo fuori di testa.]
ELIOGABALO
Riempiro` con mosaico di spezie , siccome all’ alba succedera` una catastrofe di agnelli e bovini. [Esilia dalla sua scarpa una spadina e con le dita delle sue mani con questa gioca.]
GIULIA MESA
Non ti penti... In diesis e` il numero dei sessanta vagoni di passaggio... Tutte le nostre sostanze stanno per devolversi in fallimento alle lingue dei palati e dei magnacci...
ELIOGABALO
Il mio palmo reale stringera` quelo comunale... [Con piacere edonico Giulia Mesa si ritirera` dalla scena, mentre Eliogabalo gioca con una mela che ha trovato per terra.] La donazione delle Esperidi mi ha portato sulla terra... [Parla fra se` e se`.] Ebe... La tenuta di Adamo... Lo spirito diventera` alloro se impersonera` qualcosaltro, per diventare scuola sperimentale... [Giulia Soemia si presentera` in camera sua a braccia apperte e guida Eliogabalo in questa notte estiva. Il cielo sara` supervisionato da tutti e due.]
2a SCENA
ELIOGABALO
Al suono delle rane con l’ ematite la notte con la luna- sorella gemella!
GIULIA SOEMIA
Tre torce sono state appiccate nel giardino...
ELIOGABALO
Dall’ Achernar sono stato trascinato...
GIULIA SOEMIA
E Fomalo[9] da Shu ti bacia...
ELIOGABALO
Con Canopo nella testa il mio corpo si ammala...
GIULIA SOEMIA
La stella di Osiride... [Gli dara` il benvenuto.]
ELIOGABALO
Il cuculo appropriato tutto esegue ed il latte dai cammelli estrae...
GIULIA SOEMIA
L’ Alfa Centauri ti assiste, il tuo angelo bianco preghera` ed il tuo io agatodemone da lui si protegera`...
ELIOGABALO
Sai che Canopo era stato mortificato e in Egito il suo monumento era stato innalzato?
GIULIA SOEMIA
Con te tutto cio` che ha a che fare con la stella dei sei raggi e` stato conosciuto...
ELIOGABALO
Si e` vista a Creta... [Tocca i capelli.] Dove si presentera` la capigliatura di Berenice?
GIULIA SOEMIA
Dalla dea- valeriana sei stato benedetto come lei... Da Tolemeo che porta Profitto alla Societa` i suoi capelli riccamente ornati erano stati dedicati...
ELIOGABALO
Forse ad Acquamarina sono le mie origini... L’ Aurora Borealis... Il mio velo sulla testa mi fa diventere stella dignitaria nel Cielo e nella Terra... [Impressionato.]
GIULIA SOEMIA
Si vede da qui?
ELIOGABALO
No, pero` cosi` me l’ ero immaginata... Domigno dei demoni persecutivo...
GIULIA SOEMIA
Forse perche` e` di mercurio...
ELIOGABALO
Queste sono le mie tonalita` allegoriche. Egide morte e gallerie di pozzi di Nut riflessibile...
GIULIA SOEMIA
La Corona Borealis?
ELIOGABALO
Regalo- corona di Dioniso ad Arianna.
GIULIA SOEMIA
Enon tiara sulla testa di Ester?
ELIOGABALO
Interpretazione verticale anche questa...
GIULIA SOEMIA
In hoc signo... [Il suo terzo occhio a lui sara` sottolineato.] Uno spirito equivalente a quello di Alessandro Magno e` stato notato nell’ area di Mesia e di Tracia...
ELIOGABALO
Figlio di Zeus dai sacerdoti dell’ Egitto era stato salutato. [In lacrime.]
GIULIA SOEMIA
Baccanti con quattrocento seguaci e cervetti con scudo, pero` non ha seminato acanthus di asino...
ELIOGABALO
Allora sarebbe venuto con prefisso tirso... [Le bacia la mano dopo essersi inchinato.]
GIULIA SOEMIA
Sappi che le dimore e gli approvvigionamenti per questo Spirito a spese statali sono stati attribuiti e questo e` stato accettato... [Con voce di papavero.]
ELIOGABALO
Ha ancorato fino a Bisanzio con veicolo di trasporto...
GIULIA SOEMIA
In una notte fa atto sacro e con cavallo di legno era scomparso...
ELIOGABALO
Per questo sono ruta comune e devoto. Il mio sguardo titoli di cartaginesi e intestini con vene di ebanite non desidera... Almeno i dragoni ho sormontato nella mia testa... E` diventato tangibile il remo della stella polare... [Cerca di scaldarsi con le sue mani nella parti scoperte.] Che si integri il nostro corpo nei palazzi per soleguarirsi... [Tutti e due dal terrazzo alla cammera di Eliogabalo in ricorso, mentre le luci della scena si abbassano.]
SIPARIO
4° ATTO
1a SCENA
[Eliogabalo in allerta nelle sue mani nuota una corda di seta rossa, mentre Ierocle con abito di lumacone in ozio sul triclinium.]
ELIOGABALO
Alessandro e` stato eletto dai soldati... [Con voce fischiante.]
IEROCLE
Da sacerdoti siriani e` stato previsto che prematuramente morirai...
ELIOGABALO
Dentro di te Nemesi molto durevolmente e` stata impiantata... Sento che il mio Omega si sciogliera`... [Il suo anello investiga e consegna sulla sua testa come nastro una corda.] Il mio occhio di tigre determina cosa mi riserva il futuro...
IEROCLE
Il pilastro con le assi dorate era una Babel, nonostante che mano di esposizione per suicidarti l’ aveva imballato! [Accarezza se stesso dal petto fino al pendio inguinale.]
ELIOGABALO
Sempre era lancia d’ oro la tua pigna! [Il punto estroso lussureggia.]
IEROCLE
Siccome il “Libro della Sagezza” di Apollonio Tiana necessita astenzione dalle donne. [Come pioggia.]
ELIOGABALO
Sappi che quando una donna si trova in flusso mestruale si seccano gli abeti che chiama ad avvicinarsi. [Prende nelle mani dal tavolo un lampo con cicuta di smeraldo.]
IEROCLE
Perche` deve essere Alessandro Severo il pastorale di Britomarti? Perche` dal Senato, dai soldati e dai cavaglieri scelto tra i supremi e` stato amato e lo hanno accettato tutti? [Scaccia sospiri di piacere edonico.]
ELIOGABALO
Che si uccida o a Siloam, o con la donazione di Ureo, o con Damocle ho dato alle guardie l’ ordine alfabetico. Ho preteso che il nome di Cesare da Alessandro Severo venga ritirato! [Urla.]
IEROCLE
E che cosa cerca di ottenere spalmando con fanghi l’ iscrizione delle sue statue? [Con le mani del suo sudore il terrore si difondera`, cosicche` dal suo peso sara` assorbito, mentre la sua estasi autosoddisfacente si completata.]
ELIOGABALO
Da Catanicotail[10] siamo stati offesi, ma Spes Vetus con i suoi giardini e` Menhir. Quanto vorrei fare l’ esercizio pratico di Pelope!
2a SCENA
[Turbolenze si difonderanno fuori dalle cammere dell’ imperattore. Si sugella nei suoi giardini scorta di forze armate. Eliogabalo su una tendina in ginocchio si trovera`. Nel fratemposi realizzera` l’ entrata di Antiochiano.]
ANTIOCHIANO
Ave Caesar! [Fa il saluto affetuoso.] Ho ripetuto ai soldati che devono voto di sottomissione all’ Imperatore! [Osservando solo Ierocle. Eliogabalo gradualmente apparira`.]
ELIOGABALO
Pa... Parli... Cor...Correttamente... [Corteccia pietrificata e con corda stonata.]
ANTIOCHIANO
La Sua vita come imperatore si preservera` se da Lei Ierocle diventera` indipendente, come tutti i cocchieri e gli attori... L’ accampamento militare pretende il Suo ritorno nella incinta di spada con giogo e occhi legati donna traspirazione. [Eliogabalo guarda Ierocle in lacrime, mentre il suo pianto e` evidente.]
ELIOGABALO
Qualcos’ alto dovrebbe prometere l’ imperatore? [Come se fosse stato umiliato.]
ANTIOCHIANO
Che sia Alessandro Severo in lontananza spaziale dai Suoi amici, cosicche` i Suoi ai Sodoma e Gomorra non si assocera`... [Eliogabalo si avvicina a Ierocle e gli chiude la bocca con un bacio. Insieme ad Antiochiano lascia la scena.]
3a SCENA
Il crepuscolo dell’ 11- 3- 222 d.C. si effetuera`. Al Senato monastico di uomini Eliogabalo parla con sua madre.]
GIULIA SOEMIA
Credi che l’ ordine che hai dato al Senato di abbandonare il centro della citta` era donna con la testa tripla che Salomone e specchio tiene nelle sue mani?
ELIOGABALO
Non ti hanno mai perdonato la tua partecipazione a questa...
GIULIA SOEMIA
Perche` hai rinunciato a visitare il Campidoglio per le dediche degli introiti della citta` ed a dirigere la gerimonia?
ELIOGABALO
Il pretore della citta` ha scala a spirale e suppletiva. [Con le mani alla schiena satellita sua madre.] Se avessi proteso Alessandro il Senato si sarebbe rivolto a qualcun altro...
GIULIA SOEMIA
Figlio mio da te stesso verrai ucciso. Neghi il tuo genere olimpico con la tua decisione di annullare la confermazione di tuo cugino come coimperatore. Nella fogna ti affonderrai... [Con la mano sulla sua spalla smette di marciare.]
ELIOGABALO
Come Giulia Mesa cominci a fare le odi... [Come se la sua anima si fosse rasserenata.]
GIULIA SOEMIA
La tua fine sara` anche mio dominio. Eri la meteorite El Gabal che e` caduta e con morte ha sparso la terra...
ELIOGABALO
Con schiavo, cocchi e facchini sono stati trasportati al di la` della citta` molti senatori! [Ride.]
GIULIA SOEMIA
Ulpiano e` stato salvato dalla falce di travi grazie allo studio della tua salamandra! Il centurione era sordo ed ha considerato che gli avevi detto di andare via dalla citta`. Infine pero` Silvino era stato ucciso...
ELIOGABALO
Non ho confidato nei miei liuti! Uno dei pretori sta cospirando contro di me.
GIULIA SOEMIA
La tua toga si macchiera` di vino di Tiro mi ha detto uno che astrologa. Il tuo cadavere come anche il mio verra` trascinato nella citta` e nel Tevere verra` buttato!
ELIOGABALO
Per questo Giulia Mesa non si presenta piu` li`? [La sua mano dara` pieta` ai banchi vuoti del Senato.]
GIULIA SOEMIA
Nessuno puo` essere offuscato dall’ occhio del sole! [Da Eliogabalo sara` abbacciata la madre.]
ELIOGABALO
Varius era il mio nome perche` i miei compagni di studio mi dicevano che la mia magnolia da molti silici di uomini era stata trivellata!
GIULIA SOEMIA
Miracoli della natura veri! Adesso pero` non puoi trovare rifuggio al tempio di El Gabal Antonino, per salvarti! E` sera figlio mio e da fiocchi di neve questo posto si caratterizzera`! [Lo bacia sulla sua guancia sinistra arrossata e lui nonostante il suo tepore si ritrarra`.]
ELIOGABALO
Le maledizioni che ho dato a Macrino ed al suo seme sono cadute su di noi e si sono moltiplicate... [In questo modo si scusera`.]
GIULIA SOEMIA
Non si sono sciolte dal sale... [Eliogabalo le sue mani osserva e parla da solo.]
ELIOGABALO
Attalo... Tricchiano... Castino... Silla... Caro... Peto... Messalla... Basso... Gannys... Vero...Tutti morti...
GIULIA SOEMIA
Tutte le tue dita si sono fratturate e un mare di sangue scorrera`...
ELIOGABALO
Rimaniamo io e te... [Rendendosi conto della morte che sta arrivando la sua voce diventa linea spezzata.] Il mio amico Ierocle ho abbandonato transitoriamente, in modo da ingannare l’ esercito! Ierocle non lo tradisco per il borsellino di un trono! Persino nella mia reggia e` stato ospitato e nessuno del popolo non e` stato avvisato!
GIULIA SOEMIA
Alfa ed Omega ha incarcerato Autothith[11]! Gli spiriti non sono piu` in carcere nel contenitore di ottone che ti ho dato! Non sono nemmeno piu` capace di vincere l’ airone e il pellicano nelle battagle...
ELIOGABALO
Il gallo che avevo non era gaietto; ne` lo smeraldo era la pergamena... Il mio marchio imperiale di allume, uvette, datteri, legno di cedri e aloe non si e` inferocito... [Dalla fine della camelia e` stato esaurito.]
GIULIA SOEMIA
Ne` hai digiunato dal maiale e pregato, per recitare il canto di Pentecoste di Davide!
ELIOGABALO
Avevo sul capo Tiferet e Hoor. Dov’ e` stato portato alla luce Chesed? [Entra dentro una lucertola e Eliogabalo la ospita sulla mano.]
GIULIA SOEMIA
Dov’ e` il timone puro e la saggezza degli Urim e dei Tummim?
ELIOGABALO
Silenzio... [Fingera` di sentire un suono da lontano. Dalla sua mano si dimettera` la lucertola. Giulia Soemia su un banco vuoto si riposera`.] Sai cosa avevo visto in un mio sogno? Uno sciacallo giudarmi in un sentiero alla cui fine c’ eri tu...
GIULIA SOEMIA
Per la manovella del timone dell’ Odissea avevo invocato Bes?
ELIOGABALO
Si`... Che io diventi fungo per gli agnelli che erano stati sacrificati... [Passi rombanti di soldati si sentirano fuori dal Senato. Giulia Soemia cadendo sul pavimento lo bacia, mentre Eliogabalo con la stessa tecnica con cui Macrino ha abbandonato la battaglia di Antiochia (218 d.C.) si separera` da lei cioe` con balzi. Per cinque minuti Giulia Soemia geme sulla scena. Uno dei soldati invade e la assiste, cosi` che si possa alzare dal pavimento.]
4a SCENA
SOLDATO
Il tuo foglio ha trovato Caronte in una latrina. I figli non devono andare via dall’ Ygdasill prima dei genitori... Adultera del Senato ho l’ ordine di arrestarti!
GIULIA SOEMIA
Ierocle?
SOLDATO
Per lui e` stata decisa la tua stessa sorte!
GIULIA SOEMIA
Senza essere stato giudicato?
SOLDATO
Gli dei non hanno bisogno di processi...
GIULIA SOEMIA
Mia madre?
SOLDATO
Come Alessandro Severo e tua sorella nelle mani dei soldati con corito sono state circondate... Alessandro Severo tra poco sara` incoronato imperatore ed i legioneri provederanno a trascinare il tuo corpo per le strade di Roma...
GIULIA SOEMIA
La corte di El Gabal? [Con voce senza sventolio d’ ali.]
SOLDATO
Si ritira... Sono tutti morti... [Giulia Soemia spiando le banche dell’ assenza ai Senatori non esistenti rivolge una domanda.]
GIULIA SOEMIA
Questa e` la fine di chi serve l’ Invincibile Sole con il carro ed il cocchio... Chi l’ avrebbe mai detto che il Sole Primaverile si incontrera` con il suo uomo?Osiride ha sposato la scena come me e non vedra` Horus mai piu`... Ogni fine pero` e` un nuovo inizio... [Escono tutti e due dal Senato per la sua esecuzione, mentre tremando si spengono le luci della scena.]
SIPARIO
FINE
Scrittore: Eleftherios Arelis
Traduzione: Elettra Michaliadi Sarti
[1] NdT: Divinita`. E` stato considerato protettore e delle scienze generali.
[2] NdT: Tradizione dove offrivano sacrifici ogni settimo giorno del mese.
[3] NdT: Nome della dea Artemis.
[4] NdT: Demone Salomonico
[5] NdT: Nel modo ionico.
[6] NdT: Specie di piante.
[7] NdT: Divinita`.
[8] NdT: Lei che manda via gli estranei.
[9] NdT: Demone salomonico.
[10] NdT: Demone salomonico.
[11] NdT: Demone salomonico.
lets-arelis
Oct 23, 2019
commodus-greek version
ΚΟΜΟΔΟΣ
ΑΡΕΛΗΣ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΕΚΛΕΚΤΟΣ
ΔΟΥΛΟΣ
ΚΛΕΑΝΔΡΟΣ
ΚΟΜΟΔΟΣ
ΚΡΙΣΠΙΝΑ
ΚΥ˙Ι˙ΝΤΙΑΝΟΣ
ΛΑΙΤΟΣ
ΛΟΥΚΙΛΛΑ
ΜΑΡΚΙΑ
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
ΦΑΔΙΛΛΑ
ΦΙΛΟΚΟΜΟΔΟΣ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Το έργο που Κόμοδος έχει τιτλοφορηθεί, από πέντε πράξεις έχει συναρμολογηθεί, εκκινούμενο απ’ τις τελευταίες ημέρες της αυτοκρατορίας του πατέρα του Κόμοδου [Λανούβιο, Ιταλία, 31 Αυγούστου 161 μ.Χ - Ρώμη, Ιταλία, 31 Δεκεμβρίου 192 μ.Χ], Μάρκου Αυρηλίου[Ρώμη, Ιταλία, 26 Απριλίου 121 μ.Χ -Βιντομπόνα, σημερινή Βιέννη, Αυστρία, 17 Μαρτίου 180 μ.Χ] με την εκστρατεία του κατά των Mαρκομάνων στην περιοχή του Ίστρου και καταληκτικό στην ημέρα της δολοφονίας του Κόμοδου στην Ρώμη που απ’ την ερωμένη του Μαρκία [Άγνωστη ημερομηνία γέννησης - Ρώμη, Ιταλία, μεταξύ 28 Μαρτίου και 1 Ιουνίου 193 μ.Χ] είχε προγραμματισθεί και οργανωθεί.
Η Πρώτη Πράξη τον Μάρτιο του 180 μ.Χ στην περιοχή του Δούναβη θα εκτυλιχθεί και πιο συγκεκριμένα στου Μ.Αυρηλίου την σκηνή, με τον οποίον ο Κόμοδος συνομιλεί για την κοσμοθεωρία του σε πεδιάδα φιλοσοφική και κυβερνητική αλλά και τον επακόλουθο συνδυασμό θεωρίας και πράξης των ιδεών του τόσο στον Στρατό όσο και στον Πομπη˙ι˙ανό[125 μ.Χ -Ρώμη, Ιταλία, 193 μ.Χ] μετά απ’ του πατρός του την τελευτή.
Η Δεύτερη Πράξη στην Ρώμη του 182 μ.Χ θα διαδραματισθεί και τις ψυχολογικές αντιδράσεις του Κόμοδου θα διαπραγματευθεί πάνω στο αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του Κυ˙ι˙ντιανού [+Ρώμη, Ιταλία, 182 μ.Χ], του Κουαδράτου[άγνωστος τόπος γέννησης, 138 μ.Χ - Ρώμη, Ιταλία, 182 μ.Χ] και της αδελφής του Λουκίλλας [Ρώμη, Ιταλία, 7 Μαρτίου 148 ή 149 μ.Χ- Κάπρι, Ιταλία, 182 μ.Χ], τις σχέσεις του με την τελευταία και τις επόψεις αμφοτέρων για τον πατέρα τους Μ.Αυρήλιο, τον θανόντα σύζυγο της τελευταίας, Λούκιο Βήρο[Ρώμη, Ιταλία, 15 Δεκεμβρίου 130 μ.Χ -Ρώμη, Ιταλία, Ιανουάριος/ Φεβρουάριος 169 μ.Χ] αλλά και για την μητέρα τους, τη Φαυστίνα τη νεωτεριστική [Ρώμη, Ιταλία, 16 Φεβρουαρίου 130 μ.Χ -Χαλάλα, Καππαδοκία, Πόντος, σημερινή Τουρκία, Ιανουάριος/Φεβρουάριος ή Δεκέμβριος 175 μ.Χ]. Επιπλέον λαμβάνει χώρα έναν χρόνο αργότερα η Τρίτη Σκηνή, με τον Κόμοδο και την σύζυγό του Κρισπίνα[ Ρώμη, Ιταλία, 164 μ.Χ- Κάπρι, Ιταλία, 183/187 μ.Χ] ν’ ανταλλάσσουν την βιοθεωρία τους την σεξουαλική αλλά και στους άθλους του Ηρακλή την ερμηνεία τους την μυθολογική, με τον οποίον ο Κόμοδος έχει ταυτισθεί.
Η Τρίτη Πράξη πάλι στην Ρώμη του 185 μ.Χ θα εκπτυχωθεί και η συμπεριφορά του Κόμοδου η ψυχολογική θα διερευνηθεί στην συνωμοσία του πιο έμπιστου συνεργάτη του, του Περέννιου [Άγνωστη ημερομηνία γέννησης –Ρώμη, Ιταλία, 185 μ.Χ] και φημολογούμενού του εραστή.
Η Τέταρτη Πράξη στο Λαύρεντο του 190 μ.Χ και στην οικία των Κυ˙ι˙ντιλίων θα εκδιπλωθεί, ενώ ο τρόπος χειρισμού του Κόμοδου μιας κοινωνικής και οικονομικής κρίσης στην οποία είχε θεωρηθεί πρωταίτιος ο συνεργάτης του, Κλέανδρος[Φρυγία, Μικρά Ασία, σημερινή Τουρκία, άγνωστη ημερομηνία γέννησης - Ρώμη, Ιταλία, τέλος Ιουνίου/ αρχές Ιουλίου, 190 μ.Χ] θ’ ανιχνευθεί. Στις συνομιλίες του τόσο με την ερωμένη του την Μαρκία όσο και με την Φαδίλλα[159 μ.Χ - μεταξύ 192 και 213 μ.Χ], την πρεσβύτερή του αδελφή διασπείρει την πρόσληψή του την μεταφυσική, τόσο για περιστατικά που
συνέβησαν στην πάροδο της αυτοκρατορίας του όσο και για την γλωσσολογική αριθμητική.
Η Πέμπτη Πράξη στην Ρώμη στις 31 Δεκεμβρίου 192 μ.Χ την ημέρα της δολοφονίας του Κόμοδου θ’ αναπαρασταθεί, περιγραφική τόσο των αιτίων όσο και των διεργασιών που οδήγησαν σ’ αυτήν, απ’ την Μαρκία, τον Λαίτο [Άγνωστη ημερομηνία γέννησης -Ρώμη, Ιταλία, μεταξύ 28 Μαρτίου και 1 Ιουνίου 193 μ.Χ] και τον Έκλεκτο[Άγνωστη ημερομηνία γέννησης -Ρώμη, Ιταλία, μεταξύ 28 Μαρτίου και 1 Ιουνίου 193 μ.Χ], μιας ορχήστρας συμφωνικής.
ΠΗΓΕΣ:
[1]Historia Augusta, The life of Commodus/ Η ζωή του Κόμοδου.
[Loeb classical library, published in 1921.]
http://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Roman/Texts/Historia_Augusta/Commodus*.htm
[2]Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή ιστορία, τόμος ένατος, βιβλίο 73.
[3]Ηρωδιανός, Της μετά Μάρκον βασιλείας Ιστορίας, βιβλίον πρώτον και δεύτερον.
[4]Wikipedia, the Free Encyclopedia
http://en.wikipedia.org/wiki/Avidius_Cassius
http://en.wikipedia.org/wiki/Bruttia_Crispina
http://en.wikipedia.org/wiki/Clodius_Albinus
http://en.wikipedia.org/wiki/Commodus
http://en.wikipedia.org/wiki/Didius_Julianus
http://en.wikipedia.org/wiki/Faustina_the_Younger
http://en.wikipedia.org/wiki/Lucius_Verus
http://en.wikipedia.org/wiki/Lucilla
http://en.wikipedia.org/wiki/Marcia_(mistress_of_Commodus)
http://en.wikipedia.org/wiki/Marcus_Aurelius
http://en.wikipedia.org/wiki/Marcus_Aurelius_Cleander
http://en.wikipedia.org/wiki/Marcus_Ummidius_Quadratus_Annianus
http://en.wikipedia.org/wiki/Pertinax
http://en.wikipedia.org/wiki/Quintus_Aemilius_Laetus
http://en.wikipedia.org/wiki/Sextus_Tigidius_Perennis
http://en.wikipedia.org/wiki/Tiberius_Claudius_Pompeianus
http://en.wikipedia.org/wiki/Ulpius_Marcellus
[5]De Imperatoribus Romanis
http://www.roman-emperors.org/commod.htm
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
[Tην 16η Μαρτίου 180 μ. Χ θα εκπηνιωθεί, μία ημέρα πριν ο Αυτοκράτωρ της Ρώμης Μάρκος Αυρήλιος στη χώρα των Παννόνιων τελοκοιμηθεί. Ο Μάρκος Αυρήλιος στην κλίνη της σκηνής του απ’ την παρουσία του υιού του, Κόμοδου θα ερεβοδοτηθεί.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Μαζί με την φιλοσοφία μου δύει και η αυτοκρατορία μου…[Αποσυνδέει τον χριστιανοδημοκρατικό του οφθαλμό συγκυριακώς, ενώ πεταρίζει τον κορεατικό του.] Την κάρα σου σαν έναν Βέγα με πευκοβελόνες από γρανίτη βολιδοσκοπώ…[Σηκώνει την κεφαλή του που θ’ αναγειωθεί εις την κλίνη του ελαπρώς.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μήπως πατέρα των Ρωμαίων το φεγγάρι έχω υπάρξει;
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Αφού δεν υπήρξες ποτέ δίποδος των ιδεών μου αρματηλάτης….[Η πλάτη του η όψη των Σελλών η σκοτεινή, ώστε ο υιός του να μην μπορεί να τον περιεργασθεί. Ο Κόμοδος όμως στην επικουρική του κρεβατιού διπλευρική θα θεσμοθετηθεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ποιος να υπερνικήσει τον μίσχο του και αυτόφωτος τους χειράνθους του να σπινθιρίζει μπορεί;
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Της Ρώμης ο πατήρ υπήρξε η Ελλάδα η Αρχεγονική…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Pater patriae…[Μοιάζει σα ’να μονωδεί.] Θα προτιμούσα να ’χε γυναικαδελφωθεί…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Η ασφυρηλάτητη και ανεξέλεγκτη δύναμη σε παιδί στον Τιβέριο και τον Βάκχο το ποδηγετεί…[Βήχει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μετά απ’ την έσχατή σου αναπνοή θα ’μαι της Ρώμης ο βαλλήν ο αβληχής…[Κρούει το σημείο της καρδιάς τρις.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Ελεγείες με την επτάχορδη καρδιά σου παιδί μου δεν ποιείς που σιρόκος απ’ τα σπλάχνα μου ξανά δεν θα εξορυχθεί;[Επικινδύνως
κιλοασθμαίνει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ωδινοφορώ τόσο πατέρα όσο αν θα τελολογούσαν, για να παρίστανται το πυρ, το ύδωρ και ο αιθήρ εις την γη….
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Και η αγάπη…Στην αναστροφή της εκκλειπτικής…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και η αγάπη απ’ αυτήν την πατροπολιτική σταγόνα πίστης ποτέ δεν θα θάλλει…[Με τα χέρια του έναν ίασμο στην οδό προς την Κολχίδα πλάθει.]Άλω από κισσό ποτέ στο κεφάλι μου δεν θα ενδυθώ…[Έναν βόστρυχο απ’ την κόμη του τροχιάζει.]Μόνον ως κορυνήτης και ως σαρκοφάγος θα σ’ επιτηρώ…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Την αδελφή σου δεν θα νυμφοκεντρωθείς, όπως ο Πτολεμαίος στο παρελθόν είχε πράξει;[Δακρυσίστακτος.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Όχι πατέρα…Σε διαβεβαιώνω γι’ αυτό…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Για τους Γερμανούς επαγρυπνώ…[Ασθμαίνοντας.]
Δεν είναι λόγος υποτακτικός…[Κοιτάζει ολόγυρα έναν υπερρεαλιστικό ή ιδεατό εχθρό του.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πατέρα μην ανησυχείς…[Το βαμβακένιο, στιβαίο μαλλί του ρευματοδοτεί.] Η διαθεματική όσων ορδών δεν κατεβλήθησαν υπό των γοργόνιων, στω˙ι˙κών σου υπερόπλων και όσων δεν κατάφερες να κοινωνήσουν με της λογικής την πειθώ την φιάλη των συμμαχιών τους, κάποια γαλατιανή στιγμή θα διευθετηθεί…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Φίδι που δεν μπορείς να το σκοτώσεις, διάπλασέ το σε άστρο του κυνός, εφηβικό σου…[Κλίνει την πλάτη του απ’ την γωνία την διαφορική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πατέρα μην γίνεσαι τόσο κυνικός…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Φοβάμαι παιδί μου πως οι προηγούμενες διομολογήσεις ενέχουν μια δόση αντιφώντιου διαποτισμού…Θέλεις να μινύθω απ’ το αναμενόμενο νωρίτερα πολύ με την ψυχή μου απ’ τα ψεύδη σου θάλασσα γαληνή…[Βήχει πιο έντονα.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η φιλοσοφία η ιωνική δεν ήταν απ’ τα φάρμακά σου η πιο αβροφυής;[Γελάει, ενώ με τα δύο του χέρια στης κόμης του την τμήση προελαύνει και στις οροσειρές των κεράτων του που ως την Οφήλια θ’ αποπειραθεί να επικρεμάσει.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Πόσο θα ’θελα Κόμοδε να ήσουν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν κούρος φιλοαθηνα˙ι˙κός μου…[Τα μάτια του μισοεσπερίζουν κεκμηκότα απ’ την φλεγμονή. Ο Κόμοδος πάλι στην αντίπερα όχθη χειμάζει και το Βαρανάσι των χεριών του εφοδιάζει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πατέρα δεν φωταγωγώ θυρσό και ούτε σκοπεύω να μετουσιωθώ σε Νέρωνα ή Δομιτιανό…[Χορεύει με χάρη, ενώ προσποιείται πως κεροποιεί έναν χριστιανό.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Το χρήμα παιδί μου σε ηλικία νεαρή οδηγεί στων καινών τέρψεων την παγανική…Πιο χαρακτηριστικό υπόδειγμα υπήρξε ο Διονύσιος, ο τύραννος της σικελικής…[Υποκλέπτει μια μύχια αναπνοή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μπορεί να ’θελε να ομοιάσει στο παρεμφερές θεϊκό όνομα του Διονύσου…Εγώ θα έχω τον Ηρακλή ως σμικρό ναυτίλο…[Του επιδεικνύει τους αρουραίους των χειρών του και το φλεβωτό δέρας του στήθους του.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Προτιμάς παιδί μου μ’ έναν ημίθεο και όχι μ’ έναν Θεό ν’ αντιπαραβληθείς;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Το ανευρίσκω πιο εξαγωνικό…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Τα λόγια μου προς τους συμβούλους μου για εσένα μπορείς να ενθυμηθείς;[Το στόμα του φρεάτιο για διαπνοή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τους ’χες πει πως οι πατέρες είναι καλλίτεροι από έναν, όταν δεν είναι ψεδνοί…[Ένα χαρίεν βλέμμα του πυροκροτεί και με διαζευγμένη κατεύθυνση προς την ρεπουμπλικανή.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Τους είχα προτρέψει να γίνουν οι μέντορές σου, να σε νουθετούν σε οριζόντια πορεία με πυξίδα την ηθική και την αλήθεια και να σου συμπαρασταθούν, ώστε στον υπόνομο των λάβρων σου πράξεων να μην ξεβρασθείς…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ακόλαστος…Μου αρέσει τούτο το επίθετο πολύ…Αυτός που δεν έχει στης ψυχής του την τιμωρία προσδεθεί…Η ώρα της τιμής…Η τιμή της ώρας…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ:Η μωρία της τιμής…[Σε τόνο ναυπηγοεπισκευαστικής.] Χωρίς το ρόδο του λαού παιδί μου απ’ το χαλκουργείο της τυραννίας θα καταπέσεις…Οι σωματοφύλακες και τα νομίσματα δεν θα σε κάνουν τις ποινές ν’ αποτρέπεις…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μα εσύ δεν έλεγες πως ήμουν ακόλαστος πιο πριν…Αν είμαι ακόλαστος, πατέρα πίστεψε με απ’ το Νεμέσιο θα εκτραπώ…[Θαλπνός.]
Πατέρας…[Γεμάτος ειρωνεία.]Τι ακόσμητη και απεριώνυτη λέξη…Δεν την γνώρισα ποτέ μου…[Τα μαλλιά του Μάρκου Αυρηλίου κολλιγοποιεί.]Τόσο μινύθοντα…Στον Ουρανό σύννεφα…Θα ενοικιάσουν κάποιο μέρος εκεί, μέχρι να ξαναέλθεις εύβοτρυς στην γη…Βελτιωμένος στο ρήμα φιλοσοφώ…[Μια τούφα του νεωλκεί η οποία θα εκριζωθεί. Ο Μάρκος Αυρήλιος ανήμπορος σφαδάζει απ’ τον πόνο ανηλεής.]Τώρα πατέρα έγινες η κτήση μου η μητρογονικη…Η μητρόπολη του ρήματος κυοφορώ…Αυτή την τούφα στο αυτοκρατορικό μου ενδιαίτημα θα την κατακρατώ…Εν κατακλείδι πατέρα μήπως ήσουν μια μητέρα; [Απ’ το κρεβάτι μ’ εστραμμένη την πλάτη του στην κλίνη θ’ απωθηθεί.]Πατέρα αν γνώριζες πόσο σε χρυσοφορώ θα λησμονούσες την έννοια του θανάτου και θα παρέμενες για πάντα άβροτος θνητός… [Καταρρέει και με τα γόνατα το δάπεδο γητεύει, ενώνοντας τα χέρια του με την Ερμαϊκή.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Αυτά τα σύννεφα που έχεις εφοπλισθεί θα παραμείνουν σημεία ιερογλυφικής τ’ Ουρανού αειθαλή…Σε νεφελομαντεία δεν θα προβώ…
[Σε τόνο βλοσυρό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πατέρα πέθανε τόσο καινός ο δίδυμος μου αδελφός…[Σε στροφή για τον κλινήρη του πατέρα με φλογισμένα τα μάτια και με οφιοειδείς, επιμήκεις κουρτίνες συγκεκαλυμμένα.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Αν ο χαρακτήρας του ήταν έκτυπος με τον δικό σου δεν τον θρηνωδώ…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πόσο σε σταφυλοπονώ…[Έχει ανασηκωθεί και μετοπικώς τον γαλουχεί, αεροδρομώντας την τούφα που ως τότε στο στήθος του είχε διακρατηθεί.]Δεν έπρεπε να σε υ˙ι˙οθετήσει ο Αδριανός…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Νομίζεις Κόμοδε πως δεν μου είναι ταχυδρομικό ότι έδωσες διαταγή, τις ετεροφυλοφιλικές δόσεις για την ασθένειά μου να μην μου επιχορηγεί ο ιατρός ο προσωπικός μου;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ήσουν ο πέμπτος Αυτοκράτωρ ο πανάγαθός μου…Ως έκτος το γνωρίζω προδρομικώς πως ποτέ δεν θ’ αναγραφώ…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Στην αριθμητική των εννοιών δεν υπήρξες ποτέ σου εύπονος αμνός…[Σειόμενος.]Είναι Μάρτιος…Σαν εχθές ο Ιούλιος Καίσαρ είχε πολλαπλώς μαχαιρωθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αν και Ιούλιο είχε εξωμητριωθεί, απ’ τον Μάρτιο των ψευδεπίγραφων Συγκλητικών είχε αγαλματοποιηθεί…[Τις μπούκλες του μετατοπίζει στον πρυμναίο εαυτό του.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Συκουχία…Αυτή η λέξη Κόμοδε θα σε κυνηγάει ως της ζωής σου την σκοποβολή…Κόμοδος, ο συκούχων…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μου άρεσε πάντα να επισπεύδω στους άλλους αυτό που βηνιτιώ…Εκ των προτέρων σας ευχαριστώ…[Τον καβάλλο του χειροενεργεί.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Η ηδυβοτρύα του Διονύσου σ’ έχει αγγίξει, προτού ο Πλούτων στο ηεροειδές του αρχοντικό με φιλοδωρήσει…[Ξαναβήχει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Εύχομαι όπως οι καταχρηστικοί σου δίφθογγοι είναι τανύδρομοι προς τον δικό μου εαυτό, να σε ριπίσει…[Σε δίεση ο τόνος της φωνής του.]Και όταν δεν επέτρεπες στους σωματοφύλακές σου, για όσους σε πελάζουν, να τους απωθούν ήταν τόσο αριστοφανικό…Γιατί τότε είχες την εμπροσθοφυλακή αυτή;
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Για να με προφυλάσσουν από επίδοξους δολοφόνους όπως εσύ…Ο χαρακτήρας σου μ’ εκφύλισε και με πεθαίνει…[Με σύμφυρτη
φωνή.] Η Φαυστίνα είχε στο χαράκωμά της τον ζυγό, όταν μου ’χε εκμυστηρευθεί λίγο πριν την φύτρα σου ότι στο όνειρό της, την γέννηση δύο ερπετών είχε δει…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Όταν απομνημονεύεις μια φορά τον χρόνο την μητέρα μου γέγηθα πολύ…[Την γλώσσα του αναρτεί.]Πάντως δεν είδε στο όναρ της ότι το ένα ερπετό που θα ευγονούσε, μόνον για έτη τέσσερα θα διαβιούσε…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Το φίδι που ’χε στον άλλο κόρφο της, απεδείχθη της Αδράστειας πιο τερπανδρικό…[Με μισάνεργο τον σταλινικό του οφθαλμό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πατέρα η βασιλεία σου δύει και ανατέλλει η δική μου…[Του πολτοποιεί στιγμιαίως με νάζι τον θατσερικό του οφθαλμό.]Μπορεί πατέρα όπως ο Επίκουρος θα έλεγε αν τον είχες ενώπιόν σου, με την συνεχή ροή του ειδώλου σου στα μάτια των υπηκόων σου ως Άρης να ’χες παγιωθεί…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Ο θάνατος Κόμοδε σ’ εμένα δεν έχει επενδυθεί…Ό, τι είναι σε διεργασία αποδομητική, δεν είναι αισθητή και ό, τι δεν αισθανόμαστε, δεν μπορεί απ’ τους στήμονες της ψυχής μας να καταλυθεί.[Βήχει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τα σύννεφα απ’ τα έγκατα της γης στον Ουρανό της ομιλίας σου έχουν γονικώς παροχετευθεί…Ο πόνος στο πεντάγραμμό του έχει την διάρκεια ενός Ηριδανού που ’χει αγκυροβοληθεί απ’ την ουρανική…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Η τύρβη Κόμμοδε δεν είναι δυνατόν να ’ναι διαθετή, αν το περγαμηνιαίο σεντόνι εντός μας δεν έχει φρόνηση, καλοσύνη και την Θέμιδα να τις ισοσταθμίζει…[Βήχει και τα μάτια του αυτοκόλλητα απ’ την ωδίνη.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αν όλο το νεκροκρέβατό σου η ηδονή είχε κατακυριεύσει, ποτέ τις εστίες των τοκετών δεν θα ’χες διαφεντεύσει…[Με τα χέρια του δύο τρίγωνα στο κενό σχηματοποιεί, έχοντας την μέση του ως πυλωνική.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Χωρίς το βάλσαμο της φύσης με την ηδονή στην κατακλυσμιαία έκφανσή της δεν δύνασαι να συστηθείς…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τι μπορούσε ο Επίκουρος πατέρα να εννοεί, λέγοντας πως δεν ωφελεί απ’ τους ανθρώπους και τα συμβάντα στον Ουρανό, κάτω απ’ την γη και το άπειρον κανείς να κάνει την δοκιμή να προφυλαχθεί;[Σε κλείθρον γυμνασιακό .]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Μπορεί ένας Λύκαιος τον άνθρωπο να δεηθεί;[Η φωνή του σε ύφεση επιπροσθετική.] Απ’ τα καταγόμενα Κόμοδε τ’ Ουρανού είναι ανώφελο να προστατευθείς, γιατί σου πλουμίζουν το ναίδριον της ιωνικής σκέψης σου με στιλβίζουσες ιδέες…Όσα είναι κάτω απ’ τα πόδια σου καθ’ ολοκληρίαν τα εποπτεύεις και συνεπώς απ’ αυτά δεν κινδυνεύεις…Τα σμαράγδια όμως του απείρου είναι του σύμπαντος η ύλη ιστορίης, απ’ την οποία ουδείς εκ των ανθρώπων δεν μπορεί δαίμων της να καταστεί…Το άπειρο αφού δεν έχει χρόνο και χώρο δεν μπορεί να ετεροφωρηθεί….[Βήχει με ορμή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ούτε τα δώματα που είναι οι διαστάσεις του;
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Ούτε απ’ αυτά…Η ασφάλεια έγκειται στην αποστασιοποίηση εκ του πλήθους…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η μονάς είναι το σκαλοπάτι του απείρου και αρχηγέτης στον κέδρο του πλήθους…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Μου φαίνεται Κόμοδε πως την ρήση του Επίκουρου ακολούθησες μια ζωή: πως ο λογικός δεν εκφεύγει ποτέ της ηδονής…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Φυσική και υποχρεωτική δεν είναι του φαρμάκου σου η αντίδοση, ώστε η ωδίνη να εκθρονισθεί; Το άγαλμά σου που όλοι θαυμάζουν, πιστεύεις πως ήταν μια ελλοπία μήτε αναγκαία μήτε φυσική;
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Όσο υπάρχει ο μίτος της ιστορίας η αποκρυστάλλωσή της έχει θεωρηθεί ναστή…Όσο η ένθεση των υλικών των αγαλμάτων της είναι σε διαλογή, για την αποθέωση της ιστορίας είναι πηγή….Όσοι θα ζούνε δύο χιλιάδες αργότερα για την εποχή μας, τι θα ’χαν γνωρίσει αν τον πολιτισμό και τα κτήματά του δεν είχαμε αναδημιουργήσει;[Απ’ την δύσπνοια οι κόρες των οφθαλμών του με την μύτη μετεξελιγμένοι κίονες και δωρικοί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η ματαιοδοξία είναι το ’να μαγνάδι της εξουσίας…Το άλλο θα πρέπει να ’ναι η ιστορία…[Κάνει συμπαντικές διαδρομές στου ετοιμοθάνατου την κλίνη και με του Μπρέζνιεφ το χέρι νυμφευόμενο στην μέση, ενώ με του Ντεγκωλ το πηγούνι του θα προανακρουσθεί.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Η ιστορία μιας πτυχής απ’ τον χιτώνα του σύμπαντος
όχι στην απειρότητά του αλλά στην εξομάλυνση της συνειδητότητάς του…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Να μην βλάπτεις και να μην βλάπτεσαι…Ο νόμος του Επικούρου μπορεί και στους κοινούς θνητούς να κατισχυθεί;[Με αθώο τάχα βλέμμα, ανασηκώνοντας το φρύδι του το φρανκικό.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Όχι, Κόμοδε γιατί η κοινωνία είναι η ζούγκλα που ’χει διαστρωματωθεί…Από φλίδες συμφερόντων η πυραμίδα έχει ανασυγκροτηθεί… [Ξεροβήχει.] Όμως για τους αόρατους παρατηρητές των ανθρώπων και τους αόρατους ταγούς τους έχει πολλών ίππων την ισχύ…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η ανάγκη είναι κακό απ’ τον Επίκουρο είχε λεχθεί…Δεν υπάρχει όμως καμία ανάγκη να λαικάζει κάτω απ’ την Ανάγκη κανείς…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Αν μαραθωνοδρομούσαμε την εξισωτική λογική, τότε δεν συνυπάρχει κανένα κακό, κανείς κάτω απ’ αυτό να ζει….
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ή εντός, εκτός και επί τα αυτά….
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Η λογική Κόμοδε δεν είναι αριθμητική ή πρόοδος γεωμετρική ˙ είναι και της καρδιάς το λυχνάρι…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο εχθρός του κακού πατέρα είναι το μεγαλύτερο κακό…[Με φιδίσιο ύφος.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Και εγώ που νόμιζα ότι η επιλύση σ’ όλα ήταν το αγαθό…[Με ύφος παραίτησης που προέρχεται περισσότερο απ’ τον σταλακτίτη της ηλικίας, παρά απ’ τα γνωρίσματα ενός μορφοποιημένου χαρακτήρα.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μα πατέρα, ώστε κάποιον άλλον για να υπερακοντίσεις, θα πρέπει στο ίδιο είδος ν’ αφομοιωθείς, αφού τις αρετές και τα ελαττώματά του σε
υπερθετικό βαθμό έχεις γνωρίσει…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Ένα λιοντάρι μια αντιλόπη ευκολότερα σε παραβολή με το ομοειδές του δεν έχει νικήσει;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ανήκουν στο είδος των ζωών και πιο συγκεκριμένα στην υποκατηγορία των τετράποδων…Ένα λιοντάρι εύκολα ένα πολυτρήρωνα να συλλάβει μπορεί;
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Άρα θα μπορούσε στους νόμους της ζούγκλας να ’χε πειραματισθεί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Με την κατάφαση της πρότασης που ανήκει συγκρητιστική…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Ο Ετρουρικός στα ίδια είδη της κατοπτρικής κατηγορίας είναι και ο πιο επώδυνος και ο πιο δαιδαλώδης….[Βήχει και βαρέως ασθμαίνει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Την ανάκλαση των πολέμων του Μάρκου Αντώνιου και του Οκταβιανού Αυγούστου στα χείλη σου ναυλοχείς…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Κόμοδε αν δεν υπομνηματίσεις φιλολογικώς το αγαθό που αποκομίζεις σήμερα, σε πρεσβύτη όπως και εγώ θ’ ανασκευασθείς…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τις Ηρακλείδες Στήλες θ’ απεικονίσω στο επιτύμβιο σου…
Πιστεύεις πατέρα πως απολαμβάνεις με μετόπη το φεγγάρι τον διάλογο μας τον φιλοσοφικό;
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Ο λόγος είναι λάβδανο και λακίδα συγχρόνως…
[Ένας σκύλος έχει εισέλθει επί σκηνής. Ο Κόμοδος στων αυτιών του σκύλου έχει γίνει η θεραπαινίς.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η μεγαλύτερη ανάγκη είναι η εμπιστοσύνη που του ανατρέφω….
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Κόμοδε ο σκύλος δεν πρόκειται να σε διασώσει απ’ την ραβδουχία του θανάτου…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Για ό,τι πέπρωται δεν θρηνωδώ να τον επικουρώ, εφόσον αυτό καθίσταται εφικτό στο υπερδιογκωμένο μου εγώ…[Ο Κόμοδος φιλάει τ’ αυτιά του κυνός.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Αυτό μπορείς να ’χεις την παρρησία να το πεις, γιατί εκτός απ’ το αίμα μου και τον υβαίο θρόνο μου κληρονομείς…Την μεγάλη σου
περιουσία την απέκτησες υπηρετώντας εμέ…[Ως τραυλός.]Εμένα τον άρχο…Τον άρχοντα και πατέρα σου αλλά…. Κυ…Κυρίως τις μάζες των αδαών…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τι να την κάνεις πατέρα την ηπειρωτική περιουσία, αν δεν σε αποτιμεί ή δεν σε αποθεώνεις κανείς;
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Πιο πρόσφορο θα ήταν αν στο σκίρτημα των άλλων για το πρόσωπό σου είχες ευδοκιμηθεί…[Νήπιες αναπνοές ν’ απολάβει προσπαθεί.] Τίποτε δεν σου είναι αρκετό, γιατί το αρκετό σου είναι λίγο…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πόσο θα ’θελα γέροντα που με χλευάζεις, να σ’ επιστρώσω με το μαξιλάρι που το κεφάλι σου ξεκουράζει…[Σφίγγει την γροθιά.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Όσο αναπνέω Κόμοδε, εδώ θα ’μαι, για να σου ασκοφορώ ως το τέλος κριτική…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Την στιγμή που με συνελάμβανες στον σάκανδρο της μητέρας, ο θρόνος σου μου ’χε χορηγηθεί…[Κοιτάζει σε σημείο που άνω αοριστολογεί.]Και ο αστερίας σου στην θάλασσά της είχε προσαρτηθεί και σε μωρό είχε αναδυθεί… Πορφυρίτης…[Με ύφος αισχύλειας ανταπόκρισης που δεν έχει κρηπιδωθεί.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Αν μαθευόταν απ’ όλους ότι θα ’θελες να με δολοφονήσεις πολύ, για τον λόγο αυτόν την άλμη θα ’χες διορίσει;[Με ύφος λαβωμένου και ψυχορραγούντος λιονταριού που το θύμα θ’ αποδυθεί, για να χιμήξει με την πρωταθλητική ευκαιρία στην αλκιμότερη θηρευτική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Φαλάγγιον νιώθει κανείς, όταν πράττει κάτι ασύμφορο με το κοινωνικώς αποδεκτόν ή όταν η ψυχή του είναι σε χθονιότερο επίπεδο
απ’ των άλλων…Στην κορυφή των Άλπεων και όχι στις κατωφέρειές του είναι ο Αυτοκράτωρ….
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Άφοβος Θεός είναι σαν σκυλί δίχως θεϊκό χαλινό…
[Πάλι του κλωθωγυρίζει την πλάτη.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Όσο υπάρχει το αμύθητο ουσιαστικό, την ψυχή μου τίποτε δεν δύναται να διαταράξει…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ:Κόμοδε δεν σε φθονώ…Όσο περισσότερο ευτυχείς, τόσο περισσότερο τον εαυτό σου βλάπτεις…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ρυπαρή οικονομία στα φωνήεντά σου δεν επινοικιάζεις…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Έχω έναν φρονιμίτη που όλα τα διευθετεί σε πορεία μεσημβρινή…Επιθυμείς Κόμοδε αυτό που δεν μπορείς να νικήσεις και θα κατατεμαχίσεις όσα έχεις ήδη επιτύχει…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και τι είναι αυτό;
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Αντιμαχόμενος την ιδέα του, το Ανίκητο να νικήσεις …
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πατέρα…Αγών δεν υπάρχει αμαχητί…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Τίποτε δεν μπορεί να γίνει απ’ αυτό που δεν είναι ή δεν υπάρχει…Εφόσον υπάρχει Κόμοδε ο κόσμος, θα υπάρχουν και ο αγών και η διαπάλη…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Οι αισθήσεις μας περίτρανα τεκμήρια, πως τα σώματα όμως υπάρχουν…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Πως ξέρεις Κόμοδε ότι η μηλιά που βλέπεις είναι δένδρο και όχι ένας γίγας της προιστορικής περιόδου; Το σώμα μας είναι διάσπαρτο από άλευκα σύμπαντα που μας κατασκοπεύουν εξ’ αποστάσεως….
[Το στήθος του σελιδοποιεί και μετά στις παλάμες των χεριών του αγκυροβολεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γέροντα - αυτοκράτορα το όρος της Αφροδίτης ή τα υψίπεδα του Άρη μπορείς να δεις;[Ως μικροσκόπιο με των οφθαλμών του την θυγατρική.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Διορώ τους Μυρμιδόνες -σταυρούς απ’ των συγγραμμάτων μου την επιούσια επινοητική…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ίσως όσο πιο πολύ αποχωρισθεί το σώμα η ψυχή, διάπλατα ενώπιόν της να δει την μυθογνωσία της γης, να ’χει εκτυλιχθεί….Εγώ πάντως βλέπω την κράμβη ως κράμβη, τον αστερισμό της Ύδρας ως της Ύδρας τον αστερισμό και εσένα γέροντα ως το ανάχωμά μου για τον θρόνο τον μυνιακορωμα΄ι΄κό….[Πλησιάζει την είσοδο της σκηνής, μήπως έλθει κανείς.
Στην θέση του θα νεωλκηθεί.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Το σύμπαν είναι άπειρο…[Εφησυχασθείς.]Νήριθμοι οι κόσμοι απ’ τους οποίους έχει συντεθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αν το σώμα μας είναι μικρογραφία του σύμπαντος, τότε και εκείνο υποθέτω πως άκρα και όρια θα ’χει…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Το κενό την δική του ιστορία ανάμεσα στα σύμπαντα μόρια θα ’χει…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Σε εκπτωσιακό του φωτός χρόνο και σε μυρίων σημεία θα με δεις ταυτοχρόνως…Τις ψηφίδες μου η ομοιομορφία τους τις συγκρατεί και το κενό στο ανθρώπινό μου μωσαϊκό…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Άρα ετεροιώνονται στο μεσοδιάστημα οι ψηφίδες των θεών…Άπελθε νυνί…Άσε η χλόη μου να κοιμηθεί…[Ο Κόμοδος κάνει πως τον αριθμό μηδέν καταλαμβάνει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Εξ ’ου και σε κύκνο του Διός η καρναβαλιστική…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Στα πόδια των θεών πάνω απ’ την κεφαλή σου και στις κάρες όσων είναι κάτω απ’ τα πόδια σου έχεις νεφεληγηθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Οι θεοί τ’ Ουρανού καθόλου απ’ τα διανοήματά μου δεν έχουν ενοχληθεί, όπως συμβαίνει μ’ εκείνους της Γης…[Με το δάπεδο θα συνουσιασθεί, σχηματίζοντας με το σώμα του το γράμμα της προγραφής.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Ή διόλου τα όσα κάνεις, δεν έχουν αφουγκρασθεί….
ΚΟΜΟΔΟΣ: Το δέρας μου το φάλαρο απ’ την αναπνοή μου και τις εμπειρίες μου θ’ απαντληθεί…Πάντως συμφώνως με τον Επίκουρο την θανή δεν θα έπρεπε να φοβηθείς, διότι όταν έλθει εκείνη, δεν θα ’σαι εσύ εκεί….
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Κόμοδε ο άνθρωπος τον θάνατο έχει φοβηθεί, γιατί δεν προλαβαίνει εξαιτίας του τα μεγάλα του όνειρα να ’χουν πραγματοποιηθεί ή αν είναι στο μέσον αυτών εκείνα να ’χουν αποπερατωθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Το μέλλον πατέρα δεν είναι εξ’ ολοκλήρου δικό μας…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Αυτό έχει επισυμβεί, γιατί σε κάθε τυποποιημένη σφαίρα ζωής το ψυχικό αποτύπωμα σε νήπιο ή ωκεάνειο βαθμό έχει διαφοροποιηθεί και ας μην ξεχνούμε πως το μέλλον είναι συνισταμένη όλων αυτών των σφαιρών που τροποποιήσεις έχουν επιδεχθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η τύχη πατέρα δεν είναι θεία….[Σε διαπιστευτήριο τόνο.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Άρα ούτε θαμιστική, μήτε αθάνατη… Θνησιμιαία όπως τα ζώα…[Σε ύφος αχθόθυμο.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Οι θεοί τίποτε δεν αφήνουν ατάκτως να εκδηλωθεί…Για το χιόνι ο Επίκουρος δίνει μια ερμηνεία άκρως επιστημονική…[Κάνει πως κρυώνει.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Κόμοδε μην λησμονείς, πως τα φαινόμενα της φύσης μπορούν εύκολα να παραλληλισθούν μ’ εκείνα της ψυχής…Το χιόνι συμβολίζει τον αποχωρισμό του σώματος απ’ την θερμοκρασία που…[Τραυλίζοντας ξανά.] Που το σώ…Σώμα του αναχορηγεί….
ΚΟΜΟΔΟΣ: Οι κεραυνοί είναι τ’ αόρατα σωματίδια που ενώνουν το σώμα με την ψυχή…[Σε ύφος Γοργία.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Και τα σύννεφα Κόμοδε που επισκιάζουν τον ουράνιο, νοητικό μας θόλο και της πυραμίδας το φως που αποκρύπτουν των οφθαλμών μας, είναι οι σκέψεις που έχουν στερεοποιηθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Θα υπεστήριζα πως αυτά τα σύννεφα έχουν την τάση της αναπαραγωγής με τον καύσωνα της καρδιάς, αλλά και του νου την μηχανική που έχει σωματότυπο ψελιοειδή και η διάταση τους έτσι θα διασφαλισθεί. Κατά συνέπεια η θερμότητα η ορώδης και των νεφελών η επιταχυντήρια λογική την υφή κάνουν πότε πιο μαλακή και πότε πιο στυφή….
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ:Γι’ αυτό ο Ουρανός δεν θ’ αποχωρισθεί ποτέ την Γη…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Οι τυφώνες και οι ανεμοστρόβιλοι;
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Η ψυχή Κόμοδε αποτελείται και από μείγματα που έχουν μια πιο ανάλαφρη ουσία και κινητοποιούνται ή μετατοπίζονται ελαφρώς σε οποιαδήποτε ταραχή….Και έχουν την ικανότητα τα πνεύματα και οι άνεμοι τους να διώχνουν την ομίχλη απ’ την γη…Σε παρακαλώ Κόμοδε.. Αποχώρησε…
Μεσανυχτοκυριαρχεί…Έχει βραδιάσει…[Γυρίζει προς την μεριά του Κόμοδου το κεφάλι του.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και ο ήλιος;[Ανέπαφος, όπως το μάρμαρο απ’ την Πάρο.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Είναι το πλέγμα κοντά στην καρδιά που την ψυχή υγροποιεί, μετατρέποντάς την σε βροχή και που το άνυγρο, υποχθόνιο μέρος της μαστογραφεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αλλά και σ’ αυτό ενοικεί ένας στρόβιλος πιο γηγενής…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Και μεταρσιώνεται τόσο υψηλά που συσκοτίζει τον ήλιο, υποκλέπτοντας την θέση του απ’ το ουράνιο στερέωμα…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ή το τμήμα τ’ Ουρανού απ’ τον οποίον είναι ορατός….
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Ναι, Κόμοδε γιατί το σώμα μας στο εσωτερικό του είναι η αντανάκλαση του σύμπαντος με αστέρια τους κεραυνούς ως κρίκοι του σώματος εις την ψυχή…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Άρα η παχύρρευστη επιφάνεια που γεφυρώνει το εδραίο σώμα με την ψυχή είναι μελανή….
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Με πυρσούς τ’ άστρα που έχει διακοσμηθεί και σε διάσπαρτα σημεία της κεντητοί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Διαγώνιες αποκλίσεις…Κύματα σύμπαντος σε διαταραχή…
Μα πως τα ’χεις όλα αυτά περισκεφθεί;
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Για όλα προνοεί ο νους μου ο υψιπέτης…Όμως όπως υπάρχει ο κόσμος του Στράβωνος που σου περιέγραψα στην μια πλευρά του καθρέφτη, υπάρχει στην σελίδα του την δεύτερη και ο μεταφυσικός του….[Η κόρη του ματιού του σε διαστολή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Ο οποίος εδράζει σ’ ένα σώμα ηλιακό και με τις Πλειάδες να τον στελεχώνουν μαιανδροειδείς…Η υφή του είναι μελαμβαφής και έχει την τάση της κίνησης, αρχικώς καθοδικής και δευτερευόντως ανοδικής μέσω δύο
αδιόρατων στομίων, ώστε με τον ήλιο και το νου του να συνευρεθεί…[Απ’ την καθευδόμενη γη θα τιναχθεί και το σήμα του λατινικού αριθμού νικητή κάνει με το χέρι του τον Βενιζελιστή.]
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ:Ασυμβατότητες και αντινομίες…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Όπως τα λες πατέρα…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Όπως τα λέω…Γιατί το Έρεβος το φως θέλει πάντα να νυμφευθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Αυτά τα στόμια…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Είναι οι πύλες απ’ τις οποίες εξέρχονται οι σκοτεινές οντότητες της γης και η αύρα τους η ηλεκτρομαγνητική…[Ένας κεραυνός θ’ ακουστεί και ο σκύλος απ’ την Διώνη αναχωρεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Κάπου ο ουρανός δακρυορροεί…Νιώθω την υγρασία ήδη περονιαστή…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ:Άσε Κόμοδε το πνεύμα μου για λίγο να επαναπαυθεί…
[Τα μάτια του ολοκληρωτικώς έχουν σφραγισθεί.Ο Κόμοδος δίχως να του δώσει ούτε καν ένα φιλί και με μια σινδόνη στην κεφαλή, ώστε να προστατευθεί απ’ τον καταιγισμό της βροχής, αποχωρεί απ’ του Μάρκου Αυρηλίου την σκηνή.]
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[Mερικές ημέρες αργότερα απ’ του Αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου την θανή θα διδαχθεί. Ο Κόμοδος στο στρατόπεδο ραντίζει με νομίσματα τριάντα στρατιώτες-πλαγγόνες που είναι κιονόκρανοι και τριγλυφικοί. Ο Κόμοδος αυτοκρατορικές θυσίες ενώπιόν τους αποθέτει και κατόπιν -ώστε στο στράτευμα ν’ απευθυνθεί- σ’ εξέδρα αεροπορεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η καρδιά μου απ’ την θανή του πατρός μου είναι Τυρρηνική κυανή…[Το βλέμμα του στο πλήθος εξαπολεί ως Χρούστσοφ στην αρχή και ως Ρήγκαν το εγγυοδοτεί.]Στην καρδιά του άπαντες εντός του είχαμε διακανονισθεί, ως λάθυροι στην διασπορά, μα στον θερισμό ισομερείς…[Με τα μάτια του να ’χουν γεωτρηθεί.]Με κατεχώρισε συστρατιώτη του όχι μόνον στους Φιλίππους αλλά και στην αρετή.[Από υπερηφάνεια θα ταινιωθεί.]Η Θεά Τύχη που με κατελόγισε στου θρόνου την διαδοχή, με την δωρεή της τούτη τους λειμώνες μου ευλογεί…[Τα χείλη του σε ανέλκυση τριγωνική].Όπως ο πατέρας μου δεν είχα υιοθετηθεί, αλλά αίμα μου υπήρξε η πορφύρα μου η αυτοκρατορική, ενώ σώμα μου το παλάτι και η οικητήριά του αυλή…[Με αυτοπεποίθηση.]Δεν κατεβλήθηκα σ’ εσάς αλλά αφροδύθηκα για εσάς.[Με ύφος Παντοκράτορα.] Ο Μάρκος Αυρήλιος τούτη την στιγμή που σας ομιλώ είναι ομοτράπεζος στο συμπόσιο των θεών και με τα πινάκια των φιλοσοφιών ναυλοχεί…[Με ύφος Παντεπόπτη.]Αν εντρυφήσουμε στο ομηρικό ιδεώδες και προεκτείνουμε τα ρωμαϊκά σκήπτρα ως τον ωκεανό, ο πατήρ μου θα φωσφορηθεί. [Με ύφος Φερεγγυούχου.] Με την γλαύκα του και την ρουβικώνια δεινότητά του τα κεφάλια μας έχουν ιερουργηθεί.[Σε πανίερο ύφος.]Ο ενθουσιασμός σας υπό την σκέπη ενός καινού Αυτοκράτορα με φήμη θ’ αποταμιευθεί…[Σε ύφος Αιόλου ακμής.] Ενέχει τον Θεό μέσα του όποιος ενθουσιασθεί…[Με ύφος του Ικάριου νηνεμίας.]Αν τιμωρηθούν στην αφετηρία ενός νέου βασιλέα ορδές αλλοεθνείς, δεν θ’ αποθρασσυνθούν και θα σκιρτήσουν απ’ της πείρας την χειρονομική…[Ο Κόμοδος ξαναρίχνει νομίσματα απ’ την εξέδρα στους στρατιώτες και κατέρχεται απ’ αυτήν για του αυτοκρατορικού καταλύματος την επαναστροφή.]
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
[Σε Αορίστου ημέρα του Σεπτεμβρίου του 180 μ.Χ θα υλοποιηθεί. Ο Κόμοδος
με το αλαβάστρινο και τανυστό του κορμί τελείως γυμνός οπτεύει στον Ίστρο τον δικό του εαυτό και με τον δείκτη του λενινιστικού του χεριού σύμβολα της γεωμετρικής εποχής λαίνεα σχεδιάζει στο δέρας του νερού. Ο Πομπη˙ι˙ανός ωκύθοος θα προβεί σε σακέσπαλο νευματισμό.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Είναι εγγώνιο αυτοκράτορα μας Σεβαστέ, πως να επαναεισαχθείτε στη Ρώμη θέλετε;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ποτέ η Ρώμη δεν υπήρξε τόσο εγγύτερα και τόσο τανύποδα…
[Αντινωτός τώρα στον ποταμό, ψαύει ένα φύλλο - αλεξιπτωτιστή σε χώμα φθινοπωρινό.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Δεν ετερομόλησε ποτέ η δύναμη σας η χονδροειδής...
[Μοιάζει σα ’να θέλει να τον ασπασθεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ρώμη ή ρώμη; Εγκάθετη ερώτηση διεπιλογική…[Ακάθεκτος στου φύλλου την Ερυθρή.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Πως στων πόλων του μυαλού σας μπορεί να ενσαρκωθεί η μεταστροφή;[Με Χέοπα στον ομφαλό ύφος κορυφής.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ως πότε Πομπη˙ι˙ανέ θα πίνω αυτό το λασπωμένο νερό, σ’ αυτή την αθέριστη γωνιά του κόσμου και την ανευφορική;[Οκλαδόν με το βλέμμα διευθυνόμενο στον ουρανό -Πομπη˙ι˙ανό.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Ο Σέπτιμος με τα πολύγωνά του τα δενδροφυή του θα σας σκεπάζει απ’ τα χιόνια και την κρυονική…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Τότε θα πρέπει να μετονομασθώ σε Ηρακλή…[Έναν λεγεωνικό σκοπό σε σιγμοειδή ωδή ενύλως ηχοποιεί.] Που είναι Πομπη˙ι˙ανέ οι ωλεσίκαρπες πηγές, ο αέρας ο λαγαρός, της Ρώμης οι χαιτήεσσες ηδονές και οι φαεσίμβροτοι ποταμοί;
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Ο χρόνος είναι ενώπιον σας να χαρείτε οτιδήποτε θελήσετε, αλλά η Ευθύνη τώρα νικηφόρος στα Διονύσια σας ανακαλεί…Εξάλλου Άρης και Ηρακλής υπήρξαν αδέλφια αν και αμφιθαλλή…[Σε μελωδία συγκαταβατική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Όλα τα φύλλα ενός δένδρου δεν είναι πάντοτε ισοδιάστατα και στην ίδια ακμή…
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Νομίζετε πως τις θυγατέρες, τους υιούς μας και τις γυναίκες μας, εμείς οι μυστικοσύμβουλοι του πατρός σας που το σκήπτρο, το δακτυλίδι και την χλαμύδα σας είχε εμπλουτίσει, δεν έχει την έφεση κάποιος εξ’ ημών ν’ αντικρύσει;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Την γλώσσα σου πιο πέρα απ’ του Ολυμπίου Διός του μυαλού σου πρεσβύτη άνδρα μην εξωθείς και τούτο το νερό προικοσυμφωνηθείς…[Πύκτης στο νερό και όσο νερό συγκρατεί στον Πομπη˙ι˙ανό θα καταιονισθεί.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Η άνωση ποτέ δεν ήταν το χαλκέντερό σας σημείο…
Μην ξεχνάτε πως είσαστε Αυτοκράτορας Κόμοδε και πως πρέπει το καλό της Ρώμης να προίσταται, υπεράνω της τρυφηλής σας και μεστής αδηφάγων έξεων ζωής… Μην λησμονείτε πως ο σύζυγος είμαι της ιδιοκατοίκητής σας αδελφής…[Σε ύφος ανθρώπου που απ’ την πάροδο των ετών η ζωτικότητα σε άλλο σημείο του κόσμου έχει αποσταχθεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τον Οκτώβριο που στην Ρώμη θα επανέλθω ακατανίκητο θα τον προσαγορεύσω.
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Αν επιδείξετε υποχωρητικότητα και φόβο στον χαλδα˙ι˙κό εχθρό, θα καταγραφείτε στην Ρώμη σε ιδεόγραμμα ταπεινωτικό και δεν θα τελεστεί κανείς θρίαμβος μιλιταριστικός.[Σε ύφος ανεμοδουρικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Φοβάμαι τους επίδοξους επιγόνους και μήπως απ’ τα υποπόδιά μου εκθρονισθώ… [Με τα δόντια για την γλώσσα του σαν Σινγκ Σινγκ.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Η Αριστοκρατία η Συγκλητική, ο Στρατός και τ’ αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκιά σας είναι εδώ μαζί…[Σε τόνο παραστατικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αυτό διόλου δεν με παρηγορεί…Του Στρατού και των Συγκλητικών οι διαθέσεις ομοιάζουν με του ασκού τις διευθύνσεις και την έντασή τους που πότε επάνω σ’ επαμφοτερίζοντα αντικείμενα θα φλοισβοποιηθεί και άλλοτε ξελαγιάζει τον ναρδόσταχυ τον μεγανθή…
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Πάντα το πνεύμα Αυτοκράτορά μας το αλκιμότερο ξελεκιάζει και συνομολογεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Το πνεύμα με τις ραβδώσεις και τα σπαράγματα του γαληνού αμφορέα έχει ομογενοποιηθεί…[Με βλέμμα Παρνασσού και ως απλανής.]Όσο πιο ανατοκιστικό τόσο απ’ τις ηθμοειδείς απολαύσεις πιο μακρινό και απ’ της γης τους σαγούς πιο διπτερωτό…[Ξαπλώνει κατά γης και σχηματίζει με το σώμα του την πρόθεση συν.]Ωραιότερη όμως νίκη Πομπη˙ι˙ανέ ποια είναι;Ο θάνατος πέντε χιλιάδων νεκρών ή η νίκη του Αυτοκράτορα στους αγρούς των μαχών; [Γελάει ατελευτήτως.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Δεν υπάρχει πικρότερη νίκη απ’ την απώλεια τόσων νεκρών…Γιατί πιστεύετε ότι η αψίδα του θριάμβου κατεδαφιζόταν στην αναδρομία που τα στρατεύματα και ο νικηφόρος στρατηγός διαπερνούσαν;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί ο κύκλος δεν μπορεί να ’ναι ποτέ ημιτελής…[Με το σώμα του σχηματίζει μ’ έναν λαιμό επενδυτό το μονόγραμμα της διαγραφής.]
Ούτε επίσης ποτέ σε άλλα τεκτονικά σχέδια μπορεί να εγκλεισθεί, γιατί εμείς είμαστε τα γράμματα που τον επικοσμούν και οι αριθμοί…
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Ή ίσως γιατί η κατεδάφισή τους αποτελούσε κινητήριο μοχλό για της μεγαλοπρεπέστερης νίκης, στους λόγγους των ενάντιων την μεταγωγή…[Σε ύφος επιδιορθωτικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η ίσως Πομπη˙ι˙ανέ γιατί η άνω δομή τους από μάρμαρο ναξιακό μια τάση αναπόλησης του δαφνηφόρου παρελθόντος μυθιστορεί και έναν ξαγοράρη έλλειψης τέτοιων στιγμών…[Με ύφος στυφό.]Η μεγαλαυχία των Ελλήνων για τον αόριστό τους, τους οδήγησε στην ρωμα˙ι˙κή κατάκτηση και πλέον είναι δικοί μας υποτελείς…[Σηκώνεται, γιατί του παφλάζει την κεφαλή ο κόρυμβος του ποταμού ανεπαισθητί.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Γιατί στους θριάμβους μετά απ’ τους Συγκλητικούς και τους αξιωματικούς περιφέρονται λάφυρα επάνω σε άρματα και ακολουθούν τα τετράποδα;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί η αγέλη των ζώων πάντα τους ηγέτες της θ’ απομιμηθεί και γιατί τα λάφυρα και το χρήμα αξίζουν από εκείνους πιο πολύ…Μην παροράς πως είναι σε άρματα, διανύοντας του υιού του ήλιου την διαγραφή…
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Γιατί έπονται των ανορθολογικών οι ιερείς και οι στρατηγοί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί θυσιάζουν το αίμα των πιστών είτε στον Περσικό είτε στο ναό με τρόπο απόκρυφο και μυσταγωγικό…[Του το λέει σε τόνο ψιθυριστό.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Και γιατί οι ηττηθέντες ηγεμόνες με τις οικογένειες και τ’ ανδράποδα των κιθαρωδών έχουν προπορευθεί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί η τέχνη του Συριακού έχει θεωρηθεί ευγενέστερη του Ηίου και της μουσικής…[Κάνει πως μιας φόρμιγγος είναι παίκτης.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Η γιατί προηγήθηκε ο Τρω˙ι˙κός απ’ την καταγραφή των έμμετρων επών…Ο στρατηγός όμως Αυτοκράτορά μας που τελούσε τον θρίαμβο
με τους αξιωματικούς και τον Στρατό, γιατί είχε οπισθογραφηθεί και δεν ήταν στην αρχή της πομπής;[Κοιτάζει γύρω τα δένδρα μήπως κάποιος καταδότης αποπεμφθεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί οι έσχατοι έσονται πρώτοι…
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Πολύ χριστιανικό μου ’χει εισακουσθεί…[Σα ’να μην περίμενε μια τέτοια πρόταση εκκαθαριστική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τον Αυτοκράτορά σου για υ˙ι˙οθέτηση αυτού του αλλόχθονα απ’ την Ιουδαία δόγματος έχεις Μεμφιδοποιηθεί;[Του κτυπάει με τον παράμεσο του μαρξιστικού του χεριού το γείσον καταιέτιον τρις.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Δεν θα τολμούσα ποτέ να εκφέρω απ’ τον πολφό του Αυτοκράτορα προς το πρόσωπό σας τέτοια τανύφλοια μομφή…[Γυρίζοντας την πλάτη με τα δυο του χέρια στους αγκώνες του ως γαμέτες, θα παραιτηθεί οιστροειδής.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μου αρέσει αυτή η μετατόπιση απ’ τον χριστιανικό ενικό στης Res Publica τον πληθυντικό, έστω και αν είναι των ορνίθων ο πληθωρισμός… [Πρηνηδόν κατά γης, με την ματιά του να κωπηλάτει στου ποταμιού τον υδάτινο πίδακα το αμφίκυρτο πρόπλασμά του.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Και γιατί ο Αρχιστράτηγος προσέφερε ανάθημα στο Καπιτώλιο με την πομπή απ’ το πεδίον του Άρεως αφιχθείς;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί στον Ιλλυρικό χρειάζεσαι τον κεραυνό του Δία και της τύχης τα τείχη…
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Τύχη…Τυχαίον…Καλοτυχία…Σικυών…[Αποσβολωμένος.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Λέξεις παράγωγες και καταχρηστικές…Προτιμάς την λέξη Fors
απ’ την Fortuna…[Σαν σαύρα το ποτάμι προσεγγίζει και το πρόσωπό του με τα δυο του χέρια νίβει.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Η πρώτη αφορά τις δαλείες της γης και η δεύτερη τα πηδάλια της θαλάσσης…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η δεύτερη έχει πανηγυρέως λαμπηδόνος γράμματα…[Στην αποκάθαρση θα στασιασθεί.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ:To λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν…[Σε ύφος αμώμητο.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ποιες λέξεις υπερισχύουν; Αυτές που έχουν συνεκδοχές στην αγκαλιά τους ή εκείνες που πολλούς αστερίες απ’ τον πυθμένα της θαλάσσης στα δίκτυά τους συλλαμβάνουν;
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Πάντως κανένας δεν σας αποκαλεί με όλα τα κοσμητικά σας…Μόνον μ’ ένα όνομα έχετε απομείνει κλεοφανής…Από Λούκιος Αυρήλιος Κόμοδος κατηγάγατε νίκη ταλακάρδια να σας προσφωνούν Καίσαρα Λούκιο Αυρήλιο Κόμοδο Αντωνίνο Αύγουστο.
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί έχω του ήλιου την απόγειο και του φως τον σεβασμό… [Ανασταίνεται και του δικτυώνει έναν λάζου οφθαλμό.]Η ζωή μου αν είναι κωμωδία ή κομμός σποράδην έχω αναρωτηθεί…Πομπη˙ι˙ανέ μην λησμονείς, πως ο πατήρ μου αναγόταν από Συγκλητικών γενεή…[Μ’ εναίσθηση της καταγωγής του της Δεισδαιμονικής.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Και η μητέρα σας η Φαυστίνα υπήρξε του Αντωνίνου του Ευσεβούς η θυγατήρ και του Αδριανού η εγγονή από μητρική συνοριογραμμή και με μάστιγα αίματος απ’ τον Τρα˙ι˙ανό δεσμευτική.
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η μητέρα μου απ’ την μνήμη μου έχει παραλειφθεί…[Σαν στον υπερσυντέλικο να παλινδρομεί.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Στην Ρώμη ποτέ δεν θα την βρείτε…Την έχουν προσπεράσει Ιανοί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πέθανε σ’ ένα στρατόπεδο σαν και αυτό…[Ταλαντώνει την πλάτη του και την αλείφει με το γλυκερό νερό.]Έπρεπε λάβραξ να ’χα γεννηθεί…
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Μην φοβόσαστε πως θα πεθάνετε Αυτοκράτορά μας εδώ ….Στα μαλλιά σας έχουν αποτυπωθεί του Αρκτούρου και του Πήγασου οι αστερισμοί οι ακτινοβόλοι ως της αυτοκρατορίας τα λάθη…[Οφθαλμοβολεί έκθαμβος του Κόμοδου την κόμη.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Πομπη˙ι˙ανέ υποδηλώνουν αυτοί οι κόμποι την ακατάλειπτη στο σώμα και στο μυαλό μου διαγωγή, ενώ νιώθω τις σκέψεις μου κάθε βράδυ να ’χουν γορδιοκεντρισθεί…[Πιάνει τον λαιμό του ναυπηγώντας στο ποτάμι τον αντικατοπτρισμό του.] Δεν θα ’θελα τούτος ο λαιμός να γίνει από ζαφείρι αστείρευτο ποτάμι… [Με φωνή καμπυλωτή.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Η χλόη στις παρειές σας είναι ένδειξη πως μπορείτε
ώριμες αποφάσεις να προσλάβετε…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και όχι αποφάνσεις…
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Η κόμη σας είναι το φυσικό κάτοπτρο του ήλιου και γύρω της πολλοί έχουν παρατηρήσει μια στεφάνη θαλασσινή…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Βλέπουν το φως Πομπη˙ι˙ανέ μόνον όσοι είναι στο σκοτάδι…[Οι οφθαλμοί του απεργοί.]Μ’ αυτό το ηλιόφωτο δώρο και θνητοί δίχως αίμα απ’ τον Τίβερη έχουν προικισθεί… [Ψελλίζοντας.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Τα λόγια σας είναι χρυσόσκονης κονιορτός και οι εικόνες τους ο θόλος ο Ιουλιανός που όλα τ’ αντιστηρίζει και τα συνδαυλίζει…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πομπη˙ι˙ανέ έλαβα τις ωριαίες μου αποφάσεις…Θ’ αγκυροβολήσω στους αξιωματούχους μου την εντολή να ελέγχουν των ορδών την επιδρομή και την νομισματική, για να εξαγοράσουν τον πόλεμο με μια Ανταλκίδειο αγαθοεργή …Η απόφασή μου στο στρατόπεδο ας γνωστοποιηθεί και η επάνοδός μου εις την Ρώμη ας αναφερθεί, ώστε απ’ τα γένεια του Διός στο τέμενός του να’ χω ευλογηθεί.[Με ύφος που οσιογραφεί.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Αν και σε υπερθετικό βαθμό διαφωνώ θα υπακούσω σε σχετλιαστικό ρυθμό…[Αναδιπλούμενος.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αυτό θα εκτελεσθεί, γιατί τους πάπυρους του Οξύρρυγχου προτιμώ απ’ τον Πολεμοφιλή.[Σε ύφος που επιτιμεί.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Αν και είμαι σαυριανής καταγωγής η εκβολή μου είναι Συριανή….[Με τόνο συμφιλιωτικό, πλησιάζει και εκείνος του ποταμού την οξυγονική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και η οαρική σου πίστη έγκειται στης Λουκίλλας την κλίνη,
της αδελφής μου της μονοκρατορικής…Αλήθεια πως ο θάνατος του πατρός μας από εκείνην εξελήφθη; [Με ύφος τάχα αμέριμνο και ποδοβολώντας ρόμβους στο ποτάμι σε στάση διαλογική.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ:Τα δάκρυά της έχουν γίνει στο πρόσωπό της ωκεάνειες γιρλάντες…Τα μάτια της πυρακτωμένη λάβα απ’ τις συναισθηματικές της εκρήξεις…Το στόμα της ένα πηγάδι δίχως κάδο και νερό…Τ’ αυτιά της φανοί δίχως φως…[Με ύφος ρητορικού αττικισμού.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Το γεγονός που μου περιγράφεις φίλε στρατηγέ δεν με αιφνιδιάζει…Του άρδευε αναπειροελάχιστη αγάπη…
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Μην ξεχνάτε πως ύπατος χρημάτισα και το αξίωμα του καίσαρα απ’ τον Μάρκο Αυρήλιο είχα αυταπαρνηθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γι’ αυτό τώρα αναπνέεις και ζεις….[Με ύφος οχιάς.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Με τους Μαρκομάνους τι θα πρέπει κανείς να επαναδιαπραγματευθεί; Τέσσερεις πρέσβεις ήδη μας έχουν επισκεφθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Επειδή είμαι μισόπονος, όπως σε άπαν το στράτευμα έχει αυτή η φήμη διαδοθεί, πες τους πως αν μου παραδώσουν τους αυτόμολους και τους αιχμαλώτους και μου αποθέτουν μια ποσότητα σίτου κάθε χρόνο, θα έχουν την Καλλίειο που θέλουν…[Σε ύφος Αντάρη.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ:Εγώ λέω να ζητήσουμε να μας παραδώσουν στρατιώτες και όπλα αυτοί και οι Κουάδοι…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί…[Αντωπός πλέον και λαιψηρός στον Πομπη˙ι˙ανό αν και σε νεύμα ανάλογο και ντετερμινιστικό.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Τι άλλο με τους Κουάδους και τους Μαρκομάνους να επισυμφωνηθεί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Να τους πεις, να μην αλλάζουν πολλά μέρη, αλλά σ’ ένα να εγκαθίστανται ανα μήνα για των ζώων τους την βοσκή και πάντοτε υπό Ρωμαίου εκατόνταρχου την ματιά την επιβλεπτική….[Με ύφος αυτοκρατορικού καταρράκτη υπεροχής.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Και τι άλλο;
ΚΟΜΟΔΟΣ:Και να μην πειράζουν τους Ιάζυξους, τους Βούρους και τους Ουανδίλους, γιατί είναι καλά παιδιά…[Τρυγητής και Μεθυστής.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Τίποτε άλλο;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Επί του παρόντος τίποτε άλλο…Αν σε χρειαστώ για καμία άλλη αγγαρεία θα σε φωνάξω…[Με ύφος πτερόμορφου παιδιού.]
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ:Ξέχασα…Με τους Βούρους τι θα κάνουμε;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ό,τι κάνουμε συνήθως με τους φθίνοντες ηττηθέντες εις τον Ιερό…Η Νικείος που επιζητούσαν κάποιους μηνες πριν, ήταν άκρως παρελκυστική….
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ:Και προπαρασκευαστική…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και προπαρασκευαστική…[Την κεφαλή του ωρολογομετρεί.] Ευτυχώς που ο χειμών τέσσερεις μήνες διαρκών στρατιωτικών παρασκευών …Πες τους να μου επιστρέψουν και εκείνοι όσους έχουν αιχμαλωτισθεί…
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ:Και τι άλλο;[Σα ’να ’χει της απάντησης την επιγονική παροχή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και τι άλλο…[Παύση μισού τετάρτου.]Να ορκισθούν, να μην ενοικήσουν ποτέ την περιοχή των τεσσαράκοντα σταδίων δίπλα των Δακίων ή από αυτούς να μην διαμοιρασθεί…
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ: Και ο Σαβινιανός που υπεσχέθη σους Δακίους ότι θα τους χαρίσει γη και ήταν αποστηματικοί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μαθησιακές αποφάσεις πλέον μην μου ζητείς…
ΠΟΜΠΗ˙Ι˙ΑΝΟΣ:Οι αποφάσεις σας επιθυμίες μου…
[Ο Πομπη˙ι˙ανός τον τυπολογικό, ταξιαρχικό χαιρετισμό ποιεί και μ’ ευθεία μεταβολή τις αποφάσεις του προορισθείς, για να εκτελεί.Ο Κόμοδος εις το ποτάμι ασκητής τα δάχτυλα του στα ύδατα ως ένας Θέτιδος αρχετυπικό πληκτρολογεί, μέχρι να σβήσουν τελείως τα φώτα επί σκηνής.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
[Ο Κυ˙ι˙ντιανός έχει οκταποδεθεί και ενώπιον του Αυτοκράτορα Κόμοδου στον αυτοκρατορικό του θάλαμο θα καταλογισθεί, μετά απ’ την εφόρμηση την εξουσιακτονική εναντίον του μια ημέρα του 182 μ.Χ στου αμφιθεάτρου την προλογική. Ο Περέννιος, των στρατοπέδων έπαρχος και επικεφαλής της αυτοκρατορικής φρουράς ένα λάκτισμα γαστρικό του δικογραφεί. Ο Κόμοδος με την τάση του ενδιάμεσου συστήματος διαφυγής τον αιχμάλωτο δορυφορεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Περέννιε γνωρίζεις τι μου’πε τούτο το λαβρόστομο σκυλί, λίγο πριν την κοίμησή μου αποπειραθεί;[Τα φρύδια του έχουν τριγωνοποιηθεί.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Πως η Σύγκλητος συνέστησε τούτο το λεπίδι, ώστε η διαπνοή του Αυτοκράτορα να πωρολιθοπλασθεί…
ΚΥ˙Ι˙ΝΤΙΑΝΟΣ: Και θα το προανέφερα στον τύραννο αν μια βηταρινή ευκαιρία μου ’χε εκταμιευθεί…[Με ύφος κακοτράχαλου, φωραθέντος ρινόκερου, ανήμπορου απ’ τα πλήγματα των λεκτικών ακοντίων του Κόμοδου να προφυλαχθεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Φιλοδώρησέ τον εκ μέρους μου με μια ευκαιρία αρκτικόλεξου διπολική…[Στον Περέννιο είναι διευθυντής.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Ιδού του αναδιπλασιασμού το ανάκρουσμα απ’ τον Αυτοκράτορά μας![Του προδίδει στην πλάτη δύο ωκεία οδάγματα.]
ΚΥ˙Ι˙ΝΤΙΑΝΟΣ: Θα σφυρίξουν στα ώτα σας κάποια ημέρα έναν χωλίαμβο, πριν καν το καταλάβετε τα κοράκια…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και εσύ θα χαλκουργηθείς, για ένα έγκλημα που δεν διέπραξες με την ίδια ποινή, αλλά θα το ’χες διαχειρισθεί, αν το εξέλυαν οι ψαμμίτες της ζωής…[Τα γένεια του ψαίρει.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Προτείνω Αυτοκράτορά μας να δολοφονηθούν όσοι κίονες τούτου του δωρικού ναού ανοσιουργίας προς το πρόσωπό σας Συγκλητικοί ήταν υπαρκτοί…
ΚΥ˙Ι˙ΝΤΙΑΝΟΣ: Ψευδοκίονες…Άκουσε λαέ της Ρώμης, ποιοι σε διακυβερνούν … Κατά συρροήν δολοφόνοι που ημέρα και βράδυ σε τυραννούν.[Σχεδόν ουρλιάζει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Φώναζε όσο θέλεις άνδρα τανηλεγή…[Με το ύφος του πανδαμάτορος Αυτοκράτορα.]Καμία ηχώ δεν επιτρέπουν τούτοι οι Αντωνίνιοι, ούτε τους αντίλαλους της σκιάς μας να ’ναι διάτρητοι και στους λωβούς των πολιτών της Ρώμης ως ήλοι να ’ναι καρφωτοί…Δεν έχουμε Res Publica αλλά το Imperium μας έχει ακουσίως κληρονομηθεί…. [Με την πάχνη των φωνηέντων του τον χρισμοδοτεί.]Περέννιε τα εγκεφαλικά μου πλατύφυλλα στον αβράχυντο σου μαίστρο έχουν υποκλιθεί και συνουσιασθεί …[Με πρόταση αξιωματική.]Ένας κατάλογος θα σου καταδοθεί, όσων Συγκλητικών μ’ έχουν αντιπολιτευθεί και στην μεγαλύτερη περιουσία έχουν καταληφθεί, ώστε ως καλάθι στο δικό μας το κεφάλι να ’ναι σφετεριστική…
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Η ψυχή σας Αυτοκράτορα είναι μια λαβίδα -αυλητρίδα…Θα πράξω ό, τι απ’ την γλώσσα σας διενεργηθεί…
ΚΥ˙Ι˙ΝΤΙΑΝΟΣ: Λόγια αλυσιτελή από τούτη την πειθήνια της ήβης του μυαλού αλωπεκή…[Ο Περέννιος του οροδοτεί ένα λάκτισμα στην κεφαλή.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Προτιμητέο είναι ένα θραύσμα αμφικωνικού σχήματος στην κεφαλή, αφού είναι εσθλών θεωριών κολωνός…
ΚΥ˙Ι˙ΝΤΙΑΝΟΣ: Θα ’λθει η ώρα Αυτοκράτορα που από χέρι επισφαλές και συνεργατικό θα πεθάνετε…Δεν βλέπετε ότι τον θρόνο σας εποφθαλμιά για
τα παιδιά του…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Είσαι οχιά δίκλωνη που λάθυρους αμφιβολίας στην αγροικία του κεφαλιού μου υββάλλεις…[Με τον μέσο του λαιού του χεριού λάμνει το πηγούνι του επτάκις.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Μην τον αφουγκράζεσθε αυτοκράτορά μου…Οι μελλοθάνατοι πάντοτε γνωρίζουν να συκοφαντούν και άλλους, λίγο πριν τα μάτια τους δια παντός εικονοπαύσουν…Φείδονται σάγματων αντικειμενικών…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τους υ˙ι˙ούς σου Περέννιε τους περιμένει για την αφοσίωσή σου η διοίκηση της Ιλλυρικής…[Ως αντηρίδα στου Περέννιου την ωμοπλάτη.]Κόμισε μου όμως τώρα μέσα την Λουκίλλα, το σανδάλι αυτής της δολοπλοκίας…[Θα την αποχωρισθεί, για να πρυμνήσει στου Κυ˙ι˙ντιανού τον κυματοθραύστη.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Αυτοκράτορά μου όλες οι επιθυμίες σας με τις πράξεις μου έχουν συνταυτισθεί…[Σε στάση αναμονής.]
ΚΥ˙Ι˙ΝΤΙΑΝΟΣ: Ο Κέρβερος και ο Άδης…Γι’ αυτήν την θεματική θα μπορούσε να ’χε γράψει ο Μαρτιάλης…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Να του το πεις λίαν συντόμως, εκεί που θα τον συναντήσεις, πως θα ’χεις το αδράχτι…
ΚΥ˙Ι˙ΝΤΙΑΝΟΣ: Μέσα στις κραιπάλες που σας έχουν μαγειρεύσει και στις απολαύσεις ξενηλασίας των κυβερνητικών πάρεργων και ευθυνών, είσαστε στην μαθητεία θύμα…Έχει φθάσει και από εσάς καλλίτερα να γνωρίζει την διοίκηση της αυτοκρατορίας, λόγω της σολίδιας του απληστίας…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Απόδιωξέ τον με την ευχή του Μειλίχιου από εμπρός μου, ώστε αυτή η Κελαινώ να μην με διακορεύσει και επισφράγισέ του μ’ ένα νόμισμα την γλώσσα, γιατί ήταν δακέθυμη και ταινιωτή…
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Πολύ ευχαρίστως….[Ο Περέννιος σύρει τον Κυ˙ι˙ντιανό σαν τίγρη μέσα σε δίχτυ-κλουβί.]
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[Ο Περέννιος επανερχόμενος ως σκηφωτήρας ενώπιον του Αυτοκράτορα πηδαλιουχεί την σιδηροδέσμια Λουκίλλα. Αυτή με Σαλιέρι προς Μότσαρτ εθολογία τον παρατηρεί και με όμματα απ’ την αϋπνία πυριφλεγή.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Ο Ύπνος είναι ή ο Θάνατος αυτός που ενώπιον μου ενορώ;[Με οφθαλμό ως ανοδικό ρυμουλκό στον βασιλιά της ουρανό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αυτά τ’ αδέλφια δεν κατασκήνωσαν ποτέ του άλλου την τελολογική σχεδία…[Με τα χέρια στην πλάτη και σε τρίγωνο καθοδικό.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Η αδελφή σας Αυτοκράτορα είναι αναιδής…[Με της κόλασης την φιληδονική πλησμονή.]Τι τέλος προτείνετε γι’ αυτήν;[Ως φύλλο σαπιστό την επιρρίπτει στην γη.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Ομιλεί ένα πρόσωπο που έχει αίμα σαλαμάνδρας και όχι περιστέρας για την Αυτοκράτειρα Λουκίλλα, χήρα του παμφανόωντος Λεύκιου Βήρου και σύζυγο του περίτρανου Πομπη˙ι˙ανού…[Πτύει τον αδελφό της κατά μέτωπον στην σφαίρα των Ινδών. Εκείνος την ισιώνει καταγής.] Αυτό το αίμα Κόμοδε αν το βίβρωσκες, θα σε δηλητηρίαζε με την τοξικότητά του…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αυτοκράτειρα τώρα είναι η Βρουτία Κρισπίνα ˙ όχι η Λουκίλλα… [Σε τόνο υπομνηματικό, ενώ στεγνώνει με την χείρα του την μογγολική την στίξη προσβολής.] Μάρτιο γεννήθηκες και Μάρτιο θα ’θελα να ’χες Εβραιοποιηθεί απ’ της ψάμμου μου την λήθη…[Με τους οδόντες του σαν της Τροίας τα τείχη.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Σε μισώ αδελφέ μου απ’ της φύσης σου την στιγμή…[Σε τόνο αναπόλησης φθονερής.] Δεν θα ’μουν χήρα του Λεύκιου Βήρου, ούτε θ’ αναγκαζόμουν τον Πομπη˙ι˙ανό να υπανδρευθώ, αν δεν είχες μητροδυθεί….
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μην ξεχνάς αδελφή μου πως όσοι τόσο υψιπεδικά αξιώματα κατέχουμε, τις ελευθερίες των κοινών θνητών δεν δυνάμεθα να κατέχουμε…[Με ύφος κεκραμένης οινοφέρουσας επίγνωσης.] Είναι υπεράνω του καταχρηστικού μας της πολιτείας το καλό…
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Ποιος προασπίζει της πολιτείας το αγαθό…[Με λυρισμό αγανάκτησης, ασφυκτικό.]Ο λαγιδεύς που εγκατέλειψε τον Ίστρο, γιατί φοβήθηκε μήπως τον καταπνίξουν των βαρβάρων του οι οφιόσχημοι μαγώτοι που στις όχθες του έχουν γαλακτουχηθεί, ώστε σε κάθε λογής απολαύσεις να επιδοθεί…Ένας Αρχίλοχος…[Σε τόνο προκλητικώς αμυντικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αν συνεχίσεις έτσι να ομιλείς, η γλώσσα σου θα δρεπανισθεί, όπως τα φίδια που απ’ της Λευκωλένου το κλέος στον Ηρακλή είχαν συνδρομηθεί, όταν ήταν στην κούνια παιδί…[Σε ανιούσα βαθμίδα η παλάμη του, μα ωκύδρομος την κόμη του υδατογραφεί.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Την ενόχλησε Αυτοκράτορά μου το γεγονός ότι απώλεσε τον τίτλο της Αυτοκράτειρας στην πρωτοκαθεδρία απ’ την σύζυγό σας Κρισπίνα… [Με ύφος αυλοκόλακα που το επιδόρπιο στο χέρι του αιτεί, ενώ τον Κόμοδο θα προσεταιρισθεί.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Δεν έχω πια την καθέδρα στο αμφιθέατρο την αυγουστιανή, ούτε προπορεύομαι της ιερής φωτιάς στην τελετή…[Με ιάχημα.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η ζήλεια Λουκίλλα υπήρξε εις το πέντε μια στείρα αμαρτωλή…
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Με μια Δαλιδά μην έχετε συνδιαλλαγή…[Σε ύφος ορθομαρμαρωτικής.]Γνωρίζετε ότι πίσω απ’ την ενορχήστρωση της συνωμοσίας εναντίον σας ήταν ο Κουαδράτος, ο κληροδότης της εραστής;[Με ύφος καλυκωτού κρατήρα και επιτερπής.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και εγώ που νόμιζα πως δυσανασχέτησε που κληρονόμησα μεταξύ άλλων και την περιουσία του συζύγου της, του Πομπη˙ι˙ανού…. [Το γέλιο του ένα αναστείρευτο ρυάκι.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Κόμοδε απ’ αυτήν την υπόθεση ο Πομπη˙ι˙ανός θα ’πρεπε να ’χε απεμπλακεί…Είναι ένα ανυπόκριτο χερουβείμ…[Σε ύφος απολογητικό που ενέχει απόπειρες απωθητικές για τους άλλους ενοχής.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ακόμη στο πρόσωπό μου βλέπει κανείς τον κοπετό απ’ της μητρός μας στην Χαλάλα την ύστατη πνοή…[Σε ύφος Εμπεδοκλή προτομής.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Καλώς έπραξε ο πατέρας μας που με τον ιδιόχειρό του τρόπο είχε προσλάβει τα αντίμετρα…[Με τοκοχρεωλυτική ηδονή.]Αυτή έβαλε να ζωηκτονήσουν τον άνδρα μου που πέθανε από πόνους στο στομάχι ηθμοειδείς… [Ευάλωτη.] Απ’ το δηλητήριο που τον τροφοδότησαν τα τέρατά της, το πρόσωπό του παραμορφώθηκε σε τέτοιο βαθμό που από εμένα με τίποτε δεν θα ’χε αναγνωσθεί…[Με γογγυσμούς.]Αλλά η μητέρα μας φοβόταν…Μήπως γίνω Αυτοκράτειρα είχε φοβηθεί και τον Μάρκο Αυρήλιο στον θρόνο ο σύζυγος μου διαδεχθεί…[Με το σκοτάδι να διέρχεται την σκάλα της ψυχής του κεριού της, ως ένας παροδικός ανεμόμυλος συντελεστικός.] Φοβόταν μήπως του φιλτάτου υιού της, του Κόμοδου του αυθεντικού, του μη υ˙ι˙οθετημένου από κανέναν Αυτοκράτορα το κληρονομικό του δικαίωμα στον θρόνο χαθεί και η ίδια στην εξορία της Ανατολής εκτοπισθεί, αυτή η Ρωμαία επιφανής ευγενής…Όχι, Κόμοδε…[Με ιέρακος αυτογνωσία.]Ο Λεύκιος Βήρος για την ανάρρηση σου στον θρόνο δολοφονήθηκε απ’ αυτήν…Για την απέραντη αγάπη της προς το πρόσωπό σου και τον άσβεστο ήλιο της προς τον δικό μου….[Η αυτογνωσία της, υδατογραφήματος μετερχόμενη.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Κατάπαυσε ν’ αντιμιλείς…[Πως στεγανοποιεί τ’ αυτιά του θα προσποιηθεί.] Φοβόταν μήπως δολοφονούσε εμένα και τον πατέρα μου, αυτός ο σφετεριστής του θρόνου που ήταν τριάντα και ένα έτη μεγαλύτερός μου…[Σαν ένα ράκος να κατηγοριοποιεί.]Οι δίφθογγοί σου όμως είναι τόσο συριστικοί και της ευγένειάς μου χρηστηριακοί. Σταμάτα να προσβάλλεις της μητρός μου την τιμή…[Τα μάτια του απ’ την επονείδιστη νοσταλγία έχουν τυμβωρυχηθεί.]
Δεν θέλω να θεωρώ ότι ο πατέρας μας θα έκανε κάτι τέτοιο στα ηλιόλουστα πρω˙ι˙νά της Χαλάλα αν και…[Είναι σ’ επινοιών και οραμάτων περισυλλογή.] Φαυστινόπολη μετωνόμασε την πόλη από σέβας εις την μνήμη της…[Κάνει πως το στόμα του από σάστισμα έχει παγιδευθεί.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Αυτοκράτορά μου υπήρχαν όμως φύλλων θρο˙ι˙σμοί, πως η μητέρα σας διατράνωνε την αίγα στου πατρός σας την κεφαλή με Συγκλητικούς, ναύτες και μονομάχους…[Με ύφος μαθητή που έχει γίνει αυτόπτης σε κάποια σκανδαλιά που απ’ την μνήμη του καθοδηγητή έχει αφυδατωθεί και πρέπει απλώς να προπαιδευθεί.]Γι’ αυτό και ως συνοδός του σε κάθε λεγεωνική στρατεία είχε επισυναφθεί…Επιπλέον σας υπομνηματίζω πως υπεκίνησε του Αβίδιου Κάσσιου εναντίον του Μάρκου Αυρηλίου την ανταρσία, σύμφωνα με την γλωσσαφορία την φαρμαλύτρια…[Σε ύφος απουσιαλόγου.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αυτό προσημειώθηκε, γιατί η μητέρα μου πως ο πατέρας μου ήταν ετοιμοθάνατος θεώρησε και γιατί ήμουν ανήλικος σε περίπτωση που πέθαινε, ώστε η εξουσία με το ραβδί μου να ηνιοχευθεί…[Ως ένα κουνέλι - παιδί ομιλεί που σε κάποιον έχει απολογηθεί.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Ανήλικος…Και τώρα είσαστε Αυτοκράτορά μου ανήλικος…Οι θεοί και η ιστορία δεν έχουν ηλικία…[Γελάει.] Και όχι γιατί ο Αβίδιος Κάσσιος ήταν ο οικητήριός της εραστής;
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Ακόμη και οι σύμβουλοί σου οι πιο πιστοί Κόμοδε βλέπουν την αλήθεια που έχεις καταρνηθεί εδώ και καιρό να δεις…[Λόγω της συνομιλίας των δύο ανδρών στην γωνία απ’ την οποία είχε παραμερισθεί.]Ένας αχάριστος Αλκιβιάδης, ο Αβίδιος Κάσσιος έχει καταστεί…Ο Μάρκος Αυρήλιος του απέδωσε την δωρεά και την τιμή, στον πόλεμο κατά των Πάρθων να συμπορευθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Για τον Μάρκο Αυρήλιο μην μου ομιλείς…Εγώ τον έσωσα, όταν με τον ίππο του έπεσε σε λάσπη με μοχλό κινητήριο…[Θα κοντοσταθεί, ώστε τις προηγούμενες της Λουκίλλας προτάσεις να επεξεργασθεί.]Ο Κάσσιος κατάφερε όμως την Σελεύκεια και την Κτησιφώντα Λουκίλλα να καταλάβει και έγινε μέλος της Συγκλήτου ακόμη και αν είχε πατέρα έναν δύσμοιρο ρήτορα και απ’ την Συρία καταγωγή …[Σε ύφος αποχετευτικό.] Επιπλέον μια εξέγερση στην Αίγυπτο από εκείνον είχε εξατμισθεί…
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Για να είμαστε όμως Λουκίλλα αποστασιοποιημένοι, ο Μάρκος Αυρήλιος δεν είχε αποδεχθεί το κεφάλι του αξιαγάπητου φίλου του να δει και έδωσε την εντολή να ενταφιασθεί αυτοστιγμεί…[Με ύφος σεξουαλικής διαφέντευσης το στόμα της θωρεί, ενώ εκείνη του δίνει σημασία μηδενική.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Κόμοδε να γνωρίζεις πως ο πατέρας μας δεν ήθελε επουδενί ο Αβίδιος Κάσσιος είτε ηττηθείς ν’ αυτοχειριασθεί είτε απ’ τα αυτοκρατορικά στρατεύματα να κατακρεουργηθεί…[Σε ύφος ακμής ναδίρ.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ναι, γιατί στον ρωμαϊκό λαό πόσο οικτίρμων είναι ήθελε να υπερεκτεθεί…[Με ύφος ενωθητικής και μανίας αποφυλιστικής.]Παρόλα αυτά Λουκίλλα ο Κάσσιος με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο από έναν κεντυρίωνα είχε θανατωθεί…Τα λόγια του στω˙ι˙κού μας φιλοσόφου-πατέρα απεδείχθησαν μια αφάρετρη, αναλφαβητική επιστολή…[Με οργασμική και τεκμαρτή υπέργεια ηδονή.]Ο Κάσσιος στο όναρ των φιλοδοξιών του είχε καταποντισθεί, ενώ σε αριθμό απ’ τις δικές του, του πατρός μας οι λεγεώνες ήταν στην υπεροχή λαθικηδείς…
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Αφού η Σύγκλητος τον ανεκήρυξε δημόσιο εχθρό, δεν υπήρχε
κανένα αβδελλόχορτο, ώστε η αμβλεία του απ’ τον Στρατό να παραληφθεί…[Με ύφος Ατθιδογράφου που συλλειτουργώντας ως ένα παραπέτασμα θα τυλιχθεί αριστερόθεν της σκηνής, ώστε ο Κόμοδος να ’χει καλλίτερη θέαση της γαιοδοτημένης του αδελφής.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν στον Βορά αποπειρώμενος να χιονίσει αυτήν την ανταρσία ελευσινιακή απ’ τα στρατεύματά του που μάχονταν τους βάρβαρους επιδρομείς και ο Αβίδιος Κάσσιος στην Δύση της Ανατολής…
[Τους μαζούς με τα χέρια της θα σημυδοφορτωθεί.] Κόμοδε μην ξεχνάς…Η μητέρα μας πριν με τον πατέρα μας δεσμευθεί, τον σύζυγό μου είχε αρραβωνιασθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Άλλος ένας λόγος ν’ αναθεωρώ την απόφασή μου εδώ και τώρα να θανατωθείς…Χαλάς το τέλειο πατροπαράδοτο Φαγιούμ μου και μ’ αρέσει πολύ…[Γελάει.] Ο αμώμητος…[Σε τόνο κυνοκαυστικό.] Ο Αναξαγόρας…Ο Μαικήνας…[Σε τόνο καγχαστικό.]Ο μεγάθυμος…Ο αλτρου˙ι˙στής… [Ξαναγελάει.] Ξέρεις κάτι Λουκίλλα; Μου έπεσε απ’ το ουράνιο στερέωμα στου νου μου τον δίσκο τον ηλιακό η Άρκτος η Μικρή…Την συζυγία σου την τερμάτισε ο αγαπημένος σου Πατερούλης, επειδή μήπως η μητέρα μας και ο εραστής της τον χαροντοποιήσουν συναμφότεροι, είχε δεηθεί…Ποιος είπε ότι οι τραγωδίες του Σοφοκλή δεν μπορούν να γίνουν αυτοπρακτική;[Σα να ’χει έναν κόμβο από βάλσαμο καταπιεί.] Και οι δύο γονείς μας παρακολουθούσαν ελληνική τραγωδία πολύ…[Ως επάξιος Οιδίποδας θα διπτυχοποιηθεί.]Οι Έλληνες εκτός απ’ την μαρμαρογλυπτική, ως όργανο στο χρωμόσωμά τους είχαν και το αμφιθέατρο δίπλα στην γαστρική περιοχή…
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Δεκαπέντε άτομα αποτελούσαν την χορεία…Και έναν περιφερειακό πόλο εξουσιας με τα κεντρικά τρία…[Φθίνουσα στην διδακτική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Στο δράμα, γιατί είκοσι και τέσσερα ήταν ηλιοφωτολουσμένα στην κωμωδία…[Αιθέριος την θέση της Λουκίλλας στροβιλίζει.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Μην ξεχνάς Κόμοδε πως θα εναλλάσαμε τους ρόλους αν παίζαμε τραγωδία…Εσύ θα έπαιζες τον Αίγισθο, εγώ τον Μάρκο Αυρήλιο Αγαμέμνωνα και η μητέρα μας την Κλυταιμήστρα…[Σε ύφος παραφοράς.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ξεχνάς πως στις Τρωάδες άνδρες μόνον έπαιζαν τα πρόσωπα τα γυναικεία…[Με ύφος ανιστορικής αξίας.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Ας αρθούν στο μέλλον οι οιστρογονικοί περιορισμοί… Σταμάτα όμως…[Κουνάει πέρα-δώθε την κεφαλή, λες και εφιάλτη έχει δει.] Είναι κλεψίτυπες αλήθειες, όσες το φιλώνητο και φιλήδονο στόμα σου εκπηγάζει… Τέτοια γνώμη έχεις για τον πατέρα σου;[Με διάδικου παρουσιαστικό που μόνον μια ετυμηγορία έχει στο μυαλό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τέτοια και χειρότερη…Δεν ήθελε συναυτοκράτορα…Απ’ τον Αντωνίνο τον Ευσεβή ως θεσμός του είχε επιβληθεί…[Κρούει με το κινεζικό του χέρι της καρδιάς το επίκεντρο τρις.]Υποκριτικά έκανε πως στον Λεύκιο Βήρο έσπερνε αγάπη…Και έπαιρνε την μητέρα μου σε όλες τις εκστρατείες είτε στην τραμουντάνα είτε στον λεβάντε, για να ’ναι ελεγκτή…
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Αυτοκράτορα στην μοίρα της, ποια θα ’ναι του ρόλου η διανομή;
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Τριακόσιες εξήντα είναι όλες και όλες…[Σε ύφος εγκυμονούσας αποβολής.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και πέντε που στην δική μου παλάμη έχουν προικοδοτηθεί… [Δείχνει στον Περέννιο τα πέντε δάκτυλα της λαιάς του παλάμης και τρις ως ταχυδακτυλουργός τα λαιλαποκατεβάζει.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Φανείτε επί του παρόντος επιεικής…[Με φρόνηση επιφανειακή.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Δεν αποζητώ του αδελφού μου τις Χάριτες…[Την σκόνη στου αυτοκρατορικού δώματος τον ερυθρόμορφο τάπητα επιθεωρεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μαζί με την Κορνιφίκια και την κόρη της ας μετακομίσουν στο Κάπρι…Και αν σε όργια μέρος δεν λάβουν -όπως εκείνα που διοργάνωνε ο Τιβέριος- όλες τους εν μια νυκτί ας πεθάνουν…[Μιμούμενος του Καλιγούλα την προτομή.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Ο εκμαυλισμός είναι έγκλημα ασύμβατο με τον αναδελφικό προστατευτισμό…[Σε ύφος κατηχητικό.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Καλλίτερα στο Μαυσωλείο του Αδριανού ας κάνω συντροφιά με το πτώμα της μητρός μου και τις στάχτες του πατρός μου…[Ως Αντιγόνη ομιλεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Damnatio Memoriae θα ’πρεπε να ’ναι η δική σου καταδίκη…[Με την ψυχή του σε απόπειρα στον ενεργειακό βόρβορο του σώματός του να συνενωθεί.] Δεν σου αξίζει η θεοποίηση Μεγάλη Αδελφή…[Με ύφος Θέμιδος.] Το άγαλμα της μητρός θα δεσπόζει στο ναό της Κυθέρειας εσαεί, αφού τα παιδιά της απ’ αυτήν είχαν αλιευθεί, όπως η Θέτιδα στην αγάπη είχε βαπτισθεί…[Με ύφος μητρογονικό.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Και όχι μόνον τα τέκνα της Σεβαστέ Αυτοκράτορα…[Ο Κόμοδος πως δεν άκουσε τον αντίλογο του Περέννιου θα μασκοποιηθεί και στον ογμό του λόγου του πως είναι ο συνεχιστής, ώστε με το τέλος του να συμπίπτει η αρχή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Δεν σου αξίζει καμία ανέγερση δίπτερου αδελφή…[Κάθεται μετά ραστώνης στον θρόνο του.]Θα ’θελα τ’ όνομα σου απ’ της Ρώμης τον Καμηλοπαρδάλειο χάρτη ν’ αποσβεσθεί…[Με ύφος στρατηλάτη - θριαμβευτή.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Ο πατέρας μας Κόμοδε δεν πιστεύω ότι θα σκότωνε τον σύζυγό μου, για την διαιώνιση της δικής του φατριακής φυλής…[Αντεγχειρηματική.] Αντιθέτως η μητέρα μας και το γνωρίζεις καλώς πολύ, πως την μομφή για δηλητηριασμούς προσώπων και δολοφονίες άλλων είχε προσδεχθεί…[Σε αψεγάδιαστο τόνο ομοιότυπο.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ξεχνάς αγαπητή αδελφούλα πως ναι μεν ο κλεινός Μάρκος Αυρήλιος ενδεχομένως να θαύμαζε την ενασχόληση του συζύγου σου με τον Γιουβενάλη, τον ασιανικό αττικισμό του και την γραμματική, μα δεν ενέκρινε καθόλου την ίδρυση ταβέρνας σε ατμόσφαιρα οικιακή…[Τα χέρια του σε ανιούσα κλίμακα διακινεί.]Ξενυχτούσε με αγέλες ηθοποιών και φίλων, ως η πρώτη ακτίνα του ήλιου γίνει σ’ αυτούς συναπτή…Η συμπάθειά του προς τις αρματοδρομίες και τα παιχνίδια στο Κολοσσαίο πάντοτε με την γαιήοχη αποδοκιμασία του πατρός μας Λουκίλλα είχαν θεμελιωθεί…[Σε τόνο πάσης μαθήσεως και ξαπλώνει πλησίον της κατά γης, ακουμπώντας τον δεξιό αγκώνα του στο δάπεδο, απτόμενος ως πούπουλο την παρειά της την ορθοδρομική.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Παρόλα αυτά Κόμοδε οφείλουμε να ομολογήσουμε πως οι στρατιωτικές ικανότητές του υπήρξαν ανυπέρβλητες για τα ρωμαϊκά ήθη…
[Του το σιγοψιθυρίζει με λεοντόμορφο στυλ στο αυτί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Περίεργο, γιατί εγώ νόμιζα ότι σε πιο επιδέξιους αξιωματικούς απ’ τον ίδιο οι αρματηλατικές επιχειρήσεις κατά των Πάρθων είχαν ανατεθεί…
[Σε τόνο μεφίτη.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Υποτιμείς ακόμη και σήμερα του ανδρός μου την τιμή που για τ’ ανδραγαθήματά του στα πεδία των Ηλύσσιων μαχών του Αρμενιακού είχε υπολάβει την επιγραφή…[Το πρόσωπό της με ένταση θ’ αποστραφεί.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Και μάλιστα Κόμοδε απ’ ότι έχω πληροφορηθεί εκ Ρωμαίων στρατιωτών εκείνης της εποχής που πολέμησαν με την οξεία του, η εύχαρις
και γαλέρια διάθεσή του ανεβίβαζε των στρατιωτών του την ηθική…. [Αφιστάμενος του αδελφικού ζεύγους πιο πολύ.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ελπίζω όχι με την τακτική αυτή…[Ο Κόμοδος ως χορδές κιθάρας τα γεννητικά του όργανα θα υποδυθεί, ώστε στα σπάργανα η Άνοιξη να εκπτυχωθεί.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Σταμάτα οχετοφόρες διαθέσεις να εκφράζεις και να βεβηλώνεις του ανδρός μου την τιμή που ’χε απ’ τον πατέρα μας θεοποιηθεί, τον αυτοκράτορα τον λαοφιλή…Divus Verus…
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Divus Commodus…Ηθικόν ακμαιότατον αυτοκράτορά μας… [Νοθογελάει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Εγώ νομίζω Λουκίλλα πάντως πως ο σύζυγός σου μετατόπιζε τις δικές του ηλάκατες σε άλλους, ώστε εξαίσια συμπόσια στον θίασο που τον ακολουθούσε στις σκηνές εκστρατείας των μουσικών και των ηθοποιών ν’ αποθέτει και η κακουχία που ο πόλεμος επιφέρει, ήταν μια λέξη που ο προσωποπαγής γενετήσιος του νευρών δεν είχε καταδέσει…[Θ’ αναπαλαιωθεί και προς την μεριά του Περρένιου θα κατευνασθεί.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Με την διασπίλωση του ονόματος του Βήρου αποδεικνύεις της δολοφονίας σου τον ζυγό απ’ την ωλένη σου την μακροσκελή…
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Και τι δεν θα έπιανε τούτος ο μακρύς, ηέριος καρπός στο σώμα του νεκρού Κουαδράτου και την κεφαλή…[Μ’ έφεση καγχαστική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Σκέπτομαι να την καταδικάσω με την ίδια ποινή που επιβάλλαμε και στον εραστή της, τον εκ κούνιας θαλασσογενή…[Κοιτάζει σαν λύκος τον Περέννιο που το θήραμά του είναι έτοιμο απ’ τους κυνόδοντές του να ορνιοποιηθεί.]Είναι ένοχη μοιχείας…Ου μοιχεύσεις…[Με αποστροφή.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Από πότε Κόμοδε έγινες θιασώτης της θρησκείας της ιουδαικής; [Με ύφος Ιουδίθ που στον Ολοφέρνη τα βέλη της ταχυδρομεί.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Η εκλογή αποσπασμάτων απ’ την λεύκη της θρησκείας αποτελεί την τροφοδοσία, με την οποία διαποτίζει ο εκάστοτε Μέγας Αλέξανδρος την κοινωνία…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Σωστά ο Περέννιος ομιλεί…[Με βλέμμα Μέλον.] Αν έχει κιονοστοιχηθεί κάτι το αγαθό ο χριστιανισμός ή ο ιουδαϊσμός γιατί από εμέναν να μην εναγκαλισθεί; [Κοιτάζει τον Περέννιο ως την μέση διάθεση που τις απώτερες σκέψεις του αντηχεί και τον θρόνο του θα ζηλεύσει πολύ.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Το επιχείρημά σου απ’ του Πρόδικου την ρεματιά έχει καταβολή …Ή ίσως απ’ το χέρι της Μαρκίας που στο νεκροκρέβατό σου κάθε βράδυ θα σ’ επισκεφθεί…[Ο Κόμοδος την αρκτουροπαρατηρεί.] Μη νομίζεις Κόμοδε πως δεν γνωρίζω με τι στο κρεβάτι σε ικανοποιεί…[Με ύφος Άργους.]Όλα το αέτωμά μου τα εξιστορεί…Η Κρισπίνα το σαλάχι στο κρεβάτι δεν έχει προσποιηθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αν είχα το ρόπαλό μου πρόσκαιρο εδώ, το κεφάλι της θα ’χε διαθλασθεί…[Απευθυνόμενος στον Περέννιο σε κατιόντα οφθαλμό, σύμμεικτο με δέος και αιδώ.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Λάτρης ήταν ο πατήρ σας της Ελλάδος…Η Στοά του Αττάλου… [Με προϊστορικό θωμασμό.]Τι κομψοτέχνημα…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γνωρίζεις ότι ο όαρ σου Λουκίλλα ήταν ένας πλάνητας στης Ρώμης το άστυ και πως δεν διερευνούσε κανείς την ατόφια ταυτότητά του;[Με ύφος πανεποπτικού εμπαιγμού.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Γιατί ήταν λαγώβολο με τον λαό και ήθελε ν’ ακούει από πρώτο χέρι τις στάσεις των πολιτών, δίχως τον φόβο της κατάδοσης στην διαφάνεια της αλήθειας των λόγων τους την άκαμπτη και σε ημιτόνιο απολογητικό… [Σε τόνο νηφάλιο και καταστρατηγικό.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Και εγώ που νόμιζα ότι κυκλοφορούσε στων περιχώρων τα πορνεία, για να κάνει δορκάδα την Λουκίλλα…[Κοιτάζοντας τον Κόμοδο και χασκογελώντας σε τόνο ανταρκτικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Στην Έφεσο τον Βήρο δορυφορείς, ενώ εγώ με τον πατέρα μου μάρτυς είχα κατατεθεί στων Δελφικών Μυστηρίων την αποπληρωμή…[Απ’ τον θρόνο του.]
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Η μεγαλύτερη σου αδελφή και ομοαίμια σου πως είμαι, να μην το ξεχάσεις…[Σε τόνο μεταφυσικώς αποδημητικό.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Τι να κάνουμε με τον σύζυγό της τον Πομπη˙ι˙ανό;[Σε ύφος Αλ Καπόνε.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γέμελλο έπρεπε να την ονομάσουν…Όχι Λουκίλλα…Έτσι δεν θα προυπήρχε το πρόβλημα αν η σύζυγος ή η αδελφή μου ως Αυγούστα θα προσαγορευθεί…
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Ο νυμφίος μου, ο Πομπη˙ι˙ανός απ’ τις σκευωρίες σου θα εξαιρεθεί;[Σε ύφος αγχολυτικό.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Προτείνω Κόμοδε επειδή είμαι ακριβοδίκαιος, ο Πομπη˙ι˙ανός των κατηγοριών ν’ απαλλαχθεί…[Κοιτάζοντας του Κόμοδου της Κορδελίας το εγκεφαλικό νεφέλωμα από κάτω προς τα άνω.] Εδώ που τα λέμε ένα μενίρ αν βεβηλωθεί, μπορεί να προκαλέσει την μανία και το μίσος τόσο των θρησκόληπτων και των δοξασιών όσο και των φιλότεχνων, έστω και αν γίνει με την πρόθεση της εισαγωγής καινοφανών θεωριών…[Σα ’να την αμνηστεύει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Θα ’θελες Λουκίλλα πολύ και εκείνος όπως εσύ απ’ το μαίνος μου να διαφθαρεί…
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Δεν κατανοώ τι ακριβώς εννοείς…[Με θιασώτη υφολογία υποκριτική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Είναι οιστέον πόσο τον απεχθανόσουν και αποπειράθηκες με την εξώθησή σου στην συνωμοσία ν’ αναμειχθεί, ώστε να μην έχει της φιλύρας το κουτί να ζει…[Με χαρακτηρολογία σατανική.] Γι’ αυτό και τίποτε επάνω του δεν θα κατηγοριοποιηθεί….[Ως σταλαγμίτης κολαστής.] Θα μεμψιμοιρώ την υγεία του την δεινή και το γήρας του και θα τον αποδεσμεύσω εξόριστος όμως απ’ την Ρώμη ν’ αναπνέει και να ζει…
ΛΟΥΚΙΛΛΑ: Κόμοδε πόσο είσαι λεοντιδής! [Η Λουκίλλα και ο Κόμοδος αντινωτοί επί σκηνής, όμως εξ’ αποστροφής.]
ΠΕΡΕΝΝΙΟΣ: Από εδώδιμο που δεν αραρίσκεις και αν το επικαρπωθούν οι θηρευτικοί κύνες τι σε συγκινεί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Παράλαβέ την από μπροστά μου Περέννιε και μαζί με την εξωμότρια αδελφή της και την κόρη της μέχρι το Κάπρι ας προσαχθεί…[Απ’ τον θρόνο του σαν γραίγος ανακινεί την χείρα του τη νεουορκέζικη.]Πριν το πτερό του χρόνου κυοφορία αλλάξει, θέλω όλες τους στον Άδη να έχουν διαμετακομισθεί…[Ο Περέννιος την σέρνει σαν αδάμαστο σκυλί και αμφότεροι αποχωρούν απ’ την σκηνή, αφήνοντας τον Κόμοδο στον θρόνο του στου Σκεπτόμενου την καμπή.]
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
[Την 16-2-183 μ. Χ στο αυτοκρατορικό δωμάτιο θα μετουσιωθεί. Η Κρισπίνα
στο κρεβάτι αδαμική και από χρυσόσκονη κεντητή ατενίζει τον Κόμοδο σχεδόν στο προσκεφάλι της μ’ ένα ρόπαλο και με μια λεοντή παρεμφερή του Ηρακλή.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Γιατί Κόμοδε από Σιός τον ρόλο του ημίθεου έχεις σε δοκιμή;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί σ’ ένα σχήμα χωρίζει δύο κόσμους η διχοτόμος πλεγματοειδείς…[Με το ρόπαλο ως διάμεσο στις κνήμες του και σαν κάμπια εφιππευτής.] Σαν σήμερα η μητέρα μου Κρισπίνα είχε αφροδυθεί…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Περίεργο αυτό που ’χει ειπωθεί…[Έχοντας την επίγνωση του Κακού.]Τις δύο αδελφές σου στο Κάπρι δεν είχες λυπηθεί…[Με Πλαύτου μομφή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τις έστειλα εδώ και μερικούς μήνες να της κάνουν συντροφιά, για να μην νιώθει και ο πατέρας μου μοναξιά…[Μ’ ενδιαφέρον σε ψυκτήρα Μολιέρου.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Κόμοδε τι παμφεγγές ανέκδοτο…Πολύ γέλασα…[Κάνει πως γελάει.]Αληθεύει πως η Λουκίλλα και η θυγατέρα της διαμοιράζονταν τον επίδοξο δολοφόνο σου, τον Κυ˙ι˙ντιανό ως εραστή;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Έχει καμία σημασία Κρισπίνα; Είναι όλοι τους νεκροί…[Με ύφος αγγελόμορφου παιδιού που οι αστράγαλοί του έχουν κατακερματισθεί.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Και εγώ ζώσα - νεκρή ν’ αναμένω την Άτροπο στο Κάπρι να με καταδεχθεί…[Με φυσιογνωμία μελλοθάνατης.]Μόνον τα νομίσματα που μου αφιέρωνες ως λειψανοθήκες με αυτοκρατορική στοργή, θα θυμίζουν την θυρσοφόρο μου υπαρξιακή στους διαδόχους σου και τους υπηρέτες τους με απόκλιση ερωτονομική…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Εδώ σκότωσα ευπατρίδη γυνή…Σ’ εσένα θα σταματήσω;
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Ίσως δεν εφιππεύω τόσο επιδέξια όσο ο Περέννιος ή ο Κλέανδρος
στα κύματα των σεντονιών και στα φοινικικά γράμματα των σωμάτων παραλιών σας…[Με ύφος ζηλοφθονίας.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αν δεν σταματήσεις, στην φωλιά του νου σου το ρόπαλο που αμφικρατώ θα υπεργειωθεί…[Το αναπτερώνει και το καθελκύει.] Στο πρόθεμά σου δεν θα επιδείξω καμία άλλη ανοχή…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Εδώ ανενδοιάστως απέκτεινες την ίδια σου την αδελφή και ισχυρίζονται πολλοί ότι τους θεράποντες ιατρούς του Μάρκου Αυρηλίου δωροδόκησες, για να φαρμακωθεί και να γίνεις μερικά χρόνια φωτός ο Αυτοκράτωρ στο σκοτάδι πιο νωρίς…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ψευδολογεί…Ψευδοθηρεί…[Κουνάει ανεπούλωτος απ’ τη Νέμεση και την Άτη την κεφαλή.]Όλα είναι ψευδή και των εχθρών μου η συκή…[Το ρόπαλο στον τοίχο θα μεταβιβασθεί.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Το ψέμα Κόμοδε είναι η μονήρης αλήθεια στης μαγίδος τον κόσμο που επέλεξες ως διάττων Προκύων να γεννηθείς…[Με ύφος παντογνωσίας Αθώρ.] Φαντάσου ότι είχες την προνομιακή, Θεός να γεννηθείς από γαλανή γενεή και αυτοκρατορική…Άλλοι δεν γνωρίζουν αν ναοπόλοι ή από στάνη έχουν επαγωγή…[Μ’ έπαρση Μερόης.]Το ιώδιο νερό του Σάλβιου Ιουλιανού και του Πάτερνου πάντοτε θα σε κυνηγεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Στην προηγούμενη ζωή σου ως κάποια Άρπυ˙ι˙α μάλλον πρέπει να ’χες υπάρξει…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Και θα σε θηρεύω, όπως ο μετά θάνατον Ιησούς Χριστός που η Μαρκία τις νουθεσίες Του σε διδάσκει…Αμφότεροι αν ήθελαν, μπορούσαν να σ’ είχαν δολοφονήσει…[Γελάει και με το σιδηρούν της χέρι του αιδοίου της θα κατεργασθεί τα εξωτερικά χείλη.]Απ’ τα στρατεύματα του Σάλβιου Ιουλιανού μπορούσε ανά πάσα στιγμή η εξουσία σου ν’ ανατραπεί, ενώ ο Πάτερνος ως αρχηγός των πραιτοριανών το ίδιο να πράξει, λόγω της μεγάλης εκτίμησης που έχαιραν απ’ τους οπαδούς τους και οι δυο…[Σύμμεικτη πάθους και μανίας αντεκδικητικής επελαύνει στο σημείο g.]Τον Μάξιμο και τον Κονδιανό διαβίβασες στης Δήμητρος την ράχη….Γιατί αυτό είχε συμβεί;[Με θεσπέσια και αισθησιακή φωνή, αναμένοντας του εραστή της την εισβολή στην εν λόγω περιοχή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Οι Κυ˙ι˙ντίλιοι γεμάτοι παροράματα είχαν φύσει γεννηθεί…Είχαν στρατιωτικές ικανότητες, πλούτη, ενώ υπήρξαν καλλιεργητοί και φιλομαθείς …Οι ηγεμόνες ξέρεις παντοιοτρόπως πρέπει ν’ αποκόπτουν τα σπαρτά τα εξέχοντα …[Με ύφος σαρκοφάγου άνθους.] Η τάση η πληθωριστική τέτοιου είδους προσώπων πρέπει, όπως καταλαβαίνεις να υπονομευθεί…[Με ύφος σαρκοφάγου ζώου.] Ο χριστιανισμός απέχει σήραγγες φωτός απ’ την αυτοκρατορική μου ιδεολογία την πανθειστική…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Γιατί πιστεύεις Κόμοδε πως ο υ˙ι˙ός του Μάξιμου, ο Σέξτος Κονδιανός ήπιε αίμα λαγού, μόλις πληροφορήθηκε την εν Συρίη καταδίκη του την τυμβοελεγειακή;[Αναστενάζει εξ’ ηδονής.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί θ’ αποζητούσε φαίνεται με την επιτάχυνση του λαγού η ποινή του ν’ αποτραπεί…[Καθήμενος στο κρεβάτι με την πλάτη του αντινομική σ’ αυτήν.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Και γιατί υπέπεσε απ’ τον ίππο, αναζυμώνοντας το αίμα του λαγού σ’ εμετό;[Με του Αθνάρ το χέρι του την πλάτη του την αποδασωτική του θωπεύει. Εκείνος αντίδραση δεν παραθέτει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί απέκτησε την ζωώδη γνώση και την Θωωθική…[Με ύφος ευπαίγμον και σεραφειμικό.]Πέφτοντας απ’ τις δυο χάρισε την τύχη του στην γη που θα επισκεπτόταν σε αιολική στιγμή…[Η Κρισπίνα στα πισινά του θα παρελάσει. Πάλι δεν φαίνεται ν’ αντιδράει.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Και όχι γιατί το άλογο τον κατενίκησε και την τύχη αλλά επειδή την ζωή του αγαθού εξεδίωξε στο εσώτερό του;[Πλάγιος λόγος δίπλα στο κλινιαίο ρήμα το εξαρτυματικό της.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Στις 7 Μαρτίου έχει γενέθλια η αδελφή μου η Λουκίλλα…
Ως τότε μπορώ να παρατείνω να λευκιπποσοφώ…[Η Κρισπίνα σε τρικυμία θα υποδυθεί τον φαλλό. Εκείνος στην λίμνη των αναστεναγμών.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ:Γενέσια Κόμοδε…[Σε τόνο επιδιορθωτικό και ανακατασκευαστικό.] Δεν εκοιμήθη…Απεβίωσε…Στις 2 Φεβρουαρίου είχε γενέθλια και ο Δίδιος Ιουλιανός…[Αμφότεροι σφύζουν ηδονής.]Τον φιλοδώρησες με του συγγενή του την θανή…[Επιταχύνει και για τους δυο τον ρυθμό.]Κόμοδε δεν θέλω από εσένα στα γενέθλιά μου θρίαμβο αντιπαρθικό…Θα ’ναι το λιγότερο αιματηρό ή ένας λανθάνων λαβδακισμός…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Κατάπαυσε τα κλέη μου να χλευάζεις…[Κάθιδρως και ασθμαίνων σεξουαλικώς.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Το ξέρεις ότι ο Κονδιανός ενέταξε σε μια καιόμενη λάρνακα ένα κριάρι; Τι μπορεί να συμβολίζει αυτή η πράξη;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πως ο Σαμνιτικός και ο πελταστής μόνον θανή επιφέρουν και πυρ…[Στο χέρι της κάτω απ’ την σινδόνη το σπέρμα του θα διαχυθεί.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Και όχι πως είναι ένας εξιλαστήριος αμνός;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αυτό θα το αιτιολογήσεις εσύ…[Μεγαλόπνοη λόγω της εκσπερμάτωσης παύση.] Όχι εγώ…[Ακόμη μεγαλύτερη ανάπαυλα γλωσσική.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Μου φαίνεται πως ο χρησμός που εξέδωσε το μαντείο του Αμφίλοχου στην Κιλικία ανεδείχθη αληθινός…[Μοιάζει με πρόταση τελική και εκείνη.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Εγώ είμαι ο λέων και η έλαφος ο Σέξτος Κονδιανός…[Πλέον χαλαρός.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Είσαι το παιδί που έπνιξε στην κούνια του τα φίδια των Κυ˙ι˙ντιλίων…[Με ικανοποίηση τόσο απ’ τις δικές της πράξεις, όσο και απ’ του Κόμοδου τις ανυπότακτες προτάσεις.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί είμαι στο μεταίχμιο ανθρώπων και θεών…Έχω τα προνόμια και τις αρετές και των δύο οντολογικών κατηγοριών…[Απ’ την κλίνη θα εγερθεί εμπράγματος και δικαιοπρακτικός.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Πάντως παραγωγικά κεφάλαια Κόμοδε που εστάλησαν στην Ρώμη δεν ανήκαν σ’ αυτόν…Ίσως και ο Δίων Κάσσιος να συναινεί σ’ αυτό…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ίσως…Αλλά απ’ αυτήν την υπόθεση έγινα ευπορότερος, αφού δημεύθηκαν οι περιουσίες των πολιτών των προστατευτικών σ’ αυτόν…[Ο Κόμοδος παιχνιδίζει τον τρίποδα βρεφικώς.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Για να εξιλεωθείς στην Τίρυνθα Κόμοδε, δεν υφίσταται το αίμα των παιδιών σου….[Με το αλκαίο της χέρι απ’ το παχύρρευστο σπέρμα του σχήματα της γεωμετρικής περιόδου γύρω απ’ τον ομφαλό της μορφοποιεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Δώδεκα έτη μοναξιάς Κρισπίνα δεν είναι ψίχουλα…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Η αρπαγή του δελφικού τρίποδα δεν σ’ έκανε Κόμοδε το μέλλον σου να ενοραματισθείς…[Ο Κόμοδος γονυπετής απ’ την βιετναμέζικη του κρεβατιού οπτική τα σχήματα απ’ το σπέρμα του φαίνεται πως θα καταπιεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί μόνον οι καλές τέχνες να ’χουν επιχρισθεί με την Θετταλή;
[Στου δείπνου την μεσοδιαστημική.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Γιατί Κόμοδε ραδιότερα βλέπουμε απ’ του "εγώ" τη Νουβία των άλλων τα λατιφούντια και εποπτεύουμε τα σημεία τ’ Ουρανού που τα σκεπάζει, πότε για ν’ αποδώσουν τους καρπούς τους και τις εργασίες της καλλιέργειάς τους…[Πασιδήλως με πενθιμημερή ηδονή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Δώδεκα έτη μοναξιάς Κρισπίνα δεν είναι ολίγα…[Ομοιάζει σα ’να μονολογεί, όπως ένας Αθηναίος στην Εκστρατεία την Σικελική.] Νόμιζα ότι με την διαρπαγή του τρίποδα πως ο Απέλλων θα μ’ ερωτευθεί…[Η Κρισπίνα του κατακρατεί την γιρλάντα απ’ τα άνθη στην κεφαλή.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Θα έπρεπε να ’σουν ο Οβίδιος της γης και όχι μόνον της περγαμηνής![Επιφωνηματική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο λόγος έχει μέσα του τον χρόνο και στις τρεις διαστάσεις του…
[Η γλώσσα του προς την μήτρα της πελάζει.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Όπως οι τοιχογραφίες της Πομπηίας…[Μουρμουρίζοντας.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Έχει τις ιδιότητες του χρόνου η αναπαράσταση η εικονιστική…
[Την μήτρα της έχει προσδιορίσει.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Κόμοδε και η γλυπτική…[Σαν μια ακταιωρό που έχει στη Βενετία βρει της επαγγελίας την γη.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Κρισπίνα και ο Λεωχάρης…[Η γλώσσα του εντός της κολποθραύστης.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Στην Θήβα προσδόκησες την ευδαιμονία και στην Αργολίδα την καλλιέπειά της…[Αναστενάζει πάλι.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Πίσω απ’ το κάτοπτρο των λέξεων το κελάρυσμά τους έχει εντοιχισθεί …[Ως παρέκβαση απ’ την επίδοση της σεξουαλικής πράξης. ] Φωνήεντα ανάμεσα σε σύμφωνα σαν σκαλοπάτια που η κανονικότητά τους έχει εναρμονισθεί….[Μπουκωμένος απ’ το σεξουαλικό του επιδόρπιο.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Και γεννιούνται οι λέξεις σε απόκρυφες επωδούς….Ναι….Να γνωρίζεις το μέλλον ωφελεί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τόσο όσο το παρελθόν ν’ αναπολείς…[Ευσύνοπτος.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Τελικώς με τα τρία σου πόδια ενώθηκες με τον Θεό…[Επιθέτει τα χέρια της στου Κόμοδου το κεφάλι, ωθώντας τον στου πλατωνικού της σπηλαίου τα βάθη.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η ευρωστία μου η σωματική υπερέβαινε της θεσφατολαγνίας την αρετή….[Σε εφηβική συγκοπή.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Και η αυτοκρατορική σου πυγμή της επιφάνειάς της αναδιπλασιαστική…Ναι…Ναι… Ποια είναι Κόμοδε της νίκης σου επί του λιονταριού η ερμηνεία η αλληγορική;[Ο Κόμοδος τρίχες στο στόμα του αφαιρεί, αναγόμενες απ’ της Κρισπίνας την ηβική περιοχή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ότι στην αγάπη πάλεψα και την καρδιά της κατέκτησα στην ράχη….[Μοιάζει σαν δελφίνι να χαμογελάει.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Γι’ αυτό Κόμοδε σ’ είχαν γυναίκες και άνδρες ερωδιοδεχθεί;
[Σε αναρώτηση τεχνητή, γνωρίζοντας την ανταποκριτική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ίσως να ’ναι και ένας λόγος αυτός…[Διατεταραγμένος απ’ την διαλογική συγκοπή.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Και γιατί το δέρας του λιονταριού είχε απ’ την χείρα σου αποσυσχετισθεί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί έχω γνωρίσει μόνον την επιδιδυμίδα της αγάπης…
[Η Κρισπίνα το δέρας των χεριών του προσάπτει.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Ο Τυφώνας του μυαλού σου και η Χίμαιρα σου απεβίωσαν μαζί με το λιοντάρι…Στην Αμυμώνη τα βέλη σου Κόμοδε την υδρία δεν είχαν διαγράψει…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Οι καιόμενες δαδες του Ιόλαου έθεσαν τέλος στου πολλαπλασιασμού του κακού την προβληματική…[Ως μεθυστικός λίθος οργιάζει στην θηλυκή της σχισμή.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Έχει διαφανεί πως το κακό στο απυρόβλητο δεν θα εξοβελισθεί… Το έσχατο κεφάλι της γιατί το ενταφίασες στην γη;[Αναστενάζει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί είναι και το τέλος του κακού η αρχή…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Την δόξα του Μελέαγρου είχες μιμηθεί και με τον ήλιο σου Κόμοδε
έβαλες δίχτυα στου Ερύμανθου το ποτάμι…Εξαρκεί…Η πεδιάδα μου απ’ την γλώσσα σου έχει οργωθεί…[Ο Κόμοδος διαζευκτικός πλησίον της.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο Χειμώνας και τα νιφαδιασμένα του τοπία πάντοτε δανειοδοτημένο χαλινό έχουν χρειασθεί…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Ίσως όχι τυχαίως ο Φόλος σε φιλοξένησε και σου έδωσε απ’ την οινοχόη του να κερασθείς στο σπιτικό σου…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ίσως όμως για τούτο τον λόγο τον έβλεπα μισό άλογο και μισό άνθρωπο…[Κάνει το άτι, χλιμιντρίζοντας μπροστά της.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Στην ευωδιαστή αναπνοή σου με λωρίδες γρίφων οι κένταυροι είχαν συνασπισθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί θα ’θελαν η αύρα μου να ’χε απ’ τις γνώσεις τους διατρυπηθεί…[Περπατάει γύρω απ’ το κρεβάτι με έμφυτη χάρη.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Ως πασσάλους την αύρα σου έτρωσαν και τα πεύκα μετέωρα…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Των νεκρών ήθελαν να μου χαρίσουν τα Ταναγραία όνειρα…
[Της διασφαλίζει με πονηριά το μάτι.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Γιατί η Νεφέλη η μητέρα τους επέρριπτε απ’ τον Ουρανό θύσανους βροχής;[Ως ηθοποιός τραγελαφική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί Κρισπίνα ο Κελτιβηρικός και τα Φάρσαλα υποπρόξενοι μόνον σκιών στα γένη των ανθρώπων, των ημίθεων και των θεών…[Υφαρπάζει το ρόπαλο που ’χε αδειαδοτήσει στο κρεβάτι.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Διεκδικούσαν τον άκρατο οίνο απ’ την γλώσσα σου…[Η γλώσσα της απ’ το στόμα της στην Σιβηρία, σε άνοδο και πτώση παλμική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η γλώσσα μου είναι θαυματουργή, οσία και υποβλητική… Ακόμη και ο οίνος που πίνω ενώπιον μου γονυπετεί…[Ξαναξαπλώνει με το ρόπαλο στο κρεβάτι.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Οι τιτανιαίοι ογκόλιθοί τους εκσφενδονίζονταν ράγδην, ώστε η καρδιά σου λαθροθηρώντας άδεια άνευ αποδοχών να παραλάβει…[Το ρόπαλο ανάμεσα στα σκέλια του με τον δυ˙ι˙σμό των χεριών της θα λειάνει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τίποτε δεν κατάφεραν, γιατί η καρδιά μου δεν έληξε στον ακατάλυτο ρυθμό της, για εσένα να χτυπάει…[Το λοφίο της καρδιάς με τα δυο του χέρια θ’ακροασθεί.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Κόμοδε οι ήχοι που προφέρεις, την ψυχή μου δονούν με γράμματα αρχα˙ι˙κά και μερικές φορές μαιανδρικά…[Με το σιελώδες της στόμα αποτυπώνει στου ροπάλου την επιφάνεια σημάδια κέλτικα και προ˙ι˙στορικά.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Στην Έπαυλη των Μυστηρίων θα προτιμούσα να ’χαμε εξεικονισθεί…[Το ρόπαλο θα παραμερισθεί και η Κρισπίνα ενώπιον ενός φαλλού σε στύση θα παρευρεθεί.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Οι σχιστολίθοι τους Κόμοδε ήταν η καρδιά τους και οι υπώρειες που με τις ακτίνες σου υπεράσπισες τα αισθήματά τους…[Στο τμήμα οκτώ του πέους του Κόμοδου σε ικανότητα πιστοληπτική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο Φαέθων Ουρανός άνοιξε και η μεγαλοπρέπειά μου διεφάνη…
[Της διευθύνει προς το πέος του το κεφάλι.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Οι όρνιθες απ’ την κοιλάδα που κατόπτευες είχαν εξοστρακισθεί…
[Κοιτάζοντας τον νατουραλιστικό της δονητή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τα χιόνια των οροσειρών ήταν η φωλιά τους και εύλογοι σαρκοφάγοι…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Οι αγγελιαφόροι των ελών απομυζούσαν από ό,τι φαίνεται
το περίβλημα του λαγώου σώματος των βροτών…[Τον ιθυφαλλισμό του Κόμοδου σε διάσπαρτα σημεία φιλάει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και στις οπώρες της γης, για να μην τους προοικονομούν οι θνητοί έβαιναν και ενίοτε για την σιτοδεία τους κατέτρωγαν…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Τι να περιμένει κανείς απ’ τις ανεμοπτερόεσσες άγλιδες του Άρη…[Τα χέρια της σε διαγώνιο σχήμα προς τον Ουρανό έχουν απογειωθεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πάντως όχι της Τα˙υ˙γέτης το ανάγλυφο το αναθηματικό…[Με μελιού επιτονισμό απ’ τον Τιμόθεο τον σεξουαλικό.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Τα κέρατά της ήταν χρυσά και τα πόδια της από χαλκό…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ήταν η ωογονία της ετεροίωσης των ανθρώπινων ειδών…Ναι…
Ετσι…[Της Κρισπίνας το στόμα το πέος του ολοκληρωτικώς θα ενδυθεί.]Στα κέρατά της επικοινωνούσε με τον Χρυσοκόμη ή την Λοχεία και στα πόδια της με τον Άδη…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Οι απόπειρές σου λόγγοι σκήπτρων…[Με άνεργη την αναπνοή.]Ως τον ωαγωγό των Υπερβορείων…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Δεν γνωρίζουν σύνορα τα πέταλα των ρόδων της πανσελήνου…
Ναι…Έτσι…[Με τα χέρια του καταστρατηγεί το επίμαχο και ορθό σημείο.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Πήγες να την σκοτώσεις στον Λάδωνα Κόμοδε, μα επενέβησαν
ο Ισμήνιος και η Φοίβη…[Ως η μετενσάρκωση της Αγαύης.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Στο ολύμπιο στοιχείο του πρέπει να υπακούει κανείς…
[Μοιάζει στα δόντια της να ’χει παροπλισθεί.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Δώδεκα ταύροι φάληροι κλειδωτοί από κοπριά πυκνή…
[Σε παραζάλη.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Οι δώδεκα του χρόνου μήνες απ’ την μέλαινα του σύμπαντος μαγεία, αγνοί και καθαροί….Ναι…Έτσι…Έπρεπε η τελευταία απ’ το χέρι ανάμεσα στα πόδια μου ν’ αποκαθαρθεί και να εξαγνισθεί…[Κρουνοί σίελου
ως μπογιές τον λαιμό του χρωματίζουν.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Η οπή στον τοίχο τον έξεργο;[Το δάκτυλό της στην ανάλογη ενσάρκωση της έννοιας θα μεταναστεύσει και θα τροχιαθετηθεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο ποταμός της προέκτασης του χεριού μου ανέβλυσε και την κόπρο καθάρισε, ώστε να ’ναι διαυγής…[Με ηδονή που ’χει μεγιστοποιηθεί.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Την δεκάτη δεν εισέπραξες τουλάχιστον ως ηθική ανταμοιβή…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Δύο αφέντες συγχρόνως να ευεργετείς δεν μπορείς…[Ο Κόμοδος στο στόμα της διεκπεραιώνει επιτυχώς την ταυτότητα του την ερμαφροδιτική.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Εσύ πάντως Κόμοδε στην αποστολή σου υπήρξες επιτυχής…
[Εκείνη στην θέση της θα επαναφερθεί.] Τι συμβολίζει Κόμοδε ο ταύρος που απ’ την θάλασσα είχε εκβληθεί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πως στο συναίσθημα επικράτησε η Θεία Λογική…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Όταν όμως ο Μίνωας αθέτησε την υπόσχεσή του στον Δαμαίο ο ταύρος να θυσιασθεί, τότε εκείνος είχε αφηνιασθεί…[Τον λαιμό της χειραφετεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η λογική όταν την φαραωνική βασιλεία δεν υπηρετεί, καθίσταται κυκλοτερής…[Ημιλιπόθυμος απ’ την πρότερη σεξουαλική ακμή.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Και πως έγινε η απαγωγή του απ’ την Κρήτη στην Αργολική γη;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Διέσχισα τους ρόχθους της θαλάσσης με τον ταύρο εις την ράχη…[Της φιλάει των μαστών της τις ρώγες και τις σπαράσσει.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Ποιο ενδέχεται να ’ναι το νόημα τούτης της πράξης;[Αλληγορική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πως καταδυόμενος στο συναίσθημά σου η υποχθόνια σου περιοχή έχει ελκυσθεί απ’ την καταιγίδα την βαρυτική…[Καταφέρνει σύγκορμη να την ανατριχιάζει.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Τουλάχιστον εκεί με του Διομήδη τις φοράδες δεν είχες συναντηθεί …[Με φωνή παθητική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Εδώδιμα τα θραύσματα των αρρύβαλων που εναπόθετε η θάλασσα στης Θράκης το περιγιάλι…[Με φωνή ενεργητική και αρρενωπή.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Οι λάγηνοι της θαλάσσης, θηλυκοί ιππόκαμποι, του Διομήδη νηοθραύστες, υπηρέτες άνεμοι…[Σε διάθεση νήτεκνη και παθητική.]
ΚΟΜΜΟΔΟΣ: Ο ήλιος μου τα δαμάζει όλα…[Σε διάθεση μέση και αλωτική.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Ο ήλιος σου Κόμοδε είναι όπως τ’ Ουρανού οι νεφέλες: Νομαδεύει…[Κατευθυνόμενη απ’ την ροπή του δείκτη που τα δάκτυλα του επιδρούν στα ωρολόγιά της τα μαστοειδή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η αρχοντιά μου ελλιμενήθηκε ως την Ασία την Μικρή…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Τι Κόμοδε η ζώνη της Μελανίππης για εσένα εκπροσωπεί;
[Σ’ ερεθιστική πρόταση απαρεμφατική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πως πιέζει και διασφίγγει την ψυχή των γυναικών ο Μιθιδρατικός …
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Στου Κέρβερου τα δόντια ν’ αποδώσεις την Βασίλισσα των Αμαζόνων, δεν ήταν ευγενές αέριο ούτε ιππικό…[Με τα δόντια του στην έλλογη της θηλή ένα νύγμα ποιεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Όσες γυναίκες την εφέλκυση για Τριανδρικό κατέχουν, τους χαρίζω το αντίβαρό του…[Με πρόστυχο βλέμμα.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Ένα παράβολο ήθελες να πεις…Ο Γηρυόνης είχε κεφαλές τρεις; Γιατί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η ιδέα που επιγέννησε την έννοιά της και τον ένυλη ανάκλασή της στην γη…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Εκτός όμως απ’ τον Γηρυόνη, για να συλλάβεις το ποίμνιο των αγελάδων του, χάρισες το νόμισμα στον σκύλο του, τον Όρθρο και τον ποιμένα του τον Ευρυτίωνα…Μπορώ να μάθω το γιατί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο σκύλος συμβόλιζε των αγελάδων τη θανή και ο βοσκός ό, τι από εμένα δεν θα μπορούσε ποτέ να πρεσβευθεί…[Με ροπή προεξαγγελτική.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Ο Γηρυόνης ήταν η συναίρεση του Χρυσάορα και της Καλλιρόης νύμφης…[Τώρα και της Λούξεμπουργκ η θηλή είναι δαγκωτή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Οι άνθρωποι υπόκεινται σε δίπλότυπα, γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα που τις λέξεις τους μεταποιούν…[Με λαγνεία συνεχίζει στα στήθη της να ’ναι ορειβάτης.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Το χρυσό ξίφος τ’ Ουρανού και η θυγατέρα του Ωκεανού γέννησαν τον Γηρυόνη που τις αγελάδες - νέφη είχε την ιδιότητα να ενοποιεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τρία κεφάλια…Το γράμμα ύψιλον στον Ουρανό….[Ένδον επιφωτισμένος.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Η σε αντιστροφή η αλφάβητος δικτυωτή, ενώ στα σημεία των άκρων ένα τρίγωνο που αποθεώνει αφ’ υψηλού την γη…[Σαν άνεσης απόσπασμα να ’χει από μυθιστόρημα αναγγελθεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Απ’ την Ερύθεια ανέκυψαν οι ερυθρόμορφου τύπου αμφορείς…
[Απ’ την διερεύνηση έχει ένθεος ουσιασθεί.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Καλλίτερα απ’ την Ωγυγία…Αμαρτία έχει αντιλογισθεί η κλοπή…
[Σα να ’ναι μαθήτρια που αποστηθίζει κείμενα.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και ο Γηρυόνης ως κλεπταποδόχος τις αγελάδες του ήλιου οδήγησε στην δική του γη…. [Η Κρισπίνα το σεντόνι θα τραβήξει προς το μέρος της, ώστε τα στήθη της να ’χουν επικαλυφθεί.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Χάρισες δύο κολόνες στην Αφρική και στην Ευρωπαία γη…
[Θαυμαστική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Για να βλέπει η μία απέναντι απ’ την άλλην τα δώρα που έχει η καθεμιά…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Ακόμη και τις αρκτικές αδελφές χωρίζει η υδρηλή γη….Η πράξη σου όμως ίσως να σήμαινε, πως είναι ένα Ηραίον ημιτελές η γη που θα χρειασθεί επισκευή…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ίσως…Όπως και πολλά άλλα…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Τα μήλα των Εσπερίδων, γιατί ήταν από σκόνη χρυσή;
[Ο Κόμοδος τώρα της χτενίζει με τα χέρια το μαλλί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί στην αριστοκρατία η αμαρτία είναι πιο πελιδνή…
[Με μάτι αλωπεκής.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Τον Ουρανό όμως στους ώμους σου συγκράτησες, ώστε ο Άτλας να προβεί στων μήλων των χρυσών την συγκομιδή…[Διαβιβαστική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Είναι η γνώση των μυστικών που μου παρόρμησε η κυανόχρωμη, αιθερική, γαλαξιοειδής σκόνη και μετέδωσα στο άχθος της το γένος των θνητών…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Γιατί τα χάρισες στην Αθηνά;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί αφού δειπνήσουν στην αμαρτία τ’ άριστα κράτη, αποκτούν την ελιά…[Στο στόμα την φιλάει.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Η αιχμαλωσία του Κέρβερου και η ανάβασή του απ’ τον ΄Αδη;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Την παγίδευση του σκότους απ’ το φως και την διακοίνωσή τους εις τις μάζες των ανδρών…[Στον λαιμό την φιλάει.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Κατήλθες εις τον Άδη με την καθοδήγηση του Ερμή…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ώστε να γίνει ευκοπότερη με του Κάτω Κόσμου τ’ άνθη η συναναστροφή…[Σε φάση επεξηγηματική και εανή.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Μου φαίνεται αυτοκρατορικέ Ηρακλή πως από εκδίκηση σκότωσες τον Ίφιτο και όχι γιατί σε θεώρησε υπόλογο στων αγελάδων του πατρός την υποκλοπή…[Προσανατολισθείς μόνον στην ευθύτητά τον ορίζοντά του δίχως περιβάλλοντα παρεκκλίνοντα.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μπορεί τα λόγια σου να’ναι και αληθή…[Σαν μικρό παιδί που κοιτάζει ναζιάρικα και σ’ επιφαινόμενη αιδημοσύνη την γη, ενώ με τα χέρια του σε σχήμα χιαστί.] Τον λόγο του αθέτησε πως την Ιόλη ως σύζυγο θα μου δανεισθεί…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Στην Ομφάλη σε κατηγόρησαν πως διήγες ζωή τρυφηλή και πως συνουσιαζόσουν με την ηδονή…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αυτό έγινε επειδή η χαίτη μου ήταν ποθεινή…[Πιάνει με νάζι τους βόστρυχούς του και με τάση αναστροφική.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Με τα γυναικεία σου ενδύματα θα ’θελα στα πόδια μου να γνέθεις το μαλλί…[Με τάση στον έρωτα στρατηλατική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η καταγωγή μου δεν ήταν ασιατική…[Γελάει.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Γι ’αυτό και απ’ την Ομφάλη είχες εκτιναχθεί…Οι Μολίονες με τα δύο τους κεφάλια απ’ την γενναιότητά σου είχαν λυγισθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τα κεφάλια τους ήταν η προέκταση των μερών της δικής τους ψυχής….[Σαν πίθηκος τα στήθη χτυπεί.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Οι τερατογενέσεις είναι η κατωφέρεια της αμβροσιακής αιμομεικτικής…[Στο κεφάλι θα τον εναγκαλισθεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γι’ αυτό και διεχώρισα τον Τήλεφο απ’ την Αυγή…[Με διάθεση περιπαικτική.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Το αν ο υιός σου ήταν πιο μακριά απ’ την Αυγή ή εσένα από ποιον αυτό θα εξερευνηθεί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο διακτινισμός είναι στ’ ακροτελεύτια του σύμπαντος το άνευ χρόνου φως…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Αν Κόμοδε άλλην αγαπήσεις πλην από εμένα, την τύχη της μιας εκ των πολλών ενσαρκώσεων που κυοφορείς απ’ το αίμα του Νεσσου θε ’ν’ αποκτήσεις…[Του δίνει μια ευχή εραλδική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Θα ’θελα τα κορμιά μας και οι ψυχές μας σ’ αυτό το κρεβάτι να έχουν σε μωσαϊκό γα˙ι˙τανωθεί…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Έτσι η ενέργεια του καθενός και οι ιδιότητές της στον άλλον θα μεταγγισθούν….[Με φαινομενική τεκμαιρόμενη διάθεση.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αληθώς ομιλείς, όπως ηρμόζει σε μια σύζυγο αυτοκρατορική…
[Ο Κόμοδος και η Κρισπίνα κάτω απ’ τα σεντόνια του κρεβατιού θα σκεπασθούν, ενώ σβήνουν τα φώτα βαθμηδόν επί σκηνής.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
[Τον Οκτώβριο του 185 μ. Χ. θα τοποθετηθεί στην γη. Η χείρ της Κρισπίνας απ’ τον Κόμοδο στον θρόνο του θωπευτική. Ένας Μαυρούσιος δούλος την αντιύλη στην Κρισπίνα την περιμετρική, μ’ ένα φτερό στρουθοκαμήλου ανακινεί. Η όψη της Κρισπίνας είναι από χρυσό κονιορτό επενδυτή. Άξαφνα ο Κλέανδρος ανάστατος ως σκηνική εισαγωγή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Απ’ το βλέμμα του φαλκόνιου που έχεις τελευταίως συμμερισθεί, συνειδητοποιώ ότι μάστιγα εμένα και τον χρυσελεφάντινο θρόνο μου επαπειλεί …[Με ύφος Ιππάρχου.]
ΚΛΕΑΝΔΡΟΣ: Αυτοκράτορά μας ο Περέννιος σε γυμνοπαιδία έχει προβεί, ώστε απ’ τον θρόνο να σας ανατρέψει και ως κληροδότημα στα παιδιά του να μεταβιβασθεί…[Ραφανισθείς.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αυτό μου το ανέφερε ένας πρεσβύτης με την βακτηρία του και με το σακούλι του στον ώμο στην εξέδρα την ανακτορική του θεάτρου έναν ακριβώς χρόνο πριν, όταν προς τιμή του Καπιτώλιου Ύπατου ήμουν συγχρόνως αθλοθέτης και θεατής…[Με ύφος βάσιμης υποψίας που μοιάζει να ’χει επισφραγισθεί.] Απ’ το τρίτο μου μάτι οι λόγοι του δεν ανορθώθηκαν υαλοφανείς…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Νομίζω Κόμοδε πως πρέπει ν’ αναστηλώσεις τις αιτιολογικές του Κλέανδρου και να μην σου ’ναι ειδεχθείς…[Σε Ησιόδου κλίμακα ημιτονική.]Και μην ξεχνάς τις φθόγγους του γέροντα που ο Περέννιος συνέλαβε μπροστά σε Συγκλητικούς και ευγενείς, γιατί απεψίλωσε το ψέμα, πίπτοντάς τον εις το πυρ …[Μηχανική.] Κινδυνεύει απ’ αυτόν τον αυλοκόρακα τόσο η δική σου όσο και η δική μου ζωή… [Ογκυλλομένη.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αν και Οκτώβριος, Φεβρουάριος ιδρώτας τις παρειές μου με το κολύμβι της γλώσσης σου σήμερα ογμεύει…[Ο λαιμός του ναμαίος.] Πως μπορείς να ’σαι τόσο σίγουρος Κλέανδρε; Ο γέροντας των κυνών τον είχε κατηγορήσει πως συνήγειρε στρατό προς την Ρώμη και απ’ την Ιλλυρία οι υιοί του…Είναι αλήθεια;[Σκουπίζει με το χέρι του, της μετόπης του την υδρορροή.]
ΚΛΕΑΝΔΡΟΣ: Φοβάμαι πως είναι η αλήθεια…Μια αντιπροσωπεία
χιλίων πεντακοσίων στρατιωτών απ’ τη Βρετανία έχει αφιχθεί…[Διπλωματικός, μα ευθυτενής.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Έχω μάθει πως εξέγερση έχει στην Βρετανία εκδηλωθεί και κάποιος Πρίσκος ως Αυτοκράτορας και αλφάδιον εις την τάξη έχει εκλεγεί…
[Με μίσος.]
ΚΛΕΑΝΔΡΟΣ: Ο Πρίσκος το ’χει απαρνηθεί, γιατί τον εαυτό του στον ίδιο βαθμό Αυτοκράτορα με τους συστρατιώτες του θεωρεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μπορούμε σ’ έναν υποστράτηγο που έγινε Αυτοκράτωρ μόνον στα όνειρά του να έχουμε εμπιστοσύνη;[Ανελκύει το κουβανικό του φρύδι.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ Γιατί όχι Κόμοδε; Μην ξεχνάς πως ο Περέννιος δεν σε άφηνε με τον Κλέανδρο να γίνεις ο ομόκλινος ράμνος του και σε εμπειρίες πρωτόγνωρες μαζί του να πειραματισθείς…[Με ύφος βδελυρό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Κλέανδρε νομίζω ότι καλλίτερο θα ’ταν να την εξορίσουμε μαζί μ’ αυτόν τον ορυμαγδό στασιαστών που έχει κυριεύσει το παλάτι στην Βρετάνη την Μεγάλη…[Η Κρισπίνα με φόβο αντιρρησίας τον κοιτάζει.]
ΚΛΕΑΝΔΡΟΣ: Για να ’μαι φιλοσαββατιανόςς θα προτιμούσα να πήγαινε διακοπές και αυτή στο Κάπρι.[Ο Κόμοδος του φιλάει το μαλλί και το ενώτιο στου Ένγκελς το αυτί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Εμείς οι δύο θα τα πούμε αργά το βράδυ…[Του κλείνει πονηρά το μάτι. Ο Κλέανδρος την γλώσσα του αποβράζει.] Προσκόμισε έναν στρατιώτη ενώπιόν μου σε γενική διαιρετική μονογονε˙ι˙κή…
ΚΛΕΑΝΔΡΟΣ: Αυτό θα πράξω αυτοστιγμεί…
[Ο Κλέανδρος αβροβάτης χωρίζει απ’ την σκηνή, ενώ την Κρισπίνα χαρακτηρίζουν αηδίας μορφασμοί.]
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[Ο Κλέανδρος εισέρχεται, ενώ ο στρατιώτης θα προπορευθεί και ο οποίος όλες της τιμής και σεβασμού στον Αυτοκράτορα τις προαπαιτούμενες πράξεις επιτελεί. Η Κρισπίνα σ’ όλη την διάρκεια της συζήτησης απ’ τον θρόνο της τα τεκταινόμενα παρατηρεί, όπως και ο Κόμοδος αβοητί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Στρατιώτα απ’ την Βρετανία τι ειδήσεις τερπνές μας δημοπρατείς ;Ποιος είναι ο σκοπός της επισκέψεώς σου με την παρουσία χιλίων πεντακοσίων ανδρών στην Ρώμη που είναι η αγράμπελη συγχρόνως και ο θρίαμβός μου;[Σε ύφος αδαές.]
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ: Σας αποστέλλει το στράτευμα ένα κλάσμα άρτου ως φόρο τιμής στον Ούλπιο Μάρκελλο…[Στα πόδια του θα κατατεθεί. Απ’ τον Κόμοδο αμετατόπιστο και δεν θα διαθιγεί.]
ΚΛΕΑΝΔΡΟΣ: Δεν υπήρξε Αυτοκράτορά μας πιο συνετός και καλοπροαίρετος στρατιωτικός απ’ αυτόν…[Με τάση επιμαχικής επιβεβαίωσης, ενώ παραγκωνίζει τον εαυτό σε κάποια γωνία αλαμπή επί σκηνής.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Θυμάμαι…[Βυθισμένος στην μακροπρόθεσμη μορφή της μνήμης που λίγες λεπτομέρειες ως σφουγγάρι κτηματοδοτεί.] Φιλάνθρωπος… Υψηλόφρων… Αδωρότατος χρημάτων…[Σα ’να μην τα πιστεύει αυτά που από εκείνον έχουν ειπωθεί.] Απ’ την ασιτία οφειλόταν και η α˙υ˙πνία του…Γι’ αυτό αποφάσισα σε θάνατο να καταδικασθεί, ώστε λουκούλεια γεύματα και πλατωνικά συμπόσια στα Ηλύσια πεδία να γευθεί…[Γελάει. Του κάνει νεύμα εγγύτερα να ’λθει.] Σαν σκύλος λάβε και φάε απ’ το σώμα του Μάρκελλου…[Ο στρατιώτης υπακούει μετά προθυμίας, ως ξαγοράρης και δοκιμαστής του άρτου κομιστή.]
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ: Η γεύση του τόσο στυφή, όσο η γλώσσα που την ενοικεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τώρα λοιπόν ανάφερε στον Αυτοκράτορά σου, τι τον Περέννιο κατατρέχει…[Με επιφύλαξης ύφος.]
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ: Προπαρασκευάζει τον υιό του στην διαδοχή και συνωμοτεί για του θρόνου σας την εκτροπή…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Το ίδιο δεν σκεφτόσουν εσύ και οι συνάδελφοί σου στην Βρετανία; [Το βλέμμα του στρατιώτη σ’ ελεύθερη κατάδυση.] Του Πρίσκου σας νάρκωσε η συνετή φωνή…Γιατί λοιπόν να εμπιστευθώ εσάς και όχι τον Περέννιο εφεξής;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ: Από τότε που ο Πρίσκος δολοφονήθηκε απ’ τις ορδές των βαρβάρων, ο στρατός της Βρετανίας είναι ομόπλευρός σας…[Σε ύφος προσοχής.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αν και δεν κατάφερε να επανακτήσει το τείχος των Αντωνίνων, εύτικτο το χώμα που τον Ούλπιο Μάρκελλο επαναπαύει…
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ: Σας εδόθη ο τίτλος του Βρετανικού ο τιμητικός…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τω όντι πολύ τιμητικός…[Στην Κρισπίνα χαμογελάει και το χέρι της το λαιόν φιλάει. Η Κρισπίνα αποφασίζει τον σιγαστήρα της να παραθλάσει.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Στρατιώτα απ’ τις λεγεώνες του Βοριά ποια πειστήρια άλλα πλην του λόγου σου και των ομοιδεατών σου έχεις στον Αυτοκράτορα Κόμοδο να προσφέρεις;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ: Αυτά εδώ…[Εξωθεί από ένα σακούλι νομίσματα και στα χέρια της Κρισπίνας και του Κόμοδου τα παραδίδει.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Κόμοδε, ο Περέννιος και ο υιός του στα νομίσματα έχουν απεικονισθεί…[Ενδεής.]Είμαστε ήδη νεκροί, αν δεν αντιδράσουμε αμέσως ευθύς…[Με τρικυμίας ανάπαιστου φωνή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ποιος είπε ότι το νόμισμα πάντα έχει δύο όψεις…Ενίοτε οι προδότες στις δυο έχουν εξεικονισθεί…Σωστά…[Τις προτάσεις της Κρισπίνας θα διασκεφθεί.] Πως θ’ απολαμβάνεις κάθε βράδυ και από έναν νάτορα, διαφορετικό εραστή στο κρεβάτι;
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Νιώθω Κόμοδε πως δεν θέλεις αυτό που πρέπει να διαπράξεις….
[Για λειψανδρία σα ’να τον ’χει μεμφθεί.]Το ερωτικό σου πάθος γι’ αυτόν θα μας οδηγήσει στην Εκάτη…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Στρατιώτα μπορείς ν’ αποχωρήσεις και πες στον Κλέανδρο ταχέως να εκδράμει απ’ το συμμαχικό σκοτάδι….
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ: Μάλιστα Αυτοκράτορά μου…[Ο στρατιώτης κάνοντας μια βαθειά υπόκλιση ξεκαμπίζει απ’ την σκηνή, αφού όμως πρώτα την θέληση του Αυτοκράτορα στον αποστασιοποιηθέντα Κλέανδρο γνωστοποιεί.]
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
[Ο Κλέανδρος με το ξίφος του σ’ επιφυλακή και μ’ έφεση το αυτοκρατορικό ζεύγος από έναν αδιόρατο κίνδυνο θανάτου να προφυλαχθεί.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Κλέανδρε μπορείς να ενώσεις το ξιφίδιό σου στην γη…[Ο Κλέανδρος υπακούει εφησυχασθείς.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ναι, Κλέανδρε…Αυτά τα νομίσματα που κρατώ είναι τα ενοχικά του Περέννιου της προδοσίας…Δεν του άρεσαν τα πρόσωπα της Κρισπίνας και του Κόμοδου και τ’ αντικατέστησε με το δικό του και των υιών του…[Ο Κλέανδρος θα παρασταθεί πάλι σε μια γωνία, ως βωβή του κινηματογράφου ταινία.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Η Μαρκία Κόμοδε δεν σου ανέφερε πως ο Ιούδας πρόδωσε για τριάντα αργύρια τον Ιησού Χριστό;[Σε τόνο μοιχαλίδος παρελθοντικό.] Ο Περέννιος θα πρόδιδε τον Κόμοδο για περισσότερα από ό, τι δύναμαι να δω…Δεκάτης χιλιάδες…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Δεν θ’ αγκυλωθώ δεξιοστρόφως όμως εγώ…Θα τον κάνω να πληρώσει τούτα τα νομίσματα με το ίδιο αντίτιμο το συναλλαγματικό… Κλέανδρε καταδικάζω σε θάνατο τον Περέννιο, όλα του τα παιδιά, τη γυνή και την αδελφή του…[Του επιδίδει την αυτοκρατορική διαταγή.] Επιτέλεσε τα καθήκοντά σου ανενδοιάστι…
ΚΛΕΑΝΔΡΟΣ: Οι επιθυμίες σας Αυτοκράτορα και διαταγές μας…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Το κεφάλι του Περέννιου με τον γαμικό λέβητα τούτης της νυκτός θέλω να συνουσιασθεί…Αυτά τα κυνικά γράμματα Κλέανδρε παράδωσέ τα στους αγγελιαφόρους μας, ως χρονικουποθετικά κρηπιδώματα για τον υιό του και για την επάνοδό του στην Ρώμη…Τιμές και αξιώματα σε συνυποσχετική… [Ο Κλέανδρος απ’ τον Κόμοδο μια δεσμίδα επιστολών θ’ αναλάβει.]Ήθελε να γίνει Αυτοκράτωρ στην Ρώμη…[Καγχάζει.]Θα γίνει στο επιτύμβιο ανάγλυφό της και θα του την οδοποιήσω εγώ την επιγραφή…Μόλις πατήσει το πόδι του στην χώρα μου, η Περσεφόνη και ο Άδης ας του δωρισθεί…[Ο Κλέανδρος κάνει έναν στρατιωτικό χαιρετισμό και αποχωρεί.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Παρατηρώ Κόμοδε πως όλα τα ρήματα της ελληνικής στο γράμμα ωμέγα έχουν φύση καταληκτική…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Είναι γιατί το ρήμα εκφράζει κλίση για ροή ή δράση, ενώ το τελικό του γράμμα τον σκοπό εκφράζει…[Με συριστική φωνή.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Θεωρίη τέ και πράξη…Ξεκληρισμός των προδοτών…[Σαν πάγος κοφτερός.]Πες το στα ελληνικά…Ξεκληρίζω τους προδότες…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Θεωρίη τε και πράξη… Ξεκληρίζω τους προδότες…[Σα ’να ’ναι απ’ το άρωμα της Κρισπίνας το χο˙ι˙κό ινδουιστής.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Και τώρα στον πληθυντικό…Ξεκληρίζουμε τους προδότες…Το γράμμα έψιλον είναι γράμμα παγχύ των Ελλήνων και αγγελικό…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ξεκληρίζουμε τους προδότες…Απ’ το ενικό ωμέγα στο έψιλον το πληθυντικό…Μου αρέσει η μετανάστευση απ’ τις ατομικές λέξεις σ’ αυτές των ομαδικών…[Μ’ έρωτα ωρομίσθιου αναπληρωτή.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Ο εραστής σου Κόμοδε αν και από σκλάβος της Φρυγίας που έγινε κουβικουλάριος σου, λίαν χρήσιμος σε τούτη την συγκυρία μας διεφάνη…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Θα πάω στο δώμα του Κλεάνδρου και στην θέση αυτού θα φαντασιωθώ εσένα το βράδυ…[Σε ύφος περιγελαστικό.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Όμως πρώτα την συναίνεση της Δαμοστράτιας σ’ αυτό να προκαταλάβεις…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μου φαίνεται πως θα ’χεις του Σαώτερου την τύχη αν σε ομοιογενή λόγο προελάσεις…[Σε τόνο αναφανδόν επιθετικό.]
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Αυτός δολοφονήθηκε απ’ τον Πάτερνο, όπως γνωρίζεις γιατί τον μισούσε που σ’ έπεισε τον πόλεμο εις τον Ίστρο να καταλήξεις και τα στρατεύματα απ’ τις περιοχές που ο πατέρας σου πέρα απ’ το ποτάμι είχε κατακτήσει ν’ αποσύρεις, ώστε συνθήκη μαζί σου οι Μαρκομάνοι να υπογράψουν ειρήνης…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τον θεωρούσε αποστάτη και εγώ τον αποκλήρωσα απ’ την ζωή…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Η προδοσία είναι το ήδύποτο της ζωής….Όσο πιο πολύ έχεις προδοθεί, τόσο πιο πολύ η ζωή σου είναι ανέπαφη και ιθυφαλλική….Ώστε ο Κλέανδρος κάνει καλλίτερο από εμένα κρεβάτι;
ΚΟΜΟΔΟΣ:Άριστο και τις ιδιοτροπίες σου έχω βαρεθεί…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ: Δεν σ’ άρεσε που στην κλίνη μου πλάγιαζα σαν αντιλόπη, περιμένοντας οι οπές μου απ’ την ακμή σου να ’χουν προσαρτηθεί με τον Θεό;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πλέον δεν μου είναι αυτή η νήριθμη ανάμνηση γείσον σε θριγκό…
ΚΡΙΣΠΙΝΑ:Σταμάτα να μου περιβάλλεις τον γαρμπή![Απευθυνόμενη ουρλιάζοντας στον δούλο. Απ’ την θέση της θα εκτοπισθεί, κοιτάζοντάς τον με αποστροφή, αποχωρώντας απ’ την σκηνή ορμητική, ενώ ο δούλος ακουσίως την ακολουθεί. Ο Κόμοδος με το χέρι του ως επιστύλιο στο ναίδριο μέτωπό του σε διανοητική περισυλλογή.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
[Το θέρος του 190 μ. Χ στην σκηνή θα προεκταθεί. Ο Κόμοδος στο Λαύρεντο στην οικία των στραγγαλισθέντων με την δική του βούλα, Κυ˙ι˙ντιλίων σε κυριότητα ψιλή και με θωμασμό τον ανδριάντα του από χίλια λίτρα χρυσού, εκ μιας αγελάδας και ενός ταύρου πλαισιωθείς. Η Μαρκία εισβάλλει στην περιοχή με πόρπη από σμαράγδια και πλατίνα αν και με μιας οδοντόκρεμας περιβολή.]
ΜΑΡΚΙΑ: Κόμοδε το καθεστώς που οι προπάτορές σου αρχιτεκτόνησαν, αν δεν προασπίσεις το κηρύκειο και την των Παναθηναίων πομπή είναι έτοιμο να σαρωθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο ανδριάντας μου έχει από εσένα αποθεωθεί;[Σα ’να μην άκουσε τίποτε απ’ της Μαρκίας τα προλεγόμενα, μελισταλακτίτης στου ταύρου την ωμοπλάτη.]
ΜΑΡΚΙΑ: Κόμοδε επισιτιστικό πρόβλημα στην Ρώμη έχει ανακύψει… [Αμετάβλητη στις πεποιθήσεις της και απερίσπαστη στην στοχοθεσία της.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και τι με νοηματοδοτεί; Απ’ τις ρωγαλίδες της Ρώμης έχω αντισκηνοποιηθεί…[Σε ύφος απάθειας γαλής.] Πριν από τρία χρόνια απεκάλυψαν την συνωμοσία του Μάτερνου οι θεοί και ευτυχώς που τώρα στην λάρνακά του νεκρικό εκμαγείο του έχει αποτιμηθεί…Απ’ την Μεγάλη Θεά στον μάρσιππό της έχω παμφυλοποιηθεί…[Σα ’να ’ναι απ’ τους θεούς ιεροχρισθείς.]
ΜΑΡΚΙΑ: Εικοσιπέντε ύπατοι διορίσθηκαν ως τώρα, απ’ τον Κλέανδρο για αλεφογραμμική φορά στην χιλιόχρονη ιστορία της Ρώμης μεταξύ άλλων και ο Σεπτίμιος Σεβήρος…[Σε τόνο προειδοποιητικώς αγρυπνιστικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Κλώδιος Αλβίνος…Περτίνακας…[Με ύφος αφαιρετικώς στατιστικό και σε κάθε ονόματος κλητική, ποιώντας στου ταύρου την κεφαλή μια ηχώ μηχανιστική.] Πεσκέννιος Νίγρος… Σεπτίμιος Σεβήρος…Δίδιος Ιουλιανός…[Μεταβαίνει τώρα στης αγελάδας το κεφάλι.]Όλοι αυτοί καραδοκούν την αποτέφρωσή μου να δουν…Μια πεντάλφα αυτοκρατόρων που θα γίνει εξάλφα αν στα οράματά τους συστεγασθεί το περιλαίμιο μου…Νομίζεις ότι δεν γνωρίζω πως έχω πολλούς οφίτες στον κόρφο μου; Γι’ αυτό και ο ένας απ’ τον άλλον να τηλετοποθετούνται επιμελούμαι και τους αναθέτω εκστρατείες τηλέμαχες, δύστοκες και μείζονες με την ελπίδα πως θα σβήσει πολύ καιρό νωρίτερα απ’ το ομόλογό μου το αλλογενές κερί τους…[Με γνώση μακιαβελική.]
ΜΑΡΚΙΑ: Ο Παπίριος Διονύσιος τα οδαία στον Κλέανδρο αρτοδοτεί, επειδή η Δήμητρα εκκλείπει απ’ την Ρώμη …
ΚΟΜΟΔΟΣ: Απόκοσμο το γεγονός γιατί τούτους τους μήνες που την συντροφεύει, δεν ελλοχεύει η Περσεφόνη…Θύμισέ μου μόλις αυτός ο στασιασμός Μαρκία αναχαιτισθεί, να του αποξενωθεί η κεφαλή…[Της αγελάδας το κεφάλι διαμετρεί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Αυτή η βουλητική επανακαθορίζεται από κάποια ασυμβατότητα ακέλυφη με την χριστιανική διδαχή…[Με τάση στο κυρίως θέμα επαναφορική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο Χριστός όπως μου ’χεις πει φρόντισε ο κόσμος να ’χει επισιτισθεί…Όχι να λιμοκτονεί…[Με ύφος πάνθηρα έτοιμου στο απειροελάχιστο, διφθογγικό της ατόπημα απ’ αυτόν να κατασπαραχθεί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Απ’ τα γεγονότα Κόμοδε έχεις ισολογισθεί…[Με επιβήτορος τάση.] Στον ιππόδρομο σε μια ομάδα αγοριών επικεφαλής αυτής της πομπής ήταν μια δαμαλίς και σύμπαντες απεδοκίμασαν τον Κλέανδρο, με φωνητικά συμπλέγματα χλευαστικά και στο πλήθος των Ρωμαίων διαυλιστικά…[Σε βομβοχαρακτική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο Κλέανδρος εξ’ όσων γνωρίζω, απέστειλε, για ν’ αντικρουσθούν το αυτοκρατορικό ιππικό με τον οπλισμό του…[Τώρα τα πισινά της αγελάδος συναξιολογεί και πεντάκις ραβδισμοί.]Τα κατάφεραν; [Με την γλώσσα του απ’ τα κυνικά καύματα.]
ΜΑΡΚΙΑ: Άλλοι τραυματίσθηκαν απ’ των ίππων το ποδοβολητό και άλλοι ετελεύτησαν απ’ του πλήθους τον συνωστισμό…Κατεδίωξαν ως τις πύλες της Ρώμης δίχως οίκτο οι ιππείς τον συρφετό…[Καμπιάζει να συνεχίσει. Ο Κόμοδος το νεύμα της συνέχειας της δίνει.] Οι άνθρωποι που ’χαν στο άστυ ακινητοποιηθεί, εκσφενδόνιζαν στους αυτοκρατορικούς ιππείς κέραμους κεραυνοειδείς… Πολλοί σκοτώθηκαν απ’ την ρίψη των πλίνθων και άλλοι ετράπησαν σε φυγή…[Με τα χέρια της αιωρούμενα στο κενό, για λόγο εμφαντικώς θεατρικό.]Όμως όλοι σ’ ευλογούν και με κατάρες για τις συμφορές τους τον Κλέανδρο λιθοδωρούν…[Σε τόνο ανεπαίσχυντο, θε˙ι˙κώς ταιριαστό και συνεπώς καθησυχαστικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και ποιος σε πληροφόρησε για όλα αυτά;
ΜΑΡΚΙΑ: Η Φαδίλλα, η μεγαλύτερή σου αδελφή…[Ο Κόμοδος συλλογικός.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τότε μια λύση ενυπάρχει…Ο Κλέανδρος και ο υιός του να πεθάνουν…[Την αγελάδα θ’ αποποιηθεί και στον ανδριάντα του θαλασσοκοπεί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Θα το αναφέρω στον Λαίτο και τον Έκλεκτο και είμαι σίγουρη ότι κάτι επ’ αυτού θα κάνουν…[Σα ’να ομονοεί και να επαυξάνει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αυτό σου το επίδομα δεν υποδηλώνει τίποτε το χριστιανικό…
[Με ειρωνεία που ευημερεί.] Εμείς, της εξουσίας οι παραφυάδες τα δόγματα τα χρησιμοποιούμε μόνον για την συντήρησή της ή και για το πηγαίο καλό…[Με τυποποιημένη επίγνωση και παγετωνική.]
ΜΑΡΚΙΑ: Ένας ιππέας δίχως τα διακριτικά γνωρίσματα της τάξης του δεν φαίνεται να ’ναι ιππέας, αλλά ιππαλεκτρύων…Χάια η χριστιανική θρησκεία αλλά να γίνω απ’ τον όχλο λαιμότμητη δεν το επιζητώ…[Καταβάλλει τον λαιμό της.]Ο θάνατος του Κλέανδρου θα προκαλέσει την χαιρηδόνα του ρωμαϊκού λαού…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Δεν ακούγεται δίδαγμα αυθεντίας χριστιανικό, αλλά για την διαιώνιση της εξουσίας μου πολύ λυσιτελιστικό…[Πιάνει την παλάμη του ακροδεξιού χεριού του ανδριάντα, σαν το μέλλον να χειρουργεί.]Πες τους να τον σκοτώσουν, γιατί είμαι ανιόπληκτος τώρα που το σκέπτομαι και στου κρεβατιού μας τον πειραματισμό…Και πες τους να σκοτώσουν και την Αννία Φουντανία Φαυστίνα και τον Μαμερτίνο, γιατί πολύ θα ’θελαν να με αντιμεταχωρίσουν στο διάδημα με τον αντωνυμικό τους εαυτό…
ΜΑΡΚΙΑ: Να σκοτώσουν και τον Ιουλιανό; [Με ύφος αδηφαγούς απληστίας σε προσφορά ευκαιρίας.] Ποτέ μου δεν τον συμπόνεσα για να ’μαι φιλαλήθης…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Σήμερα Μαρκία ο τροχός της τύχης σ’ έχει επαναπροσεγγίσει… [Με ύφος πατρογονικό και τα τέκνα του ικανοποιών.] Ας τον σκοτώσουν και αυτόν…Αλλά ας παρουσιάσουμε, πως όλοι αυτοί έφταιγαν για το σκάμμα το επισιτιστικό…[Χαλεπτεί του ανδριάντα του τα χείλη.]
ΜΑΡΚΙΑ: Ο Κλέανδρος ζήτησε ακρόαση, για να σε δει….[Με μανιερισμό ανυπόμονο για του Κλέανδρου τον επικείμενο φόνο.] Ο όχλος όμως τον ουραιούργησε και την δική του κεφαλή απαιτεί…[Ως χορικό μέλος.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ας τους αναδασωθεί αυτή η αρετή η γαλαζοπετρική…[Σαν ανεμοδείκτης το χέρι του το καπιταλιστικό θα αιωρηθεί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Είσαι πιο κυνικός και από φιλόσοφο στην στω˙ι˙κότητά σου…
Μπορεί να γίνει ο Έκλεκτος, ο επίσημος θαλαμηπόλος και των στρατοπέδων έπαρχος ο Λαίτος;[Με ύφος μεταλλωρύχου της ευκαιρίας που ’χει διαφανεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μπορεί αν το προφέρουν τα ναρά σου χείλη…[Την πλησιάζει και με πάθος στο στόμα την φιλάει.]
ΜΑΡΚΙΑ: Υπάρχει μεγαλύτερη ουρανογεννηθείσα προστασία απ’ τους ώμους σου;[Στην πλάτη του προσχωρητή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο πολικός αέρας που ριπίζει τους λωβούς μας και τούτα τα μεγάλα δαφνήδενδρα που με τους ίσκιους τους στα παρθένα άλση και την ευωδία τους μας απαλλάσσουν απ’ το νόσημα που έχει πλήξει σε μορφή επιδημίας στην Ρώμη τόσο ανθρώπους όσο και υποζύγια…[Κοιτάζοντάς την με τους οφθαλμούς του υδατοφράκτες.]
ΜΑΡΚΙΑ: Στα ρουθούνια και στ’ αυτιά μου θαλπνό και ιερό μύρο θα βρεις…
[Αφροδισίως τον προσκαλεί. Εκείνος θ’ αμπωτιδοποιηθεί και ενός δαφνήδενδρου το παρακλάδι θα χα˙ι˙δευθεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μαρκία…Οι ρόζοι της δάφνης και οι ίσκιοι της ήταν η νόσος και ο ιατήρας μου…Αυτές οι ραβδώσεις και οι φλέβες των κορμών υπήρξαν στους αλγόριθμους της ζωής η παραμυθία μου…
ΜΑΡΚΙΑ: Κόμοδε δίχως σκιές δεν υπάρχει ενδιάθετη ζωή…[Στον ανδριάντα του Κόμοδου θα κάνει διάλειμμα.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Δίχως φώσφορο Μαρκία δεν θα ενωτισθείς τις σκιές απ’ τις οποίες είσαι περιβλεπτή…[Περισπωμένο και ένθετο στο στόμα του σαν τσιγάρο το κλαδί.]Και εμένα με κατατρέχουν στο όναρ και στις ελευθέριες γαλέρες μου …Τιμόνι είναι η λογική στην ζωή…[Κουδουνίζει με τον δείκτη του κομμουνιστικού του χεριού το σημείο που σε νοητό τρίγωνο στα μάτια έχει παρεμβληθεί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Στο σκοτάδι όμως Κόμοδε δεν χρειάζεται τις σκιές που σε θηρεύουν να φοβηθείς…Είσαι της φύσης των οργάνων ο χρησμοδωρητής…[Ο Κόμοδος ένα φύλλο απ’ το κλαδί αφαιρεί και το πετάει ως σαίτα καταγής.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Βλέπεις αυτές τις Ιούνιες σταγόνες στο φύλλο που μασώ;
ΜΑΡΚΙΑ: Ναι, Κόμοδε…Τις παρατηρώ…[Στα μετόπισθεν του Κόμοδου στον ανδριάντα παραλληλιστική σε ασπίδα αντιπυραυλική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Είναι ό,τι απέμεινε στο σώμα μου απ’ την ψυκτηριακή…
ΜΑΡΚΙΑ: Κόμοδε θα ξαναβρέξει και τα φύλλα που σαλεύουν στον κορμό σου θα ξεδιψάσουν σε κάποια δίοδο που δεν έχεις φανταστεί…[Ως λαβίδα στα όρη της άνω του ανδριάντα κοιλίας.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η φαντασία είναι η αντιλαβή της εξουσίας…Το πνεύμα πρέπει κάποιος σε μεγάλες δόσεις να το κατευνάζει, ειδεμή θ’ αποφέρει τρικυμία και στον αιγιαλό των εξουσιών Υπερίωνος κύμα…[Το καταπίνει.]
ΜΑΡΚΙΑ: Μαζί με την άμμο Κόμοδε στην πάραλο απομακρύνονται οι αστερίες και τα κογχύλια…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αυτό δεν το ’χα φανταστεί…[Στοχοποιεί τον ανδριάντα του και κατά συνέπεια την Μαρκία.]
ΜΑΡΚΙΑ: Η άμμος όμως Κόμοδε δεν έχει κευθμό και μπορεί να γίνει με την βροχή ιχώρ…[Διαφαίνεται πως σε ανομοιογενή κέντρα φυγής του ανδριάντα να ’χει εστιασθεί, ώστε τον Κόμοδο σε κάθε μετατόπισή του να τον έχει σε θέση αντωπή αλλά με τον ανδριάντα ως διχοτομική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Έχει όμως πυρήνα απ’ τον οποίον τα πάντα μπορείς να δεις…
[Αποπειρώμενος να διερμηνεύσει αυτήν την ασυνείδητη διάδραση.]
ΜΑΡΚΙΑ: Προτιμώ τους παφλασμούς ν’ αναμετρώ, παρά τους κόκκους της ακτής και την αινικτώδη κλεψύδρα της ζωής να προσθαφαιρώ…Η ψυχή σου Κόμοδε στην φύση έχει τιμολογηθεί…Κρυώνω τόσο πολύ…[Πιάνει τα μπράτσα της.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Οι σκιές είναι Μαρκία και των φύλλων οι οφθαλμοί η αιτία που δεν θα ιχνηλατείς…
ΜΑΡΚΙΑ: Μήπως είναι η σκιά του Μάτερνου που αποκεφάλισες στης Μητέρας των θεών την εορτή;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Προς την θεά αν τον καρατομούσα την ημέρα της εορτής της θα ήταν η μέγιστη προσβολή…[Με ύφος σεμνότυφο, μα υποκριτικό.]
ΜΑΡΚΙΑ: Τους θεούς σέβεσαι Κόμοδε πολύ, αλλά πολύ λίγο τους ανθρώπους…
[Αμφισβητώντας λόγω γεγονότων του λόγου το ψευδές.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Θεός…Άνθρωπος…Ζώον…Εγώ…Εσύ…Αυτός…
ΜΑΡΚΙΑ: Ο Μάτερνος δεν οικειοποιήθηκε την ζωή, άρα αποκλείεται στον θάνατο να ’χε διοχετευθεί…[Σε σχήμα όλπης με την διακύμανσή της την ψυχική.] Οι αντωνυμίες Κόμοδε πως με τις οντολογικές κατηγορίες έχουν συμπλεχθεί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο λόγος είναι η Constitutio Antoniana για την αναδίφηση των εννοιών και την αναγωγή τους στην υπόσταση εκεί που το σημείο με την ιδέα έχει συνταυτισθεί και από εικόνα ή ήχο σε σάρκα και οστά έχει προθαλαμοποιηθεί…[Το χέρι της κτηματολογεί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Θα προτιμούσα Κόμοδε ν’ αντιστοιχούσες στην αντωνυμία αυτός-αυτή-αυτό τις λέξεις Κόμοδος, Μαρκία και Μάτερνος…Τότε η έννοια θ’ απέδιδε τις ιδιότητες της λέξεως στο υποκείμενό της και θα διαχεόταν αυτό στα αντικείμενά του, ώστε με την ιδέα να ισονομηθεί…[Με μανία το χέρι του προεξοφλεί και σ’ εκδρομή.]Η Θεά αν και της προσέφερες στους βωμούς της αναθέσεις, δεν σου κατέδωσε την δέουσα σημασιαδότηση την γραμματολογική και συντακτική, ώστε απ’ την επίπνευση να μεταβιβασθείς στην πράξη του Ηρώδειου της ζωής, εκεί που οι λέξεις ρόλους έχουν δανεισθεί και που αναφύονται οι σπόροι τους απ’ την γη, για ν’ αναρτηθούν οι εικόνες τους σε διαστάσεις τρεις…[Ως ρηξικέλευθη Σαπφώ.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Όταν έχεις στην εξουσία Μαρκία εθισθεί, δεν έχεις την εσθήτα να φιλοσοφείς…
ΜΑΡΚΙΑ: Η εξουσία σου είναι ακλόνητη, αφού το άγαλμα που έχει λεχθεί ότι έπλασε ο Δίας με τον διαμελισθέντα Γανυμήδη ως αφορμή, στην διάταση του σώματός του απ’ τον Τάνταλο τον Λύδο και τον Ίλο απ’ την Φρυγία μέσω του Πεσσινούντα στην Ρώμη είναι σε αντιπαροχή…[Σε διαβεβαιωτικό και αναφορικό συρμό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πεσσινούντας;[Απορών.]
ΜΑΡΚΙΑ: Εκλήθη στα πεδία της Μοντένας προς των πεσόντων την τιμή…Έχει υποστηριχθεί πως αυτό το άγαλμα έπεσε απ’ τον Ουρανό στην Γη και μήτε από πληβείου, μήτε από πατρικίου χέρι δεν έχει ποτέ μαγνητισθεί…[Ως η Σίβυλλα της Κύμης.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί τα θεϊκά ανήκουν στους θεούς και όχι στους ανθρώπους…
[Με ύφος χαμερπούσης παραίτησης, ενώ λακτίζει με το πόδι του την γη.]
ΜΑΡΚΙΑ: Πάντως πιστεύω πως δεν είναι υπόθεση ασήμαντρη ένα πάγκαλο αγόρι, όπως ο Γανυμήδης να γίνει αντικείμενο διεκδίκησης τριών προσώπων, θεών ή και ανθρώπων…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Έπεσε τούτο το άγαλμα σε μέρος ταιριαστό… [Πτεροανασαίνει.] Στην Φρυγία γίνονταν όργια στις όχθες του Γάλλου ποταμού…
ΜΑΡΚΙΑ: Γιατί Κόμοδε χείμαρρος είναι των ανθρώπων η ψυχή και κύματα, ώστε με το ανάχωμά τους οι επιθυμίες τους σε αέναη ροή να ’ναι πλαγιαστή…
[Τον κορμό ενός δαφνήδενδρου σαν κούτσουρο στον ωκεανό ναυπηγεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πάντως το άγαλμα τούτο δεν διασωληνώθηκε με την δική σου απόδειξη αγνότητας και παρθενίας, για να μετακινηθεί…
ΜΑΡΚΙΑ: Η διακεκορευμένη ζώνη μου στην πλώρη της δεν είναι ταιριαστή…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ευτυχώς που ο Αινείας απ’ την Φρυγία είχε καταγωγή…
ΜΑΡΚΙΑ: Από τι υλικό έχει προπλασθεί;[Τις αρτηρίες του κορμού φιλεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Κανείς δεν γνωρίζει, αλλά ίσως απ’ του πλάνητα Δία κάποιον πετρίτη…Αυτό το υλικό είναι αναυθύπαρκτο στην γη…[Μαγευθείς.] Μια ροή
στις γραμμές μετακινήσιμη, όπως η επιφάνεια του Δία μοιάζει σα ’να ’χει…
ΜΑΡΚΙΑ: Πέτρωμα μ’ επιφάνεια που φαίνεται ρευστή…Πραγματικά φαινομηρίδα και θεϊκή…[Με αξιόχρεω θωμασμό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πολλοί δεν χαιρετίζουν το χέρι τους στο άγαλμα, γιατί νομίζουν πως λόγω της μεταβλητής του επιφανείας, εκείνο θα συνενωθεί μαζί τους ή εντός αυτού θ’ απωλεσθούν… [Επαφιόμενος στον ανδριάντα.]
ΜΑΡΚΙΑ: Δώρο της Λύρας, απέθαντο…[Το στόμα της γίνεται σφαιροειδές και στις κουδουνίστρες μοιάζει να ’χει επιδοθεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Δεν έσωσε τον Μάτερνο που σε σωματοφύλακα, για να με δολοφονήσει είχε αμφιεσθεί…[Με αντίδοση ειρωνείας κίχλης.]
ΜΑΡΚΙΑ: Τον κατέδωσαν οι δρομάδες - κηλίδες της θεάς…[Τα μάτια της σε κάθετη διαστολή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Οι κηλίδες της θεάς υπήρξαν οι πληροφοριαδότες των λοβών και των οφθαλμών μου…
ΜΑΡΚΙΑ: Αυτό είναι το τέλος των πνευμάτων αρχηγετών και των τόνων κακοποιών που προέβησαν σ’ επιδρομές στην χώρα των Ιβήρων και των Κελτών…[Σε τόνο περιέλευσης, μα προειδοποιητικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αφού ήταν ανίκανοι οι κυβερνήτες των επαρχιών, για την εκπόρθηση των ληστειών…[Μια μάσκα λύκου έχει καταχρασθεί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Μ’ αυτό το πρόσωπο έτυπτες τις προσωπογραφίες της Ίσιδος των πιστών;
ΚΟΜΟΔΟΣ:Ναι, μ’ αυτό γιατί έχω δύο πρόσωπα: ένα κακό και ένα χειρότερο απ’ αυτό…[Πάει να της υποθηκεύσει την μέση, μα εκείνη του ξεφεύγει και την αγελάδα καβαλλικεύει.]
ΜΑΡΚΙΑ: Και γιατί εξανάγκαζες τους πιστούς της θεάς να σταθμίζουν στα στήθη τους μέχρι θανάτου κουκουνάρια;[Ο Κόμοδος τον ταύρο με την γραμματοσειρά του κατακυριεύει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Για να παραμείνουν στην παρθενία και στην φοινικική της καλοτυχία…
ΜΑΡΚΙΑ: Και γιατί απέτεμνες το ’να χέρι των πιστών της Μπελλόνα;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί η μονάδα είναι των πάντων το αβγό….
ΜΑΡΚΙΑ: Πάλι υπεκφεύγεις, ενώ μάλλον για την λατρεία τους σε άλλους θεούς εκτός από εσένα τους εποφθαλμιούσες…Η λεοντή που έχεις ευτυχώς ενδυθεί σήμερα, με δέρας ανδρών δεν έχει συνηφθεί…[Πασιφανώς απ’ την συζήτηση ενοχλημένη, ενώ την αγελάδα έχει παύσει να ιππεύει. Η Μαρκία σκίζει το φόρεμά της και απ’ αυτό δημιουργεί λωρίδες με επιδέσμους που στα γόνατα τους παραθέτει.]
ΜΑΡΚΙΑ: Μήπως θα με σκοτώσεις, όπως τους χωλούς που τους έκανες να προσιδιάζουν με οφιοειδείς ηθοποιούς;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Όχι…Έχω όμως την προδιάθεση να γίνεις εγώ και εγώ ο ταύρος…
ΜΑΡΚΙΑ: Ευτυχώς Κόμοδε που στην κόμη μου δεν θα εκθέσεις ράμφος…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η κόμη της περιστέρας και οι νεφελοειδείς τρίχες το προδόρπιό της…
ΜΑΡΚΙΑ: Και το οίδημα στην κεφαλή απ’ το πουλί, όπως η ορώδης βουβωνική σου περιοχή που ακόμη και στα ενδύματά σου από μετάξι στο κοινό είχε διαφανεί…[Με συμπεριφορά εμπαικτική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πρόσεξε γιατί σκότωσα πολλούς που’ χα ακροασθεί με βαρβαρική καταβολή ή μ’ ευγενική καταγωγή εκπάγλου καλλονής…[Σε τόνο Παρθικό και σταματάει να καβαλλικεύει τον ταύρο, αποκτώντας την ενσυναίσθηση ότι συνέβη σήμαντρο πολύ σοβαρό.]
ΜΑΡΚΙΑ: Αν ήταν ο Όνος εδώ, δεν θα ’σουν ενεργώς παρορμητικός….[Με αίσθηση υπεροχής και στην ανθρώπινη στήλη με το χέρι το χαιντερικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Της Αγροτέρας το εμβαδόν μου ιερουργεί πλουσιοπάροχα…Πολύ θα ’θελα ν’ αναμείξω στα μιδοβριθή γεύματά μου τα λόγια περιττώματά σου…
ΜΑΡΚΙΑ: Σε κάθε τι αγγελικό θα βρεις και κάτι τλήμον ή περιττό…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Που ’ναι και αυτό εκουσίως ανακυκλωτικό…[Μοιάζοντας να την συμπληρώνει και το μαλενκόφιο του χέρι στην μέση συνεκτικό.]
ΜΑΡΚΙΑ: Στην ασημένια σου πιατέλα ήταν εύγευστοι εκείνοι οι δύσμοιροι κωφοί;[Όλη την ώρα σε αντιστροφή η πλάτη της σ’ αυτόν, με ύφος σκωπτικό και κοιτάζοντας απροσδιορίστως το κοινό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Νοστιμότατοι…Τους εναπόθεσα μουστάρδα και τους αλάτισα… Φάνηκαν και σε κάτι τανύφυλλοι…
ΜΑΡΚΙΑ:Ταιριάζει να δειπνεί με ανθρώπους σ’ έναν Θεό; [Με ύφος κελυφοειδούς, αλχημιστικής γνώσης βαπτιζόμενης στα ύδατα της Στυγός.] Θα προσλάβεις ακουσίως τις ιδιότητές τους…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο Ηρακλής ήταν ημίθεος και μην βάζεις σε περιδίνηση το μυαλό μου, ώστε την θεοφαγία στρατηλατώ…
ΜΑΡΚΙΑ: Σε κατηγορούν Κόμοδε πως κάθε φορά που στους ναούς εισέρχεσαι, έχεις γίνει γυναικοανδρογαμέτης και έχεις περιλουσθεί με αίμα πορφυρό…
Τυπικό διόλου σεβαστό….
ΚΟΜΟΔΟΣ:Γιατί πιστεύεις ότι καταπέλτησα στα λουτρά με την τόγκα και τα εξαρτήματά της τον Ιουλιανό;[Έτοιμος να την κατασπαράξει.]
ΜΑΡΚΙΑ:Γιατί η κάθαρση Κόμοδε είναι γεγονός πνιγηρό και αχθοφορικό…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γι’ αυτό αναβαίνω επτάκις σε λουτρό…
ΜΑΡΚΙΑ: Το αίμα εκείνων που κατακρεούργησες στο χειρουργείο πάντα θα σε κυνηγάει και τα λουτρό που κάνεις δεν θα σε αποκαθάρει… Χειρουργέ της πλάκας…[Σε τελεία αδυναμίας.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Το νόσημά μου όπως λες, από κάτω ξεκινάει…[Σημαδεύει την υπερδιογκωμένη, βουβωνική του περιοχή.]Μήπως θέλεις να το ιάσεις;[Με την γνώριμη, αγεώργητη φωνή του.]
ΜΑΡΚΙΑ: Εκείνος ο ψαθυρός ελέφαντας τι σου έφταιξε και τον κάρφωσες μ’ έναν πάσσαλο στην καρδιά, λετήρα;[Για το άμοιρο πλάσμα με στοργή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Δεν παραδίδω τόπο στην μνημονική….[Αταλάντευτος και στον εγω˙ι˙σμό του εγχάρακτος.]
ΜΑΡΚΙΑ:Το διατρύπημα της λόγχης στο κέρας της ελάφου με την σπείρα;
[Κάτω απ’ τον αδριάντα του Κόμοδου κάθεται οκλαδόν.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Πως είναι ακάθεκτο στο ατελεύτητο βάθος το κακό…[Μοιάζει τελείως παιδνός.]
ΜΑΡΚΙΑ: Οι προτάσεις σου θυμίζουν τις φόρμουλες των επιστολών σου…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο χρόνος είναι χρήμα…
ΜΑΡΚΙΑ: Σαν αυτό που απ’ τους καταδότες άλλων εκλαμβάνεις…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Πολλοί μεν αγάπησαν την καισαρική, περισσότεροι δε τη νομισματική…
ΜΑΡΚΙΑ: Και την δωροδοκία…Μην ξεχνάς Κόμοδε να δωροδοκείς…[Με τον μέσο του Νίξον της χεριού σινιάλο του εμποιεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Και την προδοσία που την διασφαλίζω με την αναίρεση της θανατικής ποινής ή με το δίκαιο της εκφοράς ταφής…
ΜΑΡΚΙΑ: Γι’ αυτό εξώνησες πόστα διοικητικά και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αγροτεμάχια επαρχιακά; Προς πορισμό ιδίου οφέλους;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Εδώ μετέθεσα ευπώλητες τις ζωές των εχθρών μου… Στους φίλους θ’ αναχαιτιζόμουν;[Χαχανίζει.]
ΜΑΡΚΙΑ: Αφού πουλάς κάτι που δεν σου ανήκει, πολλώ δε μάλλον για κάτι που θεωρείς πως σου ανήκει…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Πολύ σωστά τούτη η κορασίδα ομιλεί…
ΜΑΡΚΙΑ: Από παλλακίδα Κόμοδε τώρα σε κορασίδα έχω καταπραυνθεί;[Σε νότα παιανική.] Στην Αcta urbis γιατί επιμένεις ότι είναι πρόστυχο, ανερμικό η ραιβό να δημοσιοποιηθεί;
ΚΟΜΟΔΟΣ:Ώστε απ’ της Ρώμης τον λεώ τα παράσιτα στις κεραίες μου να παιδονομώ και τα νάπη να παρακρατώ…
ΜΑΡΚΙΑ: Προκάλεσες την μήνιν του ρωμαϊκού λαού με την χειροπρακτική σου, στο αμφιθέατρο ενώπιόν του να οινοσυμποσιασθείς…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Μην ξεχνάς πως εκτός από Ηρακλής έχω διονυσιασθεί…
[Την πλησιάζει πιο πολύ.]
ΜΑΡΚΙΑ: Τελικώς τις αρτηρίες του μύρου μου ως γευσιγνώστης δεν θα λειτουργείς;[Με φάση επιτηδευμένης διαχυτικότητας.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ελπίζω και στον απελεύθερο Κλέανδρο να μην τις ιχνηλατώ…
ΜΑΡΚΙΑ: Γνωρίζεις φυσικά ότι με το βουλευτικό μέρος των χρημάτων που κατέσχεσε, εξαγόρασε τις προμήθειες των σιτηρών…Είχε τ’ όραμα να εξασφαλίσει την εύνοια του Λαού και του Στρατού…[Κοιτάζοντας με ηδονή και υπερηφάνεια τον Ουρανό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ναι και όταν ενσκήψει μια σιτοδεία όπως αυτή, να τους επιμοιράσει τ’ αγαθά που ’χει, για να καταλάβει με το αμβλυγώνιό τους και τους δυο…Τους ανοικοδόμησε και γυμναστήριο, για ν’ αποκτήσουν σύμπαντες οι Ρωμαίοι πολίτες το δικό μου χαλκανθές κορμί…[Τους μύες των χεριών του προτάσσει σε λόγο επιδεικτικό.]
ΜΑΡΚΙΑ: Και δημόσια λουτρά για να τους δελεάσει…[Με δευτερεύουσας αιτιολογικής τάση.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και δημόσια λουτρά για να τους δελεάσει…[Σε τόνο καταφατικό και καταγματικό.] Μαρκία κάνε επίκληση, στην αδελφή μου την Φαδίλλα να ’λθει επειγόντως εδώ….[Σε ύφος έκτακτης περίστασης χρονικο˙υ˙ποθετικό, μα πλειστηριακώς επιτακτικό.]
ΜΑΡΚΙΑ: Οι επιθυμίες σου Κόμοδε προσταγή μου…Και τι δεν θα έκανα για έναν τέτοιον άνδρα…[Μ’ έκδηλη αναδοχή και δουλοπρεπή υποταγή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τα όριά σου έχεις ξεπεράσει και αυτό είναι περισσότερο σ’ έναν άνδρα συναρμολογητό…Ποτέ μην υποβάλλεις σ’ έναν άνδρα τοιαύτες προτάσεις …[Η Μαρκία στη ζωηφόρο του έχει διγλωσσική επαφή και ως αιθέρια ύπαρξη το άλσος αποχαιρετεί.]
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[Η Φαδίλλα σε σάλο επί σκηνής θα εφορμηθεί και στου Κόμοδου τα πόδια τον Ιησού Χριστό σε κάποιον μαθητή θ’ απομιμηθεί.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Κόμοδε μας έχει ομοτροχιάσει στο τρίστρατο της ιστορίας συμφορά γιγαντική…[Τραυλίζοντας και σε ανάπαυση τροχα˙ι˙κή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Εγέρθητι…[Η Φαδίλλα θ ’αναπτερωθεί και στα μάτια του με δάκρυα θα σκολοπισθεί, ενώ στα χέρια του θ’ αρματηλαθεί.] Τι στην Ρώμη Φαδίλλα έχει επισυμβεί;
ΦΑΔΙΛΛΑ: Κοντεύει Πομπη˙ι˙οκαισάριος στην Ρώμη να εκβρασθεί… Το πεζικό έλαβε το μέρος των πολιτών, λόγω της αντιπαλότητας που ’χει με το ιππικό…[Τα μαλλιά της αποσυντονίζει και θα ερωτευθεί πάλι καταγής.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Είναι πασίδηλο πως ο Κλέανδρος ελέγχει το ιππικό μου, έστω και αν είναι λαβωτό…[Το πηγούνι του με τον παράμεσο του ριζοσπαστικού του χεριού χτυπεί.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Απειλούμαστε Κόμοδε από γενοκτονίας αφανισμό, εμείς τα μέλη της οικογένειάς σου αν ο Στρατός και ο Λαός φθάσουν ως εδώ…[Με αναφιλητά.] Μισούν τον Κλέανδρο τόσο πολύ, για όλα τα δεινά που τους έχουν δρομολογηθεί, ώστε τα δικά μας κεφάλια σε σύντμηση θα ’χουν αποσυνδεθεί…[Ασπαζόμενη πλαγιομετωπικώς μια Λάχεση συμπορευτική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και τι προτείνεις φίλτατή μου αδελφή; [Μετά προσοχής αν και η επιλυτική του απόφαση στο νου του έχει αποκρυσταλλωθεί.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Αν διορίσεις κάποιον να του διακορεύσει την κεφαλή και την περιφέρει στην πόλη, ενδέχεται να γλιτώσουμε την ύστατη στιγμή….[Σκίζει τα ιμάτιά της.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η πρότασή σου είναι Σενέκεια, φίλτατή μου αδελφή…Μ’ αυτόν τον τρόπο ξανά η εμπιστοσύνη του λαού και του πεζικού θα επανακτηθεί…Και το ιππικό θ’ αναδρομήσει σ’ εμάς αν ο δύσποτμος προδότης θανατωθεί….
[Ο Κόμοδος να γίνει άνθρωπος της παρέχει την συνδρομή.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Με το διάβημά μου να κάνεις τι έχεις συλλογισθεί;[Σε μεταρσίωση φιλοσοφική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Θα τον καλέσω εδώ να ’λθει, ώστε κάποιος εκ των έμπιστών μου να τον συλλάβει και μ’ ένα ακόντιο μακρύ στην Ρώμη και στα περίχωρά της η εξιλαστήριά του κεφάλή να επιστρατευθεί…[Με κρηπίδος υποσχετική.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Θεάματα προς τον λαό προσφιλή…[Απ’ την ιδέα του Κόμοδου έχει φωταγωγηθεί.] Πρέπει όμως λίγο αργότερα στην Ρώμη να κατέλθεις και τον λαό της να νευματίσεις, ώστε το δώρο - ερέθισμα με την αντίδραση-εικόνα να συσχετισθούν…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Θα τους τονίσω εμφαντικώς, πως όλα όσα διέπραξε ο Κλέανδρος έγιναν εν αγνοία μου, με σκοπό στην εξουσία μου να γίνει κισσός….[Σαν εύανδρο και αγνό Ελοχίμ.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Η αλήθεια είναι ένα δώρο που σπάνις επιστέφει την μετόπη των αρχα˙ι˙κών ναών και των εντεύθεν πιστών…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γι’ αυτό κάηκε ο ναός της Ειρήνης που θεμελίωσε ο Βεσπασιανός; [Με ενατένιση ανειλικρινή.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Που υπάρχει πια Καλλικρατίδας στην παγκόσμια ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ώστε να μην πυρποληθεί και η δική της θρησκεία;[Με ύφος σύμφυτης, απεγνωσμένης παντογνωσίας.] Λένε πως έγινε στην περιοχή ένας σεισμός παραλυτικός…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αστραπή μέσα στη νύκτα ˙ δάσος δίχως ξύλα…[Με την διάθεση γνωμικών υπότροφου διαχειριστή.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Ο υετός ήταν στης φύσης την απουσία…[Σε τόνο διαπιστωτικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Έμαθα πως οι άρκτοι κλαίνε και οι λαγοί…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Δεν έχουν μνημοσύνη Κόμοδε από φίλντισι…[Με προσαγόρευση εταιρική και ηδυμελή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ίσως γι’ αυτό ο ναός με τον ιδιόμελο χρυσό τους είχε καεί…
[Με ύφος παιδιού που επειδή του έσπασαν το παιχνίδι, έχει την συνήθεια του τύπου: οι υπαίτιοι καλώς ας δεχθούν τις συνέπειες τιμωρητί.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Οι εύποροι Κόμοδε έγιναν πτωχοί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και οι πτωχοί πτωχότεροι…[Με απάθεια αυτοκρατορική.]Η ένδεια είναι ένα χάρισμα της φύσης που μας προίκισε όλους ο Θεός…[Σα ’να μην το εννοεί όμως, γιατί γνωρίζει πως ήταν ένας εκ της επιλογής.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Και εμείς που του κάναμε ασημένιο ανάθημα γι’ αυτόν τον σκοπό…
[Με το ύφος του εξαπατηθέντος παγαπόντη.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αν και ό,τι καταστράφηκε ήταν περιουσία δημοσιονομική, ο καθένας το χρησιδάνειό του το αποκαλούσε επίθετο κτητικό…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Αυτή η γη Κόμοδε που ατλαντολειτουργούμε, έχει πνεύματα εξωτικά που την μετακινούνε…[Με αμφιθεατρικής εμψυχώτριας φωνή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και εγώ που νόμιζα πως οι ιδέες στην ιστορία ευημερούν…. Δεν ήξερα πως εκτός απ’ την μετατόπισή της την ενάγουν στην επιλησμόνησή της…. Απ’ τα μόρια της γης Φαδίλλα πως είναι οι ρίζες μας μην λησμονείς…[Ο Κόμοδος τα πόδια του προεγγράφει και για να τα χρησμοδοτεί ευθυτενώς οσφυοκάμπτει.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Πυρπολήθηκε ένα πλεοναστικό ψηφίο της πόλης και σε μέμφονται άπαντες πως οι δολοφονίες που διέπραξες, για την οργή του Θεού δεν ήταν αναίτιες…[Η Φαδίλλα προσκυνητική στο άγαλμα της Παλλάδος που μετέφεραν οι Εστιάδες δια μέσω της Ιεράς Οδού στου αυτοκράτορα το παλάτι δακτυλικές ημέρες πριν.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Με τις γονυκλισίες Φαδίλλα της Αθηνάς την σοφία δεν θ’ αποκτήσεις…[Σε τόνο επικοσμητορικό.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Πρόσεχε Κόμοδε μετά την Ειρήνη, μήπως εμπρησμός και την οικόσιτή μας Εστία πλήξει…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Φλέγονται οι θεοί…Φλέγεται η ιστορία…[Χειρονομεί στις οκτώ διευθύνσεις των ανέμων σαν οδαλίσκη.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Κόμοδε άλλα δάκρυα για τους θεούς μην χύνεις…Απ’ τις στάχτες τους έχουν φοινικοφιληθεί, ενώ απ’ της Κλειούς τη νηματική έχουν διακριθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και εγώ Θεός είμαι! [Μοιάζει να κραυγάζει ως καλλιτέχνης πρωτοποριακός.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Ημίθεος Κόμοδε…Πάντα ημίθεος ήταν ο Ηρακλής…[Με ύφος μυθιστορικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γι’ αυτό επέσυρε της Ήρας την σεσημασμένη οργή…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Εν κατακλείδι Κόμοδε ο τρίτος ενικός αριθμός με χιλιάδες κόμματα απ’ τον πρώτο είναι σε αποχή…[Σε μορφή υπόμνησης λάθους.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί ανάμεσα στο "εγώ" και στο "αυτός" εμφιλοχωρεί η αντωνυμία "εσύ"…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Γιατί Κόμοδε τούτο το άγαλμα πιστεύεις πως έγινε δημοφιλές τώρα στον ρωμαϊκό λαό;[Στο νήμα της αλήθειας προσχωρεί.] Για αιώνες οι Εστιάδες το τιμούσαν και απ’ την κοινή θέα ως λανθάνοντα υποθετικό λόγο το παρακρατούσαν…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί πάντα σε λεπτά καταστροφής του Θεού η σοφία θα εκδιπλωθεί….
ΦΑΔΙΛΛΑ: Ο Σείριος και ο Γέρανος Κόμοδε πως φαίνονται ημέρα και νύχτα έχουν καταλογογραφηθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τόσο εύλογο όσο καλοκαίρι νύχτα μια αστραπή…Οι φίλοι μου έχουν πει πως κάποια από αυτά τ’ άστρα έχουν επιμηκυνθεί…[Πλησιάζει το άγαλμα της Παλλάδος και στην αιγίδα της φαίνεται πως θέλει να προσομοιωθεί.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Φοβάμαι πως τα λόγια σου δεν είναι αναληθή…Φαίνεται πως κάθε Ρήγουλος είναι και ένας Θεός που με όχημά του την πορφύρα σου έχει ενεχυροθετηθεί…[Στα πόδια του αγάλματος της Αθηνάς γονυκλινής.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Εδώ την έχουμε…[Συσφίγγει το σοβιετικό του χέρι.] Ως ανάμνηση για την συνεπικουρία την οποία εκχώρησε στους Αχαιούς που άλωσαν τον πύργο των προγόνων μας, ώστε να χαρίζουμε απλόχερα την σοφία της στους επιγόνους μας…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Η αλήθεια είναι πως του αγάλματος της Αθηνάς η αιχμαλωσία στην Ρώμη δώρισε την επεκτατική της αρετή και την σοφία της διαιώνισής της στον αετό της γης…Η μετακομιδή της όμως σε τούτο το παλάτι προοιωνίζει Κόμοδε τα χρειώδη σου για μετεξελιγμένη δειπνοσοφιστική…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η διάγνωσή σου αθηρωματική, ενώ το άρμα του μυαλού μου
συστεγάζει ζώα απ’ την Ασία κάθε διαλογής…[Εκλαμβάνει απ’ την γη μία λεοντή και χορεύει σα ’να ’ναι το μηκώνιό του εδώ και εκεί.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Ο Ντενέμπολα Κόμοδε γεννήθηκε εκεί…[Του δείχνει τους αστερισμούς του βαθύχρωμου απ’ την Όμπερον διαύγεια μελανόμορφου Ουρανού.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Το ξέρω πως από εμένα τούτο το τομάρι δεν έχει παγασθεί….
ΦΑΔΙΛΛΑ: Η τιμή και η υπόληψη των Αντωνίνων έχει λεχθεί πως στις μεταμφιέσεις του άρματός σου έχουν παρασυρθεί…[Με ύφος καταφόρως υποτιμητικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Του λαού διαδόσεις οφίτη…[Παραλαμβάνει ένα ρόπαλο απ’ την κήπεια γη και στο στόμα του εγχείρημα, ώστε να εισχωρηθεί.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Ό,τι και να πράξεις Κόμοδε δεν δύναται απ’ το σώμα σου ν’ αφομοιωθεί και η φύτρα του σε άλλο σημείο να συντελεσθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αυτό είναι ο έβενος της δικής μου ζωής…[Το γλύφει σα’ να ’ναι πυραυλοειδές παγωτό.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Καταστάσεις ιλαροτραγικές….Κόμοδε, η Σύγκλητος μαζί σου έχει εξοργισθεί, γιατί ανδριάντες σου με πολεμικές χορδές έχουν εγκαθιδρυθεί εκεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και το βέλος μου που ήλπιζα πως στα μάτια τους είχε αμφιταλαντευθεί και πως άπαντες μ’ είχαν φοβηθεί…[Κάνει την Φαδίλλα με το ρόπαλό του τον στόχο του τοξότη.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Κόμοδε, Αυτοκράτωρ γαλανής γενεής ή ένα αναριστογειτωνικό παιδί; [Με την υφολογία της μεγαλύτερης αδελφής.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Φαδίλλα είμαι ο καθρέφτης σου με γένεια, λεοντή, φαλλό και κόρυθο ανακτορικό…Τα πιο ανημέρωτα θηρία και τους πιο άλκιμους νέους με τούτο το ρόπαλο θα δαμάσω και δεν θα δαμασθώ…[Βάζει το ρόπαλο ως υποκατάστατο του φαλλού και ευθύς το κροταλίζει καταγής.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Έπεα αγγελικά Κόμοδε σημαινόντων ανδρών…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τούτο το χέρι απ’ τους Παρθυαίους τοξότες και τους Μαυρούσιους ακοντιστές έχει τροχισθεί…[Κουνάει το ρόπαλο με δεξιόστροφη και αριστερόστροφη τάση και με τα δύο του χέρια.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Πόσα κερασφόρα ζώα απ’ αυτό το αυτοκρατορικό χέρι έχουν παρακαμφθεί…[Σα ’να παραληρεί.]Γιατί όμως οι ταύροι έχουν εξαιρεθεί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί ο πατέρας της μοίρας μου, ο Δελφινίος σε ταύρο είχε μεταμορφωθεί, ώστε η Ευρώπη απ’ αυτόν ν’ απαχθεί…Από σέβας δεν σκοτώνω το ζώο αυτό…Και ίσως επειδή τον πατέρα μου δεν θέλω να στείλω στον Άδη…[Με ύφος πεντάχρονου που απαγγέλει ποίηση ιλιαδική.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Έχεις Κόμοδε απ’ την τύχη φιλοστοργηθεί και με του Αγήτη την αγκάλη την χαλυβδωτή…[Συμφιλιώνει τα δίπτυχα μπράτσα της απ’ το νυχτερινό ισημερίας αεράκι.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Έχεις αδελφή μου, όπως τα ζώα που ανασκολοπίζω στο μέτωπο και στην καρδιά απ’ τον υπερυψωμένο κυκλικό φράκτη παγιωθεί;[Προσμένει σε απάντηση.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Για την ικανότητά σου και όχι για το θάρρος σου έχεις πολυφημηθεί …[Με μάτια Τσου Σι.]Πόσα αθώα και ζώδια περικαλλή απ’ το χέρι σου έχουν θυσιασθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Με τα λόγια σου δεν με διακινείς…Δεν τρέφω αίσθημα κανένα για ζώα…[Με ύφος σεμνό και ταπεινό που υποβόσκει ένστικτα χθονιοειδή.]Εγώ είμαι Θεός και μπορώ να σκοτώνω όποιο ζώο θέλω ατιμωρητί…Ομίλησες για εύθρυπτα και ζώα κρινοειδή…Πολύ θα σε ήθελα εντός του φράκτη ν’ ακονίζουν τους προγόμφιούς τους για την σάρκα σου οι λεοπαρδάλεις και οι λεοντιδείς… [Με μνησικακία.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Δεν είναι ηθικό να μάχεσαι τις δορκάδες εκ του συστάδην…
[Με περιφρόνηση.] Κατάχρηση εξουσίας σε ενάσκηση…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Είμαι η προσωποποίηση της εξουσίας και ο φερέγγυός της βιαστής…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Γι’ αυτό στο αμφιθέατρο γυμνός είχες εμφανισθεί;[Ως φαιδρύντρια.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο αυτοκράτωρ απ’ τις διαταγές και τα περιφράγματα έχει διαγυμνωθεί…Όλους μ’ αυτήν την κορμοστασιά θάμπωσα και τους μονομάχους κατανίκησα…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Τιτρώσκω το ρήμα που τους επινοικίαζες με την ιδμοσύνη σου…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ένας Αυτοκράτωρ με τους αντιπάλους του μεγάθυμος πρέπει να φανεί και να τους χαρίζει την ζωή μετά γενναιοδωρίας…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Στα πεδία των μαχών δεν ανέδειξες την γενναιότητά σου, τιμώντας επαξίως τα πατρικά και προγονικά τρόπαια της δυναστείας μας…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Στον στρατώνα των μονομάχων και όχι στο παλάτι μου θέλω πια να ζω…[Σε μια γωνία θα παλινδρομηθεί και η πρόσοψή του στους θεατές δεν είναι πια προσβατή.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Γι’ αυτό Κόμοδε εγκαθιστούσες το κεφάλι σου στο άγαλμα που αναπαριστάνει τον ήλιο ως κολοσσό;[Τον κοιτάζει ως γελωτοποιό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Ήθελα να ομφαλοσκοπώ το θαύμα της αρχαιότητας Φαδίλλα με τον αριθμό οκτώ…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Αν δεν πέθαινες ποτέ, θα ήταν ο Φάρος της Αλεξάνδρειας βλαστός…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Νικητήριος χιλίων μονομάχων στην βάση του αγάλματός μου ήμουν επιγραφικός…[Με ύφος τροπα˙ι˙κό.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Γιατί χιλίων Κόμοδε και όχι εκατομμυρίων;[Με υποκριτική ραβδοφορία.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός…[Με λυγμούς.] Η περιήγησή μου στην γη τελείωσε εδώ…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Ο αριθμός δέκα…Πολλαπλασιαστικός και τόσο απελπιστικός…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Δεν είναι Φαδίλλα οι αριθμοί υπόλογοι για την δυστυχία μας, μήτε οι λέξεις…[Κάνει δύο βήματα προς το μέρος της.]Πταίει η κλεψύδρα του έαρος που τα πανιά της καρδιάς μας θυελλογδέρνει…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Ίσως Κόμοδε η λειψυδρία της αλήθειας να πταίει…Την όασή της γυρεύουμε, μα εκείνη ποτέ στην υπέρ αδυνάτου της καλύβα δεν μας φιλοξένησε …
ΚΟΜΟΔΟΣ: Κλαις και εσύ Φαδίλλα; Το δάκρυ τούτο είναι δελφικό και μεταδοτικό…[Της σκουπίζει με τα χέρια του τα δάκρυα απ’ τα μάτια της και την γεωγραφεί στα δύο της μάγουλα.] Πταίει η περιέργεια για τις θυρίδες της ζωής…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Περιέργεια δεν έχει κανείς, όταν με την απόλυτη αλήθεια έχει συνουσιασθεί…[Σε ύφος στροβιλοειδούς κατάφασης.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ίσως για το δάκρυ σου Φαδίλλα το ανέφικτο να ’χει την ευθύνη…[Ως Τερέντιος.]Το ανέφικτο και το άπειρο…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Και το άπειρο…Και το άπειρο…[Σα’ να ’ναι η Κορίννα ομιλεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η ζωή Φαδίλλα είναι έμπλεη απωλειών…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Και παρενθέσεων…[Σε τόνο αναπληρωματικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ωδινοφορούν οι απώλειες μάχης πιο πολύ…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Και πιο μελοκεχρισμένες οι στιγμές που επιπροσθέτουμε στις πινελιές της ζωής…Ακόμη αναρωτιέμαι, γιατί εκατό λιοντάρια ακριβώς από εσένα είχαν σφαγιασθεί…[Σε αναπόληση ανακριβή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Γιατί ο αριθμός ένα είναι το ήμισυ του παντός…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Και δεν προτιμάς το μηδενικό μισό και διπλασιαστικό;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Θα ’θελα ανάμεσα στ’ αδέλφια το γράμμα γιώτα να μεσολαβεί, ώστε τόσο την δεξιά όσο και την αριστερή τους πλευρά να λουτροφορεθεί…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Ναι, αλλά αν αντιστρέψουμε Κόμοδε το σχήμα, το σύμβολο της αγάπης διχαστικό θα εκδοθεί…[Με ειρωνεία αγγειοπλαστική.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η αγάπη είναι όπως η δύναμη: τα πάντα διχάζει…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Ποιος είναι ο εραστής σου αριθμός; Ο αριθμός τέσσερα ή ο έξι;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο αριθμός τέσσερα, γιατί απ’ αυτόν έχω ραντισθεί…[Χαχανίζει.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Αν όμως στον αριθμό έξι μαγειρεύαμε τον αριθμό εννέα;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αυτός θα ήταν στο κρεβάτι ο ιδανικός….
ΦΑΔΙΛΛΑ: Ο αριθμός οκτώ μας δίνει το τρία μισός…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αριθμός τελετουργικός, για ν’ αγγίξει κανείς τον Θεό… [Ορειβατικό το πηγούνι του και τριαδικό.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Ή και να ενωθεί μ’ αυτόν…Την λεοπάρδαλη που σκότωσες
στην μνήμη μου έχει σμιλευθεί…[Την περικεφαλαία της Αθηνάς θα περιεργασθεί.]Το στόμα της απ’ το ακόντιο που της έριξες στο μετόρχιο λιποθυμικό γράμμα φι…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Και όχι ο Κρόνος με τον Ιαπετό του;
ΦΑΔΙΛΛΑ: Αν είχε αναγωγή απ’ τα γένη των οφιοειδών… Γιατί όμως
σου άρεσε τις στρουθοκαμήλους να καρατομείς;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ίσως γιατί μου θύμιζαν της Ήρας το πουλί…[Σε τόνο αλιτηριακό.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Και οι σχέσεις με την μητριά σου είχαν διασαλευθεί…[Γελάει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ίσως το κεφάλι του ζυγού και του φωτός να ’χε κατατμηθεί…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Τότε ενδεχομένως να επέλθει των νεκρών η κριτική…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μπορείς ν’ αναχωρήσεις σε παρακαλώ; Μ’ ενοχλεί της γλώσσης σου το φως…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Και αν δεν το επιθυμώ;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τσακίσου απ’ την πλώρη μου, εσύ και της ευτέλειας που οι επιστολές σου κατά καιρούς μαρτυρούν και μ’ ενοχλούν…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Όπως θέλεις Κόμοδε…[Σε ύφος ταπεινό αλλεργικώς.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Συγγνώμη αιτώ για την αναταραχή, αλλά θέλω να μείνω με το άγαλμα της σοφίας ως διαλυτικό…[Μοιάζει σα ’να ’χει καταπιεί ζωντανό λαγό.]
ΦΑΔΙΛΛΑ: Γιατί οι Συγκλητικοί θα το αναπληρώσουν με την ελευθερία…Η σοφία Κόμοδε που έγινε ελευθερία…[Σε μεγαλόπνοο και μεγαλομανές ύφος.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Είπα από μπροστά μου να εξα˙υ˙λωθείς…[Σε τόνο κυκλοθυμικό.] Τον βίο μου που ’χει ξακρισθεί με τα φληναφήματά σου τώρα έχει καμπυλωθεί…
ΦΑΔΙΛΛΑ: Η επιθυμία σου Κόμοδε και επιθυμία μου επιθετική…
[Ενώ ο Κόμοδος το άγαλμα της Αθηνάς σφιχταγκαλιάζει, η Φαδίλλα αποχωρεί απ’ την σκηνή.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
[Την 31-12-192 μ. Χ την ημέρα της δολοφονίας του Κόμοδου στο παλάτι του θα εξελιχθεί επί σκηνής. Ο Κόμοδος στο αυτοκρατορικό δωμάτιό του με τα δύο του χέρια στην πλάτη και στην κλίνη του σε περιαγωγή. Η Μαρκία ανήμερη και του βιβλίου εισαγωγική.]
ΜΑΡΚΙΑ: Κόμοδε αληθεύει πως θέλεις απ’ τον στρατώνα των μονομάχων και όχι απ’ το δημόσιο παλάτι να εξέλθεις;[Σε ύφος Σεβίλλης.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Σ’ αρέσει που είμαι ενδυόμενος με τρόπο σαβινικό και όχι
με της πορφύρας τον αυτοκρατορικό θυρεό;[Με τον εαυτό του στον καθρέφτη λεπτομερής.]
ΜΑΡΚΙΑ: Σ’ εκλιπαρώ Κόμοδε τούτο μην το διανοηθείς και τον ρωμαϊκό λαό στο απόβαρο μην υποτιμείς…[Προσφεύγει στα γόνατά του και στα μάτια της η βροχή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Στο προνόμιο του πυρός του όσιου είσαι αδιάθετη, για να μ’ εκλιπαρείς…[Ασυγκίνητος.]
ΜΑΡΚΙΑ: Μα δεν είμαι Κόμοδε η Αυτοκράτειρα της καρδιάς σου;[Με λυκοφιλές ύφος που εμπεριέχει της απειλής την αφή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Δεν ξεχνώ Μαρκία πως με τους πλόκαμους των μαλλιών σου είχες περιπλοκή, πριν από μια δεκαετία στου Κουαδράτου την συνωμοσία…[Τα μάτια του από επίζηλο φθόνο στην Ευρώπη.]Είχατε τον ομοεραστή σας, εσύ και η Λουκίλλα…Σκέφτομαι ώρες – ώρες και την υποζύγιά σου δολοφονία…[Σα ’να ’χει το πιθανολογικό του έγκλημα ήδη σε προσχέδιο μινυνθάδιο.]
ΜΑΡΚΙΑ: Δεν μπορεί Κόμοδε εσύ που ’χεις ενστερνισθεί τα χριστιανικά διαδήματα και επέτρεψες την επάνοδο των χριστιανών που προορίζονταν για της Σαρδηνίας τα ορυχεία, να διαπράξεις μια αμαρτία αντικείμενη στου Χριστού τη νομολογία…[Ανεπίγνωτη τάχα μαθήτρια.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Την σκέψη μου μάλλον ο Δίδιος Ιουλιανός θα την προσυπογράψει …
ΜΑΡΚΙΑ: Μα αυτός στου αναχρονιστικού Κατιλίνα μέρος δεν είχε λάβει, ώστε με όχημα να μετοικίσεις στο φεγγάρι;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Έκανε όμως μια εκστρατεία εναντίον των Χάτι στην Δαλματία και άκρως επιτυχή στην Κάτω Γερμανία…[Με τάση Ευμένη συνθετική.]
ΜΑΡΚΙΑ: Τον Σάλβιο Ιουλιανό τον ομόσπορό του καταθανάτωσες… [Πυρακτωμένη.]Κόμοδε η δυσαρέσκεια του λαού εναντίον σου έχει φουντώσει…Η φωτιά που κατέλυσε το ναό της Βέστα και της Ειρήνης την προηγούμενη χρονιά, έχει θεωρηθεί πρωθύστερο χαλεπό σημάδι για τον δικό σου βασιλιά…[Με ύφος Σίβυλλας Ιδαίας.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Το μισοφλογοθεραπευμένο μου στην αμμουδιά της πλάτης μου παλάτι μην λησμονείς…[Πυνθανόμενος στα σπάργανα έναν τοκετό.]Η βασιλεία μου είναι της Ρώμης η λαμπυρίζουσα εποχή…
ΜΑΡΚΙΑ: Κόμοδε η περιοδολόγηση της Ρώμης η μιθρα˙ι˙κή έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, σαν την χρυσόσκονη στης Κρισπίνας το σκήνωμα που πριν από πέντε χρόνια στο Κάπρι απ’ τους αγροίκους σου είχε κατακρεουργηθεί…Όλοι πλέον ομιλούν για της Ρώμης την παρακμή…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Κολονία Λουκία Αννία Κομοδιάνα θέλεις να πεις…
ΜΑΡΚΙΑ: Κολονία Λουκία Αννία Κομοδιάνα θέλω να πω….[Σε τόνο αυτοαναφορικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ανάφερέ μου όλες τις προσαγορεύσεις των μηνών…[Με ύφος καθηγητή.]
ΜΑΡΚΙΑ:Lucius…Aelius…Aurelius…Commodus…Augustus…Herculeus…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Σωστά…[Ως φάσης Σύρου πρωτοκυκλαδικό ειδώλιο.]Πολύ σωστά…[Το ένα χέρι εκτρέπεται απ’ το ειδώλιο και γίνεται κινούμενο σχέδιο.]Συνέχισε…
ΜΑΡΚΙΑ:Romanus…Exsuperatorius…Amazonius…Invictus…Felix…Pius…
ΚΟΜΟΔΟΣ: O ενιαυτός είμαι εγώ με τις δύο διακλαδώσεις του…[Σε στόμφο υπερηφάνως Ταρκυνικό.]
ΜΑΡΚΙΑ: Άπαντες οι πλάνητες στον Ογούλνιο της τροχιάς σου…[Έναν εξωκρόνιο πλάνητα θα χειροπλάσει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Απ’ την δεξιά χείρα στην αριστερή και ποδήρης απ’ την κεφαλή…
ΜΑΡΚΙΑ: Κόμοδε, οι Κομοδιάνες δεν σου έχουν πια εμπιστοσύνη τειρεσιακή…[Κοιτάζοντάς τον στης Βικτώριάς του τα μάτια.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Ιδού η Μαρκία, η ωκύαλος μαθήτρια…[Στην εκφορά του λόγου του με δυστοκία.]Σου απέμεινε ανεξίτηλη η ημέρα η Κομοδιανή…
ΜΑΡΚΙΑ:Η Κομοδιανή Σύγκλητος η Τυχερή δεν σου συγχώρεσε ποτέ το γεγονός ότι δυσάνεκτοι φόροι απ’ το αριστερό σου χέρι της έχουν επιβληθεί…
[Γελάει σαρδόνια.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο Κλέανδρος είναι υπόδικος για όλα…
ΜΑΡΚΙΑ: Μην ξεχνάς πως ο Κλέανδρος τον Περέννιο διετής τον έχει νυμφευθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Καλλίτερο απ’ το να τον παντρευόταν, για την κτηματολογική μου ακοή…
ΜΑΡΚΙΑ: Χαίρομαι που έχεις την πολυτέλεια ν’ αστειευθείς, ενώ τα στρατεύματά σου να στασιάσουν είναι έτοιμα…[Σε τόνο αφυπνιστικό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αρωγή και ευδοκίμηση μου αποδίδουν οι Κομοδιανοί…[Με αίσθηση ιδρείας των απάντων και απασφαλιστικής.]
ΜΑΡΚΙΑ: Μπορείς να μου διερμηνεύσεις το ρόπαλο και τον λέοντα από μπρούντζο που έχεις στο πορτρέτο σου στο Κολοσσαίον ενθέσει;[Ως χάικου γύρω απ’ της συζυγίας το κρεβάτι.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Προστάτης της αυτοκρατορίας απ’ τον Καρχηδονιακό και την ευτέλεια την μεγαλοπρεπή…
ΜΑΡΚΙΑ: Και η επιγραφή σ’ αυτό το άγαλμα που γνωμοδοτεί πως είσαι ο μονήρης, αριστερόχειρ μαχητής και μιας χιλιάδος ανδρών δωδεκάκις νικητής…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Στην αιωνιότητα και την χιλιετία οι άθλοι του Ηρακλή…
[Μοιάζει σα ναυαγός σε ωκύποινο κλουβί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Απ’ τους μύθους Κόμοδε δεν θα διασωθείς…[Με αυτογνωσία διαδικαστική.] Οι βουλευτές της Ρώμης επειδή πληρώνουν κάθε φορά στην ημέρα των γενεθλίων σου δύο χρυσά νομίσματα, έχουν δυσαρεστηθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Είναι μια πράξη συμβολική…[Με διάθεση απεικονιστικώς εγκαυστική.]Το ένα χρυσούν νόμισμα συμβολίζει τον δωρητή και το άλλο του δωρητή τον τιμητή, ώστε αμφότεροι στην μετά θάνατον ευτυχία να έχουν αποικισθεί στην ευημερία…
ΜΑΡΚΙΑ: Τα πέντε δηνάρια των εκτός Ρώμης βουλευτών τους έχουν δυσανασχετήσει σε υπέρτατο βαθμό…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Τα δύο πόδια μου, τα δύο χέρια μου και η κεφαλή σε τόνο συμβολιστικό…
ΜΑΡΚΙΑ: Ο ρωμαϊκός λαός αγκομαχεί κάθε φορά που το ποσό των χιλίων σηστέρτιων απαιτείς, ώστε η αρετή σου στην αρένα να μονομαχεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Συμβολίζει τους χίλιους μονομάχους που κατέσφαξα στην σταδιοδρομία μου σ’ αυτήν και γιατί δεν έκαναν τίποτε απολύτως, ώστε αυτό το έγκλημα να εξαλειφθεί…[Ρίχνοντας στον ιδεώδη ημίονο το υποζύγιο.]Από έναν σηστέρτιο για κάθε ημιονοκεφαλή…[Ευσύνοπτος.]
ΜΑΡΚΙΑ: Τα τριακόσια κορίτσια και τα τριακόσια αγόρια που απήγαγες
για τα όργιά σου τι ακριβώς συμβολίζουν;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Η απαγωγή ως γεγονός πως ο έρως είναι ένας αστραπιαίος καλπασμός και τα τριακόσια αγόρια ή κορίτσια πως έπεσαν ηττημένοι
στην Πύδνα του έρωτα, όπως οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα…
[Γελάει στην ανάμνηση αυτών των φρικωδών γεγονότων.]
ΜΑΡΚΙΑ: Γιατί Κόμοδε η κεφαλή σου έχει ξυρισθεί;[Δίσημος.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Της Ισιδος η λατρεία το απαιτεί…Μακριά οι σκιές επίνοιες και
πάντοτε στους άλλους περίσημες και διαφανείς…
ΜΑΡΚΙΑ: Εγώ πιστεύω ότι την κόμη και τα γένεια σου καψαλίζεις, όχι γιατί η λατρεία της Ίσιδος το απαιτεί, αλλά γιατί πως απ’ τους κομμωτές σου έχεις φοβηθεί με τα αιχμηρά τους εργαλεία μήπως δολοφονηθείς….[Με ύφος απεχθές.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Μπορείς και αυτό να το πεις…
ΜΑΡΚΙΑ: Το γνωρίζεις Κόμοδε πως απ’ τ’ αποτυπώματα των θεών το Φόρουμ φαίνεται πως έχει εγκαταλειφθεί; [Αναμοχλεύοντας του Κόμοδου την περιέργεια.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Πρωτόγνωρο…[Ανεμίζει του Ρήνου του το γένι.] Πάντοτε όμως τους θεούς ανάμεσα στον λαό και στις αγοραπωλησίες του δεν τους χαρτογραφεί κανείς…
ΜΑΡΚΙΑ: Επίσης έχει διαδοθεί - δεν γνωρίζω αν είναι αληθές- πως οι διδυμαίες θύρες του ναού του Ιανού άνοιξαν διάπλατες και πως το άγαλμα του Άνούβι από μόνο του ανεπαισθήτως έχει μετατοπισθεί…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Μπορεί να έγινε κάποιος σεισμός που να νοσεί…[Με ύφος εκούσιας απόπειρας των γεγονότων ορθολογικής.]
ΜΑΡΚΙΑ:Μπορεί…[Γελάει σα ’να μην της είναι πια τίποτε το πιστευτό.] Μάλιστα εκτός αυτών είχε προσημειωθεί, πως για σκέλη ημέρες είχε ιδρώσει και το άγαλμα του Ηρακλή…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Ομίχλη…Ομίχλη….[Παραληρεί.]Θέλω στην Βίλλα την Βεκτιλιανή επειγόντως η αρχοντιά μου να μετακυλισθεί…[Με ύφος προτασιακής βουλητικής.]
ΜΑΡΚΙΑ:Ο κέμμερος Κόμοδε δεν σε απολύει, ώστε την αλήθεια να δεις…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ούτε τα δρακόπουλα που εξωτερικεύουν το πυρ….
ΜΑΡΚΙΑ:Ούτε αυτά Κόμοδε…[Σα’ να ονειροβατεί.] ΚΟΜΟΔΟΣ: Έπρεπε για τον εμπρησμό της Ρώμης η προγραμματική στις αρχές της χρονιάς να ’χε υλοποιηθεί…
ΜΑΡΚΙΑ:Γι’ αυτό πιστεύεις πως τα πουλιά με την φωτιά είχαν παρουσιασθεί;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ναι, γιατί ο λόγος μου δεν είχε διατηρηθεί…Ο Λαίτος θα ’πρεπε να ’χε ήδη εκτελεσθεί…[Σε μετάνοιας μορφή.]
ΜΑΡΚΙΑ: Επειδή σε μετέπεισε και δεν κάηκε η πόλη, με συνέπεια να προκύψει κάποια επανάσταση ταξική κατά της δικής σου αρχής; [Μεγάλη παύση. Αμφότεροι σκεπτικοί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ:Ίσως τ’ αυτοκρατορικά θεάματα έπρεπε με την τόγκα και όχι με μανδύες να ’χαν εκτεθεί…[Ως έννοια αφαιρετική.]
ΜΑΡΚΙΑ:Ίσως…Κρίμα που η κόμη σου πλέον είναι ξυριστή…Μου άρεσε η σκόνη του Κηφέα η χρυσή…
ΚΟΜΟΔΟΣ:Αν πλησιάσεις μπορείς κάποιο απολειφάδι να δεις….
ΜΑΡΚΙΑ:Μετά τιμής…
[Ο Κόμοδος και η Μαρκία θα τοποθετηθούν σε περίπτυξη ερωτική, όσο σβήνουν τα φώτα της σκηνής.]
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[Η Μαρκία απ’ το δωμάτιο αποχωρεί και εισέρχονται σ’ αυτό ο Λαίτος
και ο Έκλεκτος.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο θαλαμάρχης και ο έπαρχος των στρατοπέδων μου πως μου αποτίουν τέτοια τιμή;[Σα ’να μην γνωρίζει τίποτε.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Αυτοκράτορά μας σήμερα ο Κρόνος αποβιώνει και κατέρχεται στην γη…
ΛΑΙΤΟΣ: Και αύριο εορτάζουμε την Αναγέννησή του σε Ιανό την θεουργική… [Κοιτάζοντας τον Έκλεκτο και θυμίζοντας σαιξπηρική συνδιαλλαγή.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Λανθάνειν…Απαρέμφατο ενεστώτος του ρήματος λανθάνω που σημαίνει πως μένω απαρατήρητος ή διαφεύγω την προσοχή…[Κάνει στους δυο του επισκέπτες μια περιστροφή.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Λαθείν…[Σαν να διυλίζει τον κώνωπα.]Απαρέμφατο αορίστου τεταρτογενούς ποιότητος…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Προτιμώ να ενίσταμαι παρά ν’ αοριστολογώ και δη από ασημένια γραφή…Ενεστώτας χρυσούς είναι ο χρόνος στον οποίον θα ’θελα να ’χα συγκολληθεί…[Με φωνηεντικό πάθος.]
ΛΑΙΤΟΣ: Μήπως θα ’πρεπε να υπογειοποιηθούμε στην γη και να χάσουμε τον παρακείμενό μας στον ενεστώτα των ονείρατων και των επιθυμιών σας;[Με ύφος φυτείας αθωωτικής παμψηφεί.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Αν συνεχίσει η γλώσσα σου να προτρέχει και να με εκβιάζει απ’ τις
κατοπινές γενεές στην χοή, αντί για τον Ιανό θα διαμνημονευθείς εσύ…[Τον κουδουνίζει με τον δείκτη του Μιτεράν χεριού του στα στήθη επτάκις.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Έχετε ποτέ σκεφθεί Αυτοκράτορά μας, πως είμαστε ένα δίπολο νοητικό και επίκαιρο εορταστικό;[Με διασκέδασης εντυπώσεων διάταση.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Το έχω σκεφθεί γι’ αυτό σας έχω ένα δώρο διπλό…[Τους δείχνει τέσσερα πακέτα, δύο με κορδέλα από χρυσό και άλλα δύο με κορδέλα από χαλκό.]Είναι για εσάς…Οφείλουμε την εορταστική μας εθιμοτυπία να τιμούμε …Τα δύο πακέτα απ’ τα δεξιά είναι για τον Λαίτο και τα δύο πακέτα απ’ τα αριστερά είναι για τον Έκλεκτο…[Πρώτος ο Λαίτος ανοίγει τα δικά του δώρα και ψηλαφεί ένα αχλάδι και έναν αστερία.]
ΛΑΙΤΟΣ: Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά;[Με υπογραφή γνησιότητας απορία.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Το αχλάδι προσφέρει την ελπίδα, την ευαγή υγεία και την ακατάσβεστη δύναμη της αγάπης ο αστερίας…
ΛΑΙΤΟΣ: Σας ευχαριστώ Αυτοκράτορα μου πολύ…[Στο κεφάλι του με τον αστερία ακροβατεί, ενώ το απίδι δάκνει.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο σιωπών δοκεί συναινείν…Ήλθε η ώρα του Έκλεκτου ν’ αναμοχλεύσει και το δικό του δίδυμο κουτί…[Ο Έκλεκτος πλησιάζει τα κουτιά και τ’ ανοίγει με αδέξιο χειρισμό. Βρίσκει έναν άρκευθο και έναν αστακό.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Ποιος αυτοκράτορα είναι ο απώτερος συμβολισμός;
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο άρκευθος θα σου προσφέρει προστασία και θ’ αναλάβεις σε μια δραστηριότητα την καινοτόμο πρωτοβουλία…Ο αστακός ένα ευτυχές συμβάν που θα σου αποδώσει μακροζωία…
ΛΑΙΤΟΣ: Δεν συναινώ…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Μην αντιλέγεις στον Αυτοκράτορα που έχει επάνω σου την απόλυτη απαρεμφατική εξουσία…
ΛΑΙΤΟΣ: Αποποιούμαι Αυτοκράτορά μου ένα δώρο που συνεπάγεται με την σιωπή δωροδοκία…[Ο Κόμοδος πορφυρίζει από θυμό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Εξαφανισθείτε απ’ το τέθριππό μου και οι δυο…[Κοιτάζοντας και κωπηλατώντας το δακτυλίδι του το αυτοκρατορικό.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Ο Λαίτος όπως και εγώ διαφωνούμε με την απόφασή σας Αυτοκράτορα μας στα Κρόνια ως μονομάχος…Μετερχόμενος μιας διάστασης με το θέλημα του λαού…[Σε νηφάλιο τόνο.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο λαός Λαίτε είμαι εγώ…[Ουρλιάζοντας σαν σκύλος.]Ο λαός δεν έχει προσωπικότητα…Εγώ εκφράζω το θέλημα του λαού…Εγώ…[Του δείχνει τον εαυτό του μ’ εκνευρισμό.]Εγώ είμαι ο λαός…Εγώ…Το κατάλαβες;[Με ύφος Ουνικό.]Θα κάνω ότι θελήσω και αναφορά δεν θα δώσω σε κανέναν υπόγειο, επίγειο ή υπέργειο Θεό…Ο αυτοκράτωρ μπορεί να γίνει και μονομάχος…[Μ’ έπαρση χιλίων καρδιναλίων.] Είμαι και του παλατιού και της αρένας… [Αμφιδρομώντας πότε στον Έκλεκτο και πότε στον Λαίτο.]
ΛΑΙΤΟΣ: Αν δεν τροποποιήσετε τις συνήθειές σας Αυτοκράτορά μας εξέγερση θα εκδηλωθεί…Θα μας κάνουν στα κεφάλια τομή και στον Τίβερη θα μας ωκυτοκίσουν…[Με φόβο αληθή.]Μην ξεχνάτε πως όταν έναν αυτοκράτορα δολοφονούν, την μοίρα του οι αυλικοί και οι απελεύθεροί του ακολουθούν…Μας εκθέτετε σε τιτάνιο κίνδυνο…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Βάζεις την ζωή σου πιο πάνω απ’ την ανακτορική; [Με ύφος αρκετά τρομακτικό ακόμη και για τους θεατές της σκηνής.] Ακούνε καλά τ’ αυτιά μου;[Ο Κόμοδος με τα χέρια του τ’ αυτιά του ελέφαντα πως έχει θα υποκριθεί.]Μπορεί ως Ηρακλής την λεοντή του να ενδυθώ, αλλά εσύ έχεις φοβηθεί μήπως η δική σου εξαντληθεί…Που είναι ο Όμβριος εκ του σύνεγγυς να τον γηθώ;
ΛΑΙΤΟΣ: Γιατί; Εγώ και ο Έκλεκτος θέλουμε τον τετραγράμματό σας εαυτό…[Με ύφος κουνελιού.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Από μπροστά μου δίκλωνο άγαλμα να αιολισθείς…Ήλθες πολύ νωρίς…Αύριο θα ’πρεπε να εορτασθείς…
ΛΑΙΤΟΣ: Αυτό το άγαλμα είναι από ναυάγιο συντεθλιμμένο…[Με ύφος ταπεινό.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Προχωρήσατε στις δέουσες ετοιμασίες, γιατί θα διανυκτερεύσω στον στρατώνα των μονομάχων τον οποίον θα εγκαινιάσω, για να γίνω ανατοκισμένη μετοχή στις θυσίες της εορτής, ούτως ώστε άπαντες οι Ρωμαίοι αρχής γενομένης απ’ την αυριανή να θαυμάσουν την αρματωσιά μου…
[Ο Λαίτος κάνει διάβημα στον Έκλεκτο για την απόσυρσή τους απ’ την σκηνή.]
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
[Ο Λαίτος και ο Έκλεκτος αποχωρούν απ’ την σκηνή. Ο Κόμοδος παίρνει μια πλάκα από ξύλο φιλύρας και στο κρεβάτι του ως κατακάθι.Ο Φιλοκόμοδος εισέρχεται με αστραγάλους στα χέρια και παίζει στο δάπεδο αμέριμνος.]
ΚΟΜΟΔΟΣ: Εγώ ο Caesar Lucius Aelius Aurelius Commodus Augustus καταδικάζω σε θάνατο την Μαρκία, τον Λαίτο, τον Έκλεκτο και όλους τους Συγκλητικούς, για εσχάτη προδοσία και κατά της ζωής μου συνωμοσία. Η ποινή θα πρέπει το αργότερο να εκτελεσθεί ως την μεσημβρία της επόμενης απ’ την σημερινή. Οι περιουσίες των προδοτών θα παραχωρηθούν στην κτήση την αυτοκρατορική, ως αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που η Μεγαλειότητά του έχει υποστεί. [Γράφοντας και φωνάζοντας τα λόγια τούτα σ’ ένα αδιόρατο κοινό.] Φιλοκόμοδε σ’ εσένα βλέπω τον εαυτό μου ως τον Νάρκισσο που απ’ τον Μαίανδρο των παθών του έχει κατακλυσθεί.[Το παιδί συνεχίζει να παίζει με τους αστραγάλους στο πάτωμα και δείχνει τίποτε απ’ όσα ο Κομοδος του αναφέρει να μην κατανοεί.] Σε πειράζει να λουσθώ απ’ το ύδωρ της φύσης, ώστε το καινοφανές έτος να υποδεχθώ;
ΦΙΛΟΚΟΜΜΟΔΟΣ: Όχι…
ΚΟΜΟΔΟΣ: Ο νεοσσός σου λόγος, η κτητορική μου διαταγή….[Ο Κόμοδος υπνώνει την πλάκα στο κρεβάτι και απ’ το δωμάτιο αποχωρεί. Ο Φιλοκόμοδος κοιτάζει με φιλοπεριέργεια την πλάκα, την πλησιάζει και με τα χέρια του θα την κατεργασθεί.]
ΦΙΛΟΚΟΜΟΔΟΣ: Αυτό τι μπορεί να ’ναι; Παιχνίδι πρέπει να ’ναι! [Είπε ο Φιλοκόμοδος και αρχίζει στ’ άκρα απ’ τα αναπτύγματά του να το ανοιγοκλείνει, σα ’να ’ταν κάποιο ακορντεόν ή ανήλικο παιχνίδι. Τελικώς απ’ το δωμάτιο αποχωρεί, σιγοτραγουδώντας μια θούρια ωδή.]
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
[Ο Φιλοκόμοδος στου αυτοκρατορικού παλατιού την αυλή την Μαρκία συναντεί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Φιλοκόμοδε έλα στην αγκάλη μου την φιλοστοργική και την θαλπωρή…[Το παιδί ανέμελο σε υπακοή.] Τι είναι αυτό που στα χέρια σου ενεχυροποιείς;
ΦΙΛΟΚΟΜΟΔΟΣ: Το βρήκα στο δωμάτιο του Κόμοδου…
ΜΑΡΚΙΑ: Να μου το δώσεις μπορείς;[Με περιέργεια γαστριμαργική.]
ΦΙΛΟΚΟΜΟΔΟΣ: Μπορώ![Κατιόν απ’ την αγκαλιά της το εκχωρεί. Η Μαρκία θα εξωτερικεύσει μια κραυγή. Ο Φιλοκόμοδος απ’ τον φόβο του πίσω από έναν θάμνο θα κρυφθεί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Αυτή είναι η ευγνωμοσύνη σου Κόμοδε, για της φυλλωσιάς μου την ερωτομανή και για τον δεκαετή μου κίονα στην δυσπρόφερτη και δυσώδη συμπεριφορά σου, του Βάκχου εκχυλιστή…[Με δέος και απειλή ακηδή.]
Ένας άνδρας σταφυλοδιηθισθείς δεν θα πατήσει την επίπεδη του ναού σοφία την θηλυκή…Φιλοκόμοδε δεύρο απ’ τον θάμνο έξω…
[Ο Φιλοκόμοδος την πλησιάζει ενδοιαστί.] Βρες τον Έκλεκτο και πες του να ’λθει να με συναντήσει στο δωμάτιό μου…[Ο Φιλοκόμοδος με ωκυπαλιρροιακό το πρόσωπό του και καταφατικό φεύγει απ’ τον κήπο με σπουδή. Η Μαρκία ένδειμη στο αυτοκρατορικό της δώμα θα διευθετηθεί.]
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
[Ο Έκλεκτος στο δώμα της Μαρκίας θα εισέλθει, η οποία στα χέρια της την πλάκα από ξύλο φιλύρας φιλοξενεί και τη νανουρίζει σαν μικρό παιδί.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Γιατί Μαρκία ο Φιλοκόμοδος μου ’πε να κρούσω επειγόντως την κλίνη σου;
ΜΑΡΚΙΑ: Γιατί οι λέξεις πάντα έχουν την αντιίαση σ’ επωδική στροφή… [Θωπεύει την πλάκα σα ’να ’ναι φαλλός στον άκρον άωτον της ακμής.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Επί του παρόντος Μαρκία οι λέξεις σου θυμίζουν περισσότερο την Σίβυλλα την Σάμια, παρά της Μεγάλης Βρετανίας την αποστάτρια. [Κατευναστικός όμως αγνοών.]
ΜΑΡΚΙΑ: Ηγέρια είμαι στον κατάλογο τούτων της Αφροδισίας νηών…
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Αναγνώστρια του Ομήρου ποτέ δεν είχες ανελκυσθεί…[Με απόκοσμη και ομόκεντρη περιέργεια.]
ΜΑΡΚΙΑ: Τα ονόματά μας ραψωδικά σ’ αυτό το ξύλο, δίχως φύλλα, μήτε λίβα
να τα μετατοπίσει στην τύχη των πεδιάδων της ζωής…
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Δέος μεγαλύτερο και απ’ τον Κόμοδο με τα κακέμφατα φωνήεντα και σύμφωνά σου μου εμποιείς….[Σε συναισθηματικό τριγμό.]
ΜΑΡΚΙΑ: Εκλεκτότερα απ’ τον συλλαβισμό της δικής σου ζωής…
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Μην γίνεσαι Μαρκία Αμαζόνα ερυθρή…Έχει και εκείνος τον Στάχυ και τον Βοώτη με το δικό του πλευρό…Πες όμως τι ενέχει τούτη η πλάκα που σίγουρα είναι τριτογενής, σε αντιπαραβολή μ’ εκείνην του Μωυσή…
ΜΑΡΚΙΑ: Εκείνη χορηγούσε την ζωή και όχι την θανή…Ο Κόμοδος από ημίθεος με ρόπαλο έγινε Θεός και στου Κέρβερου τους σταλακτίτες και σταλαγμίτες ο άρτος μας επιθυμεί, από λάλον και πηλό να επικολληθεί….
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Σοβαρολογείς Μαρκία πως τον οιστρόχυσε η δική μας κριτική η ασκητική;[Την πλησιάζει και στο στόμα την φιλεί. Εκείνη σε άμπωτη θα μεταμορφωθεί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Γνωρίζει Έκλεκτε…Γνωρίζει ότι κάθε φορά που ενώνει την φαλλόσχημη καρδιά του με την αιδοιόσχημή μου στολή, υποδύομαι την
Ρέα που τον Κρόνο γαλουχεί…Γνωρίζει πως εσένα πίσω απ’ αυτόν έχω φαντασιωθεί…Την μάσκα σου στα χείλη μου που στάζουν απ’ την Κρυσταλλεία μου πηγή…[Από έρωτα για τον Έκλεκτο καταποντιστική.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Μην γίνεσαι προκλητική πολύ, γιατί στο Πάνθεον απ’ το μελανόμορφο πτερό των επιτύμβιων στηλών θα επιμαρμαρωθείς…
ΜΑΡΚΙΑ: Έκλεκτε τι εορτή θα έχουμε με θαλαμοφύλακα την Αργώ και το φεγγάρι![Η πλάκα σε πληθυντικό μεγαλοφρόνου ευγενείας θα του καταδοθεί.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Άστρα είναι τα μάτια σου Μαρκία και το τρίτο σου φεγγάρι … [Αρχίζει να την διαβάζει.]
ΜΑΡΚΙΑ: Νόμιζα Έκλεκτε πως το τρίτο μου μάτι ήταν η θηλή που ανάμεσα στα στήθη μου εμφιλοχωρεί…[Του επιδεικνύει τα στήθη της.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Πρέπει να ενημερώσω τον Λαίτο εν τάχει…[Είπε ο Έκλεκτος τρεμώδης και εξαπολύεται εκτός σκηνής, αφήνοντας την Μαρκία μοναστηριακή.]
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
[Ο Λαίτος εισέρχεται κάθιδρως με τον Έκλεκτο ως συνοδό, βαστώντας την πλάκα σαν το Κοράνι.]
ΛΑΙΤΟΣ: Μαρκία έχεις επίγνωση ότι στα χέρια μου την Πλουτώνιά μας καταδίκη παρακρατώ; Τι θα πρέπει μεταξύ μας ν’ αποφασισθεί;
ΜΑΡΚΙΑ: Πρέπει ο Κόμοδος απ’ την ευπαρουσίαστη σκέψη μας να δηλητηριασθεί…Παλίνστρεπτος απ’ το λουτρό του, σε κύλικα θα του καταδώσω της ψυχής του τον αντικατοπτρισμό, ώστε τον Διόνυσο να συζευχθεί…
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Αν Μαρκία απ’ το αντιφάρμακο το δηλητήριο στο σώμα του αποβληθεί;[Για την μοίρα των τριών φαίνεται ν’ ανησυχεί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Θα διορίσουμε το Νάρκισσο, ώστε ο λαιμός του να παύσει να του δίνει ζωή…
ΛΑΙΤΟΣ: Τότε το σχέδιό μας ας υλοποιηθεί, δίχως καμία αναβολή…
[Ο Λαίτος και ο Έκλεκτος απ’ της Μαρκίας την κλίνη αποχωρητικοί. Εκείνη την πλάκα στο δάπεδο χωροθετεί και ως Πυθία με τα μάτια της σε αυτοσυγκέντρωση επάνω της θα εδρασθεί.]
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ
[Η Μαρκία, ο Λαίτος και ο Έκλεκτος σχηματίζουν ένα τρίγωνο γύρω απ’ το πτώμα του Κόμοδου που έχει σ’ ένα φθηνό παμφεγγές στρώμα περιτυλιχθεί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Αυτό είναι το τέλος όλων των αυτοκρατόρων Έκλεκτε…[Με ανακούφιση τελολογικώς ιστορική.]Μήπως θα ’θελες στον θρόνο του να τον διαδεχθείς;
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Αν θα ’θελα να γίνω κάποτε Αυτοκράτωρ θα ήταν για λόγους ασυλίας και όχι υπεροχής…Η εξουσία Λαιστρυγόνων στην τήβεννό της περιεκτική…Η απόλυτη εξουσία με τον Άδη στην ρίζα του απόλυτου ισοδυναμεί…[Με σύνεση και σωφροσύνη.]
ΜΑΡΚΙΑ: Ως σωστός Αυτοκράτωρ συνομιλείς, αλλά το πρόβλημά μας δεν έχει επιλυθεί…
ΛΑΙΤΟΣ: Το πυθαγόρειο θεώρημα που σχηματίζουμε επάνω απ’ το νέρτερό
του σώμα, λύσεις δεν εκχωρεί στο πρόβλημα της διαδοχής αλλά μόνον πιθανολογεί…[Προβληματισμένος κοιτάζει το πτώμα, ύστερα την Μαρκία και έσχατο τον Έκλεκτο.]
ΜΑΡΚΙΑ: Το ερώτημά σου θα ’πρεπε να ’ναι το ακόλουθο: ποιος την μεγαλύτερη πλευρά του τριγώνου καλύπτει και ποιοι τις άλλες δυο μικρότερες έχουν συζευχθεί…[Προσανατολισθείσα στον Λαίτο.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Μαρκία θέτεις ένα ερώτημα από έναν στυλοβάτη, χωρίς να υπολογίζεις τον νεκρό ως μια τετράγωνη λύση ιδανική…[Με ουδέτερη διάθεση γραμματική.]
ΜΑΡΚΙΑ: Αυτός είναι ο τετραγωνισμός του τριγώνου ˙ όχι ο πυθαγορισμός του…
ΛΑΙΤΟΣ: Η εξουσία μάθε Μαρκία, πως έχει και την τέταρτη της διάσταση στο βαλάντιό της…
ΜΑΡΚΙΑ: Μπορεί ένα τρίγωνο Λαίτε να έχει τέταρτη πλευρά και δη νεκρή;
[Με ύφος μαθήτριας που υπερσυσσώρευση γνώσεων δεν επιζητεί.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Τα τρίγωνα Μαρκία είναι σχήματα ζωντανά…
ΜΑΡΚΙΑ: Έχει και τα έδεσματά της η κάθεμια πλευρά. Ένα όμως τρίγωνο σε τετράγωνο πολλαπλασιάζει τον εαυτό του, όπως η εξουσία των φορέων της τον εγωκεντρισμό…[Με γνώση ενδόμυχη.]
ΛΑΙΤΟΣ: Τότε όμως η μια πλευρά του τριγώνου μας εμπίπτει εκείνης του τετραγώνου Μαρκία…Θα ’χουμε επιφανοποιηθεί στο πρόσωπο της εξουσίας…
ΜΑΡΚΙΑ: Παύσε Λαίτε να ταυτίζεις την πλευρά ή την όψη των γεωμετρικών σχημάτων με τα πρόσωπά μας…Εξάλλου αυτά τα σχήματα επινοήθηκαν, για την μορφοποίηση αφηρημένων ιδεών δίχως τρεις διαστάσεις…
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Εμείς είμαστε οι διαστάσεις των ιδεών Μαρκία ˙ όχι τα τρίγωνα, τα τετράγωνα και οι αναπαραστάσεις τους…[Με ύφος διδακτορικού πρωταθλητή που ’χει αποτελματωθεί.]
ΜΑΡΚΙΑ: Έκλεκτε αν το τρίγωνό μας είναι ισόπλευρο, δεν υφίσταται εντός του
ο Πυθαγόρας. [Με ιερή θέρμη του ανταπαντάει.]
ΛΑΙΤΟΣ: Νομίζω Μαρκία πως επέχουμε απ’ τον στω˙ι˙κισμό, όπως και ο νεκρός…[Καθαρά διαπιστωτικός.]
ΜΑΡΚΙΑ: Αυτό που με προβληματίζει είναι πως θα βγει το σαρκίον του απ’ το δωμάτιό του, χωρίς να το αντιληφθούν οι λαγοκοιμημένοι του φρουροί…
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Δύο υπηρέτες του θα βάλουμε τάχα των σκουπιδιών του αρχηγέτες…
ΜΑΡΚΙΑ: Δεν επέχει απ’ την αλήθεια πολύ…[Με μνησιπήμον γέλιο.]
ΛΑΙΤΟΣ: Καλλίτερο θα ’ταν σε προάστειο να εκτοπισθεί…[Σε αμφιβολία για το ορθόν της σκέψης του.]
ΜΑΡΚΙΑ: Το εξωτερικό φόντο ενός κύκλου ανήκει στην σφαίρα της ελευθερίας,
ενώ η ακτίνα του στην Φουλία Κανινία της κοινωνίας…
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Για να είμαστε στην περιφέρειά του θα πούμε ότι απεβίωσε από αποπληξία…[Σαν μικρό και άτακτο παιδί που κάνει φάρσα και δεν θέλει κανείς να το πιάσει στα πράσα.]
ΜΑΡΚΙΑ: Η αδηφαγία και τα μεθύσια του θα ’ναι η καλλίτερη αυτού του θανάτου εικοτολογία…
ΛΑΙΤΟΣ: Ποιος όμως Μαρκία θα τον διαδεχθεί στην εξουσία;
ΜΑΡΚΙΑ: Έχω έναν υπόψιν μου…[Κουνάει με πυγμή την κεφαλή.]Ο Κόμοδος δεν τον σκότωσε, αφενός μεν επειδή ήταν πτωχός και έτσι δεν θα χειραγωγούσε την περιουσία, αφετέρου δε επειδή ήταν Αύγουστος στο στράτευμα και στους συντρόφους του Μάρκου Αυρηλίου λόγω της εκτίμησης στην σοβαρότητά του…[Με ύφος συμφεροντολογικό και υπολογιστικό.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Μα ποιος μπορεί να ’ναι ο σωτήρας μας;
ΜΑΡΚΙΑ: Ο Περτίνακας…[Σα ’να ’ναι ο σωτήρας.]
ΛΑΙΤΟΣ: Ο Περτίνακας…[Σα ’να ’ναι ο σωτήρας.]
ΜΑΡΚΙΑ: Οι Γερμανοί και οι βάρβαροι της Ανατολής πολύ τον είχαν φοβηθεί…
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Ως έπαρχος που είναι ο Λαίτος με τους στρατιώτες του, τον Περτίνακα ας επισκεφθεί και ας του προτείνει την θέση την επίζηλη και την χλαμυδική…[Με πρωτοβουλιακή ροπή.]
ΜΑΡΚΙΑ: Αν πας θα νομίζει ότι θέλεις να δολοφονηθεί…
ΛΑΙΤΟΣ: Θα πάω με τον Έκλεκτο…Πάντως να ξέρεις πως ο τύραννος Μαρκία είναι πια νεκρός…Η συνετή ζωή του Περτίνακα, η μεγάλη του αξία και η ηλικία του τον κάνουν μια λεοντόμορφη αγκαλιά στο ρωμαϊκό λαό…
ΜΑΡΚΙΑ: Μπορεί απ’ τα λόγια σου να μην πειστεί…Πήγαινέ του την πλάκα, ως πειστήριο των σχεδίων του Κόμοδου και της αξίας του…[Αναβιβάζει την πλάκα απ’ του νεκρού Αυτοκράτορα την κλίνη και στον Λαίτο την παραδίδει.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Αυτή είναι μία απ’ τις δέκα εντολές του Μωυσή, έστω και αν δεν είναι γραπτή…[Μ’ εκλεκτικισμού ύφος.]
ΜΑΡΚΙΑ: Πάντα στα γραπτά μνημεία θα υπάρχουν στιχομυθίες, θέσφατα, ποικίλες ερμηνείες και αφορισμοί…Η γλώσσα εκτός απ’ την κυβιστική της χρήση έχει την άνωση ή και την κατάδυσή της…Τόσα νοήματα και συνθήματα σε φράσεις και προτάσεις…
ΛΑΙΤΟΣ: Τα πάντα την αποκωδικοποίησή τους θα χρειασθούν…[Με ύφος κλειδαρά.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Λαίτε έχεις υπόψιν σου ποιοι είναι διοικητές στην Άνω Παννόνια και στην Βρετανία, ώστε με το μέρος μας να τους προσεταιρισθούμε;
ΛΑΙΤΟΣ:Ο Σεπτίμιος Σεβήρος στην Παννονία και ο Κλώδιος Αλβίνος στην Βρετανία…
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Ας μην ξεχάσουμε και τον Πεσκένιο Νίγρο ως διοικητή της Συρίας…
ΛΑΙΤΟΣ: Η λογική μου και η αμέριστη συμπάθεια προς το πρόσωπό του σε τούτο συναινεί…
ΜΑΡΚΙΑ: Υπάρχουν και οι παρερμηνείες…[Σε αινικτώδη τόνο που σε Σφίγγα είναι αρμοστής.]
ΕΚΛΕΚΤΟΣ: Υπάρχει και η παρερμηνεία…Ποιος θα προχωρήσει στην αποφώνηση της πράξης Μαρκία;
ΜΑΡΚΙΑ: Όλοι μαζί… Κόμοδε, εχθρέ της ανθρώπινης φυλής…[Σαν αρχέγονη μυστική τελετή, ενώ οι άλλοι δυο επαναλαμβάνουν τα λόγια της τρις.]
[Η Μαρκία, ο Λαίτος και ο Έκλεκτος παίρνουν από ένα καλάθι ρόδα και μ’ επτά από αυτά ραίνουν το άψυχο του Κόμοδου σώμα, προτού αναχωρήσουν απ’ την σκηνή όλοι μαζί.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΤΕΛΟΣ
Sponsored
💖 Find Your Perfect AI Girlfriend
Ready for a unique connection? Meet your dream AI girlfriend who understands you, shares your interests, and is always there for intimate conversations. No judgment, just pure companionship!
💋
Steamy chats and intimate moments, available 24/7
💝
Personalized girlfriend who adapts to your desires
✨
100% private & secure - what happens here, stays here
🔥 Special Offer: Start Your Journey Today! 🔥
lets-arelis
Oct 23, 2019
elagabalus-greek version
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
ΑΡΕΛΗΣ/ARELIS
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
ΑΝΤΙΟΧΙΑΝΟΣ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
Το έργο στα ανάκτορα του Ηλιογάβαλου στην Ρώμη διαδραματίζεται κατά την περίοδο της εξουσίας του [219 - 222 μ.Χ.] Η Πρώτη Πράξη θα λάβει χώρα το φθινόπωρο του 219 μ.Χ., η Δεύτερη το φθινόπωρο του 220 μ.Χ., η Τρίτη το θέρος του 221 μ.Χ. και η Τέταρτη στις οπίστατες ημέρες της αυτοκρατορίας του ως και την δολοφονία στις 11- 3- 222 μ.Χ. του ίδιου και της μητρός του. Το έργο πραγματεύεται την φιλοσοφική και θρησκευτική ιδεολογία ενός αυτοκράτορος που κλόνισε με τα σκάνδαλα, τον πρωτοποριακό και ατίθασο χαρακτήρα του τα ήθη της ρωμαϊκής κοινωνίας προκαλώντας τυφώνα αντιδράσεων, για να οδηγηθούν οι θεατές στην ανίχνευση της προσωπικότητός του. Περιλαμβάνει συνομιλίες του Ηλιογάβαλου με την μητέρα του Ιουλία Σοαιμιάδα, την γιαγιά του Ιουλία Μαίσα και τον εραστή του Ιεροκλή που αφορούν την κρατική διακυβέρνηση, την ιστορία του και φάκελοι αστρακιών.
[GREEK VERSION]
Το θεατρικό έργο μας μεταφέρει τις ημέρες και τα έργα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ηλιογάβαλου [Έμμεσα, Συρία, 8 ή 20-3-203 μ. Χ - Ρώμη, Ιταλία, 11-3 -222 μ. Χ] που σκανδάλισε την ρωμαϊκή κοινωνία με τ’ ανατολίζοντα ήθη και έθιμα δυσαρεστώντας την ταυτοχρόνως απ’ την ενεργό συμμετοχή στην Σύγκλητο των γυναικείων συγγενικών του προσώπων, όπως της μητρός του Ιουλίας Σοαιμιάδος [Απάμεια, Συρία, 180 μ. Χ - Ρώμη, Ιταλία, 11 - 3 - 222 μ. Χ] και της γιαγιάς του Ιουλίας Μαίσας [Έμμεσα, Συρία, 7- 5 -165 μ. Χ - ; , 3 - 8- 224 μ. Χ]. Η δυσαρέσκεια του στρατού έγινε εντονότερη με τους εφήμερους εραστές τους όπως ο Ιεροκλής [που φημολογείται ότι τον είχε υπανδρευθεί] αλλά και με τον ερμαφροδιτισμό του έχοντας ως άμεση συνέπεια την προτίμηση προς το πρόσωπο του εξαδέλφου του Αλέξανδρου Σεβήρου [Area Caesarea, Akkar, Συρία, 1 - 10 -208 μ. Χ - Moguntiacum, Germania Superior, 18/19 – 3 - 235 μ. Χ], υιού της αδελφής της μητέρας του, Ιουλίας Αβίτας Μαμαίας. [; , 14 ή 29 – 8 - 180 μ. Χ - Moguntiacum, Germania Superior, 21 - 3 -235 μ. Χ] Οι τέσσερις πράξεις του έργου διαδραματίζονται σε τέσσερις διαφορετικές χρονικές περιόδους της βασιλείας του: η πρώτη πράξη το φθινόπωρο του 219 μ. Χ, η δεύτερη το φθινόπωρο του 220 μ. Χ, η τρίτη το θέρος του 221 μ. Χ και η τέταρτη τις τελευταίες ημέρες της ζωής του ως και τη δολοφονία του την 11 - 3 - 222 μ. Χ, μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στις τάξεις του στρατού. Ο Ηλιογάβαλος σ’ αυτά τα στιγμιότυπα φιλοσοφεί για την πολιτική, τον έρωτα, τους γάμους του, τις σεξουαλικές σχέσεις του και με τα δύο φύλα, την θρησκεία, τα έθιμα που έφερε στην Ρώμη, ενώ δεν διστάζει ν’ ασκήσει κριτική στον εαυτό του λίγο πριν απ’ το τέλος του ίδιου και της μητέρας του.
Πηγές: Historia Αugusta, Η ζωή του Ηλιογάβαλου.
Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή ιστορία.
Ηρωδιανός, Βιβλίο V.
Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, λήμμα Ηλιογάβαλος.
Wikipedia the free encyclopedia.
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ 1η
[Ελάχιστους μήνες μετά την αυτοαναγόρευση του Ηλιογάβαλου ως αυτοκράτορα θα εκτυλιχθεί στο Elegabalium, έναν ναό πολυτελή που στην πλευρά του Παλατινού Λόφου της Ρώμης την ανατολική έχει οικοδομηθεί. Ο Ηλιογάβαλος ενώπιον ενός πλουτώνιου επικού κωνικού μετεωρίτη θα σταθεί προσοχή, ονόματι El Gabal που σε άρμα με προμετωπίδες και χρυσό έχει επενδυθεί, ενώ με την Ιουλία Σοαιμιάδα θα συνδιαλλαγεί ].
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Στον θεό του Ακατάλυτου Ήλιου έχω χαλκευθεί …
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Δεν έχεις στον θεό Κοτάρ σφυρηλατηθεί; [Του Ηλιογάβαλου οι λοβοί με τα χέρια του έχουν φυλακισθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Αυτός ο λίθος απ’ την Συρία έχει μετατοπισθεί. [Τα χέρια του με την αίσθηση του γάβρου της αφής έχουν καθηλωθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Την Αστάρτη θα υπανδρευτεί; [Με την δική της διαδοχή τον λίθο της Tanit ακουμπεί που απ’ την Αφρική έχει ανασυρθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο ήλιος της Έμμεσης την σελήνη της Καρθαγένης θα συζευχθεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Κάθε όψη το δεξιό οφθαλμό και τον αριστερό θα δεηθεί… Η Αθώρ το μαρτυρεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Περιστέρα με ελαίας κλαδί και η Ίσις στην οικουμένη θα’ λθει, αφού ο Βήλος απ’ τον El Gabal αντικατασταθεί… Και εγώ ο Γεδεών κριτής…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Και εγώ η Ασεράχ σου! Ως Αβεσαλώμ θα προσευχηθείς ο αυτοκρατορικός σου αδελφός για τον El Gabal να κοιμηθεί;
[Ο Ηλιογάβαλος τον El Gabal θ’ αποχωρισθεί, ώστε με την παλάμη του την λογική ο λίθος της Αστάρτης να ψηλαφηθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ουρανία, Αστάρτη, Μινέρβα… Και με τις Τρεις έχει εξωραϊσθεί… [Η Ιουλία Σοαιμιάς με την σειρά της τον λίθο της Αστάρτης παρατεί και ο σπινέλλιος κωνικός λίθος από εκείνην θα φτερουγισθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Απ’ την Ίριδα ή την Εδέμ έχει αποσταλεί! [Με το βύζαγμα των χεριών της θα τον επεξεργασθεί.] Τα ανεξίτηλα και απόκρυφα σημάδια του απεικονίζουν του ήλιου την φαγεντιανή;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Μην την φοβηθείς! Είναι του ήλιου η φορητή καμπυλωτή που δεν έχει τροχιστεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Αυτή η προεξοχή μοιάζει τόσο πτερωτή! [Έκπληκτη καθώς την πιάνει ως νάνος παιδί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Είμαστε εγώ και εσύ που έχουμε ξεπηδήσει απ’ το εδώ στο εκεί… [Με τον δείκτη στο χέρι του το δεξί η γη στο χάσμα της θα μορφοποιηθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Είσαι του Βάκχου των συρματοπλεγμάτων οστών η περιγραφή… [Πιάνει το στέμμα του από σπάνιους λίθους που διαφορετικά χρώματα φεγγοβολεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Μ’αυτή την ασιατική στολή η σεφιροθική μου εμφάνιση στους στρατιώτες φαντάζει πυξίδα μαγνητική… [Ως ελκεχίτων μέχρι τα πόδια του θα της επιδειχθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Ίσως το γεγονός να συνηγορεί ότι οι ηκές των δακτύλων των ποδιών σου σε ενδύματα από πορφύρα και χρυσό είχαν καλυφθεί… Ο Κου στα σύννεφα απ’ εσένα θα ιππευτεί!
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Θα κατισχύσει η Μοτ έναντι του βαλλήνος των θεών ειδεμή ! Ποιος επτά έτη ανομβρίας και λιμού από έναν Εβδομαγέτη ευφορίας προτιμεί;
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Η γη της Χαναάν έχει εδώ προσαρτηθεί… [Απ’ τον λίθο θ’ αποκολληθεί.] Την Σύγκλητο με το να χορεύεις υπό τον ήχο των κυμβάλων πέριξ του απέθαντου βωμού προκαλείς…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Όποιος στον εαυτό του ποιεί περιτομή έχει κρινοποιηθεί… [Απ’ τον λίθο και εκείνος θα αποσπαστεί.] Η ικμάδα τα πάντα γιγαντοποιεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Αυτό το άρμα από έξι άλογα μαρμαρυγία έχει κυλιστεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Αφού δούλος δεν το καθοδηγεί και χαλινάρια δεν κρατεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Είχες προπορευθεί… Έρεισμα η κάθε πλευρά της σωματοφυλακής για να περιχαρακωθείς…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Στεφάνια και βιολέτες έχω ονειρευθεί… [Μία ανεμώνη απ’ το δάπεδο εγείρει για να την ευφρανθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Θυμάσαι που έραινες το πλήθος με κύπελα ασημένια και χρυσά, ενώ σε θεόρατους τοίχους είχες αναβιβασθεί που για αυτή την μελωδία είχαν αρχιτεκτονηθεί;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Λινά ενδύματα κάθε λογής…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Πόσοι άνθρωποι στα δόρατα των στρατιωτών είχαν στο φεστιβάλ αιχμαλωτισθεί ή είχαν ποδοπατηθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Η Αστάρτη με το κυπαρίσσι θα γίνει πιο επιβλαβής …
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Χωρίς αυτήν ο Μακρινός στην μεθόριο της Συρίας με την Φοινίκη δεν θα είχε ηττηθεί… [Σφίγγει τους οδόντες της, αφού το εν λόγω πρόσωπο από εκείνη είχε μισηθεί πολύ.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Η Σύγκλητος η ρωμαϊκή έσπευσε να ταχθεί με την κλίση του νικητή! [Το περιδέραιο με τα μαργαριτάρια στον λαιμό του ως Θωμάς βολιδοσκοπεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Η ψιμυθιοποίηση των παρειών σου το ουρανόγραμμα των γυναικών της Αραβίας θα διαδεχθεί… [Ο Ηλιογάβαλος τα πόδια της μητρός του φιλεί γονυπετής και αναφωνεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Mater Castrorum! Υπηρέτες του δικού μου όλοι οι θεοί !
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Ακόμη και της Μεγάλης Μητρός η εικόνα και των σκευών της των ιερών…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Πόσο το έμβλημα της Σαϊτεύτριας στην Λαοδικεία θα ήθελα στον βωμό του El Gabal ν’ αφιερωθεί… [Με το θηλυκό του χέρι το διάκενο θα τοξευθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Ο Ορέστης έχει πολλαπλασιασθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Στην Ορέστεια βρήκε την ίαση ο Αδριανός απ’ τον Ανοστήρ!
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Στον Μαρμαραών θα είχε απολογηθεί… Πόσοι κούροι απ’ όλη την αυτοκρατορία με αρτηρίες αζουρίτη για τον θεό μας είχαν θυσιασθεί… [Με φωνή απ’ τις τύψεις διαθλαστική.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Αναδιφούσα και ταλάνιζα το όργανό τους το γεννητικό με τον τρόπο των αυτοχθόνων τελετών. [Η ηβική περιφέρεια της μητρός του θα περιηγηθεί εκ της χειρός του. Η Ιουλία Σοαιμιάς σ’ αυτή την πράξη την ειδεχθή τον απωθεί και στην Αστάρτη ναυλοχεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Απουσιάζουν απ’ το ναό τα λιοντάρια, οι πίθηκοι και τα εχιδνοειδή… [Με Εγκέλαδου φωνή.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Δεν έχω επί του παρόντος όργανα κούρων αναπαραγωγής στο πουγκί … Έτσι για προίκα τίποτε απ’ τον γάμο της μ’ εμένα δεν έχει παραληφθεί. Η Αστάρτη με την στάση την ικετική θα λατρευτεί. Μόνον ίσως δύο χρυσά λιοντάρια που όπως το χιόνι έχουν λιωθεί… [Το πηγούνι με το δάκτυλο του κτυπεί και κάτι φαίνεται πως θα διασκεφθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Με το λιοντάρι που είχες κάποτε στο άρμα τοποθετηθεί Μεγάλη Μήτηρ είχες αυτοαναγορευθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Με την τίγρη έξω απ’ το κλουβί είχα διονυσιασθεί… [Έχει εκτός φρενών βγει.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Οραματίζομαι ότι από ασήμι, ελεφαντόδοντο ή μπρούντζο δεν είχε φιλοτεχνηθεί… [Στο στόμα με καλάμι ο Ηλιογάβαλος την φιλεί. Με καταιόνησης τρόπο από εκείνην θα διωχτεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο όνυξ- ήλιος μου αυτά εκτιμεί… Η κιννάβαρις έχει ιεραρχηθεί στην κορυφή… [Η Ιουλία Σοαιμίας σε χαράκωμα επιφυλακής.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Αυτός είναι ο λόγος που ο El Gabal σε κολόνα Θηβαϊκής περιοχής δεν έχει εγκαινιασθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Το πυρ της Εστίας, το Palladium και των Σαλιών οι ασπίδες εδώ έχουν νομαδοποιηθεί ! [Αγανακτεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Το δόγμα των Ιουδαίων, των Σαμαρειτών και οι αγνισμοί των ιχθυοκαλλιεργητών έχουν εδώ εγκιβωτισθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ξέρεις τι έλδομαι να συμβεί; [Σε κατάσταση αμόκ.] Η Ασίγαστη φλόγα στων Εστιάδων τον βωμό ν’ αφαλατωθεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Αφού ο αυθεντικός δεν έχει αναπτερωθεί …
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο νόθος παντού έχει διασπαρθεί… [Η Ιουλία Μαίσα εισέρχεται στο ναό με έφεση ελαπρή.]
ΣΚΗΝΗ 2η
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Επληροφορήθην ότι την ενδεκάτη ώρη της νυκτός έβγαινες έξω απ’ τον ναό και αφιέρωνες στον El Gabal εκατόμβη βοοειδών και νιοστό αριθμό αμνών επιφορτισμένων με ποικιλία μπαχαρικών… [Σε γλώττα χλευαστική. Η Ιουλία Σοαιμιάς σε περισυλλογή διασχίζει ακαταπαύστως την σκηνή.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Που είναι οι μιαροί; [Μειδιεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Παράφασης ρητορικοί πολλών συγκλητικών εδώ και μήνες έχουν κτισθεί απ’ την ενέργεια το είδωλό σου απ’ το άγαλμα της Αψίδας του Θριάμβου υψηλότερα ν’ αναρτηθεί… [Ο Ηλιογάβαλος πώς δεν την παρατηρεί θα υποκριθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Το φτερό των ματιών μου αδιαφορεί. Μόνον η ενδυμασία μου είναι μεταξωτή… [Η Ιουλία Σοαιμιάς σιγοψιθυρίζει κάτι στης Ιουλίας Μαίσα το αυτί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Αυτό το λέει γιατί τις αμφιέσεις των Ιταλιωτών και ιαστί έχουν αναπλασθεί από εκφυλισμού υλικό όπως το μαλλί…
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Νομίζει ότι με την φωτοστέφανη των Φοινίκων την στολή και των Μηδικών την αινολαμπή έχει αποθεωθεί; [Καγχαστική.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Τα περιδέραια, τα ψέλια και η τιάρα από καράτια δεν έχουν υπομνηματισθεί… [Μεφιστοφελικώς χαμογελεί. Η Ιουλία Σοαιμιάς το πάτωμα θα εναγκαλισθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Στο Βυζάντιο ο Μακρινός δεν εχρίσθη από Σκίρωνα ευμενή… Η Νικομήδεια υπήρξε του κολοφώνα σου η προσφυγή… [Στην πλάτη ως εταίρος και διδάσκαλος τον κτυπεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Οι Αχαιοί δεν συλλάβισαν το αλφάβητο το φοινικικό, αλλά αναστήλωσαν τον ωγύγιο θεό μου!
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Έχω ακούσει πως το Άλφα και το Ωμέγα είναι ο Χριστός… [Με Αιόλου φωνή.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Όχι για εμένα που σε σύμβαση μ’ αυτούς είμαι Εθνικός …
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Τα ιερά γιατί τα ποτίζεις με ποταμούς κρασιών;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Για να νυμφεύσω τον Ίακχο με τον Χριστό…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Οι αξιωματικοί με χειριδωτούς χιτώνες σε κούπες από χρυσό μετακόμισαν τα σπλάχνα των θυσιασθέντων νεκρών και λινά υποδήματα, όπως οι ιεροφάντες στης Φοινίκης τον ναό των χρησμών.
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Αναδράσεις δεν επέφερε μόνον αυτό αλλά και ότι η μητέρα μου ανέλαβε με της γυναικείας κόσμησης τον συρμό και τον διακανονισμό… Μην λησμονείς ότι στον παρατατικό διαιτούσες σε ανάκτορα πολυτελώς και ότι απ’ το ψεύδος στον θρόνο αναρριχήθηκα επιτυχώς! [Θα μεταναστεύσει απ’ την κοινότητα των γυναικών και με τα χέρια στην πλάτη κερί.] Με λεγεώνων χορηγίες από θησαυρό είμαστε εδώ… Ποτέ όπως εσύ δεν ηθικολογώ…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Η Mater Castrarum et Senatus ας διαλογισθεί… [Σε κατάσταση υπνωτικών χαπιών.] Παγώνι και φιλοχρήματη είναι η ακίνητή μου αδελφή… [Η Ιουλία Μαίσα ψαύει της Σοαιμιάδος την κεφαλή και όπως η γλαύξ ομιλεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Στο άγαλμα των κισσών γιατί έβαλες να υπερίπταται η ναυσίκλειτή σου επιγραφή;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Υπεράνω των λέξεων είναι οι Θεοί!
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Με λαμπάδα δεινοσαύρου τους Marcomanni αγχεμαχεί… [Στα μάτια κεντητή.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Βλέπεις οι αστρολόγοι, οι μάγιστροι και η υπερφυσική τελετή… [Την κόρη της επικουρεί απ’ το δάπεδο να σηκωθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Πάντως από αυτούς δεν έμαθα τι θυσιαστήριο ενδέχεται να εξασφαλισθεί… [Η Ιουλία Σοαιμιάς κάτι ψιθυρίζει στης Μαίσα το αυτί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Υπαινίσσεται αυτά απ’ του Ζωτικού την γαμήλια τελετή… [Κόρη και μήτηρ απ’ το ναό σε αποδρομή, ενώ ο Ιεροκλής τις χαιρετεί και τον Ηλιογάβαλο θα επισκεφθεί.]
ΣΚΗΝΗ 3η
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Οι προσήκοντες σου ενορώ πως σ’ έχουν περιποιηθεί… [Προσάπτει ηδυπαθώς το ξανθοβόστρυχό του μαλλί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Μην μου ομιλείς… [Το χέρι του σε αποτροπή.] Έχω συγχυσθεί εραστή … [Αγγίζει τα στήθη του Ιεροκλή.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Με αετού ακτίνες οι κουβέρτες μου έχουν διασκευασθεί… Έχεις αναρωτηθεί ποτέ το γιατί;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Η ράβδος μου αν και ασύλητη διαρκεί ∙ δεν έχει ακόμη παραφθαρεί…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Στα θερινά συμπόσια που από εσένα είχαν διοργανωθεί το πράσινο, το ιριδίζον και το μπλε ήταν σε εναλλαγή…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Στο έαρ όσο θαλπιεί πρασινίζει και στοχάζεται κανείς…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Καμήλες και όνους στον λεώ είχαν από εσένα χαρισθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο καύσων της Αραβίας και ο ταυροκαθάπτης ας προσωποποιηθεί…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Γιατί σε μαξιλάρια δίχως δέρας κουνελιού δεν μπορείς να επαναπαυθείς; [Ο Ηλιογάβαλος θα χασμηθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Προϋποθέτουν στο Μεγάλο Πνεύμα ταπεινότητα και υπακοή… Αποζητώ απ’ τον Θωθ να εγκυμονώ… [Προκλητικώς ομιλεί.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Στα λουτρά που τίκτεις θα καταιγισθείς;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Όχι, αν με ζαφορά δεν έχει ευωδιαστεί! [Κλειδώνει τα μάτια του τάχα για να ονειρευθεί.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Γιατί ρόδα, υάκινθους και νυχτολούλουδα στα διαμερίσματα των συμποσίων είχαν από εσένα βαπτισθεί;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Πάνω απ’ τους τάφους μου σκορπώ ό, τι θάλλει...
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Ο οίνος σου τόσο ηδυμελής αφού έχει αναμειχθεί πεύκο κουκουναριού σε κονιορτό… [Προσποιείται πως τον αέρα ταλασιουργεί.] Γιατί όμως από μαστίχα και φλισκούνι όλες οι υδρίες και τα βάζα έχουν παρασκευασθεί;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο χρυσός σε φειδώ…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Γιατί ως πίθηκος του Απίκιου έτρωγες πτέρνα καμηλών; [Τα χέρια του διπλώνει.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Για να γίνω ωσεί Ηρακλής και αλεξανδρινός ποιητής…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Και τις γλώσσες των παγωνιών και των αηδονιών; [Του Ηλιογάβαλου θα γίνει μετέωρο περιδρομικό.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Απ’ την πανώλη να μην σαβανωθώ και απ’ τον Τρέμοντα Φάωνα στης Ανδρομέδας το στερέωμα να διαφημισθώ…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Πόσο θα ’θελα με κάρες ψιττακών και φασιανών να βαλανευθώ… [Τα σάλια του πώς είναι δρομάδες θα μιμηθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Με την επανάληψη μητρικώς θ’ αγαπηθώ… [Δίνει στο μέτωπο του Ιεροκλή φιλί.] Λυθρίνια από κάρδαμο, τριγωνέλλη και μαϊντανό…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Εσαεί έτρεφες τους κύνες με το συκώτι των χηνών… [Ως τραμουντάνα το δεξί του αυτί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Με την Πειθώ ήθελα πάντοτε να εφοπλισθώ και με φίλους αρχαϊκούς στη Νήσο των Μακάρων όπως τώρα να συνομιλώ…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Επί του παρόντος λεοπαρδάλεις και λεοντιδείς στους καναπέδες σου έχουν μαγειρευτεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Έχουν γαλουχηθεί για το δείπνο το εσπερινό…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Γιατί με μαστούς γουρούνας είχαν συνδυασθεί φακές με όνυχα, φασόλια με κεχριμπάρι, ρύζι με πέρλες και μπιζέλια με χρυσό; [Με ύφος ανακριτή ζηλόφθονου εραστή.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Για την μετάπτωση των ισημεριών και σε Μίδα ν’ ανακατασκευασθούν άπαντες όπως και εγώ…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Πόσοι τεθνεώτες στα προδόρπιά σου με Δία στον Αιγόκερω και βιολέτες που είχαν κατακλυσθεί, για να φθάσουν στου Σινά την ακμή απ’ την αναστρέψιμη οροφή …
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ολίγοι στο Δένδρο της Ζωής όπως εγώ έχουν ανελκυσθεί…[Σε στάση κέδρου θα καταληφθεί.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Και γιατί ενθέτεις πέρλες στους ιχθείς;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Στον ωκεανό αναδιφούσα τον σκορπίουρο και την στίπη την βουρλοειδή… [Ο Ιεροκλής θα κοντοσταθεί και στον λίθο του El Gabal θα παραδώσει ως γερανός ένα φιλί.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Τόσο πολύ κάποτε είχες πιει που όλοι νόμιζαν ότι με την πισίνα είχες συνευρεθεί… Ο λαζουρίτης των πολλών στα κουτάλια σου είχε διαγραφεί… Δέκα μαρούλια και δέκα άρκτοι… [Τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών του αριθμεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Δέκα ώστε στο κρεμμύδι ο κυπρίνος να συναφθεί… Τριάδες τρεις: το θηλυκό, τα αρσενικό και η ενοποιητική αρχή…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Σεφιρά !
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Που είναι ο όχλος, ώστε ο μανδύας του με το Δισκοπότηρο να ραντισθεί; [Κοιτάζει τριγύρω του δίχως να υπάρχει ουδείς.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Ίσως γιατί στον παρακείμενο από ένα άρμα με τέσσερις ελέφαντες επιτύμβια είχαν αλωθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Της μαγιάς η ευλάβεια και η υπόμνηση πάντα ήταν κέδρινη. [Του δίνει με την λόγχη του στο στόμα ένα φιλί.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Γιατί δεν έτρωγες όταν ήσουν στα αγχίαλα μέρη ιχθύ;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Με πέλεκυ το δόντι μου όταν είσαι εκποδών απ’ την εξ’ ανατροπής αγάπη έχεις ανάγκη την Αταργάτη…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Σε σάλτσα γαλαζωπή είχαν βρασθεί τα ψάρια που στο στομάχι σου είχαν ενοικιασθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Γιατί ο Δίας και η Ήρα ταξιδεύουν στον ουρανό, όπως τα μικρά παιδιά που απ’ το στόμα έχουν παιανισθεί…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Και τα θέρη ο Βεζούβιος των χιονιών που κατοικοεδρεύει στον Κήπο των Ηδονών;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Της εκσπερμάτωσης ο Ναός του Θεού κανείς δεν την κυρτώνει ∙ ενώ το παγόβουνό της τον Αύγουστο καμπυλώνει… [Η καρδιά του μ’ έναν Ζέφυρο μοιάζει να έχει αποφορτισθεί.] Με την ίδια γυνή πλην της εννόμου συζύγου ποτέ το δις εξαμαρτείν…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Με τον ίδιο άνδρα;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Νήριθμες φορές γιατί είναι θεώρημα αποστολικό… Ακόμη και αυτός ο… [Ξύνει την κεφαλή για να θυμηθεί.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Ο Χριστός;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ναι… Αυτός ο Χριστός… [Φαίνεται πως ούτε η θεωρίη του, ούτε ο ίδιος στο δενδρολίβανό του δύναται ν’ ανακληθεί.] Για μοιχεία μεταξύ αγοριών είχε ειπωθεί τίποτε από Αυτόν;
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Αν το είχε πει κάπου θα είχε καταγραφεί… [Μοιάζει ν’ απορεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ώρα να δειπνήσουμε γιατί το στομάχι μου θα διαμαρτυρηθεί! [Χειροκροτεί.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Όπως τα επιδόρπια από ξύλο, μάρμαρο, λίθο και πηλό;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Εδωδιμοβλεψίες ήθελα όλοι να είχαν γεωτρηθεί… Στο τέλος ένιβαν τα χέρια τους απ’ του ιππολεκτρύονος την τροφή…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Ευτυχώς που ελεφαντοστούν ή κερί δεν είχαν πιει… [Γελάει.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Πόσοι όμως απ’ τους λύκους μου δεν είχαν συναυλισθεί από σκύμνους, λεοπαρδάλεις και αρκούδες πριν το εγερτήριο της Αυγής; [Μοιάζει τον αόριστο ν’ αναπολεί.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Πόσοι στης ενυδρίδος τον τροχό με την κατάδυση και την ανάδυση δεν έγιναν ιχθείς;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Απ’ τον Λακεδαιμόνιο λίθο και τον πορφυρίτη του Παλατιού μου το κενό … [Βυθισμένος στο σύμπαν του το ιδιωτικό.] Επιτέλεσα όμως πάρεργο διαστρωματικό όταν εξαγόραζα και εξέλυα εταίρες απ’ τον μαστροπό…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Τρεις aurei κατέδωσες σε κάθε πόρνη και σε κίναιδους όλων των μεγεθών… (Γελάει με ηδονή.)
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Για να ενταχθούν στον κύκλο τον καμπαλιστικό…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Το ένδυμά σου δεν είναι πια λινό… [Ένα μέρος του από εκείνον θα ιχνηλατηθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Δεν είθισται να επαιτώ αλλά στα δείπνα φορώ χιτώνα Δαλματικό και σηροτροφικό… [Με έπαρση.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Γέρας παρέδιδες σ’ όποιον Σπάρτακο συγκέντρωνε εκατό χιλιάδες κιλά ιστού αραχνών… (Γελάει.)
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Είμαι ο Ώρος και ο Ρα που με τα στάχια μου προς όλες τις διευθύνσεις την Κλυτία ακτινοβολώ! [Μία μύγα στο μέτωπο τον ενοχλεί. Ταξιδεύει όμως στο δάκτυλο του, αφού από εκείνον συλληφθεί.]. Άλλη μία απ’ τον κλωνοποιημένο αριθμό των κατοικίδιων μελισσών…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Ίσως να’ ναι ο Κύρης των μυγών! [Σφυρίζει.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο μυγοδιώκτης που τον Σεθ εξασθενώ…
[Αποχωρούν αφού έχουν αγκαλιασθεί απ’ τον αυτοκρατορικό ναό.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΣΚΗΝΗ 1η
[Ο Ηλιογάβαλος στα λουτρά του με κερασιάς περιβολή θα παρουσιασθεί. Του νίβει την ωμοπλάτη μ’ ένα σφουγγάρι ο Ιεροκλής.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ξέρεις τι δέομαι Ιεροκλή; Με χειρουργείο οι ιατροί να μου έκαναν στο σώμα εκτομή εκεί…[Το αριστερό του χέρι στα ύδατα το υποβρυχιοποιεί και ο Πρίαπός του από αυτό θα διαπιστευθεί.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Ορχιδέα και κοντάρι σ’ ένα νόμισμα μαζί; Δεν έχουν φύλο οι Επτά Ουρανοί των εξαπτερυγών οι πλαστοί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Κομποσκοινιού Ομόνοια σφραγιστή…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Της νυκτερίδος η φύση σου θα ήταν απ’ τους Ρωμαίους πολίτες υποφερτή;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Nemo me impune lacessit. [Σφίγγει το δεξιό του χέρι και υφαρπάζει τον σπόγγο απ’ τα χέρια του Ιεροκλή. Μακριά απ’ το λουτρό αυτό θα εξακοντισθεί.] Οι Κυριαρχίες δεν γνωρίζουν νομική…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Γι’ αυτό τα δειλινά γίνεσαι ελευθερίων τεχνών Μητέρα- Γη;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Την Κεράστη γητεύω και καμίνι όταν την Ταχράν συντροφιά έχω! [Αδρομερώς τον παρατηρεί.] Δεν βλέπω ζυγωματικά επάνω σου ερυθρά! [Ο Ηλιογάβαλος με τα χέρια του το ύδωρ των λουτρών θα χαστουκίσει, ώστε το πρόσωπο του Ιεροκλή να ενυδατωθεί.] Αφού ελκύεσαι απ’ τον Σιτρί δεν είσαι αξιοπρεπής! Πόσο υπερέχεις απ’ την αυλή μου που ήσαν άνδρες απ’ τον υετό ενδεείς!
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Οι γέροντες νεοπλατωνικοί για τις νύφες τους είχαν υπερηφανευθεί! Εύρηκα! Με τον Ζωτικό είχες συνάψει κάποια στιγμή γάμων τελετή… [Ως νήσσα στο νερό.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Οι κυνικοί και οι άνδρες Νώε ηθικής σίγουρα στο αποκορύφωμά τους όπως εγώ δεν θα είχαν σεξουαλικώς πειραματισθεί… [Ο Ηλιογάβαλος εξέρχεται του λουτρού με στολή νεόδμητου μωρού.] Δεν έχεις όμως από εμένα απογαλακτισθεί ∙ γι’ αυτό κάνουμε την κάθαρση μαζί… [Ενδύεται ενός χιτώνος όσο ο Ιεροκλής στο λουτρό ενοικεί.] Ο Σκιπίων και εγώ το ένα και το αυτό!
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Ποτέ δεν προσαρτείς ένδυμα από εξαγνισμού λινό…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Θα ήταν για έναν επαίτη υποβιβαστικό! [Έχει παρενοχληθεί ελαφρώς.] Οι ομοναύτες μου όμως είχαν απολαβή, αφού προσευχήθηκαν στης Έμμεσης τον θεό!
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Ασελγή μειράκια σε συνοδεύουν και κίναιδοι όλων των κατηγοριών…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Στην Μύλιττα δεν μπορώ ν’ αντισταθώ… [Αυτοθαυμάζεται μπροστά σ’ ένα κάτοπτρο πρισματικό.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Και ο Νάρκισσος; [Τάχα αγνοών και στη ουσία αδιαφορών.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Κρεμάστηκε στον δικό του ποταμό… Όπως ο Ζωτικός δεν ανυψώθηκε για να γευματίσει τον αβρόπηνό μου ουρανό. [Το δάκτυλο της μέσης του δεξιού του χεριού στο στόμα θα εκτεθεί.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Το σώμα σου γιατί έχει αποτριχωθεί; [Ο Ηλιογάβαλος τα πόδια του θα περιεργασθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ένας αυτοκράτωρ το ανέφικτο θα έπρεπε να υποδυθεί, ώστε στον διαβήτη τετράποδο να σχηματισθεί…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Γιατί άνδρες με του Ευρίπου τα μεγέθη στο παλάτι σου είχαν τορνευτεί;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Το στερέωμά τους χρειάζονται οι αστερισμοί! [Παίρνει έκφραση στο πρόσωπό του παρόμοια μ’ εκείνη που η Γαληναίη είχε φιλοτεχνηθεί. Θα βγει με την σειρά του απ’ το λουτρό ο Ιεροκλής. Μία περισκελίδα γοργά φορεί. Ο Ηλιογάβαλος στον καβάλο τον συναντεί.] Έτσι το φεστιβάλ της Flora θα εορτασθεί! [Την φενάκη αφαιρεί απ’ την κεφαλή, ώστε στα μάτια να βαφτεί.] Η άνασσα του Ιεροκλή σε ταβέρνες και πορνεία σε λίγο θα προαχθεί…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Η πτώση μου απ’ το άρμα κάποτε έδωσε διαπιστευτήρια στην δική σου προσευχή… [Ο Ηλιογάβαλος παραδίδει στον Ιεροκλή ενός ασβεστόλιθου σκοινί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Επιθυμώ τα χέρια και τα πόδια μου σ’ ένα λεπτό να έχουν επιδεθεί! [Ο Ιεροκλής το πράττει αυτοστιγμεί.] Μια σανίδα απ’ τα χέρια σου με τα πόδια μου να γεφυρωθεί ! [Όπερ και εγένετο.] Το αριστερό και το μάτι το δεξί θέλω να γρονθοκοπηθεί! [Ο Ιεροκλής αμέσως θα υποταχθεί.] Η μήτρα αυτή είναι διεγερτική…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Και όχι βραδυφλεγής; Μου ήταν απεχθής του Ζωτικού η τέχνη η μαγειρική…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Είχε κορμοστασιά Μενορά και Ολυμπιακή. [Ο Ιεροκλής την πλάτη του κρούει με του Τυφώνος την ορμή.] Με γιρλάντες στο φεστιβάλ είχε βραβευθεί ! [Το ίδιο.] Με την λάμψη των πυρσών είχε φωτισθεί! [Το ίδιο.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Η κυρία του κυρίου μου επιγράφει μια άβρυτη βοή!
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Στο στήθος του Ζωτικού είχα πλαγιασθεί…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Η ακροποσθία του ήταν επισφαλής…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Αυτός που με πύθωνες οινοχοεί πταίει για του Ζωτικού τη νύκτα ντροπής! [Με δίαυλο πυκτή.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Όλοι οι τίτλοι του είχαν αναιρεθεί και έξω απ’ το παλάτι και την Ρώμη κρύβδην έχει οδηγηθεί… [Με ηδονή.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Αυτό ίσως να του περισώσει την ζωή …
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Το σώμα σου όπως και το δικό μου θα ακρωτηριασθεί… Γιατί όμως θώκους κυμβάλων υπευθυνότητος κατέχουν οι ηνίοχοι, οι γελωτοποιοί και οι ηθοποιοί;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Γιατί ραδίως απ’ ό, τι τεκμαίρομαι έχουν δημοπρατηθεί.
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Εν κατακλείδι ο Αλέξανδρος έχει υϊοθετηθεί …
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Απ’ τον El Gabal μου είχε διαταχθεί ότι ο οίκος μου απ’ την μελαγχολία θ’ απαλλαχθεί… [Ως θεός.]
ΣΚΗΝΗ 2η
[Η Ιουλία Σοαιμιάς στην σκηνή σε καταδρομή. Ο Ιεροκλής μία υπόκλιση της ποιεί και απ’ τα λουτρά υποχωρεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Μεγαλοπρεπέστερη απ’ της μητρός σου τον μάρσιπο η τουλίπα σου προς τον εραστή;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Στα μάτια του διορώ την φτερούγα σου, τα Χερουβείμ και την μητρική σχισμή…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Τέκνον μου λώρο ομφάλιο δεν μπορούμε να έχουμε ομοαιματικό…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Για τους θεούς δεν υπήρχε άρση του απαγορευτικού. [Πηγαίνει σε μια γωνία και θρηνωδεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Με τον El Gabal δεν φλέγεσαι ν’ αναμετρηθείς;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Αγνοώ αν δύναμαι να σταθώ αντάξιός του ή να γίνω ένα με αυτόν…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Δεν τεκνοποιείς…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Με της Αμάλθειας το κέρας θα στεφθώ όταν θ’ αποκτήσω απ’ το έτερον μου ήμισυ υϊό…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Δίχως βλήματα για καρποδόχη λέει πως είσαι ο στρατός…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο στρατός! Ο στρατός! [Στα στήθη του τα χέρια του έχουν προσδεθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Σε επικρίνουν πολλοί ότι δαπάνησες απ’ τον αυτοκρατορικό θησαυρό χρήμα πολύ, ώστε ιππείς, γερουσία και συγκλητικοί να έχουν φιλοδωρηθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Μ’ αυτό κάθε τι μπορεί να εξωνηθεί… Απ’ την ανάρρηση στον θρόνο μου τούτο μπορεί ν’ αποδειχθεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Ποιοι πανηγυρικοί είναι αληθείς;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Αν υπήρχε αλήθεια θα ήταν όλοι οι άνθρωποι παντοκράτορες θεοί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Τι να είναι άραγε πέραν αυτής; Πενήντα και μία τίγρεις και ένας ελέφας απ’ το χέρι σου είχαν σφαγιασθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Του οπάλιου η χειρ… Δεν θα πεθαίναμε ποτέ αν ήμασταν θεοί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Και αν είμαστε αλλά δεν μας έχει δημοσιοποιηθεί;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Υπάρχει και αυτή η εκδοχή… Γι’ αυτό οι θεοί απ’ τους θνητούς είναι λατρευτοί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Τόσες προτομές νεανίσκων απ’ το χέρι σου είχαν διατρηθεί…[Με διάτασης φωνή.] Γιατί τάϊζες με οβελίσκους από σάρκα και κογχύλια τα οφιοειδή;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Στον καταρράκτη και στα γάντια από γιασεμί έδιδα φορβία με της επικέντρωσης την αστραπή και με το καπίστρι που επαγρυπνεί. [Με ύφος μαντατοφόρου.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Τα οφιοειδή;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο ουραβόρος την Κοσμική μου Σημύδα φρουρεί, ώστε ο αρουραίος εαυτός μου να καταβαραθρωθεί… [Η μήτηρ του από αυτόν ως κοάλα θα θωπευτεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Στην Ρώμη μία Αθάνατη με Άνκι, στο αέτωμα ενός ναού είχε σημειωθεί έναν «Καταβροχθιστή» να οδηγεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ίσως γιατί απ’ τον Ανούβη στον Χεπερά ν’ αγγελιαφορεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Αν θυμηθείς ο Gannys είχε κατακρεουργηθεί γιατί διέτεινε με συμβόλαιο σε χρυσόλιθο και ολιβίνη να διασφηνωθείς…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Στις επτά βαθμίδες του Λευΐ οι αμαρτωλοί …
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Ως όγδοη ποια θα διασφαλισθεί; [Κάμπτει την πλάτη της όταν τον ερωτεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Να βρίσκεις τεχνικές και ατραπούς, ώστε ο ανήρ με αυτές να διασωληνωθεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Αυτό δεν είναι του απόστολου Παύλου διδαχή…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Είναι όμως παγανιστική… [Γελάει.] Το ζήτημα είναι μια δίοδο να διαιτείς, ώστε στο δακτυλίδι σου τα πάντα να έχουν εγκλωβισθεί… [Το δακτυλίδι του με γενοτυφία το διατιμεί.] Αυτό μου έχει απ’ τον θεό επιδοθεί, ώστε τα πλήθη γύρω μου να έχουν εκκλησιασθεί …
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Όπως τον Αυρήλιο Helix τον περιβόητο αθλητή;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ακριβώς όπως αυτή! [Ως ενοσίχθων στα στήθη του θα πληχθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Ο Ηλείοι όμως στο στάδιο τους κανέναν δεν είχαν καλέσει ελκωτικοί, απ’ το γεγονός ότι θ’ αποδειχθεί αλκιμότερος του Ηρακλή…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Σε διεκβολή το μονοπάτι του σκαντζόχοιρου και όχι του Ιωφιήλ… [Η Ιουλία Σοαιμιάς το δακτυλίδι στο χέρι του θ’ ασπασθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Γιατί για διάπυρα νομίσματα είσαι κοθρής;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Αναμένω οιονεί αρματηλάτης το ζιρκόνιο του μόλυβδου και του ζενίθ… [Πανθορά κατά γης και ύστερα σε νεφέλωμα γίνονται οι οφθαλμοί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Μήπως ο Μακρινός – όταν η κεφαλή του Ιουλιανού του είχε επιστραφεί πως ο νους σου απ’ τα άλογα είναι σε διεμβολή με επιστολή του προς την Σύγκλητο θα δικαιωθεί;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Πάντως σε περιστέρι επιστολικό δεν είχα μεταμφιεσθεί, ούτε στην Καππαδοκία το alter ego μου θα εκτελεστεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Για την Παρθένο της Εστίας συνέλαβαν την ρωμαϊκή κοινωνία λαίλαπας αγριόχοιρων πυρσοί… [Με τετράγωνη ηθική.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Με φλάουτα από εκείνη και εμένα ή φλαμουριές νόμιζα ότι θα γεννηθούν θεοί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Γνωρίζεις ότι ο νόμος ορίζει να ταφεί ζωντανή αν έλθει σε συνουσία χωρίς να έχει μνηστευθεί; [Μοιάζει σα να τον προειδοποιεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο Deus Sol Invictus ένα παιδί που στεφάνι γιρλαντών φορεί θα κόμιζε στην άλω του γάμου τελετή την αμυγδαλωτή…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Ξενηλάτρια θα γίνω στην αυλή, ώστε στον Σαβάζιο ένα στεφάνι από μάραθο να αφιερωθεί… Στον αρκευθό μου θα προστεθείς;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Συναινώ στου γονέα μου την εντολή. [Αποχωρούν αμφότεροι απ’ την σκηνή.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ 1η
[Ο Ηλιογάβαλος στην κλίνη του. Κρέας ιχθύων και στρειδιών στο στομάχι του διελαύνει. Η Ιουλία Μαίσα στο δωμάτιο του δυσκέλαδη προελαύνει.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Απ’ τα ομοανδρικά σου καρναβάλια έχουν μιανθεί οι Πραιτοριανοί! [Τον κόρυμβο των μαλλιών της βυσσοδομεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Όπως όλοι και εκείνη στις Ηράκλειες Στήλες ακροβατεί! [Συνεχίζει ως Άτλας να δειπνεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Το Ιανουάριο ηλιοστάσι είναι των αμυγδαλιών ανδρών οι οχετοί. Αν κατ’ αυτόν τον τρόπο ο περίακτος του κόσμου σου συνεχισθεί η πυραμίδα σου θα εκθρονισθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Οι σφόνδυλοι της ατράκτου μου δεν έχουν στα θέμεθλά τους κλονισθεί. Κάθε αγόρι είναι ανεικονική ζωγραφική και διόλου αμεθυστική.
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Ανίερη μπορεί... [Στην κλίνη του θ’ αγκυροβοληθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Να μην βυθοσκοπείς ότι ελέω θεού κατάγονται του El Gabal οι ύπατοι ιερείς. Η σφύρα μου δεν πρόκειται να υπεξαιρεθεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Τόσοι και τόσοι αυτοκράτορες το τέλος του Σεθ είχαν μιμηθεί… Απ’ την μυθολογία την φαραωνική σε τίποτε δεν έχεις μυσταγωγηθεί;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο Νέρων ήταν δίχως νεφρίτη ποιητής… Ο Καλιγούλας νοοδιφυής… [Το πιάτο με το δάπεδο θα συνευρεθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Μ’ εσένα κάθε σύνορο έχει πλέον καταπατηθεί… Όλοι σου οι ευνοούμενοι είχαν συνεπιφέρει της δυναστικής κλίμακας την χάριτα την ηφαιστειακή…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Γιατί είναι ταπεινής και αλλότριας διαγωγής…Έστω και αν δρύπτομαι απ’ την Φαυστίνα τον κράταιγο στο νου μου ως Θερμοπύλες τον τιμώ!
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Σίγουρα όμως η Ακύλια Σεβέρα για το ρουμπίνι της από εσένα δεν είχε δηωθεί… Υπήρχαν διαδόσεις πως την Ωραία Ελένη είχε προφασισθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Είναι αναληθές ότι δια της βίας με τον ρόμβο της είχα συνενωθεί… [Με μομφή.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Κάθε θρησκευτικό όρκο απεμπολείς! Όποια Εστιάδα τον όρκο της παρθενίας παραβεί ο νόμος επιτάσσει πως στο Forum θα έπρεπε να ραπισθεί και να καταδικασθεί σε ειρκτή…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Οι επινομίδες πλαστουργήθηκαν για τους ανθρώπους ∙ όχι οι άνθρωποι για τους νόμους… [Απ’ την κλίνη του θα εγερθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Αν και ειδωλοτιμείς με σάβανα επιχειρηματολογείς…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Θ’ αποπειραθώ να γίνω μπαμπουΐνος του Αλέξανδρου Σεβήρου που η μήτηρ του απ’ τον Χαλκέντερο έχει επιστεγασθεί… [Η κεφαλή στην ωλένη του την αρρενωπή θα προσορμισθεί.] Παύσε πια να ψαλμωδείς! Με ενοχλείς!
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Χωρίς το δοκάρι μου στον θρόνο δεν θα είχες ανεβεί! [Με δόνακος φωνή. Ο Ηλιογάβαλος της δείχνει το δακτυλίδι που μ’ αυτό όλα τα κινεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Αυτό και μόνον επαρκεί, ώστε ο ανασκολοπισμός σου να διορισθεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Τον άνδρα της Φαυστίνας που έδρυπτες της έχεις απαγορεύσει να θρηνεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Δεν είσαι περισσότερο από εμένα χριστογραμματική… [Με λαζουρίτη εύνοια το χέρι του κολυμπεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Η Ιουλία Κορνηλία;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ήταν τω όντι πλατάνι και μυρσίνη δοξαστική αν και με δική σου υπόδειξη είχαμε πλεξουδαποιηθεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Εκείνη η τελετή ήταν όπως η φοινικιά πυγολαμπίς.
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Την απέπεμψα γιατί η κοιλάδα της διερεύνησα πως είχε κηλιδωθεί. Απ’ την Ακυλία Σεβέρα όμως αιτούσα παίδες θεοπρεπείς…
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Μετά απ’ όσα ακούω πιστεύω πως ο εξάδελφός σου ο Αλέξανδρος Σεβήρος σε Καίσαρα έπρεπε από εσένα ν’ αναγορευθεί, ώστε στα ιερατικά σου δελτία να προσδεθείς…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Αν στην Γεωργία και στην Πρωτομαγιά επικεντρωθεί… [Με ύφος αλωπεκής.] Η Ιουλία Αβίτα Μαμαία τ’ αργύρια αγάπησε πολύ όπως και εσύ…
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Ως Πυθία τίποτε από εσένα μην λεχθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο Αλέξανδρος είναι λυχνία και στην μολόχα ζει... Μην διχογνωμείς… Μπορεί απ’ τον στρατό στο αβέβηλο των Λαρητών να προκριθεί… [Στου ιδιωτικού του κόσμου τον κευθμό ομιλεί.] Απ’ τον Ορφέα, τον Αβραάμ και τον Χριστό η ανθρωπότητα ίσως ευεργετηθεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Νομίζω ότι αρχίζεις να παραληρείς…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ίσως αν σε είκοσι και οκτώ πασσάλων χορούς επιδοθεί το διάταγμά σου εκπληρωθεί… [Το πηγούνι του με την γουστέρα χείρα του το κτυπεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Η Ιουλία Αβίτα Μαμαία από τέτοιες δραστηριότητες περικεφαλαία θα του επιθέσει, για να μην σταυρωθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Τέτοιες πρακτικές για Αντωνίνους απρεπείς; [Σιγοσφυρίζει αφού με το ένα πόδι σε τρίγωνο στον τοίχο προσγειωθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Ναι, γιατί με αυτοπειθαρχία έχει σκληραγωγηθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Τον εποφθαλμιώ γιατί με του Σενέκα και του Φερεκύδη την εγκύκλιο έχει προικισθεί… [Οι οφθαλμοί του κλειδωτοί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Οι μύες του έχουν σμιλευθεί στις πάλαιστρες και την γυμναστική…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Η Μαμαία…. Η Μαμαία… [Με μανία οχεντρική.] Χάριν σ’ αυτήν ο Αλέξανδρος Σεβήρος μάγειρες χρησιμοποιεί και οινοχόους από κληροδοτήματος συλλογή… [Λαμβάνει μια κούπα έρημη από κρασί που στο κρεβάτι του είχε αφεθεί και με περιπαικτική υφή δηριεί πως θα το πιει.] Με την διαλλακτικότητα και τις τέχνες του τις χειρωνακτικές έχω εξοργισθεί… Μα με αυτόν ο Ηλιογάβαλος θα διαγωνισθεί και θα εξετασθεί… Ας είναι αφού απ’ τον Αδωναΐ έχει προεπιλεγεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Ναι… [Ως τσακάλι που καραδοκεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Καίσαρ θα στεφθεί… Γνωστοποίησε στην Αβίτα Μαμαία πως είμαι δαήμων ότι ο στρατός από εκείνην έχει δωροδοκηθεί… Το πηγούνι μου όμως θα πρέπει επειγόντως να ξυριστεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Κάποια γυνή σε εκλιπαρεί το βαρβαρικό σου ένδυμα να το κάνεις λιβελούλη σε ρωμαϊκό… Στην μητέρα σου παρά σ’ εσένα είναι πιο ταιριαστό… [Ο Ηλιογάβαλος εκτός φρενών.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Θα γεμίσω με μωσαϊκό μπαχαρικών, αφού την αυγή γίνει όλεθρος αμνών και βοοειδών. [Εξορίζει απ’ το παπούτσι του ένα ξιφίδιο και με τους δακτυλίους των χεριών του παίζει με αυτό.]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΙΣΑ
Δεν μετανοείς… Σε δίεση είναι ο αριθμός των εξήντα αποδημητικών βαγονιών... Όλη η περιουσία μας κοντεύει σε χρεοκοπία να περιέλθει στις γλώσσες ουρανίσκων και μαστροπών…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Η βασιλική μου παλάμη θα συσφίξει την κοινοτική… [Με ηδονή η Ιουλία Μαίσα απ’ την σκηνή θ’ αποσυρθεί, ενώ ο Ηλιογάβαλος παίζει μ’ ένα μήλο που βρήκε καταγής.] Η δωρεά των Εσπερίδων μ’ έφερε στη γη…[Μονολογεί.] Η Ήβη… Η αδαμιαία περιβολή… Το πνεύμα θα γίνει δάφνη αν κάποιο άλλο υποδυθεί, για να γίνει πειραματική σχολή … [Η Ιουλία Σοαιμιάς στο δώμα του διωλένιος θα παρουσιασθεί και τον Ηλιογάβαλο στο μπαλκόνι αυτή τη νύχτα την θερινή οδηγεί. Το ουράνιο στερέωμα και απ’ τους δύο θα εποπτευθεί.]
ΣΚΗΝΗ 2η
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Στον ήχο των φρύνων με τον αιματίτη η νύχτα με την σελήνη- δίδυμη αδελφή!
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Τρεις πυρσοί στον κήπο έχουν αναρτηθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Απ’ τον Αχερνάρ έχω εφελκυσθεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Και ο Φομαλώ απ’ τον Σου σε φιλεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Με τον Κάνωπο στην κεφαλή το σώμα μου ασθενεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Του Οσίρεως ο αστήρ… [Θα του υποδειχθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο δαίων κούκος τα πάντα εκτελεί και απ’ τις καμήλες το γάλα αφαιρεί …
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Το Άλφα του Κενταύρου εσένα υπηρετεί, ο διάκτοράς σου ο φάληρος θα προσευχηθεί και ο αγαθοδαίμονάς σου εαυτός θα προφυλαχθεί από αυτόν…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ξέρεις ότι ο Κάνωπος είχε νεκρωθεί και στην Αίγυπτο μνημείο του είχε ανεγερθεί;
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Μ’ εσένα τα πάντα για τον εξάκτινο αστέρα έχουν μαθευτεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Στην Κρήτη έχει ιδωθεί… [Ψηλαφεί το μαλλί.] Η κόμη της Βερενίκης που θα παρουσιασθεί;
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Απ’ την θεά – βαλεριανή έχεις ευλογηθεί όπως και αυτή… Απ’ τον Πτολεμαίο τον Κοινωφελή το πλουμιστό μαλλί της είχε αφιερωθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ίσως στην Ακουαμαρίνα να είναι η δική μου καταγωγή… Η Aurora Bοrealis… Το μαγνάδι μου στην κεφαλή εμποιεί να γίνω φαίδιμος αστήρ στον Ουρανό και στη Γη … [Έκθαμβος.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Είναι από εδώ διακριτή;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Όχι, αλλά έτσι την είχα οραματισθεί… Κυριαρχία των δαιμόνων καταδιωκτική…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Ίσως γιατί είναι υδραργυρική…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Αυτή είναι η απόχρωσή μου η αλληγορική. Αιγίδων νέρτερων και πηγαδιών στοών της Νουτ αντικατοπτρική…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Η Corona Borealis ;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Δώρο – στεφάνι του Διονύσου στην Αριάδνη.
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Και όχι διάδημα στην κεφαλή της Εσθήρ;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Κάθετη ερμηνεία και αυτή…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
In hoc signo…[Ο τρίτος της οφθαλμός σ’ εκείνον θα υπογραμμισθεί.] Ένα πνεύμα παρεμφερές με του Μεγάλου Αλεξάνδρου έγινε αισθητό στης Μοισίας και στης Θράκης την περιοχή…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Υϊός του Διός απ’ της Αιγύπτου τους ιερείς είχε προσαγορευθεί. [Δακρυτί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Βάκχους με τετρακόσιους ακολούθους και νεβρίδες με θυρεό, αλλά δεν έσπειρε άκανθο γαϊδουρινό…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Τότε θα είχε έλθει με πρόθεμα θύρσο… [Της φιλεί το χέρι αφού εκδιπλωθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Μάθε ότι τα οικήματα και οι προμήθειες για το Πνεύμα αυτό σε κρατικές δαπάνες καταλογίσθηκαν και αυτό έγινε αποδεκτό… [Με παπαρούνας φωνή.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ακραφέτησε ως το Βυζάντιο με όχημα μεταγωγικό…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Εν μια νυκτί ιερουργίη ποιεί και με άτι από ξύλο είχε εξαφανισθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Γι’ αυτό είμαι απήγανος και ευσεβής. Η ματιά μου τίτλους από Καρχηδονιακούς και εντόσθια με φλέβες εβονίτη δεν επιθυμεί…
Τους δράκοντες τουλάχιστον έχω υπερπηδήσει στην ημέτερή μου κεφαλή… Έχει γίνει απτό του πολικού αστέρα το κουπί… [Προσπαθεί με τα χέρια του στα ακάλυπτα του μέρη να θερμανθεί.] Το κορμί μας στα ανάκτορα ας ενσωματωθεί για να ηλιοεπουλωθεί… [Απ’ το μπαλκόνι και οι δύο στο δώμα του Ηλιογάβαλου σε προσφυγή, ενώ χαμηλώνουν τα φώτα της σκηνής.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΣΚΗΝΗ 1η
[Ο Ηλιογάβαλος σ’ επιφυλακή στα χέρια του λαμνοκοπεί ένα από ερυθρό μετάξι σκοινί, ενώ με γυμνοσάλιαγκος περιβολή σε ραστώνη στο ανάκλιντρο ο Ιεροκλής.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο Αλέξανδρος απ’ τους στρατιώτες έχει εκλεχθεί… [Με συριγμού φωνή.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Από Σύριους ιερείς ότι πρόωρα θα πεθάνεις έχει προφητευθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Η Νέμεσις εντός σου δηρή έχει εμφυτευθεί… Το Ωμέγα μου νιώθω πως θα λιωθεί… [Το δακτυλίδι του επιθεωρεί και αναθέτει στην κεφαλή ως ταινία ένα σκοινί.] Της τίγρεως το μάτι μου προσδιορίζει το μέλλον τι μου επιφυλάσσει…
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Ο πυλώνας με τις επιχρυσωμένες τάβλες μια Βαβέλ ήταν, παρόλο που χέρι έκθεσης για ν’ αυτοχειριασθείς τον είχε συσκευάσει! [Θωπεύει τον εαυτό του απ’ τα στήθη του ως την κατωφέρεια την βουβωνική.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Πάντα ήταν λόγχη από χρυσό το δικό σου κουκουνάρι! [Το φιλοπαίγμον σημείο λαγνουργεί.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Αφού το «Βιβλίο της Σοφίας» του Απολλώνιου Τυανέα απ’ τις γυναίκες επιτάσσει αποχή. [Ως βροχή.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Μάθε πως όταν μια γυνή ευρίσκεται σε έμμηνο ροή ξεραίνονται οι ελάτες που πελάζει. [Στα χέρια του απ’ το τραπέζι έναν κεραυνό με κώνειο από σμαράγδι πιάνει.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Γιατί ο Αλέξανδρος Σεβήρος να’ ναι η ποιμαντορική ράβδος της Βριτομάρτης; Γιατί απ’ την Σύγκλητο, τους στρατιώτες και τους ιππείς αριστίνδην να έχει αγαπηθεί και όλοι να τον έχουν αποδεχθεί; [Εξωθεί αναστεναγμούς ηδονής.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Να σκοτωθεί είτε στον Σιλωάμ, είτε με του Ουραίου την δωρεή, είτε με τον Δαμοκλή έδωσα στην φρουρά την αλφάβητο διαταγή. Το όνομα του Καίσαρα απ’ τον Αλέξανδρο Σεβήρο απαίτησα ν’ αποσυρθεί! [Ουρλιάζει.]
ΙΕΡΟΚΛΗΣ
Και σε τι αποσκοπεί με λάσπη να επαλείψουν των αγαλμάτων του την επιγραφή; [Με τα χέρια του ιδρώτα του ο τρόμος θα διασκορπισθεί, ώστε απ’ το φορτίο του ν’ απορροφηθεί, ενώ η έκστασή του η αυτοϊκανοποιητική έχει ολοκληρωθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Απ’ τον Κατανικοταήλ έχουμε προσβληθεί, μα η Spes Vetus με τους κήπους της είναι Μενχίρ. Πόσο θα ’θελα να κάνω του Πέλοπος την άσκηση την πρακτική!
ΣΚΗΝΗ 2η
[Σάλος έξω απ’ τα δώματα του αυτοκράτορα θα διαδοθεί. Επισημαίνεται στους κήπους του στρατηλατική επιδρομή. Ο Ηλιογάβαλος με τα γόνατα λυγισμένα σ’ ένα παραπέτασμα θα βρεθεί. Παραλλήλως θα πραγματοποιηθεί του Αντιοχιανού η εισδοχή.]
ΑΝΤΙΟΧΙΑΝΟΣ
Ave Caesar! [Κάνει τον χαιρετισμό τον προσφιλή.] Επανέλαβα στους στρατώνες ότι στον Αυτοκράτορα οφείλουν όρκο υποταγής! [Παρατηρώντας μόνον τον Ιεροκλή. Ο Ηλιογάβαλος βαθμηδόν θα ξεπροβληθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Σω… Σωστά… Ομι… Ομιλείς… [Απολιθωμένος φλοιός και με παραφωνίας χορδή.]
ΑΝΤΙΟΧΙΑΝΟΣ
Η ζωή σας ως αυτοκράτωρ θα διαφυλαχθεί αν ο Ιεροκλής από εσάς ανεξαρτητοποιηθεί, όπως όλοι οι ηνίοχοι και οι ηθοποιοί… Το στρατόπεδο την επάνοδό σας απαιτεί στην κυοφορούσα ξίφος με ζυγό και δεμένα μάτια γυνή διαπνοή. [Ο Ηλιογάβαλος κοιτάζει με δάκρυα τον Ιεροκλή, ενώ είναι οι λυγμοί του εμφανείς.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Κάτι άλλο ο αυτοκράτωρ θα πρέπει να υποσχεθεί; [Σα να έχει ταπεινωθεί.]
ΑΝΤΙΟΧΙΑΝΟΣ
Ο Αλέξανδρος Σεβήρος απ’ τους φίλους σας να είναι σε εμβέλεια μακρινή, ώστε τα Σόδομα και τα Γόμορρά σας να μην προσεταιρισθεί … [Ο Ηλιογάβαλος πλησιάζει τον Ιεροκλή και του σφραγίζει το στόμα μ’ ένα φιλί. Μαζί με τον Αντιοχιανό απ’ την σκηνή αποχωρεί.]
ΣΚΗΝΗ 3η
[Το δειλινό της 11- 3- 222 μ.Χ. θα διαδραματισθεί. Στην μοναστηριακή από ανθρώπου Σύγκλητο ο Ηλιογάβαλος με την μητέρα του συνομιλεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Πιστεύεις ότι η εντολή που έδωσες στην Σύγκλητο να εγκαταλείψει το άστυ ήταν γυνή με την τριπλή κεφαλή που τον Σολομώντα στα χέρια της έχει και κάτοπτρο κρατεί;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ποτέ δεν σου συγχώρησαν την συμμετοχή σου σε αυτήν…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Γιατί απαρνήθηκες το Καπιτώλιο να επισκεφθείς για των αφιερωμάτων της πολιτείας την απολαβή και να διευθύνεις την τελετή;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο πραίτωρ της πόλης έχει σκάλα σπειροειδή και αναπληρωματική. [Με τις χείρες στην πλάτη την μητέρα του δορυφορεί.] Τον Αλέξανδρο αν έκτεινα η Σύγκλητος σε κάποιον άλλον θα είχε στραφεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Υϊέ μου απ’ τον εαυτό σου θα σκοτωθείς. Αρνιέσαι την φύτρα σου την Ολυμπιακή με την απόφασή σου το χρίσμα του εξάδελφού σου σε συναυτοκράτορα ν’ ακυρωθεί… Στον υπόνομο θα βυθισθείς… [Με το χέρι της τον ώμο του να προελαύνει σταματεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Όπως η Ιουλία Μαίσα αρχίζεις να ωδείς… [Σα ’να ’χει η ψυχή του γαληνευθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Το τέρμα σου θα είναι και υποστατικό μου. Ήσουν ο μετεωρίτης El Gabal που κατέπεσε και με θανή σκόρπισε την γη…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Με σκλάβους, άμαξες και αχθοφόρους μεταφέρθηκαν πέραν της πόλης πολλοί συγκλητικοί! [Μειδιεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Ο Ουλπιανός εσώθη από δρεπάνια κιόνων χάρη στης σαλαμάνδρας σου την χοή! Ο εκατόνταρχος ήταν κουφός και θεώρησε ότι του είχες πει απ’ την πόλη να εκδιωχθεί. Ο Σιλβίνος όμως εντέλει είχε σκοτωθεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Στα λάουτά μου δεν έχω επαναπαυθεί! Κάποιος απ’ τους πραιτοριανούς εναντίον μου συνομωτεί.
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Η toga σου απ’ της Τύρου το κρασί θα κηλιδωθεί μου είπε κάποιος που αστρολογεί. Το πτώμα σου όπως και το δικό μου στην πόλη θα συρθεί και στον Τίβερη θα ριφθεί!
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Γι’ αυτό η Ιουλία Μαίσα δεν παρίσταται πια εκεί; [Το χέρι του τ’ άδεια έδρανα της Συγκλήτου θα ελεηθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Απ’ το Μάτι του Ήλιου ουδείς μπορεί να επισκιασθεί! [Απ’ τον Ηλιογάβαλο η μητέρα θ’ αγκαλιασθεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Varius ήταν το όνομά μου γιατί οι συμμαθητές μου έλεγαν πως η μανόλιά μου από πολλούς πυρόλιθους ανδρών είχε γεωργηθεί!
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Θαύματα της φύσεως αληθή! Τώρα όμως Αντωνίνε δεν μπορείς να βρεις κρησφύγετο στου El Gabal το ναό, για να σωθείς! Έχει βραδιάσει υϊέ μου και το μέρος τούτο από νιφάδες χιονιού θα χαρακτηρισθεί! [Τον φιλεί στην ερυθριάζουσά του παρειά την αριστερή και εκείνος παρά την θαλπωρή της θα αποτραβηχτεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Οι κατάρες που έδωσα στον Μακρινό και τον σπόρο του επάνω μας έπεσαν και έχουν πολλαπλασιασθεί… [Μ’ αυτόν τον τρόπο θ’ απολογηθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Απ’ το άλας δεν έχουν διαλυθεί… [Ο Ηλιογάβαλος τα χέρια του παρατηρεί και μονολογεί.]
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Άτταλος… Τρικκιανός… Καστίνος… Σύλλας… Κάρος… Παίτος… Μεσσάλας… Βάσσος… Gannys… Βέρος… Όλοι τους νεκροί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Όλα σου τα δάχτυλα έχουν κατατμηθεί και το αίμα της θαλάσσης θα κυλιστεί…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Μένουμε εγώ και εσύ… [Συνειδητοποιώντας τον θάνατο που επέρχεται γίνεται η φωνή του τεθλασμένη γραμμή.] Τον φίλο μου τον Ιεροκλή εγκατέλειψα παροδικώς, ώστε ο στρατός να παραπλανηθεί! Τον Ιεροκλή δεν τον προδίδω για ενός θρόνου πουγκί! Ακόμη στα ανάκτορά μου έχει φιλοξενηθεί και ουδείς εκ του λαού δεν έχει ενημερωθεί!
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Άλφα και Ωμέγα φυλάκισε τον Αυτοθίθ! Τα πνεύματα στο μπρούντζινο δοχείο που σου έδωσα δεν είναι πια στην φυλακή! Ούτε πια στις μάχες να κερδαίνω τον ερωδιό και τον πελεκάνο είμαι πια ικανή…
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ο αλέκτωρ που είχα δεν ήταν γαγάτης ∙ ούτε σμαράγδι η περγαμηνή… Η σφραγίδα μου η αυτοκρατορική από στυπτηρία, σταφίδες, χουρμάδες, ξύλο κέδρου και αλόης δεν έχει θυμιασθεί… [Απ’ της καμέλιας το τέλος έχει εξουθενωθεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Ούτε είχες το χοιρινό νηστέψει και προσευχηθεί, για ν’ απαγγείλεις τον Ιωβηλαίο ψαλμό του Δαβίδ!
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Είχα την Τιφερέθ και τον Χοντ στην κεφαλή. Που έχει ο Χεσέντ ανασκαφθεί;
[Στον χώρο εισέρχεται μία σαύρα και ο Ηλιογάβαλος στο χέρι την φιλοξενεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Που είναι το ευαγές πηδάλιο και η σοφία των Ουρίμ και των Θουμίμ;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Σιωπή… [Θόρυβο από μακριά πως αφουγκράζεται θα προσποιηθεί. Απ’ το χέρι του η σαύρα θα παραιτηθεί. Η Ιουλία Σοαιμιάς σ’ ένα κενό έδρανο θ’ αναπαυθεί.] Σ’ ένα όναρ μου ξέρεις τι είχα δει; Ένα τσακάλι σε κέλευθο να με οδηγεί στο τέλος της οποίας ήσουν εσύ…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Για της Οδύσσειας το δοιάκι τον Μπες είχα επικαλεσθεί;
ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ
Ναι… Ας γίνω μανιτάρι για τους αμνούς που είχαν θυσιασθεί… [Ποδοβολητό στρατιωτών έξω απ’ την Σύγκλητο θ’ αντηχηθεί. Η Ιουλία Σοαιμιάς πίπτοντας στο δάπεδο το φιλεί, ενώ ο Ηλιογάβαλος με την ίδια τεχνική που ο Μακρινός εγκατέλειψε την μάχη της Αντιόχειας (218 μ.Χ.) θα την αποχωρισθεί τουτέστιν σε διασκελισμό. Για πέντε λεπτά η Ιουλία Σοαιμιάς οδύρεται επί σκηνής. Ένας εκ των στρατιωτών εισβάλλει και την επικουρεί, ώστε απ’ το δάπεδο να εγερθεί.]
ΣΚΗΝΗ 4η
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Το φύλλο σου σ’ ένα αποχωρητήριο τον Θεριστή έχει βρει. Τα τέκνα δεν πρέπει να φεύγουν απ’ το Υγκντρασίλ πριν απ’ τους γονείς... Μοιχαλίδα της Συγκλήτου να σε συλλάβω έχω την εντολή!
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Ο Ιεροκλής;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Η ίδια μοίρα μ’ εσένα του έχει ορισθεί!
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Δίχως να’ χει δικασθεί;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Δίκες δεν χρειάζονται οι θεοί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Η μητέρα μου;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Όπως ο Αλέξανδρος Σεβήρος και η αδελφή σου στις χείρες των στρατιωτών με κόρυθους έχουν κυκλωθεί… Ο Αλέξανδρος Σεβήρος αυτοκράτωρ σε λίγο θα στεφθεί και το πτώμα σου έχουν προνοήσει οι λεγεωνάριοι στις οδούς της Ρώμης να διασυρθεί…
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Του El Gabal η αυλή; [Με φωνή δίχως να έχει φτερουγισθεί.]
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Υφίεται…Όλοι τους είναι νεκροί… [Η Ιουλία Σοαιμιάς κατασκοπεύοντας τα έδρανα της απουσίας στους ανύπαρκτους Συγκλητικούς αποτενεί.]
ΙΟΥΛΙΑ ΣΟΑΙΜΙΑΣ
Αυτό είναι το τέλος όποιου τον Ανίκητο Ήλιο με το άρμα και το τέθριππό του υπηρετεί… Ποιος θα το’ λεγε ότι του Έαρος ο Ήλιος με τον άνθρωπό του θα συναντηθεί; Ο Όσιρης την σκηνή όπως εγώ έχει συζευχθεί και τον Ώρο ποτέ δεν θα ξαναδεί… Κάθε τέλος όμως είναι μία καινή αρχή… [Αποχωρούν και οι δύο απ’ την Σύγκλητο για την εκτέλεση της, ενώ τρεμοσβήνουν τα φώτα της σκηνής.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΤΕΛΟΣ
lets-arelis
Oct 23, 2019
arelis
lets-arelis
Oct 23, 2019
erotonomicon volume 2-greek version
ΑΡΕΛΗΣ
ΕΡΩΤΟΝΟΜΙΚΟΝ
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 290
Damien Adaleux προς Louis Martineaux
15-7-2001, Zάκυνθος,
Αγαπητέ Λουί,
Ο καύσων που στην ψυχή και στο σώμα μου μεσουρανεί είναι τόσο δριμύς και ηδύς. Είμαι στου Ναπολέοντα το κλεινόν νησί με τον Γρεγκουάρ Μπουσσέ και τις παραλίες του με πλησμονή έχουμε γευθεί…Μια ερωτική ιστορία που έγινε εχθές θα σου ανιστορηθεί…
Η Γαλλία και η ημέρα της η εθνικιστική για αταίριαστες σεξουαλικές συνευρέσεις πολύ προσιτή….Οι κοινωνικές επαναστάσεις πάντοτε έχουν αποχρώντα λόγο σεξουαλικών παρορμήσεων αφαλκίδευτων και ενίοτε λίαν αισθαντικών…
Με τον Γκρεγκουάρ είχαμε στην μέση της ημέρας ηλιοθεραπευθεί….
Τα λεπτοφυή, σοκολατένια μας κορμιά αδαμιαία ήταν στον φούρνο της φύσης που όλα τα αποστάζει για να τα κάνει μαγειρευτά…Οι αισθήσεις μας είχαν γειωθεί στην αμμουδιά και από εκείνην αντλούσαν την ανεπαίσθητη ακμή τους…Στην ουσία όμως έμοιαζε η αμμουδιά να απομιμείται την οικοκατασκευή της ψυχής…Οι κόκκοι της άμμου, οι ανεμόδαρτοι που μετατοπίζονται σε μυριάδες θέσεις όπου η φύση ορίζει στην διασπορά της ζωής θα μπορούσαν ευκόπως να παραλληλισθούν με τους σπόρους των ευγενών και κυανών αισθημάτων που αιωρούνται στο μαγικό κουτί της ψυχής…Η επαφή μας με την άμμο ήταν η προαιώνια συνουσία μας με την αρχέγονη γη ως ένα είδος δημητριακής λατρείας, εκεί που το φως συναντιέται με το χώμα για να απαντλήσουν αμφότερα τις ενέργειες της αντίπερα όχθης το καθένα για τις σεξουαλικές και εθιμοτυπικές τελετές που αποτελούν την εκτέλεση του απeικάσματος….Μια γυμναστική προπαιδεία ιδεών που ευρίσκουν τα σχήματα και τις υδρίες τους στην γη με απαστράπτοντα χρώματα και φώτα στην επιφάνειά τους…Η μεταβίβαση της ενέργειας ήταν μετακλητή και τα κορμιά μας οι διάμεσοι στις συνουσίες των γεωμετρικών ιδεών που επανακαθορίζουν το περιεχόμενο τους σε τυχαίους υλικούς δέκτες της γης….
Ξαφνικά νιώθω κάποιον να τραβάει το καπέλο απ’ το πρόσωπό μου
και να μου μιλάει στα ελληνικά που στην γαλλική γλώσσα ταυτίζονται με την σινολογία…Το πρόσωπο του θαρρείς πως ήταν ένα με του Απόλλωνα το φως…
Επίθεσα το χέρι μου ως προπομπό στο αόριστο για να διακρίνω έστω και λίγο τις φυσιογνωμικές του ψηφίδες προτού σηκωθώ…
Όταν το κορμί μου στην καθετότητά του σχημάτισε το γράμμα ρω
απ’ τα ταρώ ευέλικτος και άσφικτος τον ρώτησα στην βρετανική γιατί το καπέλο μου από αυτόν ειχε υπεξαιρεθεί….
Μου απάντησε πως το καπέλο για εκείνον είναι η αλληγορία της εύνοιας και της προστασίας απ’ το μαίνος των θεών που κατοικοεδρεύουν στο νησί κάθε φορά που έρχεται ο αλωνάρης και η τέχνη η θεριστική… Του ανταπάντησα πως πρέπει το φαιλόνιο του να υπεξαιρέσει ώστε ο νους μου τι σκεπτόταν στα αλήθεια να μαντεύσει…Ο Γκρεγκούαρ ανεγέρθη και αυτός για ν’ αποθεώσει την περίτεχνη του Έλληνα θεού καλλονή…
Το δέρας του ήταν ως ένα γαλακτώδες αρνί, ενώ ήταν κατάξανθος
σαν την ακτίνα την ηλιακή…Η ψυχή του διάτρητη από τραύματα που της αφαιρούσαν την οικιακή θαλπωρή και της προσέδιδαν συναισθηματικά έλκη που αυξομειώνονταν αναλόγως των ερεθισμάτων που υποδέχονταν στην αγκαλιά τους. Το χαμόγελο του υπέκρυπτε ένα αλωπέκειο ύφος διάχυτο στην ατμόσφαιρα που είχε όμως στην Κασπία των σεραφείμ βαπτισθεί…… Το σώμα του ήταν σαν τον Αποξυόμενο με τέλειες γραμμές δίχως ρωγμή …
Κατάλαβα αμέσως τι ήθελε απ’ το νευματώδες βλέμμα του….Η ακτή εκείνη την ώρα ήταν άνεργη από τουρίστες, θεούς και ανθρώπους…Μου είπε πως υπήρχε μια σπηλιά κοντά στην ακτή με σταλαγμίτες για τους αμαρτωλούς και σταλακτίτες για τους οσίους και ισχυρούς και πως μας περίμενε ένας Άγγλος,ένας Ρώσος, ένας Έλλην με αναγωγή απ’ των Κομνηνών την βυζαντινή αναγωγή και δύο Ιταλοί: ένας απ’ την Ρώμη και ο άλλος απ’ την Βενετία. Όλη η ιστορία του νησιού θα περνούσε από την σπηλιά αυτή.
Εντολοδότες των επιθυμιών του κινηθήκαμε προς την κατεύθυνση που μας είχε υπεδειχθή. Η σπηλιά σε πολλά μέτρα απ’ τα κογχύλια του αιγιαλού δεν ήταν σε αποχή.
Στο κρηπίδωμά της δεν είχε επαφή με την θάλασσα αλλά με την μητέρα ακτή. Οι σταλακτίτες και οι σταλαγμίτες που αντικρίσαμε φάνταζαν σαν τα δόντια του σπηλαίου που θα μας παγίδευαν αιωνίως σε αυτό, ενώ η έλλειψη του υδάτινου στοιχείου έκανε το στοιχείο των μικροκυμάτων της φύση στην τέχνη της εμφαντικής.
Κρούσαμε πρύμνην στον λιμενοβραχίονα των εραστών μας. Ο Άγγλος λεγόταν Μάθιου και τα μαλλιά του ήταν σαν δεματισμένο στάχυ. Το βλέμμα του
υπέκρυπτε κάτι το ζωηρώς παιχνιώδες που υπέκυπτε πανεύκολα στον πειραματισμό.
Ο Έλλην λεγόταν Αδριανός και είχε όλη την ευγένεια ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα και φιλοσόφου. Το μαλλί του συμπαντικό αμπελοειδές, ενώ τα μάτια του που λαμπύριζαν στο κενό είχαν χρώμα σμαραγδί. Μας είπε πως η συνήθεια του
ήταν να ταξιδεύει σε όλες τις χώρες του κόσμου και να δανείζεται λίγο χώμα απ’ την καθεμιά, φιλοξενώντας τα σε μικρά μπουκάλια ως ένα είδος ανάμνησης
καλλιτεχνικής και ημερολογιακής.
Ο Ρώσος λεγόταν σεργκέι και ήταν πυρόξανθος με σώμα κυβιστικής διάθεσης ενώ τα μάτια του ανήκαν στην μπλε περίοδο του Πικασσό.
Οι δύο Ιταλοί την ώρα που εισήλθαμε στην σπηλιά σε τόσο μεγάλο βαθμό απ’ τον παρουσιολόγο των άλλων δύο είχαν ερεθισθεί που έπαιζαν με ηδυβοτρεία τα δαδιά τους. Ο Μασσιμιλιάνο απ’ την Ρώμη και ο Φεντερίκο απ’ την Βενετία συνεδύαζαν το διαμετακομιστικό και διαπολιτιστικό στοιχείο μ’ εκείνο της νοσταλγίας της αυτοκρατορικής. Τα μαλλιά τους ήταν αρκτουρικά, ενώ τα κορμιά της υπέφεραν απ’ την αλιποσαρκία που χαρακτηρίζει τους αθλητές λόγω της επίπονης άσκησης που συνδυάζει την τόλμη με την θέληση για επιτυχία. Τα μάτια του Μασσιμιλιάνο ήταν από γαληνίτη, ενώ του Φεντερίκο σαν το χορτάρι της γης ως απαύγασμα της χιλιομετρικής τους συγγένειας με μέλη της οικογένειας των Αντωνίνων και των Ιουλίων.
Η θερμοκρασία ένας ανιών αστήρ που οι καρποί της έπρεπε να απογυμνωθούν απ’ την φλούδα τους για την διακύμανση και τις διαστάσεις της γεύσης της. Την επικαρπία της ιστορικής πορείας θα την είχε η ιστορία, ενώ η ψιλή κυριότητα σ’ εμάς θα ήταν περιεκτική…
Ο Βρετανός μας έκανε νεύμα να προσέλθουμε κοντά του. Η Ζάκυνθος υπήρξε αντικείμενο διεκδίκησης τόσο της Γαλλίας όσο και της Μεγάλης Βρετανίας. Πατώντας για άλλη μια φορά στην γη της θυμόμασταν πως ήμασταν οι κρίκοι τ’ ουρανού οι συνδεκτικοί και του πυρήνα της γης που επιχορηγούν την ιστορία και εμείς που συναποτελούμε τα παραπετάσματα στην τέχνη της τηνν θεατρική. Οι λαστιχένιοι καλαμιώνες μας αποτέλεσαν το χειροπρακτικό του δίκαιο που προηγήθηκε του γευσιγνωστικού του. Έγλειφε το παγωτό του και μετά κοίταζε με λαγνεία τον δωρητή του σα ’να ’θελε να προεκτείνει την ευεργεσία του και στα υπόλοιπα τμήματα του ναού. Οι φαλλοί μας ήταν ο πρόναος και ώσπου να έφθανε στον σηκό έπρεπε να περάσει από στάδια λατρείας ανώνυμα σε αυτόν μα προσφιλή στο δικό μας εγώ. Σε κάποια στιγμή συνένωσε στο στόμα του τις βακχείες μου και του Γκρεγκουάρ σχηματίζοντας το γράμμα ν που συμβόλιζε τη νίκη της βρετανικής αυτοκρατορίας επί του Ναπολέοντα μετά την συνθήκη του Τίλσιτ το 1807 που ακολούθησε την ρωσοτουρκική κατοχή της Πολιτείας των Επτά Ενωμένων Νήσων και την απαρχή της βρετανικής κατοχής των Επτανήσων με την ίδρυση των Ενωμένων Κρατών των Ιονίων Νήσων με την συνθήκη των Παρισίων το 1815. Επτά νησιά στο νου του μεγάλα και μικρά που τα καταβρόχθισε με υψιπετή γαστριμαργική έφεση στο στομάχι του για να τ’ αποβάλλει απ’ το σώμα του με την πρόφαση της βασιλικής δωρεάς το 1864 προς την Ελλάδα. Επτά κορμιά πάλλονταν για επτά νησιά.
Στο background του ζωγραφικού μας πίνακα είχε σχηματισθεί ένα αφροδισιακό τετράφωνο που ο κρίκος του ήταν η ένωση της φωνής με την φλογέρα και συμβόλιζε την πρωταρχική ελληνική κυριαρχία, την ρωμαϊκή του 150 π. Χ με την αυτονομία, την βυζαντινή και το τελικό status quo του νησιού. Κάθε όμως τετράγωνο για να εξαλείψει την δυσκολία που συμβολίζει τοποθετεί την κάθε του πλευρά διάδοχη της επόμενης ως ιστοσελίδα. Έτσι υπήρχαν δύο υποκείμενα που ήταν συγχρόνως και αντικείμενα, ενώ άλλα δύο που ο ένας ήταν καθάρειο αντικείμενο στην πρύμνη[ο Ιταλός απ’ την Ρώμη και ο άλλος [το παιδί απ’ την Ζάκυνθο]υποκείμενο στην πλώρη του πλοίου που το προσαγορεύσαμε "Ιόνιο πολιτεία". Στην πλώρη είναι πάντα αποτυπωμένος ο τοκετός τόσο απ’ την αγωνία του καπετάνιου για την τελική πρόταση του πλοίου και για την έκβαση του στην ευαγή τους Ιθάκη. Επιπλέον η ωδίνη σε αποκλειστικότητα είναι το προνόμιο των δημιουργών και των καινοτόμων κάθε εποχής που προσέκρουαν στους ύφαλους των πλινθόκτιστων όπως το τείχος του Βερολίνου δογμάτων και των προκαταλήψεων, για να διαχωρίσουν την γη σε δύο μέρη, ώστε να διεισδύσει η θάλασσα των ανυπότακτων ιδεών τους σε αντιστροφή με την ροή της πράξης του Μω˙υ˙σή. Χωρίς τα εδώδιμα της γης ο οργανισμός μπορεί να ζει ˑχωρίς νερό ουδείς. Στην σπηλιά αντηχούσαν αλαλαγμοί στενωποί και ευριπίδειοι απ’ τα υποκείμενα-αντικείμενα[ το αγόρι με την βυζαντινή ευγένεια και ο Ιταλός ακόλουθός του απ’ την Ρώμη] υποδυόμενοι τον ρόλο του θύτη και του θύματος. Η κίνηση των δύο κάθετων γραμμών σε αντιπαραβολή μ’ εκείνην των δύο παράπλευρων ήταν άτεχνη και περιοδική, λόγω της έμφυτης δυσκολίας ν’ ακολουθεί κάποιος την μέση διάθεση απ’ το ρήμα στην εκγύμναση της ζωής του.
Από κάποιο μέρος της σπηλιάς που είχε μηδενιστικό νερό βάπτισα το χέρι μου και πλησίασα την πρύμνη στην τετράδα της ερωτοφωνίας, επισφραγίζοντας την οπή η οποία κατέκλυζε το χώμα από φιλόστοργη ηδονή με τα δύο δάχτυλα του αντικανονικού μου χεριού. Η αντίσταση η αντινωτή με μετουσίωσε σ’ έναν Γεζέριχο καινοφανή. Βάπτισα τα τρία δάχτυλα μου στο πηγάδι της υέτιας φωνής μου και αποπειράθηκα να τα ευλογήσω στην οπή. Η κίνηση μου έγινε της Αδράστειας η περιστροφή γιατί με την Αντιόχεια είχα ναματισθεί. Ο Φεντερίκο διεγέρθη όπως ένα μπουμπούκι στο πρώτο φως της ημέρας, ενώ η πλάτη του και το μέτωπό του άρχισαν να καταιονίζονται απ’ τον ιδρώτα, ως παρεπόμενο τούτης της κατάστασης. Ο τριγωνικός μου διεισδυτήρας
ήθελε να φθάσει στα έγκατα του πηγαδιού για να υγρανθεί απ’ τα δώρα που είχε εναποθέσει η φύση, ως ένα είδος τιμής της Ρέας στον Πλούτωνα. Κάποιες στιγμές ιδώμενος τον Φεντερίκο σε αειφόρο κυοφορία ανανέωνα το συμβόλαιο
στην γλώσσα μου και το ξαναυπέγραφα επάνω του με μεγαλύτερο κύμα ηδονής.
Με αυτόν τον τρόπο έκανα επιδρομή σου Φεντερίκου το κορμί με τάση βανδαλική.
Έδωσα μάλιστα νεύμα και στον Γκρεγκουάρ να πάει στην πλώρη, για ν’ ανακουφίσει και να ζαχαρώσει τον Έλληνα που οδυνοφορούσε όλη την ώρα
απ’ τον Μασσιμιλιάνο που από Ρωμαίος νομίζεις πως είχε μεταμορφωθεί στον Ρογήρο της Σικελίας, αφού του ’χε παραδοθεί ψυχή τέ και σώματι και έτσι
να του διδάξει στον φαλλό ένα μέλος γρηγοριανό. Μάλιστα σε αυτό το εγχείρημα τον ακολούθησε ο Βρετανός και ο Ρώσος. Η επανάληψη ενίοτε είναι ο καλλίτερος φίλος της δύναμης της άγνοιας, διότι η δεύτερη είναι ισχυρότερη της κοσμογνώσεως.
Ήμασταν μια επτάδα αστερισμών στο σπήλαιο της ζωής.
Οι σκιές μας προεκτείνονταν εκτός του σπηλαίου απ’ τα κεριά που είχαμε ανάψει ως ένα είδος γνώσης στους διαβάτες της ζωής που θα το ανεγίγνωσκαν στο βιβλίο των βράχων και της αμμουδιάς ως ένα κινητό μνημείο που δεν θα επιδεχόταν ουδεμίας αμφισβήτησης για όσους τουλάχιστον διέθεταν το αισθητήριο της ενόρασης και της επαφής με τον άνυλο κόσμο. Μέσα απ’ το σκοτάδι κανείς μαθαίνει την αλήθεια. Τα κορμιά μας αν κατόρθωναν να ξεφύγουν από αυτό το σπηλαιώδες λατομείο που παρέπεμπε στην Σικελική μας Εκστρατεία θα γίνονταν και τα τεκμήρια για το υπόλοιπο της πράξης των δεκαδικών.
Πρώτοι ολοκλήρωσαν οι εντός του τετράπτυχου και ύστερα οι άκρες του.
Ειδικώς ο Έλλην γέμισε με άσπρα ακρυλικά τα στόματα του Μάθιου και του Γκρεγκουάρ, για να διυλίσουν μέσα τους έναν καμβά του προπερασμένου αιώνος σε ελαιογραφία. Ο Χομπέμα, ο Κόνιγκ και ο Βαν Ρέισνταλ ήταν απ’ τους αγαπημένους μου τοπιογράφους και στα στήθη τους έβλεπα τα διακλαδώμενα δένδρα τους να εξαπλώνονται επεκτατικώς σε όλη την επιφάνεια, βαθειά ως κάτω στις ρίζες που τους δίνουν την ζωή και την αναπνοή.
Μετά το γαμήλιο αυτό πάρτι άρχισαν όλοι να ντύνονται και ν’ αναχωρούν
για τα ξενοδοχεία τους. Μόνον εγώ και ο Γκρεγκούαρ μείναμε οκλαδόν σε στάση διαλογισμού να συντροφεύουμε τους βράχους, τους νευρώνες τους και τους φρονιμίτες τους που λειτουργούσαν ως άυπνοι φρουροί στην ανύπαρκτη φυλακή τους. Αυτή η σεξουαλική ελευθεριότητα ήταν κα η ελευθερία μας απ’ τα λατομεία της Επτανησίας.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 293
Damien Adaleux προς Louis Martineaux
24-7-2001, Zάκυνθος,
Αγαπητέ Λουί,
Η διαμονή μου στην Ζάκυνθο θα μου μείνει αλησμόνητη. Ενώ είχα ερωτευθεί το κρεβάτι μου εχθές αργά το βράδυ στο δώμα του ξενοδοχείου μου και είχα επισκεφθεί στο my space μου κάποια καλλιτεχνικά βίντεο που είχα ανεβάσει στον ηλεκτρονικό μου υπολογιστή σε κατάσταση απόλυτης αφασίας, ακούω γύρω στα μεσάνυχτα την θύρα μου να πάλλεται τρις. Άνοιξα να δω ποιος ήταν ο εισβολέας.
Ήταν ένας Ρώσος ονόματι Ντίμα και μου ζήτησε να μπω στο δωμάτιο μου γιατί του είχε χαλάσει το ποντίκι και ήθελε να δανεισθεί το δικό μου. Ήταν δεκαοκτώ καρεκλών, ψηλός, με ρόδινα μάγουλα και με μάτια σαν γόνδολες επιχρωματισμένες με κοβάλτιο.Συν τοις άλλοις μου ζήτησε και ένα ποτήρι νερό.
Ευχαρίστως του πραγματοποίησα την επιθυμία πηγαίνοντας στον ψύκτη που τα πάντα διατηρεί και προπαρασκευάζει για να μην επέλθει ο θάνατος και η σήψη. Ξαφνικά τον βλέπω στο κρεβάτι δίπλα στο διαδικτυακό μου μηχάνημα και να βγάζει το λευκώλενο μπλουζάκι του σαν διαφημιστικό και με αυτό το μηχάνημά μου να νεφελοσκεπάζει.
Μου είπε πως έτσι δεν θα μας έβλεπε ο Θεός.
Εγώ παρέλαβα το μπλουζάκι του και το οσφρίσθηκα. Χαρακτηριζόταν από έναν υπόξινο ιδρώτα επικυριαρχημένο απ’ την οσμή του αρρενωπού πλην καθαρού στοιχείου.
Μου έκανε σήμα να καθήσω δίπλα του. Παραμέρισα τον υπολογιστή στο προσκεφάλι μας. Μου χαμογελούσε με νάζι, ενώ ένα τριαντάφυλλο που είχα
σε ποτήρι στο κομοδίνο το ’χε βάλει στο στόμα του για να το περιγελάει.
<<Έχεις μελιρρέουσα γλώσσα>> του είπα.
Μου έδωσε ένα φιλί στο στόμα ενώ τα πέταλα του τριαντάφυλλου διαλύονταν στο στόμα μας.<<Παρίσι σε αγαπώ>>αναφώνησα. Από άκανθους ήταν εξάλλου διάσπαρτα και των δύο μας σώματα.
Μου είπε πως θα ’πρεπε να ’χαμε συναντηθεί καλλίτερα στον Πύργο των Ιπποτών στην Ρόδο.
Το χέρι μου είχε εναγκαλισθεί στα μετοπικά του στήθη δίχως αναπαραστάσεις θεών και θεοτήτων. Λιτό και ατόφιο όπως ένας περσικός τάπητας του δέκατου εβδόμου αιώνος. Από γαλλικές ταπισερί απείχε σήραγγες ιδεολογίας.
Ακουσίως το χέρι μου μετανάστευσε στην ηβική του περιοχή. Ο έλμινθάς του είχε γιγαντωθεί και όταν τον θώπευσα και τον έβγαλα απ’ το κουτί του πολιτισμού που λέγεται ανδρική ενδυματολογία του εικοστού πρώτου αιώνος αντίκρισα τον πιο θεόρατο πυρσό που ’χα ποτέ δει. Είκοσι και πέντε πόντοι όλο νόημα και αδημονία για περιποίηση και αρρενωπή θωπεία.
Στην αρχή το φίλησα και μετά ως δίαυλο στο στόμα μου το συντρόφευσα. Η βροχή απ’ το στόμα μου δρόσιζε τους θάμνους της εν λόγω περιοχής που φαινόταν άσπαρτη και ακαλλιέργητη από τέτοιου είδους κουρίες.
Το πηγάδι του επίσης απ’ τον όμβρο των απώτερων επιθυμιών μου είχε διαποτισθεί. Του ζήτησα να μιμηθεί την στάση του πάνθηρα και εγώ από πίσω του να υποδυόμουν τον καβαλάρη του Απίθανου και του Αδύνατου. Το πηγάδι του ήταν σε μια άχλοη πεδιάδα και σε γη πολική που το μόνον που επέτρεπε ήταν να διειδεί κάποιος κοιτάσματα πετρωμάτων σε υποτυπώδες επίπεδο που όμως η παρουσία τους εξαρκεί. Σε σημασιολογικό επίπεδο τα υπονοουμένα που βρίθει η μεριά του Γκερμάν και που αντικαθιστούν την κυριολεκτική διάταση των προτάσεων ώστε ο αναγνώστης να έχει την δυνατότητα της συσχέτισης ανομοιογενών στοιχείων ή και την μαθητεία στην συνεκδοχή.
Γευόμουν τα χώματά του, ώστε να έλξω τις τιτάνιες δυνάμεις για την ολοκλήρωση του έργου μου, απ’ την γη, πάντοτε επιστεφόμενος απ’ την κοσμοθεωρία των Ατλάντων που δημιουργούσαν καιρικά φαινόμενα είτε για την καταστροφή των ενάντιών τους είτε για το συμφέρον της ηπείρου τους: στην λειψυδρία κατακλυσμοί παραφοράς συναισθηματικής, στον καύσωνα βόρειους ανέμους και θαλάσσιες αύρες στο σχήμα της αγάπης, στο κρύο και στο χιόνι την διάνοιξη των νεφελών για την αγκαλιά του πανδαμάτορος ήλιου. Αυτά τα χώματα είχαν κατανικήσει την Γαλλία το 1807 και η Ζάκυθος με τις κόρες της μας είχε αφαιρεθεί. Ήθελα να πάρω την αντεκδίκηση μου γι’ αυτό το τόσο αφιλόξενο γεγονός που εμφιλοχωρούσε το αίτημα της ανοίκειας υποχωρητικότητας στο αυτοκρατορικό μεγαλείο ενός τόσο αντίξοου διπλωματικού και στρατιωτικού συνασπισμού: αυτόν του ρωσοτουρκικού
που τον χωρίζει θάλασσα ιδεών, επινοιών και νοοτροπιών.
Ο Ρώσος σπαρταρούσε ως πέρκα από ηδονή και ζητούσε η γλώσσα μου
να προχωρήσει πιο κάτω στην προβοσκίδα του ελέφαντα του και στις δυο μπάλες από χιόνι παγωτό. Η καδένα στο αριστερό του πόδι αφενός μεν συνυποδήλωνε την αφοσίωση του στον οθωμανικό συνασπισμό, αφετέρου δε στον Άρχοντα των Μυγών. Ήταν μια κορασίδα αιχμαλωτισμένη σε σώμα αγοριού αναδιφώντας τον στήμονά της για να ξετυλίξει τα πέταλα του πηγαδιού της έντονα και μαγνητικά όπως μια μαύρη σφαίρα που αναδύει το αληθινό σε μικρές δόσεις και χαμηλά αντισταθμίσματα ως μια δόση σε αυτό που λέμε αντιπεπονθώς. Ήταν η μετενσάρκωση κάποιου Ρωμαίου ευγενή –πιθανόν απ’ τον οίκο των Σεβήρων-που λάτρευε στην Συρία αιμοβόρους θεούς –πάντα κατά την κοινή ή κοινότυπη αντίληψη των ανθρώπων και όχι των θεών – γεμάτος μυστηριώδεις οφίτες.
Τα ενώτια στο αριστερό και στο δεξί του αυτί φανέρωναν μια έλξη τόσο προς την Δύση και τα πολιτιστικά της επιτεύγματα-εξ’ ου και το μουσείο Ερμιτάζ που είναι εφάμιλλο του Λούβρου- αφού όπου δεν είναι δυνατή η πολιτική, η οικονομική και η επέκταση η δυναστική σε δορυφορικές χώρες, ο πολιτισμός πάντοτε επιστρατεύεται ως ένας δούρειος ίππος που τα πάντα μηχανεύεται και τα πάντα εκπορθεί με τον έρωτά του για το Τέλειο Θείο που ταυτίζεται ορθώς με την Μονάδα και τον Οφθαλμό όσο και προς την Ανατολή που είναι η Δύση μας.
Του ζήτησα να υ˙ι˙οθετήσει την στάση του "διαμηρίζειν" και να ’μαστε όρθιοι στο κρεβάτι, γιατί εκείνη των Κυνών Κεφαλών στους αρχαίους Αθηναίους ευγενείς δεν ήταν ταιριαστή. Μπορεί ο Ντίμα να ήταν ένας κένταυρος απροσδιορίστου προέλευσης ζω˙ι˙κής αλλά ήθελα ν’ αποκτήσει γενεή ευγενική. Πριν όμως την γαμήλιά μας τελετή με τα δυο μου χέρια έπλαθα την ζύμη της κοιλίας του σε σχήματα σφαιρικά, τριγωνικά, ημικυλινδρικά, σε όλων των ανέμων τις κατευθύνσεις που σχηματίζουν έναν σταυρό και το γράμμα της διαγραφής, ώστε ευκοπώτερα αργότερα στην αφύσική του μήτρα να με υποδεχθεί όταν θα ήταν έτοιμη να γεννήσει πολλά μωρά, υποκαθιστώντας την έννοια του Δημιουργού μ’ εκείνην του Ορθοκατασκευαστή.
Η καδένα με τον σταυρό που κλυδωνιζόταν κατά την διάρκεια της γαμήλιας συμβίωσης ενός θεού μ’ έναν κοινό θνητό ήταν το σύμβολο της αιχμαλωσίας των Ιουδαίων απ’ τους Αιγυπτίους που σταυρώνονταν καθημερινά στην υποδούλωση και στων πυραμίδων την κατασκευή. Αυτή όμως η υποδούλωση εκτός απ’ την οικειοθελή της μαγνητική πυξίδα διέθετε και μια μελιστάλαχτη γλύκα, ισόρροπη με το σιρόπι και προερχόμενη περισσότερο απ’ τα συστατικά μάγματα της ψυχής του Ρώσου και την διαστρωμάτωσή τους στα σωστά σημεία του σώματος, μια πράξη που του νου την αρμονία ευνοεί.
Μου ζήτησε να του τραβήξω το μαλλί, γιατί του άρεσε η "Μέδουσα" και ο "Δαβίδ και Γολιάθ" του Καραβάτζιο πολύ.
Αποθέωνα στον θρίαμβο μου δίχως νίκες ή χιλιάδες νεκρών την πλάτη του ως ένα καθαρόαιμο ίππο που σηκωνόταν για πρώτη του φορά στα όρθια. Ένας ίππος άνθρωπος όπως όλα τα ζώα εξάλλου είναι και άνθρωποι, ενώ κάποιοι εκ των ανθρώπων δεν έχουν ζωή ή δεν είναι θεοί αλλά και σε αναστροφή. Το ρυάκι που εκπήγαζε απ’ τον Πάρνασσό του προς την κατωφέρεια του είχε ήδη φθάσει στα σεξουαλικά μου ισχία, ενώ η ανταλλαγή των υγρών απ’ την συνεχόμενη επαφή είχε ήδη προκαλέσει την αιδώ και την ευγένεια του σταυρού στις επιφάνειες των προβιών μας την ροδοσταυριτική….
Η φιλοξενία του μέσα του μου θύμιζε την αντίσταση των αντικομμουνιστών στην Ουκρανία με την αρωγή των δυτικών συμμάχων, ισχνή και καχεκτική στις ορδές της σεξουαλικής μου λαίλαπας της κομμουνιστικής: στον κοινό τόπο ή στο εδάφιο που όλα τα σώματα μας ανήκουν και δεν μας ανήκουν συγχρόνως αλλά μας ξενοφιλούν για το υλικό αντάλλαγμα.
Η Ουρβάνιά του μήτρα ήταν σαν σήραγγα στενή που δεν είχε ξαναχρησιμοποιηθεί: σαν σερβιέτα μιας χρήσης που το αίμα την καθιστά επικίνδυνη για βιολογικές μολυσματικές ασθένειες.
Το καλό είναι πάντοτε συνυφασμένο με το τελολογικό του σήμα. Εξώθησα το προφυλακτικό που είχε μυρωδιά μπανάνας ως ένα οικόσημο ή έμβλημα της σεξουαλικής τυπολογίας που διακατείχε τον ανδοκίδειο μου μηχανισμό και πότισα με χιόνι ♠ ♥ την κρήνη του Ντίμα που ανέμενε με αδημονία να δειπνήσει τη νύχτα και
τα πτηνά που την συντροφεύουν απηγανοτραφέντα και σαρκοβόρα.
Αποδείχθηκε πως ο μαθητής μου είχε αφομοιώσει όλη την τροφή του Τωβίτ που του παρείχα έστω και αν από αυτήν έλειπε η έννοια του ουσιαστικού νοήματος,
αν και το σπέρμα ως έννοια όπως και το ωάριο μας προικοδοτούν το Γινγκ και το Γιάνγκ ή αν προτιμάει κανείς το δρόν και το δρώμενο. Δεν ήθελε στην πρόταση μου να υπάρχει παρατακτικός λόγος γιατί όπου υπάρχει κόμμα δεν υφίσταται τελεία.
Έβγαλα απ’ την τσέπη του παντελονιού μου που είχα δανειοδοτήσει στην καθέδρα το πορτοφόλι και του έδωσα χίλια ευρώ. Μερικές φορές το αυτονόητο δεν χρειάζεται προφορικές περιφράσεις ή ιδιωματισμούς που συναντάει κανείς στα βιβλία του Φόρστερ αλλά τα μάτια είναι η καλλίτερη μεικτή τεχνική για την απόδοση και την μεταβίβαση των επιθυμιών που κρύβονται στον κορμό της λεύκας της ψυχής. Ειδικώς δε όταν τα εικονιστικά συμφραζόμενα που συμπληρώνουν το περιβαλλοντικό μωσαϊκό συνηγορούν σ’ αυτή την μονόδρομη μεν, αμετάφραστη δε κατεύθυνση του τύπου "η εκφυλισμένη παντόφλα απ’ την γραφίδα του χρόνουʺ αλλά και την ευδόκιμη χρήση του, το σκισμένο τζιν που υποδήλωνε την καπιταλιστική δουλοπρέπεια, το ωνητό εκπτωσιακό ωρολόγιο από Σομαλούς μετανάστες κάποιας αγοράς λαϊκής ως ένα είδος ευμενούς συμπάθειας στον ακόμη ενδεέστερο ή το ξε˙υ˙φασμένο εσώρουχο που το νήμα δεν οδηγεί στο τέλος του απόκοσμου λαβυρίνθου αλλά στην απαρχή φρακταλιστικών τέτοιων χώρων που είναι πρόξενοι σύγχυσης περισσότερο παρά δε οικειοποίησης του Ανάγνωστου.
Η Λουσύ από ό, τι πυνθάνομαι κάνει διακοπές στην Λέσβο με τις φίλες της.
Δεν γνωρίζω αν περνάει τόσο καλές διακοπές όπως αυτές που διαβαίνω εγώ…
Με ηλεκτρομαγνητική θερμότητα σε φιλώ.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 297
Louis Martineaux προς Damien Adaleux
30-7-2001, Μύκονος,
Αγαπητέ Νταμιέν,
Η Μύκονος όπως οι μελλοερωτευμένοι σε χαιρετεί. Χορεύουμε όπως οι αναστενάρηδες πρωί, μεσημέρι και ως αργά το βράδυ στα κέντρα διασκέδασης της σαν τις Βακχίδες.
Ενώ είχα βουτήξει στα ύδατα της μεσογειακής μου Στυγός, μόνον με το δέρμα του Ουριέλ είδα δύο παιδιά –θα ήταν γύρω στα δεκαεπτά, ίσως και λίγο μεγαλύτερα-
να μου χειρονομούν να βγω απ’ την παραλία.
Σε αυτή την πρόκληση δεν μπορούσα παρά να παίξω τον ηθοποιό που υ˙ι˙οθετεί την μέθοδο Στανισλάφσκι για μια ευχερέστερη και βιωματικότερη προσέγγιση του έργου, χρησιμοποιώντας εκ του παραλλήλου την γλωσσική μέθοδο σλανγκ ώστε ο γραφίτης στον τοίχο που υποδυόμαστε με τα ουράνια τοξωτά χρώματα και τις παραφράσεις του να έχει το δέον ταγκ.
Μου τόνισαν πόσο μόνοι νιώθουν. Τους ανταπάντησα πως δεν συνευρίσκομαι με ανήλικους.
<<Ο έρως και οι θεοί δεν έχουν ηλικία.>> μου απήντησαν και προσέθεσαν πως και εγώ ήμουν ανήλικος, αφού ήμουν ένας θεός όπως και εκείνοι.
Τους ανταπάντησα πως δεν πεθαίνουν οι θεοί και πως ούτε είναι τρωτοί στην σύφιλη ή στα χλαμύδια.
<<Γι’ αυτό είναι οι δημιουργοί μικροί, επίγειοι και ενίοτε υπέργειοι θεοί, αναζητώντας στης ομήγυρης του ۩ την λατρεία…Ανήλικος σημαίνει να μην έχεις ηλικία…Ξέρεις κανέναν άνθρωπο που να μην έχει ηλικία;>> μου απήντησαν μ’ ευθεία ερώτηση.
Περιττό να σου πω πως με αποστόμωσαν όπως μια νεράιδα που την βλέπει ένας νεαρός στην λίμνη, ενώ δεν του είναι απ’ τον θεϊκό νόμο τούτο επιτρεπτό.
Σαν υπνωτισμένος απ’ την ονειροκριτική υπερβασία του οράματος μου σκουπίσθηκα και τους ακολούθησα ως το τροχόσπιτό τους….Καθόλη την διάρκεια της διαδρομής που διήρκησε τουλάχιστον μισή ώρα τα δύο αγόρια περπατούσαν αγκαλιαστά απ’ την πλάτη, μια συνήθεια που οφείλεται περισσότερο στην πλατωνική αντίληψη περί φιλίας και λιγότερο την σαρκική, εκεί που το φιλικό υποδαυλίζει τον φτερωτό θεό Έρωτα χωρίς όμως να τον εξαχρειώνει ή να τον εξαναγκάζει σε ειδεχθείς πράξεις που αποσκοπούν κατά αποκλειστικότητα στην Θήρα και όχι στην Σαντορίνη.
Φιλάκια στα μάγουλα και στο λαιμό ήταν τα κατά συνθήκη συμπεφωνημένα και ειωθότα που ανέβλυζαν το εφηβαίο, εξιδανικευμένο συναίσθημα στα όρια της επικούριας φιλίας.
Μου έδωσαν να προγευθώ μέλι και κρασί …Μου είπαν πως ήταν δύο φίλοι απ’ την Γερμανία που πειραματίζονταν με άλλα παιδιά του κάμπινγκ που είχε σταθμεύσει το τροχόσπιτο μερικές δεκάδες μέτρα μακριά.
Μου είπαν πως όταν ένας ανήλικος συνουσιασθεί μ’ έναν ενήλικο ο τελευταίος κέκληται παιδεραστής. Τους απάντησα πως πολύ ορθώς ομίλησαν.
Τότε μου είπαν πως όταν δύο ανήλικοι όπως εκείνοι γαμευθούν θα έπρεπε να προσαγορευθούν και εκείνα ως παιδεραστές αν και παιδιά όπως οι αθίγγανοι πράττουν κατά κόρο στην σύναψη γάμων δωδεκάχρονων, διαιωνίζοντας την μακρόχρονη παράδοση των μοναρχικών οίκων της Ευρώπης όπως εκείνος της Αικατερίνης της Αραγωνίας που παντρεύτηκε τον κατά 6 έτη νεώτερό της Ερρίκο τον Όγδοο ή τον περιβόητο γάμο της δεκαπεντάχρονης πρωθιέρειας της κομψότητος και του ραφινάτου γούστου που συνδύαζε το πομπώδες με το εφήμερο στυλ του εξευγενισμένου Μαρίας Αντουανέτας με τον δεκαεξάχρονο τότε Λουδοβίκο τον Δέκατο έκτο θυμίζοντας την μακραίωνη παράδοσή τους να ομολογούν πως υπεράνω της καρδιάς και των συναισθημάτων εξέχουσα θέση έχει το καθήκον: το καθήκον της μοναρχίας προς τον εαυτό της και την προσήλωση στα ιδανικά και στις αρχές της μεταπλάθοντας τα και μεταποιώντας τα σε αξίες ως εισαγώγιμο προϊόν στις κατώτερες τάξεις και αποπειρώμενες για την εξαγωγή στις ξένες μοναρχίες με την προοπτική των αγαστών σχέσεων που υπονομεύουν πάντα τα συμφέροντα των άλλων και προάγοντας τα συμφέροντα των ιδίων σε αναδεχόμενη βελτίωση οριζόντια και ουράνια για το κοινό καλό των υπηκόων που κέκληνται πολίτες, στην ουσία όμως διαιωνίζοντας το δουλοκτητικό σύστημα σε ασυνείδητο επίπεδο υποκαθιστώντας την απελευθέρωση με την έννοια της σύνταξης που δεν προσδιορίζει κανένα πλαίσιο καταναγκασμού αλλά μόνο προσιδιάζει και αποκλείει κάθε ενδεχόμενο ανταρσίας ή στάσης που εφησυχάζει μακροπροθέσμως τους ισχυρούς. Επίσης το καθήκον της διπλωματίας που δεν επιτρέπει ούτε καν στον εαυτό της τα λάθη που μειώνουν τα οικονομικά όχι του κράτους αλλά και του βασιλείου του Θεού που υποκαθιστά το πρώτο για να υπογραμμίσει την καταγωγή των αρχόντων η οποία ανάγεται από τον ουρανό εξʼ ου και η έλλειψη καταστατικών νόμων που αντικαταστάθηκαν από τους γραπτούς όπως η Μάγκνα Χάρτα της οποίας η εγγραπτέα παραχώρηση στοίχισε και την ζωή του Ιωάννη του Ακτήμονα από την κρατούσα τάξη της σφαίρας των αριστοκρατών και των γαιοκτημόνων που τον περιέβαλλαν ενώ τους παρασιωπούσαν από λόγους ευγενείας αφού ο εχθρός του κακού είναι το ανάγραφο καλοπροαίρετο αλλά και τα γεωγραφικά του κεκτημένα με την έννοια της αθηναϊκής ηγεμονίας και νοοτροπίας προωθώντας την έννοια της επέκτασης ως συνώνυμης με την ίδια την έννοια της ύπαρξης και του απαρεμφάτου είναι.
Τους είπα πως ο όρος είναι δόκιμος μόνον για τους πρεσβύτες. Με αγριοκοίταξαν που δεν ήμουν απολύτως πρόθυμος νʼ ακολουθήσω την ροή της σκέψης τους. Μου είπαν πως η παιδεραστία εφευρέθηκε ως όρος γιατί πάντοτε υπήρχε μίσος και φθόνος για τον έρωτα στα άτομα τρίτης ηλικίας ή δεύτερης ευκαιρίας και πως δεν θα έπρεπε να ήμουν τόσο ηθικός αφού τα κορμιά τους με μαγνήτιζαν και ήθελαν να με γηροκομήσουν. Τους προσημείωσα πως είχα ηλικία είκοσι πέντε ετών και όχι ογδόντα πέντε όπως νόμιζαν.
Το ένα αγόρι λεγόταν Κλάους και όπως μου είπε ήθελε να σπουδάσει αρχιτεκτονική στην Βρύγη. Το άλλο αγόρι λεγόταν Ματίας και ήθελε να σπουδάσει Καλές Τέχνες στην Γάνδη. Τους ευχήθηκα καλή επιτυχία και προσπάθησα να αναχωρήσω προτού μου ορμήσουν για τα καλά στον κυματοθραύστη νου που ενέδρευε στην αετωματική απ’ τον προβληματισμό και το δίλημμα που μου έθεταν και προτού τον κατακρεουργήσουν κινήθηκα προς την θύρα. Η πόρτα ήταν κλειδαμπαρωμένη και κόντευα να σπάσω το χερούλι της απ’ τον φόβο για το Άγνωστο.
<<Αυτό ψάχνεις παιδί απ’ την Γαλλία;>> με ρώτησε ο Ματίας. Μου υπέδειξε πως κρατούσε το κλειδί και το κουνούσε σαν νικητήριο ενθύμιο ή ως αποτροπα˙ι˙κό σύμβολο εκδίωξης των δαιμόνων απ’ τον χώρο, ώστε τίποτε να μην μπορεί να γίνει αντιληπτό από εκείνο το χρονικό σημείο και ύστερα..
<<Δεν θα φύγεις από εδώ αν δεν κάνεις όσα θέλουν τα ανήλικα τέκνα σου. >>
<<Παιδιά τους είπα δεν θέλω προβλήματα με τις Αρχές…>>
<<Έχουμε ρίξει υπνωτικό στο ποτό που σε κεράσαμε γιατί σε ψυχανεμισθήκαμε πως θα γινόσουν λαγός…>>είπε ο Κλάους και συμπλήρωσε: <<Γελάμε πολύ τα παιδιά της ηλικίας μας με τις σαχλαμάρες των δημοσιογράφων που λένε πως δεχόμαστε σεξουαλικές επιθέσεις μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων στο διαδίκτυο. Οι περισσότερες ροζ αγγελίες φιλαράκο τοποθετούνται στην πιάτσα από παιδιά δώδεκα ως δεκαοκτώ ετών όπως εμείς γιατί θέλουμε να προσεγγίσουμε τις πρωτόγνωρες απολαύσεις που εσείς οι τάχα σεμνοί ενήλικοι έχετε κάθε δικαίωμα στην αγκυροβόλησή τους, ενώ εμείς έχουμε με πλοιάρια απελαθεί…. Εσείς είσαστε τα θύματά μας… Όχι εμείς…Από εδώ δεν θα φύγεις αν δεν κάνεις όσα θέλουμε…>>
<<Πάντως έχει δίκαιο το γαλόπουλο…>> είπε ο Ματίας χαμογελώντας μου και συμπλήρωσε <<Η ηλικία μας είναι αποδεικτικό της αθωότητας μας… Ποιος θα σε πιστεύσει ότι δεν μας βίασες; Κανείς…Γιατί εμείς είμαστε τα αθώα, ανυπεράσπιστα παιδάκια, τα ανήλικα όπως λες που δεν είναι ικανά για τέτοιες πράξεις, ενώ εσύ είσαι ο ενήλικος, ο σοφός, ο αλκιμότερος από δύο μπόμπιρες που ήθελες να μας βιάσεις και να μας κάνεις κακό….Γι’ αυτό φιλαράκο αν δεν κάνεις όσα σου ζητήσουμε και θα σε καταγγείλουμε για βιασμό και δεν θα το απολαύσεις όσο θέλουμε…Αν όμως φανείς υπάκουος στους κελευστές σου τότε δεν θα σε καταγγείλουμε πως μας βίασες και θα έχεις περάσει και καλά… Και να ξέρεις πως μου αρέσουν πολύ οι κροκόδειλοι…>>
<<Δεν είμαι κροκόδειλος….Δεν θέλω να σας βιάσω…>> τον διαβεβαίωσα και προσπάθησα να βγω απ’ το παράθυρο, ενώ οι δυνάμεις μου ατονούσαν ως μια ύστατη προσπάθεια ν’ αποφύγω την κόλασή μου με την έννοια της τιμωρίας. Το παράθυρο παρόλο που ήμουν λεπτός ίσα που χωρούσε ένα δεκάχρονο παιδί.
<< Δεν είπα Γάλλε πως είσαι κροκόδειλος.. Είπα πως μου αρέσει ο κροκόδειλός σου…>> προσέθεσε ο Ματίας, ενώ ένιωσα τα καχεκτικά του χέρια να με τραβούν πίσω στην σφαίρα των Επίγειων Απολαύσεων.
<< Ο Γάλλος δεν καταλαβαίνει πως στην μάχη του Μαρνή νικητές υπήρξαν οι Γερμανοί ακόμη και αν είχαμε καθηλωθεί…Θα παίξει μαζί μου τον στρατάρχη Ζόφρ…>> είπε ο Κλάους στον Ματίας με νόημα
<<Και εξάλλου ήλθες εδώ με την θέλησή σου… Ποιος θα πιστεύσει ότι ποδηγετήσαμε την σκέψη σου μ’ ένα δίχτυ στην σφαίρα των επιθυμιών; Μην ξεχνάς πως εμείς είμαστε οι ανήλικοι και εσύ ο ενήλικος…>> υπογράμμισε με λεκτικές συλλαβές τα τελευταία του λόγια ο Ματίας και ένιωσα το στόμα του στον Σομπέκ μου.
Τα χείλη του απ’ την θαμιστική του πρακτική στο άθλημα των γλωσσολογικών ασκήσεων της δομιστικής θεώρησης του που είχε μετεξελιχθεί σε Θυσανία Αγριππίνα
είχε προσλάβει την έννοια της κυρτής αλλά σταθερής ταλάντωσης σαν το κύμα της ψυχής του. Σαν δύο φίδια που αποφεύγουν να τυλίσσονται το ένα στο άλλο.
<<Παραδώσου Φος και γίνε Κλεμανσώ…Τώρα είσαι ο Πεταίν μας…Απ’ την Γαλλία ποτέ δεν θα έπρεπε να είχαμε ηττηθεί…>>
<<Ας μην είχατε κάνει ποτέ σύμμαχο την Ιαπωνία, για να μην είχε μπει στον πόλεμο η Αμερική…Αμερική και Γερμανία σημειώσατε πάντα ένα…>> τους είπα με την ακατίσχυτη φωνή μου, ενώ η γλώσσα του Ματίας ήθελε να φθάσει στην Δένδερα διανύοντας τον Νείλο μου με τους παραποτάμιους νευρώνες, για να φθάσει στο Μέσο Βασίλειο και να εγκαταστήσει σε πυραμίδα την βασιλεία του θεού ήλιου Ρα.
<<Τώρα το Παρίσι απ’ το Βερολίνο μας με την προδοσία σου θα καταληφθεί…>> είπε ο Κλάους με ύφος Χίντεμπουργκ και παρέλαβε με την γλωσσολογική του σκυτάλη τον κροκόδειλό μου. Ο Ματίας στην Δένδερα και ο Κλάους στην Γκίζα για μια ευκολότερη επαφή με τον κόσμο των θεών και των ημίθεων. Έβλεπα στα μάτια την παγκοσμιότητά τους και τους χάρισα ημιαναίσθητος τα ύδατά της…
Μετά με της Ήρας τον πόνο πλάγιασαν στο αντικρινό κρεβάτι κουλουριαστοί και έβγαλαν από ένα κουτί μια υδατοδιαλυτή αλοιφή.
<<Μας αρέσει να γευόμαστε τον απαγορευμένο καρπό δίχως τις αρνητικές του επιπτώσεις…Έτσι θ’ αναδιπλασιασθεί το μέγεθος της ηδονής…>> είπε ο Ματίας καθώς επιχρύσωνε την οπή του Κλάους και μ’ έναν δονητή που διέθετε μεγάλη και μικρή κεφαλή, ενώ προσπαθούσε σε μια να ενωθεί.
Το ανατολικό Βερολίνο έπρεπε επειγόντως με το Δυτικό να ενωθεί,
ώστε το υπανάπτυκτο μέρος το ευέλικτο και εξελιγμένο στα δυτικά πρότυπα ν’ αφομοιωθεί. Έτσι θ’ αποτελούσαν ένα πρότυπο μίμησης για τους Βαλλόνους και τους Φλαμανδούς στο γηγενές μας Βέλγιο, ώστε να συμφιλιωθούν και σε δύο μέρη να μην κατατμηθούν.
Το αριστερό απ’ τα δύο φεγγάρια σε φάση ολοκλήρωσης του Ματίας είχε στο βόρειο μέρος του σε δερματοστιξία το Σενονσώ, το κεντρικό μια προσωπογραφία της Μαρίας Στιούαρτ και το νότιο την γέφυρα του Σαν Φραντζίσκο. Το δεξιό απ’ τα δύο φεγγάρια του Κλάους είχε το σφυροδρέπανο, προδίδοντας αμφότερα την πηγή της προέλευσής του και τον αντίλαλο των κατοχικών ξένων στρατευμάτων μετά την ήττα του Χίτλερ. Μάλιστα ο Ματίας φορούσε ένα ενώτιο στο αριστερό του αυτί που απεικόνιζε το μικρό Τριανόν, ενώ ο Κλάους στο δεξί του αυτί το Κρεμλίνο. Πάντοτε η πολιτική ήταν περιπεπλεγμένη με την τέχνη την πολιτιστική ή και εύγλωττη προέκτασή της, την διαπολιτιστική.
Η παραπάνω εικόνα μπορούσε από εμένα να γίνει ορατή γιατί ο Κλάους είχε πλαγιάσει στο κρεβάτι ως δίποδο που απ’ την μέση και άνω το αγκαλιάζει ώστε απ’ το βαρίδιο της κεκμηκούσης αιώρησης στο κενό να εκτραπεί. Ο Ματίας απ’ την άλλη
είχε ανέβει στο κρεβάτι και τα πόδια του σε διαγώνιο σχήμα και σε συνδυασμό με την στάση του Κλάους σχημάτιζαν ένα βέλος με ανοδική διάταση. Έτσι τα τέσσερα συνοριοθετημένα μάγουλά τους ήταν ορατά ακόμη και από μακρινή απόσταση, νομίζοντας πως βλέπεις ιαπωνική οικία χωρίς λεπτομερειακά ή φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά που θ’ αφαιρούσαν την δυνατότητα της αφαιρετικής τους σκέψης που ακολουθεί τους κανόνες της κονστρουκτιβιστικής δίχως όμως να ταυτίζεται σε απόλυτο βαθμό με αυτές, αφού κάθε καλλιτεχνικό ρυάκι βρίθει παραποτάμων
και παρόχθιων εικόνων που αλλοιώνουν την τελολογική του πλευρά και υπερτονίζουν
την μαιανδρική του.
Η σύμπτηξη όμως τόσων εικόνων σε μια υπεδήλωνε την αγαστή συνεργασία αλλά και την αντιδικία των διάδικων μεγάλων δυνάμεων όταν ένιωθαν εύθικτες στις ζώνες συμφερόντων ζωτικής σημασίας που με την ηρακλείτια λογική τις οδηγούν
ενίοτε και στις λειψανοθήκες δίχως όμως αρωματικά υγρά και έλαια για την αποσυμφόρηση της αντανακλώμενης οσμής ή δυσοσμίας.
Η διείσδυση ήταν απολύτως επιτυχής έστω και αν σχεδόν ημιλιπόθυμος
απολάμβανα το θέαμα δύο παιδιών- παιδεραστών που αμφισβητούσαν την λογική των μεγάλων υποκαθιστώντας την με την γρανιτένια πλευρά της που είναι τόσο αθέατη
όσο το οξυγόνο με τις μορφές που αναπνέουμε δίχως να ’ναι ευτόκως αντιληπτό και που μπορεί να παραλληλισθεί με την κατάσταση της ανάμειξης του άλατος σε ένα ποτήρι νερό και την εναπόθεση του πρώτου στον πυθμένα με την περιέλευση του χρόνου, ενώ στις ελαφριές αναταράξεις του ποτηριού εκείνο αναπηδάει παροδικώς
για να επιστρέψει και πάλι στο σημείο που του διορίζει η βαρυτική έλξη. Μια λογική που παραχωρεί την θέση της στον χώρο του αλόγου γνωρίζοντας πως το περιεχόμενό της θα επανακαθορισθεί σε τακτά μέρη ξανά αλλά γητευμένη απ’ τις όψεις του απίθανου που τις επινοικιάζει, για να γευθεί το αφιλόξενο ή το τελείως διαφορετικό εμποτιζόμενο ελάχιστα απ’ τα συστατικά του στοιχεία, γιατί ο Θεός είχε προκαθορίσει
την φύση των πραγμάτων χωρίς την δυνατότητα της εναλλακτικότητας που μεταμορφώνεται σε άπειρους συνδυασμούς κρούσης πλήκτρων ενός υπολογιστή με τους χιλιάδες κωδίκελους του και τις μεταμφιέσεις αριθμών και γραμμάτων που συνταυτίζονται με σύμβολα ή καλάθια συναισθημάτων και επιθυμιών. Μια λογική σε ανυπότακτο λόγο που της αρέσει η μακροπερίοδος, ενώ αποφεύγει όπως ο απουσιολόγος τους μαθητές που έχουν μείνει δις ή τρις στην ίδια τάξη, τα σημεία στίξης με την αιτιολογία της απουσίας συνεχούς ροής, ενώ σε αυτήν πρυτανεύει το ανομοιοτέλευτο και τις λεξικές αυθυπερβάσεις του ή και τις λεξιπλασίες του που λεμονίζουν τον αναγνώστη ή τον προκατειλημμένο κοινωνικό πολίτη, εθισμένο στις φόρμουλες του Ομήρου ή σε στερεότυπες φράσεις του δημοτικού τραγουδιού της Ελλάδας, εκεί που δεν είναι τίποτε εύκολα εφαρμόσιμο η ευαπόδεκτο στο καινοτόμο
ή στο ενάντιο του πυραμιδωτού ρεύματος.
Αφού συμπλήρωσε το ολοκλήρωμά του ο Ματίας στον αρυβαλλοειδή μαυροπίνακα του Κλάους έβγαλε το προφυλακτικό και με προσέγγισε σαν σχολιαρόπαιδο που ήταν έτοιμο να διαπράξει φάρσα, ενώ το χαμόγελο του ομοίαζε με του Ντα Βίντσι τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή.
<<Ως Ιωαννίτης που υπήρξες στης κυρήθρας σου το μαρτύριο παράλαβε τούτο το προφυλακτικό και κατάπιε το με των φωτογραφιών τ’ αρνητικά του. >> μου είπε ο Ματίας καθώς έβαζε την Θεία του Ευχαριστία ως ιερέας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο στόμα μου. Είχε γεύση φραούλας και βερύκοκου με τα πτώματά τους πασαλειμμένα με το παχύρρευστο υγρό του, με την μυρωδιά του αλόγου του και τα ψήγματα ρητίνης του.
Αυτός ο πειθαναγκασμός περιείχε μια μορφή υπολανθάνουσας και νοσηρής
συμπλεγματικής κατάστασης, ως απόδειξη ενός ανδρισμού που δεν εκδηλωνόταν στις θηλυκές παραλίες αλλά έβρισκε κατάλυμα στις στοές των ανδρικών σωμάτων και δη στους ημικίονες ή και στους ψευδοπεσσούς τους.
Χαρακτηριζόμουν απ’ την επικότητα που διακατέχει την σειρά έργων του Καρπάτσιο με την αγία Ούρσουλα και την διαδοχικότητα σημαίνοντων σταθμών
ή βαρύγδουπης σημασίας κατ’ άλλους που ενέχουν μια μυστικιστική αγνότητα, απλή
στην πολυπλοκότητά της ως ένα αναγεννησιακό κόμικ που δεν ταυτοποιείται από μόνο του ή δεν έχει συνειδητοποιήσει ποια κλαδιά αβράχυντης επεισοδιακής λυρικότητας συμφωνούν στην προσωδία της.
Μετά από μερικά λεπτά η επήρεια του ναρκωτικού με προσπέρασε όπως και η αιγαγρική όψη της ζωής, για να μεταβώ στην αιτιολογική της, εκεί που ο λόγος εμπίπτει στις παραφυάδες της ανειλικρίνιας και στον εξωρα˙ι˙σμό απ’ τα κακέμφατα σχήματά της.
<< Άλλη φορά γαλοπούλα φρόντισε να πεις στις γραίες καρακάξες ότι τα ανήλικα παιδιά είναι πολύ αθώα και δεν γνωρίζουν από ποιον καταρράκτη έχουν φυσική προέλευση. Αυτά να τους πεις γιατί από παιδιά πάντα μαθαίνεις την αλήθεια. >>μου είπε ο Ματίας, μου χά˙ι˙δευσε το μαλλί σα να ήμουν κόκκερ σπάννελ και ξεκλείδωσε του τροχόσπιτου την πόρτα.
Καθώς απομακρυνόμουν γοργά και σαστισμένος απ’ τον τροχοδεσμώτη
άκουγα την φωνή του Ματίας να μου φωνάζει
<<Προς την ελευθερία! Προς την ελευθερία παιδί απ’ την Γαλλία! Προς της αρετής την ελευθερία τέκνο της Γαλλίας!>> μου φώναζε αλλά η φωνή του αδυνατούσε όσο πλησίαζα στην ενδυναμωμένη απ’ την μπαταρία της αναρχίας ακτή.
Όσον αφορά την Λουσύ σου αποστέλλω μια φωτοτυπία της επιστολής της
προς την Σοφί Καρόν αναφερόμενη στις διακοπές της στην Λέσβο την οποία συναντώ καθημερινώς εδώ και ένα μήνα το ίδιο ξενοδοχείο στην Μύκονο. Πίστεψε με, οι γυναίκες έχουν γονίδια που είναι ασυμβάτως υπέροχα σε σύγκριση με τα δικά μας.
Μετά από έναν πυρηνικό πόλεμο θα επιβιώσουν μόνον οι γυναίκες και τα δαχτυλίδια τους.
Εις το επανιδείν,
Louis Martineaux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 294
Lucy Sanguin προς Sophie Caron,
30-7-2001, Λέσβος,
Αγαπητή Σοφί,
Oι διακοπές που διαδρομώ στην Λέσβο είναι οι καλλίτερες των τελευταίων δέκα ετών. Είμαι μαζί με την Κατρίν Ντενεβούα και την Μαρί Αρνώ στο νησί που γέννησε τον γυναικείο κιναιδισμό.
Ο Νταμιέν οργιάζει εξ’ όσων έχω πληροφορηθεί στον Πελεκάνο και επανασχεδίασα μια προγραμματική Ανόν Αουστράλ με την ανταποδοτικότητα του ιδίου νομίσματος.
Δημιουργούνται έντονα κουτσομπολιά στο νησί πως εγώ είμαι η αδηφάγος Μαρία Αντουανέττα, η Κατρίν η μαρκησία ντε Λαμπάλ και η Μαρί η μαντάμ ντε Πολινιάκ και πως διανύουμε τον σφοδρότερο λεσβιακό Αύγουστο, επειδή μας βλέπουν
στα πλακόστρωτα σοκάκια των χωριών τα δειλινά να χασκογελάμε, ν’ αγκαλιαζόμαστε όλη την ώρα και να φιλιόμαστε στο στόμα ενώπιον τουριστών, περιηγητών και λοιπών ιθαγενών. Η τελευταία κατηγορία δεν ενσκήπτει στην γαλλική νοοτροπία.
Το βράδυ μετά το απογευματινό μας μπάνιο αποφασίσαμε και οι τρεις μας να μην επισκεφθούμε τα μαγαζιά του νησιού, μια συνήθεια στις καλοκαιρινές εφόδους τόσο εύλογη όση η μεταφραστική δραστηριότητα του Ελύτη στον Ελυάρ και οι ομιλίες τω ποιητών στο φεστιβάλ της Στρούγκα τις εσπερίδες, στα περίχωρα των Σκοπίων, της πρωήν γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας της Μακεδονίας. .
Τα κορμιά μας ήταν τόσο αιθέρια γυμνά. Χορεύσαμε στους ρυθμούς του Μπολερό του Μωρίς Ραβέλ, ενώ οι προγυμνάσεις μας θύμιζαν αρκετά τις "Μπαλαρίνες" του Έντγκαρ Ντεγκά. Η ιμπρεσσιονιστική διάθεση που θύμιζε Ρενουάρ επήλθε όταν παρασυρμένες απ’ τα πάθη της πλημμυρίδας της ψυχής μας καταλήξαμε στο κρεβάτι και οι τρεις και αναζητήσαμε τα μυστήρια της σχισμής.
Η σχισμή είναι το σύμβολο του αγέννητου αγνώστου, αυτή που δίνει την ζωή ή και την παίρνει στα τοιχώματα της με την ποικιλία των χρωματισμών και των σχημάτων της που επιτείνουν την αίσθηση του ανεξέλεγκτου και του απροσδόκητου που δεν επιδέχεται κανόνων και τυποποίησης στο σχήμα ερέθισμα-αντίδραση. Ομολογουμένως η σχισμή συμβολίζει την υποκριτική αλλά και το πειστήριο για την ανίχνευση της αλήθειας και με την ανοδική της τάση αποκαλύπτει τις γνώσεις των υποχθονίων. Η σχισμή είναι η Γαλατία των Ρωμαίων που βρίσκουν την γη της επαγγελίας στο ανίκητο αλλά και στην ιδεατή αγάπη που είναι το κατοικητήριο όλων των νεκρών και των ζωντανών. Η σχισμή αναλόγως με την αντίδρασή της στην δράση του αντικειμένου της είναι το έμβλημα του αχαλίνωτου πειραματισμού για την διαμόρφωση και τον κατάλογο υποθετικών εξαιρέσεων που παρεκκλίνουν απ’ τον κανόνα δίχως όμως το δικαίωμα της αμφισβήτησης σ’ αυτόν. Η σχισμή είναι και το πλέγμα προστασίας που δεν αφήνει κανέναν φαλλό σ’ έναν δίχως τέλος πριαπισμό
θυμίζοντάς μου την φωτογραφική ιδεοληψία της Ναν Γκόλντιν, εκεί που αποτυπώνεται φευγαλέα και θαμπά το άρρητο ή το ανομολόγητο των ιδιωτικών σκηνών και η ακινησία είναι το παρεπόμενο της πρότερης αναποτυπωμένης έντονης κίνησης. H σχισμή μου φέρνει στην μνήμη το άνθος Elmore Vella απ’ το βίντεο Trailer της Σάσκια Όλντε Γουώλμπερς εκεί που το αθώο συμπλέκεται με το σπάνιο και το επικίνδυνο και που η γνωριμία με τέτοια άνθη επιτυγχάνεται απ’ το απροσδόκητα μοιραίο και όχι τυχαίο.
Οι σχισμές και των τριών μας διέφεραν στην δάσυνση, στην πάχυνση και στην εσωστρέφεια ή στην εξωστρέφειά τους. Η δική μου ήταν αδάσυντη για την μεγαλύτερη ευκολία στην επαφή με τους ιθυφαλλικούς εξωγήινους-κάθε άνθρωπος είναι εκτός γης-αλλά ώστε και το στόμα των ανδρών να μην μπερδεύεται με πυκνά τοπία στο δάσος που περισσότερο αποπροσανατολίζουν παρά θυμίζουν τους στροβιλισμούς και τις άγιες μορφές στα τοπία της φύσης του Βίντσεντ Βαν Γκόνγκ που το αυτονόητο είναι το περιφραστικά παγανιστικό υπονοούμενο. Τα χείλη υπερφουσκωμένα λες και είχε γίνει ένεση με σιλικόνη.
Τα φαληρά κορμιά των άλλων δυο αποτελούσαν μια χτυπητή αντίθεση με τα μελαμβαφή μαλλιά τους, τονίζοντας σε όλες μας πως πάντα το αγγελικό και το δαιμονικό είναι συμπληρωματικά χρώματα στις ιδιότητες που προσδιορίζουν την επιφάνεια των αντικειμένων, αφού οι έννοιες προηγήθηκαν των υλικών κατόπτρων τους και με το φως του ήλιου διεχωρίσθησαν απ’ την διαφορετική επιστρωμάτωσή τους. Οι ιδέες όμως επιγέννησαν τις έννοιες ή θα ήταν προσφορότερο να ισχυρισθούμε πως οι έννοιες είναι τα δοχεία των ιδεών και οι επίνοιες τα ανώτερα στρώματα των πρώτων ή ένας διάμεσός τους.
Ο λεσβιασμός στην πλειονότητα των ανδρών φαίνεται αρκετά θελκτικός αφενός με γιατί οι γυναίκες εκτός από πρωθιέρειες της Αρτέμιδος συμμερίζονται τις ανδρικές σκέψεις, αφετέρου δε η ανοριακή κατάσταση είναι ένα στοιχείο τεκμαρτό για την ποικιλομορφία των στάσεων που θα ήθελαν να αντιπροτείνουν. Επομένως το απουσιολόγιο του φαλλού μας καθιστά ακίνδυνες αλλά η τάση μας για μίμηση ανδρικών συμπεριφορών μας καθιστά στο υψηλό ύφος του Αχιλλέα και στο αφήλιο του νου των ανδρών για πράξεις δίχως υδατοφράκτες….Τώρα αν φαίνεται μαγευτική η πρόταση η μαντάμ Ντε Επιναί ή η Ντε Σταέλ να υ˙ι˙οθετούν την απρονοησία του Σουαζέλ και όχι την προσεκτικά οριοθετημένη του Νέκερ αυτό σίγουρα είναι μια προεπαναστατική έννοια, στο μετόρχιον της ιδέας "ανταρσίαʺ και στην οινοχόη της που είναι η επανάσταση. Κατ’ άλλους μια γυνή αμαζονίτη που υποκρίνεται τον Σιμωνίδη τον Αμοργινό είναι ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση γιατί η μεν Σαπφώ ήταν λεσβία ο δε δεύτερος δεν είχε την δυνατότητα της ευνουχίας, ώστε να υποκριθεί αυτό που ήταν.Το θέαμα της λεσβίας είναι γραφικό όπως οι τοπιογραφίες του Ζαν Μπατίστ Καμίλ Κορώ και ειδικώς η "Βιλλ ντε Βραι", όμως ρηξικέλευθο στην γραφικότητά του, αφού το ευδιάκριτο μοιάζει να θολώνεται και να υπονομεύεται απ’ τον εαυτό του, αποκαλύπτοντας πτυχές της ενέργειας που εκπέμπει, ανεπίγνωτες για τον κοινό ή τον συνήθη οφθαλμό.
Είχαμε σχηματίσει ένα τρίγωνο ενώ με τις γλώσσες μας προσπαθούσαμε να γεφυρώσουμε το χάσμα ανάμεσα στα τοιχώματα της σχισμής. Ο Νίτσε αν ζούσε θα υπεστήριζε πως η σχισμή γεννήθηκε για τον διχασμό και την φιλεριστικότητα, ενώ ο φαλλός για την ομόνοια ή έστω την ψευδεπίγραφη ομόνοια. Το δε περίεργο είναι πως τα τοιχώματα κατά την επαφή έχουν την τάση της διαστολής σαν δύο ήπειροι έτοιμοι να συνενωθούν σε μια. Τον φαλλό η γυναίκα τον αντικαθιστά με τον λόγο της μέσα στην σχισμή: έναν λόγο όχι τόσο ευμεγέθη ή υπερβίαιο Τωτίλα αλλά ευέλικτο όπως οι μικρές κολυμβήτριες στους Ολυμπιακούς Αγώνες που δαμάζει το απραγματοποίητο.
Η απάντηση στην αμφιμετροσεξουαλική διάθεση του Νταμιέν ήταν αυτή
η τριάδα λεσβιασμού που μας τοποθετούσε στην εναργέστερη θέαση των πραγμάτων και εξίσωνε την θέα μας μ’ εκείνην των θεών, αναζητώντας την εποχή που χάθηκε.
Κάθε σχισμή αντιμετωπιζόταν απ’ την καθεμιά μας ως μια μικρή λαβωμένη πληγή που το σάλιο μας επάνω σε αυτήν είχε θεουργική επενέργεια και μορφή στοργική σαν την "Μαντόνα με το θείον βρέφος" του Φρα Φίλλιπο Λίππι: είναι η επονομαζόμενη σιβυλλική στοργή που εκδηλώνεται δίχως να την ερωτήσει κανείς, αφού η αγάπη ή ο έρως τις ερωτηματικές προτάσεις έχουν απεκδυθεί. Τα δε αιδοία μας παρέπεμπαν σε πίνακες του Μαρκ Ρόθκο που το ένα χρώμα συστεγάζει το άλλο χωρίς να ανήκει όμως σε αυτό και χωρίς καμία τάση εξευγενισμού των επιφανειών τους αλλά ήταν φουρτουνιασμένη και ανεπεξέργαστη η εξεικόνισή τους.
Τα χέρια μας ήταν τα πανιά μας, τα πόδια μας τα κατάρτια και τα σώματά μας τα καράβια που παλινδρομούσαν στο ανεμολόγιο του έρωτα, όχι από ανυπακοή στον Οδυσσέα ή στην συνεπακόλουθη ύβρη για τα βόδια του Γυρηόνη. Ήμασταν τρεις ιχθείς που σπαρτάριζαν από ηδονή στο δακτυλικό εξάμετρο και στην προσωδιακή μας μορφή, γιατί τα κορμιά μας ήταν η μουσική και η ψυχή μας οι νότες του πενταγράμμου με του Τζων Γκέιτζ την αυτοματοποιημένη ασυνείδητη γραφή.
Οι ψυχές μας είχαν γίνει άνεμοι, ενώ η λεπτότητα στον χειρισμό των αισθημάτων υπήρξε ασύγκριτη σε σχέση με την παρόρμηση του ανδρικού φύλου που αποζητάει την δίχως αντίκρισμα ηδονή ή τον πρωταθλητισμό με τους ομοίους του
στο τετραποδικό άθλημα του σεξ. Ο λεσβιακός τριβαδισμός σε αντίθεση με αυτόν των ανδρών που τα δόρατά τους τα τρίβουν είτε στις μασχάλες είτε στο μεσοδιάστημα των λόφων τους είτε στο αιδοίο όταν συναντιόνται οι Τιτάνες τους είτε στην χειρωνακτική σύσφιξη δύο απανωτών ορόφων διακατέχεται από μια συλλεκτική ευαισθησία που προσιδιάζει σε διαμόρφωση νταντα˙ι˙στικού πίνακα εκεί που το απίθανο εμφανίζεται τελείως φυσιολογικό, γιατί οι φιγούρες υπερισχύουν των πανδαισιακών χρωμάτων και ο Αμφιτρύων περιμένει στο λιμάνι την αγαπημένη του. Αυτό το καλλιτεχνικό φαντασμαγορικό πόνημα διακρινόταν για την διαύγεια του ύδατός του που θα μπορούσε πότε να ’ναι κρυστάλλινη και ενίοτε αδαμάντινή και ζιρκονιακή.
Το πλεονέκτημα του φεμινιστικού τριβαδισμού σε σύγκριση μ’ εκείνον
που αναμειγνύεται η ανδρική γλώσσα σε αλπικές υποθέσεις είναι πως δεν υπάρχει η χρεία της ολοκλήρωσης στους Ιχνευτές ενώ ήμασταν εφάμιλλες σε ταχύτητα των ίππων του Διομήδη.
Κάποιες στιγμές ένιωθα σαν τον Φιλοκτήτη απομονωμένη σ’ ένα νησί με
τα δένδρα ως τους γηγενείς που δεν μπορούσαν ν’ αντιληφθούν τον γενετικό μου κώδικα και εγώ την αιτιολογία της αμυδρής κινησιολογίας τους που μου θύμιζε Μπιλ Βαιόλα αλλά η αληθινή της φύση ευρίσκεται στους εξωγενείς παράγοντες που είναι σύμφυτοι και στην ανθρώπινη ζωή: τίποτε το σταθερό, το ξαφνικό κανών, πρότυπο ο κατωάνθρωπος και μια ζωή γεμάτη μυστήρια και με πολύ λίγα νήματα, ώστε να μην διαταράσσονται οι κύκλοι της από Λαμαρτίνιες εντυπώσεις.
Η αφαίρεση των όπλων μου ήταν η μάστιγα της φύσης για το γυναικείο
φύλο ώστε οι άνδρες να επιβάλουν το μηχάνημα τους σε αυτές θυμίζοντας πως στο ρήμα που έχουν συσχετισθεί το υποκείμενο είναι αντικείμενο και το αντίστροφο….
Μόνον οι τρεις δονητές που φορέσαμε στην ηβική μας περιοχή ήταν η μόνη λύση,
για να υποδυθούμε τους άνδρες στο τρίπτυχο της Γάνδης μόνον που αυτό δεν ήταν εσώκλειστο αλλά διαμορφωμένο πάντα να ’ναι ανοιχτό. Με τα δερματένια μας βρακιά
που είχαν φρυνοειδή επιφάνεια ή χαρακτηρίζονταν από μια αναγλυφικότητα σε καμβάδες μοντέρνας τέχνης που επιζητούν τον εντυπωσιασμό απ’ την επεκτατικότητά τους για την απόκτηση της τρίτης διάστασης όχι στην τονικότητα των χρωμάτων ή στον κατάλληλο σχεδιασμό των μορφών που οι οπισθότυποι τους αποτελούν τους οιωνούς που προλέγουν το μέλλον αλλά στον όγκο των χρωμάτων με την στατιστική κλίμακα να έχει ξεχάσει το οπτικό πεδίο, την γραμμή και την επιπεδότητά της και την
τελευταία με τον χώρο να την κάνει αμβλεία, οξεία ή ορθή γωνία, λαξευμένη σε τέτοιο
βαθμό που να θυμίζει την "Κοιμωμένη" του Χαλεπά.
Με τους δονητές νιώθαμε απίστευτους οργασμούς πιο ορμητικούς και απ’ το Γκράντ Κάνυον. Ο ένας που ακολουθούσε τον άλλον ήταν σφοδρότερος και απ’ το χειροκρότημα που έπεσα στην "Ζαίρα" του Βολτέρου. Ήμασταν ένα χαρέμι ανυπόκριτου ενθουσιασμού που περίμενε την άφιξη του Σαλαδίνου για να τις διακορεύσει διακαώς σπάζοντας την σιδηρά αντιπαρθενία μας.
Μέσα σε αυτόν τον μυσταγωγικό παροξυσμό που περιείχε σπέρματα
αδιαφιλονείκητης κατάνυξης ολοκληρώσαμε πρώτη εγώ στην μέση με την ενεργοπαθητική μου σύνταξη και ύστερα η Μαρί που ήταν μπροστά μου και η Κατρίν που ήταν στον οπισθόδομο. Περιττό δε να σου πω πως είχαμε βάλει στο ραδιόφωνο το τραγούδι της Κd Lang και της Melissa Etheridge για να μας εμπνέουν καθόλη την διάρκεια της πράξης ως οι μούσες του λεσβιασμού.
Εντούτοις όλη την ώρα σκεφτόμουν τον Γκιγιώμ και τον Νταμιέν και πως μεταξύ τους θα έρχονταν σε επαφή για να τους εκδικηθώ. Παίζω με την αμφίκυρτη πλευρά και των δυο. Ο Νταμιέν προτίμησε την Ζάκυνθο και τον Σολωμό απ’ την Λέσβο και την Σαπφώ ο δε Γκιγιώμ έχει επιδοθεί μετά μανίας στην συγγραφή ενός ιστορικού πονήματος με νιοστές βιβλιογραφικές και αισθαντικές αναφορές. Η Λέσβος είναι η χώρα της ποίησης και της ερωτικής μαγείας. Κάτι επ’ αυτού πρέπει να σκεφθώ.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 298
Damien Adaleux προς Louis Martineaux
3-8-2001, Zάκυνθος,
Αγαπητέ Λουί,
Απ’ το συστημένο γράμμα που μου έστειλες είμαι εκτός φρενών. Οι γυναίκες να ξέρεις πως είναι όλες τους μουνουχοχάρτες που σκουπιζόμαστε εμείς οι άνδρες. Μερικές χρησιμεύουν και σε κάποιες εκθεσούλες που μου επιμελούνται, αρκεί να τους κάνεις τα ζαχαρωτά μάτια και θα δεις. Μόνο για του λαγώου τα πηδήματα κάνουν και να πλένουν κανένα πιάτο. Και την παραμικρή συναισθηματική ανοησία να τους πεις θα την χάψουν. Νομίζω πως κάποια ημέρα θα κερδίσω και το Όσκαρ για την υπερερμηνεία μου στο Χαμάμ γυναικών.
Ως όρνεο θα την ξεσκίσω γι’ αυτό που έγραψε στην Σοφί με τον Γκιγιώμ, τον αμαγείρευτό της φρύνο.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 303
Lucy Sanguin προς Sophie Caron,
16-8-2001, Παρίσι,
Αγαπητή Σοφί,
Επιτέλους στο Παρίσι μετά απ’ την ελληνική θερινή ραστώνη.
Έχω στα χέρια μου μια φωτογραφία του Γκιγιώμ και μια του Νταμιέν. Σκέπτομαι να τις δώσω σε μια Ινδή μάγισσα που διαμένει στο Λονδίνο και είναι οπαδός του θεοσοφισμού. Θέλω να τους κάνω να ερωτευθούν με μανία ο ένας τον άλλον σε τέτοιο βαθμό που να μην ξεκολλάνε και με τις επιστολές και των δυο που έχουν τον γραφικό τους χαρακτήρα ο λόγος τους θα γίνει σώμα αυτοτελές και α˙ί˙διον, αφού τα πασπαλίσουμε με τριμμένα ρόδα που έχουν ψηθεί στην κατσαρόλα και κάνουμε την μαγική επίκληση στην Αφροδίτη.
Περιμένω με αδημονία τα αποτελέσματα.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 320
Damien Adaleux προς Louis Martineaux
5-9-2001, Παρίσι,
Αγαπητέ Λουί,
Σήμερα κάτι πολύ περίεργο θα σου διηγηθώ. Γνωρίζεις το αβυσσαλέο μου μίσος για τον Γκιγιώμ. Ενώ καθόμουν το εωθινό στην βεράντα της οικίας μου στο διαμέρισμα μου στην Μονμάρτη-ένα απ’ τα πολλά που μου εκχώρησε ο πατέρας μου- δέχθηκα την επίσκεψη του Γκιγιώμ.
Εύχαρις όσο η Αφροδίτη της Κνίδου με την συνοδεία της μου προσέφερε έναν ελέφαντα ως δώρο γενεθλίων με επισύναψη ενός ημερολογίου.
Μου τόνισε πόσο τον καταγοήτευε η τέχνη μου που την χαρακτήρισε μάλιστα και υψηλή όπως οι ανιούσες κλίμακες του πενταγράμμου.
Ξαφνικά ένιωσα μια ακόρεστη επιθυμία στο σώμα μου να φιλοξενηθεί ίσως για να εκδιώξει ότι το περιττό ή το βλαβερό ενυπήρχε εντός.
Κατεβάζω το κολλάν μου και του προβάλλομαι στα τέσσερα όπως ένας αμνός σε κλουβί. Σεμνύνεται.
Πλησιάζω τον καναπέ και χτυπώ επτάκις με το δεξί μου χέρι το πάπλωμα του, το διακοσμημένο με τους αστερισμούς του Προκυώνος και της Υδρίας και με ύφασμα απ’ το Ισπαχάν. Του αντιπροτείνω να χαλαρώσει και στις επιθυμίες του ν’ αφεθεί.
Κάθεται με φειδώ στην άκρη. Οι διόπτρες τους μονομιάς θ’ αφαιρεθούν. Του αγγίζω το μπούτι όπως ένας νήστις δίαιτας δύο μηνών με απώτερο θρησκευτικό σκοπό σε κάποιο απομονωμένο μοναστήρι της Ίστριας.
Σείεται από ταραχή.
Βάζω τα τρία μου δάχτυλα στο στόμα όπως στο βιβλίο Σεξ της Μαντόνα και στην φλογισμένη μου οπή τα τσαλαβουτώ όπως ήμουν γυμνός. Τα παπούτσια του με τις κάλτσες του υπεξαιρώ. Στα πόδια του πέφτω και γονυκλινώ.
Η γλώσσα μου θέλει από μόνη της να καθαρίσει τα δάκτυλά του όπως οι δέκα εντολές του Μω˙υ˙σή. Η αποφορά απ’ το υπόδημα δεν συμβολίζει τίποτε άλλο απ’ την βρωμιά που προκαλείται είτε απ’ τις κοινωνικές πιέσεις είτε απ’ την αναγκαιότητα των συμβάσεων που οι πρώτες υπαγορεύουν στο κείμενο των ανθρωπίνων ψυχών όχι σε συνειδητό ή σε υποσυνείδητο επίπεδο μα στο σημείο ενεργείας του ασυνειδήτου που περιλαμβάνει την εναίσθηση χωρίς όμως να την προκαταβάλλει ως έντοκο γραμμάτιο του δημοσίου σε ιδιώτες ή ετέρους εξ’ ημών. Επιπλέον η οσμή των δακτύλων του συμβόλιζε και την πορεία της ψυχής στο σώμα που οι ανάγκες του το δηλητηριάζουν.
Θα μπορούσε κανείς να ζωγραφίσει το πρόσωπό μου ως ☻? που ήθελε απεγνωσμένως ένα ☼ ♂ που να ☺ και να άδει ♫.
Το σώμα του είχε δηλώσει στάση πληρωμών. Ευτυχώς που ο καναπές ήταν επταθέσιος και με το κορίτσι στο ντιβάνι του Μπουσέ είχα ταυτοποιηθεί.
Εκείνος φίλος του Ντρέυφους και εγώ αντι-Ντρέυφους περίμενα από πίσω να τιμωρηθώ. Το χέρι του καναπέ είχε γίνει το υποστύλωμά μου. Ξαφνικά αισθάνθηκα να εισέρχεται αργά αλλά σταδιακά ένα κλαρί εικοσιτριών πόντων
στην κεντρική μου θύρα. Ένιωσα ένα τσούξιμο αλλά με την παρέλευση κάποιου χρονικού διαστήματος αυτό μετατράπηκε σε σύσφιξη της κοιλιακής μου χώρας με αποτέλεσμα απ’ το στήθος και επάνω να πορφυρίσω ακαταπαύστως και απ’ τον πόνο ν’ αλυχτάω. Οι σκύλοι είναι εξημερωμένοι λύκοι αλλά παρόλα αυτά η φύση τους είναι απόκρημνη γεμάτη από επιβουλές, ενώ δεν είναι μυημένοι στα μυστήρια του ουρανού αλλά μόνον των χθόνιων και των υποχθόνιων υποθέσεων. Ας μην ξεχνούμε πως ο Κέρβερος ήταν ο φύλακας των νέρτερων και τους διεχώριζε απ’ τους ζωντανούς ώστε και οι δύο να μην είναι κείμενοι στο ίδιο χωνευτήρι.
Σε κάποια στιγμή και ενώ ήμουν τόσο πιεσμένος όσο ένας υπάλληλος που αλλεπάλληλες τιμές εξαργυρώνει ο Γκιγιώμ με ρωτάει τι σημαίνει το τατουάζ στο δεξιό γοφό μου. Του απαντώ πως είναι μια σκηνή οργίου απ’ τα ερείπια της Πομπηίας που προοιωνίζει για τους κατόχους αυτού την αναγόμενη στην ρωμαϊκή αριστοκρατική οικογένεια των Φλαβίων αλλά και την συμμετοχή σε τέτοιου είδους πράξεις, ως μια απόπειρα η επεξήγηση να μετατραπεί σε παράθεση και οι ετεροπροσωπίες να πάρουν την θέση των ταυτοπροσωπίων.
Δεν αρκέσθηκε μόνον σε αυτόˑ δυστυχώς με ρώτησε τι σημαίνει η καδένα που φορούσα στο δεξιό μου πόδι. Του ανταπαντώ πως το πόδι και δη γυμνό είναι το σύμβολο των πτωχών, αφού η πυραμίδα του ανθρωπίνου ή του κοινωνικού σώματος εδράζεται σε αυτό και πως η τοποθέτηση ενός τέτοιου κοσμήματος στο επίμαχο σημείο τύχη και αγαθά προοιωνίζει σε αυτό. Επιπλέον πως ήμουν δεσμώτης του οιστρογονικού μου εαυτού μου ως κάποια πολεμική μορφή στην ζωηφόρου του μεγάλου βωμού της Περγάμουˑ ευδιάκριτη του σάλου που χαρακτηρίζει και τις υπόλοιπες.
Μετά από όλες αυτές τις ενοχλητικές ερωτήσεις απομακρύνθηκα από κοντά του ενώ εκείνος έμεινε σαν έβενος τα τατουάζ μου να περιεργάζεται.
<< Ντύσου και άδειασε την γωνιά μου παλιοβρωμόσκυλο…Μου διατάραξες την συναισθηματική μου νηνεμία…Ξέρεις τι ήσουν μια ζωή;
΄Ένα φτηνό βρωμόσκυλο που μου έδινες έμπνευση μόνον για κανέναν καμβά φιλοζωικού γοτθισμού και τίποτε άλλο…Εξαφανίσου από εμπρός μου μην σε σαπίσω στο ξύλο…>>
Στην υποδοχή των περίσημών μου και επιφανών λόγων αυτό το ανόητο κουτάβι ντύθηκε με ταχύτητα δρομέα-πρωταθλητή ενώ ψιχία υγρών κυλούσαν στα μάγουλά του…
<< Και πάρε και τον βρωμοελέφαντά σου παρία μιαρέ… Ξέρεις σε ποιον μιλάς; Κατάγομαι απ’ την γενιά του Ιαφθέ…>>
<<Αυτό είναι κάτι αρόσιμο ή εδώδιμο….Πάντως εκείνος ο Ιησούς Χριστός μου φαίνεται πως είπε πως πρέπει να κοιτάζουμε εμείς τι κάνουμε και να μην επαφιόμαστε στα έργα ή στα λόγια των προγόνων μας….>> μου είπε με αθώο ύφος πεντάχρονου παιδιού που η συμπεριφορά του υπακούει περισσότερο στην φωνή των κανόνων των ζώων και λιγότερο στην λογική των καστών που πρεσβεύω και προσκυνώ.
Ειλικρινώς Λουί εκείνη την στιγμή αν ήξερα ότι δεν θα πάω φυλακή θα τον είχα κατακρεουργήσει σε κομματάκια….Βλέπεις υπάρχουν και νόμοι και υπάρχει και η πιθανότητα να πάμε και φυλακή αν παραβιάσουμε κάποιον εξ’ αυτών…Μετά θυμήθηκα και εκείνο το "ου φονεύσης" του Γιαχβέ και έδωσα τόπο στην οργή.
Η θανατική καταδίκη ισχύει σε πολλές χώρες του κόσμου μεταξύ άλλων στην Κίνα και σε πολλές πολιτείες των Ε. Π. Α δυστυχώς..
Το κυριότερο επιχείρημα όσων θέλουν να σώσουν την ζωή των θανατοποινιτών είναι το ακόλουθο: είναι η βιβλική αντίληψη περί ζωής που σύμφωνα με αυτήν αφού έδωσε ο Θεός την ζωή Εκείνος πρέπει να την πάρει και πως όταν σκοτώνουμε τον θανατοποινίτη είναι σα ’να εξομοιωνόμαστε με τον Θεό. Όλοι αυτοί ξεχνούν πως ο πρώτος που παρεβίασε του Θεού την εντολή και εξισώθηκε με τον Θεό είναι ο θανατοποινίτης. Επιπλέον την ζωή στον θανατοποινίτη την έδωσε η θνησιμιαία μητέρα του που απέχει παρασάγγας απ’ τον Θεό. Επίσης όλοι αυτοί είναι υπέρ της θανατικής καταδίκης γιατί δεν θέλουν να πληρώνει ο λαός την διατροφή και την διαμονή στις φυλακές των κρατούμενων μέσω των επιβληθέντων φόρων.
Επιπλέον πολλοί είναι κατά της θανατικής ποινής όχι από συμπάθεια προς τον δολοφόνο ή γιατί ενοχοποιούν και το θύμα που υπήρξε θύμα και όχι και εκείνο θύτης αλλά γιατί με τον ακόλουθο τρόπο έχουν σκεφθεί: γιατί ο θανατοποινίτης να μην ζει και να υποφέρει στα ισόβια δεσμά του; Μια λογική πλησιέστερη προς το θύμα και ιδωμένη με συμπάθεια.
Όσον αφορά το ζήτημα της αυτοκτονίας που πολλοί Ρωμαίοι ευγενείς όπως ο Νέρων ή ο Μάρκος Αντώνιος επέλεξαν πάλι αντιβαίνει την βιβλική θεώρηση αλλά με την έννοια της θεοποίησης των αυτοκρατόρων και των μελών της οικογένειας των αυτή η υπέρβαση υπονομεύεται όπως οι απέλπιδες προσπάθειες του Φίλιππου του Άραβα για την συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Όταν κανείς έχει εξισωθεί με τον Θεό έχει το δικαίωμα του αυτοχειριασμού, ένα δικαίωμα που δεν αναγνωρίζεται σε οντότητες με κόκκινο αίμα έστω και αν οι γαλανοαίματοι ήταν ενδυόμενοι στην πορφύρα ως ένα σύμβολο περιβολής της αγάπης του λαού προς αυτούς ή και πως ο λαός ήταν η προστασία τους απ’ το ξεγύμνωμα της υποκρύπτουσας ωμής αλήθειας ή πως οι έγνοιες γι’ αυτούς τους βάραιναν πάντοτε στους ώμους.
Σε κάθε περίπτωση η συναναστροφή του Γκιγιώμ δεν θύμιζε τίποτε άλλο παρά εκείνη των μελών μια ρωμαϊκής αυτοκρατορικής οικογένειας μ’ έναν τιποτένιο δούλο του Χριστού ή του Αγνώστου Θεού και ούτε καν πληβείου.Δεν τον χρειάζομαι τον θεούλη του έχω όσα θέλω και πολλά παραπάνω….
Πως δεν μολύνθηκα είναι ένα θαύμα.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 331
Louis Martineaux προς Damien Adaleux
20-9-2001, Γιοχάνεσμπουργκ,Νότιος Αφρική
Αγαπητέ Νταμιέν,
Συνεχίζω τις διακοπές μου στη Νότιο Αφρική. Όταν ήμουν παιδί και πηγαίναμε τα καλοκαίρια στο Κέιπ Τάουν οι γονείς μου απαγόρευαν να συναναστρέφομαι με μαύρους ή έστω και μελαμψούς. Τώρα που έχω αυτονομηθεί και βγάζω ιλιγγιώδη ποσά απ’ την τέχνη της διαφήμισης και του σπικάζ, έχω την άνεση να τριγυρίζω στα μέρη που τόσο πολύ μου αρνήθηκαν οι αλλογενείς γονείς….
Στην Νότιο Αφρική ήμουν σίγουρος ότι θα έβρισκα τους κροκόδειλους
που μου ταίριαζαν και που ήθελα να παίξω με αυτούς τόσο πολύ.
Στο ξενοδοχείο που διέμενα και τω όντι φίλος με τον διευθυντή του μου είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα να μπορώ να παρακολουθώ στα μυστικά δωμάτια που προεκτείνονται των κατόπτρων τους επισκέπτες και τα ένδοξα ερωτικά τους έπη….Την χθεσινή ημέρα είχα μετατοπισθεί στο δωμάτιο ενός Βρετανού τουρίστα και απ’ το αθέατο παρατηρητήριο μου έβλεπα και κυρίως άκουγα με ακρίβεια dolby surround κινηματογραφική τα τεκταινόμενα. Υποδυόμουν τον πρωταγωνιστή στον "Σιωπηλό Μάρτυρα" του Χίτσκοκ εκεί που η περιεργειοβλεψία ταυτιζόταν με την αισθητική ηδονή.
Είδα τον Φολκέρ απ’ την Ολλανδία, τον Τζέρεμυ απ’ την Μεγάλη Βρετανία και τον Αγκούκου απ’ την Νότιο Αφρική να εισέρχονται στο διαμέρισμά τους
που το βολιδοσκοπούσα απ’ το μεσημέρι ελπίζοντας σε σεξουαλική συνεύρεση.
Ο Φολκέρ είχε στην Ιουλιανή του μπλούζα του μια σκηνή νομάδων… Άλφα κατηγορίας πεντάκλινο, γάμα κατηγορίας τρίκλινο, δέλτα του Νείλου… Γράμματα δίχως αρχή και τέλος…Σκέφθηκα πως την ίδια μοιρολατρία έχουν και τα γράμματα του αλφαβήτου….Καταδικασμένα ν’ αλλάζουν θέσεις στην υπηρεσία των λέξεων που λογοδοτούν στις προτάσεις κύριας ή δευτερευούσης σημασίας… Αυτή τους όμως η καταδίκη περιείχε και ένα φάσμα αχαλίνωτης δύναμης, αφού χωρίς την αυθυπαρξία τους κάθε νόημα στερεύει όπως οι πηγές απ’ την ανομβρία των Φαραώ σαν την τιμωρία της αποκλινόμενης πλάστιγγας του Θεού…. Απ’ την άλλη αυτή η συνεχόμενη αποδημία που υπηρετεί διαφορετικά νοήματα τους αποδίδει ιδιότητες των ιδεών ή των εννοιών που δεν είχαν προσυλλάβει αν και η θεωρία της ενόρασης του Ανρί Μπερξόν υφίσταται σε κάθε έλλογο ή και άλογο όν επί της γης, πολλώ δε μάλλον στους γλωσσολογικούς τους κραδασμούς που πρεσβεύουν τις διπλωμένες περγαμηνές αλλά και το αντισταθμιστικό τους απόβαρό τους γιατί κάθε ιδέα έχει την μετενσάρκωσή της στην επιφάνεια της γης αλλά και στον βυθό της τα υποκοριστικά της, ενώ στον ουρανό τα πολλαπλάσια της…
Ο Τζέρεμυ είχε στην Ιούνια μπλούζα του ένα ιστιοφόρο πλοίο…Σκέφθηκα πως άνεμος χωρίς την θάλασσα είναι σαν χριστουγεννιάτικο δένδρο δίχως επικοσμήσεις και λαμπιόνια…Κολυμπούσε μέσα στο συναίσθημα όσο οι υποδιαιρέσεις του Αιόλου του έδιναν φτερά… Το πνεύμα είναι η ζωηοποιός δύναμη της ζωής που το ιστιοφόρο πλοίο εκπροσωπεί…Ιστιοφόρο όμως… Όχι μηχανοκίνητο με την φτέρνα της τεχνολογίας που δίνει την αρωγή στους αναξιοπαθούντες όταν τα δεκανίκια της φύσης δεν επαρκούν…
Ο Αγκούγκου στην Αυγούστα μπλούζα του είχε την ελιά….Σε μια εποχή που όλοι κατασφάζονται για το πετρέλαιο και όχι για την ελιά σκέφθηκα πως μάλλον σύντομα θα εμφανισθεί στο ουράνιο στερέωμα ο πλάνης Αθηνά…Αν σε στενοχωρεί
η ρήση της Εσθήρ τότε οι πίνακες της Μπέρθ Μοριζό είναι μια ευφάνταστη παρηγορία με το νήριθμο λευκό τους που διαχέεται στον χώρο ως ακτινοβόλο και προσδίδει στις ηθογραφικές παρατηρήσεις μια νότα μεταφυσικού παρόντος που η αλχημεία του δεν εδράζεται τόσο στις ανθρώπινες εκφράσεις αλλά στην ενδυματολογία και στον τρόπο έκφρασης της ως συνυποδηλωτικό των ψυχικών διαδηλώσεων που έρχονται σε αντινομία με την πιεστικότητα των τριών διαστάσεων και ενίοτε μοιάζουν να την αναιρούν με την πλακουτσωτή ογκηρότητα τους, υπονοώντας το ανύπαρκτο της λογικής του κόσμου και κυρίως των κανόνων τους…Ο βαυκαλισμός ανιόντων στοιχείων σε χημικά διαλύματα είναι υπόλογος για τις φαινομενικές εκρήξεις ηφαιστείων…
Ο αράπης ήταν πολύ άγριος και τους είπε πως το όργανο του όταν θάλλει
είναι εικοσιπέντε εκατοστών.
Ο Ολλανδός φάνηκε να ξερογλείφεται και η κίνηση στο κάτω μέρος της κοιλίας του φάνηκε πολύ έντονη σαν ενυδρείο με μικρά χρυσόψαρα που σπαρταρούσαν να βγουν απ’ την γυάλα και να ζήσουν με τα βράγχιά τους εκτός αυτής, μεταποιώντας το οξυγόνο σε ιδεατό νερό. Η Μεγάλη Πορεία του Ολλανδού είχε ήδη ξεκινήσει και δεν άργησε να ιδρύσει στην κλίνη δύο κράτη στην κατωφέρεια του πάλαι ποτέ υπόδουλου και καταδυναστευμένου απ’ τις δύο κραταιές αποικιακρατίες, Αγκούγκου: το κράτος του Τρανσβάαλ στην υπερμεγέθη του προβοσκίδα και το ελεύθερο κράτος της Οράγγης ακριβώς από κάτω, ψάχνοντας για αδαμαντωρυχεία στο Κίμπερλυ αλλά και κάτοχος της τεχνικής tea bagging ως διαφεντευτής Φον Ντε Μπος του πετρελαίου των Ολλανδικών Ινδιών μεταστοιχειώνοντάς το σε τσάι για να ερεθίσει τον Βρετανό. Το χρυσωρυχείο είχε ήδη προσδιορισθεί στο υπερτασιακό κράτος…Η προσάρτηση του Νατάλ υπήρξε αυτονόητη γιατί αυτές οι περιοχές ανήκαν στην ευδόκιμη χώρα που ονομάζεται "Natalis dies" και χαρακτηρίζεται απ’ την γενεσιουργό αιτία όλων: την δύναμη για έρωτα και την προέκτασή της με όποιον τρόπο και σε όποιον τόπο…
Ο Τζέρεμυ τα ελαφριά ενδύματα οδήγησε στην ανταρσία των Ιακωβίνων
απ’ το Παρλιαμέντο των επιθυμιών του και μ’ ένα στρινγκ πήγε στο χιαστό κρεβάτι
υιοθετώντας την στάση του ελέφαντα και αναμένοντας το δοιάκι του. Στην κλίμακα Κίνσε˙υ˙ θα λάμβανε τον αριθμό έξι. Η αλυσίδα στο αριστερό του πόδι συμβόλιζε την συμμετοχή του σε ομαδικά όργια που θα ζήλευε ακόμη και ο Καλιγούλας.
Η προκλητική του χοάνη μετατόπισε το ενδιαφέρον του Φολκέρ από εκείνην του ιθαγενή Μαυριτανού: αυτή υπήρξε το περιώνυμο Ματζούμπα Χίλλ που θα μπορούσε να μετατραπεί και σε ιδιώνυμο αν οι τρεις τους δεν εργάζονταν σε ταινίες πορνογραφικών παραγωγών, ιδίως για τον Βρετανό που ανέστειλε τα σχέδια του να εφορμήσει στο Τρανσβάαλ του γεροδεμένου κατά τ’ άλλα αράπη….
Ο αράπης δεν έχασε την ευκαιρία και ξεχυθηκε στο σιντριβάνι του
Τζέρεμυ που είχε κατακοκκινήσει απ’ την μέση και άνω ως το πρόσωπο όχι ως φέρων τον σταυρό του ρόδου αλλά απ’ την καταπίεση αφού γινόταν ένας οικειοθελής δουλοπάροικος…Ο Φολκέρ κατήγαγε σημαίνουσες
Αυτό το συνεχόμενο υγρό θέαμα διήρκησε για αρκετή ώρα…Το σιντριβάνι όμως του Τζέρεμυ κάποιες στιγμές απέβαλλε αυτοφυώς την υποθετική κατάσταση του κακού που του είχε μεταβιβάσει ο Ολλανδός ως κραταιός Μπόερς που έσφυζε από ζωτική δύναμη για επέκταση στον χώρο και είχε ανοίξει διάπλατα σαν διεσταλμένο στην κορυφή του μήλο, ενώ έλαια παντός είδους είχαν εκβρασθεί στην περίμετρο του αν και κάποια είχαν και το προφυλακτικό του Ολλανδού διαποτίσει ….
Σαν τον κορμό του δένδρου στο Vertigo που οι φλεβοειδείς μορφές του αποτελούσαν την εκριζωμένη του υλική υπόσταση, ενώ η πνευματική του βρισκόταν ακριβώς στην αιωνιότητα του θείου αυτό το δένδρο είχε ζήσει εκατοντάδες χρόνια πριν απ’ τους πρωταγωνιστές της ταινίας και θα ζούσε και άλλα τόσα και μετά τον θάνατό τους, υπογραμμίζοντας με έμφαση την μηδαμινή φύση του ανθρώπου στην μεγαλειώδη της Μητέρας Φύσης που υπήρχε χιλιάδες χρόνια πριν απ’ την ύπαρξη των ανθρώπων και έχει υπάρξει αυτόπτης μάρτυρας όλων των ειδεχθών αποτροπαιοτήτων της ανθρωπότητας εντός της χρονικότητας της και των εφήμερων γεγονότων που την χαρακτηρίζουν, ενώ η ίδια δεν έχει ιστορία γιατί ο πολιτισμός υπήρξε ένα εφεύρημα των ανθρώπων για το τελικό τους διαζύγιο από αυτήν ή και για να την καθυποτάξουν, να την βεβηλώσουν ή και να την ταπεινώσουν όπως τον Χριστό…Η Φύση όμως έχει αφήσει ισχυρό το πρόπλασμά της στην ταυτότητα κάθε όντος επί της γης, ώστε αυτό να μην μπορεί να διαγραφεί ποτέ η στην χείριστη των περιπτώσεων να μεταλλαχθεί μόνον σε κάτι καλλίτερο απ’ την αγαθή της φύση που ταυτίζεται συχνάκις με την έννοια της αρετής…Αυτή η οξυδερκής μετεγγραφή απ’ το καλό και το αγαθό στο καλλίτερο και στο αγαθότερο είναι το προαιώνιο μυστικό του Θεού που ακόμη και οι υψιπετείς κάστες αυτού που ονομάζεται παγκόσμιος ή οικουμενικός πολιτισμός αγνοούν ή και δεν μπορούν ν’ αναχαιτίσουν παρά μόνον στην χρονικότητα που τους δίδεται η ευκαιρία, όχι όμως στην παγκόσμια συνείδηση που εξελίσσεται ταχύτερα και απ’ την ταχύτητα του φωτός…Ο άνθρωπος δεν μπορεί να χωρίσει απ’ την φύση γιατί αυτό θα σήμαινε αυταπάρνηση αλλά και έλλειμμα ουσιαστικής διαχείρισης των επιπέδων που εμφανίζονται στον προσωπικό του πίνακα είτε είναι αυτός σε λάδι από μουσαμά είτε με ακρυλικά…. Η φύση δεν συγχωρεί αυτούς που την στρεβλώνουν
και τιμωρεί φρικτά όσους παίζουν τον εντολοδότη της πάνω στην γη, εξ’ ου και γιατί
πάντοτε οι πληβείοι ανήγαγαν τις θεομηνίες ως οργή της φύσης επάνω στα κεφάλια τους: η οργή της Φύσης είναι το αντίμετρο στην παραβατικότητά των όντων που την υποδύονται ή ταυτίζονται με τον ρόλο της, ενώ ελάχιστη σχέση έχουν με τις μαγικές της δυνάμεις που μόνον ο Θεός χειρίζεται γιατί ο νους Του εφηύρε το πολύπλοκο μηχάνημα που λέγεται Φύση και τα μυστικά Του ανήκουν μόνον σε Αυτόν και όχι σε ημιτελή ή ατελή ανθρωπάρια που προσιδιάζουν περισσότερο στην ιδέα του κλεφτοκοτά παρά σε αυτήν του επίσημου κλέφτη…Η Φύση δεν υπόκειται ούτε στην ευτελή ανθρώπινη λογική που υπολειτουργεί ούτε στην υπολογιστική θεϊκή μηχανή, ανώτερη της πρώτης σε διάνοια, αφού έχει αφαιρέσει το περίβλημα των συναισθημάτων και έχει μόνον αμφιεσθεί με αυτό της λογικής νομίζοντας πως είναι μόνον μαθηματικές εξισώσεις η ζωή…Το δε επιχείρημα πως ο Θεός παίρνει πίσω τις αρετές που έχει χαρίσει στους ευνοουμενούς Του όταν εκείνοι δεν τις χρησιμοποιούν για το κοινό καλό αλλά για το ατομικό που ενίοτε συγχέεται με το ιδιωτικό, προσωπικό και συμφερεντολογικό είναι ψευδής αφού αυτή είναι μια ανθρωπολογική αντίληψη του Θεού πιθανώς βυζαντινής προέλευσης ή και σκοταδιστικού Μεσαίωνα αφού ο Θεός δεν κάνει ποτέ λάθη όπως οι άνθρωποι λόγω της ευτελούς φύσης των που είναι συν τοις άλλοις και ατελής….Ο Θεός τα γνωρίζει όλα και δεν παίρνει πίσω ποτέ τις αρετές που χάρισε στους ανθρώπους που ξεχώρισε…Η ανθρώπινη ζηλοφθονία όταν ταυτίζεται με την θεική φύση λόγω αυτοκρατορικής προελεύσεως παίρνει πίσω τις αρετές που χάρισε…Ποτέ ο Θεός δεν παίρνει την υπογραφή του πίσω…Ο Θεός δεν είναι αδύναμος και ατελής όπως οι φθαρτοί αυτοκράτορες που τον υπηρετούν υπαγόμενοι στα λάθη της άγνοιας…Μόνον ανθρωπάρια το πράττουν αυτό όταν ζηλοφονούν το καλάμι που ξεχωρίζει στον σιτοβολώνα και είναι γενναιόδωροι σε κακά σχόλια ενώπιον του Θεού….
<< Versatile!>> ανεφώνησε ο Βρετανός που υπέφερε απ’ την ίωση του έρωτα -ασθενή που χειρουργείται αναισθητί…Ο λόγος του επιτακτικός…Υποδυόμενος
το πούμα ο Ολλανδός δέχθηκε την αντιστροφή των ρόλων και η όλη πράξη αναφερόταν στην νίκη των Βρετανών στο Πάεερντεμπεργκ: πως ένα αρρενωπό αρσενικό γινόταν μια πειθήνια σκλάβα στα προτεκτοράτα της Μποσουτολάνδης και της Σουαζιλάνδης, εκεί που μαθαίνουν οι μαύροι πως το χρώμα τους έχει στο πένθος και στο σκοτάδι καταδικάσει και πως οι λευκοί είναι οι άγγελοι επί της γης οι θεόκτιστοι, παραβλέποντας την βασική αρχή του ταο˙ι˙σμού πως σε κάθε τι το φωτεινό κρύβεται και κάτι σκοτεινό….
Το Μπλούμφοντέιν του υπήρξε ανυπεράσπιστο στην ορμή του εικοσάχρονου πυραύλου του Βρετανού…. Από Πωλ Κρούγκερ μετατράπηκε σε ολίγα δευτερόλεπτα στρατηγός Τζέιμσον….Ο Τζέρεμυ έκρουε τις δύο θύρες του Φολκέρ σε έναν άνευ ορίων παροξυσμό αλλά λες και ήταν ένα ανυπεράσπιστο μωρό που πνιγόταν και έπρεπε να το χτυπήσει κάποιος στην πλάτη…Ενίοτε του έδινε και φιλιά στο στόμα,
ενώ ο αράπης για να διασκεδάσει το τέλος του Απάρτχα˙ι˙ντ κλείδωσε με την μπανάνα του το ορυχείο του Βρετανού…
Σε αυτό το αναθηματικό επιτύμβιο ανάγλυφο της Βραυρώνας που χαρακτηριζόταν από μια τριμιμερή εικαστική και έξεργη μορφή ο αισθησιασμός ήταν
επενδυτός στους πλόκαμους ενός κοινού θεατρικού νου που εκφράζεται σε τρεις φωνές και πάντοτε σε διαδοχή στην ώρα την σωστή…
Ο Βρετανός έκανε νόημα στον Ολλανδό ν’ απομακρυνθεί, ώστε στο στόμα του δίχως επιφυλάξεις την συνθήκη του Φεερενίχινγκ να υπογράψει, όπερ και εγένετο.
Ο αράπης έκανε το ίδιο είκοσι λεπτά αργότερα με τον λαζουρίτη του για να κάνει τα δόντια του Βρετανού λευκότερα και για έκθεση σε δουλοπαροικία δόκιμα. Η σκηνή με παρέπεμπε στον δυτικότροπο εξωτισμό που διακατέχει την "Αρπαγή απ’ το Σεράι" του Μότσαρτ, μια εμφανή απόπειρα ο οριενταλισμός να φιλοσοφεί διαφωτιστικά και ευρωπαϊκά όχι με την έννοια της ευαγούς ροπής αλλά εκείνης του στυλιζαρισμένου συμβατικού τρόπου του πίνακα που θέλει να μετουσιωθεί σε οπερέτα ή μουσική ενορχήστρωση ένθετη από διαλογικά μέρη ως αντιστροφή του αποσυμπλεγματικού δραματικού λόγου που την εμπειρία του Δημιουργού με τις στρεβλώσεις της σ’ ένα παράθυρο εξωρα˙ι˙σμού διασκεδάζει.
Η ηδονοβλεψία είναι ένα είδος αποσπασματικής θέασης του αγαθού, αφού σε καμία περίπτωση δεν εξισώνεται με τις άπειρες του θείου παράγοντα που υποδύεται τον παρατηρητή και τον τοποτηρητή των εδρών που αρμόζει στον καθένα και είναι ένα μόνον ψήγμα συναίσθησης και συνταύτισής του, ενώ με την έδρα της προοδευτικής αυτονομίας που το πυκνό περίγραμμα των μορφών του Τζιότο που η λιθοειδής σχηματοποίησή τους αγγίζει τα όρια μιας εξευγενισμένης ολογλυφικότητας που όμως χρειάζεται μια προοδευτική λάξευση για την τελειότητα, διασφαλίζει αγγίζοντας την τάση της ανεξαρτητοποίησης απ’ τα υπογάστρια χρωματικά περιβάλλοντα. Ίσως το Βαπτιστήριο στην Φλωρεντία με τον πολυγωνικό του χαρακτήρα αποτελεί τον κυριότερο πρεσβευτή όχι με την συνηθισμένη αγέρωχη πινελιά του Ιωάννη Παλαιολόγου απ’ την υποτυπώδη απεικόνιση του Μπενότζο Γκοντζόλι στην υπόδυση της ερμηνείας του Θεού: η πολυεδρικότητα στην γνώση της αλήθειας από μικρά, μεσαία ή μεγάλα φύλλα που θα μπορούσαν να παραλληλισθούν με τις ιμπρεσιονιστικές συνθέσεις του Ζωρζ Σερά σε έργα όπως το "Θαλασσινό τοπίο στο Πορτ- Αν -Μπεσέν της Νορμανδίαςʺ των οποίων η χρωματική κλίμακα τόσο στην ποικιλία όσο και στην εναλλαγή των αποχρώσεων εκπροσωπεί αυτό που λέμε Αλήθεια της πυραμίδας διαφοροποιούμενα ως προς το εξής σημείο: η ματιά τους δεν έχει μια ευμετάβλητη στην σταθερότητα της θέση, ούτε οι πινελιές περιορίζονται σε συγκεκριμένα χρώματα ή σχήματα μέσα στον συμβατικό χώρο των ορίων ενός μουσαμά. Είναι πέραν και άνω του μουσαμά, του κάδρου και του χώρου που είναι κείμενος. Επιπλέον η υπογραφή του δημιουργού δεν αναγράφεται στο κάτω αριστερό μέρος του πίνακα αλλά ενυπάρχει στην κυτταρική τους δομή που είναι τόσο ζωντανή όσο το οξυγόνο που διαπνέουμε:
με λίγα λόγια ο λόγος δεν παίρνει συγκεκριμένη σχηματική δομή για να αντικαθιστά τις έννοιες αλλά είναι παρών στην σύλληψη και στην οντότητα τους και μετουσιώνεται στην υλική του εικόνα, ακολουθώντας την τεχνική της ζωγραφικής αλλά στις σωματικές της διαστάσεις ενώ η ανατομία τους είναι μια αδιερεύνητη κέλευθος
στα αρχεία της ανθρώπινης γνώσης που θα έπρεπε να υπερβούν τον εαυτό τους δίχως την δυνατότητα επανόδου σε αυτόν αν ήθελαν να επανακτήσουν το χαμένο δώρο τους
με εμπλουτισμό καινοφανών αλγοριθμικών ιδεών στο μηχάνημα της εποχής του Οινοχόου.
Η παρουσία υλικών παρατηρητών στην κατάκτηση της γνώσης για την μετεξέλιξή της σε εντρυφή Βαβέλ δεν σημαίνει και αντιμεταχώριση των δικαιώματων της σε αυτών του άυλου οπτικού πεδίου που παίζουν τον ρόλο του μέντορα για να τιθασεύουν το άλογο, ενώ στην ουσία δεν είναι παρά η εκτοπλασματική διάσταση
των οραμάτων της ψυχής στην ιδεατή της πάντα διάσταση. Οι καλοπροαίρετοι καθοδηγητές ενίοτε εκτρέπονται σε εκφραστές ενός διάχυτου παραλογισμού που έχει την συνάρτηση του στην υδρορροή της ψυχής και κοινή συνισταμένη τον νου που όλοι μοιράζονται άλλοτε ασυνείδητα και άλλοι συναισθηματικά ή κατ’ ανάγκην. Η όλη διαδικασία παραπέμπει ως συνειρμό στους αποβάτες της ζωηφόρου του Παρθενώνος:
δεν οδηγούν την μοίρα τους, αυτήν την έχουν αναλάβει οι άλλοι, οι ηνίοχοι αλλά ιστάμενοι στο άρμα που συμβολίζει εκείνο του Φαέθοντος επάνω στην γη, έχουν την επουράνια γνώση που με το πόδι τους στην γη την μεταβιβάζουν στα χθόνια στοιχεία της και με την επαναφορά στο αρχικό τους επίπεδο οι ουράνιες θεότητες και ιδέες συλλαμβάνουν τον πυρήνα τους για την εκ νέου τροποποίηση των πράξεων που θα προβούν στην εμπέδωση της διδακτέας ύλης…
Η Λουσύ έμαθα πως γύρισε στο Παρίσι. Μήπως συναντήθηκες μαζί της για ν’ αποσβέσει τις θερμές της δρεπανηφόρες εμπειρίες απ’ το μυαλό της;
Σε φιλώ ιουλιανά….
Εις το επανιδείν,
Louis Martineaux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 335
Damien Adaleux προς Louis Martineaux
28-9-2001, Παρίσι,
Αγαπητέ Λουί,
Το Παρίσι είναι τόσο χιονισμένως πυκνό….Είχα καλέσει την Λουσύ
στο διαμέρισμα μου για ερωτοπαίγνια που θα ζήλευε και Μαριβώ όταν συνέγραφε τον "Θρίαμβο του έρωτα"…
Η μπότα της τόσο αιχμηρή όσο και ναζιστική.
Βρίσκω πολύ μαγνητικό ένας άνδρας να κατατρώει ως σαράκι από μια γυναίκα ξύλο. αντικαθιστά τον κένταυρο που μάχεται με τους Λαπίθες για τις Λαπιθίδες…Μόνον που την παρουσία του αρσενικού αποκαθιστά η συμβία τους
αφού στην ουσία οι Λαπίθες συμβολίζουν την δύναμη της αντίστασης του νου των συζύγων τους στην βίαιη βεβήλωση τους από ξένους που δεν έχουν αυτό το δικαίωμα….Επιπλέον στο οινοσυμπόσιο οι Κένταυροι πάντοτε συμβολίζουν το αμάγαλμα θεϊκής, ανθρώπινης και ζωικής γνώσης της φύσης έναντι εκείνης που αποτελεί το κεντρικό μέρος στο τρίπτυχο δίχως να αναιρεί ή να υποτιμάει τα συνορεύοντα φύλλα του αφού στην ουσία αποτελούν τα φτερά του…..Σε ιωνική γλώσσα οι μετενσαρκώσεις των ανδρών σε γυναίκες και η συνειδητοποίηση της μεταφυσικής τους χροιάς αποτελεί την θελκτικότερη μαγγανεία για ηδονικότερη συνεύρεση με έναν άνδρα που έχει σταθμίσει στα παρώνυμά του, γιατί η συνωνυμία του είναι δυσάνεκτη. Η βία είναι ο συνεκτικός δεσμός των συμπλεγμάτων, αφού ο μεγαλοπρεπής αλλά νηφάλιος σάλος δεν διακινδυνεύει την στροβιλοειδή τάση της γεωμετρικής περιόδου ως μια κατευθυντήρια γραμμή της ταλάντωσης των επιπέδων των αγαλμάτων εκείνων της κλασσικής.
Σε αντίθεση με τον ιωνισμό της γλωσσικής εκφοράς ήμουν περιδεμένος στις δύο δωρικού τύπου κολόνες του διαμερίσματος μου, σχηματίζοντας το πεντάκτινο αστέρι του Ντα Βίντσι όχι τόσο για περιγραφή ανατομικών λεπτομερειών όσο για μια αδρομερή αναδίφηση ενώ η πέτσινη περιβολή μου ήταν το μετόρχιο ανάμεσα στην αγγελικό δίποδο μέρος της ψυχής μου και στο σκοτεινό τετράποδο του Πανός. Θα μπορούσε κανείς κάλλιστα να ισχυρισθεί πως έπαιζε τον ρόλο της καλύπτρας του Δόγη της Βενετίας Λεονάρντο Λορεντάν, διότι η άγνοια και η συσκότιση είναι τα δύο κύρια σκαλοπάτια στο ναό πάσης εξουσίας.
Σε κάποια στιγμή ένας απ’ τους διάσπαρτους αιματίτες στο δάπεδο που τεχνηέντως είχα σπείρει περιμένοντας κάποιος να τους δρέψει και να τους θερίσει ώστε το αίμα του από κόκκινο ν’ αποκτήσει εκείνη την ατελεύτητη αίσθηση της κυανής
που φωσφορίζει στης Αρτέμιδος τα ίχνη εισήλθε άγνωστο από πού στην μπότα της Λουσύ. Ως Σανδαλιζόμενη Νίκη που με έμφυτη χάρη δεν αποτίει κανέναν φόρο τιμής σε αρχετυπικά τελετουργικά έγειρε ελαφρώς προς τα δεξιά για να το βγάλει, θυμίζοντας πως η λιτότητα είναι το βασικό ιδίωμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού
σε αντίθεση με τον γοτθισμό και την επιδειξιομανία που διεπότιζε τον ευρωπαϊκό απολυταρχισμό του δέκατου εβδόμου αιώνος και ο οποίος αμβλύνθηκε τον δέκατο όγδοο με τις Χάριτες της Μαρίας Αντουανέττας που εισήγαγε την μεγαλειώδη ελαφρότητα όχι μόνον ως δόκιμο όρο στην γαλλική αυλή αλλά και στην τέχνη μέσω ενός ροκοκό ρεύματος του οποίου όμως η κύρια τάση ήταν το λοφίο του γοτθισμού με τις υπερυψωμένες κόμες και τα ογκηρά αερόστατα φορέματα που τόνιζαν την ενδιάμεση σχέση μεταξύ θεού και ανθρώπων: αυτή του κενού που έχει την έννοια του αγεφύρωτου συγκεκαλυμμένου χάσματος και που πίσω απ’ την φιλοσοφία του μπουντουάρ θα ήθελε κανείς να δει την απτή της απόδειξη, αφού τα βασιλικά θεάματα ήταν ανοιχτά σε κάθε λογής πολίτη του γαλλικού βασιλείου περισσότερο για την κατάδειξη της θεωρίας πως ο βασιλιάς είναι πρώτος μεταξύ ίσων και λιγότερο για κάθε άλλο λόγο αν και ήταν πασιφανές το υποσυνείδητο μήνυμα των διαφορετικών και διερχομένων σε αντινομικές ταχυδρομικές κατευθύνσεις πολιτών, επιτείνοντας το αίσθημα της ζήλειας για την άλλη ζωή, αυτήν που κανείς δεν διαθέτει.
Αυτή λοιπόν η παγώνια κίνηση ευλογητή απ’ την χάρη ήταν και ένα νεύμα συμβολισμού: διόρθωσης των γήινων αναχωμάτων και πορεία προς την ορθή πνευματική κατεύθυνση μόνον που ο αιματίτης έχει και την έννοια της ανάπλασης του αίματος των ανθρώπων σ’ εκείνην των θεών.
Αυτό το σεξουαλικό τελετουργικό είχε ως απώτερο σκοπό την διολίσθηση του ενδιαφέροντός της απ’ τις λεσβιακές φίλες της και την επικέντρωση των ακτίνων της καρδιάς της σ’ εμένα….
Με τα βαμμένα της χείλη άρχισε τ’ αποτυπώματά της στην πλάτη να μου παραδίνει μετατρέποντας την σε ταφικό μνημείο και υπενθυμίζοντας πως η αγάπη όταν είναι πολύ υπερτασική με την πάροδο του χρόνου και με την διάνοιξη της ενέργειας της ξεθωριάζει και πως τα μονοπάτια της είναι αχανή και ποικίλα.
Της ζήτησα να μου δαγκώσει τις θήλες του στήθους μου. Δεν με παράκουσε. Ήθελα να τιμωρηθώ γιατί δεν είχα θήλαστρο για το επικείμενο μωρό.
Στο τραπέζι είχε τα χειρουργικά της εργαλεία. Μια σειρά από δονητές όλων των χρωμάτων, όλων των τάσεων και όλων των ειδών. Πήρε έναν τεράστιο και τον
έβαλε σε μια πιατέλα από μέλι και γάλα. Αφού το επιχρύσωσε μου τον έβαλε στο στόμα ώστε μόνον γλύκα να βγαίνει απ’ το στόμα μου και σπέρμα απ’ τις μελλοντικές ομοσεξουαλικές μου επαφές ή αθώα σεραφειμικά λόγια…
Η εισδοχή του στην οπή του εσωρούχου μου είχε τον συμβολισμό πως ο πόνος προέρχεται απ’ τα γλυκά, τρυφερά και τάχα αθώα αγόρια γιατί όλοι κρύβουν έναν υποκόμη Βαλμόν ή έναν ιππότη Ντανσενί εντός τους….Επιπλέον μου θύμιζε πως το αιδοίο είναι το μοναδικό πέος σε μια σχέση, αφού η γυναίκα αν πιέσει πολύ τα τοιχώματά της ο άνδρας δεν θα μπορεί να ξεκολλήσει και στα βάθη της θαλάσσης της θα χαθεί.
<< Αυτό για να μάθεις να είσαι μητέρα!>> μου έλεγε η Λουσύ και μου άρεσε πολύ που ήμουν ο γεννήτωρ των νοητών μωρών της τα οποία στην ουσία ήταν η σκέψη του σαδισμού σε μπουρμπουλήθρες που έσπαγαν απ’ τις αιωρήσεις στον αέρα ή επειδή η πίεση του ήταν πολύ πιο ανθεκτική απ’ το ευάλωτο καβούκι τους, σαν τις ιαπωνικές μεταξοτυπίες του δέκατου έκτου αιώνα ή τα λιγοστά διασωθέντα υποδήματα του πέμπτου αιώνα που δίνουν την αίσθηση ενός μαραγκιασμένου απ’ την δίνη της ιστορίας χειρογράφου, κιτρινισμένου απ’ τα μίση και τα πάθη των εθνών και συνεσταλμένου απ’ τις πλημμυρίδες και των πυρκαγιών τους τις χοές.
Μου τράβαγε από όλες τις πιθανές γωνίες το μαλλί ως μια υπόμνηση πως το γενεαλογικό δένδρο κάθε ανθρώπου ανάγεται σε πολλά και διαφορετικά έθνη εις τα βάθη των αιώνωνˑ σχεδόν αδύνατον να γνωρίσουμε την πρωταίτια πηγή προέλευσης
που πιθανώς έχει ρίζες στους πέντε ιδεατούς σωματότυπους.
Το ηλεκτρικό φως που διεσκόρπιζε τα σώματά μας στην σιωπή της νύχτας
έμοιαζε σα να ʼχε την στίλβη που χαρακτηρίζει εκείνα του "Επιτάφιου Θρήνου" του Μποτιτσέλι, μια λάμψη τόσο καθαρή που μοιάζει να εισέρχεται και να προεκτείνεται και στην επίπλαστη υλικότητα των ενδυμάτων τους, μεταβιβάζοντας τις εγγενείς ιδιότητες της απόλυτης και θείας καθαρότητας σε κάτι ευτελές στην ματαιότητα του ή φθαρτό που προεκτείνεται με την ανάδυση στο υπέργειο κομμάτι τους δίσκων αγιότητος ως φυσικό επακόλουθο της πράξης. Το σώμα μου φυσικό και απέριττο όπως εκείνο που απεικόνισε ο Μποτιτσέλι διάστικτο ουλών εφηβικών, ελκών και πληγών με το αίμα πότε ξηρό και νωπό….Οι κάθετες γραμμές στα πόδια του Χριστού συμβόλιζαν την κατάδυσή του στον Άδη και των δικών μου σε αυτή των παθών μου…
Τελικώς με ξέλυσε και καθίσαμε σε ένα ανάκλιντρο….Νιώθαμε σαν την Δήμητρα και τον Άρη να ερωτοσυμποσιαζόμαστε δίπλα στους Αθηναίους…Δεν είχαμε πρόσωπα γιατί δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο οι θεοί….Καθιστοί όταν διασκεδάζουμε
το ίδιο ύψος με τους θνητούς έχουμε συμμερισθεί…Όταν όμως είμαστε όρθιοι και μοιραζόμαστε τις ίδιες εργασίες με τους θνητούς το δυσθεόρατο μεγαλείο μας διαφαίνεται με συνέπεια να υποπίπτουμε στο αντικείμενο της ζηλοφθονίας τους…
Γιατί όσα για τους κοινούς θνητούς φαίνονται δύσκολα και περίπλοκα είναι για τους θεούς απλά και ραδιόφωνα…
Οι θεοί πράττουν ακριβώς τα ίδια με τους θεούς που βρίσκονται μακριά τους.
Στον πίνακα του Ιωακείμ Αιτβαλ ο ʺΆρης και η Αφροδίτη αποκαλύπτονται από τους θεούςʺ η εξωτερική εμφανιση του ενός θεού επηρεάζει αυτή των άλλων γιατί μοιράζονται άπαντες οι θεοί ένα κοινό σωματικό dna.Όλοι οι θεοί γυμνοί μπροστά στον έρωτα όπως ο άρης και η αφροδίτη στο κρεβάτι.
Με αυτή την ομολογία γυμνότητας σε αποχαιρετώ…..
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 345
Louis Martineaux προς Damien Adaleux
10-10-2001, Φλόριντα,
Αγαπητέ Νταμιέν,
Όπως βλέπεις συνεχίζω τις διακοπές μου στην ηλιόλουστη Φλόριντα, την μοναδική πολιτεία που συναγωνίζεται τον ωραιοπαθή καλλωπισμό των ακτών της Καλιφόρνιας. Ακτών όμως που δεν έχουν απέναντί τους μια θάλασσα περιχαρακωμένη απ’ την αγκαλιά τους όπως οι ελληνικοί αιγιαλιτικοί υμέναιοι αλλά έναν ωκεανό ως ένα αντίπαλο που δεν είναι εύκολα αλωτός.
Σε αυτά τα μέρη συχνάζουν παιδεραστές από όλον τον κόσμο. Έχουν διαμορφωθεί πόλοι έλξης τέτοιων τουριστών στην Ταλαχάση, στο Φωρτ Λώντερντειλ,
στο Μα˙ι˙άμι… Αυτή η παιδεραστία είναι αμιγώς ομοφυλοφιλική και έχει μια διπλή στόχευση: την πορνογραφική και αυτήν που είναι εξωνητική.
Παιδιά στην εφηβεία που τάχα πάνε στην παραλία για να κάνουν ηλιοθεραπεία ή να παίξουν beach volley: στην πραγματικότητα αυτή η λωρίδα γης που ατενίζει το άπειρο είναι το σύμβολο του κοινωνικού και οικονομικού φυλετισμού. Αυτά τα παιδιά που είναι είτε στην προεφηβεία είτε στην εφηβεία υποδύονται αυτό που αναδιφούν οι υποψήφιοι πελάτες.
Έτυχε στο Φωρτ Λώντερντειλ να διαμένω και ένα ωραίο πρωινό να γίνω ο μάρτυς μιας τέτοιας ιστορίας σε μια απ’ τις πάγκαλες ακτές του.
Ενώ ο ήλιος έψηνε την πλάτη μου και δύο έφηβοι δεκαπέντε ίσως χρονών έπαιζαν δίπλα μου χαρτιά ώσπου τους προσέγγισε ένας τριαντάχρονος Ιρακινός ο Αμπού Γιασάφ.
<< Πόσο Κρόνων είσαστε παιδιά απ’ την Φλόριντα;>> ρώτησε ξαναμμένος
ο λιτοδίαιτος Ιρακινός.
Εκείνα του απέδωσαν την αναμενόμενη απάντηση…
<<Θα σας ενδιέφεραν χίλια δολάρια έκαστος;>>
Εκείνα τάχα ανίδεα απάντησαν καταφατικά.
<< Βλέπετε εκείνη την ξύλινη καλύβα; Θα μπούμε μέσα και θα κάνετε φρόνιμα αγοράκια ότι σας πω…>>
Η όψη του θύμιζε κομψευόμενο τράγο που είχε ανεβεί στην κορυφή του βουνού και είχε την αίσθηση της απεριόριστης ελευθερίας που του έδωσε η θεά της Αντιοχείας, μιας δύναμης όμως που εμπεριείχε όλα τις αρνητικές δοκιμές μιας πυρηνικής έκρηξης. Ο μύθος της Χάιντι τελείως διαφοροποιημένος απ’ τον εξιδανικευτικό.
Εκείνη την στιγμή ένιωσα πως ο πίνακας του Πιέρο ντε Κόζιμο "Ο μύθος του Προμηθέα" απουσίαζε με την αύρα του απ’ την αμερικανική ακτή.
Ο ουρανός δεν είχε σύννεφα, ώστε ο Δίας τα δρώμενα αφ’ υψηλού να ελέγχει-αν και στην περίπτωση του Προμηθέα κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί - και να παρατηρεί.
Ίσως γι’ αυτό και οι τυφώνες σε αυτήν την περιοχή να ’ναι τόσο φοιτητικοί.
Απουσίαζε ο άνθρωπος στο βάθρο με το σώμα το αργυρό - το χρυσό ήταν στο αριστερό
ενώ το μπρούντζινο στο δεξιό μέρος του πίνακα- να δείχνει την ιδέα του στον ουρανό. Ο Προμηθέας είχε αποδώσει στο δημιούργημά του τα χαρακτηριστικά των θεών ή κατ’ άλλους στην ψυχή του ένα κομμάτι απ’ το κάθε θεό….Ακόμη και στο μπρούντζινο πρόπλασμά του το ανθρώπινο δημιούργημα στα πόδια του είχε την υπογραφή του Δία…Το μπρούντζινο ως το κατώτερο ομοίωμα είναι καταδικασμένο μάλλον να κοιτάει πάντα στην γη με τον Επιμηθέα -Χριστό να τον στηρίζει δίχως όμως να τον οδηγεί σε μια εγκεκριμένη κατεύθυνση… Σαστισμένος ο Προμηθέας απ’ την γνώση του θεϊκού του αδελφού και την παρουσία του Αγνώστου… Ποια όμως η καλλίτερη απόδειξη αυτής της υπογραφής; Η παρουσία και η αρωγή της Αθηνάς στον Προμηθέα με την κλοπή της φωτιάς…Η φωτιά ως αγάπη, ως ασκός επιθυμιών, ως συγκολλητική ουσία ψυχής και σώματος που αναδύει την δέουσα θερμότητα και ως Κασσιόπη παγιδευμένη στα κατώτερα ψυχικά υποστρώματα με καμία δυνατότητα διαφυγής προς τα ανώτερα…Μου λείπει η απόκοσμη μορφή του όντος στο Δένδρο της Γνώσης του Κόσμου που έχει χαρακτηριστικά πιθηκοειδή… Το καλάθι με τα φρούτα γυρτό και εκείνα διασκορπισμένα, αφού τα δώρα του Προμηθέα μάλλον κατέληξαν και εκείνα στον ωκεανό…
Δεν υπήρχε στην αμερικανική ακτή η ελαιογραφία σε ξύλο που χαρίζει στους Δημιουργούς και στους Αποδέκτες τους απ’ το Δένδρο της Ζωής του Χριστού σοφία απέθαντη και αιώνια…
Αυτό που έκανα ήταν να τους ακολουθήσω με διακριτικότητα και αφού πλησίασα αυτή την καλύβα να παρατηρώ απ’ τις χαραμάδες τα τεκταινόμενα.
Τους ζήτησε να βγάλουν τελείως τα μαγιό τους και να φιληθούν μπροστά στον φακό. Η εμπειρία μου στην Μύκονο με δίδαξε πως δεν είναι παιδεραστία όταν δύο ανήλικοι κάνουν σεξ…. Θεωρείται έρωτας χρυσαυγών ειδυλλίων σύμφωνα πάντα με την λογική των ατίθασων ανήλικων αρσενικών…Εκείνα υπάκουαν πολύ πρόθυμα και φάνηκαν να συνδυάζουν την εργασία με την φιληδονία τους…Τους είπε να προχωρήσουν όχι σε ισπανικό αλλά σε ελληνικό αικισμό…Τον ρώτησαν τι είναι αυτό…
Εκείνος τους είπε να τρίψουν τα μανιτάρια τους τους όχι με πιπέρι αλλά με το χέρι και αφού το κάνουν αυτό να ξαπλώσει ο ένας κάτω και ο άλλος να τρίψει στο μεσοδιάστημα των λοφίσκων του άλλου το κοκοράκι του, όπερ και εγένετο…Μετά τους είπε να ξαπλώσουν πρηνηδόν και με το στόμα τους να σαλιώνουν συνεχώς την άνυδρη περιοχή τους, ενώ τους κινηματογραφούσε με εξαίρετο εργοτάξιο επιθυμιών…Μάλιστα πίεζε τους λοφίσκους των άγουρων παιδιών με τις δεσμίδες των χαρτονομισμάτων δίνοντας την εντύπωση του οφιοειδούς σχηματισμού….
Σε κάποια στιγμή έβγαλε τον ελέφαντά του και ήταν έτοιμος να κατανικήσει του Αλέξανδρου τους στρατιώτες νεοκηδείς….
Αποφάσισα να παρέμβω καταλυτικά: άνοιξα διάπλατα την πόρτα και του φώναξα πως οι παιδεραστές απαγορεύονται στην ακτή…. Εκείνος πανικόβλητος με έσπρωξε και άρχισε με την κάμερα να τρέχει κατά μήκος της ακτής σαν φοβισμένο σκυλί που γυρεύει σε φωτιά έξοδο κινδύνου…Περιττό να πω πως οι δύο νεαροί συνήγειραν τα χρήματα από κάτω που του είχαν πέσει με τον τρόπο των εμπόρων κατά την εκδίωξη τους στο ναό απ’ τον Χριστό….
Σκέφθηκα διανύοντας το μήκος της ακτής μέχρι το ξενοδοχείο πως στα κύματα που την φιλούσαν οι σεβάσμιες αλλά επικίνδυνες φιγούρες των κατοίκων της Ατλαντίδος τα ενοικούσαν και τυπτόμενα στην άμμο διαλύονταν σε αυτήν επειδή την αγάπησαν πολύ… Απ’ την άλλη πλευρά κάποιες στιγμές νιώθω πως αυτά τα δύο αγόρια είχαν μια αντιστοιχία με το τρίπτυχο Πάουμγκάρντνερ και εγώ υποδυόμουν τον
παραγγελιαδότη Μάρτιν. Το ένα αγόρι στο δεξιό άκρο του τριπτύχου θα έπαιζε στον ιδεαλιστικό μου νου τον Στέφαν Πάουμγκάρντνερ ως Άγιο Γεώργιο που σκοτώνει τον δράκοντα εντός του, ενώ τον πιάνει απ’ τον λαιμό για την αποφυγή αισχρολογιών…Το λάβαρο με τον ερυθρό σταυρό είχε οφιοειδή απόληξη, ένδειξη του κινδύνου που διατρέχει ο κάθε απλός χριστιανός στις δογματικές του αντιλήψεις με τον τρόπο που οι θρησκευτικές δοξασίες εκτυφλώνουν αλλά λειτουργούν ως ένα αυτοματοποιημένο μηχανισμό ηθικής που έχει την κιονοστοιχία του στον περίπτερο ναό κάθε πολιτικής κοινωνίας …. Το άλλο αγόρι στο αριστερό άκρο τον Λούκας Παουμγκάρντνερ ως Άγιο Ευστάθιο για τον ασπασμό του ή την επαναφορά του όταν αντίκρισε μια νεβρίδα στο χριστιανικό δόγμα με φωτεινό σταυρό. Αυτό το ανάθημα είχε ίσως να κάνει με την απομάκρυνση του υιού του Μάρτιν Λούκας απ’ την χριστιανοσύνη και έτσι ο πατήρ του αποφάσισε με τον Άγιο Ευστάθιο ο Ντύρερ να τον παραλληλίσει, ώστε σε αυτό απ’ την δύναμη του λόγου και της εικόνας να ξαναπροσχωρήσει, υπηρετώντας της τέχνης την ιδεαλιστική και την σκέψη την μεταφυσική …. Αυτή όμως η επαναπροσέγγιση θα επιτύχει μόνον μέσω του παγανιστικού κινήματος….Το πρώτο αγόρι συμβόλιζε την αιδώ και το δεύτερο την ταπεινότητα….Οι πανοπλίες την σκληρότητα αλλά και την μαχητικότητα τους…. Στο κεντρικό μέρος του τριπτύχου ο νέος ήμουν εγώ και ο γέρων ο Ιρακινός που προσεγγίζαμε την ιδέα του Χριστού για διαφορετικούς λόγους ο καθένας εξ’ ημών…Οι μορφές που περιέβαλαν την Παναγία και τον μικρό Χριστό τόσο μικρές όσο οι κόκκοι της άμμου και οι άγγελοι, για την υπερύψωση της θεότητας των γονέων του Χριστού και για τον υπερφίαλο τονισμό της ασημαντότητας τους…Οι κόγχες και τα τόξα τόσο φθαρμένα και εγκαταλελειμμένα όπως και ο κόσμος που εκπροσωπούσαν…
Το τρίπτυχο με την φλαμουριά εξασφάλιζε την αθανασία στην αγία Αικατερίνη της Νυρεμβέργης και σε όλους εμάς….
Σε ασπάζομαι δελφικά γιατί ο Ντομινίκ σ’ ερωτικό δείπνο με καλεί…
Εις το επανιδείν,
Louis Martineaux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 365
Damien Adaleux προς Dominic Bareaux
17-11-2001, Παρίσι,
Αγαπητέ Nτομινίκ,
Όταν είμαι μόνος μου και παρακολουθώ γκέι πορνό εσένα αναπολώ.
Αναπολώ τον απαγορευτικό μας καρπό αφού το φύλο το ανδρικό ως σύμβολο αρχετυπικό είναι το οικόσημο το αρρενωπό και το δυναμικό ενεργητικό. Είσαι το συνώνυμο της δύναμης και των ανεξάντλητων αποθεμάτων ενέργειας που αποζητούν άνδρες τέ και γυναίκες στο κρεβάτι το ερωτικό…
Θυμάμαι τις περσινές διακοπές μας στην Ινδονησία….Το αλμυρένιο σου κορμί που τόσο πολύ λαχταρούσα στην παραλία….Το περιδέραιο σου από τοπάζι και
χρυσόκολλα….
Θυμάσαι στο γιωτ πόσο ωραία είχαμε μαζί περάσει;
Λικνιζόταν στον σεξουαλικό μας πλούσιο ρυθμό όπως το Μνημείο των Νηρηίδων που αποπνέει μια ζωηφόρο εκστατικότητα στην μοναξιά του….
Εκείνο το πρωί ενώ έκανα ηλιοθεραπεία στην επιφάνεια του σκάφους ως γαλή αιγυπτιακή ήλθες επάνω μου και δύο φιλιά στα βουνά μου δώρισες, δαγκώνοντάς τα ώστε την ακμή τους να γευθείς.
Απ’ την στάση των τριών τετάρτων διοχετεύθηκα σε αυτήν του ενός δευτέρου ώστε απ’ τις αριθμητικές αναλογίες που καθορίζουν τον βαθμό σχεδίασης και δόξας των απεικονιζόμενων προσώπων μέσω της γεωμετρικής χαρακτηρολογίας που προτείνει λύσεις του εφικτού δίχως να πειθαναγκάζει κανέναν στην αρχιτεκτόνηση να προελάσω στην κριτική του πρακτικού λόγου και των καθαρτών υδάτων του, αποκτώντας την υφή του αγγείου Πόρτλαντ με την φιλοξενία του λευκού γυαλιού στην επιφάνεια του σκούρου και την εξορία όσων στοιχείων δεν προωθούσαν την έννοια ή και την δυνατότητα της σμίλευσης σε στρώματα πάχυνσης ή φιναρισμένης εκλέπτυνσης που αποδίδουν μια ακαδημαϊκή αναγλυφική ψυχρότηταˑ εντούτοις εντυπωσιάζουν με την χιονοειδή τους ανάλαφρη χαρακτηρολογία σε σύμβαση με τις λειτουργικές ικανότητες της κηροτεχνικής, ώστε ακόμη και τα φύλλα να δίνουν την αίσθηση της πεταλούδας που είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμες για ταξίδι. Η άμωμη σύλληψη του Αυγούστου ίσως να ’ναι η πλησιέστερη ερμηνεία στο εικονογραφικό πρόγραμμα του καθενός μονάρχη που επιθυμεί μετά από κάθε θρίαμβο την απόλυτη και όχι την συσχετιστική αποθέωση. Το χέρι όμως της Ατίας πάντα θα σχηματίζει ένα αλφάδι που εκπροσωπεί το πρώτο κεφάλαιο της έξης του Αυγούστου…Τοιουτοτρόπως σε αυτή την σεξουαλική αυτοκρατορία θα μπορούσα στην αγκυροβόληση μου ανενοχλήτως να λιμνάσω.
Είχα νιώσει τον παράμεσο τόσο του δεξιού όσο και του αριστερού σου χεριού να μου διανοίγει τον στενωπό μου σχηματίζοντας το γράμμα ν που συμβολίζει την τετραμερή διαδρομή της ψυχής στην κεφαλαιώδη κοσμική πορεία: γη, ουρανός, γη και τέλος πάλι ουρανός…. Το κεφαλαίο ν στην γεωμετρική του μορφή εκπροσωπεί τις αξίες του τετραγώνου….
Με την γλυπτική σου διαδικασία αισθανόμουν σαν τον Όνι βασιλιά του Ιφέ
με το βέλος μου πάντα σε ανοδική πορεία. Μόνον που αυτό το βέλος, ενώ ήταν στην κεφαλή μου το αισθάνθηκα ως σύνδρομο στα ισχία μου, ως μια προέκταση των ιδεών μου πίσω απ’ την πλάτη μου, με τον τρόπο που μηχανεύεται ο βάρανος να θηρεύσει και να αιχμαλωτίσει το υποψήφιό του θύμα….Η αντιστοιχία στο ινδουιστικό δόγμα είναι το τρίτο μάτι που όλα τα δέχεται και όλα τα γνωρίζει…. Υιοθέτησα την γονυκλινή στάση των γραμμάτων της ιερογλυφικής για της σμίλευσης την διευκολυντική αλλά και για την δική σου λατρεία…
Με τόση πίεση εντός μου ήθελα να ονειρευθώ εκείνη την στιγμή πως το αντικείμενο της δράσης μου γινόταν και συγχρόνως υποκείμενό της και υποδοχέας της και άρχισα να περιπαίζω και τον φαλλό μου όπως όταν ένα ζώο σκάβει ένα λαγούμι για να χωθεί μέσα…
Έβλεπα το πορτρέτο σου στο νερό ως έναν επακριβή αντικατοπτρισμό που μοιάζει με την φωτογραφική ανασύνθεση της εικόνας σε χρωματικούς όρους απ’ τον Μαγκρίτ και την σχολή του που η στοχοδεψία ίσως να ήταν να επιθέσουν το εξής δίλημμα στον θεατή: η πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας και της φύσης της εναπόκειται μόνον στην δράση και στην εξέλιξη της τεχνολογίας ή αυτή μπορεί να αναπλασθεί όπως το δέρας που έχει την ικανότητα τα κύτταρά του να πολλαπλασιάζει απ’ την ίδια την φύση του ανθρώπου που ερείδεται στην λεπτομερή ενατένισή της και την συνακόλουθη αντιγραφή της όχι με τον τρόπο που έχουν διασωθεί αντίτυπα των έργων του Φειδία από Ρωμαίους γλύπτες αλλά με αυτήν την συμπτωματολογία που ορίζει στον οφθαλμό μόνον και μια αλήθεια: την ευρέως και κοινή αποδεκτή και που κάθε παρέκκλισή της δημιουργεί μεν καινά ρεύματα στην ιστορία της τέχνης αλλά στην ουσία όλα αυτά έχουν ως κρηπίδωμα τις στέρεες δομές της που είναι μεν αναλλοίωτες αλλά από κάθε καλλιτέχνη διαφορετικά μεταφρασμένες ως αλληγορικά εννοούμενα που η έννοια του διαλόγου τα εναποθέτει σε μια συνεχή ροή αμφισβήτησης του τι πρέπει να ναι αποδεκτό ή αισθητικά άψογο και συνυφασμένο στην ιδέα του αγαθού της φύσης.
Αυτό το πορτρέτο που σου χάριζε η φύση παλλόταν απ’ τους μαιανδρικούς σχηματισμούς της που προμήνυαν το άπειρο των οργασμικών συλλογισμών μας και πως ακόμη το σεξ στην απεραντότητά του ενέχει μια δόση τυποποίησης σε τακτά διαστήματα, ενώ η παραμόρφωση στην γενική σύλληψη της εικόνας σου θα μπορούσε κάλλιστα να παρομοιασθεί με εκείνες τις αλλόκοτες του Φράνσις Μπαίηκον που η απώλεια των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών του συσχετίζεται όχι τόσο με το φρικώδες ή το τρεμώδες που εκπέμπει ή έχει μια διαδραστικότητα απ’ το περιβάλλον όσο με την ηθελημένη αφαιρετικότητα αυτών για την απόκρυψη των συναισθηματικών εκφάνσεων ως μια επεκτατική και όχι τόσο χαρακτηριστική της αλήθειας τους.
Η επιμήκυνση και η διάθλαση στην απόδοση της εικόνας έχει μια αναλογία στις αρχές με το ψυχικό αποτύπωμα που συστέλλεται και διαστέλλεται για την άμυνα ή την εκπόρθηση της Θεσσαλονίκης απ’ τους Νορμανδούς….
Η ψυχή του στην ενδυματική της στήλη θα μπορούσε εύκολα ν’ αντιπαραβληθεί με τις χορδές της λύρας της άνασσας Που-άμπι, ενώ τα δέκα μποφώρ που έπνεαν και στις ψυχές και των δυο συμβόλιζαν τις υπηρέτριες που θανατώθηκαν για να συνοδεύουν την κυρά τους στην επιθανάτια ζωή…Μια λύρα που στην θέση των χορδών είχαν κατακαθίσει τα οστά απ’ τα δάκτυλα μιας εκ των ανέμων υπηρετριών,
υποδηλώνοντας πως η μουσική είναι φτιαγμένη απ’ τον Θεό για τον άνθρωπο και πως στον θάνατο ακόμη τον συντροφεύει ή πως η ίδια η ψυχή του ανθρώπου και οι παρόχθιες ακτές της έχουν πλασθεί γι’ αυτό τον σκοπό, ενώ η μουσική έχει του ανθρώπου την πνοή και την ζωή. Εσύ, Ντομινίκ ήσουν η λύρα και το οργανικό της υλικό που έρρεες στην επιφάνεια της ακινησίας σου και εγώ ο ταύρος με το χρυσό απ’ τις ακτίνες του ήλιου κεφάλι και την γενειάδα μου που είχε πλασθεί από λάπις λαζούλι ,για να μου χαρίζει μακροζωία και αγαθή τύχη στα μακρινά ταξίδια και σύμβολο αρρενωπής ισχύος. Η ψυχή σου ήταν τόσο κοκκάλινη όσο της βασίλισσας η λύρα….
Το κωνικό μου καπέλο βλέποντας και την δική μου ανάκλαση στο νερό θύμιζε έντονα εκείνο του Αμενχότεπ του τρίτου που η υπερύψωσή του συμβόλιζε την υψηλή του διάνοια και την έντονη νοητική του δραστηριότητα που άγγιζε το θείο. Η "Μαντάμ Πογκανύ" του Μπρανκούζι υπήρξε το κυριότερο παρεπόμενό τέτοιων φαραωνικών εξωκόσμιων μορφών που το τρίτο τους μάτι δεν διαφαίνεται, αλλά από αυτό είθισται να ξεπηδάει μια κόμπρα ως σύμβολο γνώσης και μαγικού μαγνητισμού του όχλου και για την μεταβίβαση των θελήσεων του σε αυτούς ώστε να γίνουν πράξη.
Το γιώτ ακολουθούσε την στροφή την δική σου και την αντιστροφή την δικιά μου μετερχόμενο άνω-κάτω στην επιφάνεια της θαλάσσης παραβιάζοντας τα σύνορά της, ενώ λικνιζόμασταν στον ερωτικό μας ρυθμό….
Ντομινίκ με κρατούσες τόσο δυνατά απ’ την λιγνίτια μέση μου με τον τρόπο που ο Αλεσάντρο Φαρνέζε στηριζόταν στην καρέκλα του Πάπα Παύλου του Τρίτου, χωρίς όμως η παλάμη του να ιδρώνει όπως η δική σου απ’ τον μεσογειακό μας παλμό που είχε γίνει ειρηνικώς ερωτικός…. Η πορφυρότητα των ενδυμάτων των πρωταγωνιστών του Τισιανού είχε αποκατασταθεί στον δικό μας πίνακα απ’ την ερυθρότητα στο πρόσωπο μου λόγω της αγγειοδιαστολής που προκαλούσε η ενδοκοιλιακή μου πίεση
και στο στήθος σου Ντομινίκ απ’ την ερωτική σου κάψα για το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου σου….Μόνον που ούτε εσύ Ντομινίκ ούτε εγώ υιοθετήσαμε την πυραμιδοειδή του Πάπα σύνθεση, αφού στο πάθος μας ήμασταν πρώτοι μεταξύ ίσων…
Απ’ την σύνθεσή μας απουσίαζε ο δισκοβόλος του Μύρωνα και ο Οτάβιο Φαρνέζε που τον παρωδούσε γιατί ποτέ δεν κορο˙ι˙δεύαμε τα αγάλματα της κλασικής εποχής με τα σμιλευμένα τους κορμιά που τόσο ιδεατά λαχταρούσαμε… Στην παρωδία του Τισιανού δεν επιδεικνύαμε ουδεμία δουλοπρέπεια…
Παρόλα αυτά αποτελούσαμε ένα καλλιτεχνικό τετράποδο…Εσύ ο επιβήτωρ εαυτός του καλλιτέχνη που εκλέγει την θεματολογία του καμβά αναλόγως των διαφημιστικών μηνυμάτων που θέλει να αποστείλει, το καλλιτεχνικό ρεύμα που θα πετάξει μαζί του, τα προσχέδια που θα μαγειρεύει, τις χρωματικές κλίμακες που θα τις επενδύει και την τελική τους φάση, ενώ εγώ ο υποτακτικός σου εαυτός που διορθώνει τις αμαρτίες, βελτιώνει τις ατέλειες και τροποποιεί τα θέματά του καλύπτοντάς τα με άλλα….Η λειτουργία της τέχνης έχει την σεξουαλική της διάσταση έστω και στην σκοτεινή της μορφή παρακάμπτοντας την ομοφυλοφιλική αφορία με την αναπαραγωγική της φύση…
Επειδή η σωματική στάση μας ήταν επώδυνη στον ίδιο βαθμό με τον ψυχικό μας κατακερματισμό σε διαφορετικά σημεία του ανθρώπινου κορμιού, σαν αεροπλάνο που έχει συντριβεί μετά από πρόσκρουση σε πολλά σημεία της γης και διάσπαρτα τα κομμάτια του έχουν τοποθετηθεί σε μέρη ανομοιογενή που αν είχαν μια άλλη θέση αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει την μοίρα των πρωταγωνιστών είτε προς κάτι δυσμενές είτε προς κάτι το ευνοϊκό αποφασίσαμε να επινοικιάσουμε άλλην….
Πήρα την θέση του προφίλ και από πίσω μου εσύ πάντα Ντομινίκ να με συντροφεύεις στο κρεβάτι –καράβι και να μοιάζεις υψηλότερος από εμένα ως σύμβολο της σεξουαλικής σου επίδρασης στην δική μου κυοφορούσα κατάσταση που θα μπορούσε να ’ναι εξώφυλλο σε σκανδαλοθηρικό περιοδικό… Τα σώματά μας χαρακτηρίζονταν απ’ την προϊστορική συμβολική σωματική μυσταγωγία που συναντούμε στην φωτογραφική τέχνη του Μακ Κίνλευ με την καθαρότητα των περιγραμμάτων τους…
Έτσι το πλεούμενο απ την αμφίρροπη αναμέτρησή μας έγερνε πότε αριστερά και πότε δεξιά όπως συμβαίνει στις εκάστοτε εκλογικές αναμετρήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο σε επίπεδο τοπικών αυτοδιοικήσεων ή και πολιτικών αναγωγών πλειονοψηφικών τάσεων για αυτοδύναμες κυβερνήσεις…
Πολύ μου άρεσε το τατουάζ σου στην θέση της πράσινης καρδιάς, μιας αγάπης γεμάτης ελπιδαφορία στην φυσιολατρική της θέση και τα φιλάκια που μου έδινες στην πλάτη.
Μου άρεσε που υποδυόμουν την Λουσύ και έβλεπα στον εαυτό σου Ντομινίκ
τον εαυτό μου που είχα ερωτευθεί ξανά ώστε με το τυπικό της λατρείας η Λουσύ να ξαναφλογώσει για την ομορφιά μου….
Ο Αλεχάντρο που κοιμόταν στην καμπίνα του γιώτ ξύπνησε απ’ την τραμουντάνα μας και εμφανίσθηκε την κατάλληλη στιγμή για τον δελφικό τρίποδά μας…
Όσο εργαζόσουν μέσα μου του έκανα νεύμα να ’λθει και κατέβασε γοργά το μαγιό του υποδυόμενος τον πάνθηρα και εγώ ανάμεσα στα λοφία του τον επιβήτορά του. Έβαφα την Αίθουσα του Ηλιοδώρου του με την γλώσσα της καρδιάς μου πάνω-κάτω και αναπαρήγαγα με τις ιδέες της την λειτουργία της Μπολσένα….Ο καρδινάλιος Σαν Τζιόρτζιο ήταν στο δεξιό του λοφίο και ο Ιούλιος ο Δεύτερος στο αριστερό του και η πόρτα του το όριο για να τους απεικονίζω νοερά στην ανθρωπογεωγραφία του….Οι Ελβετοί φρουροί που σχεδίαζα στον δεξιό του λόφο ήταν ευοίωνο σημάδι για κάλλος, ψυχική ειρήνη, προστασία και οικονομικό πλούτο αν και η έννοια του στρατού είναι αρκετά σκαλοπάτια κάτω από αυτήν του Θεού όπως έχει διαφανεί….Χτυπούσα με το χέρι μου το δεξιό του λοφίο εξ’ ου και των φιγούρων μου η αναταραχή, ενώ στο αριστερό η άπνοια της μυσταγωγίας που διέλυε την μετωπικότητα όχι τόσο για την χρονοβόρο διαδικασία της απεικόνισης των προσώπων όσο για την ελλειμματική τους απόδοση ή την ασημαντότητά τους μπροστά στο θαύμα της Μετάληψης….
Ολοκληρώνοντας με την τοιχογραφία ήθελα να ανοίξω την πόρτα του Αλεχάντρο για να κατακτήσω τα μυστικά του Βατικανού του. Η σύνοδος μας στο Λατερανό είχε ήδη στεφθεί με επιτυχία ολυμπιακή…Έγλειφα σαν μωρό τον λαιμό του και τα αυτιά του που είναι το σύμβολο των αντωνυμιών όπως και τα μάτια του που τα έκλεινε απ’ τον φόβο της αντίδρασης σε μια ασυνήθιστη πρακτική που είχε το βαθύτερο νόημα της γλώσσας που είναι ο τρόποςμε τον οποίον βλέπουμε τον κόσμο και στην συνέχεια τον κατακτούμε παρά τους χιτώνες –προκαταλήψεις της αδήριτης κοινωνικής πραγματικότητας που διακατέχεται απ’ την μισαλλοδοξία για κάθε τι που δεν ανήκει στα στεγανά της….Η πίστη στο κάλλος του σώματός σου και όχι στην γνώση του με έκανε να αναλογισθώ την αναλογία αυτής της σχέσης με τον τρόπο που την πραγματεύθηκε ο Αντονέλλο Ντα Μεσίνα στο έργο του ο "Άγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριό του". Αυτό το υπερυψωμένο βάθρο που συμβόλιζε την ορθολογική ερμηνεία της θρησκείας αντικατόπτριζε στην περίπτωσή μας τους ενδοιασμούς και τις αμφιβολίες μου για το κατά πόσον ήταν αληθινό το σώμα που λαχταρούσα ή αν ήταν υποκείμενο αποκυήματος στην αμμουδιά της φαντασίας μου…Ένα εργαστήριο τελείως παρένθετο σ’ ένα κενοτάφιο χριστιανικό ναό μ’ ένα λιοντάρι σκιερό στο βάθος της τοξωτής κιονοστοιχίας που συμβόλιζε τις υποχθόνιες δυνάμεις που κρύβει κάθε θρησκεία, πολλώ δε μάλλον η καθολική με τον κοσμικό της πλούτο αναμεμειγμένο και σε ζουμερά σκάνδαλα παιδεραστίας…Η γνώση είναι ασύμβατη με την πίστη που συμβόλιζε ο χριστιανικός μου ναός….Τα παγώνια εκτός αυτής της πίστης που με την αλαζονεία τους συμβόλιζαν τα ζιζάνια που σπίθιζαν στα στήθη μας…Ο κόσμος έξω απ’ το παράθυρο απόμακρος και σταυρός…Σύμφωνα με τον Αντονέλλο Ντα Μεσίνα η γνώση, η σπουδή και η κριτική είναι ανώτερες απ’ την ευλαβή αλλά νυχτερινή πίστη της χριστιανικής θρησκείας, ενώ το φως πάντα την περιλούζει όταν έχουμε ένα πολύ ανοιχτό παράθυρο σε αυτές δίχως παρωπίδες….Έτσι τα φιλιά μου ήταν το βιβλίο της πίστης εντός του ναού μα αυτόνομο, για να λουσθώ με το φως της γνώσης του, ενώ τα έργα του ήταν στα συρτάρια έτοιμα για αποθήκευση και μελέτη… Τα πτερωτά όντα στα άνω τρίβηλα συμβόλιζαν την μεταφορά της γνώσης των μυστικών του ουρανού απ’ το έμβλημα της κρίνειας κίνησης…
Τα φιλιά απ’ το περιλαίμιό του μετατοπίσθηκαν ως ρήγματα στις θήλες των στηθών του. Απ’ την μια άρμεγα το μινιμαλιστικό του γάλα με τον τρόπο που απεικονίζει τον κόσμο στις φωτογραφίες του ο Ντάρεν Άλμοντ και απ’ την άλλη επιτύγχανα την οιστρογονοποίησή του που ήταν εξισωτική με την δεξιά γυναικεία μορφή απ’ τις "Γυναίκες του Αλγερίου" του Ντελακρουά….Γελούσε ασταμάτητα και τα μάτια του είχαν γίνει κεράσια… Μετανάστευσα στον ομφαλό του που ήταν τρυπητός, απόηχος της φαραωνικής του ευγενικής καταγωγής που σε διαφορετική περίπτωση διαφορική και στο Μέσο Βασίλειο της Αιγύπτου του θανάτου θα επέσυρε την ποινή. Ίσως να ήταν το σύμβολο και ο συνδετικός του κρίκος με τα μυστικά της γης. Το γιαταγάνι του ήταν μακρύ και παχύ και το έθεσα στο στόμα μου για να καταδείξω την πολεμική του Κικέρωνα για την προάσπιση της Res Publica την ρητορική.
Ο Αλεχάντρο όμως ήθελε να γευθεί όπως το διαπίστωσες ιδίοις όμμασιν το αναξιοποίητο φαλλό μου που είχε ξενοδόχο για τόσο καιρό το χέρι μου. Tο χέρι μου που έπαλλε τον γοφό του με το τατουάζ από ελιά που είχε κάνει για να προικοδοτηθεί με την σοφία του έρωτα και στηριζόταν σε αυτό ως ένας μηχανισμός επικουρίας…. Ήταν η Mater Virtutum ως το alter ego της εφορμώμενης Αθηνάς που εξεδίωκε τα πάθη φωνηέντων μας για να τα εξομαλύνει σε εύτακτη σειρά γραμματική. Ο θρίαμβος της αρετής του Αντρέα Μαντένια ήταν ο καλλιτεχνικός μας στόχος σε αυτή τη θεατρική συνουσία…. Οι μικροί έρωτες που έλαμναν στην ψυχή εν δια δυοίν μας είχαν χτυπήσει με τα χρυσά και όχι τα μολύβδινα τους βέλη, ώστε η αγάπη μας να ʼναι παντοτινή…Τα κάγκελα του γιώτ είχαν την μορφή από κίονες με τόξα που συμβόλιζαν της φύσης την ομόνοια θαμνοειδή ….Η Οκνηρία στο κάτω μέρος μας ένα άγαλμα της κλασικής εποχής με θραυσματικά μέλη ν’ άγεται και να φέρεται με της Νωθρότητας το σκοινί. Μια νωθρότητα υπερκινητική που όμως λιμνάζει…Στα σύννεφα που είχαν σχηματισθεί επάνω απ’ το γιώτ διακρίναμε την Μετριοπάθεια, την Δικαιοσύνη και την Ανδρεία να μας προσεγγίζουν αλλά η μορφή του Απόλλωνα απ’ τα δεξιά τις ατένιζε προικοδοτώντας μας, εμάς τους επίδοξους καλλιτεχνικούς του συνεχιστές με τις αρετές της τέχνης…
"Otia sit tollas periere cupidinis arcus" σκέφθηκα….Η Αφροδίτη πατούσε στα κενταύρια σώματά μας για να μας χρησμοδοτήσει το αληθινό νόημα του έρωτα: πως υπερέχει των ζωδιακών ενστίκτων…
Ένιωσα καλλιτέχνη του σώματός μου ν’ αναγράφεις την λέξη love με το σπέρμα σου στην δική μου αίθουσα μετά προσοχής….Η υπογραφή σου δεν με πτόησε μέχρι που
κατάπια στο στόμα μου το ελβετικό γάλα του Αλεχάντρο σχηματίζοντας την λέξη always συμπληρώνοντάς το σταυρόλεξο αυτής της ερωτικής αντιστοιχίας.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 368
Guillaume Papon προς Lucy Sanguin
19-11-2001, Παρίσι,
Αγαπητή Λουσύ,
Η συμπεριφορά σας είναι λίαν μανιοκαταδιωκτική θα ομολογούσα και δεν μπορώ να την ακολουθήσω παρά μόνον απ’ την Αδράστεια να την παρατηρήσω.
Επιπλέον σας αποστέλλω στην παρούσα επιστολή επισυναπτόμενο ένα αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου κρυστάλλου του Λοθαρίου με την ιστορία της Σωσάννα, ένα βασιλικό κειμήλιο που απευθυνόταν στα μέλη της αυλής του….Ο Λοθάριος με αυτό το αριστούργημα, πλασμένο από ορεία κρύσταλλο σαν μια μαγική σφαίρα που αποκαλύπτει το μέλλον του ερωτώμενου πέρασε το μήνυμα πως οι γέροντες τιμωρήθηκαν για την ασέβειά τους προς την Σωσάννα με το να την εκβιάζουν πως θα την κατηγορήσουν για μοιχεία αν δεν ενδώσει στις ανώμαλες ορέξεις τους, παρουσία των υπηρετών τους, μια πράξη ακόμη ανενδοιέστερη και ειδεχθέστερη αλλά και για την συκοφαντία τους απ’ τον τίμιο και ενάρετο Δαβίδ….Η σύνεση, η σωφροσύνη, η ηθική και η εντιμότητα δεν είναι ένα κατάκτημα που προέρχεται απ’ την πάροδο της φύσης αλλά είναι ένα δώρο του θεού προικώο στον κάθε άνθρωπο γέροντα ή νεανία….
Η περίφραξη και η βλάστηση συμβολίζουν την προστασία που παρείχε η Μητέρα Φύση στην Σωσάννα, ενώ ο λιθοβολισμός των γερόντων την φύση της ψυχής τους και τα ενδιαφέροντα της που βρίσκονται στους βράχους και τα μυστικά τους….
Αυτό το αντίγραφο σου το αποστέλλω για να το επιδώσεις τάχιστα στον Νταμιέν γιατί πυνθάνομαι πως με συκοφαντεί στους φίλους και τον περίγυρό του με ύβρεις και σχόλια δυσμενή….Τους λέει πως είμαι αλιτήριος και τιποτένιος και πως έχω φθηνή ψυχή σαν το χαρτί που γράφω….Επίσης λέει πως τον περιτριγυρίζουν ομάδες με ενδιαφέροντα που είναι οργισμένες εναντίον μου και πως αρκεί να κουνήσει το δακτυλάκι του ώστε κάποιος εξ’ αυτών να με βλάψει… Αυτό το αντίγραφο είναι η κάλλιστη των απαντήσεων που έχω να δώσω και να θυμίσω πως οι εκβιασμοί τιμωρούνται απ’ την χείρα του Θεούˑ όπως όσοι καίνε τα δάση του με την ζωή που τους εμφύσησε για ιδιοτελείς σκοπούς…Η Φύση ανήκει στον Θεό και κανείς άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να την κατακαίει γιατί θα καεί στο καμίνι της γλώσσας Του και λυτρωμό δεν θα ’χει…..
Εγώ βέβαια δεν δίνω συντακτική σημασιολογία στις απειλές αυτές γιατί
νιώθω πως τα συμφραζόμενά του είναι ψευδοπερίπτεροι ναοί αιολικών τύπων
που χρήζουν φιλολογικών υπομνηματισμών και η ύπαρξη κενών στους γραμματικούς τους τύπους είναι ανώρητη…
Τα γεγονότα στην Γένοβα το τελευταίο θέρος αποδεικνύουν πως κάποιες στιγμές στην ιστορία οι νέοι και οι αθώοι δολοφονούνται από δυνάμεις καταστολής παρακρατικής ή και εξωφυσικής που δεν επιτρέπουν καμία ανοχή στην εξωθεσμική απειλή ακόμη και όταν αυτή δεν είναι εκπεφρασμένη με δημόσιο θώκο…
Την κατάσταση του παριόντος θέρους θα μπορούσα να την παραλληλίσω
με τον "Θρίαμβο του θανάτου" του Μπρέγκελ που η τυποποιημένη επανάληψη των σκέλεθρων δεν έχει ως μοναδικό σκοπό την διάταση μιας μακάβριας ατμόσφαιρας με σαφές ηθικοδιδακτικό περιεχόμενο αλλά και τον υπερτονισμό του γεγονότος πως αν χαθεί το δέρας των ανθρώπων η απώτερη ουσία τους είναι ακριβώς η ίδια ο σκελετός είναι απλώς ο ναός που στηρίζεται μια πηλοειδής διαφοροποιημένη σύνθεση.
Οι πανοπλίες στους σκελετούς ενδεχομένως να συμβολίζουν όπως και στα σώματα των αστυνομικών πως η σκληρότητα ή και η εσωστρεφής υπερπροστασία επιφέρουν τον θάνατο που είναι πάντοτε συνταυτιζόμενος με την αίσθηση της σιωπής, μιας σιωπής που περισσότερο προέρχεται απ’ την απουσία της γλώσσας ανάμεσα σε οδόντες και απ’ την έλλειψη του εγκεφάλου που είναι το μάγμα που διαφοροποιεί το ένδυμα απ’ την ενδυμασία… Η μορφή του σκελετού που σκύβει για τα νομίσματα στα βαρέλια θα μπορούσε να ’ναι μια ένδειξη της φιλαργυρίας των μισθοφορικών στρατευμάτων
ή και πως ένα απ’ τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα οδηγεί στο επίθετο και όχι στο ουσιαστικό τον τιτλούχο του…Οι πολυπληθείς συνθέσεις που χαρακτηρίζουν το έργο έχουν ως σκοπό και την επιβολή του κυρίαρχου μοτίβου στις ανθρώπινες φιγούρες που φαίνεται ότι σκελετοποιούνται για την τελική του επικράτηση, ενώ οι μόνες που αντιστέκονται στην συνταύτιση με την σήψη του θανάτου οι γυναικείες φιγούρες, λόγω του διαπνεόμενου ρομαντισμού τους και ο ηγεμών που αν και παραπαίων εξακολουθεί να διατηρεί την αντωνυμική του ταυτότητα με μοντέλο την πορφυρή βασιλική χλαμύδα ενδεικτικό της αριστοκρατικής του αναγωγής που είναι διάπυρη και συγχρόνως κυανή…Οι σκελετοί στο backround με τους χιτώνες είναι το σύμβολο
του τρόμου που προέρχεται απ’ την πρωτόγονη αρχαιότητα, ενώ η προτίμηση στον διαγώνιο άξονα σχετίζεται με τις αποκλίσεις μέσες και τυπικές της ζωής που οδηγούν στους μικρούς ή μεγάλους θανάτους τους….
Βλέποντας τον σκελετό που έχω στο γραφείο μου έρχεται η ανάμνηση της
νεκροκεφαλής του θεού του κενού και της νύχτας που επικρατεί στην οικουμένη του Τεζκατλιπόκα….Οι ανθρωποθυσίες στων Μιξτέκων τις στοές ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο….Αλλά τα απωλεσθέντα του δόντια συμβολίζουν την καταστροφή όλων των στοών της ανθρωπότητας, την απώλεια των μαγικών δυνάμεων των μελών τους
ως μια φοβερή τιμωρία απ’ τον Θεό που τόσο πολύ περιφρόνησαν και που εκείνος δεν τους συγχώρησε ποτέ…Δεν τους συγχώρησε τις μυστικές τους ανομίες, την ανάμειξη τους σε ειδεχθείς πράξεις Μαύρης μαγείας, Σολομωνικής, Λεγκέμετον, Στεγανογραφίας και όλων των συμπαραμαρτούντων…Αυτό το έκθεμα και η σμίλευση του συμβολίζει την φρικτή τιμωρία όσων διαπράττουν μελανόμορφη μαγεία σε επιστολές που περιέχουν τον γραφικό χαρακτήρα άλλων καταχρώμενοι της εμπιστοσύνης που προέρχεται περισσότερο από μια οικεία, ανιδιοτελή τάση γνωριμίας με το άγνωστο που μπορεί να ʼναι λαμπερό ή και ερωτικό και λιγότερο για την χρησιμοθηρική της λειτουργίας ή και σε προσωπικά αντικείμενα άδολων μα συμπαθητικών ζωόμορφων, θεόμορφων και αγγελόμορφων φιγούρων που είναι αποστολή και αιώνια τιμωρία στην κάμινο του Σατανά που τόσο πολύ λάτρευσαν όλοι τους και τον υπηρέτησαν πολύ πιστά, ακόμη πιο πιστά από όσο θα πίστευε και ο ίδιος….Αυτή την έκφραση στο πρόσωπό τους χάρισε ο Σατανάς να έχουν στην αιωνιότητα και δεν θα έλθει η συγχώρεση ποτέ αν δεν σταματήσουν να καταχρώνται την απλότητα του όντος που δεν έβλαψε κανένας….Ο περιβάλλων χώρος συμβολίζει τα αόρατα όντα που εξακολουθούν να περιφρονούν τις εντολές του Θεού…Αυτά τα όντα δεν θα έχουν συγχώρεση ποτέ εις τους αιώνας των αιώνων μέχρι να δείξουν αληθινή μεταμέλεια για το κακό που έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν στο ανθρώπινο είδος….Θα φλέγονται στην κόλαση τα μέλη των στοών και τα αόρατα όντα που τους περιβάλλουν ώσπου να καταλάβουν πως ο Θεός είναι ένας και πως όταν σφετερίζονται τις δυνάμεις του Θεού δεν γίνονται έναν με αυτόν αλλά οδηγούνται στην πυρά της αιώνιας καμίνου….Ο Θεός έστειλε στην κόλαση και όσους καταστρέφουν την ζωή και την επιτυχημένη και γοργή καριέρα που συμβολίζει ο αχάτης στη νεκροκεφαλή, προστασία για τα καλπάζοντα άλογα, απότοκο της γρήγορης και επιτυχημένης σταδιοδρομίας…. Τα διαλυθέντα δόντια συμβολίζουν την διάλυση, την καταστροφή όλων των στοών και την απαρχή μιας νέας ιδεοαντίληψης:o καθείς να στηρίζεται στις προσωπικές του δυνάμεις…Το ίδιο και η μύτη με τα φλογερά κενά που συμβολίζει την καταστροφή των κανόνων της κοινωνικής πυραμίδας και την επάνοδο της αγάπης και του έρωτα….Ο πυρίτης στα μάτια συμβολίζει την οργή των οφθαλμών του Θεού για όσους κλέβουν την προσωπική αλληλογραφία των άλλων, το σβήσιμο των ηλεκτρονικών τους μηνυμάτων , την έννοια του μπλόγκινγκ, τους άθλιους και παράλογους κανόνες του facebook και του ίντερνετ, την παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής των πολιτών και την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις απόπειρες δολοφονίας σε απλούς πολίτες από μασονικές στοές, παρακράτη και κυβερνήσεις παντός είδους, τον εκφοβισμό από λασποκτίστες ατόμων ανεξάρτητων που θέλουν να κάνουν παρέα με απλούς ανθρώπους γιατί δεν χωνεύουν την βρώμα τους που φθάνει ως το διάστημα…Και όσοι κάνουν αυτά και χειρότερα ο Θεός όρισε να πέσουν όλα επάνω τους σε εκατονταπλάσιο βαθμό για να αισθανθούν απ’ την ημιονίτιδά τους την φοβερή Του οργή που είναι ικανή ν’ αφαιρέσει το σύμπαν αν δεν προσέξουν και δεν καθαρίσουν την βρώμια της ψυχής τους και συνειδητοποιήσουν την βδελυρότητά τους έναντι όλων των άλλων που έχουν συνηθίσει να τους κρίνουν και όχι να κρίνονται από κανέναν…Και για όσους αμφισβητούν την ύπαρξη αυτού του πολιτιστικού επιτεύγματος που συμβολίζει τα παραπάνω δεν μένει παρά να δοκιμάσουν στην διάπραξη των άνωθεν κακουργημάτων και ο Θεός θα αφανίσει το σύμπαν και οι ψυχές τους θα χαθούν στο πυρ το έξωτερο που επιστροφή δεν υπάρχει… Αυτό το πολιτιστικό επίτευγμα συμβολίζει τον θάνατο που θα έλθει σε όσους με την κρυφία και λάθρα ανηθικότητά τους νομίζουν ότι δεν είναι ορατοί απ’ το θεϊκό μάτι….Αυτοί ειδικώς που βάζουν εμπόδια στην καριέρα των άλλων με απειλές και εκφοβισμούς μασονικού τύπου ο Θεός όρισε να πεθάνουν από λέπρα και να αφανισθεί το είδος τους ως δεκάτης γενεάς για να ξεβρωμίσει λίγο η ανθρωπότητα από την άθλια ύπαρξη τους που κυμαίνεται στην ασημαντότητα της μηδαμινότητας που τους παρέχουν τα προνόμια των στοών ως και την φαυλότητά τους που ξεπερνάει την ανηθικότητα τους….Αυτοί ειδικώς θα φλέγονται στην κόλαση και το δέρας τους θα κρέμεται για να χρησιμοποιηθεί ως νέο υλικό για άλλους θεούς των Αζτέκων όπως το συγκεκριμένο…Και όσοι αμφιβάλλουν για τον λόγο αυτό ο Θεός διέταξε την διαγραφή τους απ’ το Δένδρο της Ζωής…Γιατί ο Θεός έχει δουλειά πολλή να κάνει όπως λέει ο Ελύτης και αν συνεχίσουν όλοι τους θα διαλοσταλθούν στο πυρ το εξώτερο…Και οι κατάρες που θα πέσουν επάνω τους δεν θα είναι ικανές να διαλυθούν από καμιά στοά εκτός αν ζητήσουν προσωπικώς συγχώρεση απ’ τον Θεό και το πνεύμα που τον περιβάλλει…Γιατί ο Θεός είναι ανεκτικός και καλός αλλά όταν ξεπεράσουν τα όρια της υπομονής Του αρχίζει να ρίχνει αστροπελέκια νοητικά και μαγικά που δεν έχουν προηγούμενο… Και επειδή πολλοί έκριναν άλλους και με μεγάλη αυστηρότητα ο Θεός αποφάσισε να κριθούν και αν συνεχίσουν να παίζουν το ίδιο βιολί ας μάθουν πως έρχεται η τελική τους Κρίση που είναι τελεσίδικη και δεν τους σώζει καμία στοά….Και αυτός ο σκελετός μεν συμβολίζει όλα τα προαναφερθέντα με διορατικό χαρακτήρα αλλά ως πολιτιστικό δώρο θυμίζει την βαρβαρότητα των θρησκευτικών δοξασιών που ερμήνευαν ως ικανοποίηση του Θεού την δολοφονία αθώων θυμάτων…Το εν λόγω έκθεμα που τιτλοφορείται ως Θεός Τεζκατλιπόκα συμβολίζει τον θάνατο των θεών που νόμιζαν ότι γνώριζαν τα πάντα και πως ήταν παντοδύναμοι του Δημιουργού του Σύμπαντος αλλά γελάσθηκαν απ’ την αλαζονεία τους που φθάνει τα όρια της ύβρης αφού Εκείνος δημιούργησε τις έννοιες και τις επίνοιες τους και την απαρχή μιας καινής κοσμοθεωρίας: της επικράτησης της λογικής έναντι των παραλόγων δυνάμεων τους που στις απλούστερες μορφές ζωής
έχουν μια επίδραση λόγω της ορθολογικότητας που τις διέπει αλλά μπροστά στον Θεό όλοι είναι τερμίτες και άθλια σκουλήκια που τα πατάει ανά πάσα στιγμή θελήσει…
Γιατί ο Θεός μπορεί να αφήνει τους θεούς που έχουν λάβει ανθρώπινη μορφή να βασανίζουν το ανθρώπινο είδος αλλά το κάνει για να έχουν οι δεύτεροι δέκα φορές φρικτότερη τιμωρία από τα θύματά τους…Και δεν τους σώζει καμία θρησκεία, αδελφότητα και στοά από την οργή του Θεού που θα πέσει σαν μόλυβδος στις κεφαλές τους και θα καταπιούν δηλητήριο για το κακό που έκαναν στα θύματά τους για την τέχνη τους, την δόξα τους και τα λεφτά που τους μπούκωνε η πίστη τους…
Δεν τους σώζει κανένας και όσο και να εκλιπαρούν για συγχώρεση δεν θα έλθει ποτέ γιατί προσπαθούν να σκεφθούν σαν τον Θεό Δημιουργό, όμως το πνεύμα του είναι σε πολύ ανώτερο επίπεδο από το δικό τους και νομίζεις πως πιθηκίζουν…Και ας μην έχουν καμία αμφιβολία πως με τόσο μεγάλη ανηθικότητα και ατιμωρήσια για τα φρικώδη εγκλήματά τους δεν θα έλθει το τέλος…. Το τέλος είναι συνυφασμένο με την αιτία…. Και το δέρας στο κρανίο του θεού συμβολίζει τα αθώα θύματα όλων αυτών των αφελών πλασμάτων που πιστεύσαν άλλους για θεούς και αυτοί εκθρονίσθηκαν …
Συμβολίζει την κακότητα και την μοχθηρότητα των θεών έναντι των ανθρώπων
και αν δεν συνετισθούν ο Θεός θα δημιουργήσει έργα τέχνης από το δικό τους αίμα και δέρας….Και στην κόλαση θα ξερνούν το αίμα των αθώων θυμάτων τους για να επιστρέψει στο γαλανόλευκο παραδείσιο ρεύμα…Αυτό το έκθεμα συμβολίζει
το τέλος της κυριαρχίας των θεών του αλόγου και του παραλόγου λόγω της επικράτησης του ουμανιστκού ιεραποστολικού έργου της Εκκλησίας που όμως προέβη στις ίδιες φρικαλεότητες με τους γηγενείς για την επικράτηση της….
Η στάση σας με οδηγεί σε τάση περισυλλογής…Νιώθω σαν τον Πολύφημο
σε τοπίο, τον περιώνυμα πίνακα του Νικολά Πουσέν, απαύγασμα ενατενιστικού στοχασμού και φιλοσοφικής επαγωγής…. Ακόμη και οι γίγαντες του πνεύματος
έχουν την ανάγκη της αυτοαπόμονωσης, ενώ το πρόσωπό τους αδιόρατο για την καλύπτρα των συναισθηματικών τους αναγκών…Το αξιοπερίεργο είναι πως μια θαλάσσια θεότητα-υιός του Ποσειδώνα- παρουσιάζεται ως συνέχεια μιας οροσειράς και δε μπορείς να διακρίνεις την γη απ’ το σώμα…Ίσως γιατί το σώμα δημιουργήθηκε από πηλό, υλικό των καλών γλυπτικών τεχνών…Ίσως γιατί όταν απομονωνόμαστε
είμαστε τόσο σκληροί και στυφοί όπως οι βράχοι των οροσειρών…Ίσως γιατί τα γιγαντιαία πρόσωπα ίστανται σε σημεία ψηλά…Ίσως γιατί η αυτοαπομόνωση συσχετίζεται με την διαπλοκή στην σκέψη και στις πράξεις με τα εγκόσμια ζητήματα…
Εις το επανιδείν,
Guillaume Papon
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 378
Damien Adaleux προς Georges Labrouille
27-11-2001, Παρίσι,
Αγαπητέ Ζώρζ,
Είμαι μόνος μου στον καναπέ και κοίταζα την φωτογραφία σου….
Η τέχνη της φωτογραφίας στα πρωταρχικά της στάδια εκδηλώνει την αρνητική πτυχολογία της αποκρυστάλλωσης ή της μαγματοποίησης της ανθρώπινης ψυχής…
Στα ενδιάμεσα ο διαχωρισμός φωτός και σκιάς συντελεί στην μορφοποίηση των
ψυχικών οχημάτων που τρέφονται, αναπτύσσονται και εξελίσσονται στο ιδεατό τους εγώ…Στο τελικό στάδιο βρίσκεται η απόκρυψη της αλήθειας αλλά και η έκφανσή της ως η μοναδική και κοινωνικώς αποδεκτή όψη έστω και αν η γάργαρη μορφή της προβληματίζει με τα μελαγχολικά τοπία και τις υποθέσεις εργασίας με την επιδεξιότητα του Ανρί Καρτιέ Μπρεσσόν, εκεί που το εύλογο γίνεται εστία προβληματισμού και που το ατομικό όταν πλαισιώνεται από το ομαδικό δείχνει ασκητικό και λιτό, σχεδόν αγιογραφικό σ’ ένα εικονογραφικό πρόγραμμα που
προδιαγράφεται ζοφερό και που το σύνηθες καθρεφτίζει κρήνες εξωκοσμικής δραστηριότητας με υπόγειες ρίζες σε ένα μουντό περιβάλλον με ηθογραφικές αλλά και οικουμενικές διατυπώσεις. Το ιστορικό στον Καρτιέ Μπρεσσόν είναι απλώς ο μανδύας μιας ιστορίας που ο πυρήνας ναι μεν εκτυλίσσεται εντός της αλλά πάντα έχει την δυνατότητα διαφυγής μέσω μιας διαπροσωπικής αφήγησης που συνδέει τον αόριστο με τον μέλλοντα χρόνο, θυμίζοντας πως η ροή του χρόνου είναι ένα δακτυλικό αποτύπωμα στον Μεσαίωνα και πως η ταυτολογία του προσδιορίζεται στο άγνωστο
τότε που επεκτείνεται στο τώρα. Αυτή η χρονική διακύμανση που στην ουσία δεν είναι ταλάντωση αλλά τυποποιημένη ταυτολογία έχει την οικουμενική πινελιά της που όμως
από αυτήν δεν εκδράμει το προσδιοριστικό τοπικό και εθνοτικό ενδεχόμενο που ταυτίζεται η περιπτωσιολογία του στην συνδρομή μιας ανεπίθετης δελτιοποίησης
του ανθρωπίνου νου δίχως όμως το συρτάρι που το φιλοξενεί να ʼναι κλειδωτό.
Αυτή η στιλπνή καθαρότητα που μοιάζει με ένδυμα στην ταράτσα βρεγμένο και που θερμαίνεται απ’ τις ακτίνες του ηλίου είναι του φωτογράφου το αναγκαίο ζητούμενο
και η αντιστοιχία του βρίσκεται στις χρωματικές διαφάνειες του Κλέκνερ με την αίσθηση της στατικής παγερότητας που όμως ενέχει συμπιλήματα ανοδικών και καθοδικών κατευθύνσεων στην κοσμική λεωφόρο, οδηγώντας την σ’ ένα αρχέγονο εξωκόσμιο κλίμα, εναλλακτικό μα σχεδόν εφάμιλλο του ισχύοντος που θα μπορούσε να το υπεραναπληρώσει δίχως όμως αυτό το δρώμενο να ’χει μια διακοσμητική υφή σαν αυτές που συναντούμε στους καμβάδες του Ντερ Μπορχ αν και η διακόσμηση και η τέχνη της υποκρύπτουν αναγκαιότητες ενός άλλου κόσμου ονειροπλασμένου στην φαντασία του που παίζει τον ρόλο της γραβάτας και όχι του πουκαμίσου στην επίσημή του αμφίεσηˑ όχι από την αυτονόητη σοβαροφάνεια που κυριαρχεί στις κοσμικές δεξιώσεις αλλά απ’ την επικράτηση του αναντικατάστατου λογικού φωτιστικού.
Εξάλλου η ίδια η έννοια της φωτογραφίας σκοπό έχει την ανάδειξη του φωτός, αγγελικού ή δαιμονικού αδιάφορο ποιου υποδυόμενο τον θώκο του αμφιβληστροειδή, ενός αμφιβληστροειδή που ο ήλιος ταυτίζεται με την σελήνη όχι για λόγους επιγαμίας. Αν η ταύτιση εικόνας και ειδώλου είναι πραγματική οι ακτίνες με τις οποίες επεξεργάζεται τα σχήματα και τα χρώματα δεν είναι πλασματικές αλλά αυτοφυείς όπως η νύκτα που διαδέχεται την ημέρα ως μια έλλογη αναγκαιότητα της οποίας οι υποφύσεις αναιρούν το αισθητώς πραγματικό για να το μεταβάλουν σε έναν θεατρικό αναλόγιο ενώ θα έπρεπε εμείς οι απλοί θεατές να το παρατηρούσαμε ως τετράπρακτο με αρχή, μέση και τέλος, ακολουθώντας την αριστοτελική θεώρηση περί τραγωδίας η οποία όμως είχε ισχύ ήδη απ’ τα ομηρικά έπη των οποίων οι παρεκβάσεις και οι προοικονομίες διαταράσσουν την φυσική συνέχεια, όμως είναι τα συμβεβλημένα μέρη που είναι λυσιτελή στην ενατένιση ενός έπους που είναι δράμα αλλά όχι σε διαλογική μορφή που προυποθέτει κατάκτηση του αγαθού της δημοκρατίας[του Περικλή και των συνεχιστών του όπως του Μιχαήλ Αγγέλου και του εργαστηρίου του] και την πλαστική γλυπτική του προφορικού λόγου σε έγγραφο όχι για την κουρία του νου αλλά για την διαιώνιση του αισθησιασμού των λέξεων ως πνευματικού κινήματος που μετουσιώνεται ή εκτρέπεται σε καλλιτεχνικό με λογοτεχνικές βλεφαρίδες, αναμένοντας το νόστο της Ιθάκης του για την υπόμνηση των παροδικών αναμνήσεων που έχουν την φιλοδοξία της μονιμότητας όχι από ιδιοτέλεια αλλά υπηρετώντας το πανανθρώπινο αγαθό της έννοιας της γνώσης που διαμοιράζεται όπως το ιμάτιο του Χριστού για την θαυματουργή της λειτουργία.
Η φωτογραφία όμως μπορεί ενδεχομένως να λειτουργήσει ως τα αροτριώντα ζώα που το ένα εξαρτάται απ’ το άλλο και όταν το ένα το γόνυ κλίνει το δεύτερο ακριβώς το ίδιο πράττει, με την έννοια του Μένωνα και θυμίζοντας μας πως η αναπόληση στον παρατατικό είναι μια κατάψυξη που οι αέριες μάζες της δεν είναι τίποτε άλλο από τις επιστρώσεις της σε συγκεκριμένα εδάφια του σώματος που η παγίωσή τους επιφέρει την έλλειψη της παντογνωσίας. Το δυναμικό όμως ρευστό δεν παύει να αποτελεί μια καλύπτρα σαν από αυτές που συναντούμε στους πίνακες του Κορέτζιο [μια ανάμνηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην ουμανιστική της νύξη
που μετεξελίσσεται σε συμβία πεταλούδα για να μην εμφανισθεί ως των δρυμών η νύμφη] στο διανοητικό μηχανισμό της έστω και αν εκείνος υπολειτουργεί για να μην θεωρηθεί επιβλαβής για το εργοστάσιο της πυραμιδωτής κοινωνίας….Αυτή η ανάμνηση που είναι έμφυτη γνώση βρίσκει την ρίζα της στην σταλαγματοποιημένη μορφή της φωτογραφίας η ζωή σταθερή σκοτώνει τις κλίμακες του χρόνου σαν τον πίνακα του Ποντόρμο που η άνοδος ή η κάθοδος σε αυτές αποτελούν ένα λογικό συμφραζόμενο όχι με την έννοια της συλλογικότητας αλλά με μια ενοχοποιημένη ευθύνη που συνάδει στην πρώτη για να την αναδύσει στην επιφάνεια των φιλοσοφικών παραμέτρων και του κύρους αληθείας της όταν οι προκείμενες δεν υπεξαιρούν τον αναγωγικό συλλογισμό διυλίζοντάς τον στον επαγωγικό για εγκληματικές ή ποταπές πράξεις στην κατακλείδα των ατέρμονων παραγωγικών επινοιών…. Το δρεπάνι του Κρόνου με αυτόν τον τρόπο χάνει τον καβαλάρη του και λειαίνεται σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε εύκολα να παραλληλισθεί με πτερούγα ταώς: η υπερηφάνεια είναι το δεύτερο πρόσωπο του ολέθρου δίχως όμως την αδυσώπητη αιχμηρότητά της που καθιστά την ζωή ανέφικτη, εκεί που η ζωή με καλλωπιστικό φυτό ομοιάζει και χαιδεύει τον τυχάρπαστο όχι με την πράσινη χρωματολογία των έργων του Μπασάνο για την ελπιδαφορία της στιγμής αλλά γιατί ο αμφικίων της αλήθειας συνειδητοποιεί
πως ερείδεται στο χώμα, ενώ γδέρνεται απ’ τα όντα του ουρανού, αποκτώντας μια χρησιμοθηρική περιστροφική ζώνη, αναρωτώμενη για το αποκρυπτικό νόημα του κόσμου.
Το προλογικό μου σημείωμα για την τέχνη της φωτογραφίας λήγει εδώ γιατί το κυρίως θέμα αφορά την έννοια της σεξουαλικής φιλαυτίας: πως με απλά λόγια η σταθεροποίηση του φωτός, του σχήματός του και των διαβαθμίσεων του γίνεται το ερωτικό υποκείμενο του πόθου που εξαντικειμενικοποιείται για την σκοτεινάγρα του Οσσιάν, υμνώντας την αχαλύβδωτη ένταση των επιθυμιών που ενέχουν δόσεις λογιστικού με την έννοια της διανοητικής τέρψης που είναι η προβαθμίδα της ιδεαλιστικής εκεί που το μηδέν υπάρχει όχι ως έννοια αλλά ως ιδέα…. Τελικώς η έννοια της αυτοικανοποιήσης μπορεί να έχει ως αφετηρία μια φωτογραφία αλλά και μια απορριματοποιήση φευγαλέων εικόνων που στηρίζονται στους ψευδοπεσσούς
των φαντασιώσεων, ως εκμαγεία της φαντασίας απραγματοποίητα μα εξίσου πιθανά
να συμβούν, αλυσοδεμένα των ιδιοτήτων που η τελευταία εμπεριέχει με την βαρυτική της έλξη.
Η φαντασία είναι η δημιουργική ανάπλαση της πραγματικότητας που εξυπηρετεί ως ένα βαθμό ιδεαλιστικές ουτοπίες ή εφηβικά όνειρα βουτηγμένα στην λίμνη του ασυνειδήτου όταν το υποσυνείδητο βρίσκεται σε θερινές αιώρες της Χαβάης
και λιάζεται στο αντικειμενικό δίχως όμως να παίζει τις χαβάγιες του. Επιπλέον αυτή η λειτουργία του νου ανήκει στην κοινωνία της πληροφορίας που κάθε έλλογο ον έχει προγραμματισθεί με αυτόν τον σκοπό, ενώ η έννοια του ιππαλεκτρύονος υπάρχει όχι μόνον απ’ την συνεξάρτηση με την ιδέα του αλλά και απ’ την ειδωλική απεικόνισή του.
Σε απλούστερη γλώσσα ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να φανταστεί αυτό για το οποίο δεν είναι προγραμματισμένος στον κωδικοποιημένο του ψυχικό ιματισμό, διαποτισμένο από εμβλήματα ιδεαλιστικού χαρακτήρα που σε κάποιους είναι υπαρκτά και σε άλλους τελείως ανύπαρκτα και φυσικά οι εικονιστικές κυβερνητικές όπως είναι
στην κοινή λογική αντιληπτές.
Η φαντασίωση είναι η παρέκκλιση απ’ την φαντασία με την διεστραμμένη, την πωρωμένη και την λιθόκτιστή της περιβολή αναμεμειγμένη στο τσουκάλι της αυτοαπομόνωσης που νοσεί ενώ θεωρεί πως τα ιαματικά της λουτρά τόσο αναγκαία όσο για της μαντάμ Σεβινιέ τα αρθριτικά με την μέθοδο του καταιονισμού στην απομνημονευματογραφία της που έχει ημερολογιακό χαρακτήρα αλλά κατ’ ουσίαν είναι η ιστορία του Βασιλιά -Ήλιου ιδωμένη απ’ τις συνήθειες μιας γαλαζοαίματης γυναίκας αυλικής που θεωρούσε την φεουδαρχία τόσο ιωνική όσο η ύπαρξη αστερισμών που διακοσμεί τη νύχτα….Το νόσημα βέβαια παραλληλίζεται με την αποθεραπεία ακολουθώντας την συστηματική απευαισθητοποίηση μόνον που η φαντασίωση δεν περικλείει την έννοια του τρόμου αλλά εκείνη του ενοχικού υποτυπώδους κοινωνικού, οικονομικού ή σεξουαλικού σκανδάλου που ο ένοχος δεν τιμωρείται αλλά έχει καταδικασθεί στον πολλαπλασιασμό της ηδονής με την τεχνική της αφαίρεσης που θηρεύει τα μεγαθηριακά μενίρ, τελώντας ιερουργίες για τον κατευνασμό των σκοτεινών πνευμάτων ή εξευμενίζοντας τα ήδη υπάρχοντα αγαθοποιά
για την υπερτασιακή της μορφή. Η προιστορικότητα στην φαντασίωση είναι η ιδιόλεκτος της με ευανάγνωστα ιδιώματα προερχόμενα κυρίως από πορνογραφικά
παραγγέλματα που απευθύνονται στον διαστέλλοντα νου για ν’ ανθοφορήσει τα επιγεννήματά τους…Όταν δεν πραγματοποιείται η φαντασίωση δεν αγγίζει τα όρια της εμμονής όπως συμβαίνει στην περίπτωση της φαντασίας των θετικών ορόσημων για την ευδοκίμηση μιας ζωής σε παραδείσιο ουσιαστικό, απλώς έχει την θαμιστική επικοινωνία που συνοδεύει κάθε φιλομαθή σπουδαστή, αναμένοντας αλλά μην ελπίζοντας σε τίποτε το σημαίνον….
Αν η καθίζηση του ερωτικού οράματος δεν συσχετίζεται με φωτογραφία αλλά
έχει τον κοχλία της σε συνειρμικές εντυπώσεις της καθημερινότητας, με τον τρόπο του οφθαλμού που τίποτε δεν παρατηρεί αλλά γυρεύει την παραμικρή αδιάπλεκτη αφορμή ώστε στο επιζητούμενο αντικείμενο να εστιασθεί για την ηδονή του ανεπαίσθητου στιγματικού οπτικού της πεδίου που ανήκει στην βάνδα της φιλοπεριέργειας που έχει θητεύσει στην ενθουσιώδη εσπερίδα της πλεονεξίας με την έννοια του φιλοκτητισμού, τότε δεν έχει το κιγκλίδωμα του αμετάβλητου της φωτογραφίας αλλά ανήκει στην αχλή των ερεβώδων δωμάτων του νου που μοιάζουν με εκλάμψεις υψηλής διάνοιας και που τμηματικώς καλύπτει με την πάροδο του χρόνου τον σκοτεινό του θόλο….Η έννοια της εξάπλωσης στην φαντασιακή λειτουργία είναι περισσότερο κινητική σε αυτήν την περίπτωση από ότι στην φωτογραφική ακρογιαλιά όταν γινόμαστε συλλέκτες κογχυλιών και θαυμάτων…Η κινηματογραφική ταινία μικρού μήκους δίχως έναυσμα ίσως ναʼ ναι η ακριβέστερη πρωθιέρεια της τελετουργίας που κέκληται φαντασίωση
δίχως συγκεκριμένο οπτικό ερέθισμα.
Η έννοια της αυτοικανοποίησης ανήκει στις ναρκισσιστικές παραμεθόριες περιοχές της καρδιάς που οι στρατιώτες της δεν είναι πρόβολοι αλλά διαιτητές
σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα αβέβαιου αποτελέσματος. Η τριβή του οργάνου που φαντασιώνεται την φυσική του θέση σε ένα ξένο αστρικό σώμα ενώ-κάθε ανθρώπινο σώμα είναι υποδοχέας αστρικών καταβολών που εναρμονίζονται σε παράλληλες ή πανομοιότυπες ψυχικές συνθέσεις, υποστηρίζοντας το μότο πως η ποικιλομορφία είναι
του κάλλους η θεραπαινίδα- που αποτελεί στην ουσία ένα ερωτικό πάθος του πέους ή του αιδοίου στο χέρι και στην παλάμη που με την γραφολογία του καθορίζει και τις φλέβες των οργάνων ή τους θάμνους τους, συλλαβίζοντας την ρήση πως το ισχυρότερο κλειδί για την επιτυχία είναι του εαυτού μας η κατοπτρική μανία. Ο εαυτός μας ερωτεύεται έτσι το δεύτερο και το τρίτο μας πρόσωπο που υποδύονται το αφιλόξενο σώμα του πεπρωμένου και της αλλογενούς οντότητας –το δεύτερο είναι η μέθοδος αυτογνωσίας μέσω της ερωτικής γραφής ενώ το τρίτο η διαστρική ακτινοβολία που κάθε ανθρώπινο πεπρωμένο εκπέμπει μέσω της γραφολογίας και της χειρομαντείας- ως μια απόπειρα εξύμνησης της ερωτικής αυτογνωσίας η χειρομαντείας. Ας μην λησμονούμε πως περιέχει τα όρη των θεών το οροπέδιο του Ερμή και της Αφροδίτης που αν συγκερασθούν με αυτά του Κρόνου, του Άρη και του Δία μας αποδίδουν στον βωμό μια ερωτική, επικοινωνιακή αγάπη δοξασμένη και σφυρηλατημένη στο αμόνι της γης που ξαφνιάζει με την ορμητικότητά της.
Η συνύπαρξη στην παλάμη της Κυθέρειας και του Πολεμοηγήτορα με διαμεσολαβητή τον λαγόβολο Ερμή προιδεάζει για το αρχετυπικό ζεύγος έρωτα και πολέμου. Ο έρως είναι μια διηνεκής μάχη που με την τύχη του Δία και το σκήπτρο του Κρόνου διαστιγματίζεται στα οροπέδια των ανθρωπίνων οντοτήτων και μόνον ο διάλογος και η συναλλαγή στο κρεβάτι μπορεί να δημιουργήσει το πενταγωνικό κτίσμα που λέγεται ανθρωπότητα: αυξάνεσθε και πληθύνεσθε η συνεπακόλουθη ρήση για την διαιώνιση του Κρόνιου- Δία. Χωρίς τον έρωτα σε μια γυναίκα δεν μπορείς να μάθεις τα μυστικά του κόσμου έλεγε κάποτε ένας σοφός.
Το αξιοπερίεργο είναι η ανυπαρξία του όρου του Γανυμήδη ως μια διαφοροποιημένη ανάδραση στο διπολικό ζεύγος ενώ στην αρσενοκοιτία δεν υφίσταται μάλλον διαμάχη ενόπλου αγώνα σαν αυτόν μεταξύ κομμουνιστών και φιλοδυτικών
στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο αλλά μια άρρητη έριδα για τον ανταγωνισμό του ομορφότερου με μοναδική συνέπεια ένα γίγαντα γλυπτό του Ουρς Φίσερ.
Οι γραμμές στην παλάμη του χεριού προοιωνίζουν για τον αυνανιστή
την καταγραφή λέξεων κοσμητικών ή ουσιωδών που θ’ αντιστρατεύουν την ανιούσα λογική σε επουσιώδη , ενώ οι σταυροί το σεξουαλικό κρεβάτωμα που στην ουσία η παλάμη είναι ένα είδος οιωνοσκόπου που ομφαλοσκοπεί με προφητικές τάσεις ώστε το ιδεατό να γίνει πράξη.
Η προσομοίωση μιας χείρας σε ένα μητρικό ή αρσενοκοιτικό καλούπι εμφιλοχωρεί την έννοια του θεατρινισμού σε κάτι ασύμφορο που όμως στην ουσία είναι εκπτωσιακό για θεάματα στον Ιππόδρομο. Η χειρωνακτική εργασία αποτελεί την μήτρα των ψυχών που έχουν έντονη την αίσθηση της αποβολής αλλά και την διαστολή της μήτρας των συναισθημάτων σε επίκρανα αμφικωνικού σχήματος, για την δυνατότητα της εκλογής στην σεξουαλική ελευθεριότητα που δεν συμβαδίζει με την κοινωνική συμβατικότητα των τυποποιημένων επαγγελμάτων. Η χείρα είναι η κρήνη της δημιουργίας ή και της αποτυχίας των περιττών που εκβάλλονται στον υπόνομο
της ζωής για να δώσουν έναν υπερθετικό βαθμό στην πρώτη.
Η απουσία συγκολλητικής ουσίας μεταξύ σπέρματος και ωαρίων έχει ως αποτέλεσμα η ημιλειτουργική της όψη να διαχέεται στον περιβάλλοντα κόσμο που όμως έχει την δυνατότητα της αναδημιουργίας. Το σπέρμα που έχει κριόμορφη απόληξη στην θάλασσα γίνεται το οξυγόνο των ιχθύων που το ευφορβούν ενώ
οι ιχθείς στην συνέχεια θα γίνουν η τροφή και των δύο μορφών των ανθρωπίνων φυλών με συνέπεια την αρχή της ομοιότητας απ’ τον εντοιχισμό με το ίδιο γεννητικό υλικό…. Η αρχή αυτής της ομοιότητας μεταξύ όντων που δεν έχουν γενετική ή φυλετική αντιστοιχία έχει την βάση της στο σπέρμα που ανακυκλώθηκε στους κόλπους της φύσης μέσω άπειρων διόδων της ξηράς και της θαλάσσης. Η θρησκεία που θέτει άρση απαγορευτικού στην αυτοικανοποίηση δεν επικροτεί ποτέ την ηδονή μεγάλης ισχύος ή μικρής και συναισθάνεται ως αμαρτία οτιδήποτε δεν επιφέρει τεκνοποιία
με την έννοια του σφάλματος.
Η τεκνοποιοία προσφέρει θαυμάσιο και διαθέσιμο εργατικό υλικό για τα προτεσταντικά κοινωνικά κατεστημένα που εξισώνουν την εργατικότητα με την ζωή και τη νωχελικότητα με το χάος και την αμαρτία. στην δε ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία ως αντιπρέσβειρα του καθολικισμού-που θεωρεί αυτονόητη και την εργασία την Κυριακή, ημέρα αργίας που είναι ημέρα Κυρίου ταυτοχρόνως το πρόσφορο εργατικό δυναμικό που ταυτίζεται με τον άκριτο πολλαπλασιασμό των ανθρωπίνων φυλών σχετίζεται με την έννοια της συλλογικής κοινοκτημοσύνης στην οποια ο ένας εξυπηρετεί τον άλλον στο ξενοδοχείο που καλείται πλάνητας γη. Στον καθολικισμό τα πιο προσφιλή θέματα είναι αυτά της Καινής Διαθήκης, ενώ στον προτεσταντισμό που είναι πιο αυστηρός επικρατούν αυτά της Παλαιάς Διαθήκης.Η ορθοδοξία τείνει περισσότερο στην Καινή Διαθήκη τόσο λόγω της μαλακής φύσης του Χριστού όσο και για την αποφυγή κάθε Εβραικής λατρείας που η Παλαιά Διαθήκη εκπροσωπεί….
Ως αντιθρησκευτική θα μπορούσε να θεωρηθεί η γέννηση της Αθηνάς απ’ την κεφαλή του Δία αφού δεν επήλθε δια της συνηθέστερης σωματικής συνουσίας το αντίστοιχο στην εποχή του μεταμοντερνισμού –αν υφίσταται μια τέτοια ορολογία και δεν επιδεικνύει αδυναμία προσδιορισμού της εποχής της- η κλωνοποίηση ανθρώπου
ή η δημιουργία ανθρώπου μόνον από σπέρμα ή ωάριο μπορεί να θεωρηθεί λειψανοθήκη της ζωής και στείρα επιτυχία.
Το σπέρμα στην παλάμη θυμίζει Πράγα με φουσκωμένο τον Δούναβη, σύμφωνα με την χριστιανική θρησκεία αν και επικαλύπτει την μελλοντολογική πλευρά του ανθρωπίνου σώματος με την γενετική της δομή που είναι ανώνυμη αν και έχει μεταφραστεί. ανώνυμη γιατί ο νους που την γέννησε δεν έχει εμφανισθεί…Κάθε παιδί ψάχνει τον δικό του πατέρα, ενώ η εποχή μας είναι απορφανοποιημένη και αναδιφεί έναν Κρόμγουελ που απ’ την βασιλεία του δόγματος να περάσει στην δημοκρατία της ελευθερίας. Αν ο Κάρολος ο Α δεν ειχε δυσαρεστήσει τους Σκωτζέζους με την καθιέρωση του αγγλικού προσευχηταρίου στην εκκλησιαστικη λειτουργία, δημιουργούσε τις συνθήκες για να μην συμβεί εξέγερση στην Ιρλανδία και απέφευγε την πράξη της Μεγάλης Επίπληξης περιορίζοντας τις λειτουργίες του Κοινοβουλίου δεν θα εκτελούνταν από τον Κρόμγουελ και τους εχθρούς του.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 388
Damien Adaleux προς Georges Labrouille
8-12-2001, Παρίσι,
Αγαπητέ Ζώρζ,
Το όργιο που οργάνωσα εχθές στο διαμέρισμά μου εστέφθη δι’ απολύτου επιτυχίας.
Είκοσι Βρετανοί με είκοσι Γάλλους αναπαρήγαγσν όχι την μάχη του Ανγκιάρι αλλά την ρωμαϊκή σαρκοφάγο Λουντοβίσι με όρους εκατονταετούς διαμάχης
και τους θριαμβευτές Ρωμαίους στρατηλάτες τους Γάλλους στο άνω μέρος της , ενδεικτικό της υπεροχής του φραγκικού φύλου ως γερμανικού έναντι του αγγλοσαξονικού με τις λατινογενείς του ρίζες.
Οι βάρβαροι ανυπότακτοι Βρετανοί στα κατώτερα τμήματα των Γάλλων
να πεολειχούν στους ίππους τους. Οι νικητές Γάλλοι πάντα με την κεφαλή σε μετωπική αντιπαράθεση μεταξύ τους για την παρατήρηση των ηδονικών αντιδράσεων στα ερεθιστικά στόματα των Βρετανών με τα σκυμμένα κεφάλια, σύμβολο της ήττας τους στα πεδία των μαχών και με τα βαρβαρικά τους γένια ενδεικτικά υποκατάστατα στενοχωριών και εγνοιών που η γλύκα των γαλλικών φαλλών την μετρίαζε σε μια ωραιοπαθή, περίτεχνη σύνθεση που το μέτρο εναρμονιζόταν με ευφάνταστο τρόπο στα σαρκοφαγικά ακρωτήρια. Οι Γάλλοι σε όλη την διάρκεια του οργίου κάθετοι στον ωκεανό των διαγώνιων σχημάτων των Βρετανών που χαρακτηρίζονταν απ’ την φυγή του κάθετου άξονα, σε σάλο ως ελληνιστικές μορφές που είχαν εκδυτικοποιηθεί με ανατολίζοντα ρυθμό…
Ο τρομπετίστας σε αυτήν την ολογλυφική σύνθεση που οι κόμες έπαιζαν τον ρόλο της φουρτουνιασμένης σεξουαλικής θάλασσας ήμουν εγώ…
Αν όμως η γλυπτική σύνθεση μετουσιωνόταν σε χρωματική οι πρωταγωνιστές
θα θύμιζαν τους ήρωες απ’ το μεσαίο και το δεξιό τευχίδιο του "Κήπου των επίγειων απολαύσεων "του Ιερώνυμου Μπος που έχουν όμως μια φιλμική αναφορά στους ζωντανούς πίνακες των ταινιών του Γκρήναγουεη.
Ένας μάλιστα εκ των Βρετανών είχε πάρει από μια γλάστρα άνθη και τα προσκόμιζε σ’ ενός Γάλλου την κάλπη αφενός μεν για να υποδηλώσει την ανθηφορία της ομοφυλοφιλίας και την πολλαπλασιαστική της έλξη αφετέρου δε συμβολίζοντας του Ιωάννη του Αγαθού την αιχμαλωσία στο Πουατιέ απ’ τον Εδουάρδο, πρίγκιπα της Ουαλίας…
Ένα μπαλόνι ως ομοίωμα πλαστικής κούκλας αντικατέστησε την τεράστια φράουλα στην οποία είχε πέσει ο Βρετανός πρεσβευτής της λαιμαργίας, ώστε να υπογραφεί η συνθήκη Καλαί-Μπρετινύ και να παραδοθεί στους δώδεκα Πλανταγενέτες η Ακουιτάνια ή η Γαλλία η μισή….
Ένας εκ των Γάλλων σε ένα μπαούλο είχε κρυφθεί όπως ο δελφίνος Κάρολος ο Έβδομος προτού η Ζαν ντ’ Αρκ εμφανισθεί, αποδεχόμενος όμως στο στόμα του από ένα πτηνό βουργουνδικό έναν καρπό, σύμβολο της λαγνείας του για τα δώρα των ουρανών…Ένα άλλο ομοφυλοφιλικό τετράποδο βρετανικό και γαλλικό συνουσιαζόταν κάθετο και ινδουιστικό με τα πόδια προς τα άνω για να μάθει μέσω του σεξ την σοφία των ουρανών που η γλαυξ συμβόλιζε στα κεφάλια τους και να καταλήξουν στο έγγραφο του Αρράς το συμβιβαστικό….
Δύο Γάλλοι συνομιλούσαν ολόγυμνοι και μπρούμυτα για τις σεξουαλικές τους απολαύσεις, ενώ το κεφάλι ενός εξ’ αυτών είχε καρποποιηθεί, εμβληματικό της συνεχούς και ατελεύτητης ροής σκέψης του που ο απότοκός της είναι ολοφάνερος στα φυσιογνωμικά της χαρακτηριστικά, ελευθέριος και ως κρύπτη του άλλου του εαυτού.
Ένας άλλος Βρετανός αφόδευε νομίσματα στο κενό, ως μια αλληγορική ερμηνεία της γενναιοδωρίας και του ψυχικού πλούτου που συνεπάγεται σε άτομα ανυποληψίας…
Τα υπερυψωμένα πτηνά που πλαισίωναν τις ανθρώπινες οντότητες συμβόλιζαν τις υψηλές φιλοδοξίες και τα όνειρά τους…
Ο Γάλλος στο ανώτερο επίπεδο καταβροχθιζόνταν από ένα γιγαντιαίο πτηνό που είχε ως περικεφαλαία την κατσαρόλα, ενδεικτικό των μαγειρευτών ραδιουργιών που η παπική αυλή με τ’ ατέλειωτα χειρόγραφά της εξομολογεί, ενώ αυτή η θρησκευτική συνουσία είχε ως απόρροια να αφοδεύει κοράκια, έμβλημα του θανάτου τερματικό και της ήττας στο Κοσσερέλ του Καρόλου του Κακού αυτοαναφορικό.
Οι δύο Βρετανοί δεξιά του που συνουσιάζονταν απ’ τους Γάλλους και που ο ένας έκλεινε τα αυτιά του για να μην ακούει τις διφθόγγους ηδονής του επιβήτορά του και ο άλλος αφόδευε την φλογέρα που καθοδηγούσε ένας Γάλλος συμβόλιζαν τις ήττες των Βρετανών στο Πονβαλλάιν και Μπρεσσουίρ. Το περίττωμα της φλογέρας εξέφραζε την μουσική διακύμανση της ψυχής του Βρετανού αλλά και ένα απώτερο νόημα: η μουσική έχει αναγωγή και τελικό προορισμό στην γη αλλά οι στίχοι των συνθέσεων νοήματα ακατανόητα που αν συντμηθούν έχουν αξία αιώνια….
Οι δύο Γάλλοι που έπαιζαν τις ερωτικές χορδές της αύρας των Βρετανών
στην άρπα και το λαούτο έμοιαζαν σαν πένες στα χέρια του Θεϊκού Αγνώστου,
μια συνυποδήλωση πως οι άνθρωποι είναι τα εργαλεία των θεών και των συνθέσεών τους για την πρόκληση άωτων συναισθημάτων ή ασυνειδήτων πράξεων που οι ήχοι τους υπαγορεύουν αλλά δεν αποκαλύπτουν τις πέρλες τους στα ώτα των αμύητων ή των ιερόσυλων….
Ο αρσενικοθήλυκος Γρεγκορύ με την χελώνη στο στήθος του να αντικατοπτρίζει την συζυγική πίστη ή ο φρύνος την τάση για λαγνεία και ν’ ανακλάται σε μια φαραωνική μούμια με μια δαιμονική οντότητα ήταν το σύμβολο της αθανασίας που προήλθε από αυτές τις αρετές ή τις μειονεξίες σαν τις δύο όψεις του ταυτόσημου νομίσματος….
Το τεράστιο φανταστικό κεφάλι της κουκουβάγιας που άγγιζε ένας Γαλλοβρετανός συμβόλιζε την τάση του ανθρώπου για φιλομάθεια και θεϊκή σοφία ανά τους αιώνες έστω και σε ασύμβατα μέρη όπως οι λίμνες…
Οι καρποί από φρούτα που συνόδευαν τις κάρες των εραστών και των αντεραστών συμβόλιζαν την υπεροχή και την επιβολή της φύσης έναντι της ανθρώπινης διανοίας και πως η μητέρα φύση έχει την αυτόνομή της που γαλουχεί και ποδηγετεί την πρώτη: ένας πρώιμος οιωνός της αφρικανικής δουλοπαροικίας απ’ την ευρωπαϊκή αποικιακρατία της φεουδαρχικής της κοινωνίας….
Ο Γάλλος μέσα στο κογχύλι που τον μετέφερε ο Βρετανός λαμπύριζε την υποκίνηση της Γαλλικής Επανάστασης απ’ την βρετανική αριστοκρατία λόγω της κουρίας της γαλλικής βασιλείας στην Αμερικανική Επανάσταση και την συνακόλουθη απώλεια των κτήσεων του Γεωργίοιυ του Τρίτου των αμερικανικών αποικιών αλλά και πως τα ερωτικά πάθη είναι πάντοτε μύχια και από δίαυλους άλλους καθοδηγημένα…
Στο δεύτερο επίπεδο η κυριαρχία της Νορμανδίας απ’ το στυλ το βρετανικό με ηγήτορα τον Ερρίκο τον Πέμπτο ήταν φανερό…Γύρω απ’ την πηγή της ζωής Γάλλοι αιχμάλωτοι του έρωτα, ημίονοι, ιχθείς, μονόκεροι, τράγοι, καμήλες, άρκτοι, κάπροι, λεοπαρδάλεις και νεβρίδες στα μάτια των Βρετανών, φιλολογικό υπόμνημα του Μπος πως στην ζωή είναι εγγύτερα όποιος την συμπεριφορά των ζώων απομιμηθεί ή με τις ιδιότητες του καθενός εξʼ αυτών ταυτισθεί…
Ο κύκλιος χορός ανθρώπων τέ και ζώων εκπροσωπούσε το ατέρμονο αλφάβητο της ζωής που οι γραμματικοί κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις μέσω των θωμαστών και ενίοτε ασύνηθων ή σπάνιων υπάρξεών της…Επιπλέον η καταγραφή του Μπος φανερώνει αφενός μεν πως τα ζώα γεννήθηκαν στην υπηρεσία των ανθρώπων αλλά κατά την γνώμη μου πως οι δωρικότερες μορφές ζωής εξυπηρετούν και δίνουν απολαύσεις στις περικοκλάδες της…..Σε αυτή την σκηνή θα βρει κανείς την σοφιστική συλλογιστική στην οποία υπερισχύει πάντα ο νόμος του αλκιμότερου αφού το τρώει τον μικρό ο μεγάλος ιχθύς σα ’να ’ναι ένας διαγωνισμός λόγου ρητορικής…Ο Γάλλος που κρατούσε στο χέρι του ως όπλο τον ιχθύ συμβόλιζε την θρησκευτική έριδα μεταξύ καθολικισμού και προτεσταντισμού για αιώνες στην βρετανική γη…Η Αγγλία θα ήταν πολύ διαφορετική αν η Μαρία Στιούαρτ ή η μητέρα της, η Μαίρη του Γκυζ δεν είχαν δολοφονηθεί με δηλητήρια ή καρατομηθεί….
Τα πτηνά που επιστέφουν ως ανθέμια την ράχη των κάπρων και των τράγων
είναι τα γνωστά ερωτικά πλάσματα τα σταλθέντα απ’ τους ουρανούς για να επιβλέπουν τον ζωημορφισμό ώσπου γίνει θεομορφισμός….
Στο τρίτο επίπεδο η Βρέστη, το Ερβούργο, το Καλαί, το Μπορντώ και η Μπαγιόν που εκπροσωπούσε κάθε πύργος-Γάλλος κατακυριεύθηκαν από τους Άγγλους.
Μάλιστα οι τρεις Γάλλοι στο κέντρο που συμβόλιζαν την κρήνη της μοιχείας υπήρξαν ο πόλος έλξης νεόδμητων, νυμφευμένων, εφηβαίων Βρετανών που έπαιζαν σε ταινίες πορνό για ν’ αγοράζουν διακτινιζόμενα και ακριβοθώρητα αυτοκίνητα, πολυτελείς επαύλεις και δαχτυλίδια στις αγαπημένες τους…Η μοιχεία θεωρείται από πολλούς μεγάλη αμαρτία γι’ αυτό και η σφαίρα των μελών της ήταν τόσο μεγάλη και ραγισμένη αφού έχει καταστεί χωρισμών και διαζυγίων πολλών ζυγών αιτία….
Μάλιστα ο Γάλλος υπακούοντας πρόθυμα στις διαταγές δύο Βρετανών στηρίχθηκε με τα χέρια του ολόγυμνος στο δάπεδο, ώστε ο ένας να του γλύφει τον υπόνομό του και ο άλλος το δόρυ του και τα δυο του κεράσια-σύμβολα της νίκης του Εδουάρδου του τρίτου στο Λ’ Εκλύζ κρατώντας του τα δύο του πόδια –σύμβολα της νίκης των Βρετανών έναντι των Βαλουά επί ξηράς στο Κρεσύ το 1346 και στο Καλαί το 1347- σ’ αυτήν την ανόργανη σεξουαλική γυμναστική….Επίκουροι στον ανεστραμμένο τρίποδα αυτόν υπήρξαν ένας απόγονος της οικογένειας Μονφώρ και ένας Γάλλος με μακρινή φλαμανδική καταγωγή…
Η οπή στην σφαίρα της μοιχείας με τις απαγορευμένες συζυγίες ήταν μια υπενθύμιση πως η απιστία γίνεται σε σκοτεινά και παράνομα μέρη στης γης τα κατώτερα μέλη….
Στον ουρανό του επιπέδου ο Γάλλος κρατούσε έναν κόκκινο καρπό,
με τάση αγγελικού ελικόπτερου ως ένδειξη πως μέσω της λαγνείας κερδίζει κανείς τα κλειδιά του παραδείσου της γης στην μεταφυσική διάσταση του έργου, ενώ στην ιστορική την απώλεια του Καλαί κατά την βασιλεία της Μαρίας Τυδώρ και την παράδοσή της στην γαλλική επικυριαρχία. Ο Βρετανός πάνω στον γρύπα με τον φυλαγμένο του θησαυρό που καταπατούσε τον φρύνο συμβόλιζε στην Αγία Ελένη του Ναπολέοντα την εξορία. Τα κλαδιά με το πορφυρό πουλί ήταν αλληγορία του Δένδρου της Γνώσης της λαγνείας.
Η πεντάλφα των πυλώνων εκπροσωπούσε τον σπόρο της κάθε μιας ψυχής εξʼ αυτών που διέφερε ως προς την ποιότητα και την ποικιλία…Η λίμνη απ’ τα σπέρματα των πρωταγωνιστών περιείχε γυναίκες γοργόνες ή Νηρηίδες που προξενούσε την αποστροφή των ανδρών απ’ της αιγίδος της Αθηνάς την αειφορία …
Αν τα σώματα είχαν αλληγορική συσχέτιση με την επιστήμη της νεκροψίας τότε η "Εναπόθεση τέφρας του Αγνώστου Στρατιώτη στην Αψίδα του Θριάμβου" του Ernest Jules Renoux θα ήταν επίκαιρη όσο ποτέ αφού η ιστορία που εκπροσωπείται από τέτοια φωταγωγημένα μεγαλοπρεπή μνημεία όπως το τελευταίο ως αποήχος των ρωμαικών νικών του Ιούλιου Καίσαρα στην Γαλατία ή του Οκταβιανού Αυγούστου στο Άκτιο ή στην Αίγυπτο εντασσόμενα σε μια συγχρονική διαχρονικότητα, δημιουργείται απ’ το μάγμα των ηφαιστειακών εκρήξεων εμποτισμένο με το αίμα των αφανών ηρώων, ενώ το συγκεντρωμένο πλήθος που πενθεί και τα ψηφία του είναι δυσδιάκριτα το ένα απ’ το άλλο τονίζει την ομόνοια ενώπιον του κοινού κινδύνου ή κοινού πεπρωμένου που μπορεί να συνεπάγεται η συμμετοχή τους στον κυκεώνα των ιστορικών γεγονότων έστω και αν άλλα όπως το Μαυσωλείο του Αδριανού στην Ρώμη βεβηλώθηκαν από τις ορδές των βαρβάρων υπό τον Αλάριχο το 410 μ.Χ και οι τέφρες του Αδριανού, των μελών της οικογένειας του ως ακόμη και του Γέτα του τελευταίου στην σειρά που έχει ενταφιασθεί διασκορπίσθηκαν στον αέρα για να μην τους θυμίζουν τόσο την ρωμαϊκή επικυριαρχία στην περιοχή όσο και την έννοια της κληρονομικής αριστοκρατίας…Ένα είδος απόσβεσης της dignitatis των ρωμαικών οικογενειακών αυτοκρατοριών στην δικαιοδοσία του ψυχρού ανέμου με την απέλπιδα σκέψη πως ο κονιορτός των αυτοκρατόρων θα σημάνει και το τέλος της ύπαρξής τους, μια αποτροπαική πράξη του επιθεωρημένου από εκείνους και την βανδαλιστική τους αντιλήψεως περί κακού, ενώ κατ’ ουσίαν υπήρξαν το στερητικό μόριο στην ανίχνευση αρχαιολογικών θησαυρών τέτοιου βεληνεκούς πέραν απ’ την εκπολιτιστική ανυπαρξία
την οποίαν επεδίωξαν, παρομοίου πράξεως μ’ εκείνης των αγαλμάτων του Βούδα απ’ τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν…
Το όλο σκηνικό θα μπορούσε να παραλληλισθεί με τις πολυπρόσωπες συνθέσεις του Μιχαήλ Αγγέλου στη Καπέλα Σιστίνα, ιδιαιτέρως εκείνων με τους αγγέλους και τους αγίους που περιστοίχιζαν τον Ιησού Χριστό, σχηματίζοντας το ελληνικό γράμμα ωμέγα, ενώ οι δοσμένες στην αμαρτία σκοτεινότερες φιγούρες του οργίου την υπογράμμιση του τελευταίου γράμματος που εξισώνεται με το έμβλημα της δικαιοσύνης. Αν όμως κάποιος επιχειρήσει να τονίσει ως πρωταγωνιστή τον ουρανό τότε θα αντικρύσει μια ανθρώπινη κεφαλή ή νεκροκεφαλή με οφθαλμούς στο άνω αριστερό και δεξιό μέρος της τοιχογραφίας, την μύτη στο κέντρο που ο Χριστός πλαισιώνει τις αγαπημένες του φιγούρες και ένα διάπλατο στόμα στο κάτω μέρος.
Σε αντιστροφή μια Μενορά ετεροβαρής με ελαφρά κλίση προς τα δεξιά
και οι άγγελοι με τους αγίους στο άνω μέρος της οι ακτίνες του θεϊκού φωτός.
Η λιωμένη ψυχή που μοιάζει με προβιά αμνού και που είναι στο χέρι του αγίου συμβολίζει το γεγονός πως οι ξεκολλημένοι απ’ το σώμα τους θα έχουν την τιμητική θέση που τους αξίζει στον Παράδεισο, ενώ ο κίονας που κουβαλούνε τ’ αγγελάκια και οι άγιοι άνω απ’ τις κάρες μας νοηματοδοτεί ως γεγονός την ανάθεση του πολιτισμού απ’ τον Θεό στους εντολοδόχους του και πως αυτός είναι άνω της σκέπης του… Το ταυρόμορφο σύννεφο στο αριστερό μέρος της τοιχογραφίας συμβολίζει τους θεούς -παρατηρητές των ανθρώπων της Φύσης αλλά και την σύγχυση της αχλής των δαιμόνων….
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 395
Lucy Sanguin προς Sophie Caron,
21-12-2001, Παρίσι,
Αγαπητή Σοφί,
Δεν θα πιστεύεις τι έγινε εχθές βράδυ. Είχα καλέσει στο σπίτι μου για
να παίξουμε μονόπολη τον Φερνάντεζ, έναν καλλιτέχνη απ’ την Ισπανία που είχα γνωρίσει στην Λέσβο το περασμένο καλοκαίρι και έφερε απρόσκλητους και δύο εύξεινά του φιλαράκια: τον Κλάιβ απ’ την Mεγάλη Βρετανία και τον Ρομάνο απ’ την Ιταλία.
Σε όλη την διάρκεια του παιχνιδιού τα υποκρυπτικά χαμόγελα εξέβραζαν μια έντονη ερωτική επιθυμία για ένα διπολικό στην ανταλλαγή κουαρτέτο.
Συμφωνήσαμε πως όποιος χάσει όλα του τα χρήματα θα πρέπει να βγάλει και όλα του τα ρούχα ως μια πράξη τελετουργικού χαρακτήρα, αφού το ένδυμα μπορεί ν’ αντικαθιστά την θαλπωρή του τριχώματος που έχει το δέρας του ζώου, σε καμία όμως περίπτωση δεν αποτελεί φυσικό κατάλοιπο της άγριας φύσης αλλά μια στημονική θεώρηση των πολιτιστικών καταβολών που διασχίζουν το ανθρώπινο είδος απ’ το πρωτογενές του.
Η ενδυματολογία και η μόδα υποκαθιστούν την ποικιλομορφία εξάλλου των τριχωμάτων των ζώων στην οικονομική διεπιλογική μετάφραση τους απ’ την κατηγορία των ανθρώπων, ανθρωπάριων ή και ανθρωπίσκων αν προτιμάς με μια βελουδένια αίσθηση που αποπνέουν οι πίνακες του Ποντόρμο στην πιο ζωηρή πλευρά τους.
Ο πρώτος που έχασε την ζωώδη καταβολή του ήταν ο Ισπανός θυμίζοντας μου τον αγώνα της διαδοχής για τον θρόνο και εγώ ως Λουδοβίκος Δέκατος τέταρτος να κάνω τα πάντα για την παλινόρθωση των Βουρβόνων. Το μόνο νόμισμα που κρατούσε ήταν ανάμεσα στα σκέλια του και με αυτό καθενός συνδαιτημόνος το στόμα φιλοδωρούσε. Στην αύξηση του Βρετανού θύμιζε την εκδίκηση για την ήττα της αήττητης αρμάδας του Φιλίππου του δευτέρου απ’ την Ελισάβετ, στο θέμα του Ιταλού την εκδίκηση για την στήριξη του Μουσολίνι στον Φράνκο και στην ρηματική κατάληξή μου την εισβολή των αραβικών καταβολών φωνηέντων μου στην πεδιάδα σκέψη μου .
Τελικώς κατεπάτησε την Μονόπολη και εγώ βρέθηκα δίχως να το καταλάβω από επάνω του θυμίζοντάς του την στήριξη των Γάλλων και του Μπλουμ κατά των Φρανκιστών. Όλη η πόλη και τα λεφτά της ήταν δικά μου πάνω-κάτω.
Ξαφνικά αισθάνομαι από πίσω μου τον Βρετανό να με κυριεύει στο Τρουά μου, θυμίζοντας ως έγκυρη την ανάρρηση του Ερρίκου του έκτου Λάνκαστερ στον γαλλικό θρόνο. Ο τοκετός του πόνου εναλλασσόταν με αυτόν της ηδονής όσην ώρα ο απόγονος του Αινεία χαχάνιζε με τα κατορθώματά μας.
Σε κάποια στιγμή απελευθερώθηκε η Ορλεάνη μου απ’ την αγγλική κυριαρχία αλλά η γαλλική του Ισπανού επεκτάθηκε ως τη Νορμανδία, δίνοντας διάταση στον πόνο μου με την υπερεντατικότητά της. Η ύπαρξη του αγγλικού και του γαλλικού τμήματος στο βουργουνδικό κορμί μου μετρίαζε τον πόνο με τον αργόσυρτο ρυθμό τους που ήταν και ηδονικός συγχρόνως, ως υπόμνημα μιας ομοφυλοφιλικής συγχορδίας που η φλογέρα κάνει εντονότερη την αίσθηση της αποδοχής διαποτίζοντάς την με την φιλοδωρία ενός αισθησιακού νεποτισμού.
Η ηδονή δεν ήταν μόνον διπλή αλλά τριπλή αφού ενώπιον μας στεκόταν ένας κατοπτρικός παρηγορητής, ως ένα καταστατικό πως ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος πάντα να βλέπει όλα τα άλλα είδωλα πλην του δικού του. Ο καθρέφτης παρέχει την δυνατότητα της ανάκλασης του κόσμου που ανήκουμε
αλλά και την πλασματική πιθανότητα της εισδοχής μας σε αυτό: είναι ένας ανερμήνευτος πίνακας που αποτελούμε το οργανικό του φωτογραφικό μέρος δίχως διαστάσεις….Αυτό που γίνεται ορατό στον καθρέφτη είναι η αδιεξοδότητά του έστω και αν η μαγική του ιδέα υπάρχει για πολύ λίγους ώστε να γνωρίσουν με διαφορετικό τρόπο τον κόσμο που βλέπουν μέσω των περασμάτων του. Για τους κοινούς θνητούς ο καθρέφτης αποτελεί μια διακοινωματική φιλοσοφική εκτύπωση: ο κόσμος που ανήκουμε είναι αδύνατον να κατακτηθεί και να τον γνωρίσουμε σε ουσιαστικό επίπεδο.
Τα είδωλα δεν είναι απεικάσματα μιας δημιουργικής φαντασίας όπως στην πρώτη περίπτωση αλλά η υλιστική θεωρία που η αισθησιοκρατική μας αντίληψη δεν επιτρέπει την ύλη της εμβάθυνσης της. Έτσι ο καθρέφτης αποτελεί ένα φιλοσοφικό νοούμενο απίσχανσης της βαρβαρότητας της ζωής που ως τεμάχιό της δεν μας επιτρέπει την ανάγνωση της πτυχολογίας της. Παρόλα αυτά τα είδωλα που σχηματίζονται κινούμενα ή ακίνητα υπονοούν πως εκτός απ’ τον υλικό μας εαυτό
κάπου υποφώσκει ένας αγαλματένιος άνυλος στην κοινή θέα όντων αγνώστων σε εμάς που επιδέχεται βαθμίδα τροποποιήσεων ώστε η πέτρα να λαξευθεί και από πηλός να γίνει πνεύμα πιο αβαρές δίχως όμως να χαθεί η υπόστασή του. Η ρίζα της τοποθέτησης αυτού του ιδεατού εαυτού βρίσκεται στην απέναντι όχθη του καθρέφτη που θα μπορούσε να παραλληλισθεί με την αντωνυμική λέξη ʺεσύ" ή το ʺεμείςʺ δίχως όμως να ταυτίζεται στην οντολογική του κατηγορία με αυτές. Ο καθρέφτης είναι ένα όχημα παρατήρησης αυτοφυές, ένας μηχανισμός του οφθαλμού ανθρωπολογικός που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ποικίλες ερμηνείες στα δρώμενα που φιλοξενεί….
Το μειονέκτημά του έγκειται στον τοπικό του προσδιορισμό περιορίζοντας την εστία της αφήγησής του θυμίζοντας μας τις συνεντεύξεις Κροατών, Σέρβων και Βόσνιων για τον εμφύλιο πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία με διαφορετικές θεωρήσεις που προέρχονται απ’ την γεωγραφία της οπτικής ίνας του καθρέφτη. Αυτή η προσδιοριστική του μονομέρεια δεν αναιρεί την έννοια της ύπαρξης του: ο κόσμος όμως που προσφέρει είναι ένα θέατρο διαστάσεων που στην ουσία είναι μονοτυπικό γιατί είναι ένας ηθοποιός που το σανίδι και η σκηνή είναι η προσοχή μας σε αυτόν. Ένα δεύτερο αρνητικό πρόσημο του καθρέφτη είναι η ρεαλιστική απόδοση της λειτουργίας του κόσμου με την μεγαλοπρέπεια που έκτισε ο Μάρκος Βιψάνιος Αγρίππας το Πάνθεον στην Ρώμη, μια μεγαλοπρέπεια ένθεη σε απλά και μονοσχηματικά μοτίβα που απαθανατίζει το αυτοκρατορικό σε κοινό και πανανθρώπινο κτήμα ως απόηχος της κλασικής αρχαιότητας και που είναι ερμητικώς κλειστή σε κενά απροσδιοριστίας
Η καρέκλα είναι καρέκλα, ο σκύλος σκύλος και ούτω καθεξής. Ο καθρέφτης δεν δίνει την αρχή της αιτιολογίας της ύπαρξης του σκύλου παρά μόνον παραθέτει το γεγονός δίχως σχόλια, ένα καθήκον του δημοσιογραφικού επαγγέλματος κλειδωμένου σε κάποιο ερμάρι, υποκαθιστώντας την λειτουργία μιας εφημερίδας…Μιας εφημερίδας ή και επιφυλλίδας που δεν έχει την συναισθηματική και καταιονιστική χρήση του χρώματος του Ρενουάρ στην "Αναγνώστρια" ή την "Marguerite Charpentier" και που μας ανάγει σε ιδεαλιστικές νοητικές μεταξοτυπίες για να υποδηλώσει πως η χρωματογραφία έχει σύνορα και υφαλοκρηπίδες εγχάρακτες με σαφήνεια αλλά είναι αναρχοαυτόνομο με την έννοια της εθελούσιας εξορίας που το ένα της πόδι πάντα θα ζει στην προγονολατρεία είτε απ’ τον φόβο της ανακαίνισης του είτε γιατί ο νομοχαράκτης της λογικής δεν της επιτρέπει εκτροπές απ’ τα σημεία φυγής λόγω της αναγκαιότητας του νόμου του κόσμου περί σταθερότητας έστω και νομαδικής στην στέπα των άναρχων πνευμάτων….Η αυτονόμηση απ’ το σχέδιο δεν είναι αυθαίρετη αλλά υπακούει στο νόμο της λογικής του πούπουλου που αιωρείται στον αέρα απ’ το τίναγμα ενός αγγέλου ή πτηνού, ως μια οπτική μετατόπιση που έπεται της ψυχικής
και που η διαστρωμάτωσή της ακολουθεί την ουρανογραφία του Ελ Γκρέκο αν και ο πρωταγωνιστής στον Ρενούαρ είναι οι ασμίλευτοι όγκοι σε όριο παραλογισμού θέτοντας το όριο της παχυσαρκίας στην αφετηρία της και όχι στο τέλος της για να τονίσει πως η τρυφηλή ζωή είναι ταυτιζόμενη με μια νηφάλια ρομαντικότητα και αγγελική νηνεμία που εξαυλώνει μορφές σαν εκείνης του Lauradour και λουσμένες με φως σε τοπικά περιβάλλοντα όπως του κεριού για ν’ αποδώσουν μια παρελθοντικότητα σε αυτές με υπεροχή του θείου έναντι της καθημερινής μπουζουαρζίας και στα στιγμιότυπά της….
Αυτός ο καθρέφτης δεν ήταν άλλος απ’ τον Ρομανό που αντιπροσώπευε
την ιερά λίγκα των Ιταλών ηγεμόνων, ενώ το λέξημά μου την γαλλική φρουρά της Νάπολης την περικυκλωμένη απ’ τον Γκονθάλο της Κορδούης στην Ατέλλα.
Απ’ την ευρωπαϊκή ιστορία που αναπλάθαμε στην αμμουδιά της Εύβοιάς μας
έπρεπε να προβούμε στην επάνοδο των αρχαικών της καταβολών ως ακρογωνιαίος λίθος του ναού των τοκετών της.
Το ανυπέρβλητο πρότυπο της αναγεννησιακής και μετα-αναγεννησιακής σκέψης υπήρξε πάντοτε ο Παρθενών και οι πρεσβευτές του.
Οι κίονες συμβολίζουν την καθοδική τάση της ενέργειας των θεών απ’ τα ορεινά τμήματα του στα πεδιαδικά που ενοικούν οι δυνάμεις οι γήινες, οι επίγειες και οι υποχθόνιες τους.
Οι γλώσσες μας ερωτεύθηκαν τα μαρμάρινα ανάγλυφά μας, σχηματίζοντας ένα ιδεώδες τετράγωνο που κάθε πλευρά εκπροσωπούσε και αυτή των τμημάτων που φιλοξενούσαν τις μετόπες του Παρθενώνος. Αποφασίσαμε αυτό το ερωτικό σχήμα –εποπτεύοντας τις ζωγραφιές που είχε ο καθείς εξ’ ημών στις ηβικές πεδιάδες και στους λοφίσκους τους από όποια πλευρά ήταν προσφερόμενη - αφού πολλές απ’ τις μετόπες και τμήματα των ζωηφόρων έλειπαν από το Μουσείο της Ακρόπολης που είχαμε επισκεφθεί το θέρος που μας πέρασε. Πιστεύαμε πως με αυτό το ερωτικό όργιο θα συνενώναμε τα κλοπιμιαία κομμάτια τόσο του Παρθενώνος όσο και των δικών μας που χάθηκαν στων φαντασιακών ονειρώξεών μας τους αμερικάνικους αυτοκινητόδρομους με τα αδέλφια τους.
Κάθε κορμί και ζωηφόρος κάθε ζωηφόρος και τμήμα του ανθρωπίνου εγκεφάλου….Η ανατολική ζωηφόρος αντιστοιχούσε στους άνδρες, η δυτική στις γυναίκες, η βόρεια με τις παρυφές της στις εμφύλιες ιδέες-ο Τρωικός πόλεμος ήταν ένας εμφύλιος μεταξύ Δαναών ή Αχαιών και Τρωών που δίχασε μέχρι και τους θεούς του Ολύμπου - και ό,τι κακό επιγεννιέται από αυτές, η υστεροβουλία και η κακή προαίρεση, ο διεστραμμένος υπολογισμός στον οποίον όμως ελλοχεύει μια ενορατική ικανότητα και η νότια με την υπερίσχυση του λόγου έναντι των ενστίκτων και των παθών…
Στην βόρεια πλευρά ο Κλάιβ με τις δερματοστιξίες του εκπροσωπούσε γεγονότα απ’ την άλωση της Τροίας. Στη νότια ο Φερνάντεζ εκπροσωπούσε στο γοφό του την Κενταυρομαχία, ενώ την ανατολική με την Γιγαντομαχία ο Ρομάνο λόγω του εκπληκτικού ιθυφαλλισμού του. Την δυτική την εκπροσωπούσα εγώ με την Αμαζονομαχία να πάλλεται ως πρόβλημα στην σκέψη μου.
Οι Αμαζόνες πάντα έστεκαν μετέωρες μεταξύ θηλυκής ορμέμφυτης και πρωτόγονης οιστροαρχίας και ελλειπούσης εκ φύσεως φαλλοκρατίας. Το σπάραγμα του διπολικού στήθους τους συμβόλιζε και την ανεπαρκή τάση για διαγωγή των παιδιών τους. Άνδρες παγιδευμένοι σε σώματα ανάπηρων ή ημιτελών γυναικών με θέληση όμως για κυριαρχία στο κλαπέν κομμάτι τους απ’ τον λόρδο Έλγιν. Γυναίκα που δεν προσφέρει το γάλα της απ’ το στήθος της εκπροσωπεί την τραυματισμένη εικόνα του φεμινιστικού κινήματος. Η δε δολοφονία των αρσενικών όντων πρεσβεύει την καταστροφή του στήθους τους.
Τα μάτια του Ρομάνο συναντήθηκαν με τα δικά μου καθόλη την διάρκεια της ερωτικής μας τρικυμίας και λειτουργούσαν σαν Ιόνιος Πολιτεία στην ουράνιά μας
ανενδυσία…. Στην αυλητική του προς τον Φερνάντεζ έβλεπα τις μάχες Λαπίθων και Κενταύρων που απεικόνιζε ο δεξιός γοφός του δεύτερου αντιπροσωπεύοντας την αντιπαλότητα της γνώσης και της έκστασης της προς την ηθική και την ιπποσύνη που προασπίζει την ασφάλεια της γαμήλιας εγκυρότητας των γυναικών σε προτάσεις που αποκλίνουν απ’ την παραδοσιακή ιεραρχία και τάξη.
Ο Λαπίθης αποδεχόμενος ένα πλήγμα στο κεφάλι απ’ το αριστερό χέρι του Κενταύρου συμβόλιζε την συνένωση του απόκοσμου και του επουράνιου με την ανθρώπινη σκέψη, ενώ η μετοχή του αριστερού του χεριού στον βράχο διαφήμιζε την παράδοση και την έννομη επίγεια τάξη που λειτουργούσε ως ένας μοχλός αντιστήριξης
στην εφορμητική διάθεση του δεξιού του χεριού στο σημείο συνείδησης του Κενταύρου για να το κάνει να ζωηρεύσει…Η άβολη γυμναστική στάση του Λαπίθη εκπροσωπεί και την βιαιότητα του γεγονότος της απόπειρας κακοποίησης των γυναικών απ’ τους Κενταύρους. Τα πόδια του ιππόμορφου Κενταύρου αιωρούνται
ως ένα χαρακτηριστικό της απογείωσης της έκστασής του…
Στα μεσοδιαστήματα της σεξουαλικής μου απεργίας διέβλεπα στον δεξιό αμμόλοφο του Κλάιβ ένα απεικονιζόμενο τμήμα απ’ την πομπή των Παναθηναίων..
Ο ιππέας συγκρατεί απ’ την μια πλευρά το άλογο με το αριστερό του χέρι, ενώ το δεξί του το προσγειώνει στην κεφαλή του δημιουργώντας έναν κύκλο….Αυτή η κίνηση είχε να κάνει με τον ιππέα του οποίου την ζώνη την δένει ένα μειράκιο…Ο γυμνός νέος συγκρατούσε με το χέρι του τον ίππο για να περιμένει τον αποβάτη του, ενώ η πλανητική τροχιακή χειρονομία στο κεφάλι του πως ήταν εφικτή η ομόνοια, η αδελφοσύνη και η ενσυναίσθηση για τον ιππέα που έκαμπτε ελαφρώς και απροθύμως στο δέσιμο της ζώνης του….Η τελευταία πράξη συμβόλιζε πως η ύπαρξη παιδιών αποτελεί μια αγνύθα για την ζωή των ενηλίκων που τους περισφίγγει ενώ πως οι νεώτεροι υπερτερούν ακόμη και των νέων…
Το βλέμμα μου μετατοπίσθηκε και συγκεντρώθηκε στην λίμνη των ματιών του Κλάιβ που είχε καρφωθεί στα περιγράμματα του γοφού του Ρομάνο απ’ την ερωτική έκσταση του στην εικονοπλασία που του μετέδιδε η κενταυρομαχία του Φερνάντεζ….
Έκθαμβος απ’ την ανατολική του ζωηφόρο σχεδιασμένη στην εντέλεια να θαυμάζω τον Διόνυσο με τον Ερμή να συνομιλούν δίπλα στην χαρίεσσα Δήμητρα και τον Άρη που απολαμβάνει την συνομιλία αυτή, ως συστατικού στοιχείου της δημοκρατίας που έφθασε στον κολοφώνα του αρχαίου κόσμου απ’ τον Περικλή, ένα κεκτημένο δικαίωμα που κληρονομήθηκε στους αιώνες με διευρυμένο κρηπίδωμα για να υπενθυμίζει την απώλεια των προνομίων του εχθές από τα έργα του παρόντος, μια χριστιανική παραφυάδα αδιαπραγμάτευτη για λαούς που διαθέτουν μακραίωνες πολιτιστικές επιταγές με πιστωτικό αντίκρισμα…Δίπλα στους θεούς οι Αθηναίοι που τους προσέγγισαν με τα πολιτικά και πολιτιστικά τους επιτεύγματα….Οι θεοί αν και κοντά τους όρθιοι θ’ ανεδείκνυαν τις φυσικές τους μεγαλειώδεις διαστάσεις….Όταν διασκεδάζουν οι θεοί και έχουν θώκους δεν διαφαίνεται πως ξεχωρίζουν σε τίποτε από τους απλούς πολίτες…Όταν αναλαμβάνουν δράση και πλησιάζουν τους θνητούς της εκλογής τους ξεχωρίζουν απ’ το απλό πολιτειακό κοινό μα το κυριότερο αγγελιαφορικό δίδαγμα είναι το ακόλουθο απ’ την συγκεκριμένη αναπαράσταση: οι θεοί ζούνε κοντά στους ανθρώπους, μιμούνται τις συνήθειές τους για να μην είναι ευδιάκριτη η ύπαρξή τους αλλά και η διαφορά της φύσεώς τους μ’ εκείνους είτε λόγω φθόνου είτε λόγω φόβου είτε λόγω αιδούς ή ευρίσκονται και ανάμεσά τους όταν το κρίνουν και δεν διστάζουν να τους προσεγγίσουν όταν τους ζητηθεί….Αυτή είναι η φύση των θεών και η πολιτιστική κατάκτηση των ζωηφόρων του Παρθενώνος της ανατολικής της πλευράς λόγω του συμβολικού αλλά και ρεαλιστικού ανακλώμενου φωτός της…
Τα πρόσωπά τους εν απουσία γιατί οι θεοί παίρνουν ποικίλες μορφές…
Ο Ερμής καθισμένος με πλατύγυρο καπέλο για να θυμίζει πως στον διάλογο και σε κάθε είδους επικοινωνία προυπάρχει η ευρύτητα πνευματος, η ευφράδεια και η ελευθερία της έκφρασης που ενίοτε φθάνει στην έννοια της ελευθεροστομίας και άλλοτε στην έννοια του δηκτικού λόγου, του στιβαρού που δεν επιδέχεται διορθώσεων και που χαρακτηρίζεται από την τραχύτητα και την αυστηρότητα των λόγων του Δημοσθένη.
Ο Ερμής αν σηκωνόταν το ύψος του θα ήταν διπλάσιο σε αντιπαραβολή με αυτό των επώνυμων αρχόντων, μια καλλιτεχνική τακτική που εκφράζει την αντίληψη πως η κοσμική εξουσία των ανθρώπων είναι ανίσχυρη ενώπιον των θεών- αν και δοσμένη από αυτούς με τα ραβδιά σε πρώτο πλάνο- που χαλαροί και σε αναπαυτική θέση ατενίζουν τα τεκταινόμενα….
Η Δήμητρα παρουσιάζεται με το ένα χέρι στο πηγούνι, ενδεικτικό της θλίψης της για την Περσεφόνη ενώ με το άλλο κρατάει πυρσό, σύμβολο των Ελευσινίων Μυστηρίων για να τονίζεται πως το φως είναι συνυφασμένο με το σκότος και πως οι θεοί διώχνουν με το φως που εκπέμπουν το σκοτάδι του Ερέβους…..
Ο Άρης από την άλλη πλευρά κρατάει με τις παλάμες του το γόνατο του ποδιού του που δεν αγγίζει καν το έδαφος για να υπενθυμίζεται πως η καταγωγή των θεών βρίσκεται στον ουρανό και μακριά από τα επίγεια αγαθά της γης, πως η χειρομαντική τέχνη και το πεπρωμένο των ανθρώπων έγκειται στην κινητικότητά τους όπως εκφράζεται από τα πόδια και τα γόνατα που συμβολίζουν την πρακτικότητα
την οποία επιδέχονται οι άνθρωποι της γης από τις καθημερινές ασχολίες μα κυρίως πως πέρα από την πρακτική πλευρά του πολέμου-όπως εκφράζεται από το πόδι που στηρίζεται στο δόρυ, όργανο ένυλης επιθετικότητας που εκδηλώθηκε από την αρχαιότητα ως σήμερα- υπάρχει η επιθετικη πλευρά του Άρη σε λεκτικό επίπεδο όπως εκφράζεται από το πνεύμα και από την αιώρηση του ποδιού του στον αέρα.
Η Ίρις ή η Ήβη που στρέφεται προς την πομπή με το αριστερο της χέρι τακτοποιεί το ανάστατο από τον άνεμο μαλλί της που εκφράζει τις κοινωνικές αναστατώσεις από το ζήτημα της θρησκευτικής λατρείας όπως τους ιερούς πολέμους ή το ζήτημα της βεβήλωσης των ερμαικών στηλών που συγκλόνισε τον αθηναικο λαό καποια χρόνια αργότερα.
Ο Δίας ακουμπάει στην ράχη του καθίσματος που είναι θρόνος με σφίγγα στηνν λαβη και κρατώντας στο δεξιό του χέρι σκήπτρο, ως σύμβολο της εξουσίας των θεων ενώπιον των ανθρώπων υποδηλώνοντας συγχρόνως τον χθόνιο και μυστηριακό χαρακτήρα της κοσμικής εξουσίας….
Το ένδυμα που υφαινόταν για εννέα μήνες γνωστό και ως Παναθηναικό πέπλο απεικόνιζε σκηνές γιγαντομαχίας προορισμένο για το ξόανο της Αθηνάς Πολιάδος που βρισκόταν στο Ερεχθείο και συμβόλιζε την κύηση της σοφίας της θεάς που έχουν όλα τα μωρά και την γιγαντοποίηση της σοφίας όσων προσώπων είναι στην προστασία της. Οι δύο νεαρές που μεταφέρουν τα καθίσματα είναι επιφορτισμένες με την θρησκευτική λατρεία την δοσμένη από τους θεούς….
Ο Διόνυσος είναι με το ραβδί κάτω από την μασχάλη που αποτελεί μια ομολογία της χωλότητας του, ενώ η Αθηνά καθισμένη σε προφίλ αναγνωρίζεται από την αιγίδα της και τα φίδια που περιέχει μεταδίδοντας το μηνυμα πως στην άμυνα –ένα τέτοιο όπλο είναι η ασπίδα- το κακό παγιδεύεται αιωνίως.
Ο Απόλλων διακρινόταν από την δάφνη ως προστάτης των ποιητων και των λογοτεχνών νικητών, ενώ ο Ποσειδών από την τρίαινα ώστε να δαμάζει ή να φουντώνει τα κύματα της θαλάσσης από την ενέργεια που μεταβίβαζε στον ουρανό….Αμφότεροι συνομιλούν και μεταβιβάζουν σκέψεις και ενέργειες μεταξύ τους….
Η Άρτεμις κρατάει τρυφερά το μπράτσο της αδελφής της, ενώ με το άλλο τακτοποιεί τον χιτώνα που έχει γλιστρήσει από τον ώμο της αφού τα ρούχα που παρέχουν θερμότητα από το κρύο ή δροσιά από την ζέστη είναι άχρηστα στους θεούς ενώ δεν έχουν τέτοιου είδους φυσικές ανάγκες…. Αυτή η κίνηση είναι ενδεικτική της σεμνότητας της Αρτέμιδος…
Κοντά στην Αφροδίτη ο Έρως κρατάει ένα σκιάδιο, ενώ παρακολουθεί την άφιξη της πομπής υποδηλώνοντας πως ο Έρως παρέχει μόνον προστασία….
Ο Ρομάνο αντίκρυζε το κορμί του Φερναντέζ που εκπροσωπούσε την νότια ζωηφόρο, μια ζωηφόρο με έντονο καλπασμό σαν τους πορνο σταρ που συνουσιάζονται γρήγορα για εντονότερη ηδονή ή γιατί θέλουν να εκλαμβάνονται ως σπουδαίοι εραστές και στην συγκεκριμένη περίπτωση καβαλλάρηδεςσε δράση σαν τους Τεξανούς….Η χαίτη του Φερναντέζ υποδήλωνε και την ταχύτητα των καλπασμών που εξέφραζαν και οι μακρύτεροι ανεμιζόμενοι θυσανοί στην χαίτη των αλόγων…..Ο αποβάτης έπρεπε να πηδήξει στο έδαφος και να ξανανεβεί σε άρμα ενώ βρισκόταν σε κίνηση, μια πράξη που υποδήλωνε πως μέσω της σεξουαλικής πράξης γεύεται κανείς τον υλισμό και ξανανεβαίνει στα ουράνια μέσω της αενάου κίνησης για να γευθεί την ταχύτητα του Παραδείσου. Το άλογο και το χώμα συμβολιζουν το παράλογο του υλισμού που βρίσκεται σε εξέλιξη, ενώ ο αποβάτης ως έννοια τον πειραματιστη που γεύεται για λίγο τα μυστικά του κόσμου του και τα μεταβιβάζει στον ουρανό έχοντας ως υπηρέτες του το άλογο και ως έννοια και ως ζώο και τους εκπροσώπους της γης……Οι φλογόσχημες ανεμίζουσες χαίτες συμβολίζουν το πυρ που έχει το πνεύμα όταν είναι σε συνεχή κινητικότητα….
Οι δεκαοκτώ ηλικιωμένοι άνδρες , οκτώ Αθηναίοι άρχοντες και δέκα εκπρόσωποι των φυλών πρεσβευούν την εξουσία που προέρχεται από την εμπειρία λόγω χρόνου…
Ο Φερναντέζ ενώ σχημάτιζε κυκλαδίτικα ειδώλια στη σχισμή μου διέβλεπε στην δυτική ζωηφόρο έναν ιππέα να στερεώνει ένα στεφάνι στα μαλλιά με τα χέρια του, μια πράξη που συμβόλιζε την αποστολή της θρησκείας και του αθλητισμού: να επιβραβεύουν με τιμές τους εκπροσώπους τους.
Ο έφιππος με τις λεοντόσχημες επωμίδες και το γοργόνειο καλπάζει ενώ στο κράνος υπάρχει ένας αετός που κρατάει φίδι στο ράμφος του αφού ο Δίας είναι ο νικητής του υλισμού και του κακού….
Εγώ από την άλλη ενώ γευόμουν το καλάμι του Κλάιβ που εκπροσωπούσε την βόρεια ζωηφόρο έβλεπα δύο βόδια εκ των οποίων το δεύτερο να αναπηδα και να αντιστέκεται καθώς το συγκρατούσε ένας οδηγός με σκοινί, μια πράξη που συμβολίζει το ζωώδες αντιστεκόμενο στο πνεύμα όταν νιώθει την πίεση….Οι τρεις νέοι που οδηγούν τα τέσσερα κριάρια συμβολίζουν την θρησκεία που ενέχει επιθετικότητα και πως απαιτεί πολέμους για χάρη της….Οι τέσσερεις υδριαφόροι που κουβαλάνε αγγεία με νερό θα ραντίσουν τον βωμό και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα…..
Η παρουσία αυλητών και κιθαριστών στην πομπή συμβολίζει το γεγονός πως μουσική και θρησκεία είναι αρρήκτως συνδεδεμένες….
Οι θαλλοφόροι γέροντες με τα κλαδιά ελιάς εκπροσωπούν την Τρίτη ηλικία που είναι συνυφασμένη με την σοφία λόγω εμπειρίας….
Ο τελετάρχης με το ιμάτιο αφήνει γυμνό το γεροδεμένο του κορμί, ενώ η πορεία των γερόντων γίνεται προς τα ανατολικά δηλαδή προς το φως και την ανατολή….
Ο αποβάτης έχει κατεβεί από το άρμα και πατάει σε βράχο για να δηλωθεί πως μέσω του αθλητισμού υπερνικιέται το υλικό στοιχείο….
Τα άλογα που αναπηδούν ψηλά συμβολίζουν το παράλογο που αφήνει τα εγκόσμια για να συνενωθεί με τα επουράνια και το θείο…
Οι ενενήντα δύο μετόπες συμβόλιζαν τις 92 ημέρες του έαρός μας που προοιώνιζαν και αυτές του θέρους γιατί στην Ελλάδα το καλοκαίρι δεν τελειώνει ποτέ και τον καιρό και στην καρδιά και στην ψυχή…Κάθε ημέρα και ηδονή, κάθε ηδονή και τέρψη που χορεύει….
Στο δικό μου αέτωμα ο Φερνάντεζ έμεινε έκθαμβος με τη νίκη της Αθηνάς επί του Ποσειδώνα για την προσαγόρευση της πόλης των Αθηνών… Τα νιάτα πάντα νικούν τα γηρατειά… Η σοφία πάντα νικά της τρίαινας την εξουσία…Ξεπηδούσε απ’ το στόμα του η Καλιρρόη και απ’ το κλαδί μου ο Ιλισσός….Η Νίκη ήταν δική μου…Το λογικό μου στοιχείο νικούσε το στόμα του και τις θαλάσσιες του θεότητες…Στο κορμί μου απ’ τον καύσωνα ο Ηριδανός….Ο Τρίτων, η Αμφιτρίτη, ο Ίων, η Κρέουσα, η Ωρειθύια, ο Ερυσίχθων, ο Πανδρόσος, ο Κέκρωψ στο δάσος των ηδονών μου…Η Ίριδα ήταν το στόμα του που έφερε τις ειδήσεις της υποταγής στην Aκρόπολη και ο Ερμής στο βλέμμα μου ο αγγελιαφόρος της διαταγής…Ο τεμαχισμένος Κέκροπας συμβόλιζε το τέλος της βασιλείας και τις απαρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως την θεμελίωσε ο Περικλής με το ευρύ πολιτιστικό του και εικονιστικό του πρόγραμμα για την αποθέωση της Αθήνας και της συμμαχίας της…
Το αέτωμα του Ρομάνο πάντα με διάμεσο τον Κλάιβ χαρακτηριζόταν από τον ήλιο με το άρμα του να ανατέλει στην θάλασσα και την σελήνη με το δικό της πάλι στην ελκοφόρο κόρη της να δύει, ένδειξη πως στην Ελλάδα το φως δεν τελειώνει ποτέ με την κυκλική του αύρα….Η σκηνή της γέννησης της Αθηνάς απ’ την κεφαλή του Δία συμβόλιζε το γεγονός πως η καλή τύχη και η ευλογία απ’ τους θεούς προέρχεται απ’ την λογική και όλες τις πτυχώσεις της όπως εμφανίζονται στις μορφές της Εστίας, της Διώνης και της Αφροδίτης αγκαλιασμένες και με άνεση που υιοθετούσαν τα μέλη των ρωμαικών αυτοκρατορικών οικογενειών στα συμπόσιά τους αλλά και το συμπέρασμα πως η μητέρα πάντα βρίσκει ένα στήριγμα στην κόρη της….Οι πτυχώσεις στα ενδύματά τους συμβόλιζαν την αναταραχή και τον σάλο που προκαλεί ο συρμός στις ψυχές τους εξʼ ου και η πολύ έντονη ρητινοειδής προσκόλληση στο σώμα τους….Μια συγκόλληση που θαρρείς πως προέρχεται από μια πολύ εντατική ενασχόληση και εμβάπτιση με τα ρούχα στης θαλάσσης το λεξιλόγιο που αποδίδει στα γινόμενά της τον νόμο της βαρυτικής έλξης με τα πολλαπλάσιά της, θυμίζοντας πως η φυσική θέση της ενδυμασίας και του όποιου συρμού δεν είναι στο νερό αλλά στην γη που την μαστίζει ο Αίολος και τα παιδιά του για να ανακατεύει τον κονιορτό στην άνυλη υπόστασή του και να τον μετατοπίζει σε σημεία δικής του επιλογής ως εκκλησιαστικά σκεύη έτοιμα για τήξη προς επίρρωση της βυζαντινής οικονομίας σε περίοδο κρίσης….
Εις το επανιδείν
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 396
Guillaume Papon προς Lucy Sanguin,
31-12-2001, Παρίσι,
Αγαπητή Λουσύ,
Τις ομαδικές σου εκθέσεις στο Mνημείο των Nηρηίδων δεν επικροτώ εξ’ όσων έχω μάθει απ’ την Σοφί Καρόν.
Την μορφή σου οραματίζομαι στα μεσοκιόνια διαστήματα, σύμβολα χάρης ως ανάσα στην θρησκευτική πομπώδη μεγαλοφυία και στην ύπαρξη του κενού που ο άνθρωπος δεν δύναται να γνωρίσει: είναι το μεταφυσικό που παρεμβάλλεται για να τονίσει πως μεταξύ αγνωσίας και θρησκευτικότητας πάντα θα έχει την πρωταγωνίστρια θέση ως λειτουργός των πολιτιστικών καταθέσεων στην συνεισφορά της λάξευσης που διαποτίζει την αμύητη επαφή με τα μυστικά της ζωής….
Η Κοίμηση της Παναγίας του Καραβάτζιο είναι ο πίνακας που σου ταιριάζει πολύ αν και σε ανύπνια κατάσταση θα έπρεπε να ’χες προτιμηθεί… Αν σε ξεβράσει ο Τίβερης του πορφυρίτη- ενδύματός σου το δάκρυ των θρηνωδών στα παραπετάσματα της παράστασής σου θα στεγασθεί…Ένα φωτοστέφανο που μπορεί να μην είναι φωτοστέφανο…Μια ιερόδουλη στο πνεύμα που χρήζει εφάμιλλου σεβασμού μ’ εκείνου της Παναγίας…Μια ιερόδουλη που για τον θάνατό της θα πρέπει να κλαίνε όλοι σα να πέθανε η μητέρα τους ή ο Θεός… Μια γυναίκα ιερόδουλη η πλάση όλη…Μια δολοφονημένη ιερόδουλη ισοδυναμεί με τύψεις για τον θάνατο μιας θεάς….
Παρόλα αυτά η τοποθέτησή σου απέναντι στις ολοένα και συνεχόμενες παραχωρήσεις μου είναι εφάμιλλη της γεμάτης αυτοπεποίθησης στον ίππο της όπως υποδεικνύει το αριστερό της χέρι "Μarguerite Μeursot στο πόνι της" του Ζακ Εμίλ Μπλανς ευλογημένη με λάδι στον μουσαμά της επιδερμίδας σου, ώστε η αγιότητά σου να υπερτονισθεί….Αυτή η αίσθηση φωτογραφικής ζωγραφικής δεν αμφισβητούσε την πρωτοκαθεδρία της ζωγραφικής έναντι των άλλων μορφών τέχνης όπως η φωτογραφία αλλά ερχόταν για να επιδείξει πως μπορούσε απέναντι σε αυτές επάξια δίχως κανέναν φόβο, δίχως καμία άγνοιας μαρτυρία αλλά δήλωση υπερκινητικού δυναμισμού που δεν επιτρέπει φωλιές ρηγμάτων ή εμπρησμών στον κόρφο της, αλλά τις ανέχεται για να προβάλλει την Tolerantia που θα έπρεπε άπαντες οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες να συμμερίζονται για την έννοια του διαφορετικού που συνυπάρχει στο κυρίαρχο ως μια φολίδα δημοκρατίας και ενδεχομένως να μετεξελιχθεί σε κουκούλι το οποίο θα υπερκαλύψει τόσο τα άλλα όσο και τον υποδοχέα της ξενίας του, αφού ο εχθρός του καλού ή του αγαθού αν προτιμάτε δεσποινίδα Sanguin είναι το αμεινότερο ή το αγαθότερο ή το βέλτιστο…. Φαίνεται να υπερίπτασαι των παθών σου, όχι εκείνων που διαμένουν δεκαετιών στην καμινάδα σου αλλά εκείνων που ενοικούν στην κορυφή της….Η λυγερή σου, διαυγής κορμοστασιά δίνει μια ιμπρεσιονιστική χαρακτηρολογία στα άλογα που στο κρεβάτι εφιππεύεις και σε συμπαρασύρουν στην θαλάσσιά σου δίνη…
Απ’ την άλλη πλευρά θα μπορούσες και να ’σαι μια εκ των γυναικών στην ταράτσα του Bernard Boutet Mohrel λόγω των περιορισμών μου σου είχαν επιβληθεί απ’ την οικογένειά σου….Το πρωί σχολείο, το μεσημέρι ξένες γλώσσες και πιάνο που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του καμβά της ζωής σου στροβιλιζόμενη στην ρουφήχτρα του που ο Απόλλων με τις σημειώσεις του δημιουργεί τα ζεύγη των κοριτσιών όπως στον χορό των κορασίδων του Joseph Marius Avy, το απόγευμα πρίμα μπαλαρίνα και κολυμβητήριο, το βράδυ κοινωνικές χοροεσπερίδες….Περιχαρακώσεις ισλαμισμού ή χριστιανισμού με εσωστρεφείς κινήσεις που παραπέμπουν στο μάρμαρο, χορεύοντας στην αρχή της ομοιογένειας που ανήκει στην εξισωτική αντίληψη των πάντων από μια απλή υπολογιστική διαδικασία ανομοίων μεγεθών που δίνουν ένα κλάσμα τους το ένα στο άλλο….
Παρόλα αυτά θα ήθελα πάντα να ήμουν το Θείο Βρέφος σου και εσύ η Παναγία της σκάλας του Μιχαήλ Αγγέλου για τον απλούστατο λόγο πως ως μικρός Χριστός θα θήλαζα τα στήθη σου για να γαλουχηθώ στις αρχές και στις αξίες που μαζί πιστεύαμε, απορρίπτοντας στον αφεδρώνα μου όσες δεν μου είναι ταιριαστές στον πέπλο σου και αναβιώνοντας τον μύθο της Παναγίας Lactans που είναι η Μητέρα που τρέφει όλους τους ανθρώπους κάτω από την αγκάλη της…Πνευματική τροφή σε ανάγλυφο γιατί το βάθος απουσιάζει αφού όλα μοιάζουν να σου έρχονται κοντά:ένα αίσθημα φιλικότητας της φύσης και του κόσμου σε απρόσμενη επιπεδότητα και ως μια τάση εξαύλωσης του κόσμου σε ατρισδιάστατες εικόνες….Τα χερουβείμ που κατέρχονταν από τις σκάλες, οι φίλοι, οι γνωστοί της σχέσης μας, οι μάρτυρες που απομακρύνονται από την αποστασιοποίηση και τον παραμερισμό των συναισθημάτων
και προσεγγίζουν το θεϊκό ζεύγος για συμβουλές, παραινέσεις ή και απαντήσεις στις απορίες της σχέσης μας…Χερουβείμ όχι με την έννοια των νεκρικών μασκών ή μασκών τραγωδίας που παίζουν τον ρόλο των δευτεραγωνιστών σε ουδέτερο χαμηλόφωνο φόντο όπως συμβαίνει στην ελαιογραφία του Βαζάρι που απεικονίζει τον Λορέντζο των Μεδίκων τον Μεγαλοπρεπή αλλά με την έννοια των συμπρωταγωνιστών όπως στο ημικύκλιο των αγγέλων που πλαισιώνουν την Παναγία με το Θείο Βρέφος του Μποτιτσέλι….Ο Χριστός χαμένος στο σώμα της μοιάζει να αποτελεί ένα σώμα με εκείνη τονίζοντας την θεϊκότητα της σχέσης τους όπως θα ήταν αν οι απεικονιζόμενοι ήταν εγώ και εσύ και θα υπερτονιζόταν το ερωτικό στοιχείο της σχέσης μας και η συνέχεια με την έννοια μιας καλλιτεχνικής αφομοίωσης που συνδέει παράλληλα σύμπαντα έστω και στα χάσματά τους ή αντικρουόμενα που αποπειρώνται να βρούνε κοινά σημεία επαφής…
Μια σχέση ιδεαλιστική Χριστού και Παναγίας σαν αυτές που συναντάμε στις συννεφογραφίες του Βαν Γκονγκ εκεί που τα σύννεφα παίζουν τον ρόλο των θεών και ο ορίζοντας το πεπρωμένο τους…
Και εγώ ένας άγγελος που σε προσκυνάει στα πορφυρά όπως πράττει ο αντίστοιχος στην Παναγία του Ευαγγελισμού του Φρα Φίλιππο Λιππι.Οι κίονες διαχωρίζουν τους όρθθιους αγγέλους από τηην παναγία όχι όμως τον προσκυνούντα άγγελο γιατί η μήτηρ του Θεού απαιτεί υπακοή και σεβασμό από όλους τους αγγέλους επι της γης και να μην παρακούνε στα παραγγέλματά της….Το Δένδρο της Ζωης που ίσταται στο βάθος υποδηλώνει το μεγαλείο της φύσης στο οποίο υποκλίνονται όλα τα πρόσωπα με το βλέμμα τους στην γη ακόμη και η ίδια η Παναγία, ενώ τα στιβαρά αρχιτεκτονήματα υποδηλώνουν την ρηση του Χριστού: τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ…..
Στην παρούσα κατάσταση υποδύομαι τον Περσέα που απελευθερώνει
εσένα ως Ανδρομέδα από τα δεσμά της οικογένειάς σου αφού σε έχει περιδέσει στον βράχο των υπηρεσιών του έθνους Λουσύ….Αγαπημένη μου Λουσύ…Αποστρέφεις το πρόσωπό σου όπως η Ανδρομέδα στον πίνακα του Πιέρο ντι Κόζιμο ο Περσέας ελευθερώνει την Ανδρομέδα….Ο βράχος με το δένδρο σε αντίστιξη στο οποίο είσαι δεμένη μιάζει με ζώο που τον δράκοντα περιγελάει ενώ το κλαδί που θυμίζει πόδι δράκου κατευθύνεται προς τον ουρανό ως μια υπόμνηση πως οι διαταγές του αδη είναι εφάμιλλες με των άλλων επουράνιων θεών όπως του Ερμή που αφικόμενος στον ουρανό φοράει τα φτερωτά του σανδάλια για να προοικονομήσει τη νίκη του περσέα επί του τέρατος που έχει υιοθετήσει το χρώμα του η θάλασσα λόγω της σύμπνοιας Πλούτωνα και Ποσειδώνα….Ο Περσέας πατάει το τέρας ως σύμβολο νίκης του επί του κακού όπως ο αγίος Γεώργιος στην εικονογραφική παράδοση τον δράκοντα ή το φίδι.
Η Κασσιόπη, η μητέρα σου θρηνεί στο κάτω ή στο άνω δεξιό μέρος του πίνακα….
Ανάμεσα στο πλήθος που ζητωκραυγάζει υπάρχουν και μουσικοί που με τα όργανά τους πιθανόν μαγεύουν τον δρακοντα για να ηττηθεί….
Νιώθω όμως στην πραγματικότητα πως είμαι απών από τον πίνακα της ζωής σου….Δεν μπορώ να σε δολοφονήσω με όπλο όπως μου πρότεινεςˑ ούτε να ριχτώ στην αγαπημένη του Νταμιέν για να χωρίσει και να σε ξαναπάρει πίσω…..Μου είναι αδύνατον στον λόγο της ιπποτικής μου τιμής και το ηθικού κώδικα που υπηρετώ….
Επίσης θα μου ήταν πολύ δύσκολο να δολοφονήσω τον νταμιέν για να επικεντρωθεί όλη η αγάπη σου σε εμένα…..
Νιώθω ότι πρέπει να χωρίσουμε, χωρίς να ναι αμετάκλητη η απόφασή μου….
Εις το επανιδείν
Guillaume Papon
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 405
Damien Adaleux προς Georges Labrouille
20-1-2002, Νέα Υόρκη,
Αγαπητέ Ζώρζ,
Η καινή χρονιά με βρήκε στο διαμέρισμά μου στη Νέα Υόρκη για να συναντήσω παλιά φιλαράκια.
Είχα καλέσει τον Σεμπάστιαν, έναν καλλιτέχνη που σπουδάζαμε μαζί. Εκείνος πήρε το πτυχίο του. Εγώ δεν το έλαβα ποτέ….Ο Σεμπάστιαν είχε μαυριδερή όψη και ινδιάνικη καταγωγή Τσερόκι….
Κατά λάθος έριξα πάνω του τσάι και είχε σύγκορμος διαποτισθεί….
Του είπα τον επίσημο χαρακτήρα του να απεκδυθεί και ενδύματα δικά μου να δανεισθεί…
Διαπίστωσα πως είχε μια αλυσίδα στο πόδι το δεξί, ένδειξη ομοφυλοφιλίας και άλλη μια στο αριστερό, ως ανανέωση εγγραφής στον Αμερικάνο ζιγκολό…
Μου είπε σε τόνο απολογητικό πως η τέχνη του δημιουργού του εξασφάλιζε την ένδεια
και πως κατάντησε για να βγάζει τα προς το ζην με φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών επί χρήμασι να συνουσιασθεί. Η τέχνη του σεξ συνταυτιζόμενη μ’ εκείνη των Καλών Τεχνών…Το έργο του ανήκει στην τέχνη την εννοιολογική …Το δημιούργημα και ο δημιουργός της τέχνης τόνιζαν με έμφαση την εμπορευματοποίηση των παραγωγικών της προϊόντων μέσω της ευτέλειάς της…
Εδώ τίθεται το ζήτημα του ανταγωνισμού του Δημιουργού ως Ανθρώπου και του Δημιουργού ως Θεού….
Ο Θεός που δημιούργησε τα πάντα βλέποντας έναν άνθρωπο καλλιτέχνη που γνωρίζει μεγαλύτερη αναγνώριση και αγάπη ενδεχομένως από το δικό του έργο στα πλήθη της γης αισθάνεται την ζήλεια….Η δημιουργία του κόσμου όμως Ζωρζ ουδεμία σχέση έχει με την καλλιτεχνική δημιουργία, πολλώ δε μάλλον αφού η δεύτερη που εκπροσωπεί το μεταλλαγμένο δυνάμει είναι εξαρτάται πάντα απ’ την παρουσία και την τροφοδότηση της πρώτης που πρεσβεύει το "ενεργεία είναι" και το "υπάρχειν"…Η ζήλεια του Θεού απέναντι στο ανθρώπινο καλλιτεχνικό είδος είναι τελείως αβάσιμη, αφού οι θρησκείες έχουν ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα που σκοπό έχουν την διαμόρφωση των τύπων σε καλούπια, ενώ η τέχνη δεν περιορίζεται μόνον σε αυτήν την διάσταση: έχει την περιγραφική, την ηθικοδιδακτική και την μεταφυσική της λειτουργία σαν ένας λόγος που συνεξαρτάται απ’ τους άλλους δίχως να τους συνειδητοποιεί με στόχο την επανάκτηση του αγαθού…Συνεπώς η οργή και η ζήλεια του Θεού απέναντι στους καλλιτέχνες όλων των ειδών καταδικάζοντάς τους στην φτώχεια, στην δυστυχία, στο νόσημα και στην δίωξη είναι αναιτιολόγητη γιατί τα δημιουργήματά τους είναι απέθαντα όπως ο Θεός, όχι όμως και οι ίδιοι… Η αγάπη του κόσμου επικεντρώνεται στο δημιούργημα ˙ όχι στον δημιουργό της τέχνης….Επιπλέον όλοι θαυμάζουν αυτό που έπλασε ο Θεός δίχως όμως να μπορούν να εξηγήσουν την τελολογική του πορεία ή την ιστορία του Αγνώστου….
Οι θρησκείες δημιουργήθηκαν για την υποτιθέμενη βελτίωση των ανθρώπων
ενώ οι τέχνες για την ευαρέσκεια του κόσμου: ένας ρόδινος καλλωπισμός των μελανόμορφων αμφορέων του κόσμου για να τους εμφανίζουν ως κρινόμορφους και
καλυκωτούς στην πορεία προς το αγαθό…
Η ακίονη οργή του Θεού κατά του είδους των καλλιτεχνών εμπεριέχει και μια επιπλέον παράμετρο: όλοι οι άνθρωποι γνωρίζουν πως ο κόσμος που τους περιβάλλει επλάσθη απ’ τον Θεό, ασχέτως ποια είναι η αποδιδόμενη μορφή του στον πίνακα του νου τους…Πόσοι όμως γνωρίζουν τον τάδε καλλιτέχνη απ’ την Κίνα ή τον δείνα απ’ την Αυστραλία;
Αυτή η οργή και η ζηλοφθονία του Θεού κατά των επίδοξων δημιουργών σχετίζεται με μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα: όλοι απεχθάνονται τα θρησκευτικά δόγματα, τις προκαταλήψεις και τα ζοφερά σημεία του κόσμου που τους φιλοξενεί, όλα επίνοιες του Θεού….Οι θρησκείες δεν διαθέτουν την εξωραϊστική διάθεση των τεχνών, αλλά μέσω της νομοδιδασκαλίας τους σκοπό θέτουν την ανεκτή συμβίωση στο ίδιο μέρος ποικιλότροπων μορφών ζωής που ενίοτε έχουν την γραφίδα του Νείκους και ελάχιστες της συμφιλίωσης σε αυτό που αποκαλούμε διαφορετικό….
Όμως πόσοι και πόσοι δεν κατέκριναν τον πίνακα του Κίπενμπέργκερ "Σταυρωμένος βάτραχος" ή τα βίντεο κλιπ της Μαντόνα όπως το Justify my love ή το Like a prayer;
Συνεπώς είναι ένα νοητικό σφάλμα κανείς να επικεντρώνεται στην αγάπη
που στέργει ένα ανθρώπινο δημιούργημα, ενώ παρορά και τις επικρίσεις που έχει δεχθεί…
Ο ανταγωνισμός που νιώθει ο Θεός προς τους θνησιμιαίους Δημιουργούς και τους Ποιητές συμπερασματικώς είναι αθέμελος και στηρίζεται σε λανθασμένη βάση.
Εξάλλου ο άνθρωπος έχει εικόνα, ενώ σε θρησκείες όπως ο μουσουλμανισμός
αυτό το ιδιότυπο χαρακτηριστικό είναι απαγορευτικό για την αποτύπωση του Θεού. Η διδασκαλία επιτυγχάνεται καλλίτερα με τον συνδυασμό λόγου και εικόνας και όταν απουσιάζει η τελευταία το μάθημα δεν γίνεται, είναι ελλιπές, με ασάφειες και κενά απροσδιοριστίας που προκαλούν μια σύγχυση και συσκότιση στο νου των ανθρώπων, απλών και σύνθετων σχεδίων αντί να τον διαφωτίζουν. Η εικόνα συνδέεται με την συναισθηματική εντύπωση στον άγραφο πίνακα της ψυχής, η δε έλλειψη της σε οντολογικό επίπεδο και όχι σε καλλιτεχνικό πρόγραμμα δεν επιφέρει καμία…
Αν ο Θεός είναι ένας, η ύπαρξη πολλών θρησκειών τον διαμερίζει και αυτό έχει ως επακόλουθο μια νοητική Βαβέλ που οι συναισθηματικές της ανακλάσεις τροποποιούνται αλλά και αναιρούν τα κατηχητικά της δόγματα…
Το "ου ποιήσεις σεαυτόν είδωλον" είναι μια ενοποιητική αρχή που ταυτίζεται με την σπερματογονία της τέχνης αλλά αντιφάσκει στην εννοιολογική της αφετηρία….
Υπήρξε μεγαλύτερο είδωλο απ’ τον Ιησού Χριστό αν και η περίσημη πλευρά του πολεμήθηκε απ’ τους εικονοκλάστες του Βυζαντίου χωρίς καμία επιτυχία; Τόσο μεγάλη διασημότητα σε ναούς, φιλμογραφία, τέχνη, γλυπτική, θέατρο….. Η λατρεία του απ’ τις μάζες απερίγραπτη…
Η σχέση Θεού-Δημιουργού και Ανθρώπου-Δημιουργού είναι παρεξηγημένη
σε μονόπλευρη όμως κατεύθυνση…Νομίζω πως είναι παραλογισμός η "Κρήνη" του Ντυσάμπ να θεωρείται ως μια απόπειρα του ανθρώπου για υπερσκελισμό και παραγκωνισμό του Θεού… Η τέχνη ως σκοπό έχει ο άνθρωπος να ορίσει την αυτογνωσία του αλλά και ως ουδέτερος επόπτης να γνωρίσει διαστάσεις του κόσμου που δεν είναι έμφυτες στο γεννητικό του προτύπωμα, ως μια πυξίδα φραγγελιακού χαρακτήρα που δεν ετεροκαθορίζεται αλλά γνωρίζει ποιο είναι το ορθότερο για τον καθένα μονοπάτι…
Η τέχνη απ’ την άλλη είναι ένα επάγγελμα όπως όλα τα άλλα που θα έπρεπε να ’ναι και προσοδοφόρο στον ίδιο βαθμό που είναι τα άλλα…Ο Θεός δεν είναι ο κύριος υπέρμαχος της κατάργησης της έννοιας του ρατσισμού; Ο ρατσισμός άλλα επαγγέλματα να πληρώνονται καλά, ενώ τα της τέχνης να μην πληρώνονται καθόλου είναι ένα ρατσιστικό κατάλοιπο που δεν έχει λογική αιτιολογία και αντιφάσκει στην έννοια του Θεού…Επιπλέον ας μην ξεχνούμε φίλε Ζωρζ πως ο Θεός δεν έχει έξοδα
επιβίωσης, ενώ οι δημιουργοί-φάροι πρέπει να βγάλουν τα προς το ζην….
Το μακρύ του μαλλί ερχόταν σε συμμετρική αρμονία με το μελαμβαφές του δέρας… Το χαμόγελό του με είχε κερδίσει απ’ τα πρώτα λεπτά, όλο συγκαταβατικότητα, εγκαρδιότητα και τάση εξοικείωσης ή κολυμπιού σε ξένο σώμα: το ελαιοδοχείο μου….Το χαμόγελο του φανέρωνε την επεκτατική κυριαρχία του να εξερευνήσει κάθε κομβικό σταθμό της ψυχής μου, να έλθει σε ερωταπόκριση με τα πνεύματα φρουρούς που το ενοικούσαν και τους αγγέλους του για την εκμαίευση των αναγκαίων πληροφοριών…Μιας ψυχής που απλωνόταν σε όλο μου το κορμί μετά γενναιοδωρίας…
Φορούσε ένα περιδέραιο με γαλαζόπετρα για τα ασφαλή ταξίδια του στην θάλασσα των φωνηεντικών μας παθών…
Ήταν όρθιος και εγώ γονυκλινής και η γλώσσα μου ως κύμα έγλειφε με παλμό κάθε γωνιά απ’ το κατάρτι του το έμβολό του που ήταν τόσο αιχμηρό όσο εκείνο του πλοίου με το οποίο θα δραπέτευε ο Πάρης με την Ελένη, απ’ την σειρά ταπισερί με θέμα την ιστορία του Αχιλλέα απ’ τον Γιαν Βαν Ορλέ… Το έμβολο στο πλοίο του συμβόλιζε τον παράνομο πόθο του στα σεξουαλικά ταξίδια που σχεδίαζε μαζί μου… Η θαλάσσια θεότητα στην βάρκα ο Τρίτων ή ο Ποσειδών συμβόλιζε την πεποίθηση των Τρωών πως θα νικήσουν τους θαλασσοκράτορες Αχαιούς και πως η αρπαγή της Ελένης διαμέσου της θαλάσσης θα εξασφάλιζε αυτή την θεϊκή εύνοια…Οι ασπίδες κρεμαστές στην κουπαστή πως τα όνειρα μπορούν να γίνου πραγματικότητα, ενώ οι φθορές στην προβλήτα συμβόλιζαν το τέλος του παγανιστικού μας κόσμου…
Στο σεξουαλικό σχεδιαστικό πλάσιμο των μορφών όπως ο Λεμπρέν ήμουν πολύ αυστηρός…Αντιθέτως στα χρώματά μας πολύ ανεκτικός…
Ο πορτοκαλεώνας του ήταν και το αντιστήριγμα του χεριού μου για να μην χάνω τον ζυγό της ισορροπίας μου… Του είπα να υιοθετήσει την στάση της καμηλοπάρδαλης…. Διέκρινα στο αριστερό φεγγάρι του ένα κακέκτυπο απ’ τον πίνακα του Ζακ Λουί Νταβίντ "Ο όρκος των Ορατίων" και ερεθίσθηκα πολύ….
Ένα έργο με προφητική σημασία για τις εξελίξεις στην προεπαναστατική Γαλλία…
Τα δύο απ’ τα αδέλφια που ανασηκώνουν το αριστερό τους χέρι συμβολίζουν την επιθυμία του Νταβίντ η τάξη των Ευγενών να προσχωρήσει στο μέρος της Τρίτης
όταν θα γινόταν η σύγκληση ενώ ο αδελφός που ανασηκώνει το δεξιό χέρι είναι η τάξη του Κλήρου που έχει το ξύλινο δόρυ πίσω απ’ την πλάτη της, σύμβολο του Ιησού Χριστού ως του Δένδρου της Ζωής….Η Τρίτη τάξη αφού έχει προσεταιρισθεί μια μερίδα των Ευγενών με προεξάρχοντες τον Μιραμπό και τον Λαφαγιέτ εύχεται μέσω της μεταφυσικής λειτουργίας της τέχνης να πάρει με το μέρος της τον κλήρο και τους ευγενείς….Τα σπαθιά είναι στα χέρια του βασιλιά και αυτή η αφόπλιση είναι ένα σύμβολο ενότητας και ειρήνης, ενώ το εκπηγαζόμενο απ’ τα δεξιά φως συμβολίζει την θεία φώτιση που θα έπρεπε όλοι οι ταγοί και πολίτες μιας χώρας να έχουν…Οι αψίδες
στο δεύτερο επίπεδο συμβολίζουν την έννοια της στοάς, αφού η Γαλλική Επανάσταση
ζυμώθηκε και εξελίχθηκε ή μουνουχίσθηκε εντός αυτών… Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο τ’ αδέλφια συμβολίζουν τις έννοιες της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας που απετέλεσαν προδρομικές και προεπαναστατικές έννοιες στην ζωγραφική του Νταβίντ. Οι νηφάλιες, γυναικείες φιγούρες αν και αποκαμωμένες, σχεδόν λαγοκοιμούνται, ενώ μοιάζει να διαισθάνονται το δράμα που περιμένει την Γαλλία.
Αυτή λοιπόν η δερματοστιξία μ’ ερέθιζε και με μυούσε στην σεξουαλική ελευθεριότητα που εξίσωνε τα φύλα όμοια τέ και ανόμοια σε αδέλφια…..
Το κοντόλιγνο κορμί του έδινε την αρετή της ευκινησίας στις ατραπούς που τον κατεύθυνα, ενώ το μακρύ του μελαχρινό μαλλί μου έδινε την αίσθηση ενός κοριτσιού
με την ελαφράδα που ο Ναττιέ απεικόνιζε την Μαρία Λεσίνσκα στις προσωπογραφίες της ή και ενίοτε με την βασιλική μεγαλοπρέπεια της απεικόνισης του Σαρλ Αντρέ Βαν Λόο…. Μια γυναικεία κομψότητα που το θεσπέσιο άρωμα της επιτάχυνε τον πόθο μου
γι’ αυτήν…
Μου ζήτησε να του τραβάω το μαλλί και να του θωπεύω χαμηλά την κοιλιά για να επιγεννήσει καλλιτεχνικές ιδέες. Τον υπάκουσα πρόθυμα και με αυτήν την ινδιάνικη τελετή -θυμιατά μας είχαν περικυκλώσει- καλλιτεχνούσαμε τ’ αρχέγονα πνεύματά μας
στα κάθιδρα σώματά μας…
Μ’ ένα απότομο τίναγμά μου, έβγαλα το προφυλακτικό μου που είχε γεύση βάσμουλου, του το έδωσα να το φάει κα μετά ποίησα τον Σεμπαστιάν ως Τρίτων του Μπερνίνι για να λήξει η συναισθηματική μας ανομβρία….
Του έβαλα πεντακόσια ευρώ στην τσέπη του παλτού του για μια καινή και αγαθή αρχή στο καλλιτεχνικό του έργο…
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 435
Louis Martineaux προς Damien Adaleux
21-5-2002, Φλόριντα,
Αγαπητέ Νταμιέν,
Σήμερα έκανα κάτι εξαιρετικώς ριψοκίνδυνο….Ήμουν με τον Ράιαν έναν καλλιτέχνη φίλο μου που σπουδάζει στο Βασάρ της Νέας Υόρκης ζωγραφική και σχέδιο καλλωπιστικών αγοριών και τον Μάικ, έναν φωτογράφο φίλο του κοντά σ’ ένα γκαράζ αυτοκινήτων στην Ταλαχάση….
<<Έχω μια ωραία ιδέα! Να κάνουμε σεξ μέσα στο γκαράζ! Δεν θα μας πάρει είδηση κανείς!>> μου είπε και έκανε νεύμα σ’ εμένα και τον Μάικ να πηδήξουμε τον φράκτη, ως μια αλληγορία των καλλιτεχνικών υπερβάσεων στις οποίες ήμασταν υποκείμενα…
Είχαμε ενθουσιασθεί και οι τρεις μας με την ιδέα της απαθανάτισης σεξουαλικών σκηνών σε δημόσιο χώρο….Ο Μάικ θα κρατούσε την κάμερα με το σταθερό του και αναπλανές χέρι…
Θα υποδυόταν τον πρωταγωνιστή της ταινίας "Σιωπηλός μάρτυρʺ μόνον που
στην θέση του φόνου θα υπήρχε μια ερωτική παρερμηνεία…. Η θέαση μιας σεξουαλικής σκηνής ενός άλλου ζευγαριού με το οποίο δεν έχεις κάποιον συναισθηματικό πλόκαμο μοιάζει με τους οφθαλμούς που ακόμη και στο σκοτάδι παρατηρούν δίχως κανείς να αντιλαμβάνεται την παρουσία τους στον τόπο. Είναι η ενδόμυχη ανάγκη να γίνεσαι ο παντεπόπτης με μερική εστίαση ενώ θα ήθελες να εκμηδενισθεί για να γίνει ο σχετικός αριθμός απόλυτος. Μια ανάγκη σύμμεικτη με την περιέργεια να βρίσκεσαι σε πολλά σημεία συγχρόνως είτε με πρόσωπα που σου φαίνονται οικεία ή οικουρικά είτε αλλότρια · τω όντι αόρατος όχι από φυσική σεμνότητα που το αστέρι σου το επιχωματώνει απ’ το πλήθος αλλά από μια υπέρτερη ανάγκη, ως ένας γνωστικός αστήρ αδιορατότητας που διαπρέπει στην δυστυχία των άλλων χωρίς όμως να πειθαναγκάζει για την φυσική του παρουσία που μπορεί να ’ναι ενσαρκωμένη σ’ έναν άνθρωπο, σε μια ιδέα ή σ’ έναν υπόγειο βλαστό που βράζει σε
αφύσικες συνθήκες σ’ ένα τσουκάλι, αναδύοντας την μυρωδιά του στο άρωμα των πολιτικών ταγών που συμμερίζονται τις χημικές ιδιότητες ενός τόσο τοξικού δηλητηρίου που δεν επιδρά διόλου στην πλάτη τους αλλά μόνον σε όσους δεν την έχουν συνηθίσει στην αναπνοή τους. Απ’ την άλλη πλευρά η αδιακριτότητα μπορεί να οφείλεται σε μωρά που οι άνθρωποι κυοφορούν μέσα τους και αντιδρούν στις πρωινές εγέρσεις με την γέννηση τους στην χώρα της υπερέκθεσης…
Οι επισυσσωρεύσεις των πεπαλαιωμένων αυτοκινήτων σε διαγώνιους και κάθετους άξονες δημιουργούσαν στο τρίγωνό μας την ίδια αίσθηση αδιακριτότητας με εκείνης των προσώπων που φιλοτεχνούνται μικροσκοπικοί μπροστά στα υπερμεγέθη
δένδρα απ’ το έργο του Henri Joseph Harpinies "O κήπος του Λουξεμβούργου" που υπήρξε σπουδή για τον ζωγραφικό διάκοσμο του δημαρχείου των Παρισίων….Μόνον που σε αντίθεση με τα δένδρα του Harpinies τα οποία διακλαδώνονται με τέτοιον τρόπο που τονίζεται η συγγενής τους σχέση, αυτά τα αυτοκίνητα ήταν οι πρεσβευτές της φθοράς επικεκαλυμμένης με τις ενέργειες των αναμνήσεων των προκατόχων τους που έμοιαζε τα σύννεφά τους να έχουν προσκολλήσει τόσο στην εξωτερική εμφάνισή τους όσο και στο Υπουργείο Εσωτερικών τους με τις διασχισμένες θέσεις, τα μικροαντικείμενα καθημερινής χρήσης που σ’ έναν αντικειμενικό και αποστασιοποιημένο αναγνώστη η συναισθηματική και η υλική τους αξία ήταν μηδαμινή μα για τους κατόχους ή τους συνδαιτημόνες των η αύρα τους περιείχε ράβδους χρυσού που οι πρώτοι δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να την κατανοήσουν στο αυτοκρατορικό της μεγαλείο, μιας ενέργειας γαμήλιας με εμπνεύσεις, σκέψεις, λησμονημένες αναπνοές και εκπνόες, συναισθήματα που την συντροφεύουν στις λεωφόρους, στις μικρότερες οδούς και τις παρόδους ως συνειρμική συνιστώσα με τους μεγάλους ή τους μικρούς λιμένες της ζωής πριν τον τελικό ναύσταθμο με την ελπίδα της αποφυγής του Λουζιτάνια και των ναυαγίων που συνεπιφέρει γι’ αυτόν που θα ηττηθεί….
Κάποιες όμως στιγμές κατά την διάρκεια των επαφών μας αισθανόμασταν πως είχαμε έναν ρόλο ένθετο, σαν ένα είδος κολλάζ επιστρωμένο σε ζωγραφική σύνθεση με τον τρόπο που ο Βαττώ εκθέτει τις ομαδοπρόσωπες συνθέσεις του που η φύση τις χωρίζει και η οποία εμφανίζεται δεινοσαύρια και ενίοτε με απειλητική μορφή, λαμβάνοντας ακανόνιστα σχήματα δύσκολο να καλουποποιηθούν, ενώ στις εξέχουσες μορφές που πότε χάνονται και γίνονται ένα με τις φυλλωσιές των δένδρων ως ένα είδος παγανιστικής αφοσίωσης που προέρχεται περισσότερο απ’ την ενασχόληση με τον ματεριαλισμό και λιγότερο απ’ την λατρεία στον συρμό του ροκοκό και άλλοτε φωτίζει το περιβάλλον σε επίλεκτες εστίες διαφοροποιούμενες απ’ τα κατάλευκα αγάλματα που μοιάζουν με κατάλοιπα και φαντάσματα ενός ξεπερασμένου παρελθόντος σχεδόν όμοια με τον ασπρόμαυρο κινηματογράφο του Φριντς Λανγκ, τα ενδύματά τους ομοιάζουν στιλβωτικά μ’ ένα φως του οποίου οι εκλάμψεις μοιάζει να τρεμοσβήνουν και χαρακτηρίζονται ταυτοχρόνως από ανοδικές και καθοδικές πιέσεις, σαν μια ροή ουράνιου σώματος που αν βάλεις το χέρι σου εντός του δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις ή τι στην καλύπτρα του παραδίδει….
Αυτή η περιοχή θα γινόταν το ταξίδι και οι περιπλανήσεις μας στο νησί των Κυθήρων, αφιερωμένο στον Έρωτα και την Αφροδίτη….Οι ερωτιδείς που βλέπαμε
κατά την διάρκεια της επαφής μας έδιναν πνοή στο καράβι μας που είχε προσαράξει όχι στο ειδυλλιακό μέρος των Κυθήρων αλλά στα σαραβαλιασμένα αυτοκίνητα που δέσποζαν της γκαραζούπολης…Οι ερωτιδείς έπνεαν τους ανέμους αφού το σχήμα της καρδιάς στου καθενός μας την κεφαλή είχε σχηματισθεί και γιατί έρως με πνεύμα πάντοτε στην ροή της ιστορίας έχουν συνταυτισθεί….Η Αφροδίτη μέσω του προτυπώματός της στα αριστερά του νοητού ζωγραφικού μας πίνακα πάνω στο λόφο στο υψηλότερο βάθρο των δύο ομάδων που απεικόνιζε ο Βαττώ: του γεμάτου κινητικότητα πλήθους στο δεξιό μέρος που μοιάζει να κάνει μόλις τώρα την απόβαση στο νησί του έρωτα και της αγάπης-οι λεγόμενοι νεοερωτευμένοι- και της ομάδας στο αριστερό πλευρό που επαναπαυμένη απολαμβάνει τ’ αγαθά της θεάς και εκπροσωπεί τον σταλακτίτη -έρωτα που έχει παγιωθεί προ πολλού στα σπήλαια των ψυχών τους, μια τεχνική που αφορά κυρίως τους συζευγμένους….Οι πρώτοι εκπροσωπούν τους έρωτες της ήβης οι δεύτεροι εκείνους της ώριμης ηλικίας και ίσως και της μέσης…
Τα πέντε ζευγάρια εξάλλου στο αριστερό μέρος δεν αντικρίζουν ποτέ την θεά έστω και αν αυτή ευρίσκεται αλληγορικώς κοντά τους…Η γυναίκα με την βεντάλια στην κοιλία ίσως να φαίνεται πως κρύβει τα αληθινά της συναισθήματα στον ερωτικό της πορθητή ενώ η πρώτη απ’ τα δεξιά της σηκώνεται απ’ την ιπποσύνη του ερωμένου της, μια τακτική που οφείλουν όλοι οι ερωτευμένοι στο έτερον τους ήμισυ όταν αυτό είναι σε κίνδυνο ή σε κατάσταση ανάγκης: στο έρωτα ο κάθετος πρέπει να σηκώνει τον οριζόντιο για να υπάρχει η έννοια της πρόσθεσης που πληρώνει τα πάντα….Ο ρωμαλέος στον ουρανό ν’ αναβιβάζει τον αδύναμο γειωμένο….
Εις το επανιδείν,
Louis Martineaux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 455
Lusy Sanguin προς Sophie Caron
21-7-2002, Παρίσι,
Αγαπητή Σοφί,
Αφού ο Νταμιέν αποφάσισε να τραγοποιεί την σχέση μας με καλλιτέχνες απ’ την Νέα Υόρκη αποφάσισα να παραγγείλω έναν Παρνασσό ώστε εκτός από εικαστικούς και ποιητές να ερωτευθώ….
Ο Άρης και η Αφροδίτη στο βάθρο και στο κέντρο συμβολίζουν το γεγονός πως ο έρως μας πρωταγωνιστής και ήλιος στα πάντα ισοδυναμεί με πόλεμο….
Επιπλέον η σύζευξη αυτών των δύο πλάνητων ή θεών επικυρωτική της συζυγικής απιστίας ακόμη και στην ευγένεια…Μιας απιστίας στον έγγαμο βίο, στην έδρα της ποίησης ή στην αποστολή των τεχνών….Μιας απιστίας εξ’ έπους γιατί ο έρως ενέχει το επικό στοιχείο που ελλοχεύει στο ηρωικό ιδεώδες….Ο πόλεμος και ο έρως καταπατούν κάθε οφιοειδή βραχώδη γραμμή και δίνουν στην ουρά της μια αίσθηση φτερού για να την αγιοποιήσουν και να την αγγελοσημοφορούν….
Οι ηφαιστειακές εκρήξεις στο δεξιό ακρωτήριο συμβολίζουν τα υποβόσκοντα συζυγικά αντίποινα στην έννοια της απιστίας…Είναι πολύ συνήθης σε συζύγους που εν ώρα εργασίας η μοιχεία χορεύει πίσω απ’ την πλάτη τους η κορνουοφορία …
Οι εννέα νύμφες χορεύουν αφού ο Ορφέας με την λύρα του γοήτευε όλα τα στοιχεία της φύσης και αν τις μετέτρεπε και σε Μούσες για την παράσταση του πίνακα ακόμη καλλίτερα αν και καμία δεν τον βλέπει όσο και αν τις έλκει…Ο Ορφέας έτσι κατορθώνει το πρωτόγονο, άλογο του παγανισμού να το μετουσιώνει σε πολιτιστικό αγαθό σμιλευμένο και εν κινήσει που θεοποιείται απ’ τις χορδές της άρπας του…Ένας ημίθεος όπως ο Ορφέας μεταμορφώνει οντότητες των λόγγων σε θεές στην υπηρεσία των θνητών….
Η γλώσσα της πηγής Κρυσταλλείας στο αριστερό ακρωτήριο σε διαδοχικές βαθμίδες και με καθοδική τάση συμβολίζουν την μεταλαμπάδευση των ιδεών των θεών ενσαρκωμένες σε ποιητικές επίνοιες με αμετάφραστα μηνύματα και κώδικες που έχουν την σιβυλλική χροιά για τους υψηλά φρονούντες και είναι εκπεφρασμένη με τον τρόπο που η αγριάδα της φουρτουνιασμένης θάλασσας φθάνει στο λιμάνι νυμφευόμενη πρώτα τον κυματοθραύστη ακολουθώντας μια ποιητική μέθοδο υπερρεαλιστική: σκόρπιες λέξεις σε οπτικά ερεθίσματα που διαπλάθονται στον πηλό της γλώσσας και μέσα στο φούρνο της αγάπης της στερεοποιείται στα τελικά της στάδια ως την τελειότητα του γραπτού λόγου που οι Αλεξανδρινοί Γραμματείς θα την κατηγοριοποιήσουν για την ευνομότερη λειτουργία και ανίχνευση των ειδών της. Η ορμή συνεπώς διυλίζεται στον βωμό της λογικής της μορφοποίησης που στόχο έχει την εξάλειψη των αμαρτιών της μέσω της εξομολογητικής διαδικασίας του δημιουργού στον εαυτό του και τους βοηθούς του για την εξαύλωτική του ηλιακή στεφάνη….
Ο Πήγασος εμφανίζεται ως μια συνεσταλμένη θηλυκή πουλάδα στον αγέρωχο Ερμή, ένδειξη πως το παράλογο υποτάσσεται στις θελήσεις ή και στα κηρύκεια των θεών όπως οι γυναίκες σε εποχές πατριαρχίας…
Όμως δεν μου αρκούσε η παραγγελιοδοσία…Ήθελα να γίνω και το μοντέλο ενός καλλιτέχνηˑ όχι όμως του οποιοδήποτε τυχάρπαστου ώστε τον Νταμιέν να εκδικηθώ…
Έτσι από τους καμβάδες των σαλονιών μου κατέληξα στο ατελιέ του Ρομπέρ…
Ο Ρομπέρ ήταν ένα ανθρακότριχο αγόρι με μάτια από αγριάδα στο δεύτερο έτος των Καλών Τεχνών…Είχε πάθος και φιλοδοξία για το αντικείμενό του και θα του γνώριζα όλη την καλή κοινωνία των Παρισίων, αναγκαίο συστατικό για μεγαλόπνοη καριέρα στην δίοδο των παραγγελιών μέσω της εκπτύχωσης δημοσίων σχέσεων που έχουν διαποτισθεί με μια δεσμίδα αίματος περισσότερο συνυποσχετική και λιγότερο συγγενική αν φυσικά τηρούσε την υπόσχεσή του να με απεικονίσει γυμνή μιμούμενος τον πίνακα που θα εξέλεγα…
Θα τον παρομοίαζα με τον Χριστό του Ντύρερ για τον λόγο πως το πρόσωπό του ήταν απαύγασμα πόνου και επιτηδευμένου κάλλους που προέρχεται ως έθιμο απ’ την ραφινάτη και κοσμοπολίτικη ζωή του για να θυμίζει την πειθαρχημένη ζωή που οφείλει να έχει ο κάθε καλλιτέχνης μέσα στο πάθος για την τέχνη του και το μαρτύριο της λιτής του ζωής, δίνοντας μια τυπολογία χαρακτηριστικών των τεχνών επηρεασμένος απ’ την λογική των "Παραλλήλων Βίων" του Πλουτάρχου, ώστε οι συντεχνίτες του να εξουσιάζουν τον πλούτο και να επιβάλλονται μέσω αυτού στους άλλους….Ευλογώντας την γούνα του επιτυγχάνει τον τελευταίο του σκοπό….
Εκείνο το υγρό αλλά ηλιοτροπικό δειλινό του θερινού ηλιοστασίου με κάλεσε
στο εργαστήριό του…Φορούσε ένα πουκάμισο λευκό που φάνταζε σαν πανί πλοίου έτοιμου για την Κολχίδα να σαλπάρει…Το κατάρτι του ήταν λείο και πανέτοιμο να δεχθεί την στλεγγίδα των νυχιών μου ώστε να δοκιμασθεί η ανθεκτικότητά του στις
ευμετάβολες συγκινησιακές μου εντυπώσεις που πάλλονταν κάτω από τα άστρα που απεικονίζονταν στο ανοιχτό παράθυρο του εργαστηρίου του….Οι αμυχές ήταν ανεπαίσθητες αφήνοντας έναν ιριδισμό στην περιδιάβασή τους όπως όταν ένας άνδρας επισκέπτεται τον όρμο της γυναίκας χωρίς σελοφάν ή αδιάβροχα για την εμπειρία του πρωταρχικού που δεν ενδίδει στο κίβδηλο αλλά με το χαρακτηρολογικό του στοιχείο υποσκάπτει το δευτερογενές για να το μεταπλάσει σε πρωτογενή ύλη συνταυτιζόμενη με το εργαλείο επεξεργασίας ώστε η επίθεση και η άμυνα να μην διακρίνουν την ύπαρξή τους σε έναν αέναο πόλεμο…
Η μετόπη των κιόνων του έγινε ένας ζων πίνακας φευγαλέων χρωμάτων σε κάμψεις και επικλίσεις, σαν ένα αλφάβητο του οποίου οι χαρακτήρες έχουν ξεθωριάσει στις αγκαλιές των επιγραφών και ο συνδυασμός των γραμμάτων οδηγεί σε ένα λογικό μονόδρομο που δεν έχει ενδιάθετη καμία λογική: σαν αλχημιστικά σύμβολα που η ύπαρξη ή η παρουσία τους- γιατί η παρουσία δεν συμβαδίζει ποτέ με την ύπαρξη
παρά μόνον όταν οι πομποί που έχουν αντιληφθεί την ύπαρξη τους επιλέγουν ή δεν επιλέγουν την εμφάνιση της παρουσίας τους- έχει χαρακτήρα περισσότερο αποπροσανατολιστικό και σε καμία περίπτωση διαφωτιστικό…
Τα χείλη του ήταν πορφυρότερα των τραυμάτων του για να υπενθυμίζουν σε όλους πως η ζωή δεν λυγίζει στο παιχνίδι της αδυναμίας όταν υπάρχει ως κίνητρο η καλοπροαίρετη διάθεση του πόθου και της στοχοβολίας της αγάπης και τόσο κομψά και ντελικάτα όπως η μαντάμ Ενριέτ ως Φλόρα και η μαντάμ Μπουρέ ως Ντιάνα στις νεφελώδεις άγριες τοπιογραφίες του Ναττιέ που συνδυάζουν το αφιλόξενο βορεινό τοπίο που σπιθίζει στο βάθος με την θεοποίηση της αριστοκρατίας μέσω της βάπτισής της σε αρχέγονα παγανιστικά πρότυπα που αποπνέουν μεγαλοπρέπεια μέσω της απαράμιλλης υφολογικής οικειότητας και της νηφάλιας ισχύος των αγέρωχων εκπροσώπων της που δεν δείχνουν να φοβούνται την άξεινη ή αν προτιμούσαμε το σκωπτικό ύφος των Ελλήνων που διασκεδάζει τον τρόμο με την μελίρρυτη γλώσσα της εύξεινης διάστασης της Φύσης…Η θηρευτική της θεάς Ντιάνας εξάλλου είναι στην φύση των καλλιτεχνών, ενώ η Φλόρα εκπροσωπεί όλα τα άνθη της τέχνης που εμπίπτουν στην ιστορία των ιδεών της…Η μαντμουασέλ ντε Λαμπέσκ ως Μινέρβα θα χάριζε και την σοφία στα χείλη του καλλιτέχνη μας ποιητή…
Με κάποια επιφύλαξη απεκδύθηκα από τον συνήθη εαυτό μου και του ζήτησα να με απεικονίσει με τον μπρασελέ μου από αχάτες και αμέθυστο….Ενδυόμενη μόνον τον μπρασελέ μου από αχάτες και αμέθυστο…Κάτι τόσο ασύνηθες για ένα πρόσωπο της κοινωνικής μου τάξης όπως η τοποθέτηση της γεμάτης με αυτοπεποίθηση και επίγνωση Ρεμπέκα Μπόυλστοουν από τον Τζον Σίνγκλετον Κόπλευ -ακολουθώντας την αυστηρή γραμμή της απεικόνισης της γαλλικής αριστοκρατίας στην προεπαναστατική Αμερική -σ’ ένα πάρκο αντί σαλονιού που θα ήταν αναμενόμενο για μια πολυεκατομμυριούχο όπως εκείνη….Μόνον που οι σατινένιες πτυχώσεις του ενδύματός της υπεραναπληρώνονταν απ’ τις μυώδεις γραμμώσεις του γυμνού μου κορμιού που ήταν ο αληθινός πλούτος και όχι το καλάθι με τ’ άνθη που συμβόλιζε την πλησμονή και την αναγεννητική δύναμη της φύσης που μόνον δίνει και δεν λαμβάνει ποτέ πίσω όσα δίνει ως ένα αντιδάνειο αλτρουισμού για όντα που είναι αλλογενή από εκείνην και δεν τους αναγνωρίζει στην σκελετολογία του κορμιού της ενώ παίρνει και αλλόκοτες μορφές σχεδόν μυθικές στο αριστερό μέρος του background…. Το σιντριβάνι με την ανοδική του ροή προς τα άνω που ξεπερνάει σε ύψος την Ρεμπέκα Μπούλστουν συμβολίζει το γεγονός πως η αρχή της δημιουργίας του κόσμου είναι ανώτερη από το ανθρώπινο είδος, άναρχη και κυκλοτερής σαν ένα νήμα που βλέπεις μόνον την αρχή ενώ ακόμη και τα ζώα –τεχνητά ή φυσικά-υποκλίνονται μπροστά της
και την αποθεώνουν…
Στην αρχή αποσβολώθηκε περιεργαζόμενος περισσότερο τα γενετήσιά μου σημεία και έμοιαζε να μην είχε ξαναδεί ένα θέαμα τόσο θεσπέσιο όσο το κορμί μου…Μετά προσποιήθηκε πως καθάριζε τα πινέλα του αλλά στην πραγματικότητα συνέχιζε να ρίχνει κλεφτές ματιές στην εφηβεία μου περιοχή…Του είπα πως η αλήθεια δεν έχει αιδώ και πως ο καλός ζωηγράφος είναι αυτός που περιεργάζεται πολύ τα επίμαχα σημεία σε σημείο προοδευτικής κατεργασίας ώστε το υψηλό να συνουσιασθεί με το ιδεώδες και όλα να εξισωθούν με το Τέλειο που δεν υφίσταται στην γη…Ένας κόμπος στον λαιμό του που είχε αποτριχωθεί μου έμοιαζε παιδικό χτένι…Στο καβαλέτο άπλωσε τα χρώματά του για να στεγνώσουν στην λιακάδα του μυαλού του και ν’ αποκρυσταλλωθούν σε σχέδια…
Για τον Ρομπέρ που τύχαινε να έκανε συντροφιά στον Νταμιέν κάποια καλοκαίρια πριν στην Μύκονο προέκρινα το έργο του Βερμέερ "Η αλληγορία της ζωγραφικής" γνωστής και ως "Το στούντιο του καλλιτέχνη"….Μου είπε τότε να φορέσω το τρυπητό του σκουλαρίκι για να συνδυάσουμε και το έργο με την κοπέλα που φορούσε το σκουλαρίκι και η οποία ήταν υπηρέτρια του Βερμεέρ και πιθανώς η μεγάλη του αγάπη…Πίνακας ανυπολογίστου αξίας όχι μόνον γιατί μια υπηρέτρια τόλμησε να φορέσει σκουλαρίκι που ήρμοζε μόνον στην οιστρογονική αριστοκρατία των Κάτω Χωρών, πράξη πολύ συμβατή με το ρηξικέλευθο και καινοτόμο πνεύμα των Φλαμανδών αλλά γιατί η κοπέλα αυτή ξεπέρασε τις κοινωνικές υπερβάσεις λόγω του ήθους της που ήταν ανώτερο απ’ την κοινωνική της θέση, μια σκάλα στην κλίμακα της ζωής απροσπέλαστη που η αγάπη την οδηγεί στην σειριακότητα της λόγω της σπανιότητάς της….Επίσης πως όλοι ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης έχουν δικαίωμα στην αιωνιότητα που εκπροσωπεί η τέχνη….
Αφαίρεσε το ενώτιο από το δεξιό του αυτί και μου το τρύπησε για να μου θυμίσει πως ο πόνος δεν γνωρίζει ή δεν αναγνωρίζει κοινωνικές τάξεις… Η γυναικεία του φύση έτσι θα ερχόταν σε απόλυτη συγχορδία και κυκλική εναρμόνιση με την δική μου…
Βιβλίο ήταν το σώμα μου και έτσι δεν χρειάστηκε να κρατώ την γνώση όπως η κοπέλα που εκπροσωπούσε την δόξα….Βιβλίο χρυσό όπως οι σελίδες της…Ούτε τρομπέτα χρειάσθηκε να κρατώ γιατί τα πινέλα του Ρομπέρ αποτελούσαν ένα φαλλικό υποκατάστατο που εκπροσωπούσε την μουσικότητα που υπέβαλλε στο κορμί μου…
Ο Ρομπέρ καθόταν με την άνεση του ζωγράφου που πρέσβευε ο Ντα Βίντσι και ο Βερμεέρ τον ακολουθούσε κατά πόδας σε αυτό…Με την πλάτη πάντα εστραμμένη στον θεατή ενσαρκώνοντας το απρόσωπο των καλλιτεχνών -δημιουργών που είναι καταδικασμένοι στην αφάνεια, ενώ το έργο τους με την πάροδο των αιώνων καταδικασμένο στην διάκριση που το διαχέον φως να λούζει τα πάντα…Η Ολλανδία και οι επαρχίες της ελεύθερες από τον ισπανικό ζυγό που ισοδυναμούσε και με τον παπικό με την συνθήκη της Χάγης για την ανάδειξη τους σε αποικιακρατική δύναμη με την δυνατότητα του εμπορίου που θα έφθανε ως και τον Ινδικό Ωκεανό…
Τα λευκά και τα μελανά τετράγωνα απουσίαζαν από το εργαστήριο του καλλιτέχνη γιατί η τέχνη δεν ήταν μόνον ένα σκάκι που της αρέσει να παιχνιδίζει
αλλά την είχαν υποκαταστήσει τα βλέμματά μας που ήταν η ζώσα τέχνη, η τέχνη του Πυγμαλίωνα που μεταμορφώνει την μούσα του σε ό,τι θελήσει….
Το πολυτελές παραπέτασμα απουσίαζε επίσης αν και στον Βέρμεερ εκπροσωπούσε την θεατρικότητα της τέχνης που εξωραΐζει την πραγματικότητα υποκαθιστώντας την με μια άλλη που νομίζει ότι είναι η πτερόεσσα παραλλαγή της αλλά στην ουσία είναι η διαθλασμένη μορφή της απ’ την οπτική γωνία του καλλιτέχνη στο σφαιρικό και ενίοτε αρρυβαλλοειδές κάτοπρό της που αναδύει την αχλή της μαγείας για να μην υπονομεύει την έννοια της λογικής σε παραμέτρους που ούτε η ίδια δεν αναγνωρίζει ως ιδιοκτησιακές…Μια πομπώδης και βαρύτιμη θεατρικότητα που στον Βέρμεερ εξέφραζε την μπαρόκ διάθεση της εποχής των μεγάλων κατακτήσεων αφού οι ανακαλύψεις πάντα προηγούνται της αλαζονείας που εδραιώνεται με την έμφυτη πεποίθηση πως το καλό των άλλων συμπίπτει με το δικό μας και πως η ετεροπροσωπία με την αποικιακρατία δεν έρχονται ποτέ σε αντιλογία…
Κάθε απόγευμα για πέντε ώρες τον τελευταίο μήνα είχαμε συνάντηση στο ατελιέ του. Το δειλινό της ολοκλήρωσης μου επέδειξε τον πίνακα και του είπα να κατεβάσει το παντελόνι του από την μεγάλη μου τέρψη για το αποτέλεσμα που ήταν λίαν ικανοποιητικό….
Υπάκουσε προθύμως ενώ του έπεφταν τα σάλια σαν σκυλί που είχε να δει πολλές ημέρες το αφεντικό του….Έκαμφθην και βρήκα να φιλώ το σκουπόξυλό του πεντάκις σε διάσπαρτα σημεία ως μια συμβολική τελετουργική πράξη στην οποία το ουμανιστικό ιδεώδες συναντιέται με τον νεορομαντισμό για να επουλώσουν τα στίγματα που προκαλεί η καθίζηση σ’ ένα δόγμα δίχως να το αντικαθιστά μ’ ένα εξαδελφικό για ν’ απενεχοποιηθεί αλλά εντούτοις διακηρύσσει την πράξη της μεγάλης επίπληξης για να θεωρηθεί πως δεν έρχεται σε σύμπλευση με την καθολικότητα ενός θρησκευτικού δόγματος που προέρχεται από έναν απόλυτο δεσποτικό νου αλλά επιπλέει στο πέλαγος που προσφέρει τω όντι ανεξερεύνητο για τους θαλασσοπόρους τους αμύητους στα μυστικά των θαλασσών….
Μου έκανε νεύμα στο Γιορκ ν’ αποσυρθώ όχι για την έναρξη εμφύλιων διαμαχών αλλά για να προσκυνήσει το πρεσβυτεριανό μου δόγμα στο οποίο προσέκρουσε σε εννέα σκουλαρίκια από κάθε πλευρά του λιμανιού μου ερεθίζοντάς με ακαταπαύστως
κάνοντας την γλώσσα του σε χέρι που ενώνει κορδόνια μέσω της αρχής της αντιστοιχίας…Μέσω λοιπόν αυτής της συμπλήρωσης νοητικής αρβύλας χρημάτιζα την σεξουαλική μου θητεία για να φθάσω στην ηλικίη της ωρίμασης και του δικαιώματος ψήφου στην κάλπη των επιλογών μου έστω και αν αυτή έχει κατηγορηθεί ως κάλπικη….
Οφείλω να ομολογήσω πως ο Ρομπέρ ήταν ένα αμάγαλμα γητείας και δυναμικής ευαισθησίας όπως ο Ένγκρ στη νιότη του…Τον λαχταρούσα μήνες
και η ημέρα της παρουσίασης του πίνακά μας ήταν η καλλίτερη αφορμή για ν’ ανθίσει ο πόθος μας και να μετεξελιχθεί σε έναν ερωτιδέα…
Μ’ ένα πανί που σκούπιζε τα χρώματα με ξάπλωσε κάτω για να μου διδάξει την χρωματολογία των συναισθημάτων του για εμένα…Μου έβαλε τον μέσο του δεξιού του χεριού στο στόμα ενώ ζούσα την παλίρροια του μαγνητικού του κάλλους που έβρισκε με ακρίβεια τον πόλο που τον τραβούσε προς εμένα…Έβαλα τα νύχια μου στην πλάτη του για να θωπεύσω τα αγγελικά του φτερά που μου μετέδιδαν το πνεύμα τους σε όλα τα μέρη του μυαλού μου ως μια αντέκταση των νοητικών μου περιπετειών επαξίων ενός Λιβίστρου και Ροδάμνης…Η ενέργειά του μεταγγιζόταν στο είναι μου για να γίνει το σεντούκι στο οποίο φύλαγα όλα τα πολύτιμα πράγματά μου…
Αφού έβαλε την σφραγίδα και την υπογραφή του όχι στο αριστερό κάτω άκρο του πίνακα αλλά στο μοντέλο που τον κόσμησε με την παρουσία και την εξεικόνιση των άνυλων ιδιοτήτων του, του έδωσα ένα κατάλογο φίλων τέ και συγγενών για να έχει την πελατεία που τόσο πολύ επιθυμούσε και να διάγει όχι ευτελή όπως θα έλεγε ο Καβάφης ζωή αλλά από ανεκτή ως ευρύχωρη που σίγουρα θα του εξασφάλιζε τα προς το ζην….
Σε ασπάζομαι αγγελικώς και νοερώς αγαπητή μου φίλη.
Εις το επανιδείν,
Lusy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 460
Damien Adaleux προς Georges Labrouille
27-7-2002, Νέα Υόρκη,
Αγαπητέ Ζώρζ,
Το καλοκαίρι εδώ τόσο υγρό και ανυπόφορο…..Πολλές όμως οι νύχτες που μου αρέσουν και κάποιες αφορούν και τις ομοερωτικές μου επαφές στην πόλη αν και η λέξη homo στην λατινική είναι συνυφασμένη με την έννοια του ανθρώπου εξ’ ου homo erectus, homo universalis με τα συμπαραμαρτούντα τους….
Το προχθεσινό βράδυ πήγα με τον Αντουάν σ’ ένα κλαμπ ομοφυλοφίλων και για να διασκεδάσω αλλά κυρίως για να προεκτείνω τις γνωριμίες μου στον χώρο. Όλη την ώρα γελάγαμε ακαταπαύστως απ’ τα ανέκδοτα που μου έλεγε….
Στο απέναντι τραπεζάκι καθόταν ένα ξανθό αγόρι θαρρείς απ’ την ενδοχώρα της Λυκίας αν κάναμε έναν λογοτεχνικό αναχρονισμό που ανακατανέμει τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς σε εθνοτικά φύλα που προδίδουν με την εμφάνιση τους την καταγωγή τους αποδεικνύοντας πως η ανθρώπινη φυλή πάντα κάτω απ’ το δέρμα της καταπλήσσει τους πάντες με το περιεχόμενό της….Τα τριτώνιά του μάτια ήταν σχετλιαστικά αυτής της κατάστασης που με διέγειρε όπως οι νεκροπόλεις της Εφέσου και γενικότερα της Μικράς Ασίας και η ενέργειά που απέφεραν στο παλτό της δικής μου ως μια δοκιμή εισχώρησης και γνωριμίας με εκείνες όπως ένα κοκτέιλ που αποτελείται από ανάμειξη χυμών και ποικίλων ποτών που αν υπερισχύσει κάποιο εκ των άνω η εξισορρόπηση εκτρέπεται για να δώσει στην τελική γεύση την αίσθηση της εισβολής που με τον απολυταρχικό της χαρακτήρα πατάει την μπότα της στις περιρρέουσες κατοχικές δυνάμεις για να τους αποδείξει πως μόνον ένας είναι ο νικητής και πως μόνον ο νικητής λαμβάνει το τρόπαιο των εντυπώσεων δίχως να το μοιράζεται με τους άλλους…
Ο μικρός Έρως απόγονος του Αινεία και της Αφροδίτης με κοίταζε με λάγνο βλέμμα παρόλο που συνοδευόταν από δύο αρσενικοθήλυκα αγόρια με μακριά μαλλιά σαν του Αβεσαλλώμ, με ενώτια στις μύτες τους σαν να ήταν ταύροι με σεξουαλική ορμή και αντοχή, με κρίκους στους αφαλούς τους και ψέλλια στα πόδια τους ως η αποθέωση της διάκρισης που δεν επιδέχεται τελειοποίησης αλλά η οποία έχει μορφοποιηθεί σε ένα σχήμα για να δώσει την τελική της έγκριση και σε άλλες παρεμφερείς, λανσάροντας μόδες εκκεντρικές που έχουν όμως το στοιχείο του υποβλητικού δίχως να προκαθορίζουν την πηγή της έμπνευσής τους και της
προέλευσης αυτής από τον φόβο του άρρητου που αν ειπωθεί η μαγεία του θα χαλάσει…
Ζήτησα από ένα γκαρσόνι να τον κεράσει ένα μπλάντι μαίρη και να του πει ποιος ήταν ο υπόλογος όχι απ’ την αίσθηση της μεγαλαυχίας αλλά απ’ την τάση της οικειοποίησης του αλλότριου προς το ιδιοτελές στοιχείο που είναι κύριο συστατικό της λαγνείας….
Με κοίταξε με νόημα….Του το ανταπέδωσα…. Σηκώθηκα από την θέση μου και τον προσέγγισα αδιαφορώντας για τα δύο αρσενικοθήλυκα που τω όντι ψιμυθιοποιήμενα ψιθύριζαν ο ένας στο αυτί του άλλου τα σχόλια τους περί των τεκταινόμενων…..
<<Το ξέρω πως με θέλεις….Το διέκρινα στον τρόπο που με κοίταζες … Ξέρεις…Θέλω να πάω στην τουαλέτα…Η νατουραλιστική ζωγραφική μου εκεί με προσκαλεί…>> του είπα δίχως περιστροφές.
<<Εσύ τι μπορείς να κάνεις για να με πείσεις να σε ακολουθήσω στην τουαλέτα και να συνευρεθούμε εκεί; Δεν είναι ότι δεν σε θέλω…Σε θέλω αλλά δεν έχω την fama του εύκολου που με το πρώτο βράδυ θα συμπορευθεί….>> μου ανταπάντησε κλείνοντας μου το μάτι σαν γαλή.
<<Πολλά μπορώ να κάνω ως δεινός γόης που είμαι αρκεί να μου δώσεις την ευκαιρία να σου το αποδείξω εμπράκτως….>> του ανέφερα με ύφος έφηβου καρδιακατακτητή που τα βέλη του είναι διαποτισμένα στο πηγάδι του ανίκητου
και το οποίο στην αντίσταση με την αυτοπεποίθηση του αγαθού απαντά, μια κατάσταση περισσότερο ως έδρα άγνοιας στις αλήθειες της ζωής παρά μια πραγματική ακατάλυτη και αχαλίνωτη ιππολογία ερωτικών μηχανών.
<<Περιμένω το έμβασμά σου μέσω επιταγής για να πληρωθώ….>> μου είπε εναγωνίως για την έκπληξη που θα του επεφύλασσα ως δώρο.
Έσκυψα κα περπατώντας στα τέσσερα βρέθηκα κάτω από το τραπέζι να του τρίβω με τα δύο μου χέρια τον πυραυλοκίνητό του μηχανισμό.
<<Μου αρέσει αυτός ο αδελφικός τριβαδισμός…>> έλεγε το ξανθωπό αγόρι αναστενάζοντας σαν κορίτσι βρεγμένο απ’ την ηδονή που δεν θέλει να σταματήσει επουδενί, παρασυρμένο σε ένα ταξίδι που στην χώρα των Φαιάκων δεν θα ήθελε ποτέ να απολήξει, προτιμώντας σταθμούς ναυσιπλοΐας άγνωστους, απρόσμενους και αλυσιτελείς.
<<Και που να δεις και τι άλλα κόλπα ξέρω…>>του είπα ενώ του είχα κατεβάσει το φερμουάρ και πιπίλιζα ως μωρό το μόριό του.
<<Με έπεισες μωρό μου…Έχω ανάγκη την τουαλέτα να ναρκισσευθώ ...>>είπε το αγόρι, ανεβάζοντας το φερμουάρ του και πιάνοντας στα χέρια του
τις δύο αρσενικές του ερωμένες κίνησε με χάρη προς το γνωστό λημέρι. Άφησα κάποια λεπτά να περάσουν για να μην προκληθούν μελλοντικοί συσχετισμοί από τους λοιπούς θαμώνες για το τι θα επακολουθήσει. Απέπλευσα απ’ την τράπεζα ενώ ο Αντουάν με έπιασε από τον ώμο αποπειρώμενος να με σταματήσει για το παρθενικό μου ταξίδι στο δημόσιο έρωτα που δεν ήταν λαθραίος αλλά κλεψίτυπος στις διακυμάνσεις που μπορεί να λάβει για να αμφισβητήσει την παντοδυναμία των μονοπωλίων που επιβάλλουν κανόνες παρόμοιους ή και όμοιους αυτού αλλά στον πυθμένα τους διαφοροποιούνται για να μην μεμφθούν για το ανάρμοστο της διαγωγής τους.
<< Είσαι μανικός; Τι πας να κάνεις με τον μαθητή στην ζωγραφική;>>
<<Έλα και εσύ γιατί είμαι ασυγκράτητος να του διδάξω τον Κρόνο συνοδευόμενο με την Αφροδίτη, τον Έρωτα και την Ελπίδα του Σιμόν Βουέ….>>
<<Νταμιέν η Μπουρζ και το μουσείο Μπερύ απέχουν μίλια μακριά μας…>> μου είπε ο Αντουάν σε επικολυρικό τόνο που θα ζήλευε ο Όμηρος αν ήθελε να γίνει Σαπφώ αλλά ούτε ο Αλέξανδρος της Τροίας θα ήθελε ποτέ να γίνει.
<<Τα κρατάω στην παλάμη μου και θα του τα δείξω! Γίνε ο ακόλουθός μου ο διπλωματικός εις τον έρωτα….>> του αντιμίλησα σε τόνο αποφασιστικό
και πήγα στην τουαλέτα που βρήκα το ξανθωπό αγόρι να μου κάνει νεύμα να τον
πλησιάσω προς το μέρος μου…Μπήκαμε στον επιμερισμό της τουαλέτας για ν’ αποφύγουμε τα αδιάκριτα βλέμματα. Ακόλουθοί μας και οι συνοδοί του αλλά και ο Αντουάν που θέλοντας ή μη απ’ την αφροστρόβιλο της ομοφροσύνης και της αλληλεγγύης έπρεπε να ήταν παρών στα θεατρικά μας δρώμενα.
Το ξανθωπό αγόρι θα υποδυόταν τον Κρόνο στα ερείπια του ναού του
και εγώ την Αφροδίτη με τα άνθη στην κόμη μου ως στεφάνη του τραβούσα το μαλλί καθ’ όλη την διάρκεια της ερωτικής μας επαφής αντικρίζοντας στο πρόσωπό του την ψύχραιμη ως και αψεγάδιαστη καλλονή του που σε κερδίζει αυτοχρήμα με το πρώτο βλέμμα, ενώ ο δονητής που κρατούσε καταδίκαζε τον θάνατο σε θάνατο και το σεξ στην αναθηματική λατρεία. Η Αφροδίτη που την υποδυόμουν εγώ, νικούσε τον θάνατο με τον άνυλο της έρωτα. Το δρεπάνι που τραυμάτιζε το ναό στον πίνακα του Βουέ συμβόλιζε την κατάρρευση του ειδωλολατρικού κόσμου και την Ανακαίνιση ενός άλλου κόσμου επενδυμένου με έρωτα και μουσική που οι τρομπέτες της Δόξας και της Καλής Τύχης εκπροσωπούσαν. Ας μην ξεχνούμε πως η Αφροδίτη γεννήθηκε από τα όργανα του Κρόνου μέσα απ’ το κογχύλι αποτέλεσμα της αγάπης, του χρόνου και της θαλάσσης με τ’ άπειρα μυστικά της, γιατί ο έρως είναι ένα αξεπέραστο μαργαριτάρι που η διερεύνηση της φύσης του ανάγεται στην ατελεύτητη γνώση του κόσμου του οποίου η προιστορία ακόμη και σήμερα είναι άγνωστη στους κληρονόμους της τουλάχιστον τους αισθητούς πολλώ δε μάλλον τους πνευματοποιημένους που δεν έχουν σχέση προικοδότησης μαζί της μας προσεκτικής παρατήρησης που ενέχει το υποζύγιο του πειράματος και της αντίδρασης σε αυτό.
Η άγκυρα στον πίνακα του Βουέ συμβόλιζε τον τελικό σκοπό του ταξιδιού αλλά και τον υιό του τον Ποσειδώνα · εδώ η τουαλέτα που είχαμε επικαθήσει έπαιζε αυτόν τον αρχιερατικό ρόλο.
Την Ελπίδα την αναπαριστούσε ο Αντουάν που κρατούσε το αριστερό του χέρι θεωρώντας το για φτερό και αποζητώντας στο να παγώσει ο χρόνος στο θερμόμετρο της αιωνιότητάς του ή και να αντλήσει από αυτόν τα διδάγματα και τις απόκρυφες γνώσεις της ιστορίας που κρύβονται πίσω απ’ την πλάτη του ως μια αδελφή διάσταση καταμέτρησης και προσδιορισμού του που αποπνέει μια πνευματικότητα παγιδευμένη στην ουσία απ’ το τιτανικό της στοιχείο. Η ελπίδα επειδή ακριβώς δεν διαθέτει κανέναν εξοπλισμό γνώσης- τα σύνορα της χώρας της δεν ανήκουν στην τελευταία- και κατά συνέπεια στον χρόνο με αποτέλεσμα την τελική της νίκη επί αυτού όχι τόσο απ’ την υπεροχή μια ακατάβλητης ισχύος αλλά λόγω της εμφύτου ανεξαρτησίας της από συμπαντικές υποχρεώσεις που έχουν την προέλευση τους στον κόσμο των ιδεών ο οποίος προυπήρξε του υλικού και συνεπώς είχε προκαταβολικώς προσδιορίσει με ακρίβεια δευτερολέπτου τι ανήκει και που ακριβώς ή σε τι ώστε να μην διαταράσσεται ουδαμώς η αρμονίη.
Την Φάμα την υποδυόταν ο ένας εκ των δύο αρσενικοθήλυκων που περιέπαιζε το σκήπτρο του Αντουάν, ενώ την Φορτούνα ο δεύτερος που στο πέος του Ξανθίππου είχε βρει την τρομπέτα, αφού μουσική και σεξ υπάγονται σε παραγωγενείς κανόνες με αναμενόμενα αποτελέσματα.
Η τρομπέτα πάντα είχε την διεύθυνση της στροφής του Κρόνου αφού η ηχώ, ο λόγος και οι καταγεγραμμένες μαθηματικές αρμονίες έχουν συμπλεχθεί με την ενσάρκωση της ιστορικότητας του μέσω ποικίλων τρόπων ανεξίτηλης παρουσίας ως ένα είδος ελέγχου του πρώτου προς τις έμμεσες κατακτήσεις του.
Και ενώ η πρωταρχική μου βούληση ήταν να υποδυθούμε με ακρίβεια τον πίνακα του Βουέ, ο φωτισμός του χώρου στα σκυθρωπά μας πρόσωπα μας μετέβαλε σε πρωταγωνιστές έργων του Βαλεντίν ντε Μπουλόν που τα μάτια τους είναι σαν κόγχες γοτθικών ναών και τα οποία εξέχουν απ’ την δραματολογία των συναισθημάτων, εκπέμποντας την σκοτεινάγρα που υπάρχει στην ψυχή τους ως μια απόρροια του περιβάλλοντος κόσμου των προσώπων που ποζάρουν. Μια εκφραστική θλίψη που αποπνέει εκ του παραλλήλου έναν τρόμο για τις σκέψεις ή τα συναισθήματα των ηρώων του που φαντάζουν στυφά και βραχώδη παρόλο το φως που τα ευλογεί με του κιαροσκούρου την τεχνική.
Ο ιδρώτας μας πολλαπλασιαζόταν και αυξανόταν απ’ τον φόβο του ερωτικού αυτοφώρου αν και στον υποδόριο ερωτισμό μας γνωρίζαμε την ποινή της ομαδικής και παμψηφούς αθώωσης…
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 470
Damien Adaleux προς Georges Labrouille
27-10-2002, Παρίσι,
Αγαπητέ Ζώρζ,
Ο εμφύλιος πόλεμος που έχει ξεσπάσει μεταξύ του Γκιγιώμ και της Λουσύ είναι ανεκδιήγητος έστω και αν τον υποδαυλίζω ώστε τις ημέρες μου μετά ηδονής να προσπερνώ.
Νιώθω όπως ο Αύγουστος που κυβερνάει τον κόσμο πεποιημένος από σαρδόνυχα για να τονιστεί η πολυτιμότητα που στους άλλους αποφέρω.
Ανάμεσα σ’ εμένα και στην Ρώμη ο ωροσκόπος μου ως ευοίωνο σημάδι.
Ανάμεσα στην εικοστή τρίτη Σεπτεμβρίου ημέρα των γενεθλίων μου και την εικοστή πρώτη Απριλίου ημέρα γενεθλίων της πόλης που λάτρευσα και ανέθρεψα με την αρμόζουσα διαγωγή, τη Ρώμη πάντα θα μεσολαβεί ο αστερισμός της αιγός που μεσουρανεί στο ωροσκόπιό μου για να θυμίζει σε όλους την καταγωγή μου απ’ την πλευρά του Διός που τον μεγάλωσε η Αμάλθεια όπως εξάλλου στα χέρια μου το εμβληματικό σκήπτρο με τα ευδιάκριτα σημεία της εξουσίας μου και στα πόδια μου ο αυτοκρατορικός αετός. Μάλιστα ο τελευταίος αναδύεται ως προέκταση των πτυχώσεων του ενδύματός μου εκπροσωπώντας την μεγαλοπρέπειά του και την υπερηφάνειά μου.
Όρθιος ο Γερμανικός να συμβολίζει την στάση αναμονής στον σταθμό της διαδοχής αδίκως όμως για να λάβει το δακτυλίδι μου το ανακτορικό.
Ο Τιβέριος ξεπηδάει απ’ τον δίφρο συνοδευμένος από τη Νίκη στα πεδία των μαχών σε εκείνα των στίβων των πολιτικών, αφού εκείνος στον θρόνο μου με διαδέχθηκε τελικώς. Το άλμα απ’ το άρμα των δύο ίππων προς την γη που ορίζω με διάταγμα αυτοκρατορικό συμβολίζει την μετάβαση μέσω του πνευματικού ορίζοντα που εκπροσωπεί το μεσολαβόν κενό απ’ τον θούριο, τον πρωταθλητικό και παράλογο κόσμο σ’ αυτόν της χλαμύδας και της πρακτικής χρήσης. Η τοποθέτησή του στον δίφρο υποδήλωνε και την ανυπομονησία για την ανάρρηση στον θρόνο μέσω της ταχύτητας, ενώ είχε διαδοθεί ότι ο Οκταβιανός είχε δολοφονηθεί από εκείνον λόγω αυτής της βιασύνης.
Ο θεός Κρόνος ακουμπούσε τον θρόνο μου για να μεταλαμπαδεύσει την σοφία, την γνώση του και την ενέργειά του σε όλες μου τις πράξεις και του κράτους μου τις διατάξεις.
Η θεά Οικουμένη ως εκπρόσωπος του τότε γνωστού και κατωκημένου κόσμου με στεφανώνει όπως ένας πλανήτης που δορυφορείται από αστρικά σώματα για να υπενθυμίζει σε όλους πως η εξουσία μου είναι σφαιρική, κυκλική και περιστροφική όπως συμβαίνει με την ηλιακή, καταλήγοντας στο Άγνωστο σε τάση ανοδική.
Το γυμνό μου στήθος συμβολίζει αφενός μεν πως δεν κρύβω τα συναισθήματα για τους υπηκόους μου, τα μέλη της αυτοκρατορικής μου δυναστείας ομότιμα στην φήμη και στον σεβασμό αλλά και στους ενάντιούς μου και πως ένας αυτοκράτωρ δεν φοβάται τις κακοτράχαλες φυσικές συνθήκες είτε είναι καύσων είτε χιονιάς γιατί είμαι γεννημένος εσσαεί νικητής.
Οι φιγούρες μας λευκές και προεξέχουσες του σκοτεινού μας βάθρου αφού διέπρεψαν όλες οι αντωνυμίες μας σε αυτό…
Στην κατώτερη σκηνή εικονίζεται η ήττα των βαρβάρων της Παννονίας
από τα στρατεύματα του Τιβέριου με την Άρτεμη και τον Ερμή να σέρνουν από τα μαλλιά τους ηττηθέντες σκλάβους και με την ένδειξη πως οι νίκες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επιτυγχάνονταν πάντοτε με την συνεπικουρία των θεών….Η ανέγερση του τροπαίου από τους Ρωμαίους στρατιώτες με την πανοπλία και τα όπλα συμβολίζει
την απεμπόληση της αληθινής ζωής για το βαρβαρικό, ηττηθέν πλήθος που είχε εξισωθεί με το ρωμαϊκό ιδεώδες περί της ανδρείας στα πεδία των μαχών. Πανοπλία δίχως σώμα αλλά σε πάσσαλο σήμαινε και μια λειψή ζωή….
Αισθάνομαι όπως ο Mars Ultor μετά το πέρας των εμφυλίων πολέμων που συγκλόνισαν την Ρώμη μου και ιδιαιτέρως μετά την μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ
για να εκδικηθώ για τον θάνατο του θετού μου πατέρα του θεοποιημένου Ιουλίου Καίσαρα τον συκοπλουμιστό Βρούτο έστω και αν ο ναός που τον φιλοξένησε αποπερατώθηκε κάποιες δεκαετίες αργότερα. Ένας Άρης όχι πια τόσο νέος, αθλητικός ή επιθετικός αλλά με γενειάδα ως απόσταγμα των πολεμικών μου ανδραγαθημάτων και λόγω έλλειψης ουσιαστικών φροντίδων στα χαρακώματα, γεροδεμένος και νηφάλιος. Το γοργόνειο στην πανοπλία μου την τιθάσευση του άλογου στοιχείου
μέσω των νικηφόρων πολεμικών μου ενεργειών….Η σφίγγα στον κόρυθό μου
τα μυστικά που κρατάω στο μυαλό μου περιτριγυρισμένη από δύο Πήγασους και όχι έναν….
Ως ένας Pater Mars στην Ara Pacis….O ταύρος στα πόδια της θεάς Ειρήνης που έχει στα χέρια της δύο παιδιά –τον Ρέμο και τον Ρωμύλο πιθανολογώ ως ιδρυτές της Ρώμης- που συμβολίζουν την αθωότητα και το παιχνίδισμά της, αφού πάντα πριν από κάθε συνθηκολόγηση υπάρχουν μυστικά πρωτόκολλα, συμφωνίες, παζάρια, ρίσκο,
διπλωματικοί ελιγμοί και μπλόφες για το μέγιστο θετικό κέρδος κάθε μιας πλευράς εκ των αντιμαχόμενων μερίδων. Τα φρούτα στην κοιλία της θεάς συμβολίζουν την ευημερία που η ειρήνη προσφέρει στους υπηκόους της, ενώ ο ταύρος στα πόδια της τον Δία που κατέλαβε και κέρδισε μέσω της ζωώδους μεταμφίεσης του την Ευρώπη και πως οι απαγωγές ή οι κλοπές όταν επικρατεί η ειρήνη ακινητοποιούνται και γίνονται υπάκουες στα προστάγματά της. Ο αμνός συμβολίζει τις θυσίες για το αγαθό της ειρήνης και την πραότητα του χαρακτήρα της…. Η δεξιά μορφή θα μπορούσε να ’ναι η Λήδα με τον κύκνο της, ενώ ο αέρας ως συμπαντικό στοιχείο υπονοείται απ’ τα πέπλα των γυναικείων μορφών….
Ο Γκιγιώμ της ζήτησε να χωρίσουν εξ’ όσων έμαθα λόγω της ατάσθαλης ερωτικής ζωής που ωχριά ενώπιον της δικής μου, ενώ ανταλλάσσουν επιστολές και εξαπολύουν ύβρεις. Ήδομαι αφαντάστως από αυτή την κατάσταση και υπάρχει ένα φιλοτεχνημένο γνωμικό: το χωρίο που μπορείς να κάψεις κάψε το, αφού οι χωρικοί του δεν μπορούν λόγω οχυρώσεως να κάψουν το δικό σου….
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 475
Guillaume Papon προς Lucy Sanguin
2-11-2002, Παρίσι,
Αγαπητέ Lucy,
Σου αποστέλλω φωτοτυπία της επιστολής με ημερομηνία 12-1-2002 και με χωροταξία Παρισίων που συνέταξε ο Νταμιέν προς τον Λουί και που μου την επέδωσε ο δεύτερος σε μια μυστική μας συνάντηση για να μου ανοίξει τα μάτια και να δω με τι είδος γύναιου έχω μπλέξει τον τελευταίο καιρό. Αφορά το ερωτικό σου σάντουιτς με τον Λουί Αμιζιέρ και τον Ζαν Πιερ Μπουώ…
Τις λυκοσυμμαχίες των φίλων του Νταμιέν δεν αποζητώ· ούτε εκτιμώ γιατί εξυπηρετούν τον δικό μας αποχωρισμό και αυτό το κατανοώ συνειδητώς.
Διαβίβασε στον Νταμιέν πως αν θέλει της Ρώμης να γίνει κάποτε πολίτης ακέραιος και αληθινός να τηρήσει τις δέκα εντολές που στην δεύτερη φωτοτυπία σου έχω επισυνάψει στο γράμμα μου το ερωτικό που είναι και αποχωριστικό.
Αφορούν δέκα εντολές σε τόνο από την Παλαιά Διαθήκη παντελώς διαφορετικό. Θα του κάνουν πιστεύω απίστευτο καλό.
Εις το επανιδείν,
Guillaume Papon
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 484
Lusy Sanguin προς Sophie Caron
8-11-2002, Παρίσι,
Αγαπητή Σοφί,
Δεν αισθάνομαι καλά τις τελευταίες ημέρες….Ο Γκιγιώμ έχει απομακρυνθεί από κοντά μου σχεδόν ανεξηγήτως….
Θαρρώ πως ο Νταμιέν υποκινεί αυτή την κατάσταση και ως σάτυρος επιτίθεται στην Αμυμώνη του αψηφώντας πως είμαι η θυγατήρ του βασιλιά της Λιβύης Δαναού….
Θα βρίσκει πάντα προστασία κάτω απ’ τους κέδρους ακόμη και αν Ποσειδών κραδαίνει την τρίαινά του….
Δεν μπορεί παρά να μου έρχεται η ανάμνηση της περιώνυμης ταπισερί του Γιαν Βαν Ορλέ που βρίσκεται στο Petit Palais Museum των Παρισιών του 1764, έτους θανάτου της Πομπαντούρ επίσημης ερωμένης του Λουδοβίκου του Δέκατου πέμπτου…
Εκείνη είχε βρει τον Ποσειδώνα της να προασπίζει την ηθική και το κύρος της στην αυτοκρατορική αυλική κριτική που υπήρξε δριμεία και οξύτατη για την ανάμειξή της στις κρατικές υποθέσεις και τις συμβουλές της προς τον βασιλιά κατά τον επταετή πόλεμο από τον οποίον η Γαλλία βγήκε τόσο ζημιωμένη και ο οποίος έληξε ένιους μήνες πριν τον θάνατό της.
Η Πομπαδούρ υπήρξε η Αμυμώνη της εποχής της και η νιότη της απαθανατίσθηκε με τόσο γλαφυρή κομψότητα τη νηπενθή χρονιά γέννησης της Μαρίας Αντουανέττας απ’ τον Μωρίς Κεντίν ντε Λατούρ….Το βιβλίο που κρατάει φαίνεται να την φωτίζει ολόκληρη στο σκοτεινό δώμα που συνεπαγόταν η συμμετοχή της στην αυλική ζωή των Βερσαλλιών. Απ’ την άλλη πλευρά ίσως η προσωπικότητά της αφού στην αυλή της περιστοιχιζόταν από φιλοσόφους και κάθε λογής διανοουμένους της εποχής θα μπορούσε να φωτίζει το βιβλίο και να του μεταδίδει την λάμψη της. Εξάλλου με δική της παρέμβαση εκδόθηκε και ενισχύθηκε το έργο των Εγκυκλοπαιδιστών και αποθεώθηκε ο Βολτέρος…..Παρόλα αυτά το πιθανότερο είναι πως αν ζούσε όπως η Ντυ Μπαρύ κατά το φιτίλισμα της Γαλλικής Επανάστασης θα ήταν κάτι περισσότερο από βέβαιο πως θα την ακολουθούσε στο ικρίωμα σε ηλικία εβδομήντα ετών, αφού το μένος του λαού ξεσπούσε αδιακρίτως σε τάξη ή ηλικία κατά των εκπροσώπων του Παλαιού Καθεστώτος και δεν φαίνεται να συγκινούνταν ούτε απ’ τις ευφάνταστες αυλικές προσωπογραφίες του Υακίνθου Ριγκό όπως αυτής του αστεφούς Λουδοβίκου του Δέκατου τετάρτου που κατεβαίνει απ’ τον θρόνο του γεμάτος αυτοπεποίθηση για να υπογραμμισθεί η φιλολαϊκή του παρουσία με την αναγωγή της θεϊκής του καταγωγής απ’ την παρουσία του επιβλητικού κίονα σ’ ένα δεύτερο επίπεδο και δίχως να κοιτάζει το στέμμα του που ερείδεται στο μπλε βελούδο με τα εμβλήματα των Βουρβόνων και για να τονιστεί πως τα μέλη των βασιλικών οίκων οφείλουν υπακοή και υποταγή στα θελήματα του βασιλιά, ενώ το πάτημά του στον χρυσό τάπητα εκπροσωπούσε την ρήση πως ότι αγγίζει γίνεται χρυσός όπως η απόλυτη βασιλεία του και η ύπαρξη του ξίφους του υποδηλωτική της πρωτοκαθεδρίας του βασιλιά στην στρατιωτική ηγεσία με νίκες όπως αυτής του Ντυν πλησίον της Δουνκέρκης επί των Ισπανών το 1658 ή την κατάκτηση της Φλάνδρας το 1667 και του Παλατινάτου το 1688 ή της Λεμπρέν ούτε απ’ την χάρη και την κομψότητα που λάνσαραν τα μέλη της αριστοκρατίας νοηματοδοτώντας το ρεύμα του ροκοκό ως αντιλαβή στο μπαρόκ με το αχθοφορικό του στυλ…
Στον Γκιγιώμ είχα βρει την τρίαινα του Ποσειδώνα…Μόνον που αυτή την φορά με πλήγωνε στα γράμματά του…Τα νοήματα του χείμαρρος όπως ο συγκεντρωμένος στο δεξιό μέρος της ταπισερί που υπείχε την θέση βουνού για να τονίζει την δύναμη του θεού και το μέγεθός της επιβολής του που είναι έτοιμο να σαρώσει τα πάντα…
Οι νύμφες και οι σάτυροι σε κατώτερα επίπεδα από αυτά του θεού Ποσειδώνα για να τονίσουν το μεγαλείο και την ανωτερότητά του, ενώ μόνον οι ερωτιδείς φαίνονταν στην ταπισερί που με είχε εντυπωσιάσει κατά την επίσκεψή μου στο μουσείο να υπερίπτανται του θεού για να υπογραμμισθεί πως ο έρως είναι ανώτερος απ’ τους θεούς και όταν αφορά τους θνητούς τους νικάει και τους παραδίδει στων ανδρών και των γυναικών την αγκάλη….
Οι νύμφες που αδειάζουν τις υδρίες στης γης την καρδιά την προικοδοτούν με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και της τόνιζαν την δύναμη του Ποσειδώνα ακόμη και στην ηπειρωτική γη μέσω και των καιρικών μεταβολών…
Μετά από τις απανωτές απορρίψεις του Γκιγιώμ αντιλαμβάνομαι στην πληρότητά του τον πίνακα του Χανς Μπάλντουνγκ γνωστού και ως Γκρήν "Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπουʺ που ευρίσκεται στο μουσείο Πράδο.Το ίδιο χρώμα δέρατος
του βρέφους, της νεαρής και γηραιάς κυρίας με τον θάνατο υποδηλώνει πως από την στιγμή της γέννησής μας υφιστάμεθα όλη την ώρα δεκάδων ειδών θανάτους εσωτερικούς αλλά και πως η φθορά συνεχίζεται ακάθεκτη…..
Η ψυχολογική μου κατάσταση ομοιάζει με την "Πτώση των εξεγερμένων αγγέλων" του Πήτερ Μπρέγκελ με τον νταμιέν και τον Γκιγιώμ στην θέση του αρχάγγελου Μιχαήλ να επιζητώ, ώστε να εκδιώκει στο κατώτερο μέρος της ψυχής μου τους δαίμονες που χάσκουν τα στόματά τους από την έλλειψη αναπνοής, πνεύματος και νόησης. Οι δαίμονες αυτοί είχαν μορφή ψαριών ως θαλάσσιοι και πτηνών ως ουράνιοι και ζωομορφοί γιατί ελλείπει το θεϊκό και ανθρώπινο στοιχείο…..
Εις το επανιδείν,
Lusy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 488
Damien Adaleux προς Georges Labrouille
8-11-2002, Παρίσι,
Αγαπητέ Ζώρζ,
Είμαι πολύ αναστατωμένος με τον δεκάλογο όχι του Λαβέυ που γνωρίζω απέξω και ανακατωτά αλλά της Ρώμης των γνήσιων πολιτών που παρέδωσε στην Λουσύ ο Γκιγιώμ τον τελευταίο καιρό….
Αποφάσισα το χθεσινό βράδυ επειδή ήμουν μελαγχολικός και ένιωθα μια έρημο μοναξιά να καλέσω την Λουσύ και να εντρυφήσουμε στην έννοια των ποδών όχι στην ποιητική μετρική αλλά στην σεξουαλική…
Το πόδι θα μπορούσε ως μια μορφολογική διατύπωση να έμοιαζε με φαλλό · μόνον που στην περίπτωση του ανθρώπου αυτό είναι σε δυικό αριθμό με μηδενική πιθανότητα πολλαπλασιασμού όπως ο μύθος των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων που συμβόλιζε τις πενήντα δύο εβδομάδες του χρόνου.
Η Λουσύ ανάστατη από τον χωρισμό της με τον Γκιγιώμ θα ήταν το ιδανικό θύμα για την ενασχόληση με το άθλημα που κέκληται foot worship.
Κάθησε αναπαυτικά στην πολυθρόνα με το μίνι της φόρεμα ενώ παρατηρούσα πως στα στήθη της δεν υπήρχε ο Γορδιανός για να τα συγκρατήσει…Οι θηλές της ήταν ερεθισμένες και εγώ κάθησα δίπλα της για να βυζάξω το γάλα που δεν είχε…Αναστέναζε ενώ οι σπασμοί και οι σεξουαλικοί κραδασμοί από την ιεροτελεστία μου έφθαναν μέχρι την περιοχή της έδρας της που προκαλούσε ρίγη σε όλο της το κορμί και που η τρανότερη απόδειξη ήταν η ρυζένια κοκκίδωση που χαρακτηρίζει όλες τις πλευρές του κορμιού…
Ο αριστερός της μαστός δεν γνώριζε τι ποιούσα στον δεξιό της και ενώ έβγαζε το σεφιρωθικό κυλοτάκι από το μίνι φόρεμά της το κράδαινε σαν τρόπαιο περιστροφικώς για ν’ αναδείξει την ανακωχή εκ μέρους της και την νίκη μου στο κορμί της.
Το δεξί μου χέρι με απαλές κινήσεις ερέθιζε την κλειτορίδα της ενώ με το αριστερό έπιανα το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου του μαστού της για να επικεντρωθεί σε ένα σημείο γύρω από την θηλή της η ενέργειά της….
Σύντομα μπλούζα και μίνι φόρεμα νυμφεύθηκαν τις δύο άκρες της πολυθρόνας και την μετέφερα ολόγυμνη στο κρεβάτι….
Τα πόδια της ήταν λαχταριστά πολύ και απεφάνθην πως το σεξουαλικό παιχνίδι έπρεπε να μετατοπισθεί εκεί…
Τα δάχτυλα του δεξιού της ποδιού είχαν την ευωδία της κλειστότητας των τακουνιών της, ένα γεγονός που με προ·ι·δέαζε για την αναλογία της μήτρας της που θα με διέγειρε ακόμη περισσότερο.
Στην αρχή έκανα μασάζ στην πατούσα του δεξιού της ποδιού προκειμένου να λειτουργήσει καλλίτερα η γενετήσια της περιοχή, η αναπνοή της, η καρδιά της και ο νους της αφού συγκεκριμένες περιοχές αντιστοιχούν σε ανάλογα ενεργείας κέντρα. Μετά άρχισα να το θωπεύω λόγω τρυφερότητας και στοργής και να φιλάω και τα πέντε δάχτυλα της προτού αρχίσω το γλείψιμο σαν γνήσιος του Χριστού μαθητής. Ίσως υποδυόμουν τον Πέτρο, ίσως και τον Παυλο να νίβει ο καθείς τους τα πόδια του Κυρίου.
Η γεύση τους είχε την στάχτη της στενοχώριας του παπουτσιού που φορούσε. Η έννοια αυτού του γλειψίματος ουδεμία σχέση είχε με αυτήν της σχέσης υπηκόου ή αυλικού και βασιλιά που επιζητεί μέσω της κολακείας ή μιας ασυναίσθητης πτώσης να κερδίσει την ευμένειά του σε χρήμα, θώκους κοινωνικούς ή επαγγελματικές διευκολύνσεις αλλά την αντίστροφη πορεία: εκείνη της υπάκουης κοπέλας που υποτάσσεται στο αφεντικό της για να της αποδείξει πως ο αληθινός δούλος είναι εκείνος και όχι αυτή….Η όλη περίσταση έμοιαζε με τον καθολικό βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκο τον Τρίτο που ήταν απαράμιλλης καλλονής-τον υποδυόμουν εγώ- με τους αμέτρητους εραστές και ερωμένες του-κάποια εξʼ αυτών υποδυόταν η Λουσύ- προτεσταντικής ηθικής της οποίας ο ουγενοτισμός της ήταν ένα διάφανο παρακλάδι που κατά την άποψη του Πάπα και του βασιλιά θα έπρεπε να εξαφανισθεί από τον χάρτη, ενώ στην ουσία ήταν μια άλλη ελεύθερη έκφραση της θρησκευτικής αντίληψης περί Χριστού και των εκπροσώπων της επί της γης….Είναι η λεγόμενη αμφισβήτηση για την σωστή υπηρεσία των πιστών εκπροσώπων του Χριστού επί της γης αφήνοντας αλώβητο από σχόλια, δόγματα και εναλλακτικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις τον ιδρυτή της Εκκλησίας Του….
Μετά πλάγιασα στο κρεβάτι και της ζήτησα να προχωρήσουμε στο foot domination, μια τεχνική ηδονής που λίγοι την γνωρίζουν και ακόμη λιγότεροι την εφαρμόζουν…Άρχισε να με κλωτσάει στα πόδια, στα χέρια, στο κεφάλι με απίστευτη ιπποδύναμη, για να νιώσω την αίσθηση του πόνου περιλούζοντάς με κάθε λογής υβρεολόγιο που σίγουρα δεν ήταν ταιριαστό με το φύλο της ταυτοχρόνως…Κάποιες άλλες στιγμές μου πατούσε το δεξιό και το αριστερό χέρι
και έμοιαζα παγιδευμένος στα πόδια της σαν τον Εσταυρωμένο….Το trampling της ήταν θεσπέσιο οφείλω να ομολογήσω και συγχρόνως αξεπέραστο…
Αφού πέρασα και αυτήν την δοκιμασία της είπα να ξαναβάλει τα παπούτσια της για να θέσω τον φαλλό ανάμεσά τους γνωστό στην σεξουαλική αργκό ως shoejob. Αυτή η εμπειρία ήταν μοναδική στον κόσμο και επειδή θέλησα να την επαναλάβω με διαφορετικό τρόπο της είπα να βγάλει τα υποδήματα δίχως να προβεί σε heelpop ή dipping όπως κάνουν οι περισσότεροι
αλλά να συνεχίζει την αυνανιστική μέθοδο με γυμνά τα πόδια της για καλλίτερη προσέγγιση του φετιχιστικού μου προβλήματος γνωστό και ως footjob….
Για επιδόρπιο της πρότεινα το foot gagging και ενώ με φίμωνε με τα πόδια της, έπαιζε συγχρόνως με τον φαλλό μου για την μεγιστοποίηση της ηδονής…Η όλη τεχνική θύμιζε την προσπάθεια των επίγειων δυνάμεων να φιμώσουν την ελευθεροστομία που ο λαιμός εκπροσωπεί και την δύναμη του λόγου που καταδυναστεύεται από τις κοσμικές εξουσίες με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της Ανγκ Σου Κύι που κέρδισε Νόμπελ ενώ είναι έγκλειστη στις φυλακές της Ταυλάνδης…Ήθελα να αισθανθώ και εγώ Νομπελίστας καταδιωγμένος από τον έρωτά της….
Το dangling δεν το δοκιμάσαμε γιατί δεν θεώρησα πως μπορεί να μου προσφέρει ηδονή το θέαμα του τακουνιού της να αιωρείται ή να χορεύει στον αέρα σαν τον Νουρέγιεφ με το να ερείδεται από τα δάχτυλα του ποδιού της….
Μετά από την ολοκλήρωση στο χέρι της έσβησα ένα τσιγάρο σαν καλός εραστής που σέβεται πάντα την υστεροφημία του στην πυραμίδα των γυναικών που εκπόρθησε και που δεν είναι διατεθειμένος να σπιλωθεί από τον οποιονδήποτε και δη τόσο των διαδικαστικών όσο και των μεταδιαδικαστικών που έπονται μετά από την σεξουαλική πράξη…. Κάπνισα και λίγο χασίσι για να αισθανθώ μεγαλύτερη ευφορία όχι τόσο με την έννοια της ηδονής όσο με την έννοια της σταθεροποίησης και εγκλεισμού αυτού του συναισθήματος που κατά την γνώμη μου πρέπει να διογκώνεται για να θεωρείται κατακτήσιμο και συνεπώς παγιωμένο και κεκτημένο δικαίωμα που έχεις κάθε δίκαιο από αυτό να ζητάς-έστω και αν ποτέ δεν παίρνεις- και να ξαναζητάς μέχρι να σου δοθεί από τον Θεό…Μια επέκταση πανοραμική ανταρκτική που έχει όμως ηφαίστεια συναισθημάτων διάσπαρτα στην επικράτειά της που απορροφούν τα σπηλαιώδη τμήματα του σώματος για να λάβουν σάρκα και οστά…
Στο τέλος της πράξης με απεκάλεσε Γκιγιώμ και αυτό με αναστάτωσε πολύ…
<<Φαίνεσαι ανήσυχος Νταμιέν>> μου αποκρίθηκε η Λουσύ ενώ κάπνιζε ένα στριφτό και έπινε λίγο ουίσκι από το κομοδίνο συμπληρώνοντας:
<<Και μελαγχολικός…Απίστευτα μελαγχολικός με ένα στην ψυχή ασύγκριτο κενό….>>
<<Το τσιγάρο πρέπει να έπεται του σεξ>> της ανταπάντησα ενοχληθείς γιατί δεν μου αρέσει να αποκαλύπτω τα μυστικά μου σε άλλους και ιδιαιτέρως τις αδυναμίες μου.
<<Πάντα έτσι ήσουνα…Πείσμων και μυστικοπαθής….Δεν σου άρεσε τόσο όσο σε εμένα….>>
<<Δεν είναι αυτό Λουσύ και το ξέρεις….>>
<<Το βρήκα…Είναι ο Γκιγιώμ….>>
<<Μπορεί να ʼναι και αυτός…Ακόμη τριβελίζουν τα λόγια του και κυρίως οι προτάσεις του…Αυτές οι ανήθικες προτάσεις του…Μου έρχεται να του ασκήσω μήνυση…>>
<<Μα δεν είναι τόσο κακός όσο νομίζεις…Δεν τον έχεις γνωρίσει από κοντά να δεις τι γλύκας που είναι…>>μου είπε, ενώ κόντευα να εκραγώ και της γύρισα ως διαμαρτυρόμενος αυτή την φορά την πλάτη.
<<Πάντα ο Γκιγιώμ…Ο τέλειος φοιτητής που ποτέ του λάθη δεν κάνει…Βαρέθηκα να ζω στην σκιά του Γκιγιώμ και καθενός Γκιγιώμ…Είμαι ο Νταμιέν…Όχι ο Γκιγιώμ…Αυτό πρέπει κάποια στιγμή στο μυαλό σου να το βάλεις….>>
<<Η ποδολαγνία να υποθέσω πως δεν πρόκειται ποτέ να επαναληφθεί…>>
<<Με εσένα ως σύντροφο που με απεκάλεσες πάλι Γκιγιώμ ποτέ…. >>
<<Είναι εύχαρις και χάνεις πολλά που δεν τον έχεις κερδίσει για να γνωρίσεις την αγάπη του σε εσένα…>>
<<Δεν μου άρεσε ο δεκάλογός του…Με ενοχλεί…Εγώ γνωρίζω άλλους δεκαλόγους…>>
Ο διάλογος δεν συνεχίσθηκε. Διεκόπη αποτόμως σαν του Δευκαλίωνος και της Πύρρας τον κατακλυσμό γιατί η Λούσυ αποφάσισε να ντυθεί και να αποχωρήσει οικοιοθελώς από το σπίτι μου κινούμενη προς αορίστου κατεύθυνση.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 494
Guillaume Papon προς Henri Trois
15-11-2002, Παρίσι,
Αγαπητέ Ανρί,
Ο διαχωρισμός μου με την Λουσύ είναι οριστικότερος και απ’ την έγκλιση της οριστικής… Εκείνη επέλεξε με τον τρόπο της το πηνίο της εγκατάλειψης με τον ιδιωτικό της παράδρομο….
Νοιώθω όπως ένας σκύλος με το κολάρο του εγκαταλελειμμένος από τα αφεντικά του σε μια κέλευθο αγνωσίας…Δίχως σπίτι…Δίχως τροφή…Δίχως στοργή και θαλπωρή όπως οι άστεγοι του δρόμου…Κάθε πεζοδρόμιο και κάθε δρόμος είναι ελεύθερος και δικός μου…Ευάλωτος στις κρούσεις ξένων ανέμων αφού κανείς ποτέ δεν μπορεί να γνωρίζει το μέλλον…Απροστάτευτος ν’ αλυχτάω στις έρημες γωνιές των δρόμων τη νύχτα που δεν με ακούει κανείς…Πότε το πεζούλι να γίνεται το σπιτικό μου για να με ζεσταίνει και να με αναπαύει απ’ την ασπλαχνία των ανθρώπων…. Μονήρης…Εξόριστος απ’ το σπίτι που κάποτε με φρόντιζαν… Τα τεθλιμμένα μου μάτια όμοια με των συντρόφων μου που κατάκοιτοι με κοιτούν με τα περίλυπά τους μάτια….Τα μάτια τους γεμάτα υγρασία όταν δεν είναι κλειστά περιμένουν τον αφέντη ή τον πάτρωνά τους αν προτιμάς με τους όρους της βενετσιάνικης παραγγελίας ή του Βατικανού για ένα τζάκι, μια θωπεία, ένα πινάκιο….Στην ουσία μια ορφάνια θεϊκή ή ανθρώπινη αδιάφορο τω όντι για ζώα που κυλιούνται στη λάσπη αφού δεν υπάρχει κάτι καλλίτερο να τους προσφερθεί….Μια ζωή εφήμερη ως συνάρτηση τυχαίων παραγόντων, δίχως γεύσεις, δίχως αποχρώσεις περιμένοντας το παλαιό αφεντικό τους να έλθει με το χαμόγελο στα χείλη και να τ’ αγκαλιάσει με την ηλιοτροπική του θέρμη ακόμη και αν αυτός δεν έρχεται…Είναι η προσμονή του αλησμόνητου που στην ζωή τα κρατάει βαριανασαίνοντας δίχως τίποτε να τα νοιάζει…. Εκτεθειμένα στο ρετιρέ του κινδύνου αφού πολλά πέφτουν θύματα από ανθρώπους είτε φόλας είτε κακώσεων
που ισοδυναμεί με την δυστυχία στην Ελλάδα…Ακόμη και όσα επιζούν τραυματισμένα
με πληγιασμένο το πόδι τους εξακολουθούν τις ίδιες συνήθειες και τα ίδια έθιμα, μια απαρέγκλιτη εσωτερική πολιτική που οι εξωτερικές συνιστώσες δεν την αλλοιώνουν ….
Θρηνωδώ όπως η κάθε μορφή στην "Αποκαθήλωση" του Χριστού απ’ τον Ντύρερ κάθε φορά που βλέπω την φωτογραφία της…Μοιάζει ωχρή και πως ανήκει στον κόσμο των νεκρών όπως ο Χριστός….Και εμείς με τα έντονα χρώματα των ενδυμάτων μας που προδίδουν το αερόστατο της ζωής να οδυρόμαστε όπως οι μικροσκοπικές φιγούρες στα πόδια του Χριστού στον ομώνυμο πίνακα του Ντύρερ, αφού τα άγια πρόσωπα παρουσιάζονται βλοσυρά και τεράστια σχεδόν με αγαλμάτινη στάση ενώ δεν δείχνουν να αποδέχονται τον θάνατο Του….Η ζεστή συντροφιά του Χριστού στο πρώτο επίπεδο έρχεται σε άμεση αντίθεση με την ουδέτερη στο δεύτερο επίπεδο και την ψυχρή των βουνών στο τρίτο επίπεδο, ενώ τα μαύρα σύννεφα που εμφανίζονται στον ορίζοντα και εξαπλώνονται αστραπιαίως μοιάζει να συμπάσχουν με τον θρήνο των μαθητών και των συγγενών του Χριστού….Το γερμανικό τοπίο αποκτάει και μια συγχρονικότητα με το ιουδαικό υιοθετώντας το χρώμα του Χριστού, ενώ τα όρη που το πλαισιώνουν προσιδιάζουν στο χρώμα της σινδόνης….Το σώμα του Χριστού είναι κάθε ζώσα πόλη και τα βουνά είναι το περίβλημά της όπως επί παραδείγματι η πόλη των Αθηνών που κτίστηκε στους πρόποδες τριών βουνών: του Υμηττού, της Πεντέλης και της Πάρνηθος, ως ένα φυσικό οχυρό από λεηλασίες και επιδρομές κάθε τύπου… Απ’ την άλλη πλευρά τα κτήρια μοιάζουν τόσο μικρά που ενισχύεται η έποψη πως τα υλικά οικοδομήματα σε σύγκριση με τα πνευματικά και ψυχικά κεκτημένα υστερούν σε όλα τα επίπεδα….
Σε αυτήν την παραγκωνισμένη γωνιά της ζωής θα μπορούσα να παραλληλισθώ με τον Ισμαήλ στ’ αριστερά της μητέρας του Αγάρης στην αιώνια περιπλάνηση που είναι καταδικασμένοι οι Εβραίοι, θέμα που διαπραγματεύθηκε με τον θεό των τεχνών ο Τζιοβάννι Λαφράνκο στον πίνακά του η "Αγάρη στην ερημιά" που τόσο πολύ απήλαυσα στο Λούβρο τις προάλλες. Ως Ισμαήλ πάντα στην σκιά του αγγέλου που υποδεικνύει το νερό για να ξεδιψάσουμε εγώ και η μητέρα μου η κοινωνία ώστε να επανέλθουμε στην ζωή που μας όρισε η μοίρα που θελήσαμε….
Ένας Αιγύπτιος Ισραηλίτης με την μητέρα μου απ’ την αιχμαλωσία της Σάρα στην ελευθερία της εξορίας που εκείνη διάλεξε για εμάς μετά την γέννα του Ισαάκ….
Η σκιά του φωτός….
Είμαι ένας εκ των εργατών του πίνακα "Έργα για την δημιουργία μιας κλειστής δενδροφυτευμένης πλατείας" του Εμίλ Ανρί Μπλανσόν που ήταν σπουδή για τον ζωγραφικό διάκοσμο της αιθούσης Lobau στο δημαρχείο των Παρισίων στο πρώτο επίπεδο και συνεπώς πιο κοντά στον επισκέπτη ή τον αναγνώστη που είσαι εσύ
απηχώντας μια σοσιαλιστική θεώρηση που τείνει περισσότερο προς την αχιβάδα της ζωής…Εργάτης του λόγου ενώ το εργοστάσιο χάνεται στον ορίζοντα…Οι εργοδότες στο μεσαίο επίπεδο μακριά απ’ την ανθρωποσύνη…Η κατασκευή άχνη και ψυχρή με τους έξι κίονες της εκπροσωπώντας την κυκλικότητα της θρησκείας για να θυμίζει πως εκείνη και τ’ αντικείμενα λατρείας της είναι πιο μακριά απ’ τον άνθρωπο και πως τα γεωτεμάχιά της είναι άπειρα και δίδουν τον αναγκαίο λόγο στην ύπαρξή της…Ανοδική τάση διατρέχει τούτον τον λόγο όπως οι προτάσεις μου….
Εις το επανιδείν,
Guillaume Papon
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 502
Lusy Sanguin προς Guillaume Papon
30-11-2002, Παρίσι,
Αγαπητέ Guillaume,
Την αγάπη μου προς εσένα εξακολουθώ στην καρδιά μου να χτυπώ. όμως ο Νταμιέν μου απαγόρευσε να σε ξαναδώ και δεν θέλω να σου προξενήσει κανένα κακό…
Μου έδειξε σε μια φωτογραφία του τα πολλά του δαχτυλίδια από τις κατακόμβες που απεκτησε και μου είπε πόσοι ισχυροί και τρανοί φίλοι τον στηρίζουν στην μάχη του εναντίον σου…..
Στις χείρες του έπεσαν κάποιες εκ των επιστολών και ανέγνωσε τις ερωτικές σου φαντασιώσεις στον πατέρα μου που έγινε έξω φρενών και μου έθεσε στις συναντήσεις μας απαγορευτικό…
Θέλω πολύ να σε ξαναδώ όμως η υβρεολογική απέναντί μου στάση σου δεν μπορεί να το καταστήσει επί του παρόντος αυτό ακόμη εφικτό.
Αν κατορθώσεις να απενεργοποιήσεις την ισχύ του λόγου του Νταμιέν σε μέτρο λογικό αυτό θα ’ναι από εμένα το στοιχείο της ψυχής σου το επιθυμητικό γιατί εσένα από εκείνον προτιμώ.
Εις το επανιδείν,
Lusy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 504
Lusy Sanguin προς Sophie Caron
30-12-2002, Παρίσι,
Αγαπητή Σοφί,
Λόγω της τεταμμένης κατάστασης που έχει δημιουργηθεί μεταξύ εμού και του Γκιγιώμ πήγα χθες θέατρο και απήλαυσα το έργο του Φερνάντο Αραμπάλ "Ο αρχιτέκτων και ο Αυτοκράτωρ της Ασσυρίας".
Μου θύμισε την πιατέλα για την Σάρα Μπερνάρ του Εντμόντ Λασενάλ από φαγεντιανή που σηματοδοτεί μια λατρεία για το θέατρο τροχιά πλανητική και συνεπώς αέναη, ενώ υπάρχει πάντα λιμός γι’ αυτό που χορταίνεις μέσω της τέχνης του…Η δε προσωπογραφία της Σάρα Μπερνάρ με το χιλιομετρικό της ρούχο που ο σκύλος είναι η προέκτασή του αποτελεί την τρανότερη απόδειξη πως στο θέατρο αποκτάει κανείς πιστούς και αφοσιωμένους φίλους που ποτέ δεν θα τους αποχωρισθεί, αφού το ένδυμα είναι η απέκδυση του εγώ μας, ενώ η εσωτερική του το χειρόφρενό μας στο εγώ των άλλων και η συναισθηματική κινησιολογία που στο θέατρο κορυφώνεται μέσω της επαγγελματικής χρήσης αυτής…
Πριν την παράσταση όμως Σοφί ο Ανρί μου έκανε μια ξενάγηση στο μουσείο του Λούβρου τόσο αξέχαστη όσο ο Ιησούς Χριστός που ζει μέσα μας με την δομή της ψυχής μας την χριστομορφική, μέσω ενός σταυρού που ενώνει τα επτά σημεία ενεργείας του σώματος με ψυχικές ενέργειες που βρίθουν οφθαλμούς ιχθύων και με ενέργειες που έχουν την μορφή του ιχθυακού συμβόλου για να είμαστε κατ’ εικόνα και καθ ομοίωσιν ίδιοι με το πρότυπό του αλλά και γύρω μας συντροφεύοντάς μας στην παγωνιά του κόσμου τούτου που με τις νιφάδες του μας αποπροσανατολίζει.
Χιόνιζε εχθές στο Παρίσι και ο Ανρί με την ομπρέλα του με περίμενε στην στάση μετρό Muse du Louvre για να μου πεις πως το χιόνι είναι ασύμβατο με την καλλιτεχνία και πως η τέχνη ανήκει μόνον στον ήλιο. Έτσι στο ισόγειο και αφού αφήσαμε τις τσάντες μας στην ιματιοθήκη με ξενάγησε στην πτέρυγα Richeleu και στην πτέρυγα Sully που ο Δίας την γαλλική ζωγραφική φιλοξενεί…
Με εντυπωσίασε ιδιαιτέρως ο Χαρτοκλέφτης του Ζωρζ ντε λα Τουρ…Το μαύρο φόντο σκηνογραφικά συμβολίζει την άβυσσο της ψυχής των πρωταγωνιστών. Μια άβυσσος όμως συμπαντική και σχεδόν εξωγαλαξιακή που δεν υπόκειται στους νόμους του πλανητικού μας σύμπαντος με το φως να διαχέει τα πρόσωπά τους από τα δεξιά με τις θερμές του ακτίνες τονίζοντας πως τα πάντα έρχονται στο φως για να θερμάνουν και την δεξιά τους πλευρά που θα την προτιμούσαν να ’ναι παρασκηνιακή παρά στο προσκήνιο των ιδεών τους.
Ο νεαρός ευγενής στα αριστερό μέρος του πίνακα θα μπορούσε να ʼναι ο Νταμιέν προσηλωμένος στο παιχνίδι του, ενώ ο νεαρός ευγενής που προτιμάει πίσω από την πλάτη του τους καρό άσσους απ’ τις καρδούλες που γι’ αυτόν χτυπάνε θα μπορούσε να ’ναι ο Γκιγιώμ που γνώριζε τα πάντα εξ’ αρχής και με ξεμπρόστιασε μέσω των επιστολών του στον εαυτό μου. Στο κέντρο οραματιζόμουν εσένα Σοφί να παρακολουθείς τον Νταμιέν και στο κέντρο όλων η γυναίκα της οποίας η προσωποποίηση υπήρξα εγώ…
Το βλέμμα του κλέφτη απλανές, ούτε καν κρατούσε το πρόσχημα της περιέργειας που απέκλειε την δυνατότητα της αποτυχίας έχοντας εξασφαλισμένη την περίπτωση της νίκης που εδραιώνεται στην υποχθόνια κατεργαριά και λιγότερο στις συγκυρίες της τύχης που αποκλείουν τις αντιξοότητές της.
Ο οίνος στην κεντρική φιγούρα συμβόλιζε τις θυσίες που έκανα και για τους δυο…Τα περισσότερα νομίσματα ήταν στην μεριά του έντιμου παίκτη ενώ στου κατεργάρη κανένα για την ελπίδα της προοπτικής των άλλων…Το σκιασμένο πρόσωπο του χαρτοκλέφτη συμβόλιζε κατά την γνώμη μου την άγνοια της αλήθειας…
Σε αυτόν τον πίνακα θα μπορούσα να είχα υποδυθεί την Μαρία Αδελαίδα, την κόρη του Λουδοβίκου του Δέκατου πέμπτου ως Αρτέμιδα μεταβιβάζοντας την σκέψη μου στο Ουφίτσι της Φλωρεντίας, μίλια μακριά από τον μουσειακό μας διάλογο….
Αγέρωχη και ήρεμη στην αθωότητα που περιστοιχίζει την νιότη της με το αριστερό της χέρι δεικνύει πως η θέση του τόξου και κατά συνέπεια του κυνηγιού ανήκει στην γη, ενώ ετοιμάζει με το δεξί της ν’ αρπάξει ένα βέλος από την φαρέτρα για να το εκτοξεύσει στον ουρανό και απεικονιζόμενη να κερδίσει την αθανασία που της εξασφαλίζει ο πίνακας….Ήταν εξάλλου έθιμο εκείνης της εποχής οι εστεμμένοι και τα μέλη των οικογενειών τους αλληγορικώς να παρουσιάζονται ως θεοί για να ενστερνισθούν και τέλος να υιοθετήσουν τις ιδιότητες των θεών ως ένα σκαλοπάτι για να γίνουν στον πρόναο θεοί και στον σηκό αιώνιοι θεοί….Η ημισέληνος στο διάδημά της και στο νοητό διάδημά μου είχε κατεύθυνση του φωτός από κάτω προς τα άνω,
μια πράξη που συμβόλιζε την θεϊκή καταγωγή της γαλλικής μοναρχίας που μέσω της τέχνης ολοκληρώνεται σε επεκτατικό βαθμό για να γίνει πανσέληνος της βασιλείας του Θεού….
Εμβληματική βρήκα την φυσιογνωμία του καρδινάλιου Ρισελιέ φιλοτεχνημένη από τον Φιλίπ Ντε Σαμπέιν. Ο καρδινάλιος αφαιρεί από την κεφαλή του το εκκλησιαστικό καπέλο για να υπερτονίσει τον κοσμικό χαρακτήρα της θέσης του, στην ουσία εκείνος κυβερνούσε ως μονάρχης την Γαλλία στην θέση της Μαρίας των Μεδίκων ή της Άννας της Αυστριακής και του Λουδοβίκου. Η χειρονομία στο καπέλο του συμβόλιζε την μαγευτική επίδραση που ασκούσε η κοσμική εξουσία στους εκπροσώπους του κλήρου από την εποχή του προβλήματος της περιβολής αλλά και τις θεραπευτικές ιδιότητες των Γάλλων μοναρχών επί ασθενειών όπως επί παραδείγματι η χοιράδωση. Η έντονη πτυχολογία του ενδύματός του καρδινάλιου Ρισελιέ συμβολίζει την έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζει τον κόσμο της πολιτικής αλλά και την Μπερνίνια μπαρόκ διάθεση στην διακόσμηση των εκκλησιαστικών ναών της δύσης
κατά την οποία η λειτουργία συμμορφώνεται στις ανάγκες της περιβαλλοντικής παράστασης όπως τα αγάλματα, οι πίνακες και όπως τα υπόλοιπα κοσμητικά στοιχεία
υπαγορεύουν.
Ένας πίνακας Σοφί που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα καθώς ο Ανρί μου έλεγε γλυκόλογα και ενώ μασούλαγε ξηρούς καρπούς τους ενώνοντάς τους με την γλώσσα μου και οι οποίοι ήταν επιτερπείς ήταν η "ταφή της Αταλάʺ του Λουί Ζιροντέ ντε Ρουσίν Τριοζόν βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Σατωμπριάν. Ελαιογραφία σε μουσαμά για να θυμίζει πως φτιάχτηκε με τον πόνο ή κατ’ άλλους το αίμα του Χριστού από την χρήση του λαδιού αλλά και από την σοφία της θεάς Αθηνάς που το καταχώρισε στην αιωνιότητα.
Ο νηφάλιος σπαραγμός του νεαρού εραστή που αγγίζει με τόση τρυφερότητα τα πόδια της νεκρής δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο ούτε καν κάποιον ετοιμοθάνατο.
Τα πιάνει λες και είναι ζωντανά με την ίδια θέρμη και αφοσιωτική λατρεία που έπλεναν οι μαθητές του Ιησού τα πόδια του Κυρίου τους και μοιάζει να ʼναι ερωτευμένος –ένα είδος νεκρολατρείας θαρρείς- με το μέρος που υποκαθιστά το όλον μη αποδεχόμενος το γεγονός του θανάτου της…Η νεκρή δεν μοιάζει να έχει πεθάνει αλλά καθευδόμενη με μια στιλπνή νηφαλιότητα φαίνεται να συλλογίζεται περί θανάτου χωρίς να έχει καταλήξει σε κάποιου είδους απόφαση, ενώ ο Χριστός μέσω του σταυρού της δείχνει την ανάβασή της σε αυτόν. Η στάση της πιο άνετη ακόμη και από τον Χάρο που την στηρίζει….
Σε κάποια στιγμή κουρασθήκαμε από την διερεύνηση των πινάκων και καθίσαμε σε κάποιο αναπαυτικό ανάκλιντρο για μερικές στιγμές ανάπαυλας. Θυμίζαμε την συνομιλία στο πάρκο του Γκαίηνσμπορω υιοθετώντας μια ανάλαφρη διάθεση και χωρίς να κοιταζόμαστε στα μάτια παρασυρμένοι από τα αρκαδικά και ειδυλλιακά τοπία πινάκων όπως ο "΄Πρωινός περίπατος" του ίδιου ζωγράφου.
Ο προβληματισμός και η πυγμή ήταν δύο έννοιες που πάντοτε αλληλοσυμπλέκονταν και δεν θα μπορούσε ποτέ να λείψει και από αυτόν τον πίνακα.
Ο σκύλος τους κοιτάζει με τρυφερότητα και αφοσίωση αλλά αυτοί αμέριμνοι συνεχίζουν τον περίπατο σα να μην υφίσταται η ύπαρξή του εις τον χώρο και ούτε καν μια αντίδραση σε αυτήν σπασμωδική, παροδική ή και μόνιμη θυμίζοντας το εφηβικό σεξ που οι εραστές μετά από την συνουσία δεν αποκρίνονται τίποτε ή ανάβουν τσιγάρο ως ένδειξη συστολής…
Από την σχολή του Φοντενεμπλό ξεχώρισα ιδιαιτέρως την Άρτεμη του Πουατιέ την ερωμένη του Ερρίκου του Δευτέρου που το αραχνούφαντο κάλυμα στο αιδοίο της συμβόλιζε την ευλογία της σοφίας της Αθηνάς, η γυμνότητα την Αφροδίτη και το τόξο την Αρτέμιδα σε μια κρίση όχι του Πάρη αλλά των θεών ακολουθώντας το γνωμικό όχι της διαιρεμένης βασιλείας αλλά της σύμπτηξης τριών διαφορετικών θεικών ρευμάτων…Ο άγνωστος καλλιτέχνης εκτιμούσε ιδιαιτέρως την φυσιογνωμία της για να συγκεράσει τα θεικά χαρακτηριστικά δίνοντας την θέση της Ήρας στην Άρτεμη όχι για την έννοια της προσβολής αλλά της συνένωσης που συνεπάγεται εκτίμηση των άλλων παραγόντων με εξισορροπιστικές τάσεις….Η γυμνότητα εξάλλου εκπροσωπεί το κυνήγι στην σχέση θύτη και θηράματος ενώ δεν φοβάται να αποκαλύψει την αλήθεια στο θήραμά του…. Ο σκύλος που στον συγκεκριμένο πίνακα υποδηλώνει μια παγανιστική ερωτική συντροφιά και πιθανώς τον αδικοχαμένο βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκο ακολουθεί την πορεία με την κατεύθυνση που υποδεικνύει η εκπάγλου καλλονής Άρτεμις του Πουατιέ…
Εξίσου εντυπωσιακός μου φάνηκε ο πίνακας του Νταβίντ "Η αρπαγή των γυναικών των Σαβινών "…Από την αριστερή πλευρά ο Ρωμύλος ως κορυφόρος
Αχιλλέας έτοιμος να χιμήξει στον ηγέτη των Σαβίνων Τάτιο, ενώ η Ερσιλία ενδυόμενη στα λευκά-σύμβολο ειρήνης και εκεχειρίας- μακριά από την νηφάλια ακινησία της μαντάμ Ρεκαμιέ σχηματίζοντας το γράμμα χι που εκπροσωπεί τον Χριστό σε μια πράξη αυτοθυσίας για να σταματήσει η διένεξη και η έχθρα στις αντιπαρατεθείμενες μερίδες. Αμέριμνα τα παιδιά στο κατώτερο μέρος της σύνθεσης μοιάζει ν’ αδιαφορούν για τα δρώμενα και ο Νταβίντ τονίζει πως τα παιδιά εκ φύσεως δεν συσχετίζονται με πολεμικές πρακτικές αλλά παραμένουν ουδέτερα μακριά από τον σαθρό κόσμο των μεγάλων που το παιχνίδι υποκαθίσταται με τον πόλεμο…Άλλες γυναίκες παραθέτουν τα παιδιά τους όχι τόσο ως ασπίδα της ζωής τους αλλά για να σταματήσει η αιματοθυσία, ενώ οι στρατιώτες απεικονίζονται περιληπτικά, αφού ο πόλεμος συνδέεται με στατιστικά δεδομένα και κάθε λογής υπολογισμών που λαμβάνουν υπόψη το ενεργητικό δυναμικό και όχι τόσο την υπεροπλία της καθεμίας παράταξης, παραγνωρίζοντας την ατομικότητα που ελλοχεύει σε καιρό ειρήνης όχι τόσο για την αυθυπαρξία της όσο για την επιβεβαίωση πως οι πολεμικές ενέργειες είναι μακριά…
Το ίδιο θέμα πραγματεύθηκε και ο Πουσσένˑ όμως εκεί κυριαρχούσε η αίσθηση του πανικού των γυναικών για να γλιτώσουν τους διώκτες τους από μια ανήθικη πράξη….
Από την άλλη πλευρά "Ο επιτάφιος θρήνος" του Ανγκεράν Καρτόν εντυπωσιάζει για την ασύνηθη απόδοση του Ιησού Χριστού που αν και νεκρός
εξακολουθεί η κεφαλή του να ακτινοβολεί την αγάπη του για την ανθρωπότητα ως μια επέκτασή της σε φως μεταφυσικό. Ο Ιωάννης αφαιρεί το ακάνθινο στεφάνι δίνοντας τέλος στο μαρτύριο του κοιμώμενου Χριστού, ενώ ο Ζαν ντε Μονταγνιάκ διακρίνεται γονατιστός και παρών στην ώρα της Αποκαθήλωσης, μια τεχνική που ενυπάρχει στην Δυτική Σχολή της αγιογραφίας στα πλαίσια της πατρωνίας ή και των επίσημων παραγγελιαδοτών που από την υπερβολική αγάπη τους για τον Κύριο τους επιθυμούν
να σπάσουν τα δεσμά του χρόνου και μέσω της εικονογραφικής τέχνης να βρεθούν ξανά δίπλα Του…Η κλίση στην κεφαλή της Παναγίας σήμαινε το λύγισμά της από τον άδικο θάνατο του Υιού της, ενώ η Μαγδαληνή κατά πάσα πιθανότητα στο αριστερό μέρος δακρύζει και σκουπίζει ταυτοχρόνως τα δάκρυά της, υποδεικνύοντας πως κατέχει τον αυτοέλεγχο και πως ελέγχει τα παρορμητικά της συναισθήματα…
Η δε διαφορά που υπάρχει στα πρόσωπα της Παναγίας και της Ελισάβετ στο έργο του Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο "Η επίσκεψη της Παναγίας στην Ελισάβετ" με έκανε να αναφωνήσω: "Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου"… Αυτή η παρουσίαση της Ελισάβετ ως γραίας με δύσμορφα χαρακτηριστικά είχε να κάνει περισσότερο με την εξύψωση της μορφής της Παναγίας ως δεσπόζουσας εις τον χώρο και λιγότερο με τις νατουραλιστικές αποχρώσεις στην Ελισάβετ ως ένα μνημειώδες δένδρο στην ιταλική φυτογραφική ανθρωπογραφία που αντικαθιστά τα πρόσωπα με δενδροστοιχίες για την ανεύρεση των αναλογιών και των αρχών….
Εις το επανιδείν,
Lusy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 510
Damien Adaleux προς Georges Labrouille
18-1-2003, Παρίσι,
Αγαπητέ Ζώρζ,
Το χθεσινό πρωινό αποφάσισα να κάνω κάτι διαφορετικό για να σπάσω την μονοτονία μου για την διαταραγμένη σχέση μου με την Λουσύ.
Αναδιφούσα στο διαδίκτυο ερωτικό σύντροφο όμως επί πληρωμεί. Οι αγγελίες άφθονες δίχως όμως να αναφέρουν ρητώς και κατηγορηματικώς ποσά ή είδος υπηρεσιών.
Η λέξη αβάδιστα σήμαινε την παθητικοποίηση του ρόλου του υποψήφιου παρτενέρ το ίδιο και η λέξη άγαλμα αν και όπως επισημαίνουν οι ειδικοί των αγγελιών
οι λέξεις αυτές εκκινούν από το γράμμα άλφα για να δοθεί προτεραιότητα σε αντίθεση με τις άλλες. Επιπλέον οι όροι άγαλμα και αβάδιστα σημαίνουν κατά την άποψη ειδικών σεξουαλικών ζητημάτων πως ο θέτων την αγγελία είναι δεκτικός μόνον σε προτάσεις-ένα είδος σεξουαλικού αθύρματος- και δεν επιβάλλει καμία στον χρηματοδότη του.
Από όλες τις αγγελίες ξεχώρισα μια με έναν ερωτικό σύντροφο που ζητούσε γενναιόδωρους κυριούς για την εικοσάρα σκούπα του. Το μέγεθος μου άρεσε κατά πολύ και κυριολεκτικώς ο σίελος μου έσταζε ψιάδες έρωτος για να τον γνωρίσει και να τον κατακτήσει.
Ο όρος γενναιόδωρος σήμαινε φυσικά πληρωμές σε είδος-λιμουζίνες, σπίτια, κοσμήματα αν ο παρέχων την χορηγία τυγχάνει να έχει αμύθητη περιουσία και δεν γνωρίζει με ποιον τρόπο πρέπει να την κατασπαταλήσει εφαρμόζοντας την χριστιανική ηθική ο έχων δυο ιμάτια αν του ζητηθεί ένα να δώσει και τα δύο- ή και σε χρήμα αν έχει οικονομική στενωπό και ψάχνει πολύτιμες εμπειρίες για τον εμπλουτισμό της ερωτικής του ζωής.
Μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος έμαθα πως η αμοιβή για τις ερωτικές του υπηρεσίες ήταν είκοσι ευρώ την ώρα και πως θα έκανε ότι ζητούσα. Η ιδέα με ενθουσίασε γιατί από παιδική ηλικίη είχα συνηθίσει στην υπόδυση ρόλων των πλαγγόνων και αυτή η συνήθεια μεταβιβάσθηκε στις ανθρώπινες ερμηνείες των οποίων οι σεξουαλικές πρακτικές αποτελούν το θέατρο των παρερμηνειών της έλλογης κοινωνικότητας ή των επιταγών της κοινωνίας για λογικό διαχειρισμό των ανακύπτοντων προβλημάτων και διαφορών που στην ουσία αποτελούν ένα είδος χειραγώγησης που δεν συσχετίζεται με την σεξουαλική συμπεριφορά αλλά την ποδηγετεί μέσω άλλων καναλιών σαν μια απόπειρα η Φύση να προσκυνήσει στον ανθρώπινο πολιτισμό και ποτέ την πρωτοκαθεδρία του στα ηνία της ιστορίας της ανθρωπότητας που κυριαρχεί η χριστιανική ηθική να μην αμφισβητήσει, η πυγμή και η σωφροσύνη έστω και στο παράλογό της κώδικα αν δεν ευρίσκεται στον απόλυτο βαθμό.
Σε αυτή την τιμή συναίνεσα και του ζήτησα να μου περιγράψει την τελευταία ομοερωτική του επιθυμία και εμπειρία όπερ και εγένετο. Μου εξήγησε πως η τελευταία φορά που είχε σεξουαλική επαφή ήταν στο οδοντιατρείο του πατρός του όταν εκείνο ήταν κλειστό και πως είχε πάρει τις δέουσες προφυλάξεις. Ο παρτενέρ ήταν πελάτης του πατέρα του που μόλις τελείωσε η ορθοδοντική περιποίηση τον ξεμονάχιασε στο υπόγειο του γραφείου που συστεγαζόταν στο κτήριο με μια οικία ενοίκου αγνώστων στοιχείων ο οποίος τύχαινε να έλειπε σε χριστουγεννιάτικες διακοπές στην Ζυρίχη της Ελβετίας και συνεπώς το πεδίο ήταν ελεύθερο. ενώ λοιπόν ο πατέρας του είχε να αντιμετωπίσει μια δύσκολη περίπτωση πελάτη που θα κρατούσε τουλάχιστον δύο ώρες και ενώ έβρεχε αρειμανίως ο Καμούα όπως μου συστήθηκε αποφάσισε ν’ αναλάβει δράση με τον Βέλγο όπως του αυτοσυστήθηκε ερωτικό του σύντροφο.
Ο Καμούα όπως μου ανέφερε στο ηλεκτρονικό του μήνυμα είχε από την πλευρά της μητρός του καταγωγή από το πρώην Βελγικό Κονγκό και σημερινό Ζαίρ.
και ο πελάτης του ήταν από το βασίλειο του Βελγίου εικοσιπεντάρης και καλλιτέχνης στο επάγγελμα. Μου ανέφερε δε πως με μια ματιά κατάλαβε ο ένας τι ζητούσε από τον άλλον και πως το κλείσιμο του ματιού ήταν ανταπόκριση σε παθητικής μορφής σεξ.
Στο υπόγειο που συμβόλιζε τα Τάρταρα γδύθηκαν γρήγορα από την έξαψη της σεξουαλικής μανίας που χαρακτηρίζει δύο εραστές που μόλις γνωριστήκαν από το πρώτο ραντεβού και ήταν από πολύ καιρό σε σεξουαλική νηστεία.
Ο Καμούα θα υποδυόταν τον Πατρίς Λουμούμπα, τον διανοούμενο ποιητή και πρώτο πρωθυπουργό του ανεξαρτήτου Κογκού, ενώ ο Βέλγος τον πρόεδρο της δημοκρατίας Καζαβούμπου που δολοφόνησε το 1961 τον Λουμούμπα για να αποκτήσει η βελγική εταιρεία του βασιλείου του Βελγίου Ουνιόν Μινιέρ την πλήρη εκμετάλλευση της χώρας του σώματός του χαλκού, του ουρανίου και του ραδίου καθώς ο Λουμούμπα από ιδεολογία φρόντιζε η ανεξαρτησία του κράτους του να μην είναι μόνον ένα χαρτί επικυρωμένο από εγγυήτριες δυνάμεις όπως συνέβη στο βασίλειο της Ελλάδος-αφού οι βασιλείς της Αγγλίας, της Γαλλίας Λουδοβίκος Φίλιππος και ο τσάρος της Ρωσίας Νικόλαος με την ευγενή συνεισφορά του Καποδίστρια που άλλοι την χαρακτηρίζουν παρελκυστική απεφάνθησαν ανεξαρτησία και όχι αυτονομία με πρώτο βασιλέα της μικρής εκείνης χώρας τον Γερμανό Όθωνα για να μεταφέρει τις δομές του βασιλείου του αυτούσιες στο νεοσύστατο αυτό κράτος που θα είχε πάντα ξενικές επιδράσεις ως ένα συστέγασμα της άτυπης συμφωνίας και το οποίο θα προστάτευε τους υπηκόους του οι οποίοι τύχαινε να είχαν ξενική καταγωγή με ισονομία και όπως θα όφειλε να έκανε με τους δικούς του σα να είχε ενώπιόν του τους μονάρχες της Ευρώπης, αλλά ο λαός του να διαχειρίζεται τον ορυκτό πλούτο της χώρας του για να ευημερεί και όχι άλλοι να πλουτίζουν σε βάρος του μια απαίτηση που ανάγκασε τον βασιλιά του Βελγίου Μπαντούεν να παραχωρήσει τον ποθεινό αυτοέλεγχο και την βαρύτιμη του ανεξαρτησία.
Ο Καμούα ως άλλος Λουμούμπα θα καταργούσε το νόμο περί εξαιρέσεως των ποιητών από την ιδανική πολιτεία και θα εγκαθίδρυε την δική του με μονάρχη της σεξουαλικότητας και των ορμέμφυτων γενετήσιων ενστίκτων έναν ποιητή που τύχαινε να ʼναι ο εαυτός του. Θα έπαιρνε εκδίκηση συμμεριζόμενος τον ενεργητικό ρόλο από τον δολοφόνο του που ονομαζόταν τοπικός δυνάστης και προασπιστής των ξένων συμφερόντων του καπιταλισμού με τα χρυσά μαλλιά, το αργυρένιο δέρας και τα διαμαντένια μάτια του παθητικού υποκειμένου του που σφετεριζόταν τον πλούτο της χώρας του πότε στο πρόσωπο του Καζαβούμπου και άλλοτε σ’ εκείνο του αμερικανόφιλου στρατηγού Μομπούτο που ανέτρεψε τον Τσόμπε παρά την παρουσία ισχυρών δυνάμεων του ΟΗΕ στην περιοχή αυτή του κόσμου.
Το ξυλένιο δέρμα του που έμοιαζε και με φυτείες από καφέ ή κακαοφυτείες του θα ήταν το ισχυρότερο όπλο του σε αυτή την μάχη.
Φόρεσε διπλό προφυλακτικό σε περίπτωση που έσπαζε το πρώτο να είχε την προστασία του δευτέρου και ο Βέλγος στα τέσσερα με λυγισμένη την πλάτη υιοθέτησε την στάση του αίλουρου που έψαχνε ερωτικά παιχνίδια. Σε αυτήν την ερωτική σιδερώστρα που τόνιζε την αξιοπρέπεια και την αίσθηση της πίεσης προς τα κάτω με τις κυκλικές κινήσεις της ιστορίας που δίνουν μια αναγεννητική μορφή στην ιστορία
όπως οι αντίστοιχες του Ντεγκά που η ωραιότητα των σεντονιών του έγκειται σε αυτή την ισοπεδωτική καθαρτική δύναμη της τέχνης η οποία εξαπλώνεται στο μεγαλύτερο μέρος των καμβάδων του για την εξύψωση του μόχθου της εργασίας που προβάλλεται ακόμη και πάνω από το νου της γυναικός που σιδερώνει και θεοποιείται απλωμένο από κάτω προς τα άνω στην τελική φάση της δημιουργίας του.
Εξ’ όσων του ανέφερε ο Βέλγος ή και ιθαγενής που το έπαιζε Βέλγος -με την αίσθηση της ανωτερότητος από τους συντρόφους του περί μιας ανώτερης καταγωγής που θεμελιωνόταν στην υιοθέτηση περισσότερο κάποιων βασικών καπιταλιστικών αρχών και ολιγότερο σε κάποια ντετερμινιστική θεώρηση γενετήσιας ανωτερότητας αρειανής προελεύσεως - δυνάστης του που είχε γίνει θύμα του αυτή την φορά ένιωθε από την περιοχή της έδρας του ως την κορυφή του τρίτου του ματιού ενέργειες απόλαυσης και στα επτά βασικά σημεία του σώματός του: όχι όμως μιας απόλαυσης
που είναι έντονη και αποσύρεται, αλλά μιας απόλαυσης που κυριαρχείται από μια αρμονία ωραιότητος και εφάπτεται στο σώμα από αγάπη, ενώ δεν στηρίζεται σε χαμερπείς απολαύσεις που σαν την πλημμυρίδα οδηγούν στην άμπωτη και τελικώς στον μαρασμό των ενεργειακών φύλλων της ψυχής του σώματος.
Μετά από αυτήν την έξαψη ο Καμούα όπως μου εξομολογήθηκε μετά από είκοσι λεπτά ολοκλήρωσε στο σώμα της πλάτης του Βέλγου που έφερε μια δερματοστιξία από τον περιώνυμο πίνακα του Γκόγια "Η εκτέλεση της 3-5-1808" με δεύτερο τίτλο "Οι εκτελέσεις στο Principe Pio" που πραγματευόταν την εξέγερση των κατοίκων της Μαδρίτης κατά των γαλλικών στρατευμάτων κατοχής και οι οποίοι εκτελέσθηκαν δια τουφεκισμού. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η πηγή του φωτός προερχόταν από τους τουφεκισθέντες εξεγερμένους, αφού ενώθηκαν με το φως λόγω της αντιστασιακής τους δράσης που θεμελιωνόταν σε κάποια ιδεολογία που μπορούσε κανείς να συμφωνεί ή και να διαφωνεί με αυτήν αλλά για την αγνότητα των αρχών της κανένας δεν φαινόταν να αμφιβάλλει…. Οι στρατιώτες που τους εκτελούν απρόσωποι όπως ο θάνατος εν καιρώ πολέμου, ενώ τον αποτροπιασμό τους με το να κρύβουν τα μάτια τους με τα χέρια τους εξεδήλωναν οι ανενεργοί πολίτες στην ανταρσία της πόλεως που ενεδείκνυαν και ένα είδος αντίστασης με τον τρόπο τους και τύψεων ίσως που δεν συμμετείχαν και εκείνοι στην εξέγερση για να συνεπικουρούν τους συναδέλφους τους. Ο τρόμος αλλά και η αφοπλιστική γενναιότητα του πρωταγωνιστή στην παράταξη των όπλων εναντίον του συγκινεί και τον εξυψώνει στο βάθρο ενός αναγεννησιακού αγγέλου που εκπέμπει φως, θερμότητα και αγάπη φωτίζοντας τα σκουρόχρωμα ρούχα των Γάλλων στρατιωτών και απαλύνοντας τις σκιές τους που συμβολίζουν το επερχόμενο κακό…. Η αφοβία του τον εξυψώνει όχι μόνον στους Γάλλους στρατιώτες που η στάση τους εμφανίζει μια συστολή απαράμιλλη σαν κάποιος κίνδυνος να επικρεμάται στα κεφάλια τους σε περίπτωση ανυπακοής των εντολών που έχουν λάβει αλλά και στους ομοιδεάτες του που βρίσκονται δίπλα και πίσω του, ενώ η λάμψη του διασπάται από το εκχυνόμενο αίμα από του συστρατιώτη του το σώμα, αποτυπώνοντας την φρίκη του πολέμου που διψάει για αίμα…Το μικρό λοφίδιο λαμβάνει και αυτό την κίτρινη απόχρωση υποκλινόμενο ως πρεσβευτής του επίγειου κόσμου σαν τον λόφο των Μαραθωνομάχων στα ιδανικά, στις αρχές και τις αξίες των μελλοντικών υποψήφιων νεκρών αν και κατ’ άλλους μοιάζει σαν διακτινισμός μιας θεϊκής ενέργειας που περιβάλλει με την στοργή της τους πρωταγωνιστές που την ανέδειξαν σε κυρίαρχη δύναμη…..
Μετά από την εκσπερμάτωση μου εξομολογήθηκε πως κατέληξε στο γλείψιμο και στην κατάποση και των δύο προφυλακτικών ως ένα είδος ανιμιστικής μανίας που βλέπει στο πρόσωπο του άλλου τις δυνάμεις με τις οποίες αρέσκεται να συνενωθεί αλλά και ως ένα είδος φετιχιστικής λατρείας που ενέχει στοιχεία ακινδύνου μαζοχισμού….
Σε αυτή λοιπόν την αναγκαία παρέκβαση για την απομαγνητοφώνηση της ιστορίας θα προσθέσω το τι μεσολάβησε από το χθεσινό πρωινό μέχρι και το σημερινό που σου γράφω.
Η μελαγχολία μου για τις κάκιστες σχέσεις που είχα με την Λουσύ με οδήγησαν στην χρήση της κάνναβης που μου προκαλούσε έστω και παροδικώς μια φαινομενική ευφορία….Ανέμενα εναγωνίως την επίσκεψη του Καμούα για να παίξω με το κορμί του…Μέχρι να έλθει είχα απασχολήσει την σκέψη μου με τα χεντάι που είναι ερωτικά κόμικς από την Ιαπωνία για να διανθίσω και να εμπλουτίσω την σεξουαλική μου ζωή, αφού ήμουν αρκετά ταραγμένος ακόμη από τον δεκάλογο του Γκιγιώμ που κάποιες εξ’ αυτών μπορούσα να θέσω σε εφαρμογή όχι όμως όλες και αυτό μου προξενούσε έναν παροδικό όπως οι φάσεις της σελήνης παροξυσμό εκνευρισμού γιατί δεν ήμουν συνηθισμένος σε δίχως σύνορα προκλήσεις και δη από ένα πρόσωπο άτολμο…Αισθανόμουν την Αχίλλειο πτέρνα στην πυγμή της αθανασίας μου και την τολμηρότητά μου καταρρακωμένη σε γραφίδες σκεπτικισμού για την κατοπινή υστεροφημία μου…Αισθανόμουν ευτελισμένος και ένα μηδενικό για έναν φοιτητή που το χαρτί του ήταν εξίσου από ένα φθηνό υλικό….Ήθελα πολύ να κλάψω για την ταπείνωση που δέχθηκα και αυτόν τον εξευτελισμό της ανθρώπινής μου αξιοπρέπειας…. Ήθελα να του κάνω πολύ μεγάλο κακό κλαίγοντας γοερά αλλά η Λουσύ με αναχαίτισε λέγοντας μου πως αν το έκανα θα με έβρισκαν οι συμφορές και οι κατάρες όλων των γεναρχών του λαού του Ισραήλ αφού η καταγωγή του ήταν δυστυχώς εβραϊκή και Ασκεναζίμ….Ως μια αντιμεταχώριση θάρρους και δυνάμεως ανέμενα το θήραμά μου….
Στην βίλα μου που διατηρούσα νοτίως των Βερσαλλιών περίμενα τον Καμούα με ανυπομονησία….Χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι και είδα από το βίντεο τον Καμούα μ’ έναν άγνωστο. Δεν φοβήθηκα να ανοίξω.
<<Εσύ είσαι ο περιβόητος πειρατής του διαδικτύου;>> με ερώτησε ο Καμούα καθώς ξάπλωσε αναπαυτικά στον καναπέ του σαλονιού μου και πήρε το τηλεκοντρόλ βάζοντας μια ταινία πορνό εκ των πολλών που είχα στο καλάθι ακριβώς πλησίον του.
<<Ποιος είναι ο σύντροφός σου;>> τον ρώτησα με επιφυλακτική περιέργεια.
<<Είναι ο Μπόγκο ένα παιδί που εργάζεται και αυτός για το χαρτζιλίκι του>>
<<Η καταγωγή σου ποιά είναι παιδί από της Αφρικής την Αραβία;>>
<<Από την Ακτή του Ελεφαντοστούν…Μην φοβάσαι όμως δεν δαγκώνω….>> μου είπε και χαμογελώντας συμπλήρωσε: <<Εγώ μόνον θα βλέπω σαν το μοντέλο που αυνανιζόταν μπροστά στην Μαντόνα στο βιντεοκλιπ της Justify my love….>>
<<Πολύ ενδιαφέρουσα η προτασιακή σου ικανότητα…Η ανεξαρτησία σου είχε προέλθει από την Γαλλία…..Οι μπανάνες είναι το κυριότερο εξαγώγιμο προιόν…>> του αντέτεινα, ενώ έβλεπα τον φαλλό του Καμούα να έχει γίνει χάρακας και εγώ έπρεπε να αποποιηθώ του δικαιώματός μου να γίνω διαβήτης.
<<Θέλω το κοβάλτιό σου…>> του είπα και ο Καμούα ενώ έβλεπε το πορνό έξόρισε τα ρούχα του με τόσο γρήγορο ρυθμό που σύντομα βρέθηκε με το στρινγκ του μόνον…..
<<Μου αρέσει το κλαδί σου αλλά γύρισε την πλάτη σου στον καναπέ…>>
<<Ότι πεις αγορίνα μου…>>μου είπε ο Καμούα και μου χαμογέλασε…Αποφάσισα να του κάνω rimming αφαιρώντας το στρινγκ του για να εξορύξω το κοβάλτιο, τον χρυσό, το μαγνήσιο, τον χαλκό, τον κασσίτερο και το βαμβάκι του ως γνήσιος αποικιοκράτης…. Τύλιξα και το χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ σε κύκλιο σχήμα όπως η χειρονομιά που παρατηρούμε στην προσωπογραφία του Ριχάρδου του Τρίτου που κρατάει το δακτυλίδι σε κυκλικό σχήμα για να τονίσει πως η κοσμική εξουσία και η ηγεμονία δεν έχει αρχή μήτε τέλος…Η δε αποκρουστική του όψη μπορεί να δικαιολογηθεί από την Τυδωριανή περίοδο που τον δαιμονοποίησε, αφού οι νικητές πάντα γράφουν την ιστορία και ο Ερρίκος ο Έβδομος Τυδώρ εθεσε τέλος στην τριαντάχρονη διαμάχη μεταξύ του οίκου της Υόρκης και του οίκου των Λάνκαστερ προχωρώντας σε σύζευξη των δύο κόσμων και δυναστειών για το καλό και την ενότητα του βρετανικού λαού και αν αναμείξουμε το λευκό ρόδο και το πορφυρό σε ένα τρίτο θα αποστάξουμε το ρόδινο που εκπροσωπεί την αγάπη και την ανάγκη της συμφιλίωσης.
Το πίσω μέρος του λαιμού του Καμούα είχε μια δερματοστιξία που αναπαριστούσε την "Ανεύρεση του Μωυσή" του Βερονέζε γνωστού και ως Πάολο Καλιάρι με τον απροστάτευτο και εγκαταλελειμμένο από τους φυσικούς του γονείς Μωυσή, ενώ η κόρη του Φαραώ με την αγέρωχη στάση της παρατηρεί την καθοδική στάση του μωρού που με την βοήθεια των θεραπαινίδων της θα αναχθεί στον ουρανό. Η καθοδική κίνηση στην γη των Φαραώ συμβόλιζε την νίκη του λαού του επί του δυνάστη του και την διατριβή του Μωυσή στις κοσμικές υποθέσεις, ενώ η προοπτική της ανόδου τις Δέκα εντολές του Θεού στο Σινά…Το δε έργο χαρακτηρίζεται από μια ισορροπία φύσης και ανθρώπινης παρουσίας τονίζοντας πως η Φύση είναι μεν άγρια έχει όμως την ευαισθησία να μεταβιβάζει τις αδικίες της ζωής στους κληρονόμους της βασιλείας του Θεού που αποφασίζουν για τις μοίρες των ανθρώπων των άτυχων, των αδυνάμων και των απροστάτευτων που βρίσκουν στην πορεία της ζωής τους….Η δε ορφάνια είναι πάντοτε ένα γεγονός που μου προξενεί συγκινησιακή φόρτιση αφού στην ουσία είμαι και εγώ ορφανός από πατέρα όπως ο Μοκούα που μου το εξομολογήθηκε μετά το σεξ που κάναμε….Μάλιστα ζητούσε αυτό το ποσό για να βγάζει τα προς το ζην αφού είχε μάθει να είναι άνεργος μια ζωή….
Η πατρική ορφάνια πάντοτε αναπληρώνεται από την αγκαλιά της κοινωνίας και ο αδύναμος και ασήμαντος στα μάτια των ανθρώπων είναι μεγάλος και τρανός ενώπιον του Θεού που τον αγκαλιάζει μέσω των εκπροσώπων του στην γη, αναβιβάζοντας την φήμη του δίχως την έννοια της φιλοδοξίας αλλά με την σημασία του παραδείγματος με τα τρωτά του σημεία αλλά και τα αλώβητά του.
Παρόλα αυτά και ενώ του κάπνισα το κλαδί για να παίξω με τον εαυτό μου μουσική, αποφάσισα να υποδυθώ τον Βέλγο κατακτητή που είχε συναντήσει
στο οδοντιατρείο του πατέρα του.
Αισθανόμουν σε κάθε διείσδυση του τα χέρια του στο στήθος μου περισσότερο με διάθεση επιβολής και λιγότερο ως ένα αντιστήριγμα για να βρεθεί η κατάλληλη ισορροπία και η συνουσία να έχει ποικιλία εισδοχών με ποιότητα και πραότητα που είναι το κλειδί σε τέτοιου είδους πράξεις….
Ενίοτε ενώναμε και τις γλώσσες μας, αφού έσκυβε για να με φιλήσει σαν τετράποδο επάνω σε τετράποδο και μου τραβούσε άγρια το μαλλί για να μου διδάξει τον πόνο που αισθάνεται ένας πατριώτης όταν του λεηλατούν την χώρα του και γράφει ποιήματα για τους κατακτητές της που την έσυραν σε πόλεμο
δίχως να το θελήσει η ίδια αλλά οι βιοτικές της ανάγκες…
Μετά βίας έβλεπα σε αυτές τις διακεκομμένες στιγμές τρυφερότητας μάλλον υποκριτικής και ακόμη περισσότερο εκδικητικής μα λιγότερο ανυπόκριτης και ειλικρινής τον αράπη που μου έχωνε σαν πύραυλο παγωτό το εξάρτημα του των είκοσι τριών εκατοστών. Ένιωθα το ηφαίστειο να αναδύει την λάβα και τις στάχτες του προς τα σημεία του βασιλικού μου ουρανού αλλά με την σκέψη της λογικής φρόντιζα να είναι πάντα σε συστολή αυτή η έφεση και ποτέ σε διαστολή για να επανέρχομαι στην πρότερη κατάσταση που το αθώο μπορεί να υποδυθεί το πονηρό, προκειμένου να εκμαιεύσει τις πληροφορίες που χρειάζεται για να προσεγγίσει τον περιβάλλοντα χώρο….
Στο δεξιό του χέρι με το δακτυλίδι του διδασκάλου είδα σε δερματοστιξία το έργο του Βελάσκεθ "Ο Απόλλων στο εργαστήριο του Ηφαίστου" που αναγγέλει την μοιχεία της Αφροδίτης, της θεάς του κάλλους με τον Άρη θεό του πολέμου, ενώ ο χωλός Ήφαιστος εκπροσωπεί τις χειρωνακτικές εργασίες που απαιτούν σκληρή εργασία όπως το αμόνι και τα λοιπά εργαλεία που απαιτούνται για αυτά…Η οργή του πασιφανής και η μανία του ακόμη μεγαλύτερη….
Ο Απόλλων με το δάφνινο στεφάνι που λαμπυρίζει εκπροσωπεί τον χώρο των ποιητών που κερδίζουν την αθανασία μέσω της ποίησής τους και φωτίζουν τα αμαρτήματα με την έννοια των σφαλμάτων και όχι με την έννοια των εγκλημάτων που υποστηρίζει η χριστιανική ηθική όπως επί παραδείγματι αυτό της μοιχείας.
Ίσως με την αναγγελία της μοιχείας η δημιουργική φαντασία του Ηφαίστου να εκδηλωνόταν μέσω ενός χειροποίητου έργου τέχνης, με το ερωτικό ζευγάρι να σφυρηλατείται στο αμόνι ως μια απόπειρα υπέρβασης του αισθήματος της ζήλειας που ελλοχεύει σε παντρεμένους και εραστές και που δεν ανέχονται τους εαυτούς τους ως δευτεραγωνιστές στον γάμο ή στην ασυμβατική τυπική αντίληψη της σχέσης η οποία δεν αναγνωρίζει τις κοινωνικές συμβάσεις ως αποδεκτές παρά μόνον ως νόρμες που ποδηγετούν το αίσθημα για το καλό προφίλ σε επαγγελματικό επίπεδο….
Είχα κατακοκκινήσει στο πρόσωπο από το σφίξιμο που είχε κυριαρχήσει στην κοιλιακή χώρα από την εισδοχή αυτού του πριαπικού συμβόλου που ήταν πάντα συνταυτιζόμενο με την ανθρώπινη κοσμοαντίληψη….
Ο Μπόγκο είχε ολοκληρώσει και εγώ ανυπομονούσα να τελειώσει ο εισβολέας μου για την αίσθηση της απελευθέρωσης των σκλάβων που ενοικούσαν εντός μου στα δεσμά τους…..Η δε καταγωγή του ήταν η ευλογία της μνήμης για τα τεκταινόμενα στον χώρο μου αλλα και σε άλλους προσφιλείς προς το κοινό μου.
Ο Καμούα βγάζοντας βιαστικά το προφυλακτικό μου εκσπερμάτωσε στο στόμα μου εφαρμόζοντας το bukkake και εγώ με την σειρά μου φίλησα στο στόμα εφαρμόζοντας την μέθοδο cumswap στον Μπόγκο, μεταφέροντας ένα μέρος του σπέρματός του Καμούα στο στόμα του για να υπενθυμίσω πως το σεξ έχει την έννοια της μεταβίβασης ενέργειας και του λόγου από στόμα σε στόμα…..
Επίσης η συγκεκριμένη πρακτική υπογραμμίζει το γεγονός πως τα σεξουαλικά αποθέματα σε γεμίζουν με ευφράδεια λόγου και πως ο λόγος σου θα ’ναι πάντα μεστός νοημάτων και αλληγοριών μέσω της διαλογικής μορφής στην οποία συνίσταται αυτή η μετάγγιση σπέρματος ιδίας υφής και γεύσεως που αλλοιώνεται από τον σίελο του φιλοξενόμενου του δώρου τούτου….
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 540
Guillaume Papon προς Henri Trois
5-4-2003, Παρίσι,
Αγαπητέ Ανρί,
Ο χωρισμός με την Λουσύ είναι οριστικός.
Η ίδια παρόλο που της έγραψα στο εισιτήριο του λεωφορείου πόσο την αγαπούσα το αγνόησε και κάλεσε ενισχύσεις μέσω του τηλεφώνου της του κινητού.
Σε κάποια στιγμή το λεωφορείο δεν μπορούσε να στρίψει στην γωνία, ένδειξη πως ούτε καν η Αφροδίτη δεν δεχόταν αυτόν τον χωρισμό. Η Λουσύ όμως ανένδοτη από τον θεϊκό οιωνό. Ειδοποίησε τον πατέρα της να την περιμένει στην στάση του λεωφορείου για να την διασώσει από την απέλπιδα προσπάθεια μου να ξαναενωθούμε σε σώμα πνευματικό.
Ο πατέρας της δεν μου επέτρεψε να την ξαναδώ ποτέ ξανά λόγω των υβριστικών επιστολών που της είχα αποστείλει στο παρελθόν και που ένα μικρό μέρος του το έδωσε ο Νταμιέν ως δοκιμαστικό διαφημιστικό.
Απογοητευμένος και ταραγμένος ελαφρώς πήρα τον δρόμο για του σπιτιού μου τον γυρισμό…..
Στο σπίτι μου είχα μια στοίβα πορνοπεριοδικών που μου ανέβαζαν και ενέπνεαν συγχρόνως τον σεξουαλικό μου ενθουσιασμό….
Η αισθητική των πορνοπεριοδικών συσχετίζεται με την λατρεία των εικόνων, ενώ η σεξουαλική διέγερση από την στιγμιαία αποτύπωση μιας πράξης ενέχει την επιθυμία για συνταύτιση με το πέος, σαν μια φωτογραφία της οποίας το αντικείμενο γίνεται υποκείμενο της ταινίας που έχει στο νου του και προσθέτει σκηνές αοό την φαντασία του που ενδεχομένως διαφοροποιούνται από την συνέχεια της εκδοχής του φωτογραφιζόμενου υλικού το οποίο συνήθως προέρχεται από γυρίσματα πορνοταινιών με την πρόθεση της μεγαλύτερης αξιοποίησης του διακινούμενου υλικού και κατά συνέπειαν του εμπορικού της όλης κατάστασης. Τα είδωλα που χρησιμοποιούνται έχουν τέλειες αναλογίες και γυμνασμένα κορμιά που δεν απηχούν τον μέσο όρο εξωτερικής εμφάνισης των δρώντων σεξουαλικών υποκειμένων με τον ορίζοντα της τυφλής μίμησης μέσω εξαντλητικών διαιτών που μειώνουν τις αγορές καταναλωτικών προϊόντων και κατά συνέπεια των καπιταλιστικών βιομηχανιών που αναγκάζονται σε μείωση των τιμών τους και σε περιορισμό των επενδυτικών τους κινήσεων ή και σε προγράμματα λιποαναρρόφησης και αισθητικών επεμβάσεων προσφέροντας μια ανάπτυξη στον κλάδο της αισθητικής χειρουργικής ή ακόμη και στα γυμναστήρια που ο ερωτισμός από την αυξημένη αδρεναλίνη είναι διάχυτος και μπορεί κανείς να βιώσει τον αληθινό έρωτα στις σκάλες όπως ο Τζακ Ντώουσον και η Ρόουζ από το φιλμ Τιτανικός….Οι στάσεις ποικίλουν όπως και τα είδη γιατί τα περιοδικά πορνό με την βαριά βιομηχανία των διαφημιστικών λεζάντων που ασχολούνται με το τηλεφωνικό σεξ πρέπει να ικανοποιήσουν τις φολίδες στην φαντασία των αναγνωστών που στην ουσία είναι οφθαλμοπόρνοι, γητευμένοι περισσότερο από την επιβολή της εικόνας που καθηλώνει με την δύναμή της ακόμη και τον πιο αδαή ή να το θέσουμε πιο σωστά τον πιο άπειρο που με την χρήση της γίνεται πεπειραμένος τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο.
Η τουαλέτα ενίοτε είναι ο δοκιμότερος τόπος που μπορεί να λάβει χώρα ο ονειρωξιακός αυτοερωτισμός του καθενός ανδρός….
Η παλάμη παίζει τον ρόλο του αιδοίου μόνον που στην περίπτωση της αυτοικανοποίησης δεν χρειάζονται προφυλάξεις από τους λοιμούς της Αφροδίτης.Βλέπεις μόνον τα όρη της, του Κρόνου, του Διός και του Ερμή να ξετυλίγονται στις φλεβώσεις του φαλλού σου για να του αποκαλύπτουν ένα μέλλον
δίχως το αύριο της επικείμενης κυοφορίας που δεν θα ήταν δυνατή πάλι με τις
δέουσες προφυλάξεις…Η παλάμη υποδύεται τα τοιχώματα του αιδοίου μόνον που σε αυτή την περίπτωση μοιάζει με αφεδρώνα υπό έλεγχο που δεν αφήνει την δοκιμασία του αίματος και του πόνου να εκδιπλωθεί από την σεληνιακή παλινδρόμηση που μπορεί να καταλήξει σε τρικυμία δίχως κύμα αν δεν βλέπεις το πλοίο από σωστή απόσταση….Μια αφή που οδηγεί γρηγορότερα στην ηδονή αν και λειτουργεί ως προσομοιωτής αιδοίου που υποδύεται τον ρόλο του όχι άτολμα ή ακουσίως αλλά με πλήρη επίγνωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ομολογιακή σχέση έρωτος –αυνανισμού που ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης απαγόρευε
την τεχνική του.
Στην ουσία η παλάμη ερωτεύεται τον φαλλό και αυτό συνιστά από μόνο του ένα γεγονός ναρκισιστικού του πάρτυ αφού η τριβή χεριού παλάμης αποτελεί τον έρωτα προς τον εαυτό του αυνανιστή:μια στροφή εξωτερική με τάση εσωστρεφή.
Ο αυνανιστής στην ουσία είναι ο ερωτευμένος πάντοτε με τον εαυτό του και μάλιστα με το χειρωνακτικό του μέρος που συνδέεται με το απειροστικό φαντασιακό στοιχείο επιλογών που θα ήθελε να γίνει πραγματικότητα όχι τόσο για την ηδονή την στιγμιαία όσο για την γεύση δύναμης που θέλει να υλοποιηθεί εδώ και τώρα και όχι αύριο και σε κάποιο απόκοσμο μέρος….Μια ακατάλυτη δύναμη που την παυεί η ευχαρίστηση….
Η αυτοικανοποίηση όπως και ο σοδομισμός δεν επιφέρουν στην ανθρωπότητα μωρά που συνεπάγονται μια μορφή ζωής και κατά συνέπεια μια συνέχειά της.Η άρνηση της ζωής είναι καταδικαστέα από την θρησκευτική μανία, ενώ στην ουσία ο θάνατος είναι μια υπαρκτή διαδικασία που μπορεί να μην επιβραβεύεται όμως αναγνωρίζεται η ισχύς του από όλες τις θρησκευτικές κάστες που υπάρχουν στον πλανήτη γη.Η ύπαρξη της μη ζωής τιμωρείται στον ίδιο βαθμό με την ύπαρξη της ίδιας της ζωής ενώ δεν επιβραβεύονται από κανέναν. Ο θάνατος αντιθέτως δίνει πάντα μια μεγαλύτερη αναγνώριση στα σημαίνοντα πρόσωπα ή και σε αυτά της ήσσονος σημασίας που φαίνονται φεγγαρόφωτα με τον θάνατό τους στα μάτια της κοινής γνώμης.
Η χριστιανική ηθική αναγνωρίζει την ζωή ως την μόνη δυνατή υπαρξιακή κατάσταση παραγνωρίζοντας το γεγονός πως ο θάνατος οδηγεί την ζωή σε μια άλλη μορφή της που δεν έχει καμία σχέση με αυτόν αλλά αναγνωρίζει την ύπαρξή της….
Ο θάνατος αποτελεί εξάλλου το τέλμα αυτής της συγκεκριμένης ζωής και όχι μιας άλλης εξάλλου πιθανής που όμως δεν είναι προβλέψιμη αλλά πάντα εν δυνάμει πιθανή στον τελολογικό πίνακα των στοχασμών που δεν εξυπακούουν μια σίγουρη αλήθεια αλλά αντιπροσωπεύουν μια όψη της που δεν επιδέχεται τουλάχιστον αυτή αμφισβητήσεων…
Αντιθέτως η ζωή επιδέχεται σειρά αμφισβητήσεων σε όλη της την πορεία λόγω των κανόνων που διέπουν την κοινωνία αλλά και των καστών που λειτουργούν ενίοτε ως ανάχωμα στην αποκάλυψη του μεγαλύτερου μέρους της αλήθειας, γιατί την απόλυτη την κατέχει μόνον ο Θεός που δημιούργησε το σύμπαν και οι εκπρόσωποί του απλώς παίζουν τον ρόλο του Θεού δίχως στην ουσία οι ίδιοι ποτέ να είναι σε θέση να γευθούν την απόλυτη αλήθεια….
Εξάλλου ο Θεός ποτέ δεν εκτιμάει τους εκπροσώπους του στην γη όταν προβαίνουν σε πράξεις κατά τις οποίες δεν έχουν να χάσουν τίποτε παρά μόνον να κερδίσουν…Αυτοί δεν αναγνωρίζονται από τον Θεό όσο και αν νομίζουν ότι είναι ένα σπουδαίο πάντοτε και παντού…Ο Θεός είναι και το μόνο ον που ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να ταυτισθεί ή και να το ξεπεράσει γιατί τότε η δημιουργία και η ιστορία του σύμπαντος θα τεθεί εν αμφιβόλω….Και για να ακριβολογώ εννοώ όχι μόνον να ταυτισθεί αλλά να γίνει όμοιος με ακρίβεια δευτερολέπτων σαν ένα είδος προσομοίωσης στην εντέλεια…Αμφιβολία και η έννοια του Θεού είναι συγκρουόμενες έννοιες αφού ο Θεός γνωρίζει τα πάντα που λαμβάνουν χώρα στον πλανήτη γη και ενδεχομένως οι εκπρόσωποί του μια απλή παρτίδα τράπουλας αλλά θεωρούμενοι πως κατέχουν και τις πενήντα δύο εβδομάδες της….Ο χρόνος εξάλλου είναι σαν την τράπουλα που ποτέ δεν ξέρεις αν θα σου φέρει καλό ή κακό χαρτί στους μήνες της που εκφράζουν την μήνιν του…
Η ζωή είναι πάντα μια συγκεκριμένη ζωή με τις διακυμάνσεις της και έχει όλο το φάσμα των τονισμών ή των επιτονισμών που μπορεί να υπάρξουν…Μπορεί να αλλάξει, μπορεί να βελτιωθεί έχει όμως κάποιες σταθερές παραμέτρους που δεν επιδέχονται αμφισβητησεων ή αισθητικών περιχαρακώσεων…. Αυτή εκτιμάται μόνον στον βαθμό που ικανοποιεί τα κριτήρια της θρησκευτικής ιδεοληψίας που τα πάντα ερμηνεύει πότε ορθώς και ενίοτε εσφαλμένως προκειμένου να αποδείξει την παντοδυναμία του λόγου της…Σε διαφορετική περίπτωση επικρίνεται σε σφοδρό βαθμό κάθε φορά που δεν ικανοποιεί τις νόρμες της θρησκείας που παρεκκλίνουν από την ορθή δόξα που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει γνώμη…..
Παντοτε οι θρησκείες ήταν κατά της ελευθερίας του ατόμου που ενδεχομένως να παρεμβληθεί σε ασυδοσία, άλλοτε όμως η φύση που μαστίζει τα πάντα διεκδικεί έναν ρόλο διαφορετικό κάθε φορά για τον καθένα…..
Εξάλλου η τυπολογία συσχετίζεται με τους θρησκευτικούς κώδικες που αποτελούν αναπαραγωγή σε διαφορετικά πλαίσια και που απαιτείται τυφλή υποταγή
σε αυτούς σαν μια αναγνώριση στο θείο που προξενεί τον φόβο περισσότερο παρά την επίδειξη φιλικότητας…..Οι δε αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς τόνιζαν την χρεία του φόβου ως αναγκαίο συστατικό της ζωής, ενώ η αφοβία θεωρείτω ως μια επικίνδυνη κατάσταση που τάχα εξισωνονόταν με το θείο στην ουσία όμως αποτελούσε μια φθηνή απομίμησή του αφού το θείο συνεπάγεται πάντα το διπολικό ζεύγος αφοβία-δύναμη…..
Ακόμη όμως και οι ίδιοι οι θεοί δεν μπορούσαν να αποφύγουν τις επιταγές της Ανάγκης που είχε την μορφή του πεπρωμένου…Ήταν υποκείμενοι σε άγραφους νόμους που οι κοινοί θνητοί ούτε καν τους φαντάζονταν, αφού οι τελευταίοι ήταν υποκείμενοι σε γεγραμμένους και σε άγραφους νόμους κατ’ επιλογήν των θεών….
Στο χέρι μου κατά την διάρκεια της κινητικής διαδικασίας διέβλεπα την οικογένεια του Φερδινάνδου του Α της Ανγκέλικα Κάουφμαν με την ανάλαφρη ματιά
του ροκοκό που εξαπλώνεται στον χώρο με την λατρεία ενός νεοκλασικιστικού μοντέλου. Το καπέλο σύμβολο προστασίας και των κρυφών επινοιών των μελών της αριστοκρατίας που δεν αφήνουν ποτέ οι αληθινές τους σκέψεις να μεταδοθούν στο κοινό παρατημένο στο οίκημα, ενδεικτικό της χαλαρότητας που κυριαρχεί στην
ατμόσφαιρα και στην άκρη ο κρατήρας….
Η βασίλισσα Μαρία Καρολίνα στα λευκά σαν άγγελος που με τις γιρλάντες ποδηγετεί το ολόξανθο παιδί της, αφού η φύση και η Άνοιξη με τα δώρα τους συνιστούν συνεκτικό δεσμό των ανθρώπων και της ζωής ενώ με το αριστερό της χέρι δεικνύει τον μικρό της γιό που με ένα νήμα ελέγχει ένα πτηνό…Ένας σχολιασμός για την ανέμελη ζωή των ανδρών που δεν ποδηγετούνται από την κομψότητα του θηλυκού μανιπουλαρισμού που υπερτονίζεται από την γήινη υπερδύναμη η οποία έχει την τάση τακτικώς να αναγεννιέται…
Η μεγάλη κόρη με το βρέφος στην άμαξα- ανάκλιντρο συμβολίζουν την βασιλική μεγαλοπρέπεια που συνταυτίζεται με την άνετη ακινησία ή με πιο απλά λόγια πως όποιος είναι χαλαρωμένος ζει μια ζωή έντονη εν κινήσει…
Η μεγαλύτερη κόρη με την άρπα στο χέρι τονίζει τις μουσικές ενασχολήσεις της άρχουσας τάξης που ανάγει την καταγωγή της στις άρπες των αγγέλων ή πως τα μέλη των βασιλικών οικογενειών έχουν την αναγωγή τους στους θεούς των ουρανών….
Ο γιός με το σκυλί εκπροσωπεί την αναγενησιακού τύπου προσωπογραφία κατά την οποία τα μέλη των εύπορων οικογενειών απεικονίζονται με κυνηγετικού τύπου σκυλιά ως απόδειξη ανδρικής ανδρείας και ωριμότητας έστω και αν οι περιγραφόμενοι δεν έχουν ενηλικιωθεί και τεκμήριο του γεγονότος πως μόνον οι εύποροι και οι αριστοκράτες είχαν το προνόμιο της θηρευτικής….
Το τοπίο της Καμπανίας παίζει τον ρόλο του κομπάρσου και του δευτεραγωνιστή σε αυτόν τον πίνακα που σκοπό έχει να αναδείξει την βασιλική οικογένεια των Δύο Σικελιών….
Αυτό ήταν το οπτικό ερέθισμα που δεν συνέπιπτε με το φαντασιακό μου όραμα που σχετιζόταν με τον φίλο μου τον Ανρί….
Ο Ανρί είχε μακρά χρυσαφένια μαλλιά σαν τον Αχιλλέα, με χρώμα κίτρινου και άσπρου που προερχόταν από την παγωνιά της συνήθειας της ομοφυλοφιλίας, μετρίου αναστήματος και με την φινέτσα ενός θαλαμηπόλου της βασιλίσσης Ελισάβετ.
Τον ονειρευόμουν με μια αλυσίδα στον λαιμό που να εξείχε χωρίς να ήταν στενά εφαπτόμενη στον λαιμό του στα τέσσερα και να μου επιδεικνύει τους λόφους του ενωπιόν μου αποπειρώμενος να διεισδύσει όσο το δυνατόν βαθύτερα το λοφίο μου στην σπηλιά του που είχε μόνον σταλακτίτες και ευτυχώς όχι σταλαγμίτες….
Ονειρευόμουν πως έπιανα την γαστέρα του ως ένα αντιστήριγμα στ κόντρα πόστο που είχα φαντασιωθεί πως συμμεριζόμουν και πως σε αυτήν ήταν ο Κάρολος ο Έβδομος φιλοτεχνημένος από τον Ζαν Φουκέ.
Το καπέλο του δείχνει με τα κύματά του τον ουρανό σαν στεγνός όμως υδροχόος, ενώ το παραπέτασμα παραπέμπει σε θεατρικούς τρόπους που πιθανώς είχε υιοθετήσει κατά την βασιλεία του ο Κάρολος ή στα ψέματα της πολιτικής ζωής και σκηνής…
Το βαρύ κόκκινο ρούχο ενδεικτικό της άβολης θέσης που υπήρξε κατά την βασιλεία του ο πύργος της Γαλλίας αφού τα μεγαλύτερα τμήματά του τα είχαν καταλάβει οι Βρετανοί….
Σχεδίαζα στην πλάτη του κατά την διάρκεια της ερωτικής επαφής τις τρείς ηλικίες του ανθρώπου του Τζιορτζόνε: στον έφηβο που μελετάει την παρτιτούρα της μουσικής αφού αυτή η ηλικία είναι η ηλικία της ανάγνωσης, στον ενήλικο που καταδεικνύει την παρτιτούρα αφού αυτή είναι η ηλικία της διδασκαλίας και στον ηλικιωμένο που αποτραβηγμένος κοιτάζει τον θεατή αφού αυτή είναι η ηλικία της παρατήρησης από απόσταση των τεκταινομένων….
Από την άλλη πλευρά απέφευγα να σχηματίσω την "Συναυλία" του Χεριτ Φαν Χόντχορστ αφού η κοπέλα, η γριά και ο μουσικός συνωμοτούσαν για να κλέψουν τον νεαρό με το πουγγί, ενώ ο ζωγράφος τονίζει πως πρέπει οι κακές συναναστροφές να αποφεύγονται…Τα φρούτα και τα φαγητά είναι οι υλικοί πειρασμοί ενώ τονίζεται με την παρτιτούρα πως η μουσική έχει την δύναμη να παρασύρει έστω και αν στον συγκεκριμένο πίνακα ο νέος καθοδηγείται πολύ πιεστικά προς την κατεύθυνση της ανάγνωσης….Η γριά γυναίκα κάνει το νεύμα στον μουσικό που παίζει το τσέλο να συνεχίσει ουτώς ώστε να μπορεί να αρπάξει το πουγγί από τον νεαρό….Ο Χόντχορστ τονίζει σε κάθε απόχρωση της αλήθειας πως η ανηθικότητα δεν γνωρίζει φύλο, ηλικία, επαγγελματική ιδιότητα και χαρακτήρα….
Το απαύγασμα της αυτοικανοποιήσης σε μια σελίδα χαρτί για τον κάδο απορριμάτων ώστε να μετατραπεί σε μια νέα μορφή ζωής…..
Εις το επανιδειν
Guillaume Papon
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 580
Damien Adaleux προς Georges Labrouille
18-7-2003, Μύκονος,
Αγαπητέ Ζώρζ,
Τώρα που η Λουσύ και ο Γκιγιώμ χώρισαν οριστικώς μπορώ να χαλαρώσω
και να απολαύσω τον θερινό μου στην Ελλάδα προορισμό….
Μετά από την πτήση Παρίσι-Αθήνα με το blue star ferries κινήθηκα προς την Μύκονο που την αποκαλούσαν κάποτε νησί των λεπρών…Ήθελα με την παρέα μου να γιατρεύσω την σεξουαλική λέπρα των πολλών….
Ήμουν με τον Ρενέ από την Τουλούζη και τον Γκρεγκουάρ από την Μασσαλία, πανέτοιμοι να αναδιφήσουμε τα πιθανολογικά θύματά μας στο νησί της αμαρτίας μα κατʼ άλλους σε αυτό της αχαλίνωτης ελευθερίας που δοκιμάζει οπώρες κάθε λογής όχι τόσο με την έννοια της διαρπαγής, όσο με την σημασία της δοκιμής του Αγνώστου που ενδελεχώς εξετάζει τους δρόμους, τους παράδρομους, τα αδιέξοδα και τους μονοδρόμους της αληθείας και σίγουρα όχι με την έννοια του ασπασμού που συγκολλάται στην ψυχή όσο με την έννοια ενός Σατωμπριάν που περιηγειται και καταγράφει τις ταξιδιωτικές του αφηγήσεις σε αγνώστους αναγνώστες του μέλλοντος και του παρόντος που δεν θα τα συμμερισθούν με την σημασιολογία του υποδείγματος τόσο όσο της φιλάρεσκης περιέργειας προς το καινοφανές που οδηγεί την σιγουριά των δογματικών αντιλήψεων σε έναν εξονυχιστικό έλεγχο των προκαταλήψεων από τις οποίες διακατέχεται με την προοπτική της αμβλυνσής των απολυταρχικών εντυπώσεων οπτικών και λεκτικών που φιλοξενεί στην κοιλιά της.
Η τρικυμία που ταλάνιζε το πλοίο συμβόλιζε την συναισθηματική μας
περιδήνηση που κυλούσε σαν γάργαρο νερό, θεοποιώντας την λογική των αναγκών του σώματος και εξοβελίζοντας την αμαρτία που συνεπάγονται οι λειτουργίες του σύμφωνα με την θρησκευτική ηθική που μέμφεται την αμαρτία που στην αρχαία ελληνική σημαίνει αποτυχία, αφού η ψυχή προηγείται του σώματος και αυτή είναι που δίνει τις εντολές για να μην εκτελεσθεί μια πράξη ή να καταργηθεί κάποια άλλη που η δοκιμή της ήταν ανεφάρμοστη, τονίζοντας την παντοδυναμία του λόγου της ψυχής που είναι σπουδαιότερης σημασίας από το σώμα που πρεσβεύει η εκκλησιαστική παράδοση, αφού χωρίς ψυχή δεν υπάρχει ζωή με ελευθερία ή ακόμη λογική που να υπόκειται σε χριστιανικούς ή και άλλους κώδικες. Συνεπώς οι ψτυχές μας ήταν ασυγκρίτως σπουδαιότερες από τα σώματά μας που ανήκουν στον Θεό της κάτω γης και που αναπαράγουν αυτό που καλούμε υλικό κόσμο ορατό και απτό, ενώ οι ψυχές σαν μια έννοια ύλης ελαφρότερης αναγεννάει και μη ορατές οπτικές εντυπώσεις που ενυπάρχουν στον γενετικό της κώδικα και άλλοτε είναι έμφυτες ενίοτε όμως επίκτητες και αυτές οι εντυπώσεις οδηγούν στην αμαρτία και όχι το ίδιο το σώμα του Μαγιού….. Αυτό συμβαίνει γιατί ο παγκόσμιος πολιτισμός εξετάζει τα ήθη, τα έθιμα, τις γλώσσες, τις θρησκείες ως μεμονωμένες περιπτώσεις και όχι ως μια ολότητα που αφενός μεν σαν πάζλ θα έπρεπε να συναρμολογηθούν όλα τα κομμάτια για να μην διαλυθεί, αφετέρου δε για να δοθεί προς το κοινό σαν ένας σταθμός μετρό χωρίς λογικές αντιφάσεις που η μια προσκρούει πάνω στην άλλην. Αυτή είναι η επίλυση για την κατανίκηση της αμαρτίας ως μιας πιθανής περίπτωσης σφάλματος που διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο και από φυλή σε φυλή……
Στο πλοίο γνωρισθήκαμε με τον Τζών από την Αιόβα των Ε.Π.Α και τον Ράιαν από την Νέα Υόρκη που ως καλλιτέχνες θα εξέθεταν έργα τους σε κάποια γκαλερί της Μυκόνου που θα τους απέφερε τεράστια κέρδη, αφού συλλέκτες, μεγαλοεπιχειρηματίες και μεγιστάνες του πλούτου στολίζουν με την παρουσία τους το κοσμοπολίτικο νησί της Μεσογείου….Ήταν και οι δύο νέοι σε ηλικία μ’ ένα σφρίγος ζωτάνιας, ενθουσιασμού και έφεσης για μια βαθύτερη γνωριμία…. Συζητήσαμε για τα όνειρά τους και τις φιλοδοξίες τους σε πολύ φιλικό επίπεδο που δεν ήταν κάτι άγνωστο αφού Γάλλοι και Αμερικάνοι συνδέονται με δεσμούς μακραίωνης φιλίας από την εποχή της Αμερικανικής Επάνάστασης και της στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας που έστειλε ο Λουδοβίκος ο 16ος στους εξεγερμένους από την καταπίεση της φορολογίας Αμερικάνους του βασιλιά Γεωργίου του Τρίτου ως και το δώρο του Αγάλματος της Ελευθερίας που σηματοδότησε την αρχή της αμερικανικής παντοδυναμίας που συνέπεσε με το τέλος τόσο της οθωμανικής αυτοκρατορίας όσο και της βρετανικής αποικιακρατίας….Είχαν όλα τα συστατικά ενός καλού καλλιτέχνη…..
Παραγωγικότητα, ποιότητα στο έργο τους,έμφυτη κοινωνικότητα, σεξουαλικές φαντασιώσεις ως απόρροια της καλλιτεχνικής τους φαντασίας, καλοσύνη, αγαθοέργια,
καλούς τρόπους, ελευθερία σκέψεως με καμία τάση δογματισμού ή προκαταλήψεων, αγάπη προς τα ξένα ήθη, έθιμα και πολιτισμούς, τάση για φιλομάθεια και φιλοπεριέργεια, αγαθότητα, αγάπη προς τους αδύναμους,ιδεαλισμό, κιονοφόρα προσωπικότητα, έλλειψη σνομπισμού, δυναμικότητα, δωρικότητα στην ιωνικότητά τους, εγωκεντρισμό που είναι η παραφυάδα του θαυμασμού ή έστω και του αυτοθαυμασμού σαν ένας αναγκαίος ναρκισισμός που υπάρχει ως προστατευτικός κάλυκας για να μην εξαλειφθεί η λογική και ώστε η ατομικότητα να μην παραχωρήσει την θέση της σε μια αδιάφορη ομαδικότητα που δεν οδηγεί στο πουθενά, θαυμασμός προς το ωραίο σε όλα τα γένη και τα είδη του, αγάπη για τα μακρινά ταξίδια, ανιδιοτέλεια, σεβασμό στους συναδέλφους τους και ευγενή συναγωνισμό…..
Αυτή η καλλιτεχνική μαγειρική ήταν αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους που διψούσαν περισσότερο να γνωρίσουν από κοντά τα λαχταριστά κορμιά μας από τους υδροχοούς της θαλάσσης….
Το περίεργο είναι πως θα διαμέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο και έτσι οι περιπέτειές μας ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιες και η ηδονή εκ του ασφαλούς….
Στο πλοίο γνωρισθήκαμε ή μάλλον μας συνέστησαν οι Αμερικάνοι και δύο Βρετανούς πορνοστάρ τον Μάθιου από την Κορνουάλη και τον Ντέιβιντ από το Μάντσεστερ….Ήταν και οι δυο τους αδηφάγοι για σεξ και τα μάτια τους μας έγδυναν όλη την ώρα σαν να ήταν υπέρυθρα που απεκάλυπταν τα μυστικά της στεγανογραφίας….
Δώσαμε υπόσχεση να συναντηθούμε όλοι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που ήταν δίπλα από το δικό μας. Θα γύριζαν κάποια πορνό ταινία με δύο Γερμανούς τον Φρήντριχ από την Κολωνία και την Χάμκε από το Μόναχο….
Είχε καύσωνα εκείνη την ημέρα αλλά ο καύσων της καρδιάς μας έφλεγε περισσότερο τα στήθη μας που σπίθιζαν καρδούλες….Μόλις κρούσαμε πρύμναν και φτιάξαμε τις αποσκευές μας βρεθήκαμε όλοι μαζί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου των Βρετανών και επιλέχθηκε έγω να κρατάω την κάμερα για την απεικόνιση των επικών ερωτικών κατορθωμάτων μας….
Είχε προαποφασισθεί πως θα ήταν παθητικό το γερμανικό ζευγάρι…
Ο Φρήντριχ είχε ξυρίσει την ηβική του περιοχή για λόγους ασφάλειας και προστασίας από ζώντες μικροοργανισμούς που ενεδρεύουν σε αυτές τις περιοχές. Το ίδιο και η Χάμκε μόνον που είχε τρυπήσει με σπείρα ενωτίων τα εξωτερικά του αιδοίου της χείλη…
Το θεατρικό έργο που είχαμε επιλέξει να παιχθεί θα ήταν το "Βερολίνο-θα το υποδυόταν ο Φρήντριχ- και η Γερμανία-θα την υποδυόταν η Χάμκε- μετά τον παγκόσμιο πόλεμο" και στους δεύτερους ρολους οι υπόλοιποι που θα συμβόλιζαν την γαλλική, βρετανική και αμερικανική κατοχή που διήρκησε 45 περίπου χρόνια…..
O Τζων κάθησε γυμνός στο πάτωμα ανάσκελα και η Xάμκε κάθησε πάνω στο κεφάλι του υλοποιώντας το facesitting ενώ σαν σημύδα που διψούσε για αφέντες ικανοποιούσε την δίψα της στα υγρά κλαδιά του Ρενέ από την Γαλλία και του Μάθιου από την Μεγάλη Βρετανία με αδημονία που χαρακτηριζόταν από πολικές αέριες μάζες στο κορμί της….
Λίγο αργότερα ικανοποιούσε τις ανάγκες υγρασίας των κλαδιών του Ράιαν και του Μάθιου που κάλυπτε την θάλασσά της, ενώ ο Ρενέ χτυπούσε τα καπούλια της καθώς έγλειφε πότε τον υπονομευτικό της χαρακτήρα όσο και τον αμνιακό της κόλπο
που συνταράζονταν από αυτές τις δονήσεις άνω κάτω και δεξιά αριστερά χωρίς συγκεκριμένη ταχυδρομική διεύθυνση.
Κάποια λεπτά ύστερα οι τέσσερεις τους συνάντησαν το κρεβάτι και η Χάμκε βρέθηκε να ικανοποιεί τον Μάθιου ενώ ο Ρενέ πίσω από την πλάτη της έγλειφε τον οχετό της και ο Ράιαν το παιδικό όνειρό της…..
Η μεγάλη έκπληξη ήλθε όταν η Χάμκε κάθησε στην μπανάνα του Τζόν και
ο Ρενέ επισκεπτόμενος την έδρα της δεν εκπλήσθηκε από την παρουσία και του Μάθιου υπερτονίζοντας μια τριπλή διείσδυση που ενείχε περισσότερο την ιδέα της
σαδομαζοχιστικής τεχνικής παρά την σημασία της φιληδονίας και του πειραματισμού….Αυτή η τριπλή διείσδυση πότε εναλλασσόταν είτε στον υπόνομο είτε στα υγρά μωρά…
Αυτή η διείσδυση συμβόλιζε την τριπλή κατοχή της Γερμανίας από τις συμμαχικές δυνάμεις της Αντατ κατά του Άξονα. χωρίς την παρουσία των Σοβιετικών αυτή την φορά….
Μετά από την σειρά της Γερμανίας είχε και η πρωτεύουσα της, η κληθείσα ως μεγάλη καρδιά του Βερολίνου….
Ο Φρήντριχ αν και άτριχος σε όλο του το κορμί λαχταρούσε να ενωθεί με τους άλλους σε μια τετράδα ακολασίας αφού τα σεξουαλικά παραπτώματα δεν τιμωρούνται ούτε θα έπρεπε να τιμωρούνται…..
Στην αρχή ο Φρήντριχ αποξήραινε την καρποφορία του Ράιαν από την Αμερική και του Γκρεγκουάρ από την Γαλλία, ενώ ο Ντέιβιντ βυσοδομούσε πίσω του από την Μεγάλη Βρετανία….
Ο Ράιαν ξάπλωσε στην δεύτερη κλίνη και ενά ο Φρήντριχ ίππευε τον κοιμισμένο καβαλλάρη του ο Γκεγκουάρ και ο Ντέιβιντ γεύονταν τις γραμματικές κλίσεις που κόντευαν να μεταμορφωθούν σε αποκλίσεις της γλώσσας του ωσότου
βρεθούν και οι τρεις στον αφεδρώνα του και τον κατοικήσουν εν κινήσει….
Οι δύο τετράδες που ήταν ερωτευμένες με την καρδιά, το πνεύμα, την ψυχή και το σώμα των άλλων αποδείκνυαν περίτρανα πως ο διαχωρισμός της Γερμανίας σε τέσσερα μέρη και της πρωτεύουσας της σε άλλα τέσσερα ήταν ένα τεχνητό κατασκεύασμα που διαλυόταν όπως συνέβη εξάλλου με το Τείχος του Βερολίνου
και πως η αγάπη γκρεμίζει τα τείχη και ποτέ δεν τα ξαναθεμελιώνει γιατί είναι ο Θεός των πάντων και είναι όλων υπεράνω….Αυτό το όργιο ήταν μια υπόμνηση πως οι Γερμανοί του σήμερα δεν είναι υπεύθυνοι για τα εγκλήματα που διέπραξαν οι πρόγονοί τους και πως το έγκλημα δεν έχει κληρονομικές καταβολές που πρέπει να στιγματίζουν τις επόμενες γενεές….
Eις το επανιδείν
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 590
Damien Adaleux προς Georges Labrouille
18-8-2003, Ταυλάνδη,
Αγαπητέ Ζώρζ,
Μετά την Μύκονο ο επόμενος σταθμός μου ο θερινός ύπήρξε η Μπανγκόνγκ πασίγνωστη για τον σεξοτουρισμό της όσον αφορά την γυναικεία και ανδρική παιδική πορνεία….
Ήμουν αποφασισμένος και από τα δύο της είδη να γευθώ….
Η ιδέα να βρω μια λολίτα για να την διακορεύσω πάντοτε περιτριγύριζε τις πεδιάδες του μυαλού μου. η αθωότητα είναι το αντίπαλον δέος της αμαρτωλότητας που πάντοτε προσελκύει τους πρόξενους της τελευταίας ο βομβαρδισμός της πρεσβείας της κινεζικής φυλής στο Βελιγράδι ακριβώς για τον λόγο ότι η αθωότητα αυτού του είδους και μεγέθους προδίδει μυστικά που δεν αφήνουν τον παντοδύναμο νικητή όχι μόνον να θριαμβεύσει αλλά και να καταρρακωθεί στην εξονυχιστική και εμπεριστατωμένη εξέταση και μελέτη των προδιαγραφών που οδήγησαν στην αιώνια επιτυχία και νίκη του….Πίσω από την Ταυλάνδη έβλεπα την Κίνα που βοηθούσε την Σερβία και εγώ υποδυόμουν τον Αμερικάνο που θα επιτεθόταν σε μια ξένη χώρα ώστε με την εισβολή του να διεισδύσει στην ψυχοσύνθεση των κατοίκων της και να αφομοιώσει πολιτιστικά το ακατάκτητο με την προοπτική της απόκρουσης μελλοντικής ίσως επίθεσης στο δικό της έδαφος. Οι πληροφορίες που θα έδινε το αθώο κινεζάκι από την Ταυλάνδη στον Σέρβο μαστροπό έθιγαν τα συμφέροντα της Υπερδυνάμεως που εκπροσωπούσα….
Με την ροπή μου στην πορνεία σκεπτόμουν πως βοηθούσα σε ουσιαστικό επίπεδο όλα αυτά τα αγόρια και κορίτσια που είτε έπεσαν θύμα απαγωγής από τα κυκλώματα μαστροπείας που το ταυλανδέζικο καθεστώς αφήνει να ενεργούν ανενόχλητα στην επικράτειά του για εμπορικούς λόγους, θεωρώντας τα είτε σαν ένα εξαγώγιμο προϊόν όπως το καοτσούκ ή το ελεφαντόδοντο είτε οικειοθελώς γιατί οι οικογένειές τους τα παραχωρούσαν έναντι αμοιβής ή ακόμη και δωρεάν λόγω της υπεργεννητικότητας των πληθυσμών της Ασίας που οδηγεί αναποφεύκτως στην εγκατάλειψη των τέκνων στον δρόμο λόγω φυσικής αδυναμίας για την καταβολή διατροφικών διδάκτρων….
Μια βοήθεια που κάποιοι θα έλεγαν πως προερχόταν από την χριστιανική μου ηθική και ανατροφή στην ουσία όμως υπάκουα σε έναν νόμο ανώτερο που καθόριζε το σωστό και το λάθος αναλόγως των συνιστωσών της ζωής για να καταλήξω στην κοινή συνισταμένη και να χαράξω την πρέπουσα πορεία….Ένας νόμος που όριζε να κάνουμε στους άλλους ότι θα θέλαμε οι άλλοι να κάνουν σε εμάς αν ήμασταν στην θέση τους, γιατί εξυπακούεται πως αν δεν ήμασταν στην θέση τους οι συνιστώσες θα ήταν διαφορετικές και η συνισταμένη διαφοροποιημένη σε μεγάλο βαθμό με απόκλιση
από το αρχικό πλάνο που θα προσδιόριζε την φύση των σκοπών μας σε αποκοπή και όχι σε φάση συναίρεσης.
Πράξη αγαθοεργίας σε καμία περίπτωση · αφού εννοείται πως η ηδονή στο κορμί ενέχει την έννοια της συναλλαγής και του σεξουαλικού διαλόγου….
Την κοπέλα που επέλεξα την έλεγαν Σουνγκ Λι και τα χείλη της ήταν πορφυρογέννητα βαμμένα, ενώ το μακιγιάζ της πολύ πιο έντονο από την αρμόζουσα ηλικία σαν τους Βαβυλώνιους ιερείς που χρωμάτιζαν το δέρμα του από τον φόβο της επαφής με τις θεότητες που υπηρετούσαν…..Ήταν μικροκαμωμένη και με μελαμβαφή μαλλιά που έφθαναν ως την πλάτη της και ήταν λευκή σαν τα αγαθά σύννεφα που συναντάμε στον ουρανό μετά από την κακοκαιρία που έχει κοπάσει….
Η ηλικία της δεν με προβλημάτισε ιδιαίτερα…Την αγνότητα της καρδιάς της επιζητούσα…..Την οδήγησα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου, ενώ ο προαγωγός της μας ακολούθησε όπως ένας ποντικός το τυρί δίχως την φάκα….Ο προαγωγός θα περίμενε στην είσοδο μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία….
Γδύθηκε, δίχως να της το ζητήσω και ξάπλωσε με το φαλακρό αιδοίο της στο κρεβάτι…..Της ζήτησα να βάλει μια ξανθιά περούκα και εκείνη υπάκουσε πρόθυμα…..
Την έβλεπα σαν την Δανάη του Κορέτζο στον εσώκλειστο πύργο της που ήταν οι δεσμεύσεις της επί των προαγωγών ενώ έπρεπε να την επισκεφθώ υποδυόμενος τον θεό Δία που με την μορφή χρυσής βροχής στο κορμί της ηδονιζόμουν….Ο Έρως τραβάει το πέπλο για να αποκαλύψει τη γυμνότητά της ώστε να δεχθεί την θεότητά μου και να αποκτήσει ένα μέρος αυτής αλλά και εγώ να την κουβαλάω στην καρδιά μου ως την αιωνιότητα…..
Αυτό που επιζητούσα ήταν τα νιάτα της εμφορούμενος από τις οπτικές εντυπώσεις του πίνακα "Η πηγή της νεότηταςʺ του Λούκας Κράναχ έστω και αν οι μορφές του ήταν ηλικιωμένες που υποβασταζόμενες από άνδρες, γυναίκες και κάρα κατέρχονταν στα ύδατα του Κάτω Κόσμου γυμνές όπως η αλήθεια για να αναδυθούν νεαρές στον Άνω Κόσμο….. Οι βράχοι στο άνω δεξιό μέρος συμβόλιζαν τα πάχη της τρίτης ηλικίας, ενώ οι πύργοι επάνω σε αυτούς την εξέχουσα κοινωνική τους θέση και φυσιογνωμία….Το δείπνο στο άνω αριστερό μέρος του πίνακα συμβολίζει το γεγονός πως η διασκέδαση είναι συνυφασμένη με την νεαρή ηλικία, ενώ τα σκαλιά της πισίνας
πως η καθαρτική λειτουργία του νερού απαιτεί στάδια μύησης και μαγείας….
Ολοκλήρωσα στο κορμί της και την πλήρωσα αδρά αλλά της έδωσα και 1.000.000 ευρω κρυφά σε επιταγή για να φύγει από την χωρα και να εγκαταλείψει το επάγγελμα της πόρνης για πάντα. Εκείνη συναίνεσε και χάρηκα πολύ….
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 650
Damien Adaleux προς Georges Labrouille
18-2-2004, Παρίσι,
Αγαπητέ Ζώρζ,
Επηρεασμένος από την ταινία "Eyes wide shut" προσκάλεσα όλους μου τους
φίλους σε ένα αποκριάτικο πάρτυ μασκέ με ενδυμασία που θα ταίριαζε στην αρχαία Ρώμη και φυσικά τον Γκιγιώμ που ως λάτρης της ιστορίας ήθελε να γνωρίσει καλλίτερα τα ινδάλματά του εκ του σύνεγγυς.
Στα καλάθια δίπλα στο χωλ υπήτρχαν οι ρωμαικές μάσκες όλων των αυτοκρατόρων που πέρασαν στον ύψιστο αυτό θώκο της αυτοκρατορίας και τους καλούσα να τις φορέσουν για να συμμετέχουν στο gang bang party που ετοίμαζα για τον Γκιγιώμ που είχε προσκληθεί και αυτός. μονον που εκείνος θα υποδυόταν την Pax Romana και εγώ την αυτοκρατορία στην ύψιστη ακμή της.
Ο Γκιγιώμ ανίδεος για το τι θα του συμβεί θα υποδυόταν την Αra fortunae
γνωστή και στους πολλούς ως Βωμό της Τύχης. Τον δέσαμε και αφού τον γδύσαμε όλοι μαζί σ’ ένα κρεβάτι που το είχα μεταφέρει εγκαίρως το πρωί για τις ανάγκες του συμποσίου και εκείνος άρχισε σιγά σιγά να τους δέχεται όλους μέσα του, ενώ οι υπόλοιποι του έπαιζαν τον φαλλό για να ορθώνει παράστημα σε αυτό το σεξουαλικό πανδαιμόνιο που είχε οργανωθεί εν αγνοία του…..
<<Την ιστορία δεν λάτρευες παιδί από την Γαλλία;>> τον ρώτησα χαμογελώντας και πιάνοντας τους στιβαρούς του ώμους συμπλήρωσα:
<<Ήλθε η στιγμή να γνωρίσεις από κοντά τους εκπροσώπους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και να δεχθείς τα δώρα τους, τις αρετές και τα αγαθά τους και να τα αφομοιώσεις με ταχύτητα σπόγγου όσον αφορά το νερό…>>
του είπα με νόημα και εκείνος κατατρομαγμένος και με το ύφος του κατατρεγμένου αφού τον κυνηγήσαμε σε πολλά δωμάτια του παλατιού μέχρι να τον ακινητοποιήσουμε και να τον δέσουμε στο κρεβάτι της σεξουαλικής μας ρωμαϊκής αρένας….
Ο πρώτος φυσικά που θα συνουσιαζόταν μαζί του ήταν ο Οκταβιανός Αύγουστος που θα μεταλαμπάδευε μέσω του Γκιγιώμ την γνώση του
στους υπόλοιπους επίδοξους αυτοκράτορες….
Ο Γκιγιώμ κάποιες στιγμές ήμουν εγώ και μου μετεβίβαζε όχι τα μήλα των Εσπεριδών αλλά τηλεπαθητικώς τα δώρα λόγω της μεγάλης του αγάπης προς εμένα αν φυσικά είναι αληθή τα λόγια που σου γράφω και δεν ήμουν εγώ το θύμα των φίλων μου που υπεραγαπούσα…
Μην λοιπόν σε παραξενεύσει ο πρώτος ενικός γιατί ο δεύτερος ή ο τρίτος ενικός δεν θα μου ήταν ουδαμώς αρεστός και ταιριαστός.
Ο Ζαν αποφάσισε να υποδυθεί τον Οκταβιανο Αύγουστο και κατά την διάρκεια της διείσδυσης μου μετέδωσε την απολλώνεια ποιητικότητα που διέπει τα γραπτά μου, την προστασία των θεών και την ευλογία τους, την χαρωπή μου έκσταση που προερχόταν από τις εορτές ludi saeculares,το ναό του εκδικητή Άρη, την εστία που εκπροσωπεί την αφοσίωση στα οικογενειακά περιστατικά και φυσικά την θεοποίηση στην οποία συνενωνόταν κράτος και θρησκεία, την αναβίωση αρχέγονων εθίμων, την στρατιωτική πειθαρχία, την αγάπη προς την λογοτεχνία και το μεγαλειώδες πομπώδες και φυσικά το εκπολιτιστικό του πρόγραμμα που εκδηλώνόταν μέσω της προώθησης των γραμμάτων και τεχνών με αποκορύφωση τον Οράτιο και τον Βιργίλιο που ήκμασαν επί διακυβέρνησής του….
Μετά τον Ζαν σειρά είχε ο Κριστόφ που αποφάσισε να υποδυθεί τον Τιβέριο στην ερωτική μας σχέση…Από τον Τιβέριο έμαθα την φιλικότητα, την αγάπη για κάθε το ριψοκίνδυνο και επικίνδυνο και την τόλμη που απαιτείται σε κρίσιμες περιστάσεις, την αγάπη για τα μεγαλεία και τις δόξες, την αποφυγή σεξουαλικών επαφών με πρόσωπα ανόμοια με τον γεννετικό μου κώδικα, την ειλικρίνεια, την σεξουαλική ελευθεριότητά μου που εμπεριείχε έναν ακραιφνή αισθησιασμό, το παιχνίδι με όλες τις σημασίες και τις έννοιες που περιέχει η έννοιά του, την εκτίμηση στην ευφυία…
Ο Μπατίστ προτίμησε τον Καλιγούλα από τον οποίον έμαθα τον ρομαντισμό τις νύχτες με φεγγάρι, την μεγάλη του ευαισθησία, την ελκυστικότητα, το ωραίο γούστο σε άνδρες τε και γυναίκες, την στοργή, το οργανωτικό πνεύμα, την εκτίμηση στο κάλλος, το να είμαι απλός και προσηνής με τον λαό, το χαμόγελο που έφθανε μέχρι τα έγκατα της γης και τον παρολογισμό των καλλιτεχνών….
Ο Ζερεμύ αποφάσισε να παίξει τον Κλαύδιο που τον αγάπησα για την καλοσύνη του και για την δύναμη να στέκεται στα δύο του πόδια πέραν των αντιξοοτήτων, την παιδική του αφέλεια που τον καθιστούσε πόλο έλξης για πολλούς και την δίψα του για μάθηση και γνώση που τον χαρακτήριζαν ως έναν φωτεινό παντογνώστη εγκυκλοπαιδικών θεμάτων-ιστορία ή φυσιολογία- και φυσικά τον σεβασμό του προς την θεοποιημένη Λιβία και τους συγγενείς του παρά το γεγονός του προβλήματός του που δεν τον άφησε να καταβληθεί….
Ο Κλώντ προορίσθηκε κοινή συναινέσει να υποδυθεί τον Νέρωνα από τον οποίον πήρα τον μεγάλο μου θαυμασμό για τον αρχαίο ελληνικό πληθυσμό
και την μέγιστη αγάπη μου για την τέχνη και την λογοτεχνία….
Ο Ντουρί αποφάσισε να υποδυθεί τον Γάλβα, ο Γκρεγκορύ τον Μάρκο Σάλβιο Όθωνα, ο Πασκάλ τον Βιτέλιο και ο Ολιβιέ τον Βεσπασιανό. Από αυτούς πήρα την έννοια της συνύπαρξης έστω και με πρόσωπα που δεν ήταν φιλικά μεταξύ τους ερίζοντας για τον ανακτορικό θώκο αλλά και την έννοια της συνεργασίας με εκείνους που μισώ….
Από τον Βεσπασιανό Φρανσουά διδάχθηκα την ψυχραιμία και την καθαριότητα τόσο των εξωτερικών χώρων όσο και των εσωτερικών που εδράζαν στην ψυχή μου…
Από τον Δομιτιανό Πατρίς έλαβα την αίσθηση των κεκτημένων και το απολυταρχικόμου πνεύμα…
Από τον Νέρβα Ζεράρ έμαθα την συνέχεια της παράδοσης και την προσέλκυση των ανώτερων τάξεων προς το πρόσωπό μου…
Από τον Τραιανό Λουί μου κληροδοτήθηκε η έννοια της διόρασης και η αγάπη αλλά και η πίστη στην δύναμη της αλληλογραφίας….
Από τον Αδριανό Μελβίλ διδάχθηκα τον κοσμοπολιτισμό που με χάραξε ανεξίτηλα αλλά και την αγάπη μου σαν τον Αντίνοο προς τα ωραία αγόρια… Επίσης την αρχαιοδιφία του και την αγάπη για τα μακρινά ταξίδια αλλά και το ενδιαφέρον μου για τα οικονομικά προβλήματα των κατώτερων κοινωνικών καστών…..
Από τον Αντωνίνο Πίο διδάχθηκα τον σεβασμό και την ευμερία των υπηκόων όλης της αυτοκρατορίας…
Από τον Μάρκο Αυρήλιο Γκασπάρ διδάχθηκα την αγάπη μου για την φιλοσοφία, την σύνεση, την εγκράτεια και τον φιλειρηνικό μου χαρακτήρα που πότε αποκρούει και ενίοτε αμύνεται για να μην του επιτεθούν οι άλλοι…
Από τον Κόμμοδο Ζυστίν έμαθα να αγαπάω την φύση και να μην φοβάμαι τους κινδύνους που εγκυμονεί, την επιστημονική οργανωτικότητα, την δεκτικότητα όλων των πολιτισμών που γλείφει τα φίδια και τα γαληνεύει, την έννοια της προσέγγισης που εμφιλοχωρεί αγάπη, την ακατάπαυστη επέλαση στα δικαιώματά μου ακολουθώντας το δόγμα "σκότωσε πριν σε σκοτώσουν οι άλλοιʺ έστω και με την έννοια του μεταφορικού θανάτου αφού ο φυσικός μπορεί να θεωρηθεί ως σφετερισμό της εξουσίας του Θεού επί των πλασμάτων του και κατά συνέπεια ύβρη αφού μονον εκείνος έχει το δικαίωμα να αφαιρεί την ζωή των άλλων και δεν αποδέχεται ουτε την παρότρυνση στην αυτοκτονία ως μια βολική λύση ούτε τον αυτοχειριασμό λόγω των συνθηκών που δημιουργούν τεχνηέντως κάποιοι άλλοι…
Από τον Περτίνακα Λουί έμαθα τον σεβασμό της τρίτης ηλικίας ενώ από τον Αλβίνο Ωγκυστ και τον Δίδιο Ιουλιανό Ζαν την έννοια της αναρχίας που επικράτησε στην Ρώμη….
Από τον Σεπτίμιο Σεβήρο Μισελ έμαθα την τέχνη της πολιτικής και την χειραγώγηση των μαζών μέσω σχεδίων στρατηγικών….
Από τον Γέτα Ζυλ έμαθα την τέχνη του φόβου και την επιείκια στους αδύναμους ενώ από τον Καρακάλλα την τάση της ενοραματικής μαγείας που καθηλώνει μέσω της μελέτης βιβλίων υψηλού γνώσεως αλλά και την έννοια της πρόγνωσης παντός είδους φαινομένων και φυσικά την ωραιότητα του κακού….
Από τον Μακρίνο Ρομπέρ έμαθα την έννοια της αποτρόπαιας αντίδρασης που εκμηδενίζει τον εχθρό….
Από τον Ηλιογάβαλο Πατρίς έμαθα την αγάπη προς το καλό λόγω του γεγονότος ότι στην προσκόλληση του κακού κανείς υποφέρει, την αγάπη στην αγνότητα και στην αθωότητα, την συμβολικότητα των αποτρόπαιων πράξεων και το δέος μπροστά στο σκοτεινό και ερεβώδες.Επίσης την χάρη της γενναιοδωρίας, τα ανέλπιστα χαμόγελα αλλά και την μητρική αγάπη που πότε είναι νουθετική και ενίοτε επικουρική στα προβλήματα που ανακύπτουν, την αποφυγή σεξουαλικών σχέσεων με γυναίκες λόγω του μεγαλου σεβασμού προς αυτές και την απλοχεριά στο χρήμα…..Επιπλέον την γνώση των δαιμόνων και των ιδιότήτων των πολύτιμων λίθων….
Από τον Αλέξανδρο Σεβήρο έμαθα την αρετή, την σωφροσύνη και την σύνεση…
Από τους υπόλοιπους αυτοκράτορες έμαθα την έννοια του χάους και της παρακμής….
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 669
Guillaume Papon προς Henri Trois
18-4-2004, Παρίσι,
Αγαπητέ Ανρί,
Στην κατοχή μου περιήλθαν επιστολές τόσο της Λουσύ στην Σοφί Καρόν όσο και του Νταμιέν στον Λουί Μαρτινό….
Διαβίβασε και στους δυο πως δεν θέλω κανέναν τους να ξαναδώ…
Εκ των προτέρων σε ευχαριστώ….
Εις το επανιδείν,
Guillaume Papon
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 670
Lucy Sanguin προς Sophie Caron,
18-4-2004, Παρίσι,
Αγαπητή Σοφί,
Ο Γκιγιώμ δεν αγαπάει πλέον ούτε τον Νταμιέν ούτε εμένα…Μου έστειλε επιστολή που διαβιβάζει τις σκέψεις του…..Έχει γίνει διάσημος συγγραφέας και ποιητής και ως καλλιτέχνης διαπρέπει στο εξωτερικό…Για το λογοτεχνικό του έργο τιμήθηκε με το ύψιστο βραβείο…Ο Νταμιέν δεν αισθάνεται καλάˑ μήτε εγώ…δεν μπορώ να το αποδεχθώ….Του έρχεται να βάλει μια θηλιά στον λαιμό όπως και εγώ….
Δεν μας είναι ανεκτό και υποφερτό αυτό…..
Εις το επανιδείν
Lucy Sanguin
ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΟΜΟΥ
lets-arelis
Oct 23, 2019
erotonomicon first volume-greek version
ΕΡΩΤΟΝΟΜΙΚΟΝ
(Οι αναμνήσεις μιας παρακμιακής ζωής)
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 1
Damien Adaleux προς Cesare Nerval
10-7-1997, Παρίσι
Αγαπητέ Cesare,
Όταν σήμανε καθέτως στο Νότο του Big Ben ο μέγας δείκτης και ο σμικρός, η Lusy - Aurora ηγέρθη με το άρμα της απ’ το βιβλίο το ανοικτό - τ’ οποίο ξεφυλλίζαμε στην μάχη μας για το ποιος θα σηκώσει την παλάμη - ως προσβεβλημένος όνος παλλόμενoς απ’τον υποθετικό αφέντη της σφοδρώς στα πισινά της. Τα ζώα δεν γνωρίζουν διαπραγματεύσεις. Αναγνωρίζουν πρακτικές που είναι διερμηνευτικές ως ηγετικές ή συναδελφικές.
Κάθε απόπειρα να καλλιεργήσω το μοναδικό όνομα που θα ’πρεπε στην καρδιά της να κατοικοεδρεύει, λόγω ταχύτητος κεκτημένης στη λεωφόρο των αισθήσεών της δίχως οπώρες και καρπό απέβη. Μα όσο πιο έντονα βιώνεις την ηδονή τόσο εκείνη είναι εξαϋλωμένη με αυτοματισμό. Έμεινα ένας Βενεδικτίνος Μοναχός με το ραβδί μου διαγώνιο, πορφυρό, για να λάβω τον τίτλο του ιδρυτού της μικρής της πολιτείας αποτυχών, αφού ήταν άνυδρη η Ιπποκρήνη που γεωτρούσα. Η Αγία Σοφία στρατηγός νικηφορούσα.
Επόπτευα το δάπεδο του Ουρανού ως ένας Αδάμ δίχως φυλλώματα και αμαρτία. Όπως η σχολική ζωή εν μονοχρωμία. Αυτό το υπόμνημα τον μελανίτη ίππο μου έστρεψε στο αδράχτι της αναδίφησης της πρωτοτυπίας.
Βιώνεται πάντα κατά κράτος η εκθρόνιση μετά την επίγνωσή της και απ’ του νου έπεται τις βυθίσεις και τις ερωταποκρίσεις. Όμως στα καλέσματά μου αντιδράσεις δεν αναζητούσα παρά μόνον ένα παραισθησιογόνο, ώστε πίσω απ’ τα κάστρα της Λήθης που πολιορκούσα με την σφενδόνη μου να τα ρίξω.
Το έπραξα ανυπερθέτως. Τηλεωμίλησα στο μικρό μου κανίς, τον Ζερεμί.
Απ’ τον Ολύμπιο μου οίκο εκείνο το διήμερο της ανάπαυλας απουσίαζε ο Κρόνιος ταγός.
Η Ρέα ούτως ή άλλως, αφού οι δρόμοι τους προ πολλού είχαν χωρίσει.
Η Αμάλθειά μου ήταν επιτυμβιακή. Απεγνωσμένος για του ύψους μου τον αναβιβασμό, το Γάλα της αποζητών, όπως ένα δενδρύλλιο με λεπτοφυείς ρίζες πανέτοιμες να σπάσουν από καταπατητές που τα χάδια του Παμφεγγούς Ήλιου και του Αποκαθαρμένου Ποσειδώνος, ως μονήρη σανίδα σωτηρίας καβαλικεύει για την ανατροπή του εύλογου και την εγκαθίδρυση της εξαίρεσης του κανόνα.
Το μελαμβαφές γρασίδι ένα φάντασμα στο πρόσωπο του Ζερεμί, οι βόστρυχοί του σιταρένιοι και με ταινία αρχαϊκή όπως του Μουσηγέτη καλλωπιστικοί, τα μάτια του ταυτοχρόνως η βαθειά απόχρωση και του κορινθιακού κόλπου η τιμή και τ’ αυτιά του επάξια ενός Πανός....
Ένας υπερκόσμιος Ουριήλ που συνεδύαζε τη διάσπαση και τη συνένωση των ατόμων του ανθρώπινου πυρήνα, για την κατανόηση του Κύκλου και της Ιδέας.
Ποθούσε να παίξει στου παντελονιού μου τον Κορυδαλλό λύρα, ώστε κάθε επιφάνεια μου ν’ αφουγκρασθεί τούτη τη συγχορδία, ως μια Οντότητα ιδιαίτερη που απαιτούσε σέβας και ειδωλολατρία.
Του είπα να καθίσει στην καρέκλα, ώστε η αληθινή ακεραύνωτή του φύση απ’ το μέτωπό μου να ειδωθεί.
Έβαλα το ραδιόφωνο ν’ αγγίζει μελωδίες. Επιζητούσα τη συνενοχή. Για εμένα ήταν κάτι το αδιανόητο μια λύρα δίχως ορχήστρα συμφωνική.
Επειγόντως τους χιτώνες του τους υπεξαίρεσα γιατί ήμουν ένας γάτος από γάλα λιμοκτονίας για σαράντα ημέρες και κάθε νύχτα.
Μα ο καύσων της ψυχής μου μετέτρεψε τον λιμό σε δίψα και εμένα σε κύνα που ήθελε να γαλουχηθεί από κάθε σπιθαμή, για να καταδείξει στον ταξιδιώτη τη στοργή που ήλθε μετά απ’ την παρέλευση πολλών Κρόνων στο Νησί.
Υπήρξαν οι δακτύλιοι των ποδιών του αφετηρία... Τόσο δι˙υ˙λισμένοι και στιλβωτικοί, όπως μια τράπεζα από ακαθαρσίες αφυδατωμένη και πανέτοιμη για γενέσια εορτή.
Το πρόσωπό μου μετουσιώθηκε σε σημαία φάλαρη, όταν η γλώσσα μου συνομίλησε με το χονδροειδές δάκτυλο του σωστού του πόδα, για να εφεύρουμε από κοινού τ’ αρμόζοντα μέτρα. Θα κυμάτιζε και θ’ αποκτούσε παράλογες ή ανεδαφικές πτυχώσεις, αρκεί με σπίθες να το επιθυμούσα.
Δεν άργησε η γλώσσα μου να μετατοπίσει το μέτρο αριστερόστροφα. Πάντοτε στους αριστερόποδες είχα μεγάλη ευαισθησία.
Η Δεξιά γωνία εκφράζει των μέτρων την αριστεία και την ψυχή του στρατού του Βίσμαρκ. Η Αριστερή αποδεικνύει πάντα την εξαίρεση του κανόνα:
(α) ότι μπορούμε στο ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα να οδηγηθούμε, αν μυριάδες διαφορετικές διόδους από αυτές που μεταχειρίζονται οι πλείστοι εξ’ ημών ακολουθούμε και (β) ότι μπορεί ο οποιοσδήποτε να φθάσει στου κύκλου την αρχή, εκκινώντας απ’ το τέλος με την ίδια διαδραστικότητα που θα ’χε αν φιλούσε την μονάδα για να δώσει οργασμό στο τέλος του σημείου G.
Περόνη, κνήμη, γόνατο, μηριαίoν οστούν της μοίρας... Σταθμοί λεωφορείων με αφετηρία συνεταιριστική… Ενός κολοσσού ακολασίας τα πόδια από τερακόττα...
Εκείνος ψηλαφούσε τον πυρσό για τον ανελκυστήρα και την φλόγα. Είχα ένα λαθραίο όναρ: την ενός εκ των επτά θαυμάτων του Αρχαίου κόσμου αναδημιουργία, ώστε ο πατέρας μου να κατανικηθεί που όπως προανέφερα εξέλιπε σ’ εκδρομή.
Μα είχε ονείρατα και ο Ζερεμί: τη βίωση ενός θαύματος που το ’χε υποδυθεί.
Αν δεν μπορείς στην παροντική ζωή σε Κόμοδο να μετενσαρκωθείς, αναλαμβάνεις το ρόλο του και το χειροκρότημα παρακρατείς με πρόσκαιρη επιτυχία απ’ το αδιόρατο ακροατήριο που σε περιβάλλει με τα παραπετάσματα του δωματίου και μαρτυρία σιωπηλή.
Τον προσεκάλεσα να κτίσουμε την κλίνη μου σάβανό μας την διακεκοσμημένη με τ’ άπειρα ρόδα.
Το δέχτηκε δίχως αιτία. Τ’ όρθιο σύμβολο απεικονίσαμε του καρκινικού ζωδίου. Τα περιγράμματά μας σε άριστη αναλογία, αφού ο καθείς εξ’ ημών στο προσηρμοσμένο υποδεκάμετρο των περιστάσεων είχε σταθεί.
Σ’ αυτή την εορτή τη Διονυσιακή ο Βάκχος και ο Σάτυρος μεταποιήθηκαν στο σύμπλεγμα του Κρονίδη και του Γανυμήδη. Μια εικονογράφηση όχι Παριανή αλλά από δέρας, ιδρώτα και διόλου αλήθεια κενοταφική.
Το στόμα μου μετακυλίνδησε σε νεφρό για της κάθε μιας γεύσης τη διεργασία η οποία την εμφάνιση της σε πικρή σοκολάτα διαφοροποιεί ή σε ύδωρ Ανδαλουσίας πανί και τοξίνες όταν ο οργανισμός εξασθενεί.
Στο δόρυ του επεδίωκα όπως ο Πενθέας να γίνω ο Κολόμβος αυτού που δεν μπορούσα ή να καταστήσω κτήμα μου ό,τι περιφρονούσα. Κάθε πτυχή του υπέκρυπτε ενός μύστη μια μυθιστορία μικρή που στο πισωγύρισμά του δεν είχε δοκιμασθεί.Η γλώσσα μου έγινε πετοσφαίρισης ρακέτα που ωθούσε τις σφαίρες προς έναν άγνωστο αντίπαλο με τα παντζούρια καθηγητού αναπληρωτού.
Δυστυχώς όμως η τοποθέτησή τους στου βορείου τεταρτημορίου τ’άπειρα σημεία ήταν σε αδυναμία. Ένα συγκεκριμένο σημείο αναλόγως των ανθρωπίνων δυνατοτήτων ορίζει η φυσική στο οποίο δύναται μια σφαίρα να ριφθεί. Μα έχει ζωή η αναπαραγωγή; Το εσώτερο νόημα τούτων των μπαλονιών γνωρίζει ουδείς; Της επιφάνειάς τους ο τροχοί ήταν αρκετοί.
Περιττό ν’ αναφέρω ότι σε κάθε πρωτοβουλία που ελήφθη από εμένα στο δικό μου διαστημικό όχημα είχε ανταποκριθεί, ακολουθώντας της μίμησης την αρχή που είναι η πιο ουσιώδης στη ζωή.
Ακόμη και τα αυτοκίνητα αναπαράγουν την ανθρώπινη μορφή. Άλλη μια υπόμνηση ότι ο άνθρωπος μέσω της τεχνολογίας την εξανθρωπίζει απ’ τη μια και απ’ την άλλη τον εαυτό του σ’ εκείνη θεοδικεί. Ποιος δεν έχει νιώσει δέος βλέποντας τα μάτια - φανάρια τους και τα ακονιστά τους δόντια; Η επανάληψη της Τετράποδης Εποχής μ’ αυτήν της Τετράτροχης Εκδοχής.
Ίσως ήθελα να ’ναι η γλώσσα μου Εφαπτομένη με το Παρελθόν του Αγνώστου και την Ιστορία του Σύμπαντος να κοινωνήσουμε που επί του παρόντος ευρίσκεται σε αδυναμία.
Το κογχύλι της ζωής μου προσελήφθη στο αυτί, για να το αφουγκρασθώ και τον κώδικα εξουδετέρωσής του να συγκοινωνώ. Όταν δεν μπορείς να νικήσεις τον απρόσωπο εχθρό σου μια φωτογραφία του προνόησε να βρεις ή με δίκανό σου την φαντασία ένα πρόπλασμα να του παραδοθεί. Είναι βασικό να σχεδιοποιούμε τους αντιπάλους μας ακόμη και τους ανύπαρκτους, ώστε να μην οδηγηθούμε στην αυτοκαταστροφή. Σ’ εναλλακτική περίπτωση τον αφεγγάρωτό μας εαυτό κάνουμε εχθρό και τον συντρίβουμε στα Καταλαυνικά Πεδία, ώστε να διασφαλίσουμε του Λαμπυρίζοντος την αυτοκρατορία.
Ελήλυθεν η ώρα ένα άθυρμα σ’ όλες του τις διαστάσεις να προγευθώ και μέσω του σκηνώματος του νου μου να το καταδικάσω σε ανασκολοπισμό. Εξάλλου η Βαστίλη του νου είναι το σώμα και της ψυχής ο τύμβος του Μαραθώνος. Εξωθούν οι υπαγορεύσεις το νου σε πολυσχιδείς συμμορφώσεις που ενέχουν ενίοτε και αντεκδικήσεων μορφές.
Στην Τρίτη διάσταση και ως Ουδέτερος επόπτης παρατηρούσα τα τεκταινόμενα υπεράνω της κλίνης της χειρουργικής, όσο το κηρύκειο του Ερμή παρέλυε το σώμα μου που της σκέψης μου γινόταν ο Βελουχιώτης. Δεν πρέπει να ήμουν εγώ αυτός. Ίσως κάποιος Παυσανίας - περιηγητής. Ο πυρήν του εαυτού σου σε τέτοιου είδους Δρυίδων τελετές έχει πνευματοποιηθεί. Γίνεσαι κάτι άλλο. Ίσως μια άμορφη μάζα σιδερικών ή ένας παγιδευμένος αστροναύτης σε μια μελανόμορφη τρύπα που αντί να την καταπιείς εσύ σε παρασύρει στο δικό της βυθό.
Σ’ εμένα υπερίσχυσε η δεύτερη εκλογή. Η γλώσσα μου ανέγνωσε την Καινή Μετάφραση του αποδομισμού των τροφών. Επίκουρος προδότης ο δείκτης των τιμών. Όσο τον έπτυα στις κλίμακες τούτης της οπής κατέβαινε δίχως ποτέ να την αποχωρισθεί. Την πρωτοκαθεδρία γιατί ήταν ο λογοθέτης του δρόμου και πολλών ειδών γλώσσες κατείχε όπως την κατάδυση, τη νίκη, τη γραμμική Άλφα, την ξύστρα, το δάκρυ και το χάδι.
Ήμουν ένας Ροντέν σ’ αυτή την τρύπα και μέγας θαυματοποιός για το λόγο ότι αυτό που δεν μπορούσα λόγω ελλείψεως ελαστικότητας ποτέ στον εαυτό μου να ποιώ - εκτός και αν ήμουν φακίρης - το έκανα στον Ζερεμί.Αναρωτιόμουν κατά την εκτέλεση του έργου μου μήπως πράττουμε στους άλλους όσα για τον εαυτό μας δεν μπορούμε. Σε διαφορετική περίπτωση πιστεύω αυτά τα προνόμια ότι αποκλειστικώς για το «εγώ» μας θα τα διατηρούμε.
Διέκρινα στον αριστερό γοφό του Ζερεμί - όσο η ενασχόληση με το ασκητικό μου έργο ήταν επιτρεπτή - ενός Ινδού πρίγκιπα μ’ ένα θηλυκό απηλλαγμένο από βαρίδια, σκηνή συνουσίας παρθείσα απ’ το Kama Sutra: ρατσιστικό βιβλίο αναλογίσθηκα για την ομοφυλοφιλία.
Πουθενά αναπαραστάσεις ανδρών ή γυναικών στου γαμέτη τους την Ολλανδία. Ένα εγχειρίδιο εντέλει συμβάσεων κοινωνίας. Αφήνει όμως να κινηθεί για όλους εμάς απολυτρωμένη τη φαντασία, αφού δεν δεσμευόμαστε απ’ την πρόταση ότι μόνον το ηλιακό σύστημα είναι υφιστάμενό μας: το ρηματικό μας! Άλλο να εξερευνήσουμε δεν είναι δυνατόν.
Αυτό που φωτοχάραζε τη σχέση μου μαζί του ήταν το "δούναι και λαβείν". Ζυγοί αμφότεροι δίχως αγνύθες και αλυσίδες, δίχως τη Δίκη ως διάδημα στα κεφάλια μας ή την Ποινή με το κουτσό της πόδι να μας κυνηγάει για ένα έγκλημα τόσο ανώνυμο, ώστε να μας συλλάβει. Σ’ αυτή τη σύζευξη αναδρομίας τόσο εκείνος όσο και εγώ δεν είχαμε ενταχθεί σε ουδεμία σεξουαλική, πνευματική, ηθική κατηγορία ή και οντογεννητική...Ήταν για εμάς αυτή η λέξη ο παράγοντας Χ. Ήμασταν όπως οι αμοιβάδες που απ’ τον εαυτό τους είχαν πολλαπλασιασθεί… Όσες οντότητες, τόσες σκέψεις ή πράξεις...
«Πρωτέα του έρωτα» με προσφωνούσε και εγώ «Αίολο της θαλάσσης.»
Αυτές οι αναθέσεις αρμοδιοτήτων είχαν ως συνέπεια εκ μέρους του να εισακουσθούν λύκων λυγμοί και πρωτίστως στον κουμπαρά του στόματος μου φάληρα, χάρτινα νομίσματα μηδαμινής αξίας και δευτερευόντως μεγαθηριακής, απαύγασμα της εκπεφρασμένης ζωτικότητάς του να ’χουν προσγειωθεί. Τη φύλαξα όπως την ψυχή μου, ώσπου «έσπασα» και ο ίδιος και του ανταπέδωσα στα ίσια τα ρέστα που ξεκινούν μ’ αυτά της ήσσονος αξίας, για ν’ απολήξουν σ’ αυτά της μείζονος, ώστε βαθμιαίως η αδημονία να γιγαντωθεί.
Ένας κουμπαράς με λήξης ημερομηνία, όπως ένας διάττων αστήρ τύπτει την Αδριατική ή μία αμφιβόλου διαρκείας (αλλά ποτέ δεν θα παύσει να ’ναι) αγάπη εφηβική…
Μετά από αυτή τη διάχυση αμοιβαιότητας από πλησίον μου ανηγέρθη ο Ζερεμί και στην πασίδηλη επιταγή της κοινωνίας με τα πτερύγιά του είχε μεταμορφωθεί σε σχέση αντιστροφής με ό,τι στο κρεβάτι είχε επισυμβεί.
Ονειροκρίτης: Η απόλαυση των καβουριών θα επιφέρει κεραυνιαίο διαμερισμό.
«Πρέπει την κοπέλα μου να φιλήσω στου Άιφελ τον Πύργο!» είπε σε ύφος απολογητικό δίχως καν να με κοιτάξει γι’ αυτήν την επισπεύδουσα αναχώρηση, όπως ο Σωκράτης. Ή ίσως γιατί για ό,τι συνέβη είχε πασαλειφθεί με την ενοχή. Απ’ τον ίαμβο στην ποίηση την ελεγειακή...
Προτίμησε του Άιφελ τον Πυλώνα από εκείνον που είχαν ψηφιοποιήσει τα κορμιά μας, αν και ισοπεδωτικό για να προσδίδει την εντύπωση του ασταθούς και του τρωτού σε μογγολικές επιδρομές κοινωνικού σχολιασμού που στην παρεκκλίνουσα μορφή φυλετικής δράσης δίνει μια μομφή ή γιατί αρέσκεται το χειρόγραφο σε μάσκες να καταπολεμάει… Οι Γότθοι στη Ρώμη μου οι πολιορκητικοί... Μα ουδείς εισβολέας δε θα μου αφαιρέσει την κτητική μου Ρώμη. Εγώ την ανοικοδόμησα και εγώ θα την κατεδαφίσω. Σ’ αυτήν υποφώσκει η Γέννηση, η Κατάπτωση και το Μεγαλείο. Επτά λόφοι Αντάρη στη ζωή. Μόνον αν είχα επτά αρσενικά και επτά θηλυκά στο Λαβύρινθο θα τους έστελνα, ώστε ο Μινώταυρος της Κόλασης επιδόρπιο να τους κάνει.
Ως τότε επαγρυπνώ και προφυλάσσω.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 10
Damien Adaleux προς Jeremie Cloix
5-9-1997, Παρίσι
Αγαπητέ Ζερεμί,
Σήμερα το δειλινό δεν έκρουσε την θύρα μου με ταράνδους και δώρα κανείς Άγιος φαιδρός. Ήταν ο Ζεράρ.
Το πουκάμισο του απ’ την σηροτροφική ερχόταν με το κοντόλεπτό του στα όρια της ανορεξίας και της κρυονικής κορμί σε συμμετρικό του σολ κλειδί. Σπουδαστής ήταν της Ποιμαντικής. Υπέβαλλε τον εαυτό του σε νηστεία περιοδική.
Υ΄ι΄ος ενός Εκατόγχειρος, επιχειρηματίας και φίλος πατρικός.Τα σμαραγδένια μάτια του τα σφαιροειδή τις ρήσεις ενός τόμου μου υπενθύμιζαν, για τη μαγική ιδιότητα του λίθου σαν φορεθεί.
Αν έκανα στο έδαφός του επιδρομή θα ’χα επιφωτισθεί και τα πλούτη του θα ’χα προσπορισθεί. Είναι εκστασιαστικό τα κρινολίνα να ’χουν σπιλωθεί. Φανταζόμουν του Υγκντρασίλ τις ρίζες των μαλλιών του να φθάνουν ως τα έγκατα της γης και τα εδώδιμα της οστεοπόρωσής μου της πυγμής.Ένας Σαμψών απ’ την Τραπεζούντα αναιμακτί.
Όλα αυτά δεν σου έχουν επιγραφεί, ώστε την αδικία που αποφέρει η στέρηση του πρώτου βραβείου να αισθανθείς. Ούτε φυσικά για τις πρόσφατες απώλειες σε διάβημα διαμαρτυρίας να προβείς αλλά ενός ασώτου Αυγουστίνου τη ζωή να μιμηθείς.
Προέταξε το αίτημα του βαπτίσματός του σ’ ένα ατμόλουτρο που παρεσκεύασε ο πατήρ μου και πρώτος υπουργός της χώρας, για να ’μαι ανέτως διαιτόμενος. Η άνεση πάντα είναι το τελειότερο όπλο για την αναδίπλωση της ραδιουργίας.
«Ζήτησε και θα σου επιδοθεί!» μου είπε κάποτε ένας γύφτος. Δεν μπορούσα ν’ αντιταχθώ σ’ αυτού του αποφθέγματος την ισχύ και συναίνεσα δίχως σκέψη αλωπεκής.
Εναπόθεσε τα διπλώματα έξω απ’ το χαμάμ μου και εισήλθε όπως η ψυχή του με μία πετσέτα πελεκάνου.
Ως κόραξ το θήραμά μου απ’ το σύστημα που ’χε στο γραφείο μου εγκατασταθεί, επόπτευα που με τις κάμερες εντός και εκτός ατμόλουτρου είχε διασυνδεθεί και περιέγραφε με τρόπο τόσο ακλόνητο όσο οι βράχοι της Νεβάδα την κίνηση της στιγμής. Βίοι παράλληλοι του στήθους του οι μύες, όπως οι χωροθετημένοι στην εντέλεια του Θεσσαλικού κάμπου αγροί τους οποίους για μερικές εβδομάδες ήμουν το περασμένο θέρος σε διαμονή και διακοπή…
Το τελευταίο δώρο απ’ της Πανδώρας το κουτί και έναυσμα για μια απροσδόκητη εμπειρία ήταν των ινών του η παράλυση απ’ τους ατμούς και την υψηλή θερμοκρασία στην μεθόριο της λιποθυμίας.Είδα με ανακούφιση τα μάτια του να μισοκλείνουν, ενώ κάθιδρος ανέπνεε μετά δυσκολίας. Ευρισκόταν πλέον στο μετόρχιο Ύπνου και Θανάτου. Έπρεπε ν’ αδράξω την ευκαιρία και ως Γυμνός Μωρός θα έκανα την χιονισμένη πετσέτα του όπως το σύμπαν.
Με τοξοβολή κατήλθα τα σκαλιά που απ’ το γραφείο μου ακριβώς στων γλάρων ληκύθων του Ζωγράφου του Θανάτου στον τόπο κατασκευής οδηγούσαν.
Ενώπιον της Πύλης του ατμόλουτρου ευρέθην με τα δέκα πλακάκια από γυαλί που από ξύλο δρυός είχαν διαχωρισθεί, όπως οι Πύλες του Παραδείσου στην φαντασία μου είχαν ειδωθεί.Ήταν τα κλειδιά στην θύρα ορφανά και παραμελημένα. Έγινα ο ίμερος ανάδοχός τους πατήρ. Θα τελετουργούσα στο βαπτιστήριο τούτο ως προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ρωμαιοκαθολικής, με τα μακάρια ύδατα επάνω στον άσωτο άγιο που θ’ ανέβλυζαν από εμένα, ώστε λόγω και πράξει σε άσωτο ανόσιο υποβολιμιαίως να μεταβληθεί…
Οποιοσδήποτε ενδοιασμός θα ’ταν συνάρτηση παλινωδική. Με μια άηχη ώθηση ελαπρή η πόρτα ράγισε και μπροστά σ’ έναν απ’ τους άπειρους μαθητές μου η δική μου παρουσία είχε εκδηλωθεί.
Είχε γενέθλια μήνα Σεπτέμβριο όπως η βασίλισσα Παρθένος.Αποφάσισα να του αλλάξω την ημερομηνία της διαπνοής.Το ζαχαροκαλαμένιο του πρόσωπο παρεμφερές μ’ εκείνο της Λουσύ που όταν ήταν μίλια μακριά μου πιο πολύ μου ήταν ποθεινή.
Την εφημερίδα της υπηρετούσε με ακράτου οίνου παραδοχή αλλά και με υποχθόνιους σπινθήρες αντίδρασης και διαμαρτυρίας που δεν είχαν εκδηλωθεί, γιατί ο οφθαλμός πάνω απ’ την πυραμίδα δεν είχε ευκαταφρονηθεί αλλά στα ρουμπίνια είχε αγαπηθεί. Την είχε στείλει στο Λονδίνιουμ για την κάλυψη της κηδείας της καλόκαρδης πριγκίπισσας σε αποστολή.
Επιτέλους το υποκατάστατό μου είχε βρεθεί. Τα ροδαλά του μάγουλα προμήνυαν όχι μόνον υγεία αλλά και συστολή. Γι’ αυτό και ήθελα σε κίτρο να ’χε ζωγραφιστεί. Οι παπαρούνιες πλεξούδες αν και της Λουσύ συναδελφικές είχαν ηλιακή αναγωγή. Είχε την ευγένεια ενός Λέοντος Σοφού με της πορφύρας την προνομιακή. Του έλειπε όμως το σκήπτρο και ως καλοθελητής στο να καλύπτω χρείες ατόμων που πάσχουν από εκλείψεις ή χάσματα είχα εθιστεί, για ν’αποδοθεί ένα περιεχόμενο στης Καινής Διαθήκης τα χωρία που προσφέρονταν σε όσους δεν ήσαν στα σφαγεία.
Έκλεισα την πόρτα με τον δίδυμο τρόπο που την άνοιξα, δίχως εκείνος το παραμικρό ν’ αντιληφθεί. Ως είθισται στο ζω˙ι˙κό βασίλειο των φρύνων η γλώσσα ίπταται τόσο ταχέως στο προδόρπιο - έντομό του που αυτό δεν ένιωσε ποτέ την Γοργώ, παρά μόνον όταν ήταν ήδη αργά πολύ.
Κάθισα δίπλα του στο ίδιο «τραπέζι». Αυτή η πετσέτα ήταν η Σιδηρά Παρθενία που έπρεπε να μεταγλωττισθεί σε κλάσματα μ’ εκείνον παρονομαστή και στου ερωτικού πόθου τις συμπράξεις πολλαπλάσιο ελάχιστο κοινό.
Με το άλκιμό μου χέρι φυλάκιζα τα κλειδιά και το αριστερό μου έλαμνε απ’ το γόνυ έως τη μεσογειακή του λεκάνη.
Σ’ αυτήν τη διερεύνηση ο μεταξοσκώληξ έπρεπε με μια πρίζα να ’χε συναντηθεί, ώστε η συσκότιση λόγω λαγνείας της ψυχής μου, στο ημιφωτισμένο ατμόλουτρο που έδινε την προέκτασή της να ’χε μερικώς -όπως η Αλβανία- ηλεκτροδοτηθεί.
Οι γεννήτριες ανήκουν στου θεούς˙ όχι στους βροτούς.
Απ’ το καλώδιό του λίαν συντόμως σπίθες είχαν εξορισθεί και υπέπεσε στο σφάλμα της νάρκης του της Ολυμπιάδος του της φεβρουαρινής.
Το αλφαδιαίο μου σχέδιο απέτυχε, προτού καρποφορήσει. Έπρεπε να επιθέσω το δευτεραγωνιστικό σ’ εφαρμογή.
Η κενή φωτοτυπία του σημαία έγινε στην δωρική μου κεφαλή.Φωτοστέφανο αληθείας...Το αγαλματένιο του ανάστημα ήταν σε θέση πεταλούδα. Με προσέλκυε η χοάνη του, όπως τα ρινίσματα σιδήρου η πυξίδα η μαγνητική.
Εκείνη την στιγμή προσπάθησα να προσεγγίσω το Μαντείο των Δελφών της κοιλιάς του, για να ξεπεταχθούν οι Ιδέες του και τα Θέσφατά του. Το καλώδιό μου έκανε στίβο μετ' εμποδίων. Όχι στην πρίζα που ανήκει αλλά σε μία παρεμφερή. Ποιος υπεστήριξε ότι το μονοπάτι προς την Αρετή δεν έχει σπαρθεί από δύσοσμους αχινούς και αιματώδεις που έχουν διανθισθεί;
Τα μαλλιά του έγιναν η δέσμη των χεριών του. Ποιος είπε ότι η δύναμή μας δεν μπορεί σε άγνωστες συνθήκες να γίνει η μεγαλύτερη μας αδυναμία; Το χέρι του επαίτη το στόμα του ασπάσθηκε ως σωστός σιγαστήρ.Αναζωπύρωσε η τορπίλη μου τις καταζητούμενές του αισθήσεις. Έδειχνε το τετελεσμένο γεγονός να ’χει αποδεχθεί. Τον αντίχειρά μου πιπίλιζε σα νήπιο ˙ όχι όμως τα ρυάκια του στο σημείο έναρξης της γέννησης επιθυμώντας συνειρμικώς να επιστραφεί.
Το δάκρυ και η ζωή, όπως ακριβώς η αποβολή. Δάκρυσα μέσα του και με το κλειδί λεπίδι απαθής για των βαρυποινιτών χεριών του την αμνηστία η κόμη του είχε απονευρωθεί…
Στον οίκο μου και στο σχολείο ήλθε σ’ επαφή με της εμπειρίας την αποκοπή. Προσωποποίησή της ανέκαθεν ήμουν εγώ. Όλοι την ψευδαίσθηση ότι κάποια ημέρα ενδέχεται να την αποθηκεύσουν έχουν, μα κανείς δεν κατανοεί ότι απ’ τα σπλάχνα του Ουρανού είμαστε αποβλητοί και πως επιθυμούμε να εορτάσουμε την Παλινόρθωση του πατρός διαπράττοντας μοιχεία με τη Γη.
Δεν τόλμησε να με κοιτάξει ιδίοις οφθαλμοίς. Το ίδιο και από εμένα είχε διαπραχθεί.
Έτρεμε σαν φάλαινα που ’χε εξοκείλει στην ακτή, αναμένοντας την επάνοδό της στη μισή ζωή. Εν τέλει και ο θάνατος είναι αναπνοή. Αυτό ισχυρίσθηκε κάποτε ένας ζητιάνος και αντηρίδες στα προλεγόμενά του απ’ όλους είχαν ανιχνευθεί. Συνεπώς μπορώ να χειρισθώ αυτή την πρόταση για να θεωρηθώ πως έχω θεοποιηθεί.... Αντιποίηση αρχής...
Τα κλειδιά του μετεβίβασα στο χέρι, ώστε να τον θέσω στον πειρασμό στις Πύλες της Κολάσεως να εκδιπλωθεί.
Συμπερασματικώς το αν θα πάει κάποιος στην Κόλαση ή τον Παράδεισο απ’ τον τρόπο χειρισμού και καθαρτηρίου των σταθμών - γεγονότων της ζωής του αυτό θα εξαρτηθεί.
Άνοιξα την Πόρτα του Ατμόλουτρου διάπλατα και δεν κοίταξα μήτε έκλεισα προς τα πίσω.
Ποτέ μια θύρα κεκλεισμένη πίσω σου δεν έχει κλειδωθεί.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 20
Damien Adaleux προς Jeremie Cloix
15-9-1997, Παρίσι
Αγαπητέ Ζερεμί,
Ως Πλούτων αναμένω την άφιξη της Λουσύ με λύσσα αν και επισταμένος είμαι της αφοσίωσής της ήδη απ’ τον Μάρτιο στην Μητέρα - Εργατική της.
Όταν λείπει η γαλή λένε πως χορεύει σε βαλς η φιλία η αρρενωπή. Δεν υπάρχει άνθρωπος που από εμένα περισσότερο να συμφωνεί.
Προσεκάλεσα ετεροχρονισμένως για να εορτάσουμε τα γενέθλιά μου απ’ τον υπερσυντέλικο φίλους τρεις.
Ο Τόνυ, ο Ζωρζ, ο Ζαν κι εγώ στις τέσσερεις έδρες ενός τραπεζιού κάναμε κατανομή της τράπουλας του χασισιού για να υποδυθούμε την Πυθία καταχρηστικώς. Τέσσερεις πρέπει να ’ναι πάντα οι υποκριτές για μία αρχαία κωμωδία ελληνική.
Ο Τόνυ ήταν απαρηγόρητος για την αδικοχαμένη κοπέλα του, όταν το αεροπλάνο που φορούσε σαν τον Ίκαρο πετούσε, για να διακοσμήσει τη θάλασσα της Μέσης Γης…
Απ’ την άλλη ο Ζαν είχε χωρίσει, γιατί η φίλη του στου κρεβατιού τον έπιασε τα διαδίκτυα της «Κίρκης».
Ο Ζωρζ τίποτε το αξιόλογο δεν είχε τη διάθεση να μας καταθέσει.
Όταν έχεις φίλους είσαι υποχρεωμένος και το παραμικρό σημείο στίξης της αθέατης πλευράς του φεγγαριού ν’ αναφέρεις, όπως ένας απλός στρατιώτης στο λοχαγό του απ’ το φυλάκιό του ποιεί.
Τους πρότεινα με των κεκαυμένων πεύκων να στιγματισθούν τη στολή. Το δέχθηκαν άνευ οιδημάτων στα μάγουλά τους ανερυθριαστί.
Στους καναπέδες του σαλονιού είχα ως γαρνιτούρα αποκριάτικα και γυναικεία στολίδια, υφάσματα, προσωπεία και παραγεμίσματα για φουσκωμένους τόνους εξαπλωμένα, όπως αναθηματικές πλάκες σε βωμούς της Ετρουρίας που για τους κινδύνους εκθέτεις ως ένδειξη ευσέβειας και τους οποίους αποφεύγεις.
Διαδέχθηκα κι εγώ του Σηκουάνα την ροή. Βολευτήκαμε στην ενδυμασία μας την καινή, όπως ο πένητας που στο λαχείο δισεκατομμύρια κερδαίνει και προσαρμόζεται στα δεδομένα βρέφη, ώστε των προσδοκιών ως υπώρεια της Τύχης να μη διαφανεί ή στη νέα του κάστα η καταγωγή του η χαμερπής να μην φανερωθεί.
Στην Αίθουσα των Κατόπτρων τα χείλη του Ζωρζ με ώχρα, ενώ οι παρειές του Τόνυ και του Ζαν οι οφθαλμοί είχαν μπογιατισθεί. Εγώ απλώς ήμουν ο ελάχιστος κοινός διαιρέτης των αναληθών του βλεφαρίδων.
Παρωθούμενοι απ’ τη διεφθαρμένη μας ευδαιμονίη στον ουρανίσκο μας ο οιωνός των Κοζάκων είχε αποθεωθεί που μ’ αυτόν της Καμπανίας είχε συνουσιασθεί. Θέλαμε να διαδώσουμε απ’ τη Δύση έως την Ανατολή του Ζαγρέα την οργιαστική τελετή.
Ανάβρυτη στον τάπητα απ’ τους Πάρθους μια ποσότητα ρευστής χλωρίδας και πανίδος στην κράση ανομοιογενών μονάδων του οργανισμού του Ζωρζ με έκπληξη από εμένα ως αντιδραστήρ έγινε ορατή.
Αυτό το σπάνιο αστρικό φαινόμενο έπρεπε οπωσδήποτε σε ταινία ν’ αποτυπωθεί.
Μιας Μασσαλιώτιδας φιλί έπρεπε απ’ τον Τόνυ στον Ζωρζ να παραδοθεί. Η αρχική του αντίδραση ήταν αποκρουστική.
«Είσαι γαλοπούλα παιδί απ’ τη Γαλλία;» τον ερώτησα και εκείνος αποκρίθηκε πως ποτέ δεν είχε κάτι τέτοιο διαισθανθεί...
«Έχει απαράβατους διαβήτες η παραδοσιακή». Ό,τι ισχύει έστω και ένας έπρεπε ν’ αποδειχθεί. Κινηματογράφησα Ζερεμί στην παρακμιακή ιδέα την εή υπακοή, ως δώρο για την επικείμενη σου γενέθλια εορτή.
Ο Τόνυ ευρέθη μετά απ’ όλα αυτά επί γης, ξεσπώντας σε νευρώδη γέλια φαρδύς - πλατύς. Γονυπετής στο χαλί του Αλαντίν έκανε στον Θεό του μια προσευχή και το κεφάλι του με του Ζαν και του Ζωρζ σε Αργώ των Συμπληγάδων είχε μετενσαρκωθεί. «Σε μια διαφορετική γλώσσα είναι καιρός να προσευχηθείς!» του είπα εκλιπαρών.
Το κεφάλι του διχοτόμος σ’ένα τρίγωνο φουστών αναποφάσιστο ποια χειροβομβίδα ν’αφοπλίσει, πριν εξολοθρευθεί. Μια ακαθόριστη μάζα πτυχώσεων ελάχιστα φανέρωνε για τις κατευθύνσεις που έπαιρνε το όχημα. Οι Ιουρασικές Πέτρες στου στόματός του τον κευθμό είχαν καλυφθεί με αποτέλεσμα σε Κεράτειο κόλπο να μεταποιηθεί. Ο περιστερώνας δεν είχε εκτραπεί. Απ’ τους Ολύμπιους θεούς δυσμενείς οιωνοί. Σχιστόλιθοι ψηφιδωτών με τον κόλπο του Σαρλώ στην προϊστορία της δοκιμής.
Σε λίγο θα ανέβρυζε η Κασπία τους και το περιστέρι ως Χερουβείμ σε σύννεφο αγνόρυτο θα ’χε προαγωγή.
Μα για τον Τόνυ αυτή η απόλυτη επαφή δεν ήταν οργασμική.
Είχαν δύο κρατήρες ηφαιστείων αυτοί οι Τιτάνιοι Λίθοι από άρκτου δέρας κυκλωτοί και τώρα πια σφραγιστοί, αφού όταν εκατό ίπποι υποχθόνιοι έχουν συσσωρευθεί στο μηδέν και κυλιόμενοι έχουν εκκριθεί από ποτέ με μέγιστη ορμή.
Ο Ζωρζ και ο Ζαν με τα μισόκλειστα κάτοπτρα της ψυχής τους μεγιστοποιήσαν στο έπακρον την φιλαυτία, αναγνωρίζοντας ο ένας στον άλλον τον δικό του Υπερίωνα.
Παρόλ’ αυτά τα στόματά τους θαρρείς σε κάποιες στιγμές πως είχαν γίνει μία αντίρροπη Ερμαϊκή Στήλη. Ο ένας φιλοδώριζε οξυγόνο και έρωτα στον άλλον σε αλληλουχία. Τότε θυμήθηκα ότι ο έρως είναι τ’ οξυγόνο της ζωής που όταν εκπνέει στο έτερον σου ήμισυ ως διοξείδιο του άνθρακος έχει διοχετευθεί. Όλη αυτή η παράσταση μου έφερε στη μνήμη ένα ταχυδακτυλουργικό σκηνικό ηλικίας προεφηβικής: την κοπέλα που εξαφανίζεται στο κάθετό της φέρετρο συντροφιά με τα μαχαίρια.
Ομολογώ ότι πάντα είχα την περιέργεια να δω τι κάτω από ένα φουστάνι έχει κρυφτεί. Πολλώ δε μάλλον τώρα που είχα απέναντί μου δύο.
Το περιστέρι αναδυόμενο απ’ τα γαιώδη παραπετάσματα ήταν πιο άσπρο από ποτέ, καταπίνοντας με το αρχαϊκό μειδίαμά του της αγιότητάς του την στεφάνη ως το παιχνίδι μιας άνευ κινδύνων ζωής.
Με την ευλυγισία μιας δορκάδος ο Τόνυ προσκύνησε τον καναπέ, τον συντεθλιμμένο Ζαν κάλεσε στο ταρασσόμενο κουκλόσπιτο να εισαχθεί που ο Ζώρζ επειδή ήταν η πιο γειτονική γη στο δίκτυο του μεταξιού του είχε προβεί την συγκοπή και σε σκεπή είχε διαφανεί. Μάλιστα με κίτρου χυμό τον περιέλουσε, ώστε μετά βίας ο νωχελικός του κονιορτός να κοιμηθεί. Τον έτριψε με χέρι το σφουγγάρι, ώστε μια σειρά πλαστικών πλαγγόνων στην παρέλασή τους απ’ τον πρόδομο της Αχειροποιήτου να τύχουν φιλοξενίας πτολεμα΄ι΄κής.
«Είμαι έτοιμος να τον δεχθώ!» είπε ο οικοδεσπότης Τόνυ που ήθελε τα γενέθλια του φίλου του με την κλίση την Λαυρεντιανή που του ήρμοζε να τα διασκεδάσει.
Με την εισδοχή του στο μεσαίο κλίτος ο Ζαν να εναποθέσει τον άρτο και τον οίνο θέλησε στου φίλου του την Τράπεζα την Ιερή. Το διακονικό του αν και λυγιστό αναστήθηκε και απ’ τους κίονες των παράπλευρών του κλιτών καθοριζόταν στους πιστούς αισθητός του σεβασμού του ο σεισμός. Ο χώρος του Ιερού για τους ακτήμονες του διακονικού λειτουργήματος, ως τότε ήταν απαραβατικός. Όμως οι άλλοι αν είναι πειραματόζωα και εσύ ο επιστήμων ο πειραματικός τότε η πρώτη φορά αποκλείεται να γίνει κάποτε η εσχάτη. Ο δρόμος για την Θεία Κοινωνία απαιτεί του Γαργαντούα την επιμονή κι εκείνος εξαναγκάσθη απ’ τον γυναικωνίτη να μετεωρισθεί.
Κάποιοι κίονες τον αναχαίτιζαν με λάσπη, ώστε στον τροχό της αμάξης αρτιμελής να μην φθάσει και άλλοι του έριχναν μπογιά γεδρωσιανή, ώστε ως υπαίτιος κάποιας αξιόποινης πράξης να κατηγορηθεί. Επίμαχο στη χαίτη του Τόνυ ο Ζαν απ’ τις αλλεπάλληλες κρούσεις των εχθρών είχε βρει. Διαμερισμός του ιματίου του ενδέχεται να ’χε υπάρξει και στην Αγία Τράπεζα το φυλακτό ν’ αγιάσει. Τα ρήματα διάθεσης το ζητούμενο πάντα είναι στην επιθυμία την ερωτονομική.
Ο Τόνυ σύστοιχο αντικείμενο και ο Ζωρζ ως υποκείμενο δεύτερο του έδωσε μία φλογέρα να παίξει για τον πενθιμιαίο ρυθμό του, όσο ο Ζαν ως ιδανικός ισορροπιστής το ανακινούσε μέσα στο κουκλόσπιτό του.
Κατέληξε όμως σ’ αυτή την τεστοστερονική ακμή, τράγων δέρματος αποληκτική, ένα παιάνα να παίζει σε νότα βουκολική, όπως ο Αττίλας πριν το τόξο του διασπασθεί.
Ο υπέρμαχος της «παθητικής αντίστασης» και εγώ της ρήσης «οφθαλμός αντί οφθαλμού.»
Ήταν οι τόνοι, τα ημιτόνια και οι αντιστίξεις που τα κενά του ψυχικού του πενταγράμμου ανατροφοδοτούσαν. Ίσως αυτό το τόξο να συμβόλιζε του Άρεως την αιγίδα την Πατρική που ως μέλος στου τάγματος των Σαλίων ήμουν μετά προσοχής φροντιστής αφού απ’ τη Γαία και τον Ουρανό είχε διαχωρισθεί.
Τόσο εκείνος όσο κι εγώ εύπλαστοι κούροι, νόθοι και αποκεκηρυγμένοι.
Ο Κλαύδιος κάποτε διέταξε της Μεσαλλίνας τη καταδίκη την θανατική. Ευτυχώς όχι στην περίπτωσή μου την σφετεριστική.
Ζερεμί γνωρίζεις ότι δεν γεννήθηκα στο Παρίσι, αφού ο πατήρ μου ήταν στον 45˚ παράλληλο για χρόνια πρεσβευτής.
Για το αφιόνι μου και τα ερωτικά μου ελβετικά στρατεύματα απ’ τον πατέρα μου επαιτώ αριθμημένη επιταγή. Όταν αυτό το μέτρο δεν είναι ενεργητικό, με δημοσιοποίηση των παρελθοντικών λαθών τον επαπειλώ. Τούτο το υπόμνημα για την πολιτική του σταδιοδρομία θα ήταν εκκλησιαστικό.
Μπορεί να μην είμαι Φοίβος αλλά έχω κάθε έφεση σε Ηρακλή αλιτήριο να μεταμορφωθώ. Δεν ξέρω ποιος είναι ο πατήρ μου ο αυθεντικός...Οι παπαρούνες, τα γρασιδιφόρα σελίδοποιημένα κεριά, τα διογκωμένα στήθη ή οι κύνες των αγροικιών;
Όποιος Πίνδος σταθεί στην Εγνατία μου οδό τον Άδη μέσα στον Πλούτωνα θα προσποιηθώ. Διαπράττω τούτη την ύβρη, για να προκαλέσω τον Ντεϊσμό.
Μετά απ’ αυτήν την πρόταση την παρεμβατική ας μετατοπισθούμε ξανά στην πρωταρχική.
Το στόμα του Τόνυ στο τέλος κατάντησε ένα κύκνων σιντριβάνι που τον Ζωρζ έβγαλε αμαχητί.
Μετά απ’ αυτήν την Βικτωριανή αλλαγή εδόθη η εντολή το υποκείμενο της πρότασης ν’ αντικειμενοποιηθεί.
Αταραξία και περιπάλαξις....
Ευδαιμονίη δύο κατηγοριών σε μία, όπως μία μυρσίνη σ’ ένα στεφάνι δάφνης.
Η δική μου έποψη περί εσοχής στη μέση του Ζαν ένα λουρί που μέσω του τρίβηλου ανοίγματός του τον έκανε ν’ αποσυρθεί.
Η επαναφορά ενός υπνωτισμένου στη ζωή. Ανέγνωσα την αλήθεια που του ’χε υπεξαιρεθεί.
Τεκμαίρομαι ότι η αλήθεια είναι για όλους τους άλλους ένα κτήμα ες αεί. Δεν θ’ αποφανθώ αν η Ιωάννα της Λορραίνης άκουγε αμβρόσιες φωνές ή τον δικό της εαυτό ή ό,τι η Φύσις επιτάσσει. Φίλος είμαι της ύλης. Όχι της Υπατίας... Μάταιο είναι κάτι που δεν είσαι να υποκριθείς. Το οξυγόνο γίνεται νερό, όταν με το υδρογόνο συνουσιασθεί.
Κάθε φαρέτρα ανθρώπινη είναι μια ουσία ετερογενής που περιέχει έναν κωδικό αριθμών ο οποίος πρέπει ν’ απομνημονευθεί, ώστε τον θησαυρό του άλλου να υποκλέψεις στην πρέπουσα στιγμή. Για την πιο επωφελή ένωση ή εκείνη με τα λιγότερα αποτελέσματα ως αρνητική ο σωστός συνδυασμός πρέπει από εσένα ν’ αναρριχηθεί.
Ένας χοίρος είμαι που του αρέσει στο βούρκο της ακολασίας να εκτραπεί. Πιστεύω ότι τους φίλους σου πρέπει να ευεργετείς και τους εχθρούς σου ως κομπολόϊ στο myspace να επιστρέφεις. Για τις αρετές μου δεν έχω καμία αμφιβολία αλλά δεν επιζητώ σε στάση να ’ναι κάνεις την παντοδυναμία μου να συκοφαντεί...
Ένα χελιδόνι μου ψιθύρισε στο αυτί ότι στο Λονδίνο εθεάθης με την Ιουλιέτα μου την κληρονομική. Νόμιζα ότι υπήρξα κάποτε Πάτροκλος εραστής...
Όποιος παριστάνει τον Πάρη με την Ελένη μου θα γίνω Μενέλαός του:
(α) γιατί δεν είναι μόνον εμός και (β) γιατί όσοι την καταπατούν είναι Τρώες.
Ζερεμί δεν απειλώ ποτέ κανέναν ώστε προβάδισμα να μην έχει στις ευχές και στις πράξεις μου ουδείς. Η ουρά του σκορπιού μου χωρίς προειδοποιήσεις φθάνει εις το χώμα και με την Λευκοθόη που θα φορώ όλες τις θύρες θα σπάσω για να σε βρω. Αν απ’ το Διαβολικό μου Πρωτείο την ξαναδείς, ελευθερία αμαρτιών δεν θα σου δοθεί.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 30
Damien Adaleux προς Georges Labrouille
1-10- 1997, Παρίσι
Αγαπητέ Ζώρζ,
Επεφύλασσον την προτεραία μια καλλίμορφη εσπερινή έκπληξη στους χιτώνες μου που δεν έλεγαν υποδορίως μου να ’χουν αποκολληθεί: απ’ την πασιέντζα που έρριπταν στο τραπέζι για λόγους αρμονίας με την μάστιγα προ δεκαετιών της αμερικάνικης τοκογλυφίας.
Για μια παροδική αγοραπωλησία μ’ ένα πρακτορείο μοντέλων ήλθα σε συμφωνία.«Ανατολική Ευρώπη προ των πυλών» ήταν η τιτλοφορία.
Πάντοτε έβλεπα τα σώματα των άλλων ως σερβίτσια στα οποία ικανοποιείς κάθε ηδονή γαστριμαργίας. Δεν είναι ανωφελές να εκμεταλλεύεσαι των άλλων την αδιαθεσία. Η αποσυντιθέμενή μας ψυχή και τα παραφθαρμένα μας απ’ το άστρο του κυνός γούστα γίνονται ένα βέλος στων κοριτσόπουλων τ’ απίδια.
Απ’ τη μαριχουάνα επιδικασμένες στην ανορεξία, ώστε στο μέγιστο αριθμό πελατών να υποκύπτουν μ’ ευσυνειδησία. Πολλές εξ' αυτών παρακρατούν τον πυρσό σε φραουλένιου σκόρδου των Ολυμπιακών ταινία.
Η καμπάνα χτύπησε και απ’ την εκκλησία εξήλθε ένα μικροκαμωμένο, αποστεωμένο, αγύμναστο, μελανό κορίτσι... Ως πρόγευμα της εδόθη μια ένεση ηρωίνης. Εμείς θα ήμασταν το κεφαλαίο γεύμα: η τριανδρία που απαρτίσθηκε μετά του Ιουλίου την δολοφονία.
Στο πρόσωπό της έβλεπες το φόβο της απροσδιοριστίας. Θ’ άνοιγε στους στρατηλάτες του Μωάμεθ την Αγία Σοφία…
Φαίνεται πως ήξερε ότι στην Αχερουσία Λίμνη αν την είχαμε στείλει δεν θα ήταν αναζητούμενη. Δεν είχε ουδένα απόκτημα, όνομα ή και ταυτότητα...Άλλος ένας μετανάστης που εισήλθε παρανόμως εις την χώρα. Μια μπεκάτσα σε τρώση και εγώ ο ατιμωρητί οργίλος κυνηγός, ο υιός του πλουτοκράτη για τις ξεναγήσεις στο παλάτι της βασίλισσας Χριστίνας, της Λουσύ και του Ζερεμί.
Την διέταξα τα ενδύματα της ν’ αποτινάξει. Άσκοπο στου κρεμμυδιού τον πυρήνα κανείς να φθάσει.
Ξάπλωσε με πρόχειρο κατάλυμα στο επίκεντρο του σαλονιού ένα πάπλωμα.
Ο Ζαν ανίχνευε στις ρώγες της το μητρικό γάλα να καρπωθεί που απ’ την υπερδιέγερση μια αντιλόπη έχει όταν μέσα στη ζούγκλα την ύαινα αντιληφθεί. Ο τρόπος χειραγώγησης ομοίαζε με την Ανακάλυψη της Αμερικής. Ο πατέρας του εστάθη σαν τον Δία και τον ανέθρεψε στην κεφαλή. Απ’ του λυχναριού το τζίνι άλλη μια δέηση φωτοκυτταρική.
Όπως και εκείνος, έτσι κι εγώ πιστοί στου πνεύματος την επικυριαρχία.
Ο Τόνυ κι εγώ γλείφαμε τα χείλη της που του εγκεφάλου ως κύτταρα καρκινικά είχαν παραμορφωθεί…
Πρέπει να ’ναι άπολις ένας γλύπτης. Έπρεπε η αλήθεια ν’ αναπαρασταθεί όσο γίνεται με τη γλώσσα μας ως σμίλη πιο πιστή, ώστε η ιδέα της Ηδονής να μορφοποιηθεί.
Η εσοχή της Βαβέλ των γλωσσών είχε γίνει και ζητούσε διαδοχικώς απ’ την σκαπάνη μας το αλφάβητο, το λατινικό, το αγγλικό, το γαλλικό, το ρώσικο και το ρουνικό ή και την προπαίδεια πότε ανάποδη και πότε ορθολογική.
Ευρεσιτεχνία αριστοκρατική από γονεϊκή διδακτική. Τέκνα της Υψηλής Κοινωνίας...Χρήση εξάλλου η γλώσσα έχει πάντοτε της ποικιλίας. Απ’ τη τεχνοτροπία σου θα εξαρτηθεί αν ακολουθήσεις την ιστορικοσυγκριτική, την παραδοσιακή, την δομιστική ή την γενετική μετασχηματιστική γραμματική. Τα μαθήματα της γλώσσης είναι τα πλέον σημαίνοντα, ώστε να μην θεωρηθείς ότι απ’ τον αναλφαβητισμό του έρωτα νοσείς. Δεν αρκεί πια κάποιον να ποθείς. Η κυριλλική την ερμηνεία της θα τροποποιεί αναλόγως απ’ το τι θα περιβληθεί, με ποια λέξη, μόρφημα, φώνημα σ’ όλες τις προεκτάσεις θα επενδυθεί. Η σωστή άρθρωση και η εκφορά επουσιώδη ρόλο δύνανται να παίξουν, όπως το ύφος το ειρωνικό, το δικανικό, το επιδεικτικό ή το ρητορικό στους τροχούς του Πέλοπα της αμάξης. Εντέλει οι άνθρωποι ομιλούν μια εσπεράντο που στις άπειρες διαβαθμίσεις του καθρέπτη έχει μασκαρευθεί: «Το συμφέρον ο πατήρ πάντων.»
Επιζητούσαμε τον κόμβο του γλωσσολογικού μας βομβαρδισμού στης Αφροδίτης τα όρη ν’ ανατιναχθεί. Ανάλαφροι χείμαρροι, επισκέπτες της αγγλοσαξωνικής μας που ενώθηκαν σε μια στιγμή...
Ο κοινός σκοπός μπορεί να συνενώσει και τους άσπονδους εχθρούς απ’ το παρελθόν...Πολλώ δε μάλλον φίλους...
Δεν φορούσε χλαμυδικό σκουφί αποπροσανατολισμένη στον Αμαζόνιο με κορόνα το φεγγάρι. Κάτι άλλο ήταν διπλό και στον λόγγο έπρεπε να επικαλυφθεί, ώστε στον οίκο της γιαγιάς του να ’ναι αποδεκτή πριν απ’ τον κακό λύκο κατασπαραχθεί...
Του θηράματος ο ρόλος δεν μου είναι μια διεργασία αρεστή αλλά πάντα του Ωρίωνος έχει προκριθεί.
Σε μια εξωγήινη άμορφη μάζα αύρας ηδονών είχε εκδοθεί και αυτό της επέφερε αποκλίνοντος ερωτισμού τάση απωθητική.
Ο Τόνυ εισήλθε απ’ το νάρθηκα στο περίκεντρο οικοδόμημά της που ’χε τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής και εγώ από κάποιο τοξωτό παράθυρο ως κλεπταποδόχος αφανής.
«Νενίκηκά σε Σολομών!» κραύγαζε προς το αίθριο ο Ζαν, ατενίζοντας απ’ τον τρούλο μια κρήνη στην οποία ήταν χαρακτή η επιγραφή: «ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ». Τέσσερεις μεγάλοι πεσσοί στήριζαν τούτο το οικοδόμημα που συνοδευόταν ανά δύο, με τα χέρια μας τόξα και κιονοστοιχίες τα οστά μας. Ημικυκλικές κόγχες τα γαϊδουρινά πισινά μας.Πλάγια κλίτη οι αδιάφαντοι θεατές νεκροί και σύνθημα τα τεταρτοσφαίρια που μετέφεραν ένα μέρος των κλίσεων του τρούλου στους δευτερεύοντες πεσσούς τοιχοποιίας εξωτερικής. Τα δάκτυλα των τριών μας γίνονταν ενίοτε νευρώσεις του τρούλου, ώστε σαράντα ιδεών παράθυρα στο εσωτερικό του ναού να διαχέουν άπλετο φως, ώστε η ορθομαρμάρωσή του να προβληθεί. Οι κίονες πλήρεις υγρασίας. Τα ψηφιδωτά ξεκολλημένα λόγω αρχαιοκαπηλίας. Κλάσματα γυαλιού στα παράθυρα του τρούλου. Στην Αγία Τράπεζα νήριθμοι ιερείς συλλειτουργούσαν από δόγματα παντοειδή. Μια θρησκεία σεξουαλική συγκρητιστική.
Στην παροδική ζωή ήμασταν τρεις Ιωαννίτες ιππότες εμείς και όποια αύρα θηλυκή ποθούσαμε στο δρόμο απ’ την Απελευθερωθείσα Ιερουσαλήμ ανενδοιάστως από εμάς είχε σφυρηλατηθεί.
Η Τύχη και σ’ αυτή τη ζωή ως φως αληθινό και σε φθορά προοδευτική ταγός νομίζοντας ότι ο ένας κίονας θα κατρακυλισθεί και επάνω στον άλλον θα προσκρουσθεί.
Ανεπανόρθωτες ζημιές προξένησαν στο Κτήριο της Ελαίας οι σεισμοί και οι κίονες που μας ανήκαν πότε δεξιόστροφη πορεία ή κυκλική ακολουθούσαν και σπανιότατα βουστροφηδόν είχαν κινηθεί...
Ένα μεσαιωνικό καθολικό άσμα έπαιζε η μικρή Ρουμάνα με του Ζαν τη φυσαρμόνικα στο στόμα, αν και θα προτιμούσα των Νιμπελούνγκεν την ωδή.
Η Ιζόλδη σε ηπείρους μακριά μας και εγώ ως Τριστάνος εντόπιζα παραμυθία σ’ ένα χλωμό, όπως τα εσπεριδοειδή ασυνταίριαστο κορμί. Το κιρρόν πάντα δίπλα στην πίσσα της ασφάλτου θ’ αποσβεσθεί.
Τον Ροδανό της πλάνης της ράντιζα με μύρο, για να την αγιάσω και ν’ αυτοαγιασθώ. Τώρα θα έπαιζε παιχνίδι διττό.
Παρατημένο στο χώμα ένα σκοινί.Πισθάγκωνα τα χέρια της μ’ αυτό από εμένα είχαν περιδεθεί.
Αντιστάθηκε αλλά οι φίλοι μου αποδείχθηκαν ότι είναι οι Βάραγγοί μου στο έργον το νεκρονομικόν μου.
Ο ιδρώτας της από Τροπικός του Καρκίνου έγινε Αρκτικός. Έβλεπες στα μάτια της έναν αμνό που ήθελε να πνεύσει πριν πεθάνει εκλιπαρώντας για την ποθητή του κυβερνήτη χάρη. Ήξερε όμως εκ των προτέρων ότι αυτό το παιχνίδι ήταν ρουλέτα θανάτου και ζωής.
Απαιτούσε το ουράνιο μας αίμα αυτή η έκφυλη κρήνη του θεϊκού θανάτου Ιφιγένεια να θυσιασθεί.
Ένα τσιγάρο άναψα, όσο ο Τόνυ και ο Ζαν συνέχιζαν την αναπλήρωσή τους και το έσβησα στο τατουάζ της ξέπνοης της λεκάνης και αυτή ως λυθρίνι άρχιζε να σπαρταράει.
Παρόλ’ αυτά ο Ζάν την κέρασε κρέμα παγωτό και εκείνη μονομιάς το κατάπιε, αφήνοντας ανέπαφο το κερασάκι. Ο Τόνυ απεχώρησε, όπως η άμμος απ’ το κύμα της θαλάσσης.
Την έπνιξα σαν την Δεισδαιμόνα μ’ ένα αφιλόξενο σκοινί. Εδέχθη το μαρτύριό της δίχως δραματισμούς ή οίκτο μετά υπομονής. Αξιοπρεπής Αυστριακή Βασίλισσα εχάθη για να μου υπενθυμίζει ότι τη Λουσύ μου στο νανώδες δάκτυλό της δεν την φθάνει.
Μαγνητοσκοπούσα πάντοτε τα χειρότερα μου φωνηεντικά... Χρυσούν μετάλλιο στου αγαθού τη σκοποβολή. Τα χάλκινα είναι για τους άλλους.
Το κορμί της τώρα πια ασάλευτο, όπως και η δική της ψυχή. Γιατί να ’χεις σώματος δέρας, όταν έχει η ψυχή σου παραιτηθεί; Μ’ έναν αδάμαντα υπογλώσσιο το αληθές νόημα κατενόησε της ζωής. Με παπική βούλα προσυπέγραψα την διπλότυπή μου και οι δύο τους μετέφεραν τη σωρό της σε μια σακούλα από σκουπίδια στο τετράτροχο του Τόνυ και την είχαν θάψει σ’ ένα μέρος έξω απ’ το Παρίσι με το νέο φεγγάρι.
Εμείς τα νεόπλουτα αστικά παιδιά όσο φριχτά εγκλήματα και αν πράξουμε έχουμε τις κατάλληλες τηλεφωνικές διασυνδέσεις, ώστε κανείς δεν μπορεί να μας διαφεντεύσει, γιατί οι νόμοι είναι διαπλασμένοι απ’ τους θεούς για να χαλιναγωγούν τους θανόντες. Η Αράχνη της Δικαιοσύνης το δηλητήριό της ρίχνει στους γόνους των πένητων, καθώς στους ιστούς της τους συλλαμβάνει.
Τα εισιτήρια είναι για τους άλλους. Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 40
Damien Adaleux προς Lucy Sanguin
30-10-1997, Παρίσι
Αγαπητή Λουσύ,
Σ’ αυτήν την επιστολή σου επισυνάπτω σε κασέτα ένα μονόπρακτο αλληλοκατανόησης, που απαθανατίσθηκε στην Αίθουσα με τους καθρέπτες από κάμερα απατηλή μεταξύ εμού και του Ζερεμί.
Αυτή είναι η μαϊμού που από κλαδί σε κλαδί πηδούσε για να εκφύγει απ’ της καρδιάς μου τον παλμό.
Είναι αμφίβιος στα διζυγωτικά αστέρια που ’μαι κι εγώ. Φρόντισε να του στείλεις στης άρκτου τον αστερρόεντα αδελφό την εικόνα του αμφιβληστροειδή του, για να του υπογραμμίσεις ότι ο αυθεντικός του φίλος είμαι εγώ. Με το να γίνει φίλος σου δεν θα του αγοράσεις κανένα αγρό.
Με την ιδέα παραλογίζομαι ότι πλην εμού σε προσαρτίζει άλλος ανήρ.
Αν δεν μου καταθέσεις στα χέρια το ύδωρ και τη γη θα σου κατατμήσω την ζωή.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 41
Lucy Sanguin προς Damien Adaleux
4-11-1997, Παρίσι
Αγαπητέ, Νταμιέν,
Στην επιστολή αυτή ένα κουτί αγάπης θα βρεις όχι από ύδατα και γη.
Τα κόπρανα και τα ούρα μου σου στέλνω να τα καθαγιάσεις. Μόνο αυτά τα δύο μπορούν να σε κοσμούν και κανένας νόμος πιο επάνω.
Ότι το παιδί σου εγκυμονώ, ώστε τις ευθύνες σου ν’ αναλάβεις σου καθιστώ γνωστό.
Ειδεμή στου λεμονοδάσους σου τις εφημερίδες θα αιτιολογηθώ, γιατί δεν εξέλαβες των περιπτέρων τις επιφυλάξεις.
Επικεφαλίδα: «Του πρωθυπουργού ο υϊός άωρη μαθήτρια με τον σπόρο του έχει μαράνει.»
Να μου πεις απαιτώ τι θα πρέπει να διαπράξω. Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 42
Damien Adaleux προς Lucy Sanguin
8-11-1997, Παρίσι
Αγαπητή Λουσύ,
Αθώο, σαρκοβόρο νυκτολούλουδο δεν σε βιάσαμε κιόλας. Γητεύτηκες απ’ τους γραμμωτούς μύες της κοιλιάς μου (που μόνον οι μαίανδροι προσφέρουν στα αγγεία), του έλατού μου το ύψος και το πάχος που πιο πολύ με τη στέρεη εικόνα του παλμικού φωτός σου γιγάντωνε το εμπειροπόλεμο και απαράμιλλο κάλλος.
«Νάρκισσε!» συχνάκις στους νεολογισμούς σου κλητικώς με προσφωνούσες. Ακόμη περιμένω να με απαγάγει ο Πάρης, ώστε στου Ιλίου τα τείχη να με εκτινάξει.
Το τέκνον τούτο το παραγνωρίζω. Να κάνεις την έκτρωση που η μήτρα σου δεν έκανε σ’ εσένα. Πολύ περισσότερο σαν έμαθα ότι τον έσχατο καιρό ένας Ταύρος σε πήρε εις την πλάτη και σε ξενάγησε στης ευαρέσκειάς σου το λιβάδι.
Σε οικτίρω και δεν θέλω να σε ξαναδώ. Είσαι ένα βάρος από αμίαντο που θέλω να το συντονίσω με της Ινδικής Τάφρου το μυστικό.
Τις φλέβες σου ν’ αποκόψεις και να βρεις να τ’ ομολογήσεις σ’ ένα Χαγιόθ χα-καντές, εσύ που από ψυχολόγο μεταφέρεσαι σε ίδρυμα ψυχιατρικό… Σχιζοειδές το παιδί θα βγει, όπως είσαι εσύ...
Μάθε πως ο πατήρ σου σε Νηρηίδα κάθε βράδυ είχε ενδυθεί. Μπορεί να μου παρεχώρησε ακίνητη περιουσία και κινητή για να ελεηθείς, μα απ’ το γάντι μου δεν θα χαρισθεί.
Νύκτωρ ενός έτους μεταφυσικού στη λιμουζίνα μου έτυχε με το πιάτο μου να τον φιλεύσω. Το κελαρυσμένο του κορμί με τους μύες που σαν μπαλόνια είχαν ξεφουσκώσει, μια ασυνέχεια κλαυσίγελου θα μπορούσε να προδώσει. Η υπέρτατη γελοιοποίηση της συγκλητικής ηλικίας. Φιλοφρόνηση και αποστροφή.
Λέγεται πως αποπνέουν οι πρεσβύτες τον σεβασμό. Εγώ ισχυρίζομαι ότι αυτό δεν είναι ένα αξίωμα ακαδημαϊκό που κατακτιέται λόγω ηλικίας. Μ’ αυτό γεννήθηκες και μ’ αυτό αργοπεθαίνεις.
Παρακαλούσε όπως οι ανεμώνες στην γλάστρα, των σφριγηλών κορμιών μας τη δροσιά με αντιδόση χωράφια στην επαρχία αρκετά.
Την απόφασή σου λάβε πως ο γάμος απ’ των Απεννίνων την οροσειρά έχει αποκλεισθεί. Εις τον πληθυντικό αριθμό ευπρόσιτα τα παράγωγά του.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 45
Lucy Sanguin προς Marie Clermont
17-11-1997, Παρίσι
Αγαπητή Μαρί,
Δεν είναι τόσο ράδιο στον Νταμιέν να επιθέσεις χαλινάρι.
Τα προηγούμενα γράμματα μου περί αυτοχειρίας δεν τον ευσυγκίνησαν επουδενί.
Το μυστικό που μόνον ο Νταμιέν αναγνωρίζει θα σου αποκαλυφθεί: ο εξάδελφός μου σαν ήμουν εννέα ετών ως Ακταίωνας διέπραξε ιεροσυλία στης Εφέσου τον αμφιπρόστυλο.
Ευτυχώς ο πατέρας μου καθεύδει τόσο γι’ αυτό όσο και για το μωρό.
Θ’ ακολουθήσω τη μέθοδο του Κρόνου στην κοιλιά της Ρέας. Ο Νταμιέν θα δώσει το ρευστό και η μητέρα μου το νηπιοκτονικό κέντρο το ορθόν.
Η κοινωνία τι θ’ αγορεύσει; Πως στον Άδη που επιπλέω θα ζω;
Ο πατέρας μου είναι του Σμήνους ο Αρχηγός. Αν του γνωστοποιηθεί το γεγονός για σαράντα ημέρες θα «φυλακισθώ»˙ τουτέστιν προσκλητήριο χωρίς άδεια εξόδου απ’ το δωμάτιο περιφραγμένη για νυκτέλιο,εωθινό και μεσημβρινό. Που να ήξερε ο πτωχός τω πνεύματι επίγειός μου Θεός, ότι όσα εσώρουχα κάθε ινδικτίωνα αναγράφει τόσα αποφοιτήρια ο καθείς απ’ τους εραστές μου παραλαμβάνει.
Ο Νταμιέν ήταν επάξιος του Νιζίνσκι στο κρεβάτι και Ολυμπιονίκης χρυσός σε κάθε λογής άθλημα που μπορεί ο νους σου να βάλει: πετοσφαίριση στην ιππασία, άλμα εις μήκος στην πεταλούδα, στην αντισφαίριση αρσιβαρίστας...
Η μετόπη του από ζαχαρότευτλο και κώνειο συγχρόνως απ’ την αρκτική επικοσμημένη. Με κολάκευαν τα μάτια του Κινέζου και στης Ολοκληρωμένης Λειτουργίας την Δωρεά οι συσπάσεις. Το σώμα που με ανέπλαθε η Βελανιδιά του Ασβεστολιθικού και Γρανιτένιου Αγνωστικισμού μου...
Κάθε φορά που ήταν καταπιεσμένος στη Γωνία με απειλούσε πως θ’ απεκάλυπτε στον Κριτή μου ότι ήμουν πολυτελείας Ασπασία.
Ο Νταμιέν, του Ελικώνος ο Ψιττακός και της Πηγής της Κρυσταλλείας στη Νέα Ρώμη θα γίνει του Κήπου των Γήινων Ηδονών ο Αναδημιουργός, αφού θα κάνει σπουδή καμβάδων και σχεδίων ακρυλλικών σε κάποια Σχολή Καλών Τεχνών. Επιμένει να διαχωρίσουμε τις γλώσσες μας τον οπίστατο καιρό. Έχουμε εντούτοις κοινό κωδίκελλο ιδεών.
Ακόμη και οι μητέρες μας συμφοιτήτριες ήταν στη Σορβόννη.
Είμαι ο θηλυκός του αντίδικος και εκείνος ο δικός μου αρσενικός. Πράττει ό,τι δεν δύναμαι εγώ και της έκλειψης τον στρατιωτικό βαδισμό θ’ απομιμηθώ. Είμαστε το δικέφαλο τετράποδο το αρχετυπικό. Ευτυχώς που ήλθε σε διάσταση το ενεργητικό απ’ το παθητικό και απολαμβάνουμε στην ίδια αναλογία το θερμό και το ψυχρό, το υγιές και νοσηρό, το καλό και το κακό...
Έτσι επωάζεται η πιθανότητα να γνωρίσεις κάποιες πλευρές απ’ το ίδιο όν. Πιστεύω ότι αντάξιος θα φανεί του ονόματος του δικού του Πατρός. Μέχρι και την ύστατή του πνοή...Ανέγγιχτος γι’ αυτό τον λόγο θα μείνει και Ευλογητός...
Φαντάζομαι ότι κάπου ο τριαδικός του αριθμός θα πρέπει στην κεφαλή του να ’ναι υπαρκτός και απ’ τα έθνη των ανθρώπων να ’ναι λατρευτός.
Εγώ η Αποθέωση της Ομορφιάς και όχι των Εβραίων η μοσχαροκεφαλή...
Οι άνδρες μου είναι απεχθείς αλλά όσο είναι εύχρηστοι, τερπνοί και ευγενικοί μου είναι ανεκτοί. Γίνεται υποστατικό μου καθενός ανδρός η οσμή και ανακλητή, όταν η ματιά μου τα φαινόμενα αποστερηθεί, είτε γιατί το χρυσάνθεμο στα βάζα θ’ απαρνηθεί, είτε γιατί ως μέλιττα πρέπει να ’χει των άριστων ανθών την αντιπαραβολή. Κάθε σπέρμα ιεροφαντικής διαφέρει εις την μαγειρική.
Η τύχη μου από κανέναν άνδρα δεν έχει ακόμη διαπραχθεί, ίσως γιατί ο ρόλος της από εμένα έχει εκμηδενισθεί. Είναι με γεωμετρική πρόοδο κάτι παραπάνω από βέβαιον ότι τον άνδρα των ελπίδων μου θα βρω, ώστε να τον περιτυλίξω δέμα άρδην στης σημαίας μου τον ιστό.
Και όταν τον καταβροχθίσω ατόφιο σουγιλίτη, υδροχλωρικό οξύ θα καταπιώ, ώστε μετά από τριήμερο του Ιωνά θανατικό να τον εκβράσω απ’ το στομάχι, για να ’χει την επίγνωση πως αν δεν είχαμε αγκαλιασθεί πόσο πιο πολύ θα ήταν τυχερός. Το ραβδί της δυστυχίας τους κρατώ χωρίς ουδένα παράσημο φυλετισμό. Έχω γνωρίσει τα θησαυροφυλάκια των εθνών ως πανδοκεύτρια ερωτικών εμπειριών. Μου αρέσει να τους κινηματογραφώ, όταν τα παιδιά τους στην αγχόνη την ανυπόγραφη υ˙ι˙οθετώ.
θα παραλλήλιζα τον πατέρα μου με τον Λωτ που όλα τα καπρίτσια μου ικανοποιεί μεσούσης της νυκτός και ως κύκνος εισέρχεται μέσα μου, ώστε τη Λήδα να υποκριθώ γιατί ελπίζει να γεννηθούν οι Διόσκουροι και η Ελένη. Κάθε βράδυ που ένα ραβασάκι κτυπάει του παραθύρου μου το τζάμι, θέλω του Γύγη το δακτυλίδι απ’ τη συντροφιά μου να κρεμώ, ώστε στις σκιές του παρελθόντος αδιόρατη στα χείλη να μεταποιηθώ. Τις πάνινες κούκλες μου με τις πευκοβελόνες μου διατρυπώ, φαντασιώνοντας τον Κανδαύλη ότι κατανικώ και απ’ την προσβολή που μου έγινε πως τον πυρπολώ.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 50
Damien Adaleux προς Lucy Sanguin
6-1-1998, Παρίσι
Αγαπητή Λουσύ,
Επειδή έχω Σαρακηνό χριστιανοδημοκρατικό αυτί δεν σημαίνει ότι είμαι ο Οράτιος Νέλσον, ούτε ότι έχω την τουρκική σημαία στην κεφαλή και είναι κουρσάρικο το φιλελεύθερό μου αυτί.
Είμαι ένα αμφίβιο ερπετό, ώστε ακόμη να μπορώ και στον Αρμαγεδώνα να διασωθώ εσθιόμενος απ’ τα ψοφίμια των δρυμών. Είμαι ο Γουάλας των λεγεωνάριων Καλιόστρο, αφού σε τίποτε δεν μπορώ να αναχαιτισθώ, ούτε καν στον Αννίβα τον Καρχηδόνιο στρατηγό.
Όταν συσχετίζεσαι με κάποιον στην αφάνεια, μέχρι να χωρίσεις απ’ τους μνηστήρες σου οριστικώς εντρυφώ με το νόσημά σου το ισχαιμικό. Πηνελόπη, άμοιρη στης τελικής σου εκλογής το υφαντό!
Στην ίδια την Αμάλθεια για άλλη μία φορά θα χειραφετηθώ, αφού τον πίλο μου μέσα απ’ τα χέρια μου εδώ και καιρό με φραγματώδη ρώμη συγκρατώ.
Είναι ο νομοκανών της φύσης,ώστε όπως ο Συμεών ο Στυλίτης ν’ απολήξεις.
Όπως η Κασσάνδρα απ’ τον χαρακτήρα της μπολσεβικής σου παλάμης για το μέλλον σου θ’ αποφανθώ. Τώρα όμως θα σου επιγράψω για τον παρατατικό.
Κρεμασμένο βρήκαν οι γονείς του τον Ζερεμί με μια θηλειά στην πολύφωτη του δωματίου του την συκή. Απ’ το παράθυρό του στα κρυφά εισήλθαμε εγώ και δύο άλλοι ως συνεργοί. Στης Μπέλλα Ντόνα την αγκάλη είχε παραδοθεί και για να επινοήσει του Προμηθέα το κουτί, με χλωροφόρμιο αναισθητικό από εμάς είχε αδρανοποιηθεί. Ένα λουρί στην κεφαλή και μέσω του πολύφωτου είχε στην αγχόνη οδηγηθεί.
Ιδού ο Ιούδας ο Νεωτεριστής...
Αλήθεια είσαι σίγουρη ότι αιτία θανάτου του Ιούδα ήταν η αυτοκτονία;
Ο τάλας! Νόμιζε ότι θα του χαρισθώ, γιατί πάστα ζαχαρωτή σοκολατίνα ήταν για πάντα σοφία ορθή... Προσέκρουσε στους υπολογισμούς του και ως Τιτανικός βούλιαξε σε στάδια δυό.
Στο παρατηρητήριό του δεν είδε εμένα απ’ τους ναυάρχους του ουδείς. Ο υπολογισμός των κινήσεών μου με των δακτύλων του ωρολογιού να παρομοιασθεί μπορεί...
Ελήλυθεν το Πλήρωμα του Κρόνου Λουσύ. Ένα από κόκκινο αχάτη χαλί απ’ τον Βεελ και τον Ζεβούλ του ’χε επιστρωθεί... Μην ανησυχείς...Κάποια ημέρα θα λάβω και εγώ σειρά στην διαδοχή...Έχουμε καιρό ως την Δευτέρα Παρουσία...
Εξάλλου μάτια που δεν είναι ιδωμένα γρήγορα λησμονιούνται...Προσδοκώ να σου φιλοδώρησε αυτή η αποκάλυψη στην ψυχή σου μια σχισμή. Ξέρω ότι την εξομολόγηση μου μ’ ένα φίμωτρο θ’ανιστορείς...Πρόσεξε μήπως το γοβάκι σου χαθεί και απ’ τον Λύκο σου παρακρατηθεί...Εκτός και αν ως ένας Καλλίμορφος Πρίγκιψ παρουσιασθεί κάθε φορά που το μαλλί του αναδευθεί.
Ξέρω για το συναξάρι σου και την οικογένειά σου πολλά μυστικά...
Για παράδειγμα ο αδελφός σου ήλθε σήμερα το πρωί, μία φωτογραφία σου να μου καταδώσει που είχε στη Χώρα των Βάσκων κάποιος εκτυπώσει.
Α! Την Χώρα των Βάσκων δεν μπορείς να ενθυμηθείς; Για ν’ ακούσει τις ειδήσεις σου όλη η Γαλλία,διασκέπτομαι να ενσωματώσω στο ραδιόφωνο σου μια κοινή μπαταρία.
Για όποιον δεν το ξέρει θα το εναποθέσω ως fashion model: είναι σύλλογος επιδιδόμενος σε αρμοδιότητες ομαδικές και εξωστρεφείς.
Ο αδελφός σου είχε την καλοσύνη την αψβουργική το συντομότερο δυνατόν να μ’ ενημερώσει για τ’ ολίσθημά σου το νηπιώδες, σαν το ανίχνευσε στη τσάντα του ηλεκτρονικού μυαλού σου...
Τον Εφιάλτη πολλοί εμίσησαν,την φωτογραφία που μου παρέδωσε απ’ τα πεκινούα μου ουδείς!
Αρχαϊκό σύμπλεγμα ευκρινώς...Εσύ και το V των αγοριών σε στάσεις θωμασμού. Ποιος είπε ότι στην γλώσσα δεν είναι εκπεφρασμένες ανόμοιες εικόνες; Το σώμα σου ένας χωματόδρομος δίχως λακκούβες. Τη συνεκδοχή της νίκης σχημάτιζες στην γλώσσα σου και άλλες τρεις στην περίμετρό σου.
Ο Πιέρ σου έκανε όχι μόνον επίδειξη του κεντριού του για τα φωνήεντα και τις πιέσεις που του εξασκούσες, χάριν των εξετάσεων του Λυκείου αλλά και γιατί η απέθαντή μου μορφή από εσένα είναι η πιο θελκτική. Ομολογώ ότι στην κολακεία έχω αλωθεί.Πληκτρολόγησε προσφάτως τον αριθμό δεκατρία. Μετανοώ που δεν σε γνώρισα στην ίδια ηλικία.
Ο αδελφούλης σου έχασε της Εφηβείας σου τον Απρίλη.Τα θυσανωτά μαλλιά σου και τα ψιμύθιά σου υπόμνηση κάποιας Σοφόκλειας τραγωδίας,τον βραχώδη, θρηνωδικό κραδασμό σου που την πρίμουλα μαραζώνει...
Στα τέσσερα τον διέταξα ως πάνθηρ να πέσει και ως κοάλα που είναι να υπακούσει στης μητρός του την στοργή.
Ζύμωσα σε χάρακα το καμπυλοειδές του ραβδάκι. Με το στόμα ως Γκόγια δίδασκα με τα κυματισμένα χέρια μου στο πηγάδι των χειλικών γραμμάτων του την ακολουθία, δίχως ψιλή ή δασεία. Ένα γάντι Γαληνού στον χάρακά μου τύλιξα, ώστε να διαγνωσθεί του παιδιού η επιδημία. Έτρεμα στην ιδέα ότι τούτο της εργατικής Πρωτομαγιάς το πηγάδι προικοδοτούσε ψύλλους στους αρουραίους απ’ την Βεγγάλη. Όταν όμως με τον χείριστό σου φόβο συνουσιασθείς αρχίζεις βαθμηδόν να τον προσπερνείς. Ο μαυροπίνακας του ήθους του μικρότερος ήταν του αναμενόμενου. όσο έκανε κύκλους με την κιμωλία το δάκτυλό μου.
Το άλλο μου χέρι τα σφύζοντα από πνοή βατόμουρά του τα ατροφικά υφάρπαξε, ώστε στο ξυλαράκι του που επέπλεε στον ωκεανό να καταλήξω και την ζωή που του ’χαν κάνει εκπτώσεις περαιτέρω να επιμηκύνω. Θα μπορούσε με αυτοματισμού κινήσεις μόνον αυτό να το πετύχει ένας Σαμάνος ή θεός.
Αποφάσισα στα δόντια μου ως μαχαίρι να το λάβω, στον Μέλανα Δρυμό, ως απεσταλμένος πεζοναύτης ειδικός. Το «Dies Irae» στο φλάουτο έπαιξα και στο διάταγμα της Νάντη ανάκληση είχα υπογράψει.
Μίμηση για τις νεώτερες γενεές και υπόμνηση για της προσωπικής μου μυθολογίας την επινόηση. Ο αδελφός σου συνέβαλλε τα μέγιστα στης υστεροφημίας μου την περιουσιακή, μα επέδειξε ασθενική αντοχή με τον υδατοχαράκτη σε συναλλαγή…
«Deus ex machina.» Οι ψιάδες μου εφύτρωσαν νοσοκομειακά άνθη στο ξυλαράκι και στην χλόη της αμαρτίας μου ήλθε το σημάδι.
Στον κανιβαλισμό του εαυτού του επεδόθη και με την ψυχή του ως οπλοπολυβόλο το δάπεδο είχε όπως μια γομαλάκα καθαρθεί και όπως πράττει μια γαλή κάθε φορά που το αμάρτημα το προπατορικό συναισθανθεί.
Ο έρως προς τα παιδιά είναι θείος. Αντίληψη των Αρχαίων Ελλήνων ˙όχι εμή. Του Παντοκράτορος Χριστού στη γαμική τελετή ένας άνευ σημαδούρας Νεοέλλην πιστός, της λαγνείας ιδρυτής της Νέας Εκκλησίας και μέγας χορηγός. Ο αδελφός σου ο πρώτος στην κατακόμβη οπαδός μου.
Κάθε θρησκεία όμως απαιτεί αγίους και μαρτύρια. Ο αδελφούλης σου στα σφριγηλά του μάγουλα αισθάνθηκε χαστούκια και στο σφικτοδεμένο στόμα του ο πύραυλος γειώθηκε της πήξης. Στης Χαραυγής τις φράουλες έβγαλε το παγωτό μου στην επιφάνεια του δέρατός του. Με όλες αυτές τις πρωτεΐνες θα ήταν πιο θρεπτικό. Σαν βδέλλα όμως σε κάθε του πτυχή σύμπαν το αίμα του απορροφούσε, αν και μετά χαλεπότητος τη θέση του συγκρατούσε. Στις όχθες του Αχελώου του έγινα ο ξενηλάτης, όμως τον είχα ξαναδιαβεί ελαφρώς ως μεταλλαγμένος κωπηλάτης.
Μεσούντος του μεσημβρινού ανεχώρησε, αφού είχατε καρβουνιασμένο χοίρο στον φούρνο με γλυκοπατάτες. Τον ναύλωσα με καραμέλες στην ημικιονική του πορεία και επιτάχυνση στα μέτρα του, για να 'λθει η ώρα το κοστούμι που θέλω να του αποδοθεί.
Κάποια στιγμή άπαντες στο Δένδρο της Λήθης κεντούμε την παιδική μας ηλικία. Της Εποχής της Ανοιξης σήμανε το τέλος και την έναρξη του Θέρους η πρώτη μου φορά στο ανάκλιντρό μου.
Στο πρόσωπό της χαρακώματα και τα ηλιακά πλέγματα με καλούσαν ν’ αναδιφήσω το σύμπαν της απ’ την μητέρα μου καθ’ υπαγόρευσιν τα μαλλιά της τα τεχνητά.
Πρόκνη και Φιλομήλα η σχέση τους και εγώ για να ωριμάσω, έπρεπε να σαπίσω ως μούρο και όχι ως άνθος…
Το μαυσωλείο της Galla Placidia είχε εκδοτικός οίκος μου γίνει από κολλαγόνο ανακαινισμένη στην Ραβέννα μου την ιδεατή. Παίξαμε ανθρωποκυνηγητό και στο τεντωμένο σκοινί προσπαθούσα τη συναρμόδια οκτάβα να βρω για να μην πέσω και κρημνομεταρσιωθώ. Η παλιννόστηση στην πρότερή μου μορφή θα σήμαινε μια αέναη σχολική Κονσιερζερί.
Η αποτυχία για εμένα μία λέξη καθόλου νοητή. Τα έμβρυα ήταν τόσο κοντά στα Τάρταρα, πριν απ’ τον λώρο να’ χουν χωρισθεί.
Έπρεπε σ’ αυτές τις μακάβριες σκέψεις να δηλώνω: «Απών!»
Το σώμα της καθόλου διεγερτικό. Έμοιαζε με ξεφουσκωμένη από υπερθέρμανση γέλη.
Η φιλοφρόνηση των δεκαοκτώ ετών της στης πλάτης μου την κατεργασία με τα νύχια της ως σύνεργα, αναζητώντας μία πτέρνα αναιμίας που άλλοθι θα της προέδιδε στο νεκταρένιο μου κορμί της έλλειψης αυτοδυναμίας και την επίγνωση της προσγείωσης στην κοινωνία.
Τον Ζερεμί υπερύψωνα στο νου μου σε μια ερωτική μαγειρική από Λεωνίδα καρότα, κεράσια αυτόπτων, Μεσόγειο επωδών, αβγά γυπαετών, κοτόπουλα κλουβιών επενδυμένη.
Όπου για λίγα κεράσια ακούς μην περιμένεις κανείς να σου τα προσφέρει. Με την πρώτη ευκαιρία αφομοίωσέ τα, αφού η Πεδιάδα της Φύσης έχει πλατύ χέρι.
Με τον κανόνα της αφαίρεσης, απ’ το πρόσωπό της οι γραμμές σε παραίτηση και οι σφαιρικοί αρύβαλλοί της στα στήθη. Με τον κανόνα της πρόσθεσης πευκοβελόνων αναδάσωση στο πηγούνι και στα χείλη.
Όσο για το σημείο της το υπογάστριο διασκέφθηκα ότι δεν ήταν η Ακάσα αλλά η ολλανδική κρυψώνα της Άννας Φρανκ για έναν πίνακα Αΰκ Βαν. Αυτόν τον είχα ωνητό απ’ τα χέρια Βαρόνων ως έμπορος έργων τέχνης. Κληροδότημά μου το μηδενικό.
Η επαφή μου μ’ ένα τρίτο σώμα δίχως δακτυλίδι αρραβώνων και αιωνίων όρκων με απωθούσε σ’ένα ελευθέριο, ταλαιπωρημένο και αναδιπλούμενον κενό.
Υδατογραφίες σ’ έναν τόνο νοικιαστό στον λειμώνα των Λωτών υπομιμνησκόμενο τις εμπειρίες άλλων αναπνοών...
Μ’όση οξυδέρκεια μπορεί κανείς ν’ αντιστοιχήσει...Άλλοι το λένε ενόραση και μερικοί επιβίωσης σταθμό...
Εγώ επαναφορά στην Ιθάκη το αποκαλώ...
Εγώ και εκείνη δεν είχαμε δεσμίδα κοινή ράβδων. Επιγέννηση κυκεώνα ερωτηματικών καθώς της μαστίγωνα τον Άγιο Λουδοβίκο της ως κεραυνός.
Μήπως ήμουν μητραλοίας και δεν ήθελα να το παραδεχθώ; Μήπως ήθελα να δώσω χλωροφύλλη σ’ έναν άπνοο ομομήτριο βλαστό, για να γίνω Μέγας Μάγιστρος της Σχολής των Ναϊτών; Μήπως υποτίμησα την αξία μου πράττοντας το κακό, μα δεν ήξερα τι και ποιο;
Το αλεξικέραυνό της στην ανυπαρξία με κατέδιδε. Η ορμή δίχως της σκέψης την προδιεργασία στην αδεξιότητα οδηγεί. Το σώμα της ένα βιβλίο ανάστατο σαρανταπέντε ετών και εγώ της άνασάς της ο σελιδαδείκτης ο Μιδικός.
Όλη μέρα ο άνδρας της στο γραφείο του Νύμφες των Δασών να θηρεύει και πτώμα απ’ τον κάματο με το άλαλον ύδωρ για την «αγάπη» εις την κλίνη του να καθεύδει. Εκείνη σαν τους λαθρεπιβάτες παραμελημένη να διαβάζει κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα των κεριών του Μαρσέλ Προυστ το «Αναζητώντας τον χαμένο καιρό»,προκειμένου την απόκοσμη ομοσύντροφη διάθεση να παρερμηνεύσει.
Για να διανύσει τον χρόνο της σύμπασα την ημέρα θα έκανε διατριβή με τον ψιμυθιολόγο, της σάουνας τον φρουρό ή τον επιμελητή των εικαστικών νυχιών της.
Μετά απ’ το θρίαμβό μου στη Ναύπακτο, μου τόνισε ότι μ’ επίκουρους τα κότερα και τις λιμουζίνες αλκαίους νεαρούς τοξεύει, ενώ ο Ζέφυρος φυσά, η Ανοιξη προσμένει και μέχρι τότε η Χλωρίδα είναι φυλακισμένη. Ο Ερμής με το αλχημιστικό του ραβδί διέλυσε του νου μου την ομίχλη. Ένα υπόδειγμα για τη φυγή. Μόνον οι Χάριτες θα ’πρεπε να με αγκαλιάζουν και εγώ με την μπογιά μου την ασκληπική...
Μετά απ’ όλα αυτά ήμουν κάποιος άλλος. Ενδέχεται ο Μάγος Μέρλιν.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 60
Lucy Sanguin προς Marie Clermont
4-3-1998, Παρίσι
Αγαπητή Μαρί,
Στη Σύνοδο της Νίκαιας έλειπαν οι γονείς μου το διήμερο που πέρασε αγνοώντας τον δικό μου Αρειανισμό.
Ήταν η Ευκαιρία εξ' ουρανού στον υ˙ι˙ό του Μίθρα να επιτεθώ. Το χρήμα πάντα κάνει έναν άνδρα στα μάτια μιας γυναίκας πιο δορυφορικό, όπως εξάλλου το ίδιο συμβαίνει με μια τούρτα από ζάχαρη και μούσμουλα απανθισμένη. Πόσοι γάμοι δεν έγιναν από συμφέρον και όχι αγάπη ανιδιοτελή; Το ηδονικότερο απ’ όλα είναι ότι η τρικυμία σου δεν μπορεί να ερμηνευθεί, αν στις ορθές διαστάσεις δε φωτογραφηθεί για την μεγέθυνση στον παραλήπτη της ελπίδας της ευγονικής.
Μου άρεσε από τότε που φοιτούσαμε έφηβοι στης Καινής Λoραίνης την Χριστιανική Σχολή. Στα διαλείμματα ένας Νεοπτόλεμος με μάτια νυκτερίδος προσέγγιζε το θήραμα – Ανδρομάχη ανεπιτυχώς. Το αποτροπαϊκό μάτι θεωρούσε ευθυτενή υπογραφή στο περιδέραιό μου προικοσύμφωνο τω όντι αδεσμευτική. Η φωνή του ήταν αρσενικό μ’ όλη την σημασία και τις διακυμάνσεις τούτης της λέξης.
Μια φωνή ανεπεξέργαστο Μπάρι που ξέρει τι ζητάει και από ποιον αυτοκινητόδρομο θα το παραλάβει. Οι άνδρες στο Πρώτο Ιερό Βήμα είχαν επικεντρωθεί και της συγκατάβασης το πνεύμα απ’ τον γυναικωνίτη είχε εκχωρηθεί. Στην Σχολή είχε την ανεπιτήδευτη φήμη θηλυκοκατακτητή. Όλες αποστραγγίζονταν όπως στο τηγάνι το έλαιον με το αβγό. Των κορασίδων Πετέν, ο συμβιβασμός στου Τρίτου Ράιχ τον ακμαιότατο μιλιταρισμό.
Δύστοκη το ’παιζα όχι γιατί ήμουν αλλά γιατί αυτό σ’ έναν άνδρα ερωτύλο είναι το πρέπον αφροδισιακό. Στους αμήχανους να υποδύεσαι πρέπει τον αληθινό σου εαυτό: τον ευκόλως διαβατό.
Ο Αντουάν εισήλθε απ’ την πόρτα μου τη νύχτα του Σαββάτου, ενδυόμενος ένα φιλμ νουάρ παλτό και είχε στα μάτια του τζάμι της νυκτός, ώστε στο εσωτερικό του τι κινείται να μην δύναμαι να δω. Της κουζίνας το τραπέζι επικάλυψε με το δικό του για μιας διαστημικής τελετής τον οιωνό.
Με τον αναχωρητισμό της κυνέης του θ’ άρχιζαν πια να κατατρέχουν οι Κήρες την ψυχή μου. Τώρα πια το περίγραμμά του ήταν ορατό.
Χασκογελώντας κάθισε σε μια καρέκλα με τα πόδια του σε στάση χαλαρή, σπουδή για των φοιτητών Εξευγενισμένων Τεχνών ιδανική, αδημονώντας να δει μια ταινία εμπορική ερωτική. Δεν του κατακερμάτισα την πλησμονή.
Σε τέτοιου είδους σκηνές, οι άνδρες γίνονται θεατές και κάνουν σα ’να ’ναι απ’ το Κτήνος της Αποκάλυψης υπασπιστές. Ασάλευτοι την ανάσα τους μετά δυσκολίας φρουρούν αναμετρημένοι μ’ έναν απροσπέλαστο εχθρό. Άλλοι έχουν το πυροβολικό τους προτεταμένο και άλλοι απασφαλισμένο. Ακτιναγραφίες γυμνασίων για να διατρέξει κανείς στον ηδονοβλεψία των κερκίδων.
Τηλεορώ ως είθισται των ανδρών τις σύμφυτες αντιδράσεις. Το παντελόνι του νόμιζες ότι σαν βιολογική θα σκάσει. Ουδέποτε μου ήταν παραδεκτά τα πάρκα με φεγγάρι.
Προκειμένου την μετατόπιση του άξονα της γης να υποστώ, του έπιασα ως πούπουλο το χέρι και με το πινέλο μου του έδωσα το χρίσμα στο αυτί, ώστε στα βεγγαλικά του να είμαι συνορογραμμωμένη.
Αναίρεσε το βόρειο και νότιο ημισφαίριο του μελανοχιτώνα του, σα ’να ’ταν κορσές του 18ου αιώνος που την ελευθερία του στενάζει και ως αίλουρος ξάπλωσε με τις καλτσοδέτες και τους κοθόρνους του στου σαλονιού μου το ντιβάνι.Ξάπλωσα ως Εύα στη στάση των νεκρών μόνον με το κομπινεζόν. Ο Νεόφυτος Αδάμ αποτόμως σηκώθηκε και προς την κουζίνα προσανατολίσθηκε. Δεν μου έδωσε την αίσθηση ότι αυτό ήταν το τέρμα μιας εκπνεόμενης ιστορίας αλλά κάποιας άλλης η αφετηρία. Ανέκτησα ραθύμως το εξάρι της ευαισθησίας.
Τουρίστας μ’ ένα ποτήρι σαμπάνια και κερί ηδύ με τριανταφυλλένιο κουτί. Λόγω αδεξιότητος κόντευαν να νυμφευθούν την γη.
Το στόμα μου απ’ την σαμπάνια έγινε βρύση με χορηγία αντιστροφής. Κατάποση δίχως αναπνοή... Προσπάθησε με την γλώσσα του όλο το οξυγόνο ν’ αποταμιευθεί.
Επειδή ελάχιστα είχε καταφέρει, οι ρώγες του στήθους μου έγιναν κυρήθρες από μέλι. Έφθασε στον ομφαλό της θύρας μου, ενώ με τρία ενώτια ήταν ως ημερολόγιο γυαλιστό που ανέφερε ότι οι Δελφοί αρματοδρομούν σ’ ένα όλο τρύπες όπως η ζωή τανγκό. Ήθελε με τα δόντια του να ξεσκεπάσει τον βράχο του Χριστού. Αυτό μόνον με την προσδοκώμενη Ανάστασή μου θα ήταν εφικτόν και εκείνος ο Λατίνος στρατιώτης ο κονικλοκοιμημένος...
Λίγο αιμορράγησα και όπως η ασπιρίνη τον πονοκέφαλο γλυκαίνει, έτσι και το δικό του μέλι. Μετά την ανομοίωση του αίματός μου επήλθε τούτη της σαρκός.
Το κεφάλι του κατέβηκε στην επόμενη στάση λεωφορείου. Κοντοστάθηκε αμήχανος... Η Σπηλιά της Ζωής και της Αλήθειας ο Μυχός... Δεν ήθελε όμως να φάει τον Ολύμπιο μου... Τον είχε τηγανίσει ένας γυναικολόγος πριν από λίγο καιρό...
Είχα ένα ανάλογο των Τιτάνων παρελθόν, δέσμιο στα έγκατα της Γης των Αλωάδων και ένα μέλλον διόλου ευφάνταστο μ’ όλες τις πιθανές εργασίας υποθέσεις.
Πως θα ήταν η γη δίχως το νερό; Πως θα ήταν δίχως την Ακρόπολη η Αθήνα; Πως δίχως την Βασίλισσα η κίνηση στο σκάκι;
Στη ζωή κινούμαι ως ιππόκαμπος, πότε όπισθεν ή έμπροσθεν, δεξιά ή αριστερά σε πλαίσια καθοριστικά...
Εκτός αν απ’ τον αντίπαλο αιχμαλωτισθείς ή στον κάδο των αχρήστων απορριφθείς... Ίσως γιατί όπως κάποτε δεν είσαι πια υπότροφος δεξιοτέχνης...
Οι φόβοι σου ότι δε θα παίξεις με αγχίνοια το παιχνίδι, ενώ οι φράκτες σου διευθύνσεις δεν θα έπρεπε να' ναι. Ευτυχώς που δεν γεννήθηκα άλογο ή πύργος ή στρατιώτης. Σ’ αυτό το παιχνίδι στο τετράγωνο απ’ το οποίο είχες ξεκινήσει μπορεί να παγώσεις.
Η Βασίλισσα είναι το πλέον πανίσχυρο πρόσωπο στο σκάκι και αναλόγως των ευμετάβλητων συγκινήσεών μου τα πιόνια της παράταξής μου θ’ ανακινώ.
«Ο θρίαμβος της Αγάστονου Αμφιτρίτης.»
Τα γένια του Ποσειδώνα μου ήταν το δελφίνι και οι αχινοί του σεισμογενείς στα υπερρέοντά μου χείλη που σε Τρίτωνες απ’ την κάθε πλευρά είχα προσκολλήσει, ώστε στα φύκια της Επαρχίας της Ζωής μου κογχύλια ν’ αντιλαλήσει.
Η ζωή έχει νόμους και σ’ αυτούς ένα εγκωμιαστικό προοίμιο ποιώ.
Η γλώσσα του είχε τη φορά ενός πινέλου και εκείνος της Γκουέρνικα παρακεντούσε στο κορμί μου ένα κακέκτυπο με την επιδεξιότητα ενός Πικασό. Διότι ο Έρως είναι Αρχιδάμειος και εγώ η Μάτα Χάρι που έπρεπε απ’ την κατασκήνωση της φιληδονίας να πεθάνει...
Το ντιβάνι είχε γίνει του Τρίτωνος η ράχη και με το χέρι ως τρίαινα κρατούσα του ηδονικού Ελπήνορα το μαλλί.
Κατάφερε την πτέρνα μου που έκρυβε σκοτάδι να γεωτρήσει και της ζωής των πιο επίλεκτων κρασιών της συνδιαλλαγής την παραφίνη.
Δεκανίκι είναι κάποιες φορές η γλώσσα, όταν το πυροβολικό έχει αποδεκατισθεί. Το μέγεθός της στο όρος της Αφροδίτης ή του Ερμή δυστυχώς δεν επαρκεί.
Η προέκταση του εαυτού του δεν άργησε στων Σαργασσών την θάλασσα να κραυγάσει και εγώ τις περιφορές της απόκρυφης σελήνης. Πότε την άμπωτη και άλλοτε την πλημμυρίδα υποδεχόταν η ακτή. Αναδιφούσε έναν φάρο και εγώ να καλυφθώ απ’ την αλμύρα, αφού ήταν πικάντικος ως πίτσα.
Δεν χρονοτρίβησε όμως ο Αντουάν να προσορμισθεί στης Αμοργού μου το πλησιέστερο περιγιάλι. Περπατούσα πλέον μ’ ένα υπόδημα στενωπό, ώσπου να δημοσιοποιηθεί προσφέροντας αίμα και κάλλους, αφού η οδοιπορία διήρκησε για αρκετό καιρό, μέχρι να το εξορύξω εντελώς και ν’ απολυτρωθώ.Παραμυθία μου μοναδική μέχρι τη λήξη της θητείας μου της στρατιωτικής ήταν ότι είχα βρει και γαργαλούσα την Δωρίδα μου που βαστούσε τον πυρσό την μυστική. Όμως ο Αντουάν ήταν τεναγολόγος και κριοφόρος πολιορκητικός. Ένιωθα την περιφέρεια μου και το Κιλιμάντζαρό της ν’ αποδέχονται πλήγματα πλειάδας μετεωριτών, επειδή άτακτη μαθήτρια είχα υπάρξει. Τα φίδια που ’χα στο κεφάλι μου τα πέρασε ως λεμόνι από χαλινάρι και κάθε φορά που τον κοιτούσα απ’ τον δίφρο ένα οστούν κυνός.
Ο ενικός τρόπος για να μην τήξει γρήγορα θα ήταν σαν την Μαρία Στιούαρτ να με καρατομούσε, για να χαράξει και την δική μου επωνυμία στην λίστα - ασπίδα. Του αντιδραστικού του θανάτου ήταν πολυσυλλεκτικός.
Τον κατασκόπευα όπως ένας ακόρεστος λύκος στα βοσκοτόπια έναν απολωλότα αμνό. Το δάσος της Βουλόνης στο στήθος του μου υπενθύμιζε ποιο ρήμα διάθεσης στην πρότασή μας ν’ ακροστοιχώ.
Ο ιδρώτας του όμβρος στην πλάτη μου πλατάνι και μιμούμενος την στάση μου στα δυο του πόδια τρομαγμένος ως άτι χλιμιντρίζον σε μεταβληθέντα κύνα οικογενειακό, αν και έδακνε την πλάτη μου ως παρανοϊκός.
Οι ύβρεις του ήταν το συναρμόδιο αντιλυσσικό. Ένιωθα εταίρα της Πενίας. Απλώς άλλαζε η γενική κτητική που είχαν στην πινακίδα: της Ένδειας ˙ όχι της Πολυτέλειας.
Άλλαζε ο κτήτωρ και όχι αυτό που ως την Δευτέρα Παρουσία θα ’μαι… Πάντοτε έρχεται δεύτερος σ’ όλα ο Θεός. Ο δικός μου έπαιρνε με ακτίνες Χ τον άθλο τον χρυσό.
Τα νύγματα στις ρώγες μου για να καταθέσω τα όπλα αμαχητί, όσο διάνοιγε της καμέλιάς μου το μπουμπούκι ο άρτος του ο λιτανικός, αφού από βρώμη είχα ανάγκη. Ανορθόδρομος τρόπος κορεσμού όσο λιποθυμούσε απ’ τους σπασμούς το δικό μου στομάχι. Μ’ αυτόν τον τρόπο διαγραφής συντηρώ της καλλονής μου την διαδρομή.
Και εκείνος τόσο αγνός στην χυδαιότητά του! Όπως όλοι οι άνδρες σαν βλέπουν στην ΤV αγώνα ποδοσφαιρικό!
Εκπροσωπούσε το αρχέτυπο ανδρός που στου Νταμιέν τις εκλεπτύνσεις μόνον συναισθάνομαι και την καταγωγή του την μαρκησιανή.
Όπως όλες οι άλλες, ένιωσα στην οπή της μπανιέρας ένας άβουλος υποδοχέας. Στο τέλος, στο σώμα μου χιόνισε μαργαριτάρια, χωρίς να του χαρίσω στα κλαδιά του τ’ αβγά μου.
Κάπνισε ένα τσιγάρο, ώσπου απ’ την αγκαλιά του Χάροντα ο Μορφέας να τον υποκλέψει και ως την αυγή να γίνει Μαργκότ Φοντέυν.
Της Κυριακής το πρωί ξέφυγε τόσο ανάλαφρα, όπως και η πτώση των φύλλων και το θρόϊσμα στην πεδινή.
Εις το επανιδείν.
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 70
Lucy Sanguin προς Marie Clermont
6-6-1998, Παρίσι
Αγαπητή Μαρί,
Εθεάθης με τον Νταμιέν στην διαπλοκή των μαλλιών σου και στον διάλογο των χειλιών σας στους Κρεμαστούς Κήπους των Βερσαλλιών... Είθε η Χάρις μαζί σου...
Όταν προέβην σ’ ένορκη προφορική διαμαρτυρία μου ’πε δια τηλεφώνου τον κόλπο του Μεξικού να τελεσφορώ.
Το έπραξα ταχίστως στην κατασκήνωση που των προσκόπων διατελώ αρχηγός αλλά ήταν βαλτικός.
Με δύο ολοβουτυρωμένους Γερμανούς μολοσσούς... Ο ένας απ’ το Βερολίνο παιδοτρίβης και ο άλλος απ’ την Βόννη. Στο κορμί μου ο καπιταλισμός με τον κομμουνισμό θα ενώνονταν στην Χάνσα των ηδονών. Ποιος ισχυρίσθηκε ότι τα μανιφέστα σε συγκοινωνούντα δοχεία δεν επικοινωνούν;
Στου καταυλισμού την σκηνή ήμασταν μια τριάδα χιλιολεχθέντων ανεκδότων.
Ότι ο Νταμιέν διαθέτει το χρυσόβουλλό του, όπως οι Μυρμιδόνες, τους υπογράμμιζα και το χειρόγραφο απ’ τον αμνό πως τρισάθλια σφραγίζει.
Αμφότεροι είχαν μπράτσα παλαιστών και των Κινέζων του σούμο τιτάνια στήθη.
Ήθελα στην αντιπαράθεσή μου με τη Δύση να γνωρίσω της διαπνοής τον ανατολίζοντα ρυθμό.
Οι μύτες τους κολοκύθες με πατάτες. Γνώριζα την τευτονική γλώσσα απταίστως και όλες τις αποχρώσεις της δυστυχώς.
Σ’ ένα τραπέζι παριστάμενα χειροπέδες, δονητές και μαστίγια μπροστά μας για έναν Οδυσσέα στην εύθυμή μας μελωδία.
Με παρωπίδες με στόλισαν αμέσως, για να καταρρεύσει ο διοπτρικός μου προσανατολισμός και μ’ αυτόν ο αδιαφιλονείκητός μου υποκειμενισμός. Οι αισθήσεις των καγκουρό θα με οδηγούσαν στον πιο ποθεινό μου σκοπό.
Μία κεραία ανήκουσα στον Ταΰγετο προσγειώθηκε στην μύτη μου και μετά στων χειλιών μου την κορυφή, γιατί θέλησε στο καταφύγιο της γλώσσας μου να προφυλαχθεί και στης Πάρνηθας τα όρη, όπως όλοι οι νηνοσούντες και οι οδοιπόροι.
Ο Φρήντριχ επινοούσε την μεταφυσική λέξη όσο ο Άντολφ πάφλαζε στην προκυμαία μου με το χέρι.
Ένιωσα το εσώρουχό μου πως θα μετατοπισθεί απ’ την θέση που ως υπουργός και βουλευτής κληρονομικό δικαίωμα κατέχει. Φαίνεται πως τ’ όνομά του ο Άντολφ σ’ ένα όστρακο το ’χε συγγράψει και ο υπόνομός μου του Φρήντριχ τον κατακλυσμό είχε υποδεχθεί, ώστε τρωκτικά και κανθαρίδες να ξεφορτωθεί.
Ο Ασίναρος ήμουν ανάμεσα στην Μικρή και την Μεγάλη Άρκτο.
Περίμενα δύο υπερωκεάνεια ν’ αγκυροβοληθούν στην προβλήτα της ζωής: το Λουζιτάνια και μέσα μου ο Βρετανικός για να υφαρπαχθούν με αναθήματα το Δισκοπότηρο ή τον Κυανό Χόουπ.
Ίσως ενδoμύχως αποζητούσα ένα Μαγγελάνο ν’ ανακαλύψει το σεντούκι με τον θησαυρό και να το παραβιάσει μ’ έναν λοστό, για να εξέλθει ένας παράδοξος καπνός.
Ο Φρήντριχ μου είπε «σ’ αγαπώ» και του στόματός μου τα τείχη έσπασαν στα δυο. Η Γη υπέκλεψε το κάτω μέρος μου και το ανώτερο "εγώ" ο Ουρανός. Η βακτηρία και των δυο τους ο αιθέρας και το ακάλυπτο κενό ήταν το μέσο επαφής ανθρώπων και Θεών. Στάχυα φιλοξένησαν τον καιόμενό μου ναό. «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες» σκέφθηκα, όταν απ’ την μύτη και τ’ αυτιά μου μόνον ανέπνεα.
Ο Αντολφ άγκυρα δώρισε στον κυματοθραύστη, αν και πήγαινε πέρα - δώθε το καράβι, την αίσθηση αναδεικνύοντάς μου ότι θα βουλιάξει. Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό και ο Φρήντριχ αποφάσισε να συγκρουσθεί με τον Άντολφ στο λιμάνι. Ρίψασπις δεν υπήρξε ποτέ. Αμετάβατοι συνέπλεαν τω όντι. Τα κύματα έφθασαν στο λιμεναρχείο, ως απόρροια της ρήξης των τεκτονικών πλακών που έγιναν ένα με το νομαδικό καραβάνι τους το ενυδατικό.
Ο Φρήντριχ το συνεργείο των οδοκαθαριστών καθοδηγούσε στον δικό μου οχετό. Αυτός που χτύπησε πιστωτική μέσα μου πρέπει να ’ταν Θεός. Ίσως ο Ανουβις ή ο Ώρος... Δεν μου συστήθηκε ποτέ... Απ’ τους μαστούς ανυπότακτες ξεπετάγονταν προνύμφες. Διέπραττα κάτι το νομικώς με αρνητικό πρόσημο ρητό.
Ήμουν ο μάντης Τειρεσίας και έβλεπα στου διαδρόμου το τέλος, της ηδονής το φως αρχικώς μοριακό και ύστερα ως έναν μεγεθυντικό φακό.
Στον επίλογο έσπασαν και οι δεξαμενές βρεφικών κρεμών των γαλέρων στη θάλασσα πυρά ομαδόν.
Ίσως γιατί η αρχή των όντων είναι το νερό. Ίσως γιατί τα βρέφη απ’ τον πλακούντα της μητρός έχουν τραφεί. Ίσως γιατί μέσα μας τα πάντα είναι σε ροή. Ίσως γιατί αν θα γίνει Μίτσιγκαν νηφάλια ή τρικυμία εξαρτάται απ’ τον τρόπο της Βίβλου της Ψυχής απαγγελίας.
Είμαι πια μια απελεύθερη που περιπάτους βουκολικούς και τερπνούς θα διάγει.
Είμαι κάτοχος δέκα γλωσσών.Ποιος είπε ότι οι ξένες γλώσσες δεν ωφελούν;Έχω πολλές ακάλυπτες μετεφρασμένες σε υπεραξίες. Διαδίδεται ότι μόνον δύο γλώσσες μπορείς επαξίως να χρησιμοποιείς: την μητρική και την θετή. Διότι δύο γονείς ή εαυτούς έχεις πάντα στο κερί. Κάποιοι άλλοι διατείνονται ότι δυο αφέντες συγχρόνως δεν μπορείς να υπηρετείς, μα κάθε φορά έναν άλλο να λειτουργείς. Εγώ πιστεύω ότι μπορείς του κόσμου όλες τις γλώσσες να διαχειρισθείς με γνώμονα το κορμί.
Ο Άντολφ στάσιμος ήταν όπως τα κέλτικα έλη. Ο Φρήντριχ αποφάσισε με μιας ν’ αποπλεύσει.
Βέργα ένιωσα το όρος του Άρη να μαστιγώνει και της Αφροδίτης μία άλλη. Μου ήταν λυσιτελής ο αποικισμός των πλανητών. Ήθελα να ματώσουν όπως με τους ασπαλάθους χαροπάλευε ο ιουδαϊκής αίρεσης Θεός.
Γάγγης αίματος στον υπόνομό μου ήθελα να ρέουν, από παιδικές κρέμες να ξεπλένουν και αηδίες που στην ζωή μεταφέρουν.
Τον θάνατο προτιμούσα για συνοδό. Όσο μεγιστοποιεί κανείς τον κύκλο της ζωής καλλίτερα τον αποτιμάει και πως ο Άδης στο ποτάμι της Στυγός θα' λθει να τον προλάβει συνειδητοποιεί.
Πρόταση αλήθειας με κύρος εκμηδενιστικό.
Στου καθενός την Ψυχή όταν πεθαίνει μια επιθυμία σου, γεννιέται μια άλλη, ώστε και εκείνη να πετάξει και να δώσει την σκυτάλη της σε άλλη. Ακόμη και η Ήβη κάποτε θα εξατμιστεί, όταν την φλόγα του Ελικώνος στις Μοίρες θα κρατάει.
Οι δύο ανεπίγνωτοι φίλοι μου ήταν τόσο οι άνδρες στην ακροστοιχία της Καπέλλα Σιστίνα όσο κι εγώ.
Δεν ήταν ένα σενέτ αντεκδίκησης για την Αλσατία και την Λοραίνη. Ήταν του νόστου της ευδαιμονίας η πλάνη.
Αγκυροβόλησαν στην προσωπική μου Οδησσό, γιατί στο Ιόνιο ο ήλιος που αστράφτει τους έδινε παραπλανητικό σημάδι.
Ποια όμως η μεθόριος της γης και της θαλάσσης; Όπου σταματάει η Γη, ο Μελικέρτης ένα δελφίνι θα εφιππεύει. Δίχως την γη δεν θα υπήρχε η Ινώ, μα μήτε η γη δίχως το κενό. Η ύπαρξη, η ζωή και η μνήμη μας ερειδόμενες στο αχειραγώγητο κενό.
Πολλές ερωτήσεις και λίγες ανταποκρίσεις σου προσθέτει η ζωή.
Ο Αντολφ απ’ την αδάμαστη φοράδα αναχωρητής στην στήλη μου την αρχαϊκή με κτυπούσε με αλυσίδες για να πειθαρχήσω ως Εκπαιδευτής.
Έπρεπε να ποινικοποιηθώ, γιατί της Εδέμ απήλαυσα τον παράνομο δίχως όρια καρπό.
Με λακτίσματα στην κοιλιά και στα πλευρά τους έστρεφα και την άλλη πλευρά. Ένας θρήνος, απ’ το σύνδρομο της Στοκχόλμης, ακέλυφος και επιτύμβιος δύο αδάμαστων αρσενικών μου συνεπέφερε έναν δεύτερο απανωτό οργασμό από διχογνωμία, μήπως συσφίγγοντας λησμονήσω τα σκέλια μου.
Η Συνωμοσία της Μπιραρίας με υποχρέωσε να επαγρυπνώ. Είχε παναίολη αφή στο στόμα μου ο αφρός.
Αυτό το γράμμα τα έννομα δικαιώματα σου διασφαλίζει και τη νεφρική ανεπάρκεια ενός ανδρός αποδεικνύει που στην αποστολή του έχει αποτύχει παταγωδώς.
Σε κοινοποίηση του περιεχομένου του προς τον Νταμιέν εκ μέρους σου ευελπιστώ.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 75
Damien Adaleux προς Antoine Heloire
10-6-1998, Παρίσι
Αγαπητέ Αντουάν,
Σου ομνύω ότι αυτό το απόβρασμα γυναικός θ’ αντεκδικηθώ. Τις υποσχέσεις μου πάντοτε τηρώ, είτε κατάρα αφορά είτε επωδό.
Θα παροχετεύσω τις ανενδυματικές εμφανίσεις της στο Διαδικτυακό σε δευτερεύοντα ρόλο μ’ εμέναν ηθοποιό.
Στην παλάμη μου δεν κρατώ μόνον κονδυλοφόρο μέγα ή μικρό αλλά και όλο της το συντελεστικό παρελθόν.
Το γράμμα της είναι μουσείο επιγραφικό. Το συμφέρον και η υπόσχεση είναι δύο έννοιες που για την κοινωνία ανεξαρτητοποιούνται, όσον όμως αφορά εμένα συναιρούνται.
Στοιχηματίζω ότι ανύποπτη ούσα να της αναθέσω ένα κολάρο μπορώ. Απ’ τους γομφίους φαίνεται αν είναι αιματίτης ο Μαυριτανός.
Μια πανδαισία βιώσαμε χθες εγώ και δέκα άλλοι που απ’ την σφενδόνη μας ρίπταμε όλες μας τις δυνάμεις, με στόχο του νεοφώτιστου Κριστόφ -του πασίγνωστου συμμαθητή και αδελφού μας
στο σχολείο - το καλάθι, που δεν λάμβανε αν και είχε το δικαίωμα ποτέ μέρος στης Περίκεντρης μας Τραπέζης τις συνεδριάσεις.
Αποφάσισε να εισαχθεί στην Πωλ Μέλον μας και διευθετήθηκε η άφιξή του στο διαμέρισμά μου στο Σαιν Ελυζέ.
Του ξεσκίσαμε για πρόγευμα την χλαίνη του σαν τις Μαινάδες. Μετά του έδωσα του Δαμοκλή την διδαχή, να μου χαράξει της ζωής την γραμμή στην παλάμη του την αριστερή, για να μην είναι πια θνητή...
Εμφανίσθηκαν συν τοις άλλοις τα κεφαλαία των ονομάτων μας τ’ απαρέμφατα γράμματα.
Το κοκτέιλ του ρουφούσε ως πελταστής ο καθείς εξ’ ημών. Όρος υποχρεωτικός στης Αδελφότητας το τυπικό...
Ένας Κράσσος που έπρεπε να παραδοθεί στη Χάγη...
Αφού έγινε και αυτό απαιτήσαμε ν’ ανοίξει το στόμα του γονυπετής, όπως το Κήτος απ’ την κόλαση που τους δύσπιστους τιμωρεί...
Ψάχναμε ένα κύριο πιάτο σκουπιδιών νεκροταφείο για ν’ αποθέσουμε την αμβροσία μας την σηψαιμική. Συγκεκριμένα έναν χώρο αποθήκευσης των απορριμμάτων μας ανακυκλωτικής.
Μερικές κρέμες Καλλιστούς έβρισκαν τον στόχο τους στην χωροταξία του κορμιού του και άλλες αστοχούσαν παντελώς. Όποια αιγίδα καθελκυόταν απ’ τον ουρανό την προσομοίωνε στην σιωπή κάνοντας κάθε φορά μια κατάρα ή ευχή. Του άρεσε αυτή η λασποβροχή.
Την ανάνηψη της ύλης επεδίωξε κάποια στιγμή. Δεν μπορούσαμε σ’ αυτό να ήμασταν αρνητικοί. Τα παντελόνια μας απέκτησαν μεγάλες τρύπες και ξεπρόβαλλαν των ελεφάντων μας οι προβοσκίδες.
Αυτό λέγεται πως είναι το Σύμβολο της Τύχης. Μετά το ωμέγα έρχεται η ζωή... Άλλος ένας ζων-νεκρός ανάμεσα στα δισεκατομμύρια της γης.
Του ήλιου μας κραδαίναμε τις υδάτινες ακτίνες και στα ζαχαρένια σύννεφα αυτών έκανε βοσκή.
Ο δύσμοιρος! Άλλα πυρά ήταν άσφαιρα και άλλα προσγειώνονταν σε άστοχο ανεμολιμάνι.
Σαν τον ήλιο διάπυρα τα μάτια του, από γιρλάντες κρυσταλλωμένα τα μαλλιά του και τα στήθη του από ακμής βαμβάκι στιγματισμένα …
Κούρα καλλιμορφίας ο χθεσινός διαγωνισμός και έφιππων παρέλαση ανθυπολοχαγών σ’ ένα πρόσωπο λιπαρό...
Η κίτρινη βροχή του καθενός παραμόρφωνε το στόμα του: τον Γιάνγκ Τσε ποταμό του. Ανέκαθεν ήμουν του σινικού
πολιτισμού οπαδός. Η εκβολή του σώματός μου τον έχει μιμηθεί... Ο Πιέρ τον χρησμοδότησε με πορφυρίτη λάσπη σε συζυγία με κίτρινη βροχή. Από κάποια αναιμίας λιβυκής πάσχει μορφή και όχι από ανεπάρκεια όπως εγώ νεφρική. Άλλοι το κορμί του από μαργαριτάρι μετέτρεψαν σε χρυσάφι.
Ήταν διψασμένος για δια βίου μάθηση και εμείς για των εδραστικών εννοιών την ερβαρτιανή. Δεν είμαι Κομένιος με την έννοια του όρου την κλασική. Όλους σα ’να ’ναι σπέρματά μου κυοφορούμενα θα τους συμπεριφερθώ και σε ανεξερεύνητες ατραπούς διάνοιας να τους καθοδηγώ.
Πυξ - λαξ φιλοτεχνήσαμε επάνω του για το διδακτορικό μας’ σα ’να ’ταν ένα αδειανό σακί. Για δείπνο ανοίξαμε του Αιόλου το ασκί και ένα κοντάρι σφηνώθηκε στα πιάτινα του μάτια ανάμεσα στην βασιλική εορτή. Κόντευσε να τυφλωθεί και άνιθου αίμα να παλινδρομεί. Για να μην υπάρξει του φωτός η ανασύνθεση, αρχίσαμε μια έκθεση τέχνης συμποσίου αναδρομική.
Αν ήθελε αληθινά μέλος της ομάδος μου να γίνει θα ’πρεπε αυτές τις ανούσιες δοκιμασίες να υποστεί και ως τελευταίο πειρασμό να τσαλαπατήσει τον κατοικητήριό του κύκνο και να μας τον προσφέρει με γλυκοπατάτες ανθρακοστιγματισμένο ζωντανό.
Δεν είμαι φιλόζωος ή ζωόφιλος˙ άνευ πάσης επιφυλάξεως τ’ ομολογώ.
Όλοι οι άνθρωποι είναι τρίποδα που για να νομίζουν ότι δεν είναι ανασηκώθηκαν στα δυο. Τα πάντα είναι δέσμια απ’ τα ηνία. Φυσικά αν επιτελεί κανείς σωστά τα καθήκοντα του αρματηλάτη... Έτσι θα μεταφέρει στο ύφος το σωστό της Ερυθραίας το φως.
Σε κάθε άλλη περίπτωση κίνδυνος τα ζώα ν’ αποτελέσουν ενυπάρχει διαθεματική της εγκαυστικής. Αυτά έχουν έναν αριθμό που ξεχωρίζει μυστικό, για ν’ αποτελεί εχέγγυο ό,τι ανήκει στο δικό σου υποστατικό.
Προσδοκώ αρίθμηση όπως εσύ ζωντανών.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 80
Damien Adaleux προς τον Jean Larousse
22-6-1998, Παρίσι
Αγαπητέ Ζάν,
Χθες είχαμε στο σωματείο σύναψη θεών, θεοτήτων και θεαινών... Φαντάζεσαι για εικοσιτέσσερεις ώρες να ’χε ήλιο; Οι νυχτερίδες πότε θα έδυαν ή θ’ ανέτειλαν;
Σαράντα παίδες εν καμίνω ήμασταν και αρχηγός του τάγματος ήμουν εγώ. Γένη θηλυκά και αρσενικά. Άλλα απροσδιορίστου πρόθεσης.
Μόλις τα μάτια της η Δήμητρα είχε αναπαύσει, μπορέσαμε ν’ αναπνεύσουμε στην βίλα μου στην Ορλεάνη.
Ποτέ δεν ξεκινάς την τυφλόμυγα πριν αρχίσεις με τις κοινωνικές προλήψεις, διότι αποκλείεται να την κατανικήσεις.
Για την εκλογή του καθενός σώματος την υδρία ανακινούσα και για του έρωτα ένα απ’ τα τέσσερα αγγεία την κατηγορία.
«Του τυχαίου έρωτα η δημοκρατία…» η κεκλημένη από εμένα διαδικασία.
Μία Πράξη Ένωσης ανεξαρτήτως φύλου, ονόματος ή ηλικίας.
Τα στερεότυπα ανδρών και γυναικών στου Πτερωτού Ερμαφρόδιτου είχαν γίνει Ρωμαίοι σκλάβοι τα περιβραχιόνια.
Ένα καρναβάλι γυμνιστών και απίθανων συνδυασμών. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων... Ποιος είπε ότι ο Έρως δεν είναι Τυφλός; Ξένος και Πολυταξιδευμένος θα τολμούσα να πω. Ολίγοι εξέφεραν την Αντιόχεια της εποχής της κλασικής να προκρίνουν συντρόφους.
Και εγώ του Ήλιου βασιλεύς στου Νοκρέ τον επιτραπέζιο πίνακα. Επόπτης αν του σουντόκου τηρούνται τα επιβεβλημένα.
Ο πολιτισμός ένα ξίφος στου ταύρου την πλάτη. Το άτομο τον πυρήνα του και όλοι την αστυνομική ταυτότητά τους είχαν χάσει.
Τα οψιδιανά ενδύματά μας εκτινάξαμε και απομείναμε με τα καθαρά.
Ως ροκ υπόκρουση ακουγόταν η Συμφωνία του Μπετόβεν η Ενάτη.
Κεριά μηλίτη και μολυβιού ήταν φλογιστά απ’ το θερινό ηλιοστάσι.
Εξάλλου πάντοτε προσφερόμενα ήταν τα θέρη για των Αμαζόνων την διαμάχη.
Αυτό ήταν το κόμμα του πατρός μου του φωτορεαλιστικού μου που έγινε καταστατικό. Διατηρούσε όμως στων συνταγμάτων την κρύπτη την αυτοτέλειά του.
Απαιτούσε τη διαιώνιση της παράδοσής του και αλίμονο σ’ όποιον στο συμβόλαιο έδινε την υπογραφή του και με την είσοδό του αποσκιρτούσε ή το Κυλώνειο μου Άγος καταπατούσε.
Ο Τοποτηρητής του Ιερού μου Όρους ήμουν εγώ και όλοι εκείνοι οι καπουτσίνοι στα μοναστήρια κενοταφίων έτρεχαν για την σεσωσμένη τους ψυχή. Απάτητα Καρπάθια ήταν για τους
αμύητούς μου και αλίμονο σ’ όποιον διάβαζε στα σώματα την δακτυλογραφημένη τους προσευχή. Μεραρχίες αφοσιωμένες σε κλίμακες και ιεραρχίες. Ήταν η ημέρα καθιέρωσης της Λατρείας του Υπέρτατου Όντος. Οπαδός ήμουν όχι του Ροβεσπιέρου αλλά του πνεύματος του ευρισκόμενου σε αντιδιαστολή με τα συμφέροντά μου και τις αξίες.
Τενόροι και σοπράνο ερμήνευσαν τα αισθήματά τους στους πέντε ορόφους της Ορλεάνης.
Έμοιαζε σα ’να ’χε βομβαρδισθεί το εξοχικό μου από αεροπλάνο.Κάτω απ’ τους καναπέδες υποδήματα και πέπλα σε κλαδιά, ωρολόγια τηγανιτά που έχουν πείσμα με την μνήμη, εσώρουχα σε φωτιστικά - γιατί ενδέχεται η μαρμαρυγή να' ναι χρυσή ή ό,τι δεν λάμπει ο πύργος του Λονδίνου να ’ναι - παντελόνια δίχως άνδρες, σα ν’ ανήκαν σε φαντάσματα που παράτησαν την τωρινή ζωή,στα τζάκια κάλτσες δίχως φαιλόνια ή πέρλες που κάποιου ναυαγίου η θάλασσα ξεβράζει - του αρχαιοκάπηλου η φιληδονία - ή στρινγκ διγενούς ή αγροκτηματία.
Όλα αυτά ήταν των δύσμοιρων επιβατών τα αντικείμενα και εγώ εκείνος που εφηύρε την ανακατάληψη και μονήρης λαθρεπιβάτης. Πτώματα παντού διασκορπισμένα. Ίσα-ίσα που απ’ την γη ξεχωρίσθηκαν. Δεν γνώριζαν ούτε την αιτία, ούτε ότι θνητοί ήταν...
Ουδέτερη είχα διάθεση, για να τους κάνω τον φιλολογικό υπομνηματισμό.
Οι νεκροί πάντοτε θέλουν πλησίον τους να σε κρατάνε, όταν αντιλαμβάνονται ότι όσο εσύ θα ζεις, εκείνοι δεν θα προσκυνούν τη γη. Το σκήνωμά τους στο χώμα. Πίστευαν εσφαλμένως ότι αυτή η κίνηση θα τους απέδιδε πνοή. Ούτε καν το χέρι του Θεού δεν δύναται τις υπερβάσεις του να κάνει. Για να παύσεις να ’σαι νεκρός, πρέπει ο θάνατος στην κλίνη σου να τουφεκισθεί. Ποτέ σου να μην τον φοβηθείς αλλά για την εξόντωσή του μέχρι να' λθει η άλλη ζωή να παλεύεις. Εν τέλει κινούμενη άμμος είναι η γη και σιωπηλοί μάρτυρες εγκλήματος τα έπιπλά μου και συνεργάτες.
Ζεύγη κρυφοκοιτούσες στην υδροχοή, στην τραπεζαρία, στο μπαλκόνι, στο πολύφωτο, στην τηλεόραση, στο λουτρό, στις καρέκλες ή στους καναπέδες...
Ανύπαρκτα τα επίθετα, τα ονόματα και τα ουσιαστικά... Η μέση και η ουδέτερη διάθεση ήταν η Γάζα όπως τα ορτύκια στο κλουβί, γιατί οι άλλες δύο προμήνυαν έναν έρωτα ζωστήρα δίχως προφυλακτικό.
Το σπίτι μου έγινε ένας οίκος διατροφικού σκανδάλου και οργασμού.
Των κουρτινών οι πτερούγες σκίσθηκαν στου Πουατιέ την μάχη, κρεβάτια και καρέκλες με ανάπηρα πόδια, της Βαστίλης την Άλωση θύμιζαν τα κιγκλιδώματα στα μπαλκόνια...
Το σπίτι μου έμεινε παραπληγικό, αφού ο καθείς κατέτρωγε (μετά από δίαιτα σαράντα ημερών) ό,τι συντυχούσε μπροστά του και έτριζαν τα θεμέλιά του. Ποιος είπε ότι οι τελχίνες εξέρχονται απ' τους πυλώνες της γης μόνον για περιορισμένες ημέρες ευθύνης;
Η βίλα μου έγινε του Φούλβιου η σαρκοφάγος. Μα δεν έγινα ημιθανής απ’ το ξίφος της Ιερουσαλήμ, γιατί οι ημικίονές μου έμειναν ανέπαφοι στου βρέφους την στιγμή.
Παντού έβλεπες την διαπόμπευση της ζωής και έναν πάγο -μπανανόφλουδα ικανό να σε κάνει να εκτραπείς. Όλοι σ’ ένα Τάε Κβο Ντό ψυχών ήταν μεθυσμένοι στου έρωτος την έκσταση σε μορφή χαπιών.
Το πρώτο ζεύγος αριθμών που θα έληγε το βράδυ θα επέλεγε τριάντα οκτώ εδώδιμα τομάρια ανεξαρτήτως προδιαγραφών, μέχρι να ξημερώσει με ιερέα εμένα και την κλίνη μου την Τράπεζα την Οσία.
Η Μαρί και ο Ζώρζ οι προεκτάσεις του Έρεβους και όλοι οι άλλοι τα σκοινιά τους.
Απ’ τις κόρες του Δαναού τούτη τη φορά δεν θα γινόταν σφαγή. Σαν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο θα θυσιάζονταν στον βωμό του έρωτα˙ όχι απαραιτήτως από ανδρικό χέρι.
Το δίκαιον της πρώτης ονειρικής νυκτός... Γιατί όποιος είναι πρώτος μεταξύ ίσων πάντα στου Περσέα βασιλεύει των άστρων.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 85
Lucy Sanguin προς την Janet Valloire
7- 7- 1998, Παρίσι
Αγαπητή Ζανέτ,
Ενώ νύφη με το κρεβάτι μου ήμουν προχθές, η Μαρί ως ανακούφισης προπομπός ανάγνωση μου έκανε χωρίων του «Μεγάλου Ανατολικού».
Έπρεπε στις αρετές της να εισαχθώ, για να επανακτήσω τον Νταμιέν και να τις απομιμηθώ.
Απ’ τον μάρσιπο της ζωής αποπειράθηκα να δημιουργηθώ. Δυστυχώς έκανα τις τριάντα κάψουλες αντιβίωσης εμετό και δεν χρειάστηκε να νοσηλευθώ.
Αν πέθαινα τον Νταμιέν καβαλιέρο επιτάφιο θα ’χα
προσλάβει.
Αν αυτοχειριαζόμουν θα λιποτακτούσε απ’ την ζωή
για να μετοικήσουμε την συνεκδοχή.
Η ψυχή μου ως φάλαινα είναι νοσηρή και οι λόχοι των ομόκλινων ανδρών μου είναι θεραπευτικοί.
Με τους νόμους των πιθανοτήτων αδύνατον είναι στον Θεοκλύμενο κανείς το πήλινο ομοίωμα μου να μην βρει. Επί του παρόντος όμως δύναμαι να συμβιβασθώ με το εναλλακτικό.
Στην αρχή η αντίληψη της Μαρί ήταν στις σελίδες του βιβλίου σιδηροδεσμευτική, ενώ απ’ τον αναβάτη του Αρτεμισίου λυχνάρι είχε αναφθεί… Άλλον έναν για να ξεκινήσει το άρμα την επίθετη πορεία στο Κολοσσαίο περίμενε της ουσιαστικής νοσταλγίας.
Το βιβλίο το ποίησε έωλο στο τραπέζι η Μαρί. Το συμπίλημα των οραμάτων της ήταν ένα εμβατήριο παιδιών τόσο αγνό όσο η πρόστυχη σονάτα των μοιχών. Δεν δυσκολεύθηκε την μπλούζα ν’ αφαιρέσει απ’ το σώμα του Μάρτη και την φούστα.
Άρχισε να τρίβει του αριστερού της στήθους την φλόγα. Την ανέλκυσε ως ημιτόνιο στο στόμα... Του κενού ο απογαλακτισμός...
Το εσώρουχο της ασυντόνιστος εραστής προς διευκόλυνση της μονότονης συναναστροφής. Στο πυθαγόρειο της ζωής ήταν ηθοποιός καραφλή απ’ το ξυράφι των υπερερμηνειών.
Απ’ την ομοιογένειά της το περίγραμμά της εναργέστερο των ανατομικών λεπτομερειών. Η εξαϋλωμένη στο λυκόφως των σωμάτων χαρτογράφηση, ουδέποτε οικότροφη στις ατέλειές της μου ήταν συστημένη επιστολή.
Δεν ήθελα με τις ψευδαισθήσεις ποτέ στης επιβίωσης το ποτήρι να περπατώ με ξίδι.
Επειδή η αλήθεια ανάδρομη πορεία μας ακολουθεί απ’ το αντικείμενο του πόθου γινόμαστε παραχαράκτες στου εαυτού μας την υπογραφή.
Η Μαρί την καρέκλα άφησε στης βαρύτητός της την ανάδοχη και κάθισε στο σάβανό μου για να το αλείψει με το μύρο το αμαρτωλό της. Ήταν η ώρα της μετάβασης απ’ την μυθιστορία τη νεοελληνική στου λυρισμού της Σαπφούς την ποιητική.
Μου χαϊδεύει το πόδι απαλά στο προφυλακτικό σεντόνι. Μα ποτέ μία πολεμίστρια πως η Πενθεσίλεια ήταν βασίλισσα δεν λησμονεί.
Αυτό το σεντόνι ήταν ο οιωνός πως θα ’πρεπε να ’χα πεθάνει.
Όμως αυτή του χεριού της η αφή με το πόδι και μεδιάκενο την Ιερά Σινδόνη μου έκανε αισθητή, ότι όπως ο Λάζαρος θα ’χα μία νεόδμητη ευκαιρία στη ζωή.
Ανέσυρε τ’ αναχώματά μου με ορμή. Δεν θέλησε τα έπιπλα τους ν’ ακτινογραφεί, μήτε με τη μέθοδο του άνθρακα η πυρκαγιά μου να ταυτοποιηθεί.
Ήμουν μία απ’ τις νύμφες της Νικηφόρου όπως και αυτή.
Η Κύπρος πάντοτε ήταν το κατοικητήριο των θεών και φανταζόμουν ότι ήμουν της αγάπης πλοηγός εκεί. Η ζωή με δίδαξε να μην είμαι αδιάσειστη σε τίποτε μα στα πάντα αποφασιστική. Δεν συνηθίζω ρούχα να νυμφεύομαι όταν κοιμηθώ,για αναβολές και προφάσεις ανεπιθύμητων ταξιδιών: για να μην έλθει ο Όρθρος στο ψυγείο να με βγάλει και να κάνουμε μια πιρουέτα στον Κεραμεικό, διαποτισμένος με αίμα επαναστατών, αν εγώ η ίδια δεν τον μετακαλώ για ν’ αστειευθώ. Αν διέκρινε ότι ήθελε να με δάκνει τότε θα φορούσα το αρχαιοπρεπές μου φουστάνι.
Η Μαρί όμως έθεσε τα βουρβονικά μου πρωτεία εν αμφιβόλω. Ήθελε να μου καταδείξει ότι είναι άξιον να ζεις στο κατάρτι. Με της κάρας μου ασχολήθηκε τις περικοκλάδες, για να καρποφορήσουν πανέτοιμες την ωριμότητά τους.
Ένας πίνακας παγανισμού ο δυαδισμός. Χάιδευε τα δένδρα με τα φρύδια κλαδιά μου, για να διακρίνει και να προσδιορίσει την ορθόδρομη πορεία με θαυμαστικά και ευστροφία.
Στο τρίτο μου μάτι η αντλία της συνέχισε με δωρεά λαθραίων φιλιών. Διερεύνηση προθέσεων, συναισθημάτων και πάρεργων. Κατάλαβε ότι ήμουν καταδεκτική...
Ανεχώρησε για τα μάγουλά μου, όπως ένας σκύλος όταν από μακρύ ταξίδι του αφεντικού του τον επιθυμεί.
Προεξέτεινα την γλώσσα μου προς ανταπόκριση της δικιάς της.
Το κενό είναι ένα σύμπαν που να συναντήσεις μπορείς οτιδήποτε δύσμορφο ή τερπνό και να καταλυθείς αν το αρπάξεις.
Μία καραμέλα δαμάσκηνο είχε στο στόμα και όταν συνενώθηκαν οι γλώσσες μας την απέκοψε σε δύο μέρη, αντί να μου την μεταβιβάσει.
Μισή αιδώς δική της και άλλη μισή η κτητική μου. Το έαρ στο στόμα της και ο χειμώνας στην μιλιά της.
Ποιος είπε ότι οι άνθρωποι την εποχή τους δεν εκφράζουν; Κάθε άνθρωπος την προσωπική του βιώνει για να μην απ’ την ζωή επέχει. Εντός μας οι εποχές, όπως του χρόνου οι κανόνες.
Οι πρώτες είναι παλαιογραφίες στην ορθάνοιχτή μας παλάμη, ενώ τους δεύτερους δεν τους διορίζουμε εμείς˙ επιδέχονται όμως τροποποιήσεις.
Ως ιαγουάρος πινελιές μου σκάλισε στο λαιμό. Η εκλέπτυνση και το ραφιναρισμένο άρωμα είναι οι μέγιστες αρετές των γυναικών, αφού καλλίτερα κατανοεί η μία απ’ την άλλη τι αιτεί. Η κοινωνία μας τις αποδέχεται ευκολότερα απ’ ότι τον Τηλέμαχο και τον Αχιλλέα στο ίδιο κρεβάτι.
Όσοι εκθηλύνονται είναι πλέον βέβαιον ότι έχουν κατακριθεί. Πορευόμαστε στην εποχή των Ανδρών ακόμη και αν αυτό λίαν συντόμως θα μεταλλαχθεί.
Η γυνή λοιμώδης νόσος πια δεν μπορεί να θεωρηθεί, αφού σε κάτι άλλο απ’ αυτό που ’ναι θα μεταμορφωθεί, όπως εξάλλου ο ανήρ με την δική του διαδοχή.
Το πρότυπο των ανδρών είναι ευρέως αποδεκτός πομπός.
Οι άνδρες κολακεύονται απ’ την Λέσβο και το παλίντροπο της.
Οι γυναίκες που υποκρίνονται ότι είναι άνδρες την αναπαραγωγική διαδικασία δεν επηρεάζουν. Μας συγχωρούνται τα πάντα, γιατί ξέρουμε να γεννάμε.
Ο δεσμός μου με τον Νταμιέν ο πρόλογος μου εστάθη ο ομοφυλοφιλικός. Μου δίδαξε στον ίδιο βαθμό να μ’ αρέσουν οι Δρυίδες με τους Γαλάτες.
Μετά απ’ όλα αυτά αντελήφθην την εκλογή της διακυβέρνησής του από εκείνην.
Αυτοϊκανοποιείτο με μία Πινοσέτ Ιππόλυτη που δεν της ήταν ευπρόσδεκτο το «όχι» της παύσης του τριακοστού δευτέρου, αλλά κωλυόταν να προφέρει το μεγάλο «ναι». Τι εννοώ θα σου επεξηγήσω ακριβώς. Όταν μου ζήτησε με την κεφαλή της να με λαπαροσκοπήσει, αν θα γεννήσω απ’ τον Νταμιέν άλλο μωρό να δει, το σεντόνι έσκισε στης Παλαιστίνης τις λωρίδες σε κατάσταση αντάρτη. Με βία αντικατοπτρική του Δημήτριου του Πολιορκητή μου έδεσε σφιχτά τις χείρες και τους πόδες στου Προκρούστη τη νεκροτομική.
Έβγαλε απ’ την τσάντα της δύο προπλάσματα ανδρών.
Στο στόμα της έκανε δοκιμή, όπως έπρατταν στου Κύρου τα δείπνα οι βοηθοί, ώστε ο Βασιλιάς τους να μην δηλητηριασθεί. Ήταν πλέον βρεγμένα και για να τα στεγνώσει ο ήλιος ή ο αέρας στο μπαλκόνι μου έπρεπε να ήταν απλωμένα. Ξεκίνησε με τον τοκετό για ν’ απολήξει στον οχετό... Μια ηδονή δίχως πνοή και η αντίστιξή της...
Παράλληλη ήμουν με σχέδιο του Ντα Βίντσι. Είχα χέρια πολλά, όπως η θεά Κάλι. Μπορούσα να δραπετεύσω μα από περιέργεια δεν το ’χα πράξει.
Δυστυχώς δεν στέγνωσαν, γιατί τα βαμβάκια του ουρανού με τις δεκατρείς τύψεις τους τον είχαν σκεπάσει, ώστε να θρηνήσουν, για όσα ακόμη δεν είχα προλάβει. Ποτέ όμως δεν είναι αργά.
Έγινε διέγερση των λιθοσφαιρικών πλακών μας τεχνητή σε μια τριβή δίχως τέλος και αρχή.
Τεχνητή γιατί τα αίτια ήταν σ’ εκδρομή. Αποψιλωμένο ήταν το όρος Αραράτ συνορευόμενο με το Σινά. Αυτές ήταν οι Νέες Εντολές μέχρι ν’ αναδυθεί η γη της Χαναάν.
Μόνον μέσα απ’ την Καλαχάρι και την λειψυδρία μπορείς να βρεις μία όαση στου Μεγάλου Αλεξάνδρου την αυτοκρατορία.
Όπου ο θρίαμβος εκεί και η κατάπτωση στην οποία έχει καταδικασθεί.
Λίγο αργότερα έπιπτε ισχνή η βροχή. Τα μάτια μου απ’ τις μεταβολές σε παράθυρα είχαν του καιρού μεταβληθεί. Άλλοτε σταματούσε απότομα και μετά ξεκινούσε ανενδοιαστί. Μετά άρχισε η έντονη βροχή, ενώ απ’ τα στόματά μας έβγαιναν αστραπές και κεραυνοί.
Ευτυχώς οι πόρτες του δωματίου μου είχαν περιχαρακωθεί. Η μητέρα μου αστήρικτη ως Ήλιος προσγειώθηκε στο μπαλκόνι, με πτερά ερωδιού το χαρμόσυνο μήνυμα να μεταδώσει σ’ αυτήν την καταιγίδα του Ευαγγελισμού.
Ευτυχώς κορασίδων παίγνιον διασκέφθηκε πως θα ’πρεπε να’ναι.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 90
Lucy Sanguin προς Damien Adaleux
10-10-1998, Παρίσι
Αγαπητέ Νταμιέν,
Στοιχηματίζω ότι της μοναχής «Γλυκερίας» δεν μπορείς να διαρρήξεις τον ιμάντα, όταν με περιμένεις και έξω απ’ του σχολείου μου τα κάγκελα την καλοβλέπεις...
Σύννεφα έχει ο ουρανός μου˙ άλογα αγγελικά και μελαμβαφή.
Η αδελφή του Ζωρζ είναι δύσκολο να καθυποταχθεί... Τολμάς η φιλία σου μ’ εκείνον να διακινδυνευθεί;
Εσύ ο Δον Ζουάν στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας να μην μπορείς να ρίψεις μία Τουρκίας γαλή; Περίπτωση ιδιοτυπίας... Λησμόνησε την συμμαθήτριά μου, για να σε ξεχάσει η οργή μου.
Κάθε Κυρίου ημέρα έχει στο περιλαίμιό της τον αγκυλωτό για το κατηχητικό.
Μπορεί να πας στο δεσμωτήριο για αποπλάνηση κόρης εφηβικής.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 91
Damien Adaleux προς την Lucy Sanguin
13-10-1998, Παρίσι
Αγαπητή μου Λουσύ,
Άκουσε κοριτσάκι τον αντίλαλό μου. Με μια κίνηση του σαρδόνυχά μου πέφτουν όλες μονομιάς στον κορμό του παντελονιού μου και απ’ την ρητίνη μου δεν ξεκολλάνε.
Την πρόσκλησή σου αποδέχομαι ευχαρίστως. Τα τεκταινόμενα σε βιντεοσκόπηση θα σου στείλω. Αλλά αν πετύχω θα πράξεις ό,τι σου διευθύνω.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 92
Lucy Sanguin προς Damien Adaleux
15-10-1998, Παρίσι
Αγαπητέ Νταμιέν,
Το αποδέχομαι μετά τιμής.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 100
Damien Adaleux προς Jean Larousse
17-11 -1998, Παρίσι
Αγαπητέ Ζαν,
Ως γνωστόν ο πρώην χλωροτάπητάς μου είπε ότι την «Παναγία με την καρδερίνα» δεν μπορώ να διασπάσω. Καλλίτερα ας καγχάσω!
Το σολομώντειο χαρτί στην τράπουλα δεν είναι εκείνο που το διέσπειρες κατά τύχη στο τραπέζι, μα να περιμένεις ακριβώς το ίδιο στο χέρι σου να παραπέσει, ώστε ο εαυτός σου το παιχνίδι που «πάτησε» να το ξανακερδαίνει.
Τα πάντα είναι θέμα αυθυποβολής. «Ζήτησε και η Κυβέλη θα σου ’λθει!»
Είναι μια Ένωση Σοβιετική που επιτίθεται, για να μην αμυνθεί και κρίσεις ξέρει πια να διαχειρισθεί.
Εγώ και ο Πιερ στης λιμουζίνας μου τις αναπαυτικές θέσεις, μια παράλλαξη του είδους μας εξαγοράσαμε όσο τους δρόμους της πόλης περιηγάγαμε.
Ήταν ομήλικος μας αλλά και πιο αβαρής. Γάλλος όχι από πορσελάνη. Από σιλικόνη ήταν τα στήθη του και στην ερμητική του ράχη με καλύπτρα μια σιταρένια, βοστρυχένια φενάκη. Φορούσε μια φούστα λεοπάρδαλης και ένα κερασένιο μπλουζάκι.
Τα χείλη του ανύπαρκτα, όπως ο Χριστός. Τα μάτια του είχαν μαθητεία στο σκοτάδι. Πουδραρισμένος και καλλωπισμένος σε μιαγόβα - στιλέτο θρονιασμένος. Πριν ο Βορέας στην Επίδαυρό μας πρωταγωνιστήσει, όπως το χλωμό φεγγάρι…
Μ’ άρεσε που η Αποκριά ευλογούσε τούτο το αγοράκι.
Ήθελα τον υιό του Θησέα υποδυόμενος την Φαίδρα να γευθώ. Οι πολέμιοι της Αφροδίτης είναι και συνέταιροί μου. Του έδωσα σε λαχανικά κεριά την προπληρωμή του.
Δεν άργησε ν’ αποφλοιωθεί όπως εμείς. Είχα αποδώσει στον οδηγό την διαταγή να γίνουμε Μαγυάροι, ώσπου η Οδύσσεια της κάψας μας να πάει στο παλάτι. Όπερ και εγένετο.
Ως οκτάποδες την πλάτη μου έκρουαν του αφυλικού του οξέος τα στήθη. Ένα υπόθετο-κορσές έσφιγγε ολοένα πιο πολύ τον κατάκοιτο ασθενή.
Το αποκορύφωμα είναι ότι από ένα αδειανό υποκάμισο γεννοβολούσα τις Ερινύες και όχι τη ζωή.
Ξεχνώντας την υπόστασή μου ένα υποκείμενο – αντικείμενο, ήμουν σε πρόταση ελλειπτική. Μόνον που στην συγκεκριμένη περίπτωση τη νόσο ενεργούσε ο πάσχων ασθενής και μετέδιδε στο νοσηλευτή. Μια ακόμη αμφίλεκτη σχέση όπως η ζωή.
Μόνον μία καδένα το αριστερό πόδι του Πιερ κοσμούσε και ένα ενώτιο στων Τόρις το αυτί που τα δρώμενα παρατηρούσε, όπως ο φοιτητής στην χειρουργική κλίνη τον δικό του υφηγητή.
Θα ήταν αναληθές να ισχυριζόμουν ότι δεν θα ’θελα έναν ασημένιο κορσέ, για να επιβεβαιώσει τον πρωταθλητή και να
αισθανθώ όσο ποτέ άλλοτε πιο παχύς. Οι παλαίστρες όμως δυστυχώς έχουν χωρητικότητα προκαθοριστική.
Απ’ αυτό το υβρίδιο ανδρός είχε ζητηθεί στο κλαρίνο του ένας κρίκος να εγχωρηθεί για την μέγιστη δυνατή παραμονή.
Στο σώμα μου καμιάς ημέρας κρέμα ενυδατική. Πάντοτε ήμουν ενάντιος στα προϊόντα πολιτισμού μιας χρήσης που μεταποιούν την πρωτογονική μας φύση. Άλλος ένας οπαδός του Ρουσσό. Η φύση μας είναι να πονάμε. Ο τοκετός όλων των ειδών δεν έχει υποκειμενισμούς ή διαβαθμίσεις.
Ο Πιέρ απετύπωνε το μονόπρακτό μας με την μορφή μηνυμάτων της τηλεκινητής του φωνής.
Έπη που ως τώρα δεν είχαν ξανακουσθεί, αφού η Τρίτη Φυλή είχε προσπερασθεί. Ανήκαμε πια στην Τέταρτη που όντα συνεπάγεται εξ’ επουρανίου μηχανικής.
Το μυαλό μου ήταν λάστιχο αυτής της μηχανής. Κανείς απ’ τον Εργοδότη δεν θ’ απολυθεί, αν είναι επωφελής στην κατανάλωση και την παραγωγή.
Πάντοτε πρέπει να είμαστε άριστοι των τεχνών, ειδεμή καλλίτερα μ’ αυτές κανείς ας μην καταπιασθεί. Αυτό το ερμαφρόδιτο μου θύμιζε ότι πρέπει απ’ τον Χείρωνα το μέλλον να οραματισθώ και να μην είμαι διόλου οπισθοδρομικός. Πρέπει το βήμα που απαρνούνται οι άλλοι ν’ αποτολμώ.
Ο Πιέρ στον δίχως όνομα υπάλληλό μας να δώσει αποφάσισε τις ρακέτες του τένις και τις μπάλες.
Ένιωσα ακαριαίως πιτσιλιές ωδικών πτηνών στην πλάτη.
Έπρεπε - αφού ο Ορόντης δεν ήταν στο δικό μου πλευρό - με του Πιέρ την λιπαντική στον Ιορδάνη ποταμό ως Βαπτιστής ν’ αναγεννηθώ.
Ο άφυλος το βρέφος του γέννησε στον Βόλγα μου και εξέδραμε τα διπλώματα σαν αηδόνι.Μπορεί να ένιωθα ναυτία αλλά ήμουν ναυαγός-επαγγελματίας. Εξάλλου τ’ αυτιά μου είχα δασκαλευθεί να κλείνω με βουλοκέρι.
Ήταν ο παροξυσμός της στιγμής μα στο μέλλον θα ’θελα να τον επαναλάβω μ’ εσένα πρωταγωνιστή.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 110
Damien Adaleux προς Lucy Sanguin
25-11-1998, Παρίσι
Αγαπητή Λουσύ,
Σου αποστέλλω τα πειστήρια του εγκλήματος. «Μη μου άπτου, άπιστε Θωμά». Είσαι πια υπόχρεη ό,τι σου υπαγορεύσει του έρωτα το σκλαβοπάζαρο να διαπράττεις.
Ως γνωστόν η συμπάσχουσά σου είχε αγγελία βάλει φροντιστήριο στην καλλιτεχνική ιδιωτικό
Γνωρίζοντας ότι είμαι άριστος Μαρινέττι, ανέλαβον μετά προθυμίας και βδελυγμίας το κοπιώδες έργον του δασκάλου. Γράφω υπέροχα και γλύφω τ’ ανώτερα υψίπεδα ακόμη καλλίτερα. Είμαι ένας υπερφίαλος Φλωμπέρ.
Στο ατελιέ μου (αντέκταση του δωματίου μου) εφιλοξενήθην. Ο Ζωρζ επειδή ήταν ομοαίμιός της συνέβαλλε στην τελική επιλογή.
Γι’αυτό εξάλλου δεν υπάρχουν οι φίλοι; Πρέπει οι φίλοι τις δύστοκες στιγμές της ζωής σου να σε αναγνωρίζουν φορές τρεις.
Σε κυριολεκτικό επίπεδο τις υπηρεσίες μου πρόθυμος ήμουν να προσφέρω αμισθί.
Σε συμβολικό θα ήμουν στην αφέλειά της μίσθαρνος.
Ήθελα να της διδάξω μια δίχως γκουάς, στίγμα και τελείες ζωγραφική.
Της έδωσα στον καναπέ μου ένα χυμό πορτοκαλιού να πιει. Βαρβιτουρικό σ’ αυτό για να μην αντισταθεί.
Ποτέ κάποιον δεν βιάζεις αν δεν έχεις τις δέουσες προφυλάξεις.
Κανών βασικός είναι κανέναν να μην εκβιάσεις, αν πρώτα δεν τον έχεις βιάσει.
Οι διαρρήκτες για να μην συλληφθούν φοράνε πάντα γάντια. Στο κουκλοθέατρο της ζωής μου σταλακτίζω τα πάντα, ώστε τους άλλους σε φωτογραφίες να κάνω νευροσπάστες.
Όταν τ’ ανακινώ εγώ είναι δόκιμα τα κινούμενα σχέδια μου…
Ο Αντουάν ο δρουγγάριος μου ο επαναστατικός περίμενε να του δώσει ένα νεύμα ο Λόρδος του Προστάτης, ώστε να επιτεθεί στον δομεστικό μας τον βασιλικό.
Στο δώμα μου την μεταφέραμε ημιλιπόθυμη.
Τόσο αθώα και ζαχαρωτή!
Την πλαγιάσαμε στο κρεβάτι, όπως θα έκανε για την δεσποσύνη του κάθε Δον Κιχώτης, αν απ’ τον ίδιο του τον τυφώνα την διατρέχει.
Μου θύμισε την οδαλίσκη εν μονοχρωμία του Ένγκρ το λιπόσαρκο κορμί της.
Πάντοτε του νεοκλασικισμού ήμουν αποθεωτής. Ήθελα να κάνω αυτόν τον πίνακα σπαράγματα, γιατί είχε σημαίνουσα αξία συναισθηματική και ιστορική.
Μια όσφρηση ασφαλείας, καλοζωίας και δυσανεξίας υπέκρυπτε το υποδόριο της λίπος στην τρώγλη. 'Έννοιες που με προκαλούν να τις αμφισβητώ σ’ όποιον ισχυρισθεί ότι στον σκληρό του δίσκο έχουν αποθηκευθεί.
Πάντοτε όταν ήμουν Τομ Σόγιερ έσπαγα τα βάζα που έφερνε η μητέρα στο σπίτι απ’ της επαρχίας Σετσουάν το ταξίδι.
Στο χέρι μου αλλοιωνόταν η δυναστεία των Μινγκ, όχι γιατί τον πολιτισμό των Τσιν κατ' ανάγκην φθονώ, αλλά ώστε την μητέρα μου σε κρίση υστερίας να καθορώ. Για την δική μου βιοθεωρία ένας αμετάφραστος πολιτισμός.Δεν μ’ άρεσε η αχαλίνωτη υπεροψία της μητρός μου. Ήθελα τα μάτια της να θυσιάσει, ώστε για το τι αισθάνομαι ή τι πράττω αρκτικώς ν’ αμφιβάλλει.
Ήμουν τόσο γλοιώδης, όπως ένα ακέλυφο σαλιγκάρι και μου άρεσε πολύ.
«Ο Φαύνος της Πομπηίας.»
Ήθελα στον Παρνασσό τα πλαδαρά της μπούτια ν’ αποπλανώ.
Οι γυναίκες εκτός από γλώσσα και χέρι χρειάζονται
δόντια από τοπάζι επειδή πάντα ο κίνδυνος του σφραγίσματος
ενυπάρχει…
Η γυναικεία ανατομία πάντα μοιάζει στην απολυτότητά της
με ζούγκλα σε σαφάρι στην οποία εξερευνείς κάθε φορά και
τα εναλλακτικά της γένη και είδη….
Στην ζωολογία ουδέποτε υπήρξα αναγνώστης επαρκής, γι’ αυτό και τις ασπρομελανές αγελάδες πετούσα στον Καιάδα με το βρακί.
Στην ανθρώπινη ανατομία ήμουν δαφνηφόρος και είχα παραλάβει υποτροφία…
Το χέρι μου περπάτησε, ώστε το ανυπογάστριο της καβούρι να βρει για να το διαθλάσει. Εξάλλου όταν το ποτήρι απ’ το κομοδίνο λιποθυμάει, το κακό είναι στον ερωτοθραύστη. Είναι ιδιωματικόν να καλύπτεσαι πίσω απ’ των άλλων τη ράχη.
Από εμένα δεν υπάρχει πιθανότητα να διασώσει κανείς μπαμπάκας την αθώα φαινομενικώς πουλάδα. Το προχωρώ ως τέλους, όταν λάβω την συμφωνία σε κάτι.
Εισερχόμενος στο μοναστήρι της παραβιάζοντας με πύρινο, στέρεο υγρό την θύρα της από ατσάλι. Οι μοναχές άοπλες. Το έβλεπες στων προσώπων τους τις διασπάσεις.
Στ’ ανδρείκελα ανάκτορα της Μαγναύρας ήμουν ο Μωάμεθ ο Πορθητής.
Αναρωτιόμουν στον καθρέφτη μήπως ήθελα έρωτα να κάνω στον Άδωνή μου. Που θα ξαναέβλεπα τούτο το αιθέριο και θεσπέσιο κορμί; Στο εξώφυλλο του περιοδικού που ο Αντουάν ετοίμαζε στο διαδίκτυο θα έβγαινε εξομοιωμένο το δικό μου προφίλ;
Είναι παράφορο στην διακόρευση σοκολάτα να τοξεύεις. Αλατίζει το αμύητο στους όρκους μου κορμί.
Αργότερα ο Αντουάν διαβεβαίωσε ότι απ’ τον Δείμο τους παθητικούς οργασμούς του Ύπνου είχε υποστεί.
Ελπίζω αντικαθευδόμενος το φιλί μου να ονειρευθεί. Όταν το εργαλείο των συνθηκών δέσμευσης εδέχθη - ως ένα είδος αποδοκιμασίας - τομάτες και ιερό νερό, κατάλαβα ότι έφθασε το τέλος της έναστρής μου αποστολής και έφυγα με τους εξκουβήτορές μου τροχάδην.
Ετράπην σε ακατάστατη φυγή, δεόμενος για την βεβήλωση του άσυλου την θεϊκή οργή που εκινείτο επάνω μου απειλητική.
Όταν εκείνη στον άλλο κόσμο επανήλθε εννόησε ότι ήμουν της Μεταμόρφωσής της ο Σωτήρ.
Η εκτέλεση των υποχρεώσεών σου θ’ αναβληθεί προς το παρόν και την μεταθέτω για το απώτερο μέλλον, όποτε το κρίνω υποχρεωτικό.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 130
Lucy Sanguin προς Sophie Caron
30-5-1999, Παρίσι
Αγαπητή Σοφί,
Στις κατασκηνώσεις να κάνεις ευφάνταστες γνωριμίες μπορείς. Ένας Καταλανός με γαλακτομπουρεκοκοίταζε, όταν στα περίχωρα της φλόγας καθόμουν εχθές βράδυ με τα κούτσουρα.
Σκηνή λιποθυμίας αποκρίθηκα για να του δώσω ένα χαρτί-σκουπίδι στο χέρι, μέσα στις τουαλέτες του καταυλισμού στις δύο το βράδυ να με περιμένει.
Ο κίνδυνος επ'αυτοφόρω να με συλλάβουν ήταν απελπιστικώς μηδενικός.
,
Χουάν τον έλεγαν και σε ταινίες ερωτικού περιτυλίγματος με το αζημίωτο ήταν μελισσεργάτης. Μ’ αρέσει να συναγελάζομαι με πρόσωπα αλλότρια απ’ την κοινωνική μου τάξη. Λησμονώ τους περιορισμούς που συμβιώνω και αυτό είναι συναρπαστικό.
Ο Νταμιέν με θεωρεί Αλκιβιάδη. Ως ινδου˙ι˙στής περιβάλλεται μόνον με χαμόγελα απ’ την δική μας τάξη. Δεν πρέπει πιστεύω τους Ανέγγιχτους στον δρόμο να τους παρατώ.
Ο Χουάν ήξερε να με κατακτεί με τ’ ανέκδοτά του τα επιφανή.Ένα παυσίπονο ήταν και ανιαπωθητικό. Θα ’λεγα ψέματα ανισχυριζόμουν ότι δεν περίμενα με αδημονία τον υποχθόνιό μου ιχνηλάτη.
Άνοιξε την θύρα στης τουαλέτας το σκοτάδι που μέχρι εκείνη την στιγμή απ’ το παράθυρο το φως αμυδρώς εξέπεμπαν οι πεσσοί και το φεγγάρι. Συνοδευόταν μόνον από ένα ζευγάρι: την Τζόαν απ’ την Αμερική και τον Σκοτ απ’ την Βρετανία την Μεγάλη.
Μου επεξήγησε ότι στον παρατατικό ήταν συνεργάτες στο κρεβάτι.
Με τρεις εμπειροπόλεμους αγνώστους θα ’χε λοιπόν η δεύτερη φύση μου να κάνει.Έχω να δηλώσω ότι απ’ το γεγονός κατενθουσιάσθην!
Με το κουαρτέτο της ακολασίας μας η τουαλέτα θα γινόταν η συμπυκνωμένη Σερβία μας. Τις δυνάμεις μας θα ενώναμε υπέρ των Κοσοβάρων και θα βομβαρδίζαμε ανηλεώς τους εθνικιστές, τους Σερβοσλάβους.
Ουδέποτε πιστεύαμε στου έρωτα τον φυλετισμό. Ο Σκοτ, Σαυροκτόνος Απόλλων άδρυμος, ξανθός στο υγρό δάπεδό του ξάπλωσε όχι μόνον για να δροσισθεί, αλλά ώστε μάχης θέση να λάβει και τους απροσέγγιστους ιχθείς να συλλάβει, βγάζοντας στο εξωτερικό το παλαμάρι.
Τ’ αστέρια μου αφόδευα επάνω του απ’ τον ουρανό… Σμήνη μετεωριτών...
Τον Εγκέλαδο στην Αίτνα μας είχαμε καπάκι κλειστό.
Η Τζόαν με τη σειρά της προσκύνησε ακριβώς πάνω στο κεφάλι του Σκοτ. Θυσίαζε ένα ζώο για να εξευμενίσει τον μικρό της Θεό.
Ο Χουάν ήταν ένας μικροσκοπικός εραστής˙ γερουνδιακός. Τα συνηρημένα φρύδια του ήταν για μια γυναίκα το συναρμόδιο διεγερτικό. Τον ομφαλό του είχε κλαδεύσει με ασήμι σφαιρικό. Λέγεται πως οι λυκάνθρωποι αποπνέουν μ’ έναν ασημένιο σταυρό. Αυτός κατά τα φαινόμενα είχε γίνει του μηχανήματός του δεσμευτικός. Μια κοιλιά επίπεδη όπως του τραπεζιού η επιφάνεια, δερματόδετη με μοναδική του ταυτότητα αυτό.
Λικνιζόμουν επάνω στον Σκοτ με τον τρόπο που ο φούρναρης το ζυμάρι αλέθει. Ήθελα να νιώσω το ταψί σ’ όλες του τις διαστάσεις και καμία γωνία να μην μου ξεφύγει που απ’ αυτή την ζύμη να μην έχει γεμίσει.
Ήμουν ενός πλοίου το ναυάγιο που ήθελε το άπαν στο μέσον του Ανταρκτικού να ρουφήξει.
Η επανάληψη στον χώρο του σκοταδιού ήταν το μαλλί του Χουάν το μελαχρινό.Έμοιαζε σα ’να ’χε αποκεφαλισθεί, όπως ο Δαντών.
Προσγειώθηκε το διαστημόπλοιό του στο ακρωτήριο του Κανάβεράλ μου ως διχοτόμηση στα δύο, υπερφουσκωμένα, τηγανιτά αβγά μου. Ένα περιστέρι από τραύμα πληγωμένο και αιμορραγόν, που επιχειρούσε να πετάξει, γιατί πίστευε ότι είναι δυνατόν, ενώ το διέψευδε το πραγματικό. Είναι αυτή η πεποίθηση ότι μπορούμε να γίνουμε ό,τι ήμασταν, πριν από μια σημαδούρα γίνουμε κάτι άλλο. Είναι του παρόντος η απάρνηση της προϊσταμένης στιγμής. Περίμενα να περιχύσει το βούτυρο στο τηγάνι, την αψογότερη ομελέτα να φάει, κοιτάζοντάς με απ’ της κουζίνας το μάτι.
Οι Γάλλοι με τους Ισπανούς για την εξαύλωση της τρομοκρατικής οργάνωσης ήταν σε συσπείρωση εδώ και καιρό. Μας αρέσει να υφίστανται χώρες κυρίαρχες και όχι περιοχές αυτοδύναμες.
Με τον Άγγλο κάτι παραπάνω από αμεμφής ο συνεταιρισμός. Εγώ έπαιζα τον Κλεμανσό και εκείνος τον Λόϋδ Τζόρτζ.
Ο Αρχιδάμειος μας ήταν οικουμενικός, όπως και ο έρως μας αλληγορικός.
Υποκρινόμουν τον ανελκυστήρα στον Πύργο του Αϊφελ που ανεβοκατεβαίνει, ο Σκοτ τον Τάμεση που περίμενε σαν τον Νώε να με περιβρέξει, ο Χουάν το Εσκοριάλ που τον πόθο του απ’ την δύση έβλεπα ν’ ανατέλλει και η Τζόαν που ως Άγαλμα της Ελευθερίας πυρά θανάτου δίνει στα εναπομείναντα έθνη, κρατώντας το παράθυρο ως δάδα που την ισορροπία αποφέρει.
Μάλιστα της Τζόαν τα χείλη είχαν τόσο κοκκινήσει που νόμιζες ότι μία Χίμαιρα χωρίς τον Βελλερεφόντη της θ’ αναπηδήσει. Έβλεπες στην όψη της των Αζτέκων το απελέκητο ξύλο. Μια Αδριατική για ν’ ακριβολογώ δίχως νερό. Είχε του κίτρου το μαλλί που ο καθείς θα ’χε το δίκαιο του γνησίου της υπογραφής του ν’ αμφισβητεί.
Όσο ο Σκοτ μου προκαλούσε παλίρροιες ηδονής, αγνάντευα την Ακατανίκητη του Χουάν Αρμάδα.
Για τον Ματαντόρ μου ήμουν ο πορφυρίτης - πανί. Μ’ άρεσε το πάθος του και η μεσογειακή του επιβολή. Με κοίταζε με τέτοια επιμονή ως επικράτεια του Ναπολέοντα στη σφαίρα επιρροής.
Να ρίξω το βούτυρο προέκρινε έξω απ’ το τηγάνι, στα μάτια της κουζίνας για να σβήσουν αυτοματοποιημένα, επειδή ήταν όλα αναμμένα. Στην κατσαρόλα μου όμως αρκετό απ’ το βούτυρο επετάχθη. Έτσι απέκτησαν τα μακαρόνια που ετοίμαζα μια θρεπτική γεύση για τα σαπρόφυτά μου.
Πάντα στην Αφρική ήθελα να μάθω σουαχίλι, να φάω ανθρώπινα μέσα στις Άνδεις σκέλη, μία εκ των επιζησασών στων Ζουλού τον χορό...
Στην κοιλιά μου ένιωθα μια γεύση στυφή, αφού η τομάτα ήμουν στον αποχυμωτή. Στον τοματοχυμό όμως προσετέθη υγρό αλεύρι προφιτερόλ, όπως ο χαϊδευτικός Μπάτης. Μια διείσδυση ανηδονική...
Οι μολύβδινές μας αναπνοές προέδιδαν την ανάγκη μας για ευφορικών οξυγόνων μάσκες.
Όταν πια αυτό επιτελέσθη, τα ρούχα μας τα λιγοστά μαζέψαμε γιατί η πανσέληνος μας κοιτούσε μ’ ένα φύλλο συκής.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 140
Damien Adaleux προς Jean Larousse
30-6-1999, Παρίσι
Αγαπητέ Ζαν,
Απιόντος του δειλινού ο Ρομπέρ και εγώ με την λιμουζίνα μας στα υποβαθμισμένα βορειανατολικά προάστια διανύσαμε μια εκδρομή.
Η εντολή ήταν εκ του τρίτου διαμερίσματος τα τεκταινόμενα στην κάμερα να εξιστορεί.
Εκεί θα τραβούσαν τα πάνδεινα για μερικά φράγκα χιλιάδες μαύροι, άνεργοι ή μουσουλμάνοι απ’ την Αφρική.
Δύο δεκαεξάρηδες αράπηδες τα «θύματά μου» και ένας μουσουλμάνος ενήλιξ απ’ την Αλγερία.
Πολλοί εξ' αυτών κάνουν και διακίνηση ναρκωτικών. Η αίσθηση του έκνομου πάντα για εμένα ήταν καθετήρ. Έπρεπε να υπάρξει ποινή και τιμωρία για τον καπιταλισμό και την αποικιοκρατία σ’ έναν Ευπατρίδη της ανώτερης μπουρζουαζίας... Τόσο για τα λάθη του παρελθόντος όσο και τα δεινά που μάστιζαν τον ενεστωτικό τους...Μ’ ένα νεύμα μου εισήχθησαν μέσα στην υπερερωτική μου κλινική.
Ήταν τόσο Διονηστικοί που αν δεν φορούσα τίποτε να με απήγαγαν μπορεί, ώστε τα όργανα μου να πουλούσαν στην Εμπορική. Αγνοούν ότι ο Διόνυσος Ζαγρέας ποτέ δεν πεθαίνει και παιδεύει τους ασεβείς.
Θα είχαν να επιτελέσουν αυτόν τον ηθοποιό αν κάτι πήγαινε κακώς ο Ρομπέρ και οι δύο απ’ τον Άδη πιστοί μου φρουροί.
Είχα χρονομετρήσει και οριοθετήσει της μέγγενής μου το παιχνίδι.
Ήμουν του τενεμπρισμού οπαδός και ήθελα το κεφάλι μου μ’ αυτό του Ολοφέρνη να ομοιάζει, όταν η Ιουδίθ το απέκοπτε για του λαού της τον Απελευθερωτή.
Οι πίνακες για εμένα ίστανται η αφορμή να υποδυθώ ρόλους που σε περιστάσεις ομαλότητος δεν μπορώ να καταδυθώ. Απεικονίζεται του παρελθόντος το πραγματικό με τις αντιλήψεις του παρόντος. Άλλο ένα επίπλαστο θέμα και εγώ το πολλαπλάσιο του.
Ετερογνωσία είχα της κίβδηλης πραγματικότητας. Με κανέναν τρόπο δεν βαυκαλιζόμουν. Θέλησα έστω και έτσι την καρικατούρα μου ν’ αναλάβει ο σκοτεινός εχθρός μου…
Η απειλή των πιθηκοειδών για της γαλλικής φυλής τον εξαρειανισμό απ’ το παρελθόν στο παρόν πλέον σταθμός. Όχι όμως στις ωμές της διαστάσεις.
Ένας δικαιωμάτων σφετερισμός που δεν θα ’χουν ποτέ αυτά τ’ ανδροειδή...
Αυτοί οι εξιδανικευμένοι δούλοι για τα πελώρια τους προσόντα ήταν υπεργειοδοτημένοι και για μετακομιδή αδαμιαίου φωτογραφικού φακού ήταν επιδικασμένοι.
Οι ιδεώδεις υπηρέτες για εμάς τ’ αλαζονικά αφεντικά...
Το χρυσό μου ρολόι που ζήτησαν τους εδόθη. Είχα νήριθμα απ’ αυτά. Το σμαραγδένιο δακτυλίδι μου τους έδωσα αδιαμαρτυρητί.
Όμως την τρίτη φορά αρνήθηκα το διαμαντένιο ενώτιό μου στο δεξί αυτί, γιατί της αυτοπροσωπογραφίας μου ήταν το ραβδί.
Ο Αλγερινός μου έδωσε μία ώθηση προς τα κάτω. Κτύπησα ελαφρώς εις την κεφαλή. Ευτυχώς ήμουν η Οκλάζουσα Αφροδίτη δίχως θλάση.
Ο ένας Αράπης τα χέρια μου παρέσυρε και ο άλλος γερά μ’ ένα σκοινί τα δέσμευσε…
Με περιέλουζαν με χυδαία ονόματα και κλωτσιές ή μπουνιές μου δώριζαν αφειδώς. Απ’ την άλλη το ενώτιό μου έβγαλε ο Αλγερινός και στο πρόσωπο μου έσταξε αίματος κρουνός.
Εκδήλως ικανοποιημένοι απ’ τα λάφυρά τους -αν και ποτέ τους δεν κατέκτησαν την Μάλτα- το παντελόνι μου αποδέσμευσαν προφανώς για να το κλέψουν και αυτό.
«Τι μαλαματένιο αγόρι!» ανεφώνησε ο Αλγερινός.
Πριν καλά-καλά απ’ τα διαδοχικά χτυπήματα συνέλθω, ήλθα με την ανενδυματική τους περιβολή αντωπός.
Ο Αλγερινός είχε κάνει περιτομή σε σύμβαση με το Κοράνι. Προφανώς ο ένας εκ των δυο γονέων του ήταν Γάλλος λευκός, αφού είχε χρώμα μελαμψό.
Τα λάστιχα των Αράπηδων ήταν μεταγωγικά και ανθυγιεινά, όπως τα λουκάνικα Βαυαρίας που τρελαινόμουν γι’ αυτά σε κάθε συντυχία μου στην Γερμανία.
Ο ένας αράπακλάς μου,ως Φιλάδελφος, τους γλουτούς μου ψηλαφώντας αποπειράθηκε τον μέσο όρο να βγάλει…
«Αυτό το πηγάδι χρειάζεται λάδι!» είπε ο ένας και ο άλλος αράπης έβγαλε απ’ το μπουφάν μια φιάλη.
Με τον δακτύλιό του ο πρώτος αράπης καταμετρούσε το στόμιό μου που από χέρια ιτιάς ήταν σμηνίες της μονάδος μου σε περίπτωση νατοϊκού βομβαρδισμού καταφυγής.
Κάποιες στιγμές παρέμενε έκτακτη συγκομιδή και ανοικτό για της ελεύθερης έως ασύδοτης αγοράς την εκδούλευση των αρχών... Άλλες έκλεινε το μαγαζί απ’ τις φουσκάλες των υδάτινων Σπαρτακιστών που και άλλα κλαδιά εξέβραζαν επιφανειακώς...
Πάντα απ’ τις τρίχες φιμώνεται ο νιπτήρ που συναγείρονται μετά απ’ την μακρινή εποχή των μεγάλων ξυραφιών.
Ο δεύτερος αράπης τις στιγμές που ξεβούλωνε έριχνε απ’ το κανάτι, ώστε να επιτύχει τον άρθρο σκοπό: ένα κορίτσι -λάστιχο πανέτοιμο για τους εισβολείς να μείνει.Συμβάλλει το λάδι στο πλάτος της ζωής. Το λέει και ο μοντέρνος Ιπποκράτης. Είναι το πλέον απαραίτητο στην μεσογειακή διατροφή.
Εγώ αντιτείνω και λέω ότι το λάδι στην μεγαλύτερη χωρητικότητα όγκου των φτεροπόδαρων πλοίων έχει μεγάλη συμβολή.
Το πηγάδι αυτό πλέον μπορούσε να χωρέσει σε οποιοδήποτε μαγγάνι. Δεν είχε πλέον αναστολές. Είχε αποκτήσει μια αυτονομία απολυταρχική, δίχως την βούλησή μου την απολυταρχική. Αυτοί τα βάρβαρα στρατεύματα των Χορβατών του στην χώρα μου είχαν επελάσει, ώστε κάθε ανθρώπινης φύσεως δικαίωμα να καταπατηθεί...
Μια τριάδα μαθηματική μου λεηλατούσε το κορμί.
Ιδιότυπα χαρακτηριστικά είχε ο κάθε ένας αλωτής.
Ο πρώτος αράπης είχε του Ψευδολογγίνου το ύφος τ’ορειβατικό. Ο δεύτερος χονδροειδές αλλά μεσαίο. Ο Αλγερινός του Γκογκέν μα άκρως αποτελεσματικό.
Τα παράθυρα ήταν φέρετρα λυπητερά. Απ’ των κορμιών μας τον ιδρώτα η ατμόσφαιρα αποπνικτική.
Μυοχαλάρωση σ’ ένα Τούρκων χαμάμ. Η οσμή εκ μέρους τουςήταν πιο επιθετική, γιατί τα Χριστούγεννα που μας προσπέρασαν για ύστατη φορά είχαν εξορκισμό κάνει.
Η φειδώ κλεψύδρας και νερού˙ της εθνικής μας ταυτότητας κοινός παρονομαστής κωδικός...
Όταν ο ένας εισβολέας έσπαζε της χώρας μου τα συρματοπλέγματα, στην καταπακτή μ’έλουζαν αρώματα - εμπορεύματα οι άλλοι δυο υγρά και στερεά.
Ο Αλγερινός μ’ άρεσε πιο πολύ, γιατί ήταν η Λύρα δίχως ανταλλάγματα το χειρωνακτικό του παρτιζάνου που στην κυρίαρχη δύναμη ραδίως κανείς δεν θα τον καθυποτάξει.
Απ’ τους σιτοβολώνες του στάχυα μελανά τα κλωθογύριζε η τραμουντάνα προς το υποστατικό.
Όλη αυτή η αρμυρήθρα στον ουρανίσκο μου έσταζε ως σταλακτίτης.
Σε μια στιγμή μάλιστα από ομάδες δυο έγινε παράλληλη εισδοχή, μα ο φράκτης ήταν τόσο στενωπός που ως λέκτορας την μια απέβαλλε απ’ την τάξη, διότι κόντευε να σπάσει...
Ο οπισθοδρομικός αράπης στου λαιμού μου την καδένα ένθεος κωπηλάτης και εγώ ήμουν μ’ ένα λουρί η καμηλοπάρδαλη…
Της κεφαλής μου το θυμάρι αποσπούσε ο άλλος στην κλίση που έπρεπε να πάρω για το ιπτάμενο μπαλάκι ως πιστό λαγωνικό και ας ερχόταν σε απόκλιση με το μουσουλμανικό.
Της Νομικής ένας φοιτητής απ’ το σχολείο μου συμμαθητής τ’ οθωμανικό δίκαιο από νωρίς μου είχε διδάξει. Ομοίως το ελληνορωμαϊκό και το βυζαντινό.
Στο πνεύμα των νόμων και του ζυγού είχα εντρυφήσει, γνωρίζοντας επαρκώς πως η πιο εύλογη απαίτηση είναι συγχρόνως η πιο κατάφωρη αδικία, αν επικεκαλυμμένη απ’ την χλαμύδα της εξουσίας εκπέμπει του απαρασάλευτου κώδικα αξιών τις αισθήσεις που να προσαρμόζεται εις τις περιστάσεις γνωρίζει και την συμπεριφορά του για τις υψηλές κάστες τροποποιεί, εξαντλώντας για εμάς όλα της επιείκειας τα όρια, ενώ για τους μέσων αποστερημένους κάθε περιθώριο αυστηρότητας του διαπραχθέντος αδικήματος με κάποιες διακυμάνσεις εξαντλεί.
Ήμουν θύμα εγκλήματος και άκρως ικανοποιημένος που υποδυόμουν τον εξιλαστήριο αμνό για όσα εγκλήματα κάποτε η εθνική και η δική μου αστική τάξη είχε διαπράξει.
Ήθελα να νιώσω στο κορμί μου των Χίπις τον παλμό επί Ντε Γκολ για τον ανεξάρτητο Αλγερινό. Ήμουν της αποστασίας λάτρης, άγγελος λευχείμωνος Κυρίου εκπεσών.
Ήθελα όμως για λοίσθια φορά ως ένας τυμβωρύχος κεφαλαιοκράτης να εξανεμίσω το γαλακτένιο πετρέλαιο αυτών των γεροδεμένων μεταναστών και να ενωτισθώ στην φλέβα μου με το ρεύμα των νομάδων αυτών ακόμη και αν οδηγούσε στην ίδρυση των Φινλανδών.
Ο Υιός του Ανθρώπου-Γάλλου ήμουν που απεπλήρωνε τα εγκλήματα των Προπατόρων του, όπως οι σημερινοί Ισραηλινοί απολογούνται για κάθε εξευτελισμό του Χριστού ή ότι πρέπει να νιώθουν για την Σταύρωσή Του τύψεις, όταν οι ευσυνείδητοι χριστιανοί το ισχυρισθούν.
Μ’ άρεσε να «πληρώνω» για εγκλήματα που ουδέποτε είχα διαπράξει. Αντιθέτως δεν θα μ’ άρεσε να τιμωρηθώ για τις ύβρεις που πράττω συνειδητώς. Η έννοια της συλλογικής ευθύνης μου ήταν φιλοστοργική...
Το σώμα μου από μουντζούρες ήταν μεστό και υπερυψωμένη Πέμπτη λεωφόρος. Απεκαλύφθηκε ως γινόμενο των κερασένιων του σεισμών.
Ένα ράκος που περίμενε να επισκεφθεί τον κλίβανο των ανωφελών.
Περίττευε στον χώρο όσο οι βοοειδείς του οφθαλμοί αντανακλούσαν τον λουμινισμό.
Ο Ρομπέρ με την παροχή οδηγιών δεν υπήρξε παρεμβατικός.
Τουναντίον προτίμησε ν’ αυτοερωτευθεί στο επίμαχο σημείο, βλέποντας αυτή την ζώσα ταινία ερωτισμού και βίας να ξετυλίσσεται σαν της Αριάδνης το κουφάρι, στων φαντασιώσεών του το παλάτι το μινωϊκό, αφού σε κάθε μια τον περίμενε και μια πρωτοποριακή. Εκείνος απλώς έπρεπε να την αποδεχθεί ή να την απαρνηθεί, για να εξωνηθεί σ’ εκείνην που διακαώς επιθυμεί μέχρι την διέξοδο να βρει.
Στο επίκεντρο αυτού του κυκεώνα ήμουν εγώ και μου προξενούσε ρίγη συγκίνησης το γεγονός ότι με χειροκροτούσε ένας ακροατής μ’ ένα χέρι έστω επί σκηνής.
Μόλις διαφήμισα απ’ το στόμα μου τους αφρούς, ο Ρομπέρ κατάλαβε πως ήταν αυτό το τέλος του πεσσού. Από σαπουνάδες γέμισα για να σφουγγαρίσω το έγκλημα της φυλής.
Εθνοκάθαρση ή αιμοκάθαρση; Δύσκολο κανείς να πει.
Μου έλειπε η σιταρένια τους βροχή. Δεν άργησε λοιπόν η γλάστρα μου να ποτισθεί.
Ένιωθα ως ένα τετράθυρο που ’χε πάει στο πλυντήριο απ’ το κοκκινόχωμα ν’ ανανεωθεί.
Ντύθηκαν άρον-άρον μαζί με τα «έννομα» αποκτήματά τους και σαν τους κλεφτοκοτάδες δια παντός ανεχώρησαν απ’ την δική μου ζωή.
Εξάλλου δεν σταματάει ποτέ να κινείται η γη. Ακόμη και όταν είμαστε στον ύπνο προσηλυτιστικοί. Πολλώ δε μάλλον όταν ποινικά αδικήματα έχουν διαπραχθεί.
Ήμουν ένας Ανταίος και αυτοί έπαιξαν τον ρόλο του Ηρακλή. Αποδύθηκα την γη και τ’ ουρανού αποποιήθηκα την ισχύ.
Παρέλαβα ένα δίδαγμα ηθικής: μια δροσοσταλίδα αγαθού που μέσα του το κακό ενοικεί. Απίστευτο ακούγεται μα τόσο αληθινό...
Η νοοτροπία του θύματός μου είναι τώρα πιο ταιριαστή. Φρόντισα αυτή η είδηση στους κύκλους των φίλων μου να διαδοθεί. Φαντάζω στα μάτια τους υπερήρωας που απ’ αυτό το σκυλολόι επεβίωσα. Πιο άσπιλος από ποτέ έχω διαφανεί...
Με την μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων και ελαφρυντικών τα χειρότερα αδικήματα μπορούν να διαπραχθούν...
Είμαι ο Ιούλιος όλων των γυναικών και η Αυγούστα όλων των ανδρών.
Η φήμη μου εξαπλώθηκε στους κοσμικούς κύκλους όχι μόνον της πρωτευούσης αλλά συμπάσης της Ευρώπης.
Το χειρότερο άλλοθι είναι του εγκλήματος η καθομολόγηση ενοχής.
Οι άλλοι σε θεωρούν συνένοχο σε κάτι. Εσύ ποτέ όταν το έχεις διαπράξει...
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 150
Damien Adaleux προς Louis Martineux
1-10-1999, Νέα Υόρκη
Αγαπητέ Λουί,
Μ’ έναν αερόδιφρο που της Νέας Πόλης την αύρα χάριζε στα κτήρια, έφθασα πριν από μία νουμηνία.
Μόλις το Μητροπολιτικό Μουσείο επισκέφθηκα ότι είναι εφάμιλλη της Υφαρπαγής της Ευρώπης συνειδητοποίησα... Εδώ είναι οι ίπποι του Λυσίππου... Των Σταυροφόρων η ακμή...Της Πόλης του πολυπρόσωπου Εωσφόρου η κατοχή...
Και εγώ ο Μιχαήλ Παλαιολόγος με μονήρες πολεμοφόδιο το μολύβι και το χαρτί περίμενα για ν’ αδράξω αυτούς τους θησαυρούς την κατάλληλη στιγμή.
Για τα εκθέματα του Μουσείου ήμουν τηλαυγής φοιτητής. Έκανα κατάληψη περιοδική στου μουσείου την μόνιμη συλλογή για να εξασκήσω του ζωγράφου-γλύπτη την τεχνική.
Το αντικειμενικό που έχασε την αίσθηση του όγκου μ’ αυτήν του επιπέδου έχει στολισθεί, ώστε τις διαστάσεις με τον πιο επιτυχή τρόπο ν’ απομιμηθεί. Τα χρώματα με τις διαβαθμίσεις τους στις ατέλειες επίκουροι του εγχειρήματος μιας αποτυχίας φυσικής.
Του Μάρκου Αυρήλιου ο ισοπεδωμένος αδριάντας στις αληθινές του όψεις μπορεί ν’ αποτυπωθεί;
Ακόμη και το υλικό της διάπλασής του σχέση ουδεμία έχει μ’ αυτό που εξεικονίζει. Δεν έχει ούτε ανθρώπινο δέρας, ούτε όργανα, ούτε αίμα...
Ίσως μόνον αν η τέχνη κλωνοποιηθεί τότε το αληθινό της πρόσωπο θα κατακτηθεί. Κλώνοι στην κατάψυξη οι φυσιογνωμίες της ιστορίας και όχι εν απουσία αλλά με τα ίδια ανόργανα και οργανικά της στοιχεία σε μια τέχνη αναπαραστατική.
Προσφάτως είδα πίνακες με χρώματα ανθρώπινου αίματος σ’ ένα μουσείο τέχνης συγχρονικής.
Ιδού μία τέχνη εξαίρετη για τον άνθρωπο απ’ τον άνθρωπο πεποιημένη.
Ο καθείς μπορεί αν στις χώρες της ανάφλεξης ταξιδέψει ένα διακεκομμένο πόδι ή χέρι να διαλέξει ή του Κικέρωνα το κεφάλι με την γλώσσα του χιλιοτρυπημένη. Έτσι στο σπίτι του θ’ ανασυνθέσει την τόσο αληθινή όσο οι αισθήσεις ή τα αισθήματα ιδιωτική του τέχνη.
Τουτέστιν των ισχυρών η τέχνη με μια αντίληψη εξωαισθητική,σχεδόν θα ’λεγα γεωτροπική. Εξάλλου άπαντες οι ζωγράφοι είχανέναν πανίσχυρο Μαικήνα: τους Μέδικους ο Μποτιτσέλι ή ο Φίλιπποςτον ζωγράφο που ποιούσε απ’ την Κρήτη με το χέρι…
Μια ακολουθία είναι η τέχνη και εμείς οι μηχανοδηγοί που την ακολουθούν οι σεπτοί.
Μ’ αυτά τα κτήρια τα υπερμεγέθη άρχισα ν’αντιλαμβάνομαι την ασημαντότητά μου, μέσα στα εκατομμύρια των κατοίκων τούτης της αχανούς γης που στα σπλάχνα της όλοι οι Τιτάνες και οι Αιγύπτιοι Θεοί έχουν συγχωνευθεί.
Η ζωηφόρος του Παρθενώνα σε αντιστροφή. Σ’ αυτή την πόλη ο Δίας με τον κεραυνό δεν είναι πρεσβευτής. Η νίκη των Γιγάντων και των Τιτάνων επί της Ολύμπιας γης! Μπορείς να διαπράξεις πατώντας της σοφίας την γοργόνεια ασπίδα όποιο έγκλημα επιθυμείς ατιμωρητί! Εδώ όλα σε αναστροφή θα τα δεις. Οι μεγιστάνες είναι θεοί αδιαφανείς και των αδαών τα σμήνη στης Πιερίας την κορυφή.
Μ’ ένα κοντάρι στο μάτι, σχήμα αρχιτεκτονικής...
Το αίμα των κατοίκων θα φθάσει στα πόδια τους ως τιμωρία. Ένας εγκέφαλος δίχως οξυγόνο αναιμακτί σ’έφεση μετεγχειρητική.
Ήμουν ένας νάνος μπροστά σε μεγαθήρια με πήλινα πόδια που τ’ αποχωριζόμουν τις εσπερίες,αφού στου Κολεγίου Καλών Τεχνών τα μαθήματα και τα φροντιστήρια ανελλιπώς λάμβανα μέρος τα Ελευσίνια.
Στο νοσοκομείο πήγα που γεννήθηκα και για λίγο εργάσθηκα στ’ αρχεία του ως ιστοριοδίφης. Στα χαρτιά κολυμβήτριες οι αποδείξεις. Τω όντι ήμουν τέκνο της μητρός μου...Ο πατήρ μου; Πάντοτε υπέθετα ότι ήταν απ’ τη Νέα Γη.
Ένας Άρης στης μητρός μου το κρεβάτι. Ο πατέρας μου τους συνέλαβε κατά την παρήχηση της πράξης στην επάνοδό του απ’ τον Οργανισμό Ενωμένων Εθνών. Είχε έκθετα κάποια έγγραφα που έπρεπε για το ζήτημα των αιχμάλωτων Αμερικανών στο Ιράν να μελετήσει, ώστε στο κανάλι να δημηγορήσει.
Οι Αμερικάνοι ουδέποτε συνεχώρησαν στους Πέρσες του Σάχη τον εξορισμό, όπως και εγώ την μητέρα μου για την απόκρυψη του ονόματος του αληθούς μου πατρός.
Τετρακτύς ετών αργότερα, ούτε η γέννηση της διπλότυπης αδελφής μου απέτρεψε των γονιών μου τον χωρισμό.
Απ’ τους εν ζωή ενοίκους πληροφορίες έλαβα στο κτήριο που οι γονείς μου διέμεναν ολίγον πριν γεννηθώ(όχι απ’ την κεφαλή του πατρός μου αλλά απ’ τον μηρό.)
Εψιθυρίζετο ότι η Εκάβη μου σχέσεις συντηρούσε μ’ έναν ονόματι Πήτερ Γουάιζ ζωηγράφο Αμερικάνο.
Μια μακρινή οικεία του που έμενε στην πολυκατοικία μου έδωσε μια φωτογραφία στις άκρες παραφθαρμένη λες και απ’ τις σπίθες πρόλαβε να περισωθεί.
Μου ανέφερε επίσης ότι είχε δύο βλαστάρια και ότι ο ένας στο Πανεπιστήμιο που φοιτούσα σπούδαζε γλυπτική.
Ήμασταν συνομήλικοι. Μου είπε όμως από εμένα να μην ξαναενοχληθεί, γιατί με του Γουάιζ την αδελφή οι σχέσεις τους είχαν προ πολλού διαταραχθεί.
Στο πρώτο εξάμηνο παρακολουθούσα το προαιρετικό μάθημα της γλυπτικής, ώστε με τον εν λόγω φοιτητή να ’λθω σε επαφή.
Μια προαιρετική αφή που θα ίστατο για καταναγκαστικού τύπου πληροφορίες η αφορμή.
Σχεδόν αμέσως τα μάτια μας συνουσία στο κενό. Η αναίτια οικειότητά μας περισσότερο απ’ τις κοινές μας καταβολές προερχόταν παρά από ήθους καλουπιών συμφωνική.
Αυτός στο Έρεβος ήταν βαπτισμένο παγωτό. Στο πρόσωπό του διέκρινα πρωτίστως το δικό μου και δευτερευόντως του Πέτρου πατρός μου.
Η άρνηση και η κατάρριψή μου εμποιούσαν τη νοσταλγία να παίξω τραγωδία. Έναν Οιδίποδα ίσως δίχως παραμυθία...
Τρεις ημέρες πριν στο διαμέρισμά μου τον είχα προσκαλέσει για του απιόντος την διερεύνηση και των γενεαλογικών του κέδρων.
Μου είπε ότι ο πατέρας του κάποτε είχε κάνει τράγο έναν Γάλλο με μια κατσίκα, επειδή απ’ τις Ιανουάριες εργασίες του ένιωθε εκείνη μονοτονία.
Τέσσερις μήνες πριν απ’ το 1982 μου είπε ότι στον κόσμο έφερε εκείνη απ’ το κυκλάμινό του και ένα τριαντάφυλλο την δική της αζαλέα. Του ζήτησε έγγραφο αναγνώρισης της πτήσης και εκείνος απαρνήθηκε της εκμηδένισης το μωρό. Σε άλλην είχε πλαγιάσει τα βέλη των Ρυti και κατά φωσφορική σύμπτωση τον ίδιο μήνα ξεφύτρωσε ένα ρόδο λευκό. Του εξομολογήθηκε ότι με θεωρούσε έναν τόνο τσιμέντου και μ’ έριξε στης Νέας Πόλης τον ωκεανό, όπως είχε πράξει με της Γαλλίδας το παρελθόν. Απ’ τα προσφάτως ειπωμένα ανέκφραστος την πολική μου θερμοκρασία διετήρησα ακόμη και μ’ ένα φιλί από εκείνον δοσμένο στο στόμα
Κάτω όμως απ’ αυτήν ξεδιάλεγα την Ήρα απ’ το στάχυ.
Με προσέλκυε ερωτικώς ο κλωνοποιημένος μου ζών εαυτός. Ήθελα σε χίλια κομμάτια να διασπασθώ και μ’ επτά έτη γρουσουζιάς να ευλογηθώ.
Στο πρόσωπό του διερευνούσα την απόρριψη της διαφωτιστικής μου προόδου. Ο πατέρας μου στης πρώτης γραφής και ανάγνωσης η Ηχώ. Ένα ρολόι που ο αντίχειράς του πίσω είχε γυρίσει και εγώ τον πατέρα μου έβλεπα να μου κάνει νεύση, για να με αναδύσει τούτη την φορά θνητό.
Η ευκαιρία μου ’χε επιδοθεί με την αναδρομία του χρόνου την συντριβή του να εκτελώ και το πεπρωμένο να υπερβώ.
Αν το κερί του έλιωνε, ούτε εγώ, ούτε ο ομοπάτριός μου αδελφός πνοή θα δίναμε στον Θωρ.
Για έτη αρκετά στης βακτηρίας της κουρελιασμένης γριάς που ενοικεί κουτσή και αποξενωμένη σε μια Σπηλιά ήμουν νεκρός.
Στην σφαίρα την ουμανιστική επεξεργαζόμουν τον έφηβο που δεν θα ’θελε ποτέ του να γεράσει, αλλά ως Αντίνοος απ’ όλους να μνημονευθεί.
Δεν θα μπορούσε ποτέ η χαρά από εμένα να φαλκιδευθεί.
Το αίμα δεν γίνεται νερό. Εκτός και αν λευχαιμία πάθεις. Είχα όμως περιέργεια αν θα βγει απ’ τις φλέβες του αίμα κόκκινο ή γαλανό.
«Είμαι άτακτο κορίτσι!» μου ’πε και έβαψε τα χείλη του στο κομοδίνο μ’ ένα κραγιόν απ’ την τσέπη του κοντοπαντελονιού του.
Δεν διέφερε από ένα μελιστάλακτο, άνευρο και άοσμο κορίτσι.
Αναδιφούσα ώστε ένεση να του κάνω μια οπή. Θ’ απαντλούσε του αίματός του κάθε ρανίδα ώστε να φυλάει απ’ τους τρομοκράτες την πατρίδα αυτή.
Συνέβαλλα και εγώ στην απεξαρτητοποίηση του παιδιού αυτού απ’ την μητρόπολή του. Μια αποικία που ήθελε με αίγλη να υπερπηδήσει την δική της μήτρα και ο Οκταβιανός της ν’ αποθεωθεί σε όλων την αντινομία. Η αρχή της μουναρχίας και το τέλος της δημοκρατίας...
Άνδρες και γυναίκες συμπεριφέρονταν ως ιθαγενείς που κατέθεταν μετά ευκολίας τα όπλα σε Βησιγότθους επιδρομείς. Μ’ αυτά για ν’ αποκρύψουν τις κάρες τους άνοιγαν και λάκκους.
Μόνον ένας αναπαραγωγής όρος επιτρεπτός υπάρχει: του καθαρτικού.
Ήθελαν δίχως να θυμούνται η Μητρόπολη του Κόσμου πως πρέπει να' ναι, να συμμερίζονται άνευ όρων της αποικίας τη νοοδρομία.
Ένας γάμος με παιδιά των υπονόμων. Δεν είχα παρά να τελέσω αυτά τα δεσμά.
«Θέλω να σχεδιάσεις την φυσιογνωμία μου στον καμβά!» μου είπε ηδυπαθώς.
Την καρέκλα που ήταν πλησίον του εκόσμησε με τα φορέματά του. Εξάλλου σε λίγα λεπτά θα γινόταν Φύσις Νεκρά. Παροδική κατάληψη έκανε στο νεκροκλίνη μου που τώρα είχε γίνει η δική του στολή.
Το κορμί του φάνταζε στα μάτια μου ως τα μήλα των Εσπερίδων που έπρεπε, για να βγάλω τα «προς το ζην» στην πατρίδα να προσκομίσω πίσω.
Τα σπαρτά του χέρια και πόδια ήταν μ’ ένα λουρί περιδεμένα. Γεωγράφησα την περιοχή του που ήταν σε ενδιαφέρουσα και θα ’πρεπε ν’ απογράψω, ώστε το υλικό που έβρισκα να ταξινομηθεί.
Το στιλέτο μου προσγειώθηκε σ’ αυτήν, όπως ένας δίσκος εξωγήινος στην αγγλική γη που αγρογλυφικά αμετάφραστα δημιουργεί.
Να κόβεις πάντα το στάχυ που εξέχει απ’ τα άλλα. Αυτό έπραξα και εγώ. Το στάχυ του σ’ όλη την ακμή διέκοψα και του εδόθη να το φάει.
Υπέργειου αίματος βλέννες για την τοπιογραφία του μουσαμά μου χρηστοί...
Να χειρουργήσω πως πρέπει αποφάσισα. Στου ανθρώπινου σώματος κάθε πιεσόμετρο μπορείς με την δέουσα πίεση άπασες τις φυτικές, χρωματικές κλίμακες να δαμάσεις. Έναν πίνακα κλοπιμαίο απ’ το χρώμα του ανθρώπου ήθελα ν’ αναπλάσω. Μια εικονική ανθρωπολογία... Μια ανθρωπολογία δίχως άνθρωπο κανέναν αλλά στην Δευτέρα μετά θάνατον παρουσία...
Ο πίνακάς μου θα ’χε τον τίτλο: «Έκ του Οιδίποδα του Λαΐου η δολοφονία.»
Στην θέση των ανθρώπων οφιοειδείς θα έγραφα και προϊστορικές σαύρες.
Ο αδελφός μου μέγας αρωγός και χορηγός σ’ αυτή την ζωγραφική εποποιία.
Αυτή είναι η Αδελφική Αλληλεγγύη.
Εξάλλου δεν διέπραξα κάτι που δεν είχε ξαναγίνει απ’ την Παλαιά Διαθήκη.
Την ώρα που τον εγχείριζα με κοίταζε όπως ο ασθενής τον θεράποντα πριν ξεψυχήσει. Ένας φορητός πίνακας «Μαθήματος Ανατομίας» των Κάτω Χωρών... Τον Ρέμπραντ ουδείς μπορεί να τον συναγωνισθεί. Ούτε καν εγώ... Ευτυχώς που δεν ζει γιατί θα κατέληγε αδελφός….
Κεραυνόπληκτος και φοβισμένος τα εγκόσμια εγκατέλειψε δια παντός, δίχως φωνή ή μολύβι -χαρτί.
Δεν υπήρξε πουθενά πρωτοτυπία. Η μόνη πινελιά καινοτομίας σ’αυτήν την αδελφοκτονία - οι εμφύλιοι πόλεμοι έλεγε ο Θουκυδίδης είναι οι χειρότεροι όλων - ήταν ότι θέλησα να καταστήσω έγκυο τον αδελφό μου μετά την πάροδό του.
Ένα παιδί ανώνυμο, δίχως πατέρα όπως εγώ. Ένα παιδί δίχως πνευμόνια και καρδιά όπως εγώ. Ένα παιδί κουφάρι όπως εγώ.
Τεμάχισα το πτώμα του και τον ξεφορτώθηκα οριστικώς με τον κοινόν τοις πάσι τρόπο.
Ανατέλλει μια καινούργια νύκτα….
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 160
Damien Adaleux προς
Louis Martineux
30-10-1999, Νέα Υόρκη
Αγαπητέ Λουί,
Ίλιγγος μ’ έχει επιδέσει απ’ τις περιγραφές της πρώην, νυν και αεί Ιωάννας μου με τις ακρότητες των αντεραστών της. Υπογραμμίζω συνεχώς ότι της καρδιάς της ο Πάπας είναι ανήρ και μοναδικός. Τα χαρέμια δεν υφίστανται στο σουλτανάτο των Τεχνών μου.
Όμως είμαι ανειλικρινής Λουί. Ένας Άπιστος είμαι αφροδίαιτος. Εκείνη στης δυσπιστίας την διακυβέρνησή μου είναι ορκωτή. Η διαφορά είναι κάτι περισσότερο από διακριτή.
Στο διαμέρισμά μου δύο συμφοιτήτριές μου προσεκάλεσα αργά εχθές το βράδυ. Ήταν η Ραΐσα απ’ την Ρωσία και η Τσούνγκ Λι απ’ την Κίνα. Στα πρόσωπά τους διέβλεπα τον Μάο και τον Στάλιν.
Αν δεν υπήρχε η επέλαση του κομμουνισμού δεν θα ’χε ουδεμία αξία ο καπιταλισμός. Το αντίπαλον δέος που τα συμφέροντά μου σ’ ένα ψυγείο πλανήτη Αρη αμφισβητεί, ενδέχεται στην χώρα μου, ως νόσος επιδημική να μεταλλαχθεί, κάτι που απευχόμουν στην πτώση του την γενική και στην ατομικότητά του ήθελα να επιδιωχθεί.
Είχαν των άθεων κοινοκτημόνων το ύφος το αψιδικό.
Η Τσούνγκ Λι είχε δέρας ομίχλης ηλιακής και την κόμη της Βερενίκης της μελαχροινής.Όσο ένα πτερόεν ξυλαράκι στην Ιπποκρήνη τόσο μικροκαμωμένη και λιτή...
Αντιθέτως η Ραΐσα απ’ την συνήθεια του σιβηρικού χειμώνα ήταν ολόγιομο φεγγάρι και Ανταρκτική, ένα ανεπεξέργαστο βόδι-κουμπί, μπουμπούκι έτοιμο απ’ τα πέταλα του να εκτιναχθεί. Τόσο την ήττα μου γεωγραφούσα στο παγωμένο μέτωπό της να δεχθώ, όσο και των στρατευμάτων του Ναπολέοντα τον αινολαμπή αποδεκατισμό.
Μια άρκτος ασυνήθης στην ωραιότητά της. Την κεφαλή της ως τρόπαιο θα προτιμούσα επάνω απ’ το τζάκι και το ασπρόμαλλο δέρας της τις νορβηγικές νύχτες του Δεκέμβρη ως χαλί να με διαθερμάνει.
Οι τρεις μας ακολουθήσαμε έναν χορό Μπρονξ σε ρυθμό hip-hop, επειδή έχω την ευρυζωνικότητα και την παντοκρατορία του λόγου ν’ αμφισβητώ.
Κάθιδρες έπεσαν στο πρόχειρο εκστρατείας μου ντιβάνι. Πλησίασα το νεροχύτη της κουζίνας το μάτι ν’ ανάψω, ώστε φωτιά σοκολάτα να προπαρασκευάσω και στους υδροπέπονες της Τσούνγκ Λι να περιχυθεί, για να το δοκιμάσω.
Η πείνα μου σταμάτησε την στάση εργασίας που ’χε ξεκινήσει στο στομάχι και προχώρησε στην Ταξίμ του έρωτά της.
Η Ραΐσα στην Οκτωβριανή Στάση ως συνοδός ερωτοτροπούσε ανερυθριαστί στης απελπισίας το ρυάκι, αγνοώντας αν θα βρεθεί ένας κότινος δάφνης, για να στεφανωθεί τα σεφερικά επιτεύγματά της και να διασωθεί.
Όσο ήμουν ενοικιαστής στα οζονοσφαιρικά διαμερίσματα της Τσούνγκ Λι, η Ραΐσα με καθελκυστήρα την περιέργειά της, για να ποτίσει στην γκαρσονιέρα της τις επίλεκτες γλαδιόλες στις γλάστρες προσέτρεξε στα κατώτερα επίπεδά της.
Ως ευαγής Σαμαρείτιδα τα εντός εκτός ήταν πρόθυμη να εκβάλλει, αφού την μετακόμισή του ο ένοικος προθερμαινόταν να κάνει.
Κάθε φιλί ή χάδι εκεί, έκανε την Τσούνγκ Λι σε λυγμούς λαγνείας να ξεσπάει, σαν ένα χαχανητό που αιφνιδίως σταματάει και την επόμενη φορά τα φωνήεντα και τα σύμφωνά του με μεγάφωνο αντηχάει.
Μια κλίμακα ήχων ανιούσα που ελαχίστως την ιδιωτική μου εργοδοσία επηρεάζει. Έπρεπε με το σκουπόξυλό μου ν’ αποπέμψω τις σοκολάτες ως νομιμόφρων επιστάτης. Όλα αυτά τα ’χα διαχύσει σε κρέμα παγωτό, δίνοντας στην επιφάνεια απ’ αυτήν του περιεχομένου όψη άλλου εκτυπωτή που έχει ως πρόταση τελική τον καταναλωτή να παραπλανεί.
Το χέρι μου που ήταν χιλιομετρικό ήθελε της γκαρσονιέρας τα τζάμια να ξεπλύνει που λόγω ανακαινίσεως ήταν κλειστή. Η Ραΐσα τα έπιπλα εκτόπιζε στο σαλόνι, ώστε στους ζητιάνους-τοίχους που ανέβρυζε νερό να κάνει επενδύσεις από τεθλασμένους σωλήνες. Μία λαγνουργία αλουργίδος...
Τις κρήνες έπρεπε ν’ ανοίξω, ώστε το χώμα να εκφεύγει και γάργαρο νερό να ρέει. Σε τέτοιου είδους γκαρσονιέρες δεν είθισται να κατοικώ...
Στην μεγαλοπρέπεια είμαι ο δελφίνος. Στα ανάκτορα των Βερσαλλιών ή στην βίλα των Μεδίκων, αφού κάποιος πρόγονός μου ανήκε στην γενεή των φύλλων «Βουρβόνων-Καπετιδών».
Τώρα στο Saint Petersburg και στης Απαγορευμένης Πόλης τ’ ανάκτορα έπρεπε να περιορισθώ. Υπήρχε το ενδεχόμενο Ιαπετός σε σωληνωτούς χώρους να διεκπεραιωθώ.
Όταν προσπαθούμε ν’ αποφύγουμε κάτι, πάντα αυτό στην αρχή κάθε αιώνα θα μας επιδοκιμάζει, ώσπου να παύσει με την τελευτή μας να υπάρχει. Το δέος σύντομα έγινε δράση.
Τον φυσικό του χώρο ανηύρε ο τυραννόσαυρός μου για την προστασία των μετεώρων που οι σκιές τους ομοίαζαν με φιγούρες παραχαραγμένες στων σπηλαίων τα βάθη. Έπρεπε λοιπόν στην επιφάνεια να προέλθει και μία εξ' αυτών να τον καταπλακώσει, ώστε κάθε σκιά ότι έχει προς τα κάτω έλξη και να συνειδητοποιεί πως ένα ειδικό βάρος έχει. Αν είσαι λοιπόν Ρωμανός ο Διογένης ποτέ σου μην προθυμοποιηθείς τα μάτια σου ν’ αποχωρισθείς...Το πεπρωμένο σου που ’ναι οι άλλοι σε καθοδηγεί...
Ο άρτος μου είχε φιλοξενηθεί στον κήπο της Τσούνγκ Λι. Η Ραΐσα έλιωνε το βούτυρό της πότε στο ίδιο το ψωμί και ενίοτε στα παράπλευρα κουλουράκια του, για να νοστιμιστεί. Ήταν ένα παίγνιον γευσιγνωστικό. Οι νικητές στο βάθρο θα παρελάμβαναν ένα πρωτείο διονυσιακό.
Είναι πολύ τιμητικό ν’ αναλογίζεσαι ότι δύο μέρη διακονεύεις: αυτό που είσαι επισκέπτης και εκείνο που εσύ τους άλλους ξέρεις να φιλεύεις.
Ένας Ξένιος Δίας απ’ τα βάθη της Αραβίας...Δρώμενο και συγχρόνως παρατηρητής ως φαινόμενο πανσελήνου και φεγγαριού έκλειψης ολικής συζυγίας.
Ένιωθα ένα κουλούρι να πάλλεται στο καρβουνιασμένο μου ταψί, όπως ο Κρόνος μετακινηθείς, ώστε ο κτερισματικός πυρετός μου ν’ αναρριχηθεί.
Ένας πάνθηρας διονυσιακός πινέλιζε τα μάτια της Τσούνγκ Λι με τη νιτρική του βροχή απ’ το μαλλί.
Υποδήλωση αντινωτής απόλαυσης της έσειε η στύση μου στου Άλατος την Στήλη: για εκείνη που ένιωθε τηρούσε ευλαβική σιωπή και αυτήν που δεν μπορούσε ν’ αποφύγει σε παροξυσμούς διαμαρτυρίας ήθελε να προβεί, ώστε ως θύμα περισσότερο να διαφανεί παρά ως συνένοχη στο έγκλημα του θύτη και αθώα πανηγυρικώς στο κατηγορητήριο των ενόρκων καμερών ν’ ανακηρυχθεί. Ή ίσως τις αντιδράσεις του εγκλήματος να προφθάσει, όταν την στιγμή εκείνη γίνεται αυτόπτης ή αυτήκοος σαν την υπόστασή του ξεχνάει.
Πήρε η Ραΐσα ένα κερί αράχνη απ’ το τραπέζι και το εύθραυστο υγρό του ματιού του στα στήθη μου άρχισε να διαρρέει.
Ο πόνος μου απ’ το αναπάντεχο πολλαπλάσιος μου εφάνη, όπως οι πέστροφες του Κυρίου και οι άρτοι.
«Το κερί της ζωής μου ίσως ν’αρχίζει να τρεμοπαίζει…» εσκέφθην.
Η Κίνα και η Ρωσία τον 19° αιώνα ήταν για την Γαλλία αρκετές.
Το κερί διαπέρασε το κορμί μου και εξομοιώθηκε μ’ αυτό. Τελικά την Σακχαλίνη την διεσφάλισα εγώ και την Τσούνγκ Λι με του κηρός μου τον προσομοιωτή την έκανα οργασμική.
Μόλις τελείωσε το γλέντι τους χάρισα τον πίνακα με τα όργανα του αδελφού μου που είχα πλάσει. Τον έκοψα στα δυο. Δίκαιη κρίση και σολομωνική. Αφού δεν μπορούσαν να θαυμάσουν τον κριθέντα απ’ τον Μίνωα και Ραδάμανθυ αδελφό, τους χάρισα τον αναδημιουργημένο άλλον μου εαυτό από έναν χιτώνα απεργό.
Ξέρω ότι θ’ αναρωτηθείς γιατί κατακρεούργησα τον διπλότυπό μου αδελφό.
Θέτω σε αργία ό,τι μου ταιριάζει. Ό,τι θαυμάζω το σκοτώνω, για να μην με ξεπεράσει. Θέλω να ’μαι στο είδος μου μοναδικός! Σφαιρικός.,..
Όταν το άρμα του Φαέθοντος έξω απ’των Λάνκαστερ μου τον θυρεό εμφανισθεί στο νιπτήρα προς επιδιόρθωση, την οποιανδήποτε αλλαγή παρατηρώ, αφού είμαι μια μερσέντες ποικίλων κανόνων που τις δυνάμεις μου εξαντλώ.
Την Κογχυλογεννημένη σε αντίτυπα τεκνοποιώ. Πάνω απ’ τα χείλη ενυδατική, για να κόψω τον βήχα του καπνιστή...Κάτω και δίπλα απ’ τα μάτια αντιρυτιδική, ώστε το πόδι της χηνός να κατασβεσθεί. Τέλος στα μάγουλα, για να προγράψω τα σημεία των γελωτοποιών...
Κάνω γυμναστική ενόργανη και οργανική, ώστε να υπηρετώ της Ήρας τον υϊό.
Με ζαρώματα του Αχαιμένη θα λουσθώ και ενδύματα σε συνδυασμούς χρωμάτων θα φορώ, για να ’μαι ένας ανεικονικός καμβάς ζων... Πάντοτε ήμουν με το περιβραχιόνιο των εικονοκλαστών...
Οι εικόνες εκφράζουν κάτι το στατικό. Αντιθέτως εγώ είμαι μια ιδέα-πλανήτης στον ίσκιο των αξιών. Δεν αντιφάσκω.
Η ζωγραφική είναι τέχνη εικονιστική. Τα λογότυπά της παίρνω και με τους ρόλους που υποδύομαι τα νοηματοδοτώ.
Η στάση μου στην τέχνη είναι η κινητήριος μηχανική.
Έχω ημερήσιους στο έτος φίλους και αμύθητα πλούτη. Απλώς στο χέρι μου ένα πρόβλημα ως κειμήλιο κρατώ: κανένα δεν κυοφορώ.
Γι ’αυτό στους άλλους την μέθοδο των τριών τεκνοποιώ, για να αισθανθώ πως κάνω κάτι το δημιουργικό.
Βλέπεις η έλλειψη των αξιών...Μπορώ να τίκτω ό,τι θέλω και ό,τι δεν θέλω να γεννώ. Ένας ακάθαρτος αλητήριος είμαι εγώ που δεν μπορώ να τιμωρηθώ από κανέναν νόμο ανθρώπινο ή θεϊκό. Δίνω την χολή και παίρνω των άλλων την ζωή... Είμαι ένα πρόσωπο κοσμοϊστορικό και όπως οι σύνοδοι της Εκκλησίας οικουμενικό. Η χώρα που με φιλοδωρεί για εμένα είναι πολύ μυωπική. Αποκτώ το οτιδήποτε με οιονδήποτε κόστος φυσικό. Σε οποιοδήποτε σημείο της γης θα περιηγηθώ, αρκεί να το επιθυμώ, ώστε δίχως αναχώματα στην Αππία μου οδό να συναντώ.
Είμαι ο επίγειός σας θεός. Δίχως την προαπαιτούμενη αυτογνωσία να διαθέτετε είμαι ο μόσχος σας ο λατρευτός.
Λουί είμαι στο σχολείο σου ο τρόφιμος ο εσωτερικός. Κάποιες όμως στιγμές, όπως οι σπίθες απ’ την τριβή της τσακμακόπετρας στα εντόσθιά σου ακροβατώ.
Ο αδιόρατος άνθρωπος που μαρτύρια διαπράττει...Και ύστερα ξαναγίνεται ορατός στα μάτια των πολλών...Φαντάζει όμως πάντοτε αγνός...
Όπως εσύ και εγώ....
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 198
Louis Martineux προς Damien Adaleux
1-5-2000, Παρίσι
Αγαπητέ Νταμιέν,
Η Λουσύ όλη την ανδροπαρέα είχε στο σπίτι της καλέσει, για να δούμε προσθετικές σκηνές στην τηλεόραση απ’ το «Βαθύ Λαρύγγι».
Εγώ, ο Αντουάν, ο Ζωρζ, ο Ζαν, ο Φερνάντ, ο Ανρί, ο Ρομπέρ, ο Ζακ, ο Λορέν, ο Ντομινίκ, ο Φρανσουά, ο Κορνέλιους απ’ την Ολλανδία, ο Ιβάν απ’ την Σερβία και ο Χακίμ απ’ το Κόσσοβο.
Η Ευρώπη των Δεκαπέντε στα πόδια της την αγελάδα της αποζητούσε ν’ αρμέξει.
Της Αγριππίνας η μετενσάρκωση μ’ ένα διάφανο νυκτικό. Το κορμί της ενώπιον της τηλεόρασης κουλούριασε οκλαδόν και ημιλιπόθυμο ζητούσε έναν Ασκληπιό.
Το αριστερό αυτί της ο Αντουάν φιλούσε και εγώ του δεξιού υπήρξα εργοδηγός. Οι γλώσσες του Ζαν και του Ζωρζ στο στόμα της αβγά ερπετοειδή σ’ ένα ψωμί πασχαλινό. Στην παράταξη του αναρχικού και ακροδεξιού της γυναικείου λόφου ο Ανρί και ο Φερνάντ ήταν διαπρεπείς. Ο Λουί απ’ της Δωδώνης το μαντείο αιτούσε τον χρησμό. Τα δάκτυλα του δεξιού της χεριού σαν τα πλήκτρα πιάνου ο Ζακ έπαιζε με την γλώσσα. Ο Λορέν του αριστερού της τα φλόγιζε σαν φυσαρμόνικα. Ο Ντομινίκ ασχολήθηκε με τ’ αλεξάνδρεια χείλη του Υπουργείου Εξωτερικών. Ο Φρανσουά μ’ αυτά του Υπουργείου Εσωτερικών και με την προβοσκίδα των μισητών βροχών. Ο Κορνέλιους έψαχνε την Αχίλλειό της πτέρνα να βομβαρδίσει που δεν έβγαινε απ’ την χελώνη με διόραση τον κίνδυνο και τον πυρπολισμό. Ο Χακίμ τα δάκτυλα του μενσεβίκικού της ποδιού έγλειφε σα ’να έτρωγε άρτο δίχως παντεσπάνι. Ο Ιβάν έδινε φιλιά στο δεξιό της, αφού δεν ήξερε τι ποιεί το αριστερό της, όπως όταν ένας κρατούμενος-αιχμάλωτος στην Χάγη προς την αρραβωνιαστικιά του πίσω απ’ τα κάγκελα της φυλακής κάνει.
Αναστεναγμοί μετάνοιας διαπερνούσαν τ’αυτιά μας, όπως στους θανατοποινίτες οι απόηχοι της ηλεκτρικής κιθάρας. Αυτός ήταν η Υλίκη των δικών μας στεναγμών και η κυρά-Βασιλική πνιγόταν απ’ τα πούπουλά μας, γιατί απ’ του Αλή-Πασά προτιμούσε την συντροφιά μας.
Τα προερχόμενα απ’ την Σκανδιναβία αποδημητικά πουλιά μας προσγειώθηκαν σε θερμότερη περιοχή, όχι για να την παγώσουμε με τα χιόνια που ’χαμε στα πτερύγιά μας αλλά για να συσφίγγουμε το σθένος στ’ άχραντα ύδατά της, ώστε την πτήση ως την Τανγκανίκα να συνεχίσουμε και όσοι απ’ την τα'υ'λανδική γρίπη δεν είχαμε νοσήσει να εκδημήσουμε.
Κάθε φορά που ένα πτηνό εισέβαλλε στης λίμνης της τους ένυγρους κυματισμούς, τον προσφωνούσε κλητικώς με τ’ όνομά του. Νήσσες, κύκνοι, ορτύκια...
Ζωολογίας παρελάσεις. Δίχως να βρέχονται τ’ άλλα απλώς γεύονταν τα ιαματικά ύδατά της. Της έριχναν γάλα, μέλι, ζαχαρωτά, δίχως όμως να επιδίδονται σ’ αυτό που επιθυμούσαν αν και προσφερόταν μπροστά τους.
Του Τάνταλου σωσίες ή μιμητές; Στο κορμί της έρρεαν ημιτελούς ζωής εμετοί. Αυτά τα παιδιά θα έβρισκαν τον πατέρα τους μόνον μ’ εξωσωματική.
Οι γλώσσες μας πινέλα είχαν γίνει ώστε με τα διαλυόμενα φρούτα ένα αντίτυπο «Κοιμωμένης Αφροδίτης» να δημιουργηθεί. Στο πρώτο επίπεδο οι δώδεκα Γάλλοι και εκείνη. Στο δεύτερο η Τριάδα η Ανίερη των μεταναστών και η αρμόζουσα Ποινή.
Ο Κοσοβάρος αν και δεκαέξι ετών χειροπόδαρα κουνέλι δετό στων λοφίσκων του τον κευθμό δεχόταν το στίνγκερ του Ολλανδού και το καλάζνικωφ του Σέρβου εναλλακτικώς.
Αυτή η αλληλοπάθεια λίαν συντόμως έλαβε μια άλλη μορφή, αφού σε λίγο τον ρόλο του Κοσοβάρου αντάρτη έλαβε ο Σέρβος εθνικιστής.
Εγκλήματα στους εμφύλιους γίνονται πάντα και απ’ τις δύο πλευρές και μπορεί να τα διέπραττες εγώ ή εσύ αν είχαμε την επίπνευση την ατυχή να φοινικοποιηθούμε Σέρβοι ή Αλβανοί.
Το σώμα του Σέρβου ένα δικαστήριο-κολαστήριο για τα θύματα πολέμου ηδονής. Έπρεπε κατά την γνώμη τους στην Πρίστινα ή στην Χάγη να δικασθεί.
Ένα δικαστήριο με υποτυπώδεις μομφές και αθώους ή ενόχους. Ο Ζυγός της Δικαιοσύνης προς των Βαλκανίων τον νότο είχε κλίση. Τα νώτα έστρεφε προς τον βόρειο ο δεύτερος μαινόμενος με τον Ολλανδό διαδοχικώς.
Το στομάχι του Σέρβου μια απόθεση ανυδατωμένων πυρομαχικών. Έπρεπε να πληρώσει, γιατί στον Κοσοβάρο είχε ασελγήσει, δίχως να διερευνηθεί του Ολλανδού η γνώμη.
Πάντοτε μου άρεσε ο Ντίρικ Μπουτς και οι Παναγίες του που ως τουλίπες διατηρούσαν τα φουσκωτά τους στήθη για το γάλα των μωρών στην αιώνια κίχλη.
Χορηγούσαν στον Σέρβο μέσω ένεσης βιταμίνη D για την ενίσχυση των οστών-φρουρών των εθνικιστών ηγετών(1992-1995). Ένα μωρό τεράστιο που έπρεπε να συρρικνωθεί, γιατί ένα άλλο την αυτονομία του με τις πλουτοπαραγωγικές του δυνάμεις διεκδικεί.
Ο Κοσοβάρος ως ιππάριο στον Σέρβο είχε ανεβεί. Τέσσερεις ρόδακες και δυο άχρωμα υαλουργήματα είχαν σχηματισθεί, ώστε η διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων των στασιαστών μ’ ένα τόξο να διασπασθεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο είχε συμβεί. Ο Ρισελιέ αιώνες είχε προηγηθεί.
Ο Ολλανδός με το πνεύμα του επαμφοτερίζοντος νεωτεριστή την αληθινή εξουσία επιτηρεί.
Το σουηδικό υαλούργημα πότε έσπαγε με τον στεγανογραφικό του αυλό και όταν έκρινε πως ήταν σε συντριβή συνέχιζε την πορεία του στον βοιωτικό, ώστε την αίσθηση κινδύνου που διέτρεχε με το πρώτο να ξαναγευθεί ή επειδή απ’ την πλήξη της ανθρώπινης επαφής είχε κορεσθεί και το διαφορετικό στο είδος τελικώς έπρεπε να προτιμηθεί, αφού στον τρόπο κάτι τέτοιο δεν ήταν σε θέση πανοραμική.
Της Αποκαθήλωσης το τρίπτυχο του Ρούμπενς μου θύμισε αυτή η σκηνή.
Ίδια γεύση σ’ άλλο σώμα εμπειρίας. Εξάλλου ο Γαδαρηνός Δαίμων σ’ όλα τα γουρούνια είχε μετενσαρκωθεί, αφού είχαν την ίδια προσωδιακή μετρική.
Όσο τα δώδεκά μας άστρα λικνίζονταν στο στόμα της κοπέλας σου στο πιο έκφρενο γλέντι, το γυαλί και τα αίματα του Κοσοβάρου έπεφταν στου Σέρβου την αποθήκη.
Περιττό να σου πω ότι το γράμμα που μου έδωσες με την Κινέζα και την Ρωσίδα της το απέστειλα σε ραβασάκι.
Φαίνεται ότι η Ρώσικη Επανάσταση την έκανε ν’ αναπνέει καθαρό οξυγόνο και αποφάσισε ως αντεκδίκηση των συγγραφών σου τα φιλαράκια σου ως τρόπαιο να υποδεχθεί.
Άφησέ την στο διάστημα ως Χάλε΄υ΄ όσο είναι εποχή! Είναι η κάλλιστη των νουθεσιών που από εμένα μπορεί να σου αποδοθεί!
Δεν είναι ότι από ζήλο ή περιέργεια αυτό που καθημερινώς έτρωγες ήθελα γεύμα να το κάνω...
Πως η φιλία μας αξίζει περισσότερα απ’ όλες αυτές τις λολίτες ήθελα να σου καταδείξω σε συγκέντρωση εκλογική!
Όχι σ’ αυτά τα παγόνια, μα στους φίλους σου είσαι υπόχρεως στην ενέργεια να ’σαι καταμετρητής και στον χρόνο! Καταρρακώνει το κύρος σου ως άνδρας!
Οι κοπέλες μας έχουν στο χέρι κομποσκοίνι. Οι «άλλες» είναι για την διαστροφή. Αυτή φαίνεται πως κάποια «άλλη» είναι.
Δεν είναι του επιπέδου σου να σέρνεις τα έλκηθρα του Αη-Βασίλη! Πρέπει να την χωρίσεις!
Δεν βλέπεις ότι την μουσούδα της στην αναδουλειά μας αναμειγνύει;
Θέλει να σε χωρίσει από εμάς.... Για πολύ ακόμη θ’ ανεχθείς
την φιλολογία σου την πτολεμα'ι'κή με την γλώσσα της ως σκούπα, για να μας αποσύρει από κοντά σου; Δεν βλέπεις ότι είναι μια φυσιογνωμία κοινή που την μαρκησία έχει υποδυθεί;
Είναι ο ινωματικός όγκος της Πηνελόπης.
Θυμάσαι που καπνίζαμε την πίπα του Αριστοφάνη και αντέδρασε λέγοντας σου: «Όνειδος τα λόγια σου... Χυδαιοφορία η μιλιά σου...»
Ορθώς της ανταπάντησες: «Ποτέ σου δεν κάπνισες μαζί μου την πίπα του Νικία! Προς τι αυτή η ενόχληση σου;»
Αποστόμωσες την τσούλα, αφού τρόπο συμβατικό δεν εφήυρες ώστε το στόμα της να σφραγισθεί!
Επειδή σε εκτιμούμε πολύ και από αλληλεγγύη λυκόπουλων αδελφική, είπαμε να πράξουμε αυτό που δεν δύνασαι εσύ...
Τρώει αυτός ο σηροτρόφος τα σωθικά σου... Μου ανήκεις και σου ανήκουμε για καιρό πολύ.
Χθες ξυλοκοπήσαμε οι δώδεκά μας εως θανάτου έναν γέρο-άστεγο στις όχθες του Σηκουάνα. Βρώμιζε με τον ύπνο του της πόλης μας την φήμη... Για τον τουρισμό συν τοις άλλοις ήταν επιβλαβής... Με το κότερό μου τον πετάξαμε στου ποταμού τον βυθό, ώστε πουθενά αυτό το σκουπίδι να μην φανεί...
Ένα ανόσιο έργο τέχνης από έναν αμφιβόλου ποιότητος σε χρεωκοπία αιώνων καλλιτέχνη...
Μία λύση είναι εφικτή. Ή την χωρίζεις ή στο ποτάμι της Στυγός να επιπλέει θα την βρεις. Ενδιάμεση επιλύση φαίνεται πως δεν είναι υπαρκτή.
Θυμήσου το ολοδιαδηματικό σου παρελθόν... Εκτός και αν προτιμάς να σου δώσουμε την σκυτάλη και ως Οθέλλος στα χέρια της βρεφοκρατούσας να παραδοθεί.
Η απόφαση ολόδική σου μα ταχέως την απάντηση σου απαιτούμε…
Εις το επανιδείν,
Lοuis Martineux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 200
Lucy Sanguin προς Claire Beaumont
5-5-2000, Παρίσι
Αγαπητή Κλέρ,
Είμαι στο Φαράγγι της Σαμαριάς πια κρεμαστή. Ο Νταμιέν όλες τις γητεύει, μα σ’ εμένα πάντα επιστρέφει.
Στον μέσο όρο της νυκτός μια επιστολή συνέτασσα προς τον φίλο μου τον Σιμόν στο γραφείο του δωματίου το έργο μου αγρυπνίας επιτελάρχης.
Απ’ το παράθυρο προσεταιρίσθηκα έναν απόκοσμο τριγμό. Τα κλαδιά της ροδιάς νόμιζα ότι ήταν το ένα επί ένα που με το μπαλκόνι μου στον κήπο ήταν απελάτης.
Ο Μαΐστρος έπνεε στην ολονυκτία μου το μαίνος και απ’ την ανέμη του παραθυριού μου του οξυγόνου του γινόταν η κλοπή.
Ήταν ο Νταμιέν σαν την τσίτα στο μπαλκόνι μου σε ανάστατη μορφή.
Στην ζώνη του παντελονιού του της Ίσιδος και του Οσίριδος οι μορφές, ολόγλυφες και με ιερογλυφικά περιβλητές.
Είχε για τον τάφο του Τουταγχαμών μια ελκτική και την ελληνιστική της χώρας των Φαραώ. Δεν θα μου περνούσε όμως ποτέ απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσε άλλες θεότητες να λατρεύει εκτός απ’ το δικό του «εγώ».
Το ακρυλλικό του υποκάμισο με το σώμα του σε περιστροφική εφαρμογή υπέφωσκαν ακόμη και τα σφάλματα του τα πιο προφανή.
Η μύτη του μ’ ένα ενώτιο από σεληνίτη και οπάλι είχε διατρυπηθεί. Του λίθου του κακού η διαιτητική... Ως Ολυμπιονίκης άλτης μου ’χε πει ότι τους φράκτες είχε προσπεράσει και πως τα σκυλιά είχαν κοιμηθεί απ’ τα βαρβιτουρικά σαν τον Βόρειο Στέφανο της θαλάσσης... Τέλος στο δρύινο δίκτυο ακολουθώντας τον κισσό έφθασε στου μπαλκονιού μου το τζάμι μου ως υαλοθραύστης.
Ως Άλκηστη όλον αυτόν τον καιρό του έγραφα μια νουβέλα, για μια μετανάστρια απ’ το εξωτερικό. Πιο συγκεκριμένα; Απ’ την Ρωσία. Έτσι έκανα σχόλια και μια σπουδή κοινωνιολογίας.
Όταν του την ανέγνωσα ο Νταμιέν με κοίταζε ως Εσκιμώος εν απορία.
«Μ’ αυτά τα παραμύθια για μικρά παιδιά για πολύ καιρό θ’ ασχοληθείς; Έναν Ροίτο ν’ αφορούν δεν μπορεί!»
Το μέγεθος ενός Ηριδανού μεγαλώνει ολοένα σαν πέφτει στην γειτονιά μας. Εξακολουθεί να φαίνεται σωματιδιακό όταν κατακάθεται ως σκόνη μακριά μας.
Τα μάτια του είχαν τον σελιδοποιημένο αφρό της θαλάσσης πια χάσει. Έβλεπα μόνον σ’ εμένα να επαλοίφει την άσφαλτό του που ήταν σε σχάση.
Νομίζω ότι χρησιμοποιούσα περιοδικώς τις μοίρες των αεροπορικών βομβαρδιστικών, για να τον κάνω να αισθανθεί το "είναι" του μηδενός. Δεν ξέρω το "γιατί". Ίσως γιατί ήθελα να τρωθεί η πτερούγα του η κραταιή και όπως η διάσημη Ελληνίδα αοιδός η στάχτη του να διασκορπισθεί στο πέλαγος το ελληνικό.
Ήμασταν η ράμπα ενός αγνώστου πρωταθλητή που μπορούσε πολύ εύκολα ν’ αποκλίνει εκ των αριστερών όπως εγώ ή εκ των δεξιών όπως αυτός. Ποτέ δεν είχαμε συναντηθεί επικεντρικώς.
Δεν ήμουν η Σκύλλα μα η Χάρυβδη μου είπε ως θρόισμα στο αυτί και μ’ εξώθησε βιαίως στο κρεβάτι, όπως ένας αστυνομικός τον διαρρήκτη στο κελί. Τα χείλη του σα ’να τα συγκρατούσε από μέγιστη καταστροφή.
Την ζαρτιέρα μου την έκανε περικεφαλαία και τα χέρια μου σφιχτόδεσε, για να μην αντισταθώ στης εξόρυξής μου την χωματερή. Ένα λάκτισμα του ’δωσα στ’ αχαμνά ως γνήσια Αρτεμισία και σαν τον λύκο ούρλιαζε επί ώρα. Της απόλαυσης οι τρόποι οι αντιγεννητικοί για όλους πλην αυτού του φαιδρού απολειφαδιού ανδρός είχαν ακμή. Ποτέ δεν θα τον άφηνα στους εταίρους και τους διδάσκαλούς του να καυχηθεί για την πρωτοπορία στην οποία θα ’θελε να συνταιριασθεί. Στην κοινωνία είχα ένα κύρος που δεν θα μπορούσε με τίποτε να διασαλευθεί. Έπρεπε η τρωθείσα μου τιμή δια του γάμου ν’ αποκατασταθεί. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν ήττα οδυνηρή.
«Ένα παιδί θέλω απ’ την καρδιά σου να επιγεννηθεί…» λαβακοκκινισμένος μου ’χε πει. . «Δυστυχώς αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Η μητρόπολη απ’ τηναποστασία σου αιμορραγεί…»
Ήταν ο Χο Τσι Μινχ και εγώ της Ινδοκίνας του η οιμωγή.
Είναι περίεργο να μην τεκνοποιείς, όταν αιμορραγείς. Τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν θα σου διακομίσουν το μήνυμά τους. Πεθαίνουν όχι μόνον στην φαντασία σου αλλά και στον κάλυκά σου.
Ένα μικρό έγκλημα διαπράττεις κάθε νουμηνία: «Να κάνεις ένα παιδί πρέπει όταν είσαι σε κυοφορία». Του σώματός σου η δεκάδελτος...
Το προφέρει το δίποδό σου, η κοινωνία, η ψυχή... Μα η Ιέρεια του Βολτέρου σου διαμηνύει της προσωπικής αντωνυμίας σου να γίνεις Φόνισσα στον πρώτο ενικό σου και σε πτώση ονομαστική...
«Χωρίζουμε οριστικώς σήμερα!» μου ’πε με του Δία τον κεραυνό και έκανε πως φεύγει, ενώ το παντελόνι του άρχισε με δευτερόλεπτες κινήσεις να κλειδώνει.
«Θα πω τ’ Άπαντα στον εγκέφαλο του πατρός σου!» του ’πα σε τόνο εκβιαστικό.
«Αν το κάνεις αυτό, στον δικό σου ό,τι έγινε θα πω και εγώ Πορφυρίων ο εξάδελφός σου ο πρώτος στην ηλικία εμπράκτως των εννέα ετών. Δεν ήσουν μήτε εσύ η Σεχμέτ για να τον αποφύγεις, μήτε έναν Κου σαν και εμένα δεν είχες προλάβει να διαστρωματογραφήσεις!» Αυτή ήταν στης πτώσης το γάντι η ανταπόκρισή του.
Ως Εστιάδα στα πόδια του γονυκλινής τον εκλιπάρησα, τούτο να μην συντελεσθεί. Αν το μάθαινε ο άλλος περίπατο θα πήγαινε στον Άδη και ο πατέρας μου θα κατέληγε εις τον Πάγο του Άρη.
Θα ’χανα το κηρύκειο και τα σανδάλια του Ερμή, τα λούσα μου και τα υπάρχοντά μου. Δεν θ’ άντεχα αυτό τον κοινωνιολογικό διασυρμό.
Ανακουφισμένος απ’ την ανεπούλωτή μου ουλή διεμήνυσε σε ύφος Κάσσανδρου: «Θα χωρίσουμε. Μόνον οίκτο είσαι ικανή να μου προξενείς! Μην δακρύζεις… Είσαι όπως το χαρτί που γράφεις˙ φθηνή … Αν συνεχίσεις η αδελφότητά μου θα σε περιποιηθεί… Μ’ εκνευρίζεις…»
Στο κορμί μου σαν λάμες εκτός κουτιού έπεσαν του τέλους τα λόγια και όχι να διαπερνούν σε άλλες γωνίες του μανδραγόρα τα κόλπα.
Τηλεφώνησα στον Ώτο και όχι στον Εφιάλτη που βίωνα εκείνη την στιγμή-έναν απ’ τους δύο φύλακες της Εξωτερικής Πύλης-να μεταφέρει τον Νταμιέν τον παρεκάλεσα με το αυτοκίνητο του πατρός μου, σαν πακέτο σε γενέθλια με κορδέλα γαλαξία.
Δεν θέλω να με σέβονται οι εχθροί μου˙ μόνον να με φοβούνται. Πρέπει να μάθω ποιος υποκίνησε τον Νταμιέν να με χωρίσει, ώστε καταλλήλως το ευτελές ίσως αλλά ξιφία νύχι μου τον φροντίσει.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 201
Damien Adaleux προς
Lucy Sanguin
6-5-2000, Παρίσι
Αγαπητή Λουσύ,
Έπρεπε κέλευθους τεθλασμένους από εμάς να έχουν διασχισθεί. Θα μεταστοιχείωνα σε λωρίδες ζάχαρης στον ύπνο την καρδιά σου αν αυτό δεν είχε συμβεί.
Να ελέγξω ό,τι νιώθω δεν μπορώ. Μην ρωτήσεις το "γιατί". Στης καρδιάς μου τον μυχό έχει ενταφιασθεί. Η επεξήγηση που δίνουμε στα γεγονότα δεν έχει πια καμία πεμπτουσία, ώστε απ’ τα φαινόμενα να έχουν διακριθεί. Οι αποκρίσεις μας σ’ αυτές απ’ ό,τι τις θεωρούμε έχουν απλοποιηθεί.
Αυτός ο κύκλος έσβησε. Ένας άλλος λαχνός τώρα θα εγερθεί, για να εκκινήσει άλλος. Το στόμιο στην καρδιά του δεν μας χωράει άλλο. Οι καρδιές μας είναι οι άμβωνες των αρχέγονων Θεών που ο κόσμος τούτος σιγά- σιγά απ’ αυτές θα εγκαταληφθεί.
Είμαστε οι εκβολές του εαυτού μας όταν δεν τον έχουμε παραδεχθεί.
Θέλω να ’μαι όπως η Φύση διχαλωτός.Δίκλωνα δεν είναι τα «γιατί». Δεν τα προτιμώ. Είναι οι ατραποί που ακολουθούν οι Ασκητές πριν εκπνεύσει ο άγων και πολλοί λιποψυχούν εξ’ αυτών. Ολίγοι μπόρεσαν τις ακτίνες του γρασιδένιου ήλιου να δούνε και όπως η Σεμέλη να μην τυφλωθούν. Δίχως ν’ απαριθμώ τις λεπτομέρειες σ’ αυτές εις την Κορνουάλη αρκούμαι...
Μόνοι μας ποτέ δεν θα γεννηθούμε. Έναν θώρακα θαλπωρής των εννέα μηνών σ’ όλη μας την ζωή επιζητούμε.
Υποκατάστατο αυτής της Ήρας στην Ιταλία ο ναός, η αδελφή του Αλέξανδρου ή ο Βελλερεφόντης στην αγκαλιά σου...
Στις πομφόλυγες της ζωής η θέση σου έσπασε σε μια βελόνη και καταδύθηκε άυλη μαζί της εις το κενό.
Ό, τι είχαμε μας προσπέρασε παρά την θέλησή μας...
Ποτέ δεν προδίδουμε όποιον μας προδίδει...
Δεν έχω να σου δώσω πιο επισφαλή απ’ αυτήν την συμβουλή.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 230
Lucy Sanguin προς Claire Beaumont
10-10-2000, Παρίσι
Αγαπητή Κλέρ,
Κατάφερα τον υποψήφιό μου θύτη ν’ ανιχνεύσω στων Πολιτικών Επιστημών την σχολή. Πρέπει όμως να φανώ στις διαθέσεις του γομολάστιχα προσαρμοστική που έχει την δάδα να γνωρίσει των Γραμμάτων έναν Σπουδαστή. Είναι ο φρύνος-κουκουβάγια που το σωστό γοβάκι από εκείνον θα προσφερθεί και πρίγκιπας θα γίνει στην άμαξα με τις κολοκύθες, αν το εύτακτο φιλί του επιδοθεί.
Ως Αλκαμένης θα πρέπει ν’ αποδώσω την πρέπουσα μορφή στην παριανή μαρμάρινη γλαύκα με την πεντελική. Η εργασία του Χαλεπά είναι διαδικασία ενεργητική.
Ο Φειδίας είναι ο προπομπός και το γλυπτό σε κάθε λογής μεταμορφώσεις και διορθώσεις ο ευάλωτος Θεός.
Ως μέλισσα θα του στραγγίξω όλη του την γύρη μέχρι να μαραθεί.
Μια ακατάπαυστη εργασία, όπως η κόμπρα απ’ τον φακίρη της καθηλωτική.
Είμαι επιδέξια τοξοβόλος ως πάντα.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 240
Lucy Sanguin προς Guillaume Papon
25-10-2000, Παρίσι
Αγαπητέ Γκιγιώμ,
Είμαι στου κρημνού τα χείλη... Ποιος για να τα διώξει θα μου τα τραγουδεί;
Ο πατήρ μου τον Νταμιέν παναίολο αρνιέται να δει. Το χριστόγραμμα από εμένα έχει αγνοηθεί.
Δεν μου γνώρισε ποτέ τους Γιρονδίνους του. Εγώ όλους τους Ξεβράκωτούς μου είχα συστήσει επιστολικώς σε χρόνο αναστροφικό...Ένας δίχως αιτία διαχωρισμός... Οι μέτοχοί του θεωρούν ότι η κεραία μου με την τηλεόρασή τους δεν έχει συγκολληθεί.
Πρέπει ένα αστράκι να ’μουν στο μεσοδιάστημά τους. Ίσως δεν τους άρεσε που τον Νταμιέν ήλεγχα, όπως ένας Μποντιντάρμα βαθμολογών τον μαθητή του, όχι με γρανίτη ποινές ή αποβολές αλλά με υπόδειξη του τι θα έπραττε ο ίδιος. Αντ' αυτού ο Νταμιέν μ’ εξέβαλλε απ’ της ζωής του την περιστροφή, γιατί πάντα τ’ ανέκδοτα ψηφοφορεί του απείθαρχού του συμμαθητή. Δεν μου ήταν δεξιά. Πάντοτε πίστευα ότι τ’ ανέκδοτα σε βάρος των Μηλίων αποστέλλονται απ’ τον Κλέωνα ανεπίδοτα. Ένα αστείο από επαγγελματίες γελωτοποιούς στην άσφαλτο φιλοτεχνημένο.
Σε ύφος ανυπόκριτο μου ’πε: «Χωρίζουμε. Δεν ξέρω τις ευθύνες μου ν’ αναλαμβάνω.»
Έτσι κατάντησα μια κοπέλα αναιμίας, ανορεξική αισθηματίας. Του Άτλαντος ο βράχος που όλοι μ’ έκπληξη τον κοίταζαν μα απέφευγαν να υπομείνουν τούτο το άχθος. Ίσως γιατί ο ουρανός κρύβει στο μανίκι του εκπλήξεις. Ίσως γιατί επήλθε απ’ αυτόν το τέλος των δεινοσαύρων. Ίσως γιατί ο ουρανός δεν μας ακουμπάει, μέχρι να νιώσουμε πως θα πρέπει να προσπελάσει την ανάγκη.
Αντηρίδες στον ουρανό δίχως πάντα αυτό να γίνεται συνειδητό.
Είμαι στην άκρη ενός τραπεζιού πορσελάνη Βοημίας σε δύο τέρματα ανδρών ˙ ποδόσφαιρο να παίζουν, αδιαφορώντας αν θα καταπέσει. Αυτό το εσθλό σπυρί πρέπει πια να'ναι σε παράθλαση.
Ίσως η Διογενής φύση μου δεν τους είναι συμπαθής που σπέρματα στω˙ι˙κισμού εμφιλοχωρεί, ώστε στο έπακρο του ιουδαϊσμού να μην προσχωρηθεί. Αν οι νευρώνες του ημισφαιρίου μου του αριστερού νεκρώσουν αυτό μετά τρυφηλότητας μπορεί να συμβεί.
Απλώς εγώ τους προσφέρω αυτό που τρέμουν περισσότερο: μία γυνή που την αίγλη τους η καρδιά της δεν θα ’ναι όπως ο ιχθύς σπαρταριστή.
Οι φίλοι του φαλκίδευσαν τα καθήκοντά του. Κατάσχεση της κινητής ή ακίνητης περιουσίας έκαναν, για ένα εξοφλημένο δάνειο που ’χα απ’ την Τράπεζα τους παραλάβει. Κάθε μήνα απαιτούσαν τόκο προοδευτικό. Θα εξαγορασθεί πολύ ακριβά τούτο το γέλιο το φαιδρό.
Οι κλεψύδρες του κρυονικού μου πιάτου αντιστρόφως και ενάντιες καταμετρούν, όπως σ’ ένα κτήριο-μαμούθ μια ωρολογιακή βόμβα καλώς που κανείς δεν ξέρει πότε θα εκραγεί ή που ’χε τοποθετηθεί.
Ένα ημίμετρο δίχως αξία αν δρομάδες οι εργαζόμενοι απ’ τον ουρανοξύστη γίνουν ένα λεπτό πριν απ’ την έκρηξη και μ’ ένα τηλεφώνημα ειδοποιηθούν.
Ανυπόγραφες κινήσεις εργασίας. Γκιγιώμ μπορείς η σκανδάλη να κάνει επικάμψεις, αν αγοράσω ένα όπλο απ’ το μέσον ώστε να με βγάλεις;
Αδιαφορώ να ζω. Ούτε καν να ’μαι πρόσωπο υπαρκτό. Δε νομίζω ότι αξίζει τον κόπο, αυτούς του αλήτες να αιχμαλωτώ. Όχι, ότι δεν το μπορώ. Δεν θ’ αλλάξει ο ζόφος του κόσμου με μια κουκίδα- ήττα των κατεστημένων νοοτροπιών.
Εγώ και ο Χασάν, ένας φίλος μου Μαροκινός την εκτέλεση των γονιών μου σχεδιάζαμε όταν βρισκόμασταν κάθε φορά στον ασπασμό.«Εις θάνατον το ζεύγος Τσαουσέσκου, επικυρίαρχοι τύραννοι της ζωής μου!» αναφωνούσα και με το χέρι ως δόρυ την φωτογραφία τους, όπως του Σαμαέλ την Λιθοβολούσα Στήλη.
Στα συμπόσιά τους έπρεπε σ’ όλους τους στρατηγούς να παίζω πιάνο, για να διανοίγουν τα πτερόεντα αισθήματά τους, όπως μία παρείσακτη ιππόμυγα εφελκυόμενη απ’ το φως(αν και βιώνει το σκοτάδι απροσκάλεστη και επικάθεται σε όποιο έδεσμα επιθυμεί). Οι οίστροι αυτοί ευτυχώς έχουν διάρκεια ζωής περιοριστική.
Ο Νταμιέν μου ζητούσε επιμόνως να του βιδώνω με τα νύχια τον λαιμό. Τα δόντια μου όσο τα νύχια μου δεν είναι τόσο τροχισμένα. Εξάλλου αυτό το αντίδωρο αιτεί, ώστε το αίμα του-προνόμιο των γυναικών- ν’ αποχωρεί.
Έπαιζα την Σαϊτεύτρα όταν ήμουν μικρή και ο εξάδελφός μου τον Ακταίωνα σαν είχα προσβληθεί. Ένας μύθος που τις λεπτομέρειές του που και που παραποιεί…
Δεν ήμουν της Λητούς η θυγατήρ. Απλώς σ’ ένα παιχνίδι Μάρλοου που από άλλους είχε προετοιμασθεί το πρόσωπό της είχα υποδεχθεί.
Ο Νταμιέν είναι ενήμερος και απ’ αυτόν είχα εκβιασθεί. Στην εφηβεία της μνήμης φιλοξένησε στο σπίτι μας το μίασμά μου ο πατήρ και σε βοήθεια έσπευσα του Φρόϋντ τον απομιμητή.Ποτέ στην κατανομή της τράπουλας δεν πρέπει ν’ αποκαλύπτεις τους άσους μπαστούνια στα χαρτιά σου.
Η παραμονή του δεν διήρκησε πολύ και είχε εξανεμισθεί το Δέος της Αποκάλυψης της Πιθανής.
Γκιγιώμ είσαι εκπληκτικός παραμυθάς. Ένα φιλί στο μάγουλο από εμένα θα σου ανεμισθεί, για τον χρυσό ελέφαντα που μου ’χει ως δώρο σταλθεί.
Ένα βέβαιο φυλακτό και γούρι...
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 270
Damien Adaleux προς Louis Martineux
12-1-2001, Παρίσι
Αγαπητέ Λουί,
Την κιτροκεντώ! Επισκεπτόμενη έναν ιατρό πιθανώς Ιπποκράτη και όχι Ασκληπιό απ’ τις σκάλες κατέπεσε που με την φαντασία της σαν τον Νίλς Χόλγκερσεν είχε αναπλάσει, ενώ για τα τέρατα που κατοικοεδρεύουν στον ουρανό είχε δεηθεί...Επί έναν μήνα και πιο ’κει θεωρούσα ότι και το δικό μου πρόσωπο ίσως είχε επάνω αγγιχθεί.
Το αναλόγιο των ευθυνών μου ως ανήρ έπρεπε ν’ αναληφθεί.
Είχα χωρίσει την ζώσα Λουσύ. Όχι τη νεκρή που του Ψυχοπομπού οι λειτουργίες ήταν με μικρές διακυμάνσεις μια οριζόντια γραμμή.
Έπρεπε με ρόδο την λύρα μου στον Άδη να κατέλθω και μ’ ένα φιλί στο μέτωπο να την ξαναφέρω στη γη.
Όχι μόνον η αναπνοή της μου ’ναι απεχθής αλλά και η ακούσια της εκπνοή.
Τα μάτια της άνοιξε σαν με αισθάνθηκε τα απ’ την αιθαλομίχλη αμπωτισμένα, βλέποντας όχι μόνον την πάχνη γύρω μα και εμένα.
Διευθυνόμενος απ’ το χέρι της ποντίκι απέληξα ως ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής.
Μερόνυχτα αργότερα στο δωμάτιο της οι δύο είχαμε τετραγωνισθεί.
Δεν υπήρχαν ρόμβοι ή τετραγωνισμοί...Μόνον καμπύλες και
υπερμεγέθεις τελείες.
Το χέρι μου κάθε της οξυγώνιο γενεσιουργούσε που με την ανάφλεξη σπόρων καλαμποκιού απ’ το λάδι της στην κατσαρόλα ζωντανή σπαρταρούσε.
Η Αφρική και η Ασία με την διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ τον 19Ο αιώνα έπαυσαν να ’ναι φιλενωτικές σε σάρκα μία.
Την ίδια ακριβώς ανανεωτική αίσθηση είχα στις απαρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, σαν διεχώρισα των δυο της ηπείρων τα μυστικά χιλιετιών που υπήρχαν στο υπέδαφος του πολιτισμού του Ζωροάστρη και των Φαραώ.
Πανεπόπτης ενός τεχνολογικού θαύματος της φύσης των Γάλλων και των Βρετανών αποικιοκράτης-συνεχιστής που με αθέμιτα μέσα απομυζούσα μια χώρα που ’χε καταληφθεί ανελεητί.
Οι όνυχές της στην πλάτη μου στης Γιούτα το αλφάβητό της προέβησαν την διαγραφή.
Δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες μου αυτή η ταυτόχρονη επίδειξη δύναμης και ένδειξη υπακοής.
Ένα τρυπάνι από αδάμαντα προσγειώθηκε ως αστραπή στην λεκάνη μου την ευρωπαϊκή. Συνέχισα την ερωτολογική μου εκσκαφή.
Αναρωτιόμουν αν έψαχνα λατόμους σε κάποιο ορυχείο της Νοτίου Αφρικής, ώστε οι διεργασίες μου να ’χουν στο Σουέζ αποπερατωθεί στο οποίο είχα τοπογραφική-ανασκαφική.
Δεν είναι άνθρακας ό,τι είναι πελιδνό...Στο αγεωμέτρητο, απροφύλακτο τρυπάνι μου ένιωθα τα ρουμπίνια της να κατρακυλούν στον ανήλικο τροχό απ’ το φεγγάρι μου. Μια υγρασία αναγκαία για των μηχανεργατών μου τα εργαλεία, αφού ο λίβας και ο πυρετόςγια την απόδοση και την ταχύτητα στην εργασία είναι μειωτικοί.
Για ένα προσχέδιο τόσο ριψοκίνδυνο ήταν ο κόλπος της Βεγγάλης μου ουτοπικός.
Επιζητούσα τα συμφέροντά μου σ’ αυτή την περιοχή να προωθώ αλλά και για να βασιλεύω με το να τα διαιρώ.
Μόνον έτσι τους αντιπάλους μου κατανικώ, αφού σελτζούκικη πρεσβεία ήυπερυψωμένος θρόνος δεν έχουν από εμένα διατεθεί, ώστε στους βάρβαρους φιλοξενούμενους να ’χω επιβληθεί. Πάντα είναι ένα μέσο εκφοβισμού η ιαχή….
Ο Νείλος τα χωράφια χρύσιζε της Αφρικής και ο Ευφράτης της Μέσης Ανατολής. Ο Μισσισιπής μου ήταν ένα είδος λιτανείας ώστε το δεύτερο φύλο μου σε υετοποιό να μετουσιωθεί.
Η Σαχάρα ήταν ο συνδετήρ-περιοχή που ’πρεπε να διασχισθεί, ώστε οι κίνδυνοι που μ’ απειλούσαν να ’χουν επεξεργασθεί και το εγχείρημα ν’ αντιστηριχθεί. Απέδειξαν το εύφορον των συλλογισμών μου οι σπασμοί.
Όταν όμως ως βαμπίρ πήγα στο δικό της αυτί, εκείνη αντιλάλησε απτόμενη τους ώμους μου με αισθησιακή φωνή: «Γκιγιώμ είσαι τόσο δεξιοτέχνης εραστής!»
Μπορεί να ’χα βαπτισθεί απ’ τους γονείς με ονόματα τόσα όσες οι γεντιανές της γης. Το όνομα Νταμιέν τυχαίως μου ’χε παραχωρηθεί. Η ονοματοθεσία είναι για τις υπάρξεις μια κατάσταση ανάγκης, όπως για τον ανθρώπινο οργανισμό το δέρμα ή τα σπλάχνα που διαθέτει.
Ο εγκέφαλος του ανθρώπου έχει την σύμφυτη τάση τα όντα σε κατηγορίες να ταξινομεί. «Αυτός είναι αλήτης». «Αυτός είναι αντεραστής».«Αυτός είναι δεξιοτέχνης εραστής».
Μόνον που στην εγκεκριμένη περίπτωση προς μεγάλη μου απορία δεν συνέπιπτε τ’ όνομά μου με την εν λόγω κατηγορία.
Ένιωθα όπως ένας ηθοποιός όταν δεν ακούει τ’ όνομα του-αν και υποψήφιος για το βραβείο Όσκαρ- αποπειρώμενος να συνειδητοποιήσει τι επακριβώς του ’χε συμβεί.
Ένιωσα όπως ένας στα φιόρδ κωπηλάτης Νορβηγός. Παντού περάσματα δίχως να ’ναι στον ορίζοντά μου ορατός ένας αναδεικνυόμενος προορισμός.
Οι ευρηματικές εργασίες μου στην Πυραμίδα της Γκίζας αναχαιτίσθηκαν αυτοστιγμεί με τ’ όνομα «Γκιγιώμ»
Εν τέλει η Φύση είναι του ανθρώπου ο Ίακχος εκτός αν την αφανίσει όλη και την προσανατολίζει στον περσικό του καραβάνι. Σταδιακώς μα προοδευτικώς ανεχώρησαν στο Κάιρο για τον δικό μας Πρέσβυ οι υφιστάμενοι.
Ντύθηκα ως βροντή, όπως ο Καζανόβα που φοβάται για την απωλεσθείσα τιμή του μεγάλου αδελφού την επαναγωγή.
Μέχρι με την σιτροέν μου απ’ την οικία της ν’ απομακρυνθώ, Γολγοθάς μου διεφάνη.
Τις ρίζες του νου μου τριγύριζε μια σκέψη: «Ποιος να ’ναι επιτέλους αυτός ο Γκιγιώμ;»
Επίσης πως αυτή την υπόθεση να χειρισθώ προς όφελος μου με τον καλλίτερο τρόπο τον δυνατό;
Όμως στις φλέβες μου κόχλαζε το αίμα, όπως σε ταχύτητας χύτρα κοτόπουλο ένα. Κάθε όριο επιτρεπτό στην οδήγησή μου είχα ξεπεράσει.
Μόλις έφθασα σπίτι τηλεφώνησα στον Λουί, ώστε με μερικούς κούκλους να προμηθευθεί και της οργής μου η βροντή σ’ όποιον βρω κατά πρόσωπο ν’ αποτιναχθεί.
Δεν άργησαν να εμφανισθούν αυτοί που για τις υπηρεσίες τους θα ήταν καλοπληρωτοί.
Ήταν απ’ την Ρωσία ο Σεργκέϊ, ο Μάρτιν απ’ την Γερμανία και ο Γιάνους απ’την Πολωνία.
Όσην ώρα τις κλωστές τους ξετύλιγαν όπως οι Τρεις Κυρίες στο τσάρλεστον, ενώ έπινα ως γνήσιος Βάκχος ένα ολόκληρο ουίσκι μπουκάλι, αναρωτιόμουν ποιος το λουρί μου θα τραβήξει, ποιος θα το ξεδιπλώσει και από ποιον στο τέλος θ’ αποκοπεί.
Έδωσα στον Γερμανό και τον Ρώσο από μια κενοταφίου φιάλη.
Τους διέταξα, αφού πιούν σ’ αυτές τις δύο έδρες και έχιδνες της γης τεμαχισμένες να εγκυμονούν. Υπάκουσαν ευτυχισμένα.
Την περίληψή τους στην πλάτη απ’ τον Πάπα ευλογητή, με τους υπόπυρους κρατήρες του Πολωνού διέταξα ν’ αδειάσουν. Ίσως να καλύψω τα χάσματα της γης ήθελα με τ’ αντίδοτα τους. Την λάβα δεν θέλησα ποτέ να την βλέπω ως θέαμα σε άλλους. Μόνον να τη νιώθω εις τα πούπουλά μου.
Ήθελα να κάνω ευδόκιμη την γη, αφού κάποιες φορές η αγρανάπαυση δεν επαρκεί. Χρειάζομαι πρόθυμα και ευσυνείδητα εργαλεία για την βελτίωση της ποιότητος παραγωγής.
Διέταξα και τους δύο με τα στόματά τους την πλάτη του να γλείψουν, ώστε ο διακεκαυμένος πίναξ να τιτλοφορηθεί: «Η αποικιακρατία του εικοστού αιώνα στην Ευρωπαία Γη.»
Με τις χειροπέδες προσκείμενες στο κομοδίνο μου έδεσαν τις χείρες του Πολωνού στ’ ακριτικά του κιονόμορφού του κρεβατιού.
Το πρώτο επίπεδο απουσίαζε παντελώς. Το διαχρονικό στο δεύτερο είχε μεταμορφωθεί σ’ επικαιρικό.
Τον μαστίγωναν δίχως θλίψη ο Ρώσος και ο Γερμανός και ο τρίτος Ρωμαίος στρατιώτης, των μαστιγίων ο καταδότης εγώ.
Στον θρόνο ο ουδέτερος δικαστής-Χριστός.
«Η Μαστίγωση του Χριστού.» του Πιέρο Ντε Λα Φραντσέσκα με είχε εντυπωσιάσει κάποτε ιδιεταίρως.
Αυτή όμως την φορά ο ζωγράφος Ιησούς προτίμησε στην θέση του εαυτού του να μετατοπίσει τον ιδεότυπό του Πολωνού. Για κάθε ωρολόγιου βομβό τους έδινα ως μίσθιο ένα ευρώ.
Θα διαμελίσουν την Πολωνία, ώστε να την μοιράσουν στα δυο. Ο Γερμανός κτυπούσε στο δυτικό τμήμα και ο Ρώσος το ανατολικό.
Μήπως όμως στο ανύπαρκτο πρώτο επίπεδο ο Μοντεφέλτρε ήμουν εγώ και οι δολοφόνοι μου η Λουσύ με τον Γκιγιώμ;
Ο Πολωνός τους έπτυε στα μούτρα όταν ήταν ανεκτό αυτό.
Ο προτεσταντισμός των Γερμανών και ο ορθόδοξος χριστιανισμός των Ρώσων ως ποιητικό αίτιο με τους αναπτήρες στις πληγές του, αφού υπέστη εγκαύσεις καθολικές …
Τα αίματα πελέκυζαν το κορμί του, όπως την Γερμανία και την Ρωσία οι λεμβούχοι ποταμοί.
Ο ουρανίσκος του απ’ τα δυο τους πούρα είχε πυρποληθεί που είχαν απ’ την διαφαινόμενη πορεία αντίστροφη.
Μια φιάλη απ’ το δικό μου χέρι έπρεπε στων νεκρών την περισυλλογή
απ’ την ναυμαχία των Αργινουσών να συγκεντρωθεί.
Το στόμιο έκλεισα μ’ ένα μήνυμα σε άγνωστο παραλήπτη που περιείχε το χαρτί, ώστε κάποιες ημέρες αργότερα η Μάγχη να χορηγηθεί.
Δεν μου αρκούσε που με την φρίκη του πολέμου ήλθε σε στενή επαφή το μπουκάλι. Ήθελα να γίνω πρωταγωνιστής και εγώ στης Πύδνας την μάχη.
Το πούρο μου άναψε, ώστε εγκαύματα τρίτου βαθμού να πάθει.Ήταν ζήτημα καιρού ή φυσικών προδιαγραφών να κατασβεσθούν αυτές οι τρεις εστίες πυρκαγιών.
Στις μεγάλου βεληνεκούς φωτιές οι χωρικοί προσεύχονται για τον όμβρο που δεν λέει να ’λθει. Το ίδιο και ο μικρός μας Πολωνός.
Τη γη του με το νερό των Θεοφανείων ραντίσαμε και αγιάσαμε, ώστε στους αγρούς ν’ απελευθερωθούν που πάλλονταν τ’ακάθαρτα πλάσματα.
Ιδιότυπο αρχετυπικό θρησκείας θα έλεγε κανείς, μα όσο η όρασή μου
τόσο ζωντανό!
Τρεις επίσκοποι ακόλαστοι εξορίσαμε τα τελώνιά του, ώστε σ’ όλο τους το μεγαλείο να τα θαυμάσουμε.
Ως ένας άλλος Ναπολέων απ’ τον υποκρινόμενο την Μαρία Βαλέφσκα μου είχα καταγοητευθεί.
Ήμουν τόσο διεκδικητικός, όσο και οι άλλες τοπικές υπερδυνάμεις αγωνιζόμενες στο Βερολίνο ποια πρώτη ή ταυτοχρόνως με τις άλλες θα φτάσει.
Μόλις μετανάστευσαν οι αμφορείς μου σκέψεις για τον Γκιγιώμ και άδειασαν τον χώρο, έπρεπε ένα σχέδιο να κατασκηνωθώ.
Ο Πολωνός θα γινόταν η κέρινη κούκλα του Γκιγιώμ. Μία αντιμετάθεση ρόλων...
Πάντα τα φυσικά υλικά απ’ τα τεχνητά για την τέχνη μου προτιμώνται.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 300
Lucy Sanguin προς Claire Beaumont
10-8-2001, Παρίσι
Αγαπητή Κλέρ,
Το Πάρθιον βέλος μου κατάφερε επιτέλους το μήλο να κάνει ψηφιδωτό πάνω απ’ του Νταμιέν το κεφάλι.
Εντός του σιγοβράζει. Δεν μου εξαρκεί. Στα φθονερά μάτια του Γκιγιώμ η πνευματοποίηση και το τέλος της παντοδυναμίας θα κατασιγασθεί.
Η πρόκληση συναισθημάτων είναι ο οργανομετρητής αποτελεσμάτων ο πιο επιτυχής.
Τις χρυσές λάρνακες της Βεργίνας έχω ενώπιον μου. Να μην εκμεταλλευθώ με την υπερέκθεσή τους την ανακάλυψή τους στου Ντ’ Ορσέ το κοινό; Δολάριο θα βρέξει πολύ...Τα ψέλλια θα παρουσιασθούν ως παγόδα χρυσή… Ο Γκιγιώμ ήταν το εξ' ουρανού μάννα...Ο Νταμιέν-Δανιήλ για τα λιοντάρια.
Οι άνδρες είναι όντα που αν την πτέρνα τους κατέχεις στα δάκτυλά σου θα μπορέσεις, όπως μια άρπα να τους παίξεις...Ο Αχιλλεύς ήταν ανήρ και η Θέτιδα η μήτηρ που ο άνδρας είχε γεννηθεί...
Οι γυναίκες των ανδρών τα μυστικά επίστανται καλλίτερα απ’ τον εαυτό τους.
Πάρης ή Μενέλαος; Δεν έχω αποφασίσει ακόμη...Η ετυμηγορία θα προσληφθεί λίγα δευτερόλεπτα πριν απ’ την επιβεβαίωση του νικητή.
Για να πω την αλήθεια τον Νταμιέν θα ’θελα για εραστή και τον Γκιγιώμ για σύζυγο-διανοητή...Των γυναικών η υπεροχή; Όταν είμεθα έγκυοι μόνον εμείς γνωρίζουμε ποιου είναι το παιδί...
Ο Γκιγιώμ το κορόιδο το ιδανικό, ώστε ν’ αναγεννήσω του Νταμιέν τον σβηστό πυρσό.
Ο Γκιγιώμ θα μου παρέχει ασφάλεια χρηματοπιστωτική και ο Νταμιέν συναισθηματική...
Δεν πρόκειται ουδέν Μπόινγκ των συμφερόντων μου να παραπλανηθεί ή στο τρίγωνο των Βερμούδων απ’ το πιλοτήριο να εξαερωθεί.
Νιώθω στην ψυχή μου έναν βόρβορο που ’χει πια σαν το ζυμάρι διογκωθεί.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 310
Lucy Sanguin προς Damien Adaleux
10-8-2001,Παρίσι
Αγαπητέ Νταμιέν,
Το πτυχίο σου στην γυναικολογία και την μαιευτική το έλαβες εν μια νυκτί. Είσαι αθλίων επιδόσεων άλτης. Αντιθέτως εκείνος είναι της βασίλισσάς του ο Φερσέν που συναρπάζει.
Είναι πτυχιούχος δεκατριών γλωσσών και απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών. Εσύ την ζωή σου πως την διάγεις;
Κάνει την διδακτορική του διατριβή για τις εμφύλιες βαλκανικές διαμάχες.Ο πατέρας του είναι Ουαλός.
Για το 1776 η μητρόπολη την εκδίκησή της λαμβάνει. Προσδοκώ ο Εικοστός Αιώνας την μνήμη σας να προγράψει.
Μου ’γραψε ότι είσαι αξιολύπητος διζυγωτικών νεογεννηθέντων γονιών υιός και πως έχει γίνει χλόη από κάθε λογής αφιόνι το δικό σου μαλλί. Μου ζήτησε να επανενωθούμε, γιατί με είχες ανάγκη. Του επέδειξα πολλά απ’ τα προσχέδια σου και υποστήριξε ότι είσαι ο καινός πολλά υποσχόμενος Ενσόρ. Σου ανέθεσε και μια σύνθεση ποιητική που στο γράμμα μου σου ’χει επισυναφθεί.[1]
Εγώ είμαι της καρδιάς του η χρυσή τομή και ως Όστια στην μήτρα της σπηλιάς μου θα εισαχθεί.
Στα μάτια του είναι στρωμένος ένας δρόμος με ασπαλάθους ως δορυφόρους ανωφερής. Στα δικά σου βλέπω με του Αγίου Ζήνωνος τις γιρλάντες τα κατωφερή.
Εκείνος είναι ο φιλόσοφος που δείχνει με το χέρι του τον ουρανό της Αθηναϊκής Σχολής και τα μαρμαροθετήματά της εσύ.
Εκείνος είναι ο Άγιος Γεώργιος και εσύ ο δράκοντας ο πτερωτόςπου ’χει εξιδανικευθεί. Εγώ η Ανδρομέδα με τις αλυσίδές σου στους βράχους έχει περιδεθεί…
Καταγόμενος απ’ του Βοώτη τον αστερισμό, εσύ του Οφιούχου και εγώ του μεγάλου Κυνός... Αστεριών στερεώματα αληθή.
Δεν ξέρω αν τον Ιούλιο Καίσαρα ή τον Μάρκο Αντώνιο πρέπει να εκλέξω. Νιώθω ότι ο νους του είναι ένας λαβύρινθος και του νήματος την άκρη πρέπει ν’ ανεύρω! Μα πως θα μπορέσω να εξέλθω αν εισέλθω;
Τα μάτια του βυζαντινού αετού έχει της θαλάσσης και εγώ η αυτοκράτειρα Ζωή αν το κεφάλι δεν καμφθεί. Απ’ την καρδιά του μια ουρά σκύμνου μου ’χει προσφερθεί. Τα στήθη του ο κήπος που ποτέ σου δεν θα ’χεις. Στου Ερμή του ενός καγκουρό το αίσθημα για τα περίεργα ονόματα που στα παιδιά του διαθέτει. Το σώμα του ένας τεστοστερόνης τροπικός. Όταν του δίνεις ένα πινάκιο εδεσμάτων στα χέρια του μεταφέρει όλη την οικουμένη. Είναι ένας επενδυτής ηθοποιός των άλλων που την Γαλλική Επανάσταση κατανοεί και στον ευρωπαϊκό χώρο τις δικές της επιδράσεις.
Αυτός θα ’ναι ο θριαμβευτής. Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 338
Damien Adaleux προς Juan Lamouz
5-10-2001, Παρίσι
Αγαπητέ Χουάν,
Θα ’ταν ανειλικρινές εκ μέρους μου να ισχυρισθώ ότι αυτή την περίοδο δεν είμαι μανιακός.
Απ’ την απόκρουση είναι προτιμητέος ο αιφνιδιασμός. Αποφάσισα να προσεγγίσω τον σύζυγο τον ιδανικό, ώστε στο Ακτιο τα πλοία του να βυθίσω μαζί μ’ αυτή του Νότου της Ανάσσης που θα πλευροκοπώ.
Εκείνη ο Νότος και εγώ ο Βορράς. Μου έλειπε η Δύση και η Ανατολή, ώστε να σχηματοποιηθεί ένας λατινικός ή ελληνικός σταυρός.
Στην Μασσαλία του νου του προσόρμισα μ’ ένα γράμμα. Χώρα συζυγίας;
Μα η οικία μου φυσικά...Της Παρισινής Ρώμης μου τ’ ανάκτορα...
Εξάλλου η έδρα των Παπών μετανάστευσε απ’ το Βατικανό για χρόνια αρκετά στης Γαλλίας την Αβινιόν.
Έχω το Αλάθητο και δεν προτίθεμαι σ’ άλλους να το διασκορπώ.
Έπρεπε ως Πάπας της να βρω ένα τρόπο να εξοντώσω τον παράνομο μου εχθρό, αφού στην Αγία μου Καθέδρα κάποια ημέρα ξανά θα πρέπει να ιερουργώ.
Πνευματοποιημένος…Δε διαφωνώ...Ταπεινής όμως καταγωγής και σειόμενης ηθικής...Γόνος οικογένειας εκπτωτικής...Μάλιστα όλα του τα χρήματα στου Λέοντα της Νέας Πόλης τον βωμό είχαν απωλεσθεί.
Τα δάκτυλά μου έγιναν χoρδές σε μία απολλώνια λύρα, όταν απετύπωνα τις νότες που ’χε ανάγκη στην παρτιτούρα …
Το συμβόλαιο που υπέγραφε με το αίμα της ψυχής του είχε έναν υποχρέωσης όρο στο αριθμημένο άφεσης χαρτί. Σ’ επιστολή θα έκανε σε ό,τι από εμένα είχε προσταγή.
Δεν του εδόθησαν τριάκοντα αργύρια...Ένα εκατομμύριο ευρώ ήταν μια αποδοτική αρχή...Ανέκαθεν πίστευα ότι οι άνθρωποι έχουν μια πανάγαθη τιμή...
Ο όγκος, το βάρος και η ποιότητα καθορίζουν τον δείκτη των παραγώγων της τιμής. Η μεταστοιχείωση επιφέρει στων δεδομένων την ραγδαία αλλαγή.
Εγώ ένας Πρεσβευτής της Αενάου Ροής...Ο Μέγας Διδάσκαλος της Συκοφαντίας και της Πλάνης...
Είναι νόθα ή πλαστά ομολογώ ακόμη και τα χειρόγραφά μου. Ο διαβήτης που τα διέπει είναι η αμφιβολία. Τότε μόνον μεταβάλλονται σε αυθεντία.
Ό,τι φαίνεται δεν υπάρχει, αλλά είναι. Ό,τι είναι, φαίνεται αλλά είναι αμφίβολο αν υπάρχει. Ό,τι υπάρχει δεν φαίνεται αλλά μπορεί να ’ναι.
Ό,τι του υπαγορευθεί θα γράψει και θα το πράξει.
Η Κλεοπάτρα μου δίχως να το θέλει απ’ τον τηλεβόα μου θα δαγκωθεί.
.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙ
Το χέρι μου ένα φίδι απειροστικού λογισμού.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 350
Lucy Sanguin προς Damien Adaleux
20-10-2001, Παρίσι
Αγαπητέ Νταμιέν,
Ο Γκιγιώμ σου ρίπτει το γάντι. Μου επεσήμανε ότι να σχηματίσεις ένα τετράγωνο μ’ εμένα, τον Λουί και τον Ζαν Πιέρ αδυνατείς στο σκάκι.
Όταν ο σταυρός από μπαμπουίνος μεταπηδήσει στο επίπεδο το ανθρώπινο, θα γίνει στα πέντε εφαπτόμενα σημεία του κύκλου το πέμπτο κατά συρροήν ζητούμενο. Ο Γκιγιώμ δίχως την στεφάνη σου ν’ αγγίζει ισχυρίζεται ότι ο Αίολος τα δυο πλατανόφυλλα που στέκεσαι τα πήρε στο κλαδί του. Το ένα λέει πως στο Γιβραλτάρ και το άλλο στην χώρα του Αιήτη λάμνει.
Είδε επίσης ότι εκταμίευσα τον απότοκό σου. Ο γνήσιος σου πατέρας μου έγραψε πως δεν έχει το επώνυμό σου. Εκτός των άλλων μου απέδωσε ως θέσφατο ότι στoυς προγόμφιούς σου lsd όπως η Πυθία διαπλάθεις. Μου ανέφερε ότι είσαι ένας όλο συστολές Βαν Γκόνγκ λες και σε γνωρίζει απ’ τον μέλλοντα τον εξακολουθητικό.
Πρέπει να ’ναι ένας αυτόχθων Κάλχας. Πώς μπορεί όλα αυτά να τα γνωρίζει, δίχως ο Σείριος του να ’χει πέσει στην περιφέρειά σου; Περιμένω την απόκριση σου.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΕΠΙΣΤΟΛΗ 360
LucySanguin προς Sophie Caron
26-10-2001, Παρίσι
Αγαπητή Σοφί,
Έγινα το άγαλμα της Μήλου. Μου ζήτησε τα χέρια μας να εμφυλιοποιηθούν ο Γκιγιώμ. Ο λόγος του είναι ένα φάντασμα καλιφορνιακό.Στο δωμάτιό μου είμαι η Τερέζα απ’ την Άβιλλα. Δεν πίνω. Δεν τρώω. Δεν ομιλώ. Μόνον την σινδόνη μου υγροποιώ. Δίχως επεξήγηση. Για ένα τίποτε θρηνωδώ. Ένας Τριστάνος την Ιζόλδη του να παραμελεί είναι δυνατόν και αν στο θάνατο την καταβαραθρώνει να ’χει ένα πρόσημο θετικό;
Δύο επάλληλες στρώσεις νικοτίνης κάτω απ’ τα μάτια μου και δίπλα τα πόδια μιας νήσσας.
Πως αυτή η νεότητα συμβαδίζει με την υποσπόνδια φθορά της; Κανείς πια δεν μου τηλεφωνεί. Ποιος είναι ο υπεύθυνος που δυστυχώ και τους φίλους μου απωθώ; Ποιος;
Τον Νταμιέν τώρα νοσταλγώ. Γι’ αυτό που ’μαι πραγματικά μόνον αυτός ξέρει να με ανταγαπάει…
Απ’ την ίδια πάστα είμαστε πλαστουργημένοι. Κερασάκια σε μια τούρτα και όλοι οι συνδαιτυμόνες κωνειασμένοι. Δεν μας ενδιαφέρει ν’ αποτεφρώνουμε τις ζωές των άλλων. Είναι μεταχειρισμένοι για να λαβώνουμε ο ένας τον άλλον.
Στην ουσία όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Δεν μπορείς να πυροβολήσεις την ζωή. Ούτε στον θάνατο να δώσεις αναπνοή.
Στο απυρόβλητο οι δυο μας. Πως μπορεί το συκώτι σου απ’ την γαστέρα σου να φιλοτιμηθεί; Όλοι εκτός απ’ τον εαυτό μας είχαν καταδοθεί…
Της Βαβυλώνας οι κήποι οι πυραμιδικοί! Ξέρεις ποια ήταν η πρότερη ενσάρκωση μας; Φαρισαίοι, Ιουδαίοι ειρηνοδίκες στου Θεού την σταύρωση ευθύνη ολόδική μας.
Στα 1330 ως ψύλλοι στα ποντίκια αναγεννηθήκαμε και με την βουβωνική και πνευμονική πανώλη τον μισό πληθυσμό της Ευρώπης αφανίσαμε.
Γκιλοτίνες σε μια άλλη ζωή για των κυανοαίματων κεφαλιών την διακοπή αλλά και της αφαίρεσης του λαού στην Γαλλία την επαναστατική.
Η ιδέα του Τύφου είμαστε και της Ανομίας…
Τα θαύματα είμαστε του Ιησού Χριστού! Τίποτε δεν θα ήταν κατορθωτό χωρίς Αυτόν!
Τη γη εύκαρπη μας έδωσε και τα προνόμια μας! Θα'λθει καλλίτερη απ’ την δύστηνη γενιά μας!
Πλάσματα δεν είμαστε όλοι του Θεού… Σας παρενοχλούν τα μανιτάρια μας;
Όταν κάνεις κακό στους άλλους Σοφί τον εαυτό σου ευεργετείς και προικοδοτείς.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 400
Damien Adaleux προς Louis Martineux
12-1-2002, Παρίσι
Αγαπητέ Λουί,
Η ενθρόνιση του ήλιου σήμανε της αυτοκρατορίας μου την ανατολή.
Ενέφθασε η Λουσύ όπως η σελήνη σε σκοτοδίνη. Την ανέμενα όπως ο λέων την αναίσθητη δορκάδα.
Στο μέτωπο την φίλησα όπως τους νεκρούς μαυσωλοποιούν οι ζωντανοί.
Στο μισοσκότεινο σαλόνι διαπέρασε η ηλεκτροπληξία των φιλιών μου των πυγολαμπίδων της το κορμί.
Ένα καινοζωϊκό φως σπίθιζε στη πόρτα απ’ το δωμάτιό μου την ως προς το ήμισυ ανοικτή.
Ένα κλουβί με δόλωμα του μυστηρίου τον αποκωδικοποιητή.
Στης σάλας το τραπέζι το κόκκινο αδιάβροχό της πανέτοιμη για την απροσδιόριστη ιεροτελεστία από εκείνην είχε στρωθεί.
Τα χέρια μου είχαν της νυκτός την υγρασία στου παντελονιού μου τις τσέπες ξενοδόχοι...
Έναν προνομιακό ανάμεσα στους μυριάδες που κυκλοφορούν θάνατο για εκείνην είχε από εμένα προκριθεί.
Η ακοή της στην διαχωριστική γραμμή μεταξύ ψεύδους και αλήθειας, στο να της δώσω μια ώθηση μικρή ήταν ερεθιστική, όπως όταν του σπιτιού μας την πόρτα κλείνουμε μ’ ένα δόλωμα στο καναρίνι που ήλθε για τα εδώδιμα.
Με του Αγίου Πέτρου τα κλειδιά έφραξα την πόρτα και οι πιο ερεβώδεις ορέξεις μου είχαν ξεκλειδωθεί.
Η αλώπηξ που μου έδειχνε όλα αυτά τα χρόνια πως στην αγκαλιά μας θα καταδικαζόταν σε θανατική ποινή.
Κάθε μικρή ή μεγάλη Κυριακή θα προσχεδιαζόταν από εμένα στο δικό της το κορμί. Με αυξημένο επιτόκιο για τον συγχρωτισμό της με τον Γκιγιώμ θα ’χε αποπληρωθεί.
Απ’ την κρούση μου το πόδι χτύπησε ελαφρώς παραπατώντας.
Αποπειράθηκε ανελκυστήρας να γίνει της αξιοπρέπειάς της.
Τον λόγο ζήτησε της ενέργειάς μου. Στον κενό ζωγραφικό χώρο δεν είχε αντιληφθεί ότι ο Λουί και ο Ζαν
Πιέρ σε δύο καρέκλες είχαν σκαλισθεί. Ο ένας στην Ιαπωνία και ο άλλος στην Αμερική μόνον με τον φλοριδιανό ασιανισμό φορητοί.
Όταν το συνειδητοποίησε σαστισμένη έγινε ήλιος με σύννεφα μπροστά μου. Έπεσε, φίλησε και δάκρυσε στα γόνατα μου. Το απογαλακτισμένο ύδωρ της Μετανοούσας Αμαρτωλής...
Ένιωσα ένας Θεάνθρωπος μικρός. Κάθε όμως Ιεχωβάς πρέπει για τον σταυρό του να ’ναι καταδεκτικός. Καμία πρόθεση απ’ το γρασίδι δεν είχα να παραιτηθώ. Έπρεπε όχι μόνον στο θαύμα να ’μαι μέτοχος αλλά μετουσιωμένος σ’ αυτό. Το δικαίωμα ουδείς είχε την Ανάσταση να μου επινοικιάσει.
Τα δάκρυά της άλλωστε τους οκτάποδές μου δεν καθάρισαν παρά μόνον του κονιορτού τα υποδήματά μου.Του Αβραάμ η θυσία δεν είχε πια καμία αξία.
Μου ζητούσε συνεχώς συγγνώμη για τις σκιές που απ’ τον εαυτό μου είχε βγάλει και πως το να μεταφέρει τα λεγόμενα ενός άλλου ατόμου ανήκε στα προκλητικά της λάθη...
Λειτούργησα με το ένστικτο ενός Βίκινγκ εκτελεστή. Την βούτηξα ως Νεάντερταλ απ’ το μαλλί και την πέταξα στην κλίνη με οργή. Πώς θα πίστευε στα θαύματα του Θωθ αν δεν μετείχε και αυτή;
Μας δίδαξαν ότι η πίστη στον Θεό μας είναι πανανθρώπινη αξία. Πως θα μεταλαμπαδεύσεις την δική του θρησκεία, αν το μαρτύριό του ως επωμίδα δεν το προσαρτείς; Μα όμως έναν ανεπώνυμο Θεό έχεις το δικαίωμα τ’ όνομά του να υπεξαιρείς και να καταγραφείς στα ιερουργικά περιστατικά της ζωής. Μπορεί να γίνει Θεός ο καθείς εξ' ημών. Αρκεί να ’χει κανείς το θάρρος ν’ αποδεχθεί το γεγονός ότι κατέχουν αυτό το δίκαιο όλοι οι άλλοι, ώσπου κάποια ημέρα να τους υποκλαπεί. Δεν αντιλέγω. Πικρή παραδοχή... Αναγκαία για τη Μητέρα Γη...
Την απείλησα ότι αν στα θελήματά μου ως πρόσκοπος δεν υποκύψει τον καλό της στον Κάτω Κόσμο θα ’χε από εμένα σταλθεί, αφού την διττή αριστοτελική της θα του ’χα αποκαλύψει και τους νήριθμούς της εραστές με προσωνύμια και φιλοτελικές διευθύνσεις.
Τηρώ τις υποσχέσεις μου στο έπακρό τους. Ο Τρόμος έγινε στο κεφάλι της δορυφόρος, όσο ο Χάρων απειλούσε με το δρεπάνι τον αγαπητικό της.
Τέκτων του σύμπαντος ήμουν και συγχρόνως Θεός-αμνός.
Θα θυσίαζα για άλλη μια φορά την ψυχή μου ώστε τον κόσμο να σώσω.
Ο Salvator Mundi άνω απ’ τις κάρες μας... Και εμείς οι τέσσερεις εν υπνώσει στρατιώτες- φρουροί.
Θ’ αντιμετωπίζαμε το φως της αυγής ως μαργαριτάρι και με
χαμαιλέοντες δίσκους στον ουρανό ως σημάδι.
Πάντοτε εκτιμούσα τον Πιέρο Ντε Λα Φραντσέσκα ως νωπογράφο.
Μια κάθετη νηφάλια δύναμη που για την αξία της δεν αμφιβάλλει... Σχεδόν πουσσενική... Με μαγνητίζει το μνημειακό... Χωρίς να ’χω επιστρατεύσει ζωγράφους και Σχολής Κρητικής εικόνες ή μαθητές, όπως ο Λουί και ο Ζαν Πιέρ, πως θα μπορούσα να θεοποιηθώ;
Εκβιασμού εστάθη τετράφυλλο τριφύλλι το τρίτο λειρί. Πρακτικής φύσεως ομολογώ...
Θα περιέγραφα λεπτομέρειες στον Κρόνο της για τον ερωτοπειθαναγκασμό της απ’ τον εξάδελφό της.
Τρικυμία υπόκυψης τα μάτια της απέκτησαν και έδυσαν όπως πριν ο Εφιάλτης μας συλλάβει.
Απ’ τις έδρες του ο Λουί και ο Ζαν Πιέρ εγέρθησαν και όρθιοι για την Δίκαιη Κρίση αριστερά και δεξιά του κρεβατιού είχαν εξανθρωπισθεί.
Αεροπλάνα έγιναν τα χέρια της και προσέκρουσαν στους Δίδυμους Πύργους. Αυτοί απ’ την υπερθέρμανση στο εσωτερικό τους είχαν καταρρεύσει.
Πτώματα πολλά ισοπέδωναν την μικρή της πόλη. Ιερουσαλήμ έγινε η Νέα Υόρκη και το στόμα της χωματερή. Του Ιννοκέντιου του Τρίτου έπρεπε επάξιος επίγονος στους Άγιους Τόπους να ’χω διαφανεί.
Της Γέννησης και της Ανάστασης του ναού και του Γολγοθά τα ερείπια μ’ είχαν καταπλακώσει. Με μια δογματικού τύπου σταυροφορία έπρεπε να τ’ αναστηλώσω και τον Τίμιο μου Σταυρό ν’ ανυψώσω.
Ως βασιλιάς της Αγγλίας η κατάκτηση της Κύπρου ήταν σχεδία αποπροσανατολιστική.
Η Μήτηρ όλων των Εθνών στην μίτρα της την παπική όλους τους πιστούς είχε δεχθεί στα ερείπια των Δίδυμων Αδελφών γονυπετής. Οι οικοδομικές επισκευές διήρκεσαν πολύ.
Προτίμησα τα θέμεθλά της να υποσκάψω, ώστε απ’ την Αγία Τράπεζα να κλέψω τον χιτώνα κάτω.
Ιορδάνης ποταμός έγινε η παπική της μίτρα και εγώ ελάμβανα το βάπτισμα του πυρός μετά από πλημμυρίδα.
Οι άλλοι δυο στον στάβλο με περιτριγύριζαν ως ζώα και εκείνη επιτελούσε τα χρέη του Ιωάννου του Βαπτιστή.
Ίσως όμως ήμασταν και οι τρεις μάγοι που της προσφέραμε τα δώρα... Ένας Ιησούς οιστρογενής! Η δεξιά πλευρά μου της πτέρνας αριστερής... Οι θεοί εξάλλου δεν μπορούν να περιορίζονται σε φύλα ή στην στεγανωτική.
Στον καθεδρικό ναό της Reims ένιωσα τους κραδασμούς στ’ αντιστηρίγματά της.Για ν’αποδράσω τους εξωγενείς βομβαρδισμούς
που την πίστη μου κλόνιζαν και την λεοντοκεφαλή μου κρύφθηκα στα υπόγειά της.
Αυτή η εκκλησία ήταν αντισεισμική. Αν αντιστεκόταν όπως στο κατεχόμενο απ’ τους Γερμανούς Παρίσι θα μεταμορφωνόταν σε νεράιδα Αφροαμερικανή.
Έχοντας όμως συναίσθηση της θέσης στην οποία είχα περιέλθει της δεινής, σε αντίσταση ουδεμία δεν είχε προβεί.
Αυτή η ανεπιφύλακτη πίστη δίχως προφυλάξεις νέους οπαδούς επιπρόσθετους στους ήδη υπάρχοντες θα μπορούσε ν’ αναπλάσει.
Κάποια νέα αξίωση επί του παρόντος από εμένα δεν έχει τεθεί.
Το συμπίλημα των σωμάτων μας σ’ ένα ήταν η πανδαισία της
λειτουργίας μας της λουθηρανικής.
Η τριβή σ’ ένα σώμα με άλλους πιστούς στην λειτουργία να εκφωνούν δημιουργεί παραφωνία και αναπτήρες στην ψυχή που έχεις ως προσάναμμα κάτω απ’ τα ενδύματά σου. Τον Λουί και τον Ζαν Πιέρ έβλεπα πια ανταγωνιστικά. Μα και διαφορετικά...
Ποιος θα έπαιρνε το χρυσό, το αργυρό ή το χάλκινο μετάλλιο στο αποτυπωματικό της κορμί; Το μετάλλιο δεν αρκεί. Οι επιδόσεις μας είχαν κάποια σημαντική.
Ποιος το παιδί του πιο μακριά θα ρίξει στον υμένα που σε ποικίλες κλίσεις είχε μεταποιηθεί;
Σαν στο μαγιό σου το εκτόπλασμά σου να ’χε κυλισθεί. Καρφιά που αναχαίτιζαν να μπει το ένα επάνω στο άλλο.
Το μπαλόνι κόντευε να σπάσει. Το βλέμμα της δεν διέφερε απ’ αυτό της Αικατερίνης της Μεγάλης. Σε κάποια στιγμή ένιωσα ότι είδα την θεά Αστάρτη.
Ευτυχώς γρήγορα βάφτισα με οδοντόκρεμα την Ανόσια Τράπεζα της, ώστε μία Καινή Διαθήκη να συντάξει.
Οι άλλοι δύο την βάπτισαν και αυτοβαπτίσθηκαν με σαπουνάδα.
Από ξεκαθάρισμα υπολογισμών προέρχεται πάντα η Μεγάλη Καταστροφή. Η ανάγκη της κάθαρσης ακόμη πιο δυνατή...
Μετά απ’ αυτόν τον ιερατικό παροξυσμό-ο Λουί καθολικός και ο Ζαν Πιέρ προτεστάντης-μπορώ να ισχυρισθώ ότι του Χριστού η Εκκλησία άντεξε αγόγγυστα τ’ αντίποινα προς τους καθολικούς και των Ουγενότων την σφαγή.
Ήταν μια θρησκευτικού περιεχομένου συνουσία ιαχική.
Με τον εαυτό μου δαρτός στα κύματα κάθε φορά που υποκρινόταν εμένα ο Γκιγιώμ και στην Λουσύ προέβαλλε τις πιο μακάβριες σκέψεις μου ως δικές του με το αζημίωτο βέβαια.
Τα σώματα στα πόδια μας παρασυρμένα από κατεύθυνσης αόριστης ρεύματα - φύκια της θαλάσσης.
Θεωρούσαμε ανώνυμη ταυτότητα της σάρκας την αφή, γνωρίζοντας την υφή και όχι την προέλευσή της. Παγερώς αδιάφορο με άφηναν οι λεπτομέρειές της.
Η αίσθηση ότι ήμασταν μιας πρωτοχρονιάτικης πίτας μερίδα που τις διαβαθμίσεις της είχαμε προγευθεί και όχι σ’ όλη την πληρότητα της που ήταν επαρκής...
Κατά τα φαινόμενα την εκδίκησή μου εξέλαβα απ’ τον Γκιγιώμ ως άγγελος-εκδικητής, στην ουσία όμως απ’ την Λουσύ που ’χε άγνοια της δικής της συντριβής.
Θρίαμβος εις το διπλούν. Τους ναούς της Επτάλοφης όπως ο Αύγουστος δεν θα τους είχα νεκρούς. Δεν ήμουν πια μόνον Αυτοκράτωρ μα και Θεός.
Η δίδυμη αυτή ιδιότητα σου εξασφαλίζει την αθανασία. Γιατί
όχι και μια έπαρση αχανή, όπως οι κόκκοι της ερήμου;
Το μαρτύριο ολοκληρώθηκε συγχρόνως με το θαύμα. Το τερπνόν μετά ωφελίμου.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 480
Lucy Sanguin προς Damien Adaleux
4-11-2002, Παρίσι
Αγαπητέ Νταμιέν,
Ο Γκιγιώμ μου περιέγραψε με ακρίβεια τι έγινε εκείνο το δειλινό του Γενάρη, λες και ήταν αυτόπτης μάρτυρ.
Μ’ είχε αποκαλέσει Μητέρα Τερέζα και είχα εξοργισθεί τόσο πολύ, ώστε θέλησα ο στήμονάς του από εμένα να εξεγερθεί και ο ιπποπόταμός του ν’ αναδυθεί.
Μου έγραψε ότι της Ρώμης σου να γίνει πολίτης θα παραδεχθεί αν τις δέκα διάδοχες εντολές τηρείς:1] σε συνουσία αποδόμησης να'λθεις με την Πανοσία σου και τον Λουί ως συνεργάτη,2]σε συνουσία τεκτόνων με την "Lucrezia Borgia"σου,
3] για την θυσία του τον Αβελ να βιάσεις, 4] να γίνεις υποκείμενο και αντικείμενο συγχρόνως σε μια ρηματική πρόταση στην οποία ο φίλος σου ο Ζαν Πιέρ θα συμπράττει, 5] τον έρωτά σου εμπράκτως στο Μαυσωλείο του Λένιν να εκφράσεις, 6] να γευθείς όλα τα είδη εθισμών με οίνο και αμνό εν μια νυκτί, 7] στην
Ταϊλάνδη να γίνεις παιδεραστής, 8] να κάνεις μια γυναίκα σφόδρα
να σ’ ερωτευθεί και να την χωρίσεις, ώστε σε κατάθλιψη να την
ρίψεις, 9] ν’ αγαπήσεις ένα αγόρι αληθινά, φιλώντας το στο στόμα όπως ένα λιοντάρι και να ’ναι εμφιαλωμένο το αίσθημά σου, 10]αφού τα κάνεις όλα αυτά να τον προσκαλέσεις σπίτι, για να του επιδείξεις σε Τριλογία(Γέννηση, Ακμή και Παρακμή)τ’ απαθανατισμένα κατορθώματά σου.
Η Ένατη Εντολή είναι τόσο ακατόρθωτη όσο τον Δημιουργό σου Ισαάκ να κάνεις. Μου τόνισε εμφαντικώς πως μόνον όταν ο Χριστός ρήγας στην κόλαση θα γίνει, θ’ αποκτήσεις ανθρώπου αισθήματα και αγνά και πως είσαι ανίκανος για πράγματα πολλά.
Γεννήθηκες λέει με πολλά «πρέπει» και ως βιρτουόζος ένα καλό πρόσωπο στης κοινωνίας τις προθήκες διατηρείς.
Μου έγραψε ότι ήξερε εκ των προτέρων σε τι πράξεις ειδεχθείς θα προβείς.
Συνεπώς η ελευθερία της βούλησης είναι ένα ασύστολο παραμύθι που κάποιοι στις ψυχές των ανθρώπων εμφυσούν, ώστε τα θηρία στα κλουβιά να καθησυχασθούν, για να μην απελευθερωθούν και κατασπαραχθούν. Μου τόνισε ότι σε προκάλεσε, για να συνειδητοποιήσω ότι απ’ τους τρεις ο καλλίτερος στο κουπί δεν ήσουν εσύ!
Το σατιρικό δράμα ήμουν εγώ και εσείς οι τραγωδίες οι τρεις. Λέει πως το πρώτο βραβείο στα Μεγάλα Πνευματικά Διονύσια είχε από εκείνον αναληφθεί.
Μου υπογράμμισε πως είναι αδύνατον να συνέβαλε στο να σαπίσει η δική σου ψυχή. Αυτό μου ’πε πως είχε προ πολλού συμβεί...
Ο άνδρας της ζωής μου είναι αυτός; Δεν ξέρω... Γράμματα του Γκιγιώμ σου αποστέλλω, ώστε στην Αφροδίτη ν’ αποκτήσεις Ποσειδώνα, ως Σινικό Τείχος που ’χει μουχλιασθεί.
Μαρτυρώ ότι έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στην σκέψη μου απ’ την σφαίρα επιρροής σου ο Γκιγιώμ.
Eις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 520
DamienAdaleux προς Louis Martineux
4-2-2003, Παρίσι
Αγαπητέ Λουί,
Το όγδοο θαύμα του κόσμου! Εγώ! Ο Γκιγιώμ υπέκυψε στα χρήματα μου και τον έπεισα να χωρίσει την Ασάμ μου!
Της Βαβυλώνας του Πολέμου των άστρων η κομμουνίστρια βασίλισσά μου στην παγίδα υπέπεσε που της είχα κατασκηνώσει.
Στην Γωνιά του Αιώνιου Γεωμέτρη, του τρανότερου αντιπάλου,
μου έπεσαν τα Σατουρνάλιά του. Εκμεταλλεύθηκα την κατάσταση της Τύχης και της Ανάγκης.
Η τάλαινα! Νομίζει ότι ο πατέρας της δεν ξέρει τι απ’ τον εξάδελφό της στην παιδικότητά της είχε συμβεί... Στις αυταπάτες της ζει... Μια μοιχαλίδα με μολυβδόβουλη πατρογονική υπογραφή... Τον φανό ένα ροζιασμένο χέρι να συγκρατεί. Η άγνοια είναι της ήττας ο καλλίτερος μαθητής.
Ήταν θείο δώρον ο Γκιγιώμ. Εχρησίμευσε για να την κάνω ταπεινή-πιστή. Τον απέλυσα όταν άρχισε να τρέφει αισθήματα γι’ αυτήν. Κατόρθωσα η σχέση τους να δηλητηριασθεί.
Αυτός όμως ο τυχοδιώκτης πρέπει να εκτοπισθεί. Υπαίτιος είμαι εγώ...Θα φροντίσω να μην το μάθει ποτέ της...
Άσε την στις χίμαιρές της να ζει! Η κάστα των αχειραφέτητων ας είναι μακριά μου. Ινδός πρίγκηψ έπρεπε να ’μουν στην προηγούμενη ενσάρκωσή μου.
Πιστεύω στο Γάλα Ιάσιμου Ανωφελούς Χαρμολύπης Βαθυστόχαστης Ελληνικής και στην εύνοιά Του. Όλοι οι εμετικοί άνθρωποι πρέπει να τον ευγνωμονούν, όπως η Λουσύ και εγώ στο στάδιο τ’ Ολυμπιακό.
Πως μπορείς δίχως τη νόσο την υγεία να εκτιμείς; Πως να
θαυμάσεις το περιστέρι αν δεν το διαχωρίσεις απ’ τη νυκτερίδα; Πως την καταβόθρα απ’ τον αιγιαλό;
Σε κανέναν δεν επιτρέπω στην ιδιωτική μου ζωή να παρεμβαίνει λες και γνωριζόμασταν από εχθές για να την στηλιτεύει.
Είμαι κάποιο σημαίνον πρόσωπο στην κοινωνία. Όχι όποιος-
όποιος...
Είναι ανεπίτρεπτες κρίσεις ή προφητείες για το άτομό μου.
Είμαι στης παρακμής μου την ακμή. Ζήτησε κανείς απ’ αυτόν να διασωθεί;
Δεν επιζητώ την απολύτρωση. Η φύση της κομητείας και της ομορφιάς μου η γοητεία, αετώματα στον Αποσπερίτη μου.
Κανείς όμως δεν μπορεί να υπολογίσει με δεκαδικούς αριθμούς ακόμη το μέγεθος των ελμινθών που ’χω εντός μου.
Μπορώ στην λαίλαπα της θαλάσσης να περπατώ και στην Γη της Επαγγελίας μέσω αυτής να σας οδηγώ.
Τέτοιους ανθρώπους όπως εγώ ευεργετεί ο Χριστός!
Αμαρτωλοί όλοι του κόσμου απ’ τον Χριστό ευλογητοί!
Ο πατήρ μου και εγώ στο δακτυλίδι το άστρο του Δαυίδ.
Αν δεν μου παρείχε προνόμια αφειδώς δεν θα ’μουν χριστιανός. Θ’ αναδιφούσα γι’ άλλο αφεντικό.
Όποιος μου κάνει την προσφορά την πιο ευεργετική, εγώ αρνί μέσα στο μαντρί.
Μην ξεχνάτε! Ο Χριστός κάποτε έναν προδότη έκανε για μαθητή!
Αγαπούσε φαίνεται τους καταδότες και τα σάπια σύκα πάρα πολύ!
Η Λουσύ το μαντίλι της μου δίνει γνωρίζοντας ότι από εμένα θα παραφθαρεί, για να με ευεργετεί. Ο άλλος της πρoσέφερε και όσα δεν είχε και τον καθοδήγησε στο χείλος της καταστροφής.
Σε λεπτομέρειες δεν θα υπεισέλθω. Είμαι άνθρωπος διακριτικός.
Η Λουσύ δυστυχώς γι’ αυτόν να κατανοήσει μπορεί, μόνον ό,τι εντός της να διαισθανθεί.
Αφού κατανοείς μπορείς τα πάντα να εγχωρείς και με τους άλλους να συμφιλιωθείς.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 550
Damien Adaleux προς George Labrousse
25-4-2003, Παρίσι
Αγαπητέ Ζωρζ,
Φωτοτυπία σου αποστέλλω του γράμματος της Λουσύ.
Η οικογένεια του Γκιγιώμ στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Αποφάσισα απ’ την παρουσία του με τον ευφυέστερο τρόπο ν’ απαλλαγώ.
Ο πατεραστής της είναι πουριτανός. Του έστειλα γράμματά τουαπευθυνόμενα στην Λουσύ με ακραίο περιεχόμενo και σεξουαλικό που’χα στην δική μου κατοχή, αφενός μεν κατηχητικός και καθωσπρέπει να φανώ, αφετέρου δε με κάθε μέσο ν’ απειληθεί, ώστε απ’ αυτήν την επαφή ν’ απεμπλακεί.
Οι μηνύσεις και οι αγωγές ρίχτηκαν εις τη νεροποντή. Με δυο σμπάρους ένα τρυγόνι! Του Χριστού τα θαύματα μπροστά στα δικά μου ωχριούν...Γιατί όλοι να θαυμάζουν έναν αόρατο Θεό; Γιατί όχι εμένα που ανάμεσα τους ζω; Γιατί σαν πεθάνω ν’ αποθεωθώ;
Έχω ιδέες grape fruit. Όπως ο Χριστός ξεπέρασε την Παλαιά Διαθήκη έτσι και εγώ προσπερνώ την Καινή. Ο τρίτος πρέπει να'μαι στην ιεραρχική.
Ο Πτωχούλης του Θεού νόμιζε ότι μπορούσε να τα βάλει μ’ εμάς τους πατρίκιους, χωρίς τις αναμενόμενες συνέπειες να υποστεί. Που χρήματα σ’ έναν χρεωκοπημένο για δικονομικές
διαμάχες; Υπαναχώρησε όπως ένας πληγωμένος στην φτερούγα γύπας... Ο καθείς στην θέση του και όλοι στην φωλιά μας...
Ο χειρουργός και ο ανατόμος είμαι της ανθρώπινης ψυχής.
Το νυστέρι μου υπολογίζει με ακρίβεια τομές και θεραπεύει ή
κατακρεουργεί. Αυτό απ’ τα συμφέροντα και τις εκάστοτε διαθέσεις μου θα εξαρτηθεί.
Τα μέλη της υψηλής κοινωνίας χρησιμοποιούμε πρόσωπα και καταστάσεις για τα δικά μας παιχνίδια, ώστε η ανία ν’ οπισθοχωρεί. Η εύλογη θέση αυτών είναι στης ανακύκλωσης τους κάδους.
Το κράτος είμαι εγώ και όποιος εις βάρος μου αυθαιρετεί θα ’χει το τέλος του Φουκιέ-Τενβίλ.
Όλα τα αντικείμενα θέλω στην θέση τους εύτακτα και
να ’ναι περιποιημένα. Θέλω οι άλλοι να ’ναι τα πιόνια και όχι να υποδέχομαι αιφνίδια γεγονότα.
Έπρεπε απ’ την Λουσύ ένα άτομο διχοτομημένης ηθικής ν’ απωθηθεί.
Απλώς έδωσα στον πατέρα της ένα χέρι βοηθείας, για να λάμψει η αλήθεια. Η ασκητική μου αλήθεια...
Είμαι ο ήλιος ο μαύρος με το φωτοστέφανό του. Θαυμάσατέ με!
Μ’ επιβράβευσε η 11 Αυγούστου του 1999…
Ακόμη οι ακτίνες υπάρχουν στο σκοτάδι. Ένα θαύμα της φύσης...
Γνωρίζω τις αδυναμίες όλων και κατ'αναλογίαν μετακινούμαι.
Ακόμη και αν σε φέτες την κομμάτιαζα την ώρα της κοπής τ’ όνομα μου θα δοξολογούσε, γιατί όλα μου τα συγχωρεί.
Μ’ αρέσει το πόδι της να πατάω, για να την βλέπω να με κλωτσάει. Μια φορά την έβρισε ο Γκιγιώμ και ούτε που ’θελε ποτέ ξανά να τον δει.
Δεν ήταν προικισμένος με τις αρετές μου! Είμαι θεσπέσιος
εραστής, ζωγράφος, γλύπτης,ποιητής,μυθιστοριογράφος,
συνθέτης,στιχουργός,τραγουδιστής,μέγαςυποκριτής,μουσικός συγκροτήματος,ιδρυτής,σκηνοθέτης,χορευτής,δημοσιογράφος, αθλητής,blogger,hacker, video artist και του Εωσφόρου ο λατρευτής και ο θηρευτής...
Ο κατάλογος νέων ατελής. Το χάρισμα της πειθούς μου έχει διατεθεί.
Να ’σαι βέβαιος ότι λόγω ευχάριστου παρουσιαστικού αν αφάνιζα τον μισό πληθυσμό της γης, οι δικαστές ελαφρυντικά θα μου'διναν και θα με αθώωναν παμψηφεί.
Έχω του Μπους Τζούνιορ το παρουσιαστικό. Θεού θέλοντος εγκλήματα δίχως αμφιβολία και ενοχή εκτελώ.
Όσοι πέθαναν απ’ το χέρι των Προέδρων της Αμερικής είναι ακατονόμαστοι. Όσους εσύ ξέρεις ότι κατέλυσα είχαν επίθετο και όνομα.
Μακάρι να ’χα την δύναμη να εξολοθρεύσω όλο το πλήθος της γης! Για τους αγήινους πολιτισμούς του διαστήματος! Όχι αυτοί, αλλά εμείς είμεθα η μεγίστη απειλή...
Φαεινότερη απόδειξη πως το χειρότερο είδος ανθρώπου είναι ο άνθρωπος, είμαι εγώ και τ’ απομνημονεύματά μου.
Απολαμβάνω προς το παρόν τη νίκη μου επί του Ιράκ και της Σερβίας.
Είμαι της Ροτόντας του Κακού ο Καπιταλιστής.
Μ’ αρέσει με την μπότα μου όσοι δεν ανήκουν στα γούστα μου να τους λιώνω σαν κανθαρίδα.
Είμαι βέβαιος ότι θα λάβω όσα αξίζω και ότι ακόμη θ’ απολαμβάνω όσα αξίζω για καιρό μακρύ.
Όλες οι κορασίδες πρέπει το υπόδειγμα ν’ ακολουθούν της Λουσύ.
Να φέρεσαι σα να ’ναι σκουπιδιών κάδος σε ό,τι έχει αξία και να στήνεις αδριάντα σε ό,τι είναι για τα σκουπίδια.
Μόνον τέτοιες γυναίκες πρέπει να υπάρχουν, για να θριαμβεύει ό,τι εκπροσωπώ.
Γιατί λοιπόν να κουβαλάς στον ώμο έναν σταυρό, όταν με την ευτελή μας ψυχή εγώ και οι φίλοι μου επιτυγχάνουμε τα πάντα αμοχθητί;
Με την φαυλότητα και την ανηθικότητα προχωράς μπροστά.
Την Capella Sistina άμα δεις με το χέρι ο Θεός σ’ αυτό το πλάσμα έδωσε πνοή.
Ό,τι είναι ο πίνακας αυτό και ο Δημιουργός του. Είσαι κάτι διάφορο απ’ αυτό που αφοδεύεις;
Οι πράξεις και οι σκέψεις μας είμαστε. Όχι οι ιδέες... Αυτές ανήκουν στον Ουρανό και στους μακαρίτες της ζωής, ώστε να τους αναστήσουμε εμείς οι Θεοί, για να μας χρωστάνε δείπνα.
Τους σκοτώνουμε και τους ανασταίνουμε. Τι πιο απλό;
Φαινόμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο και σημαίνοντες κύνες θηρευτικοί.
Εις το επανιδείν,
Damien Adaleux
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 720
Lucy Sanguin προς Sophie Caron
10-8-2008, Παρίσι
Αγαπητή Σοφί,
Τι θα ’ταν η επανάσταση η φραγκική δίχως του Σφαιριστηρίου τους πεφωτισμένους ευγενείς; Ο Γάγγης δεν έχει τροχιά οπισθοδρομική. Είναι γεγονός η Νέα Επανάσταση η Γαλλική.
Ο Πιέρ μου τ’ απεκάλυψε όλα. Ο βασιλιάς πρέπει απ’τις Βερσαλλίες να μεταφερθεί στον Κεραμεικό. Κουράσθηκα να τον περιμένω στον εξώστη απ’ το Τριανόν για να υποσχεθεί πως θα πολλαπλασιάσει τους λιγοστούς άρτους στους αδαείς.
Στην κατοχή μου είναι όλα τα γράμματα που έστελνε στον Ζερεμί. Οι κλώνοι των γραμμάτων του είναι στα χέρια ακόμη και των ίδιων των υπουργών του. Πολλώ δε μάλλον των επαναστατών του.
Στον κύκλο των σαλονιών κυκλοφορεί παντού της πτώσης του φαλλού η σκηνή που σε μια απ’ τις επιστολές του προς τον Σεζάρ έχει περιγραφεί: Σίγουρα σκηνή Μενάνδρική.
Ο Λουδοβίκος μας έγινε ο Αδάμ του Παραδείσου!
Τα λιβελλογραφήματα που εις βάρος του κυκλοφορούν δεν έχουν προηγούμενο.
Πριν όμως σ’ αυτές τις ενέργειες προβώ τον εκδικήθηκα σε τόνο διαφορετικό.
Τον κάλεσα σ’ ένα δείπνο εξωτικό. Εκείνος, εγώ και ο Λουί που είχε απαιτήσει απ’ τον Νταμιέν να ’χω διαγωνοποιηθεί. Τόπος συνάντησης ένα άγνωστο σ’ αυτούς πρωτευουσιάνικο διαμέρισμα μεταναστών.
Το σπίτι ανήκε σ’ έναν φίλο μου αναρχιστή που στην Σορβόννη είχαμε γνωριστεί. Τα κλειδιά του μου ’χαν παραδοθεί, ώστε ο βασιλεύς μας και ο Καλόν του στον Κορυδαλλό να ’χουν προφυλακισθεί.
Ήμουν του Λευκίππου η παρθένα ανάμεσα στον Κάστορα και τον Πολυδεύκη.
Γιατί τον Παράδεισο μόνη σου να βιώνεις, όταν την Κόλαση μπορείς μ’ άλλον να εγκολπώνεις;
Αν δεν ρίξεις τον σπόρο η αμυγδαλιά να φυτρώσει με τον υετό του στόματός σου πρόωρα να μεγαλώσει, πως άνθη και φύλλα στα κλαδιά θα περατώσει;
Εγώ πως θα μιμηθώ την Δρυόπη; Μια χοή πράσινου αίματος έπρεπε να εμφανισθεί.
Απ’ την τσάντα μου προεβλήθη ένα αγγελικό μαχαίρι. Τα υποκάμισα τους νοσοκόμες επαναστατικές στα σκονισμένα μαρμαροθετήματά τους έπεσαν καταγής, αναδεικνύοντας τις λασπωμένες αναμνήσεις που μπορεί να ’χει κανείς από μία
δίχως χρυσά νομίσματα ζωή.
Μια ζωή διάστικτη από κεντρί. Μια καρδιά ζωγράφισα στα στήθη τους τα ξυρισμένα από εμπρησμό.
Ίσως γιατί ήθελα όχι ν’ αναδασώσω αλλά για να
εγκαθιδρύσω το Νέο Πολιτισμό.
Έναν πολιτισμό Γότθων... Ή ίσως γιατί οι τρίχες τους δεν ήταν από χλωροφύλλη.
Ήθελα ερυθραία δένδρα και ποτάμια, όπως οι φλόγες της ψυχής. Με την γλώσσα μου στα επίμαχά τους στήθη έδωσα έναν τόνο πιο ελαφρύ. Για την ακρίβεια ρόδινο, όπως δεν είναι η ζωή.
Το ηλιοβασίλεμα της σχέσης μας ζωγράφισα στον Νταμιέν δίχως να το προαισθανθεί.
Τα ενδυματένια ψαλίδια τους και τα διακοπτόμενα χαρτόνια τους ανενδοιάστως είχαν υπεξαιρεθεί.
Πάνω στο μισοδιαβρωμένο και σκουριασμένο κρεβάτι η στάση της τίγρης από εμένα είχε προσληφθεί.
Η ευλυγισία μου αναλόγως της διέγερσης που απ’ τις μετατοπίσεις της προτομής του Νταμιέν, στον Λουί παρείχε ποικίλες εκφάνσεις: πότε στο τέμενος που έδραζε στους δυο αμμόλοφούς μου και άλλοτε στην αναποδογυρισμένη όψη της γης.
Ο Νταμιέν καθάριζε το μονοπάτι που οδηγούσε απ’ το τέμενος του Ομάρ στο Βατικανό μου.
Το στόμα του μια θάλαττα ιβηρική. Απ’ την θρησκεία της γλώσσας του στην αίρεση ή στην προαίρεσή της, ώστε να διχασθώ ποιόν δρόμο ν’ ακολουθήσω και τον κήπο της αρετής να προγευθώ.
Τα κύματά του κόντευαν να καταπιούν τις δυο πιο ιερές πόλεις των χριστιανών. Στο Κρητικό πέλαγος ένας υποθαλάσσιος σεισμός του μεγέθους των δέκα πληγών του Φαραώ, όλους τους χριστιανούς ερχόταν μέσα στην δίνη τους να τους καταπνίξει.
Εβραίους και Μουσουλμάνους εκείνων των περιοχών.
Ένιωθα την έλλειψη ξηράς, όπως ο παλεύων στα κύματα ναυαγός.
Έλιωνα και εγώ... Κόντευα στη ρευστή, μαγική του ράβδο ν’ αφομοιωθώ και με την σωματοφυλακή των αρχαίων πόλεων μου-όπως η Ατλαντίδα- να καταβυθισθώ.
Η σύγκρουση της αφρικανικής πλάκας με τον ελλαδικό χώρο υπόλογη σ’όλα. Ή καλλίτερα των συμφερόντων της Ασθένειας και της Ισχύος.
Απ’ τον κομήτη του Λουί που θα έπεφτε στη γη θα
πνίγονταν όλοι οι πιστοί. Η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ πια θαλάσσης.
Αντ' αυτού οι ανομίες των δυο τους σε χρόνο εξακολουθητικό.
Κάποια στιγμή το στόμα μου έγινε σαν την Βαγδάτη˙ τους πυραύλους προσάγοντας συνεχώς και τις βόμβες του Λουί.
Τα δόντια μου παράπλευρες απώλειες για ν’ απολυτρωθούν, ζητούσαν την οδοντόκρεμά τους.
Ίσως ο Νταμιέν νόμιζε ότι έχοντας πατέρα απ’ την Αμερική μπορεί τα προβλήματα που σ’ άλλους δημιουργεί, ν’ αναθέτει σε έτερους την ευθύνη αναδιπλασιαστική.
Αυτή την φορά φοβούμαι πως όχι... Το αμερικανόπουλο και ο φιλαράκος του μπορεί πόλεις να ισοπέδωσαν και με βιολογικά όπλα να σκοτώσαν αμάχους, είχε όμως επέλθει η ώρα: "Του Φόρου της Πληρωμής."
Ο Χριστός στο κέντρο της σύνθεσης απών. Η διάταξη των φαντασιώσεων κυκλική. Μάχαιραν έδωσε και πολλαπλάσια μαχαίρια ο Νταμιέν θα λάβει.
Μετωνομάσθηκα στο θρήσκευμα σε Ιουδαία. Ξαφνικά άνοιξε η Πόρτα. Δεν ήταν ο Χριστός... Ήταν τα δέκα σεραφειμικά μου Λαμπραντόρ.
Ο "Πέτρος" και ο "Ιωάννης" σε ταραχή για τον φόρο που έπρεπε ο Θεός τους να πληρώσει στου Τελώνη το ναό.
Ακινητοποιήθηκαν σε μηχανικές διαδικασίες. Γόρδια τα χέρια τους, όπως είθισται πριν έλθει η ώρα της λαιμητόμου.
Αυτοί οι δυο ληστές με τους μεγάλους κυνόδοντες και τα μακρά ώτα...Έσκουζαν...Γκάριζαν...Και εγώ στην μέση αναμένοντας το τέλος.
Ήμουν του Αντονέλλο Ντα Μεσίνα ο Υπερυψωμένος Χριστός, για να μυσταγωγώ τον ουρανό.
Αρχαίοι Μινωϊτες έγιναν από ξυριστική μηχανή με δάσους λωρίδα, για να υπενθυμίζει σ’ όλους ότι στην Σαχάρα υπάρχει πάντα η ελπίδα, ώστε να ισιωθεί το πανί στ’ αντίποινα. Για σαράντα λεπτά με βούρδουλες τους ρίπιζαν αλύπητα.
Η καταδίκη τους ήταν ενοχή. Οι δέκα ένορκοι το υποδήλωναν με δικανικούς και θρησκευτικούς όρους, χωρίς δυνατότητα έφεσης ή άφεσης αμαρτιών.
Η Ακρόπολη για τους Αλκμεωνίδες απάτητο ιερό.
Για να μην ξαναηχήσουν ποτέ αποφάσισα μ’ ένα νυστέρι να στείλω τα μικρόφωνά τους στην γκιλοτίνα.
Σε δυο πιάτα μια μικρή κτηνωδία οι τιμές με τομάτα και βελανίδια.
Καταβρόχθισα τα ψάρια, ώστε πουθενά να μην ξαναβλαστήσουν.
Στην λίμνη του Βαρθολομαίου τους αφήσαμε ημιλιπόθυμους.
Αργότερα επληροφορήθην ότι εξαπλώθη ως καρκίνος στα χέρια και στα πόδια η δική τους αναπηρία.
Λειψοί έμειναν. Δυστυχώς όχι εις την κεφαλή. Μα
αυτό δεν εξαρκεί. Όλοι του οι φίλοι στο λιμάνι μου είχαν συλληφθεί.
Στις εφημερίδες που λεμόνιζαν έστειλα όλα του τα γράμματα με τα περιγραφόμενα, φρικώδη εγκλήματα του.
Η κυβέρνηση κατάρρευσε. Ο πατήρ του και ο Νταμιέν άσυλο ζήτησαν στην Ρωσία, ώστε σε φυλάκιση να μην καταδικασθεί.
Για τον Γκιγιώμ είναι πια αργά. Έμαθα ότι αυτόχειρας κατέληξε.
Θα πάω αύριο στον τάφο του ν’ εναποθέσω μια ορχιδέα, γνωρίζοντας ότι αργά ή γρήγορα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα τα φύλλα της ο Σιρόκος θα τα διασκορπίσει αφυδατωμένα.
Εις το επανιδείν,
Lucy Sanguin
ΤΕΛΟΣ
lets-arelis
Oct 23, 2019
aediophallic mandrake-greek version
Ο ΑΙΔΟΙΟΦΑΛΛΙΚΟΣ
ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ
[Η ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΔΙΝΗΣ]
ΑΡΕΛΗΣ/ARELIS
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΑΓΟΡΙ
ΚΟΡΙΤΣΙ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Ένα αγόρι και ένα κορίτσι εμφανίζονται αδαμιαίοι ενώπιον ενός κοινού σε μέρος απροσδιόριστο. Ο χρονικός προσδιορισμός του έργου τοποθετείται μετά πάσης βεβαιότητας σίγουρα μετά το 1995.Το αγόρι και το κορίτσι αυνανίζονται επί σκηνής ενώπιον των θεατών και φιλοσοφούν επάνω στο δρώμενο αυτό. Στην συνέχεια εκφράζουν τις επόψεις τους πάνω στον έρωτα, την σχέση τους, τον ρόλο και την λειτουργία του αιδοίου και του φαλλού, ώσπου να συνουσιασθούν ζωντανά επί σκηνής συνεχίζοντας στο ίδιο διαλογικό μοτίβο και στο οποίο θ’ ακουστούν οι γνώμες τους για την σεξουαλική πράξη που επιτελούν το πέος και το αιδοίο.
ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΑΞΗ
[Εμφανίζονται επί σκηνής ένα αγόρι και ένα κορίτσι χέρι-χέρι, σα να ’ναι έτοιμοι να χειροκροτηθούν στην αποπεράτωση κάποιας επιδαύριας παράστασης απ’ το κοινό. Το αγόρι αρχίζει να αυτο˙ι˙κανοποιείται επί σκηνής ενώπιον των θεατών σε στάση προφίλ όπως ο Φεντερίγκο Ντα Μοντεφέλτρο, δούκας του Ουρμπίνο. Το κορίτσι βάζει το δάκτυλο στο στόμα και εκείνο σε στάση ημισεληνική, ακολουθώντας του Πιέρο ντε λα Φραντζέσκα την εικονογραφική τακτική και έχοντας σαν ασυναίσθητο πρότυπο την Μπατίστα Σφόρτσα, δούκισα του Ουρμπίνο. Υγραίνει το δάκτυλό της και στην άμεση ακολουθία των ερμητικών της λογισμών-αριθμών ως φτερούγα στρουθοκαμήλου τα εξωτερικά χείλη του αιδοίου της μ’ αυτό τα θωπεύει.]
ΑΓΟΡΙ: Το δάκτυλό σου είναι το συντακτικό σου….Διακινείς τα υπόγεια σου χείλη μ’ αυτό…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Ο φαλλός σου είναι μια τριττύς…
ΑΓΟΡΙ: Ο δυ˙ι˙κός αριθμός είναι για την ζωή και η τριττυαρχία για τον δικό της παιάνα…[Πασιφανώς ερεθισμένος και με τους οφθαλμούς- δίπτερους μισοδυτικούς.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Τα πέη είναι τ’ ακρωτήρια των θιναίων κόλπων…Έχουν καταντήσει να ’χουν Ντε Λα Τουρ και ταυτολογίας χαρακτήρες…
ΑΓΟΡΙ: Μ’ αυτό που ψηλαφώ ανεδύθη ο πολιτισμός…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Με την τύλη στους ώμους σου συνηθίζω δάκρυα στο περιγιάλι της επιδερμίδας μου να εγκυμονώ…[Εκδήλως διεγερμένη.]
ΑΓΟΡΙ: Το ίδιο τηλέμαχο σε οποιονδήποτε πόλεμο να συναρμολογηθεί δεν είναι δυνατόν…Οι σπηλιές σας είναι μάχες…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Του Μαραθώνος ή των Νορμανδών;
ΑΓΟΡΙ: Μάχες θερισμένες εκ των προτέρων εξ’ ουρανού…Σαν το Ιράκ…Σαν το Αφγανιστάν… Σαν την Σερβία…[Με τα μάτια σε ανιούσα στροφή.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Στην παντοκρατορία μας δεν υφίσταται το ενδεχόμενο προδοσίας…
ΑΓΟΡΙ: Τα χείλη σας είναι η δέκατη τρίτη εντολοδοσία…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Της καμηλοπάρδαλης ή τα σπαρτογλυφικά; [Το αγόρι σε τούτο τον λόγο γελάει.]
ΑΓΟΡΙ: Η αυτο˙ι˙κανοποίηση που μου δίνει να βλέπω τον αιδοιόσχημο γαμέτη σου είναι μια performance στην οποία Μάρλον Μπράντο είναι το κενό και η χειρ μου το πινέλο που σ’ ετερότητες σαν κρέμα στιγμής και με κίνηση παροδική το μορφοποιεί…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Ο Αυνάν του σουπρεματισμού…
ΑΓΟΡΙ: Ο Γενάρχης στου ακαθόριστου κενού τον σουρεαλισμό…. Το πέος μου όμως δεν θα βρέξει με την άκαιρη ζωή του τον σταυρό σαν του Ντε Κορντιέ τον σάλο…Είναι από μόνο του κερί που ανάβει, φωτίζει και σβήνει…Η λαμπάδα του Πάσχα…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Σταυρώνεται, ευλογείται απ’ το χέρι σου και έχει αναστηθεί… [Γελάει.]Μπορείς με τον Σαρλό να παραλληλισθείς…
ΑΓΟΡΙ: Και με την Αικατερίνη την Μεγάλη εσύ…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Μην μου λες τέτοια γιατί πόνυ και λαμπραντόρ σε λίγο θα φαντασιωθώ…
ΑΓΟΡΙ: Μέλισσα το χέρι σου θα κατεργασθείς των ζαφειριών σου τον χυμό…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Τα πέταλά του είναι από ζαφείρια για το αγγείο σου που τόσο καιρό το ενορώ κανωπικό…
ΑΓΟΡΙ: Δεν θέλεις την κεφαλή του πυραύλου μου ακόλαστη Ηρωδιάδα ευτυχώς….
ΚΟΡΙΤΣΙ: Η σχισμή του πέους σου μοιάζει με του κτήτορά μου…
ΑΓΟΡΙ: Και γιατί προτιμάς αυτού του τρόπου εκλογής την ηδονή;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Η χειροποίητη ζωγραφική μου είναι η πλέον αρεστή γιατί σε ό,τι επιθυμώ, μπορεί το αδιόρατο κοινό να μεταμορφωθεί…[Εισάγει όλο της το χέρι στο αιδοίο, μιμούμενη ένα σπουργίτι που σχηματίζει κανείς μπροστά απ’ το φως, ώστε ο τοίχος να μετακυλισθεί σε μηχάνημα σκιαγραφιών.]
ΑΓΟΡΙ: Με τα υποκατάστατα σ’ έχω οραματισθεί Αδριανή…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Τα όρη της Αφροδίτης των χεριών σου που δονούνται απ’ την αύρα σου και τα γκούας της τους κιρσούς των βράχων έχουν υποδυθεί….
ΑΓΟΡΙ: Όποια πολιτισμού οραματίζεσαι ενώπιόν σου μορφή σαν του Michael Jackson το βίντεο Scream….
ΚΟΡΙΤΣΙ: Γιατί έχουν κοινό στυλοβάτη όλοι οι πολιτισμοί …[Ερεθίζει το ταπεινότερο ψηφίδιο του μωσαϊκού αιδοίου της.]
ΑΓΟΡΙ: Απλώς διαφέρουν στο μέγεθος και στο στυλ…[Διεγείρει την κύρια πρόταση στης βαλάνου την περιοχή.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Αν είχες περικόψει την τομή δεν θα ’χες σ’ αυτό το δρώμενο προβεί…
ΑΓΟΡΙ: Η φαντασία μου είναι δίχως χαλινάρι…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Και ποιος μπορεί να μου εγγυηθεί πως τον Αχιλλέα, τον Ηρακλή ή την Ελένη του Πάρη δεν έχεις φαντασιωθεί;
ΑΓΟΡΙ: Του Αλέξανδρου θέλεις να πεις…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Ακόμη καλλίτερα να ’ναι αρσενοδιώκτης…
ΑΓΟΡΙ: Και εμένα ποιος μπορεί να μου διασφαλίσει πως τον Ορλάντο Μπλουμ ή τον Τζέικ Γκυλενχάαλ δεν έχεις σκεφθεί;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Ή και την Σαμάνθα Φοξ…
ΑΓΟΡΙ: Ναι…Την Σαμάνθα Φοξ….[Σε παροδική περισυλλογή με απορφανισμένο το άλλο χέρι.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Τouch me, touch me I wanna feel your body…
ΑΓΟΡΙ: All night….
ΚΟΡΙΤΣΙ: Day and night…
ΑΓΟΡΙ: Οι ρώγες στα στήθη σου είναι για θηλασματική…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Στο ακρόπρωρον του Λεπέν ή στου τριπτύχου μου το τμήμα το σπαρτακιστικό;
ΑΓΟΡΙ: Αν εκφέρω την γνώμη πως το μεσαίο φύλλο του τριπτύχου σου προτιμώ…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Τα μάτια των δακτύλων μου οι οδικές αρτηρίες του φαλλού σου…Όλα τα βλέπει εντός μου ο Θεός…
ΑΓΟΡΙ: Κάσιος.. Βρούτος…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Από κάσια η σχέση μας σε αέναο πανί…
ΑΓΟΡΙ: Πάλι την Τιτάνια θα υποδυθείς;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Ο Σέξπηρ μ’ αρέσει πολύ…
ΑΓΟΡΙ: Σεξ..Πηρ…Γουίλ…Ι…Αμ…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Εσύ η θέληση…Εσύ η διαθήκη.. Εσύ το σεξ…
ΑΓΟΡΙ: Ήλθε η ώρα να υποκριθώ και εγώ το δευτερόλεπτο του οργασμού… [Προσποιείται πως ολοκληρώνει επί σκηνής.]Ιδού θεατές…Τελείωσα για να τερψητεχνηθείς…. Δίπλα στην κύρια, πρόταση τελική…
ΚΟΡΙΤΣΙ:Οι γυναίκες για την Λοκαντιέρα από εσάς τους άνδρες έχουν κατηγορηθεί…Η ζωή σας όμως είναι μια Ορέστεια…
ΑΓΟΡΙ: Θέλεις να σου ψάλλω για την αίγα μια ωδή;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Παραχορδίες στο γενετικό μας λεξικό δεν επιζητώ…[Με τα τρία της δάχτυλα κάνει κατάδυση σ’ έναν κάδο υδάτων και κατόπιν προελαύνει στο νεύμα της ευλογίας προς το κοινό, μοιάζοντας να το καθαγιάζει. Επιχώνει τα τρία της δάχτυλα στα ενδογενή του αιδοίου χείλη.]
ΑΓΟΡΙ: Η υποκρισία σας είναι ο ταοϊσμός σας…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Μ’ αρέσει που ’σαι μισογύνης…Θεριεύει η ζαρωμένη σου ακμή εις το κρεβάτι…
ΑΓΟΡΙ: Αληθεύει ότι τους άνδρες εσείς οι γυναίκες ως βιαστές έχετε ονειρευθεί όταν ομόκλινοι έχετε αφροδισιασθεί;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Μας αρέσει η Ανάγκη και η ορμή…
ΑΓΟΡΙ: Ένας φαλλός δεν σας αρκεί, ώστε το κενό σας να καλυφθεί…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Δεν μας αρέσει ούτε καν η επιλογή…
ΑΓΟΡΙ: Βλέπω να κατρακυλάει στα πόδια σου μουσωνική ηχοποιητική….
Ετοιμάζεσαι να εξορίσεις παιδί;[Πλησιάζει το αιδοίο της και γονυπετής το παρατηρεί.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Γιατί απ’ τα στεγανά της δεν έχεις προστατευθεί…[Το αγόρι πιέζει τα εξωτερικά χείλη του κοριτσιού για να μεταναστεύσουν στους γοφούς, ώστε καλλίτερα απ’ το καλειδοσκόπιο της ζωής το φως στο τούνελ να δει.]
ΑΓΟΡΙ: Είμαι ο Σηκουάνας και εσύ ο Τάμεσης…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Τη νιώθεις την αλατιέρα της θαλάσσης μου;
ΑΓΟΡΙ: Τη νιώθω…[Φιλάει το δεξιό εξωτερικό χείλος.] Την αγαπώ! [Φιλάει το αριστερό εξωτερικό χείλος.] Την λατρεύω….[Με τα χείλη του έλκει σαν ζώο τα πρεσβευτικά χείλη και των δύο οπτικών. Το κορίτσι κάνει ανυπόκριτο αναστεναγμό.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Συνέχισε…Συνέχισε έτσι…[Το κορίτσι τραβάει την κόμη του αγοριού προς το σώμα της, τω όντι σε κάθετη στάση.] Έτσι φθάνω στο απόγειο μου…Να τ’ άστρα! [Κοιτάζει προς τ’ άνω και μικρή αναπνοή…] Να το ουράνιο στερέωμα! [Μεσαία αναπνοή.] Να το υπερπέραν! [Μεγάλη αναπνοή.]
ΑΓΟΡΙ: Πλειάδες είναι τα χείλη μου που σε υγραίνουν φιλικώς….[Φυσάει στον κόλπο της σα ’να ’ναι σαξόφωνο.] Το πνεύμα τώρα σ’ εσένα εμφυσεί… [Κάνοντας διαλείμματα και για λόγους διαπνοής, ενώ όλη την ώρα το κοινό με τα μάτια της θα επεξεργασθεί.] Διαλύει με τ’ οκτάκτινό του άρμα των Ιωαννίνων σου το μελάνι…Το σύμπαν σου από έρεβος γίνεται ένα φάληρο σεντόνι με στίγματα ασήμαντρα και μεγάλα που ’ναι οι λέξεις και τα διάστιχά τους…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Το πνεύμα σου ενώθηκε με τον υποκόμη της ψυχής μου…
ΑΓΟΡΙ: Με τον Αρκτικό της ψυχής σου για να τον ζεστάνει με τον καύσωνά του και τις φοινικιές των λέξεων…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Σημιτική αλφάβητος η γλώσσα των ανδρών.. Αλλά στον ανεμοστρόβιλό της τόσο ακροβατική….
ΑΓΟΡΙ: Είναι στην κερασένια χλωροφύλλη μας η αστοργία και η υποκριτική…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Δεν εξωθείτε μωρά απ’ το μαντρί σας….
ΑΓΟΡΙ: Ούτε ερίφια…[Με ύφος περιφρονητικό.] Δεν κάνουμε έκτρωση στο αίμα μας…Δεν εκβάλλουμε την ηδονή…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Αποβάλλετε όμως του κατάγματος την ηδονή…
ΑΓΟΡΙ: Την αναπληρώνουμε με το επιτύμβιο περιτύλιγμά σας που σας μεταφορτώνει σ’ όλη σας την ζωή…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Ένας ανήρ πρέπει να ’ναι ο κυματοθραύστης στην προβλήτα μας που στις διαφορετικές φάσεις μας τον έχουμε ασπασθεί…
ΑΓΟΡΙ: Ένας ανήρ θα χρειασθεί μια γυνή με την οθωμανική διπλωματική…
[Ζωγραφίζει με το πινέλο της γλώσσης του μια καραβέλα στο αιδοίο της.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Οδυσσέα του έρωτα πότε την Μασσαλία σου θα βρεις;
ΑΓΟΡΙ: Εδώ έχει προσανατολισθεί και αγκυροβοληθεί…Απ’ τον λιμενοβραχίονά σου υποχωρούν οι απόβλητες λέξεις της ζωής…Ανερμάτιστες…Εκτός λόγου και προτάσεων…Βουβές…Περίλυπες….
ΚΟΡΙΤΣΙ: Το σπέρμα σου πήγαν να συναντήσουν στην τιθήνη της γης…
ΑΓΟΡΙ: Που ’να ’ναι άραγε το σημείο G;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Αυτό το ερώτημα έπρεπε να ’χε θέσει στον Οιδίποδα η Σφίγγα…Ο λόγος σου είναι συνώνυμος της απορίας σου…
ΑΓΟΡΙ: Είναι οι σκιές μου που βλέπει και που στους άλλους δεν μπορεί να μεταδώσει τι έχει συμβεί…Αν όμως είχε συμβεί αυτό, ο Οιδίποδας Τύραννος δεν θα ’χε γίνει της Θήβας και αιμομείκτης…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Η γλώσσα σου είναι η αλήθεια…
ΑΓΟΡΙ: Δεν είναι διχαλωτή….
ΚΟΡΙΤΣΙ: Όχι… Δεν είναι διχαλωτή… [Αμφίθυμη.]
ΑΓΟΡΙ: Τον κόλπο σου με τις νεολογιστικές τεχνουργίες της εκβιάζει…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Δεν θα με βιάσεις;[Προσποιείται πως ολοκληρώνει στο στόμα του. Εκείνος θ’ αποτραβηχθεί και με μια πετσέτα προσώπου καθαρίζει τα χείλη.]
ΑΓΟΡΙ: Εγώ μαζί με τον διπλότυπό μου εαυτό;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Στους τρεις φαλλούς οι δύο δωρεή…[Βάζει τα τρία δάχτυλα του αριστερού της χεριού στο στόμα της ως ένα είδος πεολειχίας, μιμούμενη την Μαντόνα στις φωτογραφίες του Σεξ και του Ερότικα.]
ΑΓΟΡΙ: Μήπως δεν σου αρκούν δύο και τρίποδες θα ’θελες να σου ’χαν προικοσυμφωνηθεί;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Τρεις οίκοι μέσα μου…Τα μυστήρια του σύμπαντος και οι κέλευθοί του δυο φαλλούς ως μηδενικά τους θεωρούν…
ΑΓΟΡΙ: Καλλίτερο όμως και απ’ το τίποτε…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Το τίποτε είναι διάφορο του μηδενός…Το μηδέν εξακολουθεί να ενυπάρχει στην αλγεβρική…
ΑΓΟΡΙ: Και η λέξη τίποτε στον κόσμο της γραμματικής είναι υπαρκτή…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Το μηδέν όμως αν και ανύπαρκτο χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα στις συναλλαγές της αριθμητικής….
ΑΓΟΡΙ: Το σχήμα του μηδενός στο περίγραμμα του αιδοίου σου έχει προβλεφθεί…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Μ’ αυτό αρχίζει η προπαιδεία και η αριθμητική…Ενώ το τίποτε…
Στο τίποτε υπάρχει…
ΑΓΟΡΙ: Πάντως έχει σεπτά γράμματα έξι ….
ΚΟΡΙΤΣΙ: Σαν την λέξη φαλλός μήπως;
ΑΓΟΡΙ: Η λέξη φαλλός δεν έχει το γιώτα, μήτε το έψιλον…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Ούτε το ταυ όπως λέμε ταπεινότητα…
ΑΓΟΡΙ: Το τίποτε έχει όμως το γράμμα πι όπως λέμε πύλη…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Η πύλη της ηδονής μου δεν έχει ακόμη από εσένα εκπορθηθεί…
Ούτε καν το πρόπυλό μου…
ΑΓΟΡΙ: Έχει και το γράμμα έψιλον όπως Έρως ο αυτοδιαλογιστικός… [Πελαστικός και της δίνει ένα καταιονιστικό φιλί, ενώ σε λίγα δευτερόλεπτα θ’ απομακρυνθεί.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Όμως έχει το γράμμα όμικρον η λέξη φαλλός…Ψάχνει λεκτικές και οπτικές οπές στης στοάς μου τα βάθη…
ΑΓΟΡΙ: Ο Ευρίπους της αγάπης…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Ο Άξεινος Πόντος που λαχτάρησε το "ευ ζην"… [Το κορίτσι το αγόρι πλησιάζει και το πέος του με το δεξί του χέρι αγκαλιάζει.]
ΑΓΟΡΙ: Λήγει όμως η λέξη φαλλός στην σιγμοειδή γραφή….
ΚΟΡΙΤΣΙ: Εννοείς στην σιγμοειδή ζωγραφική…
ΑΓΟΡΙ: Ναι, στην σιγμοειδή…[Φανερά ερεθισμένος απ’ το χειρωνακτικό παιχνίδι με το χέρι.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Το δέρας του φαλλού σου σε κονιορτό κοντεύει να μεταβληθεί απ’ την έξαρση και την έφεση μου την παροξυστική….
ΑΓΟΡΙ: Δεν βλέπεις τον κίονα τον φλεβωτό μου;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Σφύζει από θέληση για ζωή…[Γονυπετής βάζει το στόμα της στον φαλλό του και του κάνει μια εντός αποκλίσεων απολογία.]
ΑΓΟΡΙ: Τον μελανίτη του λόγου σου στην Μεσόγειο των παθών μου νιώθω ως Σκανδιναβός….
ΚΟΡΙΤΣΙ: Η σμίλη της ανιχνεύει το απειροελάχιστο σωματίδιό της στην πορεία της για το Άγνωστο….
ΑΓΟΡΙ: Οι τοιχογραφίες της Πομπηίας…[Τα μάτια του σε ανατρεπτική κλίση απ’ τον θώκο τους λόγω της ακατάσχετης ηδονής.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Με τα πολύπτυχά της πορνεία…
ΑΓΟΡΙ: Και τους σάτυρους…. Να που ο φαλλός σχημάτισε στην οριενταλιστική μας ζωγραφική το γράμμα φι.
ΚΟΡΙΤΣΙ: Εκεί που αρχίζει ο πόθος σταματάει ο λόγος για ν’ ανασάνει στα πευκόφυτα αγροκτήματά του…[Συνεχίζοντας πάντα στον λόγο του αγοριού την πεολειχία.]
ΑΓΟΡΙ: Μ’ αυτό τ’ όπλο σου δίνω την ζωή…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Χωρίς τα οιστρογόνα μου είναι ένας μανδραγόρας νεκρός….
ΑΓΟΡΙ: Δεν θέλεις πια να σε βιάσω;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Αν είναι να νιώσω περισσότερο απ’ ότι είμαι Μητέρα Τερέζα…[Γελάει.]
ΑΓΟΡΙ: Άμωμη με δύο φαλλούς στον Σαρωνικό σου ή κλίμακες σε ασυμφωνία στο ελληνόφωνο σου….Συνέχισε το έργο σου το αγαθοποιό…[Της εκβιάζει το κεφάλι της να γίνει το τρίτο του σώμα-στεφάνι.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Νιώθω στο στόμα μου τις κρηναίες σου λέξεις….
ΑΓΟΡΙ: Είναι Αλιμούσιες και Θουκυδίδειες για ν’ αποφεύγω της ηδονής την λιμωδία…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Βιταμίνες της ψυχής εκρρέονται για του παγετωνικού μου πόνου τον λιμό….
ΑΓΟΡΙ: Κατάπιε την υπερηφάνειά μου…Ναι...Καταβρόχθισέ την….
ΚΟΡΙΤΣΙ: Το κλαδί σου από ανύπαρκτο έγινε κλαδάκι…
ΑΓΟΡΙ: Και τα δόντια σου έγιναν τα φυλλαράκια του για να του καλύπτουν την αιδημοσύνη από μπαμπού…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Δεν θέλεις να το βλέπει ο ήλιος;
ΑΓΟΡΙ: Όχι, γιατί θα το διασπάσουν τα ζώα που παίζουν παιχνίδια…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Φαλλός όπως φόβος….Φοβάσαι τα παιχνίδια…
ΑΓΟΡΙ: Τα παιχνίδια που δεν ελέγχω; Πολύ…Τα παιχνίδια που εξετάζω; Σχεδόν ποτέ…[Με ύφος καθηγητού πανεπιστημίου.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Της μαθητιώσας νεολαίας τον παλμό εδώ θ’ αφουγκρασθώ…
ΑΓΟΡΙ: Είδες πως η Καμπάλα τα χείλη σου σαλεύει σε οξύτονους χορούς…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Το άνθος σου τον ίμερο για τις λέξεις μου φυλλομετρεί…
ΑΓΟΡΙ: Η επιδιδυμίδα βλέπεις….
ΚΟΡΙΤΣΙ: Είναι ο ασκός του πνεύματός σου…
ΑΓΟΡΙ: Το πνεύμα είναι όμως ακατάστατο και άτακτο….
ΚΟΡΙΤΣΙ: Το ξέρω ότι μ’ έχεις απατήσει μ’ άλλα κορίτσια…
ΑΓΟΡΙ: Κάθε αιδοίο διαφέρει στην οσμή, στην υφή, στα ιδιότυπα εξωγενή και εσωστρεφή χαρακτηριστικά του, στα λεξικά του και στις αντιδράσεις του…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Η ευρυζωνικότητα είναι η επίλυση στο πρόβλημά του…
ΑΓΟΡΙ: Πόρπες γραμματικής θαλάσσης είναι οι άνεμοι του πάθους σου που μου χαιρετίζουν το κατάρτι…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Οι σειρήνες είναι όντα με αρμονικές μελωδίες…
ΑΓΟΡΙ: Γι’ αυτό ο Όμηρος προτιμούσε την απαγγελία στο έπος…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Εν τούτοις όμως οι σειρήνες του έδωσαν ρυθμό…
ΑΓΟΡΙ: Υπέκυψε ο λόγος του στον τόνο τον φεμινιστικό τους…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Οι εικονοπλασίες των λέξεών του είχαν επενεργητικώς χαρακτήρα διαχρονικό…
ΑΓΟΡΙ: Φαλλός όπως φιλοσοφώ…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Στο αλφάδι του έρωτά σου οπισθοχωρώ…
ΑΓΟΡΙ: Θέλω μαζί σου να συνουσιασθώ….[Την πλαγιάζει κάτω και ενώπιον του κοινού ενσωματώνει στο αιδοίο της τον φαλλό του, αφού χτυπάει τρεις φορές τα δεξιά εξωτερικά του τοιχώματα μ’ αυτό και τ’ αριστερά άλλες τρεις.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Αλχημιστικός λογότυπος - παλμός…
ΑΓΟΡΙ: Τώρα το κερί μου ανάβει με το φως του την συναγωγή σου τη νεκταριακή…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Ναι…Ναι….Η μύτη σου δίνει αναπνοή στην φυλλωσιά της δικής μου εκπνοής…Το πνεύμα σου το δικό μου ηλεκτροδοτεί ….Ναι…Πάλλεται ως την τάφρο μου την ινδική…
ΑΓΟΡΙ: Διαμάντια τα μάτια σου και τυρκουάζ η μιλιά σου…[Με πιο αλκαία ορμή ως σταυροφόρος ροδοσταυρίτης.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Τα φρύδια σου του σουφιστικού μου ορίζοντα η γραμμή….
Τα χείλη σου το διαστημικό όχημα για την σελήνη…Ο λαιμός σου ένας σκλήθρος
από οφίτη…Οι τρίχες στο στήθος σου τα μυστικά του δάσους…
ΑΓΟΡΙ: Νύμφη των δασών, Αμφιτρίτη των πελάγων…Τα μάγουλά σου αγροί από ρόδα σπαρτοί και απ’ τα φιλιά μου θεριστοί…[Την φιλάει και στα δύο μάγουλα.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Επικαρπωτή της τιτάνιάς μου γης…
ΑΓΟΡΙ: Σ’ επινοικιάζω για τον Ιούλιο της καρδιάς μου..
ΚΟΡΙΤΣΙ: Κεραίες της Αρκάνα τ’ αυτιά σου…
ΑΓΟΡΙ: Τράπουλα είναι η ζωή και το πρόσωπό σου σ’ όλα τα χαρτιά μου προσκυνώ…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Φουλ του άσσου…
ΑΓΟΡΙ: Ο δρυμός στην ήβη σου, φύκια στο Ικάριό μου που με προειδοποιούν απ’ τις σμέρνες του μυαλού σου να περιοδολογώ… H πηγή της προέλευσης της ανθρωπότητας του Κουρμπέ…Τέχνη και ποίημα σε δίοδο φωτορεαλιστική…Δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν είσαι φωτογραφία ή αυτοπεριφερειακό ποίημα της ζωής …
ΚΟΡΙΤΣΙ: Είναι επειδή το σώμα μου είναι ένα έργο - σταθμός στην ιστορία της τέχνης και το θρόισμα των φύλλων των Νοεμβριανών θυμίζουν στην γη πως κάθε τέλος έχει μια άλλη αρχή…
ΑΓΟΡΙ: Και όχι γιατί στον ήλιο οι δενδροειδείς δεν είναι αρεστοί;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Έχει το άρωμά της κάθε εποχή και εσύ απ’ την Μελιά δεν απέχεις πολύ…
ΑΓΟΡΙ: Κάθε Δηρός οδηγεί στο επίκεντρο της γης…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Κάθε κέντρο μάθε πως θα ’χει και το απόκεντρό του…Τα αισθήματά μου είναι οι ρίζες των κλαίουσων ιτιών…
ΑΓΟΡΙ: Δεν διαφαίνονται όμως πως φθάνουν εις τα έγκατα της γης…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Όπως και οι φουσκάλες των ονείρων μου που σε είχαν φαντασιωθεί και την λόγχη σου εδώ και παρατατικό…
ΑΓΟΡΙ: Μετά την ξηρασία επελαύνει η υγρασία…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Και μετά την ανυδρία τα πάθη της χειλικής μας συγχορδίας…
ΑΓΟΡΙ: Μέσα απ’ τα κλάσματά μας θ’ ανεύρουμε την αλήθεια της ζωής…
Τα χιόνια Ελοχίμ τα δικά σου και τα δικά μου εκπροσωπούν την αναμόρφωση του σύμπαντος που δεν εμπεριέχονται στο κενό…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Το κενό αν και το ’χουμε εντός μας είναι ανερμήνευτο…
ΑΓΟΡΙ: Ανήκει στου Αγνώστου το αδράχτι και αν το Άγνωστο είναι το πνεύμα,
τότε εμείς είμαστε τα πιόνια του που ψυχανεμιζόμαστε την παρουσία του…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Παρόλα αυτά η ύλη που αναπαράγουν τα ωάρια της μήτρας μας και τα σπέρματά σας εμπεριέχουν την έννοια του κενού που όταν συνενωθούν θ’ αποδώσουν την ζωή…
ΑΓΟΡΙ: Κύτταρα σε ασυνέχειες με κενά ζωής…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Πέρασες Ιάσωνα τις Συμπληγάδες Πέτρες…
ΑΓΟΡΙ: Δεν ξέρω αν θα ’θελα να τις προσπεράσω, αλλά να διερευνήσω την ορυκτολογία τους και την ψυχολογία τους σε απροσδόκητες αντιδράσεις…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Ο λόγος σου μεγάλωσε το ραβδάκι σου που ’γινε ραβδί…
ΑΓΟΡΙ: Σωστό ραβδί…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Τελικά ο έρως είναι μιας Θεουργίας Γκοέτια ραβδί…
ΑΓΟΡΙ: Και οι εκλάμψεις στα στήθη μου καρδιακά άνθη…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Μια μαργαρίτα βλέπω πάνω απ’ τα χείλη σου…
ΑΓΟΡΙ: Και εγώ μέσα σου θέλω στους Δελφούς σου να φθάσω…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Για να μην γίνεις αδελφός…Το βρήκες νομίζω το σημείο G…Πιο δυνατά…Ναι…[Αναστενάζει απ’ την θαλπωρή της ηδονής.]Ω….Παράδεισος….
ΑΓΟΡΙ: Εσύ η Τσιτσιολίνα και εγώ ο Τζεφ Κουνς….Η τέχνη της πράξης της σεξουαλικής για τους οφθαλμοπόρνους, για το φιλοθεάμον κοινό και τους πουριτανούς, ώστε να υπερσκελίσουν τα αισθητικά τους ταμπού ˙ πρόξενοι σύγχυσης στα σύνορα πορνό και φωτογραφίας με τρόπο μινιμαλιστικό… Βρίσκεις τον Παράδεισο…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Στο μέγιστο κοινό πολλαπλάσιο…Συνέχιζε εσύ την αγαθοεργία σου στην ευαγγελική μου σχολή…Ναι…Ναι…
ΑΓΟΡΙ: Σ’ εμάς τους άνδρες η ηδονή είναι σαν τον καφέ της στιγμής…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Καλά να πάθετε που γεννηθήκατε άνδρες…[Το αγόρι την καβαλικεύει τώρα πιο άγρια και συνοφρυωμένο.]Δείξε μου τι αξίζεις στο κρεβάτι αγόρι αγριωπό…Ναι.. Ναι…Θα ’θελα να παγώσω αιωνίως τούτη την στιγμή…
ΑΓΟΡΙ: Αν είχες τις ιδιότητες και τις γνώσεις μιας φωτογραφικής… Έχεις τόσο στο υπουργείο εσωτερικών όσο και στο εξωτερικών σου ιδρώσει…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Είμαι πρεσβευτής ίππων πολλών…
ΑΓΟΡΙ: Εγώ μάθε πως είμαι η τροχαλία σου…Και βλέπω των φαντασμάτων σου τα ίχνη ως υδρατμούς απ’ τον κόλπο της μήτρας σου να μαγειρεύουν τον άρτο μου σε θερμοκρασία δωματίου…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Το στόμα σου ένας οίνος ακολασίας στο δείπνο των φαντασιώσεών μου τον κόκορα που κολυμπάει μέσα μου με παναίολα χρώματα επιτοιχίζει…
ΑΓΟΡΙ: Μ’ έχεις ψήσει με την ηλιακή Λύρα των υποβολιμαίων σου προτάσεων…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Αυτό είναι λίγο πιο κάτω απ’ τον λαιμό και η συναίσθηση του φεγγαριού μου ανάμεσα στα στήθη…
ΑΓΟΡΙ: Θα χρειασθώ επίδεσμο και ιατρό, ώστε στον διαγωνισμό μαγευτικής οινομαγειρικής να σε προφθάσω…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Εκεί που ’χεις φθάσει καλά είναι…Λιώνει της κόλασής μου ο πάγος…
ΑΓΟΡΙ: Ο κριός μου σε αναστροφή στο στόμιο της λαγνείας σου σε πολιορκεί…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Τα δίδυμα χείλη μου πάντα θα χαιρετούν τον ταύρο σου…
ΑΓΟΡΙ: Νιώθω τον φαλλό μου πλημμυρισμένο απ’ τις διφθόγγους των παρενθέσεων σου των νοσταλγικών…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Η σονάτα του σεληνόφωτος…
ΑΓΟΡΙ: Πολλές οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Και πιο λίγες οι νηνεφελωμένες ημέρες….
ΑΓΟΡΙ: Στου καμβά σου την ζωή σ’ ένα ολοκλήρωμα σε ολίγες στιγμές θα ’χω προβεί…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Σε περιμένω για να τελειώσουμε μαζί της ζωής την πράξη …
ΑΓΟΡΙ: Ναι.. Ναι…Τελείωσα…[Σηκώνεται από πάνω της, ενώ πετάει το προφυλακτικό στο κοινό.] Όποιος είναι τυχερός τούτο το προφυλακτικό ας πιάσει γιατί για σεξουαλικό γάμο θα γίνει οιωνός….[Σηκώνεται και το κορίτσι το οποίο πετώντας έναν μαρκαδόρο προς αυτό κοιτάζει και ’κείνο το κοινό.]
ΚΟΡΙΤΣΙ: Ζωγραφίσατε κάτι μ’ αυτό το προφυλακτικό για να λάβετε αυτόγραφο μετά απ’ αυτό!
ΑΓΟΡΙ: Θέλουμε να σας κάνουμε καλλιτέχνες του σεξ και αυτοσχεδιαστές…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Σας αγαπούμε πολύ…[Τους δίνει φιλιά στον αέρα αλλά και με τα χέρια.]
ΑΓΟΡΙ: Σας αγαπούμε πολύ…[Τους δίνει φιλιά στον αέρα αλλά και με τα χέρια.]
[Φιλιούνται στο στόμα και αγκαλιάζονται.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΤΕΛΟΣ
Sponsored
💖 Find Your Perfect AI Girlfriend
Ready for a unique connection? Meet your dream AI girlfriend who understands you, shares your interests, and is always there for intimate conversations. No judgment, just pure companionship!
💋
Steamy chats and intimate moments, available 24/7
💝
Personalized girlfriend who adapts to your desires
✨
100% private & secure - what happens here, stays here
🔥 Special Offer: Start Your Journey Today! 🔥
lets-arelis
Oct 23, 2019
atlantis greek version
ΑΤΛΑΝΤΙΣ
ΑΡΕΛΗΣ/ARELIS
ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ
Ο Γκέοργκ Μπάλερ σπούδασε φιλολογία στην Γερμανία. Αυτό δεν στάθηκε ενάντιο στην ενασχόλησή του με την συγγραφική τέχνη που κατ’άλλους είναι τέχνη στην κοινή γνώμη όμως παραμένει ένα λειτούργημα πολλάκις κερδοφόρο ενίοτε όμως ταυτιζόμενο με την απομόνωση και την δυστυχία που συνοδεύει όλους τους καλλιτέχνες από την εποχή του Προπατορικού Αμαρτήματος λόγω της άρνησής τους να υπαχθούν στην χειρωνακτική εργασία προτιμώντας αυτήν του πνεύματος γνωστής και ως πνευματονακτικής εργασίας και δίχως να σημαίνει ο εν λόγω αφορισμός την ενασχόληση με ταπεινότερου τύπου εργασίες για την αναδίφηση κόσμων που ούτε θα φαντάζονταν να εκδιπλώνονται στον ορίζοντα της φαντασίας που συνταυτίζεται με την μνήμη του αγνώστου και που ξεδιπλώνει τα ντουλάπια της με την ανιδιοτέλεια που χαρακτηρίζει η αγάπη του Θεού για τα πλάσματά του. Η συγγραφική τέχνη είναι η κατεξοχήν χειρωνακτική τέχνη έστω και αν η Τεχνολογική Επανάσταση με τα δώρα της αμφισβήτησε τον ρόλο της και την σημασία των αγαθών που προσφέρει στο ασυνείδητο τμήμα των κατόχων της.
Είναι εξάλλου στην συγγραφική τέχνη εξοβελιστέα κάθε άρνηση λόγου αφού κάθε τμήμα του είναι ευλογημένο από το Θείο που διαχωρίζει τον άνθρωπο ως δίποδο από το τετράποδο το οποίο στερείται όχι συναισθημάτων αλλά της αξιοποίησης του λόγου με την μορφή της προοπτικής του πολιτισμού ως εξύμνησης του θριάμβου του Θεού που ακολουθεί την ρήση ¨ο,τι είναι αδύνατο για τον άνθρωπο, τα πάντα είναι δυνατά για τον Θεό¨. Εξάλλου η διπολικότητα είναι απλούστερη μορφή διεκδίκησης δικαιωμάτων από την τετραπολικότητα που εξανδραποδίζει τα ζώα διασπώντας τις δραστηριότητές τους δίχως να τους διοχετεύει την έννοια της απλούστερης γνώσης που τροποποιεί τα πάντα. Η μονοπολικότητα ανήκει στον Θεό που ενώνει τα πάντα έχοντας και την δύναμη να τα διαχωρίζει ενώ εκ του παραλλήλου συγχωνεύει την διπολικότητα, την τετραπολικότητα ή και την πολυπλοκότητα όλων των ειδών του ζωικού βασιλείου.
Η συγγραφική τέχνη εμπεριέχει κωδικούς, ερμηνευτικούς, αναλυτικούς, γραμματικούς, εξωγλωσσικούς, παραφραστικούς, μεταγλωσσικούς που στοχεύουν πάντα στην συγκίνηση και στην εξύψωση του πνεύματος με απώτερο σκοπό την συνένωση με το Θείο. Άλλοι το βλέπουν ως επάγγελμα με όρους εμπορικούς και ενδεχομένως στην αμερικανική αντίληψη ο συγγραφέας είναι και κινούμενο αστέρι που προβάλλεται ενώ υποβάλλει με το μέγεθος της αξίας του τα ιδανικά του χωρίς να υποβαθμίζει την ποιότητα της τέχνης του που είναι διδακτέα μέσω σεμιναρίων από ειδικούς ενώ στην ουσία εξυπηρετεί ανάγκες εμπορικού ενδιαφέροντος με όρους μάρκετινγκ.
Η προώθηση βιβλίων με την έννοια της ανάπτυξης εξυπηρετείται από την συνέχεια των βιβλίων σε τόμους αριθμημένους ωσότου το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού εκπέσει και το δομημένο χαρτί σε υλοποιημένο προϊόν να καταλήξει σε κάδους ανακύκλωσης. Στην Ευρώπη επικρατεί ο τύπος του συγγραφέα που είναι διανοούμενος, διάγοντας έναν λιτό τρόπο ζωής, σεμνύνοντας μακριά από τα φώτα της προβολής και της διασημότητας που υπερεκθέτει τις μυστικές πτυχές της ζωής του στο αναγνωστικό κοινό. Η εμπορικότητα της συγγραφικής τέχνης στην Ευρώπη είναι επιθυμητέα όχι όμως το ποθεινό ζητούμενο, ενώ η πτώση της αγοράς βιβλίων του υποδεικνύει και μια απόδειξη αξίας πως δεν ανήκει στον συρμό της πλειονότητας αλλά αναγνωρίζεται η πολυτιμότητά του από την έλλειψη ανάγνωσης ή και την απουσία αναγνωστών σαν τα βραβεία λογοτεχνίας που δίδονται περισσότερο ως ένα ανάχωμα στα περισσότερα και ολιγότερο ως ένας έπαινος τιμής για την χρήση του λόγου.
Σε ηπείρους όπως η Αφρική και η Ασία, η λογοτεχνική πένα θεωρείται ταμπού και καταραμένη από τον Θεό γι’αυτό και τόσοι πολλοί εμιγκρέδες συγγραφείς όπως ο Μπέι Ντάο ή ο Σάλμαν Ράσντι διάγουν την ζωή τους στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Αμερικής ή της Ευρώπης για το δικαίωμα της έκφρασης που υποτίθεται πως είναι αυτονόητο σε αυτές στα σπάργανά του μα πολυτέλεια στις χώρες προέλευσής των. Η δε αποδημία συσχετίζεται και με τις πολιτικές διώξεις που ενυπάρχουν στα αυταρχικά καθεστώτα της Αφρικής ή της Ασίας. Η συγγραφική τέχνη δεν προϋποθέτει την αρετή του συγγραφέως αλλά άλλοτε την απαιτεί ως ένα είδος ασκητικής ενώ ενίοτε βρίσκεται σε φάση αγνωσίας για τους εκπροσώπους της. Μπορεί λοιπόν να διαχωριστεί η συγγραφική τέχνη ή δραστηριότητα κατ’άλλους – ενώ ως λογοτεχνία απαντάται μόνον στους εκπροσώπους της για τους επίδοξους συναδέλφους τους ως τιμητικός τίτλος- στο ρεαλιστικό της πρόσωπο που περιλαμβάνει την αφήγηση, την διήγηση, την διαλογική της μορφή, την διαβάθμιση των συναισθημάτων από τα συμφραζόμενα στην αποτύπωση της ελλόγου μορφής της, στο δομικό της που περιέχει τα γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα που αφαιρούν ή προσθέτουν ένα είδος ποιητικότητας σε εκείνη, την παραγραφοποίηση, την επιλογή των λέξεων για την σωστή διακύμανση του χειρισμού του συναισθηματικού κόσμου του αναγνώστη, τις προτάσεις που δίνουν νόημα στις διάσπαρτες λέξεις και τέλος στο ιδεαλιστικό τμήμα της που περιλαμβάνει μέσω των παραμυθιών που παραδίδεται ένα είδος προσευχής προς τον Θεό για την υλοποίηση των ιδεών και την καθαρότητα του λόγου στις προθέσεις και στα ουράνια τόξα του.
Η συγγραφική τέχνη προϋποθέτει πάντα το ταλέντο αλλά ακόμη και αν αυτό δεν ευρίσκεται έχει τους τρόπους της να το δημιουργεί μέσω των πολύ καλών επιλογών λογοτεχνικών κειμένων τα οποία απορροφιούνται από τα αδηφάγα μάτια των συγγραφέων αποκομίζοντας βαρύτιμα δάνεια και κληρονομική λογοτεχνική παράδοση ανεκτίμητης αξίας. Το δε ταλέντο προέρχεται πάντα από τον Θεό και τους θεούς που τον υπηρετούν στο ασυνείδητο των συγγραφέων που ονειροπολούν το ιδανικό. Το ιδεαλιστικό δε τμήμα όταν λαμβάνει υπ’όψιν του και τις ιστορικές συνθήκες με την προοπτική της αλλαγής μέσω ενάρετων στοιχείων κατορθώνει να αλλάζει τον ρου της ιστορίας και τότε ομιλούμε για ενεργητικό ισοζύγιο.
Μετά από αυτή την αναγκαία αλλά λυσιτελή παρέμβαση για την λογοτεχνία και τους εκπροσώπους της που περιτριγύριζε τον νου του Γκέοργκ εκείνο το βράδυ στο Palo Alto της Καλιφόρνιας ο ίδιος αποφάσισε να έχει συναντήσεις με τον καθηγητή μυθολογίας στο Μπέρκλεϋ, Τζον Άνταμς, σε καθημερινό επίπεδο για την συγγραφή ενός βιβλίου που σχετιζόταν με την χαμένη Ατλαντίδα γιατί η έννοια του απολεσθέντος και η αίσθησή του είναι πιο άλκιμες από την κατάκτηση ακολουθώντας την λογική του Επιταφίου του Περικλή στην δημηγορία του για τον τρόπο σκέψης των Αρχαίων Αθηναίων οι οποίοι όπως και όλοι οι άλλοι Έλληνες είχαν έλθει σε πρόσκρουση με τους κατοίκους της Ατλαντίδος πάντα κατά την έποψη των ιδίων λόγω μεγίστης ανηθικότητας.
Οψίας γενομένης εκείνου του χειμώνος, ο Γκέοργκ είχε ανάψει τρία κεριά στο γραφείο του σαν να ανέμενε πως με την επίσκεψη θα γινόταν το τρίτο μέρος της μύησης με το δεύτερο απών και με την προσδοκία της μελλοντικής γνωριμίας που δεν προδικάζει το τυχαίον ή το άτυχον της ζωής ή της μοίρας. Το κουδούνι χτύπησε γύρω στις 9 το βράδυ και ο Γκέοργκ δεσμεύθηκε εξαπίνης γιατί είχε ξεκινήσει την γραφή του για την Ατλαντίδα. Ως αίλουρος περπάτησε από το γραφείο του προς το σαλόνι το οποίο χωριζόταν με ορθογώνιο διάδρομο.
«Καλησπέρα σας… Δεν με περιμένατε κύριε Μπάλερ;» , ρώτησε ο Τζον Άνταμς με ύφος καθηγητού πανεπιστημίου ενώ επανατοποθετούσε τα γυαλιά του σε ευπρεπέστερη θέση σκουπίζοντας και τα υποδήματά του στο πράσινο χαλάκι με τον ροζ ελέφαντα που πλαισίωνε το Ταζ Μαχάλ.
«Δεν περίμενα πως θα έλθετε τόσο σύντομα κύριε Άνταμς… Δεν έχω συνηθίσει απόγονους του Αμερικανού Προέδρου να επισκέπτονται την οικία μου…», είπε ο τριαντάχρονος Γκέοργκ κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση προς τον υψηλώς ιστάμενο καλεσμένο του.
Εκείνος τον προσπέρασε και άφησε το παλτό του και την ομπρέλα του στον χώρο της ιματιοθήκης που διέθετε ο Γκέοργκ γελώντας αμήχανα. Ο Γκέοργκ τον οδήγησε στο γραφείο και ο Τζον Άνταμς βρήκε μια αναπαυτική πολυθρόνα την οποία νυμφεύθηκε προσκαίρως όχι τόσο από τον φόβο της απώλειας λόγω άλλου ιδιοκτήτη όσο από την τέρψη της στιγμής που δεν απολογείται σε τίποτε και σε κανέναν.
«Να υποδυθώ την Αρχαία Αθήνα και εσείς την Ατλαντίδα;», ρώτησε ο Γκέοργκ καθώς καθόταν στην πολυθρόνα του γραφείου του και ανάβοντας ένα πούρο όχι τόσο από εθισμό όσο από στάση αμηχανίας στην Κιβωτό των Γνώσεων που εκπροσωπούσε ο καθηγητής Άνταμς που χαμογελούσε περισσότερο από έκδηλη τυπικότητα και ολιγότερο από συναίσθηση του χιούμορ και κατά συνέπειαν υϊοθέτησής του από τον Μπάλερ.
«Τι θα θέλατε να μάθετε για την Αρχαία Ατλαντίδα;», ρώτησε με οικιοθελή παραχώρηση ο καθηγητής.
«Τα πάντα!», ανεφώνησε ο Γκέοργκ.
«Η Ατλαντίδα, αγαπητέ μου φίλε, αν και απουσιάζει ο καθηγητής Louis Belon που διδάσκει Αρχαία Ελληνική Ιστορία στο Berkeley, υπήρξε ένα νησί που επέκτεινε την κυριαρχία του στην Ευρώπη ως την Τυρρήνη και στην Αφρική ως την Αίγυπτο και την Λιβύη…», είπε ο καθηγητής και έπιασε το αξύριστο γένι των τριών ημερών του οποίου οι ρίζες μελανές έμοιαζε να εκπροσωπούσαν τους πρέσβεις της Ατλαντίδος που απευθύνονταν ή καθοδηγούσαν τον καθηγητή για τις απαντήσεις που έπρεπε να δώσει στον επίδοξο συγγραφέα. Το μουστάκι του έμεινε αλώβητο από αυτή την διαδικασία.
«Απέτυχαν πουθενά;», ρώτησε χαμογελώντας περίεργα ο Τζον Άνταμς.
«Δεν κατέλυσαν την Αρχαία Αθήνα όπως ο Πλάτων στον Τίμαιο μας μαρτυρεί, ενώ οι Αρχαίοι Αθηναίοι με την γενναιότητά τους απέκρουσαν τους Άτλαντες και έσωσαν πολλούς λαούς που ήταν εντός των Ηράκλειων Στηλών», είπε με διαβεβαιωτικό τρόπο ο καθηγητής εξετάζοντας με το δεξί μάτι εξονυχιστικώς την βιβλιοθήκη του Μπάλερ που δέσποζε ως background.
«Τους ρώτησε κανείς αν ήθελαν να σωθούν;», ρώτησε ο Γκέοργκ χασκογελώντας και συμπλήρωσε « φυσικά και αστειεύομαι!». Ο καθηγητής σε αυτό το σχόλιο ξερόβηξε για να κατευθύνει τον Γκέοργκ Μπάλερ στην θέση του μαθητή και ούτε καν φοιτητού αφού ήταν υποχρεωμένος να μάθει την προπαίδεια της Ατλαντίδος προκειμένου να γράψει το βιβλίο που αναζητούσε.
«Το θέμα είναι πως χάθηκε η Ατλαντίδα σε μία ημέρα και νύχτα φρίκης με αλλεπάλληλους σεισμούς και κατακλυσμούς…», με ύφος σώφρονος καθηγητού του οποίου πρυτανεύει πάντοτε η λογική.
«Φαίνεται δεν θα τιμούσαν καθόλου τον Εγκέλαδο και γι’αυτό εκείνος αποφάσισε να τερματίσει την ιστορία τους εγκαινιάζοντας την πολλαπλή σεισμική δραστηριότητα ίσως και ηφαιστειακή ώστε με την λάβα να καούν και να δημιουργηθούν και ηφαίστεια. Από την άλλη, ούτε τον Ποσειδώνα τίμησαν και αποφάσισε να τους πνίξει στην βροχή και στο δάκρυ… Γνωρίζουμε πού είναι η θέση της;», με αληθινή περιέργεια ρώτησε ο Γκέοργκ σημειώνοντας σε ένα χαρτί που είχε μπροστά στο γραφείο του έναν γάιδαρο/ημίονο και έναν πύργο.
«Άλλοι την ταυτίζουν με την Γροιλανδία και την Ισλανδία, άλλοι με την Αγγλία και την Ιρλανδία, μερικοί με την Αμερική… Κάποιοι άλλοι πως τω όντι καταποντίσθηκε στον Ατλαντικό Ωκεανό… Δεν υπάρχει κανένας λόγος πειστικός περί απόρριψης ή μη των θεωριών που προείπαμε. Και ξέρω τι σκέφθεσθε…»., είπε με σαρδόνιο χαμόγελο ο καθηγητής στον Γκέοργκ που ταλανιζόταν για την ορθότερη απάντηση στα αιώνια ερωτήματά του.
«Τι;», ρώτησε με ενδεές ύφος ο Γκέοργκ και πλησμονή αξιόχρεη.
«Ποια από όλες τις παραπάνω θεωρίες είναι σε ισχύ…».
«Μα πώς το γνωρίζατε;», ρώτησε με αφέλεια αποφοίτου νηπιαγωγείου ο Γκέοργκ.
«Τα μάτια δεν λένε ποτέ ψέματα αγαπητέ μου φίλε… Ποτέ … Τόσο τα μάτια που ατενίζετε τον κόσμο όσο τα μάτια της ψυχής σας…», απάντησε νηφάλια ενώ βυθιζόταν ολοένα και πιο νωχελικά στην θέση του.
«Είσαστε σίγουρος ότι δεν ζήσατε στην Ατλαντίδα με τον Δορυφόρο του Άρη, τον Δείμο;», είπε ο Γκέοργκ ζωγραφίζοντας αυτή την φορά μια ελιά.
«Αν είχα ζήσει, θα σας το έλεγα αγαπητέ μου φίλε;», απάντησε ερωτώντας για να φοβηθεί περαιτέρω ο φίλος του συγγραφέας ενώ συμπλήρωνε: «Η λογοτεχνία θέλει αρετή και τόλμη για όποιον ασχολείται μαζί της έχοντάς την ως μοναδική ερωμένη όπως έλεγε ο Ελύτης».
«Σίγουρα κύριε Άνταμς έχετε δίκαιο… Δίχως τόλμη δεν μπορεί να παραχθεί λογοτεχνία… Από την άλλη όμως το όπλο του συγγραφέα είναι ο νους του, το πνεύμα του, η ηθική του και κυρίως το προσωπικό του στυλ», είπε ο Γκέοργκ κοιτάζοντάς τον με τρόμο σχεδιάζοντας όμως συγχρόνως ένα ελάφι.
«Σήμερα που απουσιάζει ο κύριος Μπελόν θα σας διδάξω τις γνώσεις μου για την Ατλαντίδα», με ύφος ρητοροδιδασκάλου ανταπάντησε και έσβησε το πούρο του στο χαρτί του έκπληκτου Γκέοργκ.
«Δεν νομίζω να σας διατάραξα την καταγραφή των απογόνων σας;», ρώτησε ο Τζον Άνταμς και σηκώθηκε πλησιάζοντας το τζάκι με γυρισμένη πάντα την πλάτη του προς τον Γκέοργκ.
«Τι θα θέλατε να μάθετε; Ήταν δυτικά του Γιβραλτάρ γι’αυτό η Ισπανία και το Μαρόκο έριξαν για την κατοχή του… Είχαν αφήσει και εκεί τα ίχνη τους οι Άτλαντες».
«Ήταν ευλογημένη από τον Θεό Άτλαντα;», ρώτησε ο Γκέοργκ πετώντας το πούρο στο τασάκι που βρισκόταν πάντα δεξιά από το χαρτί των χειρογράφων που κοσμούσε το γραφείο του.
«Ήταν˙ γι’αυτό και οι κάτοικοί της όπως και εκείνος βαστούσαν στους ώμους και στα χέρια τους τον Ουρανό και η ενασχόλησή τους με τα άστρα και την Θεϊκή γνώση ήταν ατελεύτητη. Τους προσέλκυε η πνευματικότητα και λιγότερο η φιλοπεριέργεια. Η αθωότητα, η γλυκύτητα του χαρακτήρα, η φιλικότητα, η γενναιοδωρία, ο σεβασμός, η εγκρατής και αναλόγως των περιστάσεων αυστηρότητα, η ηθική, η αυτοσυγκράτηση, η αδυναμία του ταλαίπωρου, η φιλοδοξία, η λεπτομέρεια, η οργάνωση του χάους, η δεκτικότητα και η αρετή οποιουδήποτε πράγματος. Αυτά τα χαρακτηριστικά εκτιμούσαν οι Άτλαντες σε έναν άνθρωπο προκειμένου να τον κάνουν υπήκοο της χώρας τους», είπε με βλοσυρό ύφος ο καθηγητής και κοιτάζοντας την φωτιά στο τζάκι που μεταμόρφωνε τα μάγουλά του σε πορτοκαλεώνες συμπληρώνοντας: «Κάποιοι λένε πως η Ατλαντίδα δημιουργήθηκε από την απολίθωση του Άτλαντα σε βουνό μόλις αντίκρισε το κεφάλι της Μεδούσης από τον Περσέα… Δεν μπορώ να λάβω θέση…».
«Εσείς που είσαστε τόσο ειδικός επί της Ατλαντίδος δεν μπορείτε να λάβετε θέση για ένα τόσο συγκεκριμένο ζήτημα;», ρώτησε με ειρωνικό τρόπο και με φολίδες δηκτικότητας ο Γκέοργκ σχεδιάζοντας ένα φίδι στο χαρτί για να συντροφεύσει τις υπόλοιπες φιγούρες.
«Αν λάβω, θα φανεί ότι υπήρξα ο Άτλας και τον σφετερισμό ή την ιδιοποίηση τούτου του ρόλου δεν την επιθυμώ… Μπορώ όμως να σας ενημερώσω πως η Ατλαντίδα είχε εύφορες πεδιάδες που τις είχε ευλογήσει ο Ποσειδών ενώ περιβαλλόταν από διαδοχικούς κύκλους στεριάς και θάλασσας για να είναι απροσπέλαστη…», είπε ο καθηγητής δίχως να αποφασίσει την περιστροφή που θα τον εξανάγκαζε σε μετωπική συνουσία με την ματιά του Γκέοργκ, μια τακτική που δεν επιθυμούσε γιατί θα πρόδιδε την αλήθεια του κατόχου της, ενώ ο αποκρυφισμός είναι το καλύτερο δώρο της έξαψης της περιέργειας ως ένα είδος επίκλησης οι ψυχές των Ατλάντιων κατοίκων να προσελκυσθούν από την ψυχή του Γκέοργκ και να του λύσουν άπασες τις απορίες.
«Οι Ατλαντίδες λέγεται πως την είχαν επίσης ευλογήσει…», είπε ο Γκέοργκ σχεδιάζοντας αυτή την φορά ένα ιστιοφόρο πλοίο ίσως σαν τις καραβέλες που απέστειλε η βασίλισσα της Ισπανίας Ισαβέλλα με αρχηγό τον Κολόμβο για την Ανακάλυψη της Αμερικής.
«Εσπερίδες… Πλειάδες… Ουρανίες… Είχαν τοποθετηθεί ψηλά στον ουρανό για να ευλογούν τους κατοίκους της Ατλαντίδος… Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, σας διαβεβαιώνω γι’αυτό… Η Αλκυόνη, η Κελαινώ, η Μερόπη, η Ηλέκτρα, η Ταϋγέτη, η Αστερόπη, η Μαία ευλογούσαν την Ατλαντίδα ενώ οι πιθανές μητέρες τους έδιναν σε όλους τους κατοίκους της των γνώσεων το χρίσμα… Η Εσπερίδα, η Πληϊόνη και η Αίθρα… ΕΠΑ… ΕΠΑ… ΕΠΑ…», επανέλαβε τρις ο καθηγητής σαν να έκανε μια μυστική επίκληση στις αθάνατες ψυχές των αρχαίων Ατλάντων.
«Μου άρεσαν οι διαδοχικοί κύκλοι… Απροσπέλαστη… Πλούσιοι, πολιτισμένοι και προοδευμένοι…», είπε ο Γκέοργκ σαν υπνωτισμένος σχεδιάζοντας ένα φοινικόδεντρο στην περιοχή του Λιβάνου.
«Ήθελαν να τονίσουν την κυκλικότητα της ιστορίας τους: ότι θα επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα όσο υπάρχει το συναίσθημα των ανθρώπων που συμβολίζουν τα κυκλικά ποτάμια που περιέβαλαν τα νησιά τους ως ένα είδος προστασίας από τις εχθρικές επιδρομές άλλων λαών», είπε ο καθηγητής και έριξε ένα ξύλο στο τζάκι για να δυναμώσει την φλόγα που τρεμόσβηνε.
«Να ομιλήσουμε κύριε καθηγητά για τις δυνατότητες των Ατλάντων σήμερα;», ρώτησε ο Γκέοργκ ζωγραφίζοντας ένα λιοντάρι στο σχέδιο ενώ στην ουσία δημιουργούσε μια ασυναίσθητη πύκνωση σχεδίων ακολουθώντας όχι περίπλοκες μεικτές τεχνικές- που θα έκαναν το σχέδιό του εμπεριστατωμένο μεν αλλά πολυεπίπεδο – αλλά μολύβι σε χαρτί που εύκολα με γόμα μπορεί να αποσβεσθεί.
«Θέλετε τις δυνατότητες των Ατλάντων και όχι την τεχνολογία τους κύριε Μπάλερ; Πολύ σωστή τακτική… Θα την ακολουθήσω και εγώ όταν έλθει η ώρα…», είπε ο καθηγητής απομακρυνόμενος από τον καύσωνα του τζακιού και ξανακαθήμενος στην πολυθρόνα του χαϊδεύοντας τους ώμους της…
«Αυτή σίγουρα είναι μια θερμότερη αγκαλιά από τις συνηθισμένες των Ατλάντων…», παρατήρησε ο Γκέοργκ ενώ σχεδίαζε μια σκηνή νομάδων στο ασυνάρτητο νοημάτων χαρτί του.
«Θέλετε τις δυνατότητες; Ξέρω λοιπόν τι σκέφθεσθε…».
«Τι σκέπτομαι;», ρώτησε ο Γκέοργκ με ειρωνεία παιδιού.
«Ότι δεν γνωρίζω ποιες είναι οι δυνατότητές της…», είπε ο καθηγητής και χαμογέλασε με μορφασμό.
Ο Γκέοργκ στην προφορική αυτή διακοίνωση άφησε το μολύβι του να πέσει στο κενό.
«Δεν είναι δυνατόν! Μα πώς μπήκατε στο μυαλό μου κύριε καθηγητά; Μήπως ήσασταν και εσείς στην Ατλαντίδα και υπήρξατε εξέχον μέλος της;», ρώτησε με αληθινό Δείμο αυτή την φορά ο Γκέοργκ και έμοιαζε να ανησυχούσε πως η απορία του μπορεί και να έβρισκε απάντηση.
«Ακόμα και αν ήμουν αγαπητέ, δεν θα σας το απεκάλυπτα ποτέ γιατί και η μυστικοπάθεια ήταν ένα χαρακτηριστικό των κατοίκων της Ατλαντίδος. Μυστικοπάθεια για τους αμύητους εις την ιστορία της και στην εμπέδωση των αρχών και των κανόνων της. Πάντως η αλαζονεία σας διεκόπη κατακλυσμιαίως και αυτό είναι ενθαρρυντικό γεγονός», είπε ο καθηγητής και πήρε στα χέρια του το χαρτί που σχεδίαζε ο Γκέοργκ από το γραφείο του δίχως την έγκρισή του.
«Ζωγραφίζετε πολύ καλά με το μολύβι στο χαρτί…», είπε ο καθηγητής και χαμογέλασε ιωνικά.
«Σας ευχαριστώ πολύ για τα τερπνά σας λόγια», ανταπάντησε ο Γκέοργκ.
«Το μολύβι είναι ένα υλικό που το σβήνει η γόμα ξέρετε…».
«Ναι, ξέρω… Δεν είναι σαν το λάδι σε μουσαμά με χρώματα ή σαν τα ακρυλικά που τα φθείρει ο χρόνος και όχι η παρέμβαση του ανθρώπινου χεριού μέσω εργαλείων εφεύρεσης απάλειψης τέτοιων τεχνικών».
«Οι Άτλαντες με την δύναμη του νου τους ένα τόσο ισχυρό υλικό όπως η γόμα θα το έσβηναν διαπαντός από τον χάρτη ενώ το μολύβι ως σχεδιαστικό μέσο θα είχε την ίδια τύχη με τον αφέντη του».
«Απίστευτο!», αναφώνησε ο Γκέοργκ τω όντι ενδεής για την τύχη τόσο των σχεδίων του όσο και του δημιουργού του και το έλαβε από τα χέρια του μήπως καταλήξει να έχει παρόμοια τύχη.
«Με φοβάσθε ή περισσότερο φοβάσθε την δύναμη των Ατλάντων;», ρώτησε ο καθηγητής και ο Γκέοργκ πετάχθηκε από την θέση του στο άκουσμα του ρολογιού πως η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα.
«Δεν σας φοβάμαι!», είπε ο Γκέοργκ σαν πληγωμένο κουτάβι και άρχιζε να σχεδιάζει έναν ανατέλλοντα ήλιο αφού έλαβε πίσω το χαρτί που του είχε υπεξαιρέσει ο καθηγητής.
«Ξέρετε πως το σχέδιο με τον σχεδιαστή έχουν σχέση αρμονική με την έννοια πως η προσωπογραφία εξεχουσών μελών της κοινωνίας από έναν ταπεινό ζωγράφο περιέχει και στοιχεία της ταπεινότητάς του; Η απόσταση μοντέλου και απεικονίσματος φανερώνει όχι μόνο πόσο μακριά από την αρετή της τέλειας απόδοσης είναι ο ζωγράφος αλλά και τα εκδηλούμενα χαρακτηριστικά του πάνω στον πίνακα. Υπό αυτή την έποψη, μαζί με το σβήσιμο του σχεδίου με μια ματιά μπορεί να σβηστούν και τα εξεικονιστικά χαρακτηριστικά του δημιουργού που πάντοτε ενυπάρχουν ˙ όμως η τέλεια απόδοση τα σβήνει από το μετερίζι της για να μην υπάρχει ο κίνδυνος των Ατλάντων. Ο κίνδυνος της ατέλειας που προτυπώνει εθνολογικά, φυλετικά ή και ιδιωτικά χαρακτηριστικά του δημιουργού. Οι γυναίκες από το Αλγέρι, επί παραδείγματι, του Ντελακρουά απεικονίζουν Αλγερινές, στην ουσία όμως είναι Αλγερινές που είναι Γαλλίδες και Γαλλίδες με στοιχεία της ψυχοσύνθεσης του καλλιτέχνη», είπε σε ευφάνταστο τόνο ο καθηγητής Άνταμς βλεφαριάζοντας επικίνδυνα το υποτιθέμενο θύμα του που ήταν τα σχέδια του Γκέοργκ επί χαρτιού.
«Ευτυχώς που δεν υπήρχε προσωπογραφία στα εν λόγω σχέδια…», είπε ο Γκέοργκ ελαφριά ιδρωμένος από την επιτυχία της αποφυγής της τιμωρίας σε περίπτωση ανίχνευσης λαθών από ισχυρότερους εκείνου.
«Μην ανησυχείτε… Και τα ζώα όπως η έλαφος έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Όχι οποιαδήποτε. Τα δικά σας… Αυτά πρέπει να ανιχνεύσετε και να διορθώσετε αν θέλετε να γλυτώσετε από την μήνι των Ατλάντων…», είπε ο καθηγητής συμπληρώνοντας: «Πήγε μεσάνυχτα. Πρέπει να πηγαίνω και εγώ για να μην νομίζετε ότι θα σας επιτεθεί απόψε κάποιος Άτλαντας».
«Δεν μου αναφέρατε όλα τα χαρακτηριστικά και τυπικά γνωρίσματα του χαρακτήρα των Ατλάντων…», είπε σε υπομνηματικό λόγο ο Γκέοργκ ενώ σχεδίαζε έναν ταύρο που ανερχόταν σε ερμαϊκή στήλη. Ο καθηγητής Τζον Άνταμς γέλασε σε αυτή την υπενθύμιση εκδηλώνοντας ένα αίσθημα ατόφιας αυτοπεποίθησης σαν αυτή που υιοθετεί το διπλωματικό σώμα τόσο σε επίπεδο πρεσβειών όσο και σε επίπεδο αποστολών.
«Οι κάτοικοι της Ατλαντίδος εκτιμούσαν το μεγαλειώδες στην λογοτεχνία… Επίσης ήταν πρόσωπα που είχαν έντονη την συναίσθηση του καθήκοντος και που υιοθετούσαν την επίθεση ως τακτική πολέμου για να μην βρεθούν ποτέ σε στάση αυτοάμυνας… Αγαπούσαν κάθε τι σπάνιο, τρομερό και ασυνήθιστο για να το επεξεργάζονται και να το κατεργάζουν ως υλικό σε λείο αντικείμενο που δεν υπόκειται στην έννοια της κατεδάφισης. Τους άφηναν ασυγκίνητους η απάθεια, η αναισθησία, η αγένεια, η εκδίκηση και η έπαρση… Τους άρεσε τόσο ο θαυμασμός των άλλων αλλά άλλοι ήταν ερωτευμένοι με τον εαυτό τους και τις ινδαλματικές του προτυπώσεις που αποκρυσταλλώνονταν σε σταλαγμίτες γνώσεων των μυστικών της γης… Τους άρεσε η πολύ καλή αίσθηση του χιούμορ και τα ανέκδοτα παρά την αποκρυφιστική τους μανία προκειμένου να διαχειρίζονται τα επίγεια ζητήματα με μέτρο, λογική, ευπρέπεια, ευαισθησία και διορατική επιβολή… Δεν λειτουργούσαν με την προοπτική του παρόντος αύριο αλλά εργάζονταν για την επόμενη φάση μετενσάρκωσης ώστε με βάση τα σημερινά δεδομένα να τα εξελίσσουν σε νόρμες λογικής που καθορίζουν τόσο το μέλλον αυτής της ζωής όσο και της επόμενης. Η ειδικότητά τους ήταν η έννοια της μεταμόρφωσης και της μετεξέλιξης του ανθρώπινου είδους για να προσεγγίσει τα θεϊκά γένη…», είπε ο καθηγητής και έβγαλε ένα δεύτερο πούρο από την τσέπη του.
«Φαντάζουν πολύ ιδεαλιστικά όλα όσα πίστευαν οι κάτοικοι της Ατλαντίδος…», είπε ο Γκέοργκ και ζωγράφισε έναν λύκο κοντά στο φίδι που είχε φιλοτεχνήσει πρωτύτερα.
«Ιδεαλιστικά γιατί ο πολιτισμός τους πίστευε στα ιδανικά και στα ιδεώδη… Σε αντίθεση με άλλους λαούς οι κάτοικοι της Ατλαντίδος πίστευαν σε ένα είδος ανεξιθρησκείας που δεν βασιζόταν σε καμιάς λογής φανατισμό αλλά έδραζε στην πεποίθηση πως ο άνθρωπος είναι το πρόσωπο του Θεού στην γη και πως η λατρεία του σε αυτόν ισοδυναμούσε με την αγάπη προς τον Θεό και τους υπόλοιπους θεούς… Οι κάτοικοι της Ατλαντίδος περιφρονούσαν τους λαούς που προσπαθούσαν να επιβληθούν σε αυτούς και δεν είχαν και κανένα πρόβλημα να διαφημίσουν την κακή πλευρά του εαυτού τους σαν τα διαφημιστικά που προηγούνται των ταινιών στους χώρους των σινεμά… Οι Άτλαντες προσπαθούσαν να βρουν τρόπους διατήρησης της νεότητας…», είπε ο καθηγητής Τζον Άνταμς περιπαίζοντας με τα χείλη του το δεύτερο πούρο σαν λιμένας προστασίας.
«Νιότη… Μεγάλη αμαρτία σαν γηράσκεις να διατηρείς την νιότη… Να είσαι αιώνια νέος, σαν τον αντίποδα του Τιθωνού που θέλησε να ζει αιωνίως αλλά λησμόνησε να ζητήσει από τους θεούς και την αιώνια νιότη… Να είσαι νέος με δέρμα και μαλλιά τριαντάχρονου όταν είσαι ογδόντα και σώμα εικοσάχρονου αθλητή… Μεγάλη αμαρτία για την χριστιανική ηθική αυτή η πρόταση γιατί εμπεριέχει μια πυγμή αλαζονείας απέναντι στον Χρόνο που τα πάντα διαφεντεύει…», είπε ο Γκέοργκ ενώ σχεδίαζε έναν ανατέλλοντα ήλιο ανάμεσα στο ελάφι και στο φίδι.
«Τω όντι! Οι κάτοικοι της Ατλαντίδος είχαν βρει τα μυστικά της αιωνίας νιότης με ένα ελιξίριο που όποιος το έπινε δεν χρειαζόταν να το ξαναπιεί… Γινόταν αιώνια νέος και όμορφος μέχρι τον θάνατό του… Εξάλλου πολλοί παραπονιούνται στον Θεό γιατί ενώ έδωσε την δυνατότητα ο άνθρωπος να ζει βιβλικές ηλικίες δεν προσέδωσε στο ανθρώπινο γένος το δώρο της ευδαιμόνου νιότης αλλά και την σωματική νιότη… Μεγάλο σκάνδαλο να είσαι ογδόντα ή ενενήντα ετών και να έχεις το κορμί και το πρόσωπο ενός εφήβου… Ξέχασα να σας πω πως στους κατοίκους της Ατλαντίδος άρεσαν πολύ τα σκάνδαλα κάθε λογής… Η δυσφήμηση ήταν η καλύτερη κατ’αυτούς διαφήμιση…», είπε ο καθηγητής ενώ κάπνιζε αρειμανίως το πούρο και καλοέβλεπε και την πίπα που κείτονταν στο γραφείο ορφανή θυμίζοντας τον πίνακα του Μάγκριτ πως αυτό δεν είναι πίπα.
«Μην ξεχνάτε κύριε καθηγητά πως η διαφήμιση αφορά άτομα που δεν έχουν καθιερωθεί με την δυνατότητα αυτή… Άτομα διακεκριμένα και διάσημα δεν χρειάζονται ούτε διαφήμιση ούτε δυσφήμηση…», είπε ο Γκέοργκ χαμογελώντας με τυπική ευγένεια και αφήνοντας την δυσαρέσκεια διάχυτη στον αέρα.
«Πολύ οξυδερκής η παρατήρησή σας κύριε Μπάλερ αλλά δεν νομίζω πως ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία των Ατλάντων… Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή ανενημερώσεως…».
«Ή και εξημερώσεως κύριε καθηγητά», είπε ο Γκέοργκ και κοιτάζοντας εναλλάξ πούρο και πίπα σχεδίασε ένα λιοντάρι που βρυχάται.
«Οι κάτοικοι της Ατλαντίδος ήταν εξημερωμένοι… Μην έχετε ουδεμία αμφιβολία γι’αυτό και σας υπερτονίζω πως φρόντιζαν για την εξημέρωση όλων των ανθρωπίνων ειδών και γενών που δεν απέχουν πολύ από τα ζώα…», είπε ο καθηγητής και άρπαξε με το δεξί την πίπα που στεκόταν στο γραφείο ως μοναχή στο τάγμα των Καρμηλιτών ή των Ουρσουλίνων και συμπλήρωσε λέγοντας με νόημα: «Οι κάτοικοι της Ατλαντίδος δεν φοβούνταν να δημιουργούν σκάνδαλα και γεγονότα… Ήταν αναπόφευκτη η σύγκρουσή τους με τους Αρχαίους Έλληνες οι οποίοι τελικώς τους απέκρουσαν όπως σας προείπα… Ιδεολογικό χάσμα τους διεχώριζε… Οι κάτοικοι της Ατλαντίδος δεν διακρίνονταν για την σεμνότητα, την λιτότητα των λόγων και των πράξεών τους. Τουναντίον ήταν πομπώδεις, μεγαλόστομοι, χρησιμοποιούσαν πλούσια σχήματα λόγου για να εντυπωσιάσουν το κοινό τους που έμενε έκθαμβο από την ευγένεια και την ευφράδεια ή κατ’άλλους ελευθεροστομία που άγγιζε την ελευθεριότητα λόγου… Στα Ακασικά Αρχεία κρυβόταν όλη η γνώση του κόσμου… Πάντοτε κατέφευγαν σε αυτά για να δούνε όχι μόνον τι έγινε στο κοντινό παρελθόν αλλά και στο μακρινό ώστε να αποφεύγουν τα λάθη τους αλλά και να αναχαιτίζουν τα μυστικά σχέδια των αντιπάλων τους…», είπε ο καθηγητής πετώντας το πούρο με το στόμα του στον κάδο και χρησιμοποιώντας την πίπα συμπλήρωσε: «Εσείς έχετε επισκεφθεί τα Ακασικά Αρχεία ποτέ στην ζωή σας;».
«Όχι…», απάντησε ο Γκέοργκ με αιδώ σαν να μην είχε πράξει κάτι πολύ σωστό στο απώτερο παρελθόν.
«Και ούτε πρόκειται φίλτατέ μου Γκέοργκ γιατί οι υποθέσεις είναι για πολύ λίγους και για ακόμη λιγότερους πώς να τα χειρίζονται…».
«Δεν θα μάθω και για την μαγική σφαίρα που συμβουλεύονταν οι Άτλαντες για να πληροφορηθούν επί παντός επιστητού φαινομένου ή γεγονότος που απασχολούσε την καταρραπτέα σκέψη τους;», είπε ο Γκέοργκ και σχεδίασε στο χαρτί μια πύλη ανάμεσα στο λιοντάρι και τον ταύρο.
«Ώστε έχετε γνώση για το επίμαχο ζήτημα;», είπε ο καθηγητής με απορημένο ύφος που ελλοχεύει η αδυναμία της ακμής της πυγμής του και συνέχισε να καπνίζει την πίπα του γλείφοντας το σημείο επαφής του με τον καπνό θυμίζοντας ένα Ινδιάνικο τελετουργικό για την επίκληση πνευμάτων της Φύσης.
«Αυτή η σφαίρα κύριε καθηγητά είναι το πιο αξιοσημείωτο και σημαντικό μυστικό που υπήρξε για τον πολιτισμό της Ατλαντίδος… Δείχνει τόσο το παρελθόν εχθρών και φίλων αλλά και στιγμιότυπα ατόμων της Ατλαντίδος και των κατοίκων της που συσχετίζονται με αυτούς όπως οι περικοκλάδες με το δένδρο ως κύριο κορμό…», είπε ο Γκέοργκ και σχεδίασε κάτω από την πύλη μία κρήνη που ανάβλυζε το ύδωρ της αιώνιας νιότης και της αθανασίας που δεν γεύθηκε ποτέ ο Αλέξανδρος ο Μακεδών παρά μόνον ο μάγειρας και η θυγατέρα του.
«Αυτή η κρυστάλλινη σφαίρα δείχνει και τον ενεστώτα χρόνο όσο και τον μέλλοντα απορροφώντας τις μνήμες όσων στιγματίσθηκαν από γεγονότα προηγούμενων ζωών και για τους οποίους τα γεγονότα της γης τους χάραζαν ανεξίτηλα στην ψυχή. Αυτή η σφαίρα έχει την δυνατότητα ν’αντανακλά στο περιβάλλον την ψυχή εκείνου που την προσεγγίζει και τις ιδιότητές της», είπε ο καθηγητής και συνέχισε να καπνίζει το πούρο του.
Το φως της σελήνης που λαμπύριζε στο μεγαλύτερο μέρος του δωματίου αφού η μοναδική πηγή φωτός σε αυτό ήταν η φωτιά στο τζάκι που τρεμόσβηνε όπως οι μικρές νεραϊδούλες των δασών που ταυτίζονται με τις πυγολαμπίδες στην λειτουργία του φωτός παρουσίαζε διακοπές από τα γεωμετρικά και κατάμαυρα σύννεφα που συνουσιάζονταν μαζί της μόνο κατά τα φαινόμενα γιατί στην ουσία αυτός ο πίνακας τέχνης στηριζόταν στην έννοια της ψευδαίσθησης με οροφή το ίδιο το φεγγάρι που απέχει από την γη μίλια μακριά πολλώ δε μάλλον με τους εραστές της τα σύννεφα που αποτελούσαν το εξώφθαλμο ρεαλιστικό στοιχείο του για την διάκριση νατουραλισμού και υπερρεαλισμού.
Όσο δε για τα περίκεντρα στοιχεία του πίνακα που φιλοξενούνταν ως δευτεραγωνιστής στο γραφείο του Γκέοργκ Μπάλερ τα κλαδιά των δέντρων διέκοπταν τις εστίες φωτός σε αυτό αλλά επιπροσθέτως έδιναν την αίσθηση βίντεο αρτ εκείνο το δεκεμβριάτικο βράδυ χτυπώντας αρειμανίως τα τζάμια του παραθύρου που βρισκόταν ακριβώς πίσω από την καρέκλα που καθόταν. Ήχοι απόκοσμοι δίχως μουσική λειτουργία ή έστω μέρος μιας μουσικής συνθέσεως εκεί που τα συμφωνικά στοιχεία των τραγουδιών αποτελούν και ένα μέρος της ψυχοσύνθεσης και της ιδιοσυγκρασίας του καλλιτέχνη με αυξανόμενο και προοδευτικό βαθμό. Εκεί που η μουσική αποτελεί μια οργανωμένη έκφανση του ανθρωπίνου πολιτισμού υποτάσσοντας τους αρχέγονους ήχους της Φύσης σε αγαστή συνεργασία μεταξύ των αλλά και σε σύζευξη με την σύγχρονη τεχνολογία που επεξεργάζεται το ακατέργαστο δίνοντάς του ολική υπόσταση, συντροφικότητα και τέλος ύπαρξη σε πολιτιστικό επίπεδο για να επιδοθεί στον καταναλωτή ή σε ευρεία μαζική κατανάλωση για χρηματοοικονομικούς σκοπούς πρωτίστως και δευτερευόντως για τον εξευμενισμό των κακών πνευμάτων που κυβερνούν την γη αλλά πολύ περισσότερο την ζωή των ανθρώπων σε άυλο επίπεδο, ανεπαίσθητο και ελάχιστες φορές σε επιστητό από τους ίδιους τους ανθρώπους.
Βαρύς ο ίσκιος των κλαδιών στο τηλαυγές φως της σελήνης και ακόμη βαρύτεροι οι γδούποι που επιτελούσαν σαν ένα είδος πρόσκλησης σε αρχέγονη μάχη Αφρικανών πολεμιστών που τόσο με τα ταμ-ταμ τους είναι έτοιμοι να φοβίσουν τον εχθρό όσο και με τις ιαχές τους.
Ο Γκέοργκ Μπάλερ παρατηρούσε απτόητος τα λεπτά που μεσολάβησαν ώσπου να ξαναξεκινούσε ο διάλογος που είχε αναπτύξει με τον καθηγητή, τον ίσκιο των κλαδιών που χάιδευε τον τοίχο πάνω από το τζάκι δίχως να βλέπει άμεσα το υποκείμενο της πράξης βιώνοντας την απαρεμφατική του μορφή δίχως να είναι άδηλο το υποκείμενο ή σε άλλη πτώση από την προβλεπόμενη. Ατάραχος συνέχισε την συζήτηση.
«Δεν θα μου μιλήσετε και για το δαχτυλίδι;», ρώτησε εμφανώς αστειευόμενος τον καθηγητή.
«Το δαχτυλίδι της παντοδυναμίας εννοείτε;», ρώτησε ο καθηγητής συνοφρυωμένος.
«Ναι, αυτό το δαχτυλίδι…», ανταπάντησε ειρωνευόμενος την αμηχανία του καθηγητή.
«Αυτό το δαχτυλίδι σε κάνει αθάνατο… Όχι υπό την άποψη της καθαρής αθανασίας αλλά απέθαντο στα μάτια του κόσμου…», είπε ο καθηγητής συνεχίζοντας να καπνίζει την πίπα του ακίνητος στην καρέκλα.
«Ήξερα ότι με αυτό το δαχτυλίδι διακτινίζεσαι… Μπορείς να ταξιδεύσεις σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου… Ανά πάσα στιγμή θελήσεις… Μαγεμένος και συνεπαρμένος από την δύναμη του φανταστικού δαχτυλιδιού».
«Σε όποιο μέρος θελήσεις; Είσαστε σίγουρος; Στα έγκατα της γης; Εκεί που είναι διάπυρα τα μέρη της γης;», ρώτησε τώρα ειρωνευόμενος τον Γκέοργκ Μπάλερ ο καθηγητής Τζον Άνταμς.
«Δεν είναι όλα τα μέρη της γης στα έγκατά της διάπυρα… Υπάρχουν μυστικές δίοδοι που οδηγούν στο κέντρο της που εδράζει ο Θεός και που πολύ ολίγοι έχουν την ευκαιρία να τον δούνε από κοντά και να τον ψηλαφίσουν για να αποδειχθούν άξιοι συνεχιστές της διδαχής του Θωμά», είπε ο Γκέοργκ και σχεδίασε έναν ιερέα στην πύλη.
«Το δαχτυλίδι της παντοδυναμίας πιστεύετε ότι οδηγεί σε αυτές τις μυστικές διόδους που μόνον ολίγοι και εκλεκτοί μπορούν να διαβούν;».
«Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο αυτό…», απάντησε με περισσή αποφασιστικότητα ο Γκέοργκ και συνέχισε: «Ποιες άλλες λειτουργίες έχει αυτό το δαχτυλίδι πιστεύετε; Προσέξατε… Μην μου πείτε ψέματα.. Έχω έλθει διαβασμένος…».
«Νομίζω, αν και δεν είμαι διόλου σίγουρος γι’αυτό, πως έχει την δυνατότητα να μεταφέρει τον κάτοχό του σε οποιαδήποτε στιγμή του παρελθόντος ή του μέλλοντος θελήσει δίχως γεωγραφικό περιορισμό…», είπε ο καθηγητής ενώ κοίταζε επιμόνως το δαχτυλίδι που φορούσε ο Γκέοργκ Μπάλερ.
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας δεν άργησε να συνειδητοποιήσει πως ακουσίως το δαχτυλίδι του έπαιρνε τον πρώτο ρόλο στο θεατρικό έργο που ανέβαζε με δευτεραγωνιστή τον ίδιο και τριταγωνιστή τον Τζον Άνταμς. Έτσι δεν άργησε να το κουνήσει κυκλικά με το χέρι του σιγά-σιγά και να το τοποθετήσει στην ταμπακέρα.
«Γιατί αποκρύψατε το δαχτυλίδι σας;», ήταν η άμεση απάντηση του καθηγητή στην ανενόχλητη πράξη του Γκέοργκ Μπάλερ που εξεδήλωνε περισσότερο μια κατάσταση επίπονης αμηχανίας με μειωμένα αντανακλαστικά που προσπαθούσε να καλύψει την γκάφα της με χοντροκομμένο τρόπο δίχως να έχει δεύτερη δίοδο διαφυγής.
«Μήπως ανήκει στα δαχτυλίδια παντοδυναμίας που διέθεταν οι Άτλαντες;», ρώτησε επιμόνως ο Τζον Άνταμς και σηκώθηκε από την θέση του για να χαϊδεύσει την βαλσαμωμένη άρκτο που βρισκόταν δεξιά του τζακιού.
«Σας διαβεβαιώνω πως τίποτε τέτοιο…», απάντησε με μυστικοπάθεια ο Γκέοργκ Μπάλερ και έκρυψε την ταμπακέρα στο συρτάρι του γραφείου του. Συνέχισε λέγοντας: «Πού είχαμε μείνει; Α, ναι… Όποιος έχει το δαχτυλίδι μπορεί να ταξιδεύσει στο παρελθόν ή στο μέλλον… Μπορεί να αλλάξει το παρελθόν ή το μέλλον; Ενδεχομένως ναι…».
«Μπορεί να αλλάξει το παρελθόν ή το μέλλον οποιουδήποτε ανθρώπου;», ρώτησε ο καθηγητής Τζον Άνταμς με επιπληκτικό ύφος στο γεγονός της απόκρυψης της ταμπακέρας στο συρτάρι του γραφείου.
«Οποιουδήποτε σίγουρα; Αλλά ποιος ενδιαφέρεται για τον οποιονδήποτε; Αυτός ο οποιοσδήποτε πρέπει να είναι κάποιος… Και αν θέλουμε να αλλάξει το παρελθόν του και το κάνουμε τότε αυτό μεταβιβάζεται στο ομαδικό ασυνείδητο και λαμβάνει συγχωροχάρτι από τα αποδεικτικά της λήθης που αποκτάει».
«Με μικρές και συντονισμένες ενέργειες μπορούμε να μετατοπίσουμε το ομαδικό ασυνείδητο ενώ ευρίσκεται σε άγνοια και να το οδηγήσουμε στο επίπεδο συνειδητότητας που εμείς επιθυμούμε παραβλέποντας τις λεπτομέρειες της ιστορίας…», είπε ο Τζον Άνταμς ενώ εξακολουθούσε να χαϊδεύει την βαλσαμωμένη άρκτο και κοιτάζοντας την λεοντοκεφαλή που κρεμόταν δεσποτική στον χώρο.
«Επί παραδείγματι, αν ο κυβερνήτης της χώρας που οδήγησε το Ιράκ στο μακελειό είχε την δυνατότητα να γνωρίζει το πότε και πού θα γινόταν επίθεση τρομοκρατών στην Καρμπάλα και το εμπόδιζε με την δύναμη του δαχτυλιδιού, τότε το ομαδικό ασυνείδητο σήμερα θα ελάφρυνε την ενοχή του και θα ήταν πιο θετικό ως διαμορφωμένη κοινή γνώμη απέναντί του», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ γελώντας σαν κούρος.
«Η κοινή γνώμη δίχως να το γνωρίζει θα άλλαζε άποψη επειδή θα αφαιρούνταν από τον πυρήνα της το αρνητικό γεγονός των σφαγών… Πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση… Θα την σημειώσω σε ένα χαρτί γιατί τα γραπτά μένουν… Και έχω και αδύναμη μνήμη συν τοις άλλοις… Πρέπει να συνοδεύω το μυαλό μου με δεκάδες λεπτομέρειες σημειωμένες στον απόγονο του παπύρου που είναι το χαρτί», είπε ο καθηγητής βγάζοντας από την τσέπη του ένα μικρό τσαλακωμένο χαρτάκι για να σημειώσει το σκεπτικό των λεγομένων του Γκέοργκ Μπάλερ πάνω στο τζάκι.
«Το μέλλον αλλάζει πιο δύσκολα γιατί η ανθρώπινη βούληση είναι θησαυρός που δεν εκτιμάται εύκολα ούτε υπολογίζεται μηχανικά σαν να έχουμε κάποιον ηλεκτρονικό υπολογιστή απέναντί μας. Κανείς δεν έχει αναρωτηθεί για τις δεκάδες τρομοκρατικές επιθέσεις που έχουν αποτραπεί την τελευταία στιγμή στον Δυτικό Κόσμο; Από αυτό το γεγονός αντιλαμβανόμαστε κύριε καθηγητά πως η κοινή γνώμη είναι εύκολα χειραγωγίσιμη… Άβουλο πιόνι στα χέρια των ισχυρών…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ σχεδίαζε μια πύλη στο χαρτί που είχε ενώπιόν του.
«Το μέλλον σίγουρα αλλάζει πιο δύσκολα γιατί το αντικείμενο έχει άπειρες επιλογές μεταξύ των οποίων διαλέγει μία κάθε φορά, την λιγότερο επώδυνη θα έλεγα», είπε συμφωνώντας και επαυξάνοντας στα λόγια του Γκέοργκ Μπάλερ ο καθηγητής και δίνοντας ένα φιλί στην λεοντοκεφαλή με μητρική στοργή.
«Το δαχτυλίδι της παντοδυναμίας τι άλλες δυνατότητες δίνει στον κάτοχό του;», ρώτησε με χαμηλωμένο αυτή την φορά βλέμμα τον καθηγητή Τζον Άνταμς ο Γκέοργκ Μπάλερ.
«Την αδιορατότητα αγαπητέ μου… Να βλέπεις τα πάντα δίχως να σε βλέπει κανείς… Κάθε απατεωνιά, κάθε αδικία…», με βλοσυρό ύφος ο καθηγητής Άνταμς απομακρυνόμενος από την Πύλη των Λεόντων του Μπάλερ.
«Ή να παίρνεις το μετρό ή το λεωφορείο δίχως να πληρώνεις εισιτήριο… Να πηγαίνεις στην όπερα ή θέατρο και να κάθεσαι πρώτη θέση δίχως να πληρώνεις κανέναν θεατρώνη… Να κλέβεις την μαναβική ή τα κρεοπωλεία στις υπεραγορές με την μεταβίβαση προϊόντων σε άγνωστο προορισμό… Να κλέβεις ωρολόγια ή πορτοφόλια στους σταθμούς των λεωφορείων ή στα καταστήματα από ανυποψίαστους πελάτες και να μην γίνεσαι αντιληπτός επουδενί… Ακόμη και όταν μπαίνεις φυλακή να δραπετεύεις μετά ευκολίας…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και άρχισε να χαχανίζει ατελευτήτως.
«Μοιάζει να έχετε διαπράξει όλες αυτές τις αδικίες πλειστάκις εις το παρελθόν και να έχετε επιδοθεί σε κάθε είδους βιαιοπραγία…», είπε ο Τζον Άνταμς με ύφος ακόμη πιο σοβαρό που αρμόζει σε ακαδημαϊκό μεγάλης σταδιοδρομίας.
«Δεν έχω προλάβει ακόμη τω όντι αόρατος να εισέλθω στο κοινοβούλιο και να βιαιοπραγήσω κατά βουλευτών ατιμωρητί και νηποινεί φυσικά…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ γελώντας και σχεδίασε την λέξη ευτυχία ανάμεσα στον λέοντα και στον ταύρο του χαρτιού που πάντα είχε μπροστά του σαν τράπουλα που ως χαρτοπαίκτης όφειλε να τηρεί μπροστά της θρησκευτική ευλάβεια. Συνέχισε σε ακόμη πιο προκλητικό τόνο: «Δεν πρόλαβα ακόμη να πετάξω ως λαθρεπιβάτης σε αεροπλάνο, να αποπλεύσω σε πλοίο ή να ταξιδεύσω παρανόμως σε τραίνο. Το ομολογώ! Είμαι ένοχος…». Σε αποσιωπητικό τόνο τα συμπληρωματικά του λόγια.
«Είναι απαράδεκτο ένας απόφοιτος φιλολογίας όπως εσείς να έχετε υποπέσει σε σωρό παραπτωμάτων που απορρέουν από την κακή χρήση του δαχτυλιδιού της παντοδυναμίας…», είπε ο καθηγητής Άνταμς ενώ χάιδευε ένα αντίγραφο της Αφροδίτης της Μήλου που βρισκόταν κοντά στην Πύλη των Λεόντων.
«Κάθε νόμισμα κύριε καθηγητά έχει την σελήνη και την λίλιθ της… Κάποιοι προτιμούν το φως του φεγγαριού για ρομαντζάδες ή περιπάτους κάτω από την λάμψη του σε αρχαιολογικούς ή μουσειακούς χώρους και άλλοι απομυζούν τα σκοτεινά τριαντάφυλλά της ή τα ερεβώδη πορτοκάλια της ή τα υποχθόνια λεμόνια της… Ξέρετε πως το φως της σελήνης δεν είναι πάντοτε λευκό… Έχει ποικίλες αποχρώσεις σαν τις διαθέσεις των ανθρώπων…», έλεγε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ σχεδίαζε την λέξη κατοίκιση ανάμεσα στο φοινικόδενδρο και την σκηνή των νομάδων.
«Υπάρχουν νόμοι κύριε Μπάλερ… Νόμοι αδυσώπητοι και ενίοτε σκληροί που υπάρχουν για να διακρίνουν την κοινωνία από την ζούγκλα και να είναι η πρώτη σε θέση πολιτιστικής περιοπής… Νόμοι που οφείλουν όλοι να σέβονται και που αν καταπατηθούν η κοινωνία θα υποπέσει στο επίπεδο της πρωτόγονης φύσης της, κάτι που όλοι το απευχόμαστε βεβαίως…», έλεγε ο καθηγητής Τζον Άνταμς ενώ χάιδευε τα στήθη του γυμνού αγάλματος που δεν χειρονομούσε προκλητικώς όπως σε περιοδικά σαν το Focus με την εμφανή σημασία πως οι Έλληνες αψηφούν τους κανόνες και επιδίδονται σε σεξουαλικούς εξτρεμισμούς όπως έδειχνε η χειρονομία της Αφροδίτης –εξάλλου οι σεξουαλικές ακρότητες είναι η ειδικότητα της Κυπρίδας- ενώ από την ελληνική πλευρά αυτή η πράξη θεωρήθηκε ιερόσυλη και προσβλητική για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό δείχνοντας την Αφροδίτη της Μήλου να χειρονομεί σαν αμερικάνος ταξιτζής. Εξάλλου το απώτερο νόημα του εξωφύλλου του Spiegel είναι πως οι θεοί υπερβαίνουν πάντα τα όρια και πως δεν λογοδοτούν σε κανέναν και σε τίποτε. Πολλώ δε μάλλον όταν χειρονομεί ασέμνως η ενσάρκωση του έρωτα, η Θεά Αφροδίτη.
«Δεν αμφισβητώ ότι υπάρχουν νόμοι κύριε Άνταμς αλλά οι πρώτοι που τους καταπατούν είναι οι πολιτικοί… Συνεπώς γιατί να μην καταπατήσεις την υπέρβαση του κανόνα μετενσαρκωμένη σε πολιτικό κάθε λογής;», είπε ο Γκέοργκ ενώ ζωγράφιζε την λέξη μακαρισμός ανάμεσα στον γάιδαρο και το φίδι.
«Υπάρχει ξέρετε, κύριε Μπάλερ, και η κοινωνική αφάνεια αν την έχετε ακουστά από την κακή και συχνή χρήση του δαχτυλιδιού… Άλλη του λειτουργία είναι η υποβολή συναισθημάτων από αυτόν που το φοράει στο υποψήφιο θύμα του… Και χρησιμοποιώ τον όρο θύμα γιατί μου φαίνεται ο πιο δόκιμος», έλεγε ο Τζον Άνταμς ενώ χάιδευε τους γλουτούς του αγάλματος.
«Δεν κατόρθωσα να εμποιήσω εν τούτοις εκ μέρους μου την αγάπη σε εσάς…», είπε ο Γκέοργκ και ζωγράφισε με ανθιστά λουλούδια την λέξη ευτυχία ανάμεσα στον ανατέλλοντα ήλιο και τον πυλώνα…».
«Θα μπορούσατε αν το επιθυμούσατε… Τι πιο ταιριαστό να βλέπαμε τον Ομπάμα να αγαπάει τον Άσαντ, τον Γκαντάφι ή τον Μουμπάρακ μέσω των δαχτυλιδιών παντοδυναμίας», είπε ο Τζον Άνταμς και έδωσε ένα φιλί στα χείλη του αγάλματος που θώπευε.
«Η πολιτική είναι υπεράνω αισθημάτων… Εξάλλου οι επαναστάτες στην Τυνησία, στην Λιβύη, στην Αίγυπτο και στην Συρία χρηματοδοτούνται από την αμερικανική πολιτική ηγεσία για την άνοδο καθεστώτων φιλικά προσκείμενων σε αυτήν με συνεπακόλουθες ευεργετικές συμφωνίες στο πετρέλαιο ή στις πρώτες ύλες που παράγουν και που είναι καρποφόρες», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και σχημάτισε την λέξη κρίση ανάμεσα στο ελάφι και στην ελιά.
«Ίσως τα αισθήματα δεν χωρούν στην πολιτική… Ίσως να έχετε δίκαιο ότι η πολιτική είναι η πιο διεκπεραιωτική των τεχνών», είπε ο Τζον Άνταμς ενώ έπιανε τα στήθη του αγάλματος και αφουγκράζοντάς τα σαν να ήταν ο γιατρός των θεαινών.
Εκείνη την στιγμή μία λάμψη φώτισε συθέμελα το δωμάτιο από την αστραπή που εμφανίσθηκε στον ουρανό σαν ο Δίας ο κεραυνοκτίστης να θύμωσε με την πράξη αυτή του Τζον Άνταμς θεωρώντας την βέβηλη και ιερόσυλη αφού οι θεοί δεν έχουν ανθρώπινο αίμα αλλά ιχώρ στις φλέβες τους κυλάει για να τους ξεχωρίζει από τους ανθρώπους. Την λάμψη επακολούθησαν και άλλες στιγμιαίες που έδιναν στο δωμάτιο την αίσθηση της αμφισβήτησης της εστίας φωτός στο τζάκι ως της μοναδικής που ήταν στην πρωτοκαθεδρία της γνώσης αλλά και την αφή μιας παροχής ηλεκτρικού ρεύματος φυσικού που κλόνιζε τις ρίζες του παγκόσμιου πολιτισμού με τις αποκαλύψεις του σε αυτό. Οι βροντές που ακολουθούσαν τις αστραπές και τους κεραυνούς απλώς επέτειναν το αίσθημα της καθολικής κυριαρχίας του φυσικού φωτός στο σκοτάδι του ανθρώπινου πολιτισμού που συμβόλιζε το γραφείο με το τζάκι.
Το φυσικό φως επεσκίαζε το ελεγχόμενο στο τζάκι δίνοντας την αίσθηση ότι η γνώση έχει την δύναμη να αναγεννιέται στον Καύκασο έστω και παγιδευμένη με τις αλυσίδες των επίπλων και των γραφείων που εκφράζουν την γραφειοκρατία του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.
Η γνώση είναι δύναμη σύμφωνα με μία φιλοσοφική θεωρία αλλά όταν ξεπερνιέται τότε καταντά μία φυλακή για τον ίδιο τον άνθρωπο. Φυλακή γιατί όταν ο άνθρωπος φθάσει στο επίπεδο γνώσης των Θεών και των θεαινών έχει την δύναμη να τους αντιμετωπίσει κατάματα και κατά συνέπειαν να αντιμετωπισθεί επί ίσοις όροις σε ένα δαιδαλώδες τοπίο κανόνων, όρων και ορισμών που δεν είχε ξαναντιμετωπίσει ως τότε. Ποτέ στην ζωή του. Και όταν μπαίνουν όρια σε ανοριακές οντότητες επισείεται η έννοια του σφάλματος σε περίπτωση αψήφησής τους και η συνειδητοποίηση της αμαρτίας που στην αρχαία ελληνική γλώσσα ταυτίζεται με την έννοια της αποτυχίας.
«Λησμόνησα να σας αναφέρω πως το δαχτυλίδι της παντοδυναμίας αλλάζει την μορφή του κατόχου του αν και εφόσον το επιθυμεί… Εξάλλου και οι θεοί στην Ιλιάδα μεταμορφώνονταν σε θνητούς για να μην τρομάξουν τους βροτούς με την μεγαλειώδη εμφάνισή τους αλλά και για να περάσουν τα μηνύματά τους ευκολότερα… Τι είναι ισχυρότερο; Να πεισθείς από τα λόγια κάποιου ομοϊδεάτη σου ή κάποιου που είναι τελείως διαφορετικός από σένα και ευρίσκεται σε συνεχή αντιπαράθεση μαζί σου; Η Αφροδίτη μεταμορφώθηκε σε γνέστρα για να προσεγγίσει την Ελένη…», έλεγε ο Τζον Άνταμς απομακρυνόμενος σταδιακά από το άγαλμα, προαισθανόμενος ίσως την οργή της Φύσης εναντίον του για την υποτιθέμενη ιεροσυλία που διέπραξε.
«Γνωρίζω πως με το δαχτυλίδι της παντοδυναμίας μπορείς να προβλέψεις τους αριθμούς του Λόττο, του λαχείου και των τυχερών παιχνιδιών με αποτέλεσμα να πλουτίζεις πανεύκολα!», έλεγε σε ευφάνταστο τόνο αλλά με χαμηλωμένο βλέμμα ο Γκέοργκ Μπάλερ λόγω αιδούς για την υπέρβαση των ορίων του και ενώ ζωγράφιζε την λέξη αύξηση ανάμεσα στον γάιδαρο και στο λιοντάρι.
«Πιθανώς να έχετε δίκαιο… Έχετε πολύ πλούσιο γραφείο… Με πίνακες από Τζορτζόνε ως Πικασσό… Θα πρέπει να σας κόστισαν μια μικρή περιουσία… Οι απολαβές σας από το δημόσιο είναι πλούσιες;», ρώτησε με περιέργεια ο Τζον Άνταμς ενώ αναδιφούσε έναν πίνακα του Πικασσό από την μπλε περίοδο με θαυμασμό όχι τόσο για το περιεχόμενό του αλλά για τον λόγο ύπαρξής του στο εν λόγω γραφείο.
«Οι απολαβές μου από το δημόσιο είναι μικρές μα σταθερές… Δεν θα είχα αποκτήσει αυτά τα αριστουργήματα αν δεν είχα κληρονομήσει από έναν μακρινό μου συγγενή κάποια κτήματα στην Γαλλία που στοίχιζαν εκατομμύρια ευρώ. Συν τοις άλλοις κληρονόμησα και μεγάλη ακίνητη περιουσία την οποία πούλησα για να μεταφερθώ στο αρχοντικό που με επισκεφθήκατε. Συνεπώς η περιουσία μου δεν έχει ουδεμία μεταφυσική χροιά όπως νομίζετε…», είπε ο Γκέοργκ και σχεδίασε την λέξη Υιός ανάμεσα στο φοινικόδενδρο και στον λύκο.
«Κάποιος άλλος με τόσα εκατομμύρια ευρώ θα προτιμούσε να πετάξει στα ουράνια και να ταξιδέψει στο εξωτερικό και να γνωρίσει ξένους πολιτισμούς και αλλότρια ήθη και έθιμα», είπε ο Τζον Άνταμς καθώς περιεργαζόταν μια μινιατούρα του Ερμή του Πραξιτέλη που ίστατο πάνω από το τζάκι.
«Δεν είμαι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος κύριε Άνταμς. Τώρα αν είχα το δαχτυλίδι της παντοδυναμίας θα μπορούσα να μεταμορφωθώ στην Αφροδίτη της Μήλου και να σας σαγηνεύσω με τα θέλγητρά μου…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και σχεδίασε την λέξη μισθός ανάμεσα στο φίδι και στο γάιδαρο.
«Τι άλλο πιστεύετε ότι μπορεί να κάνει το δαχτυλίδι της παντοδυναμίας;», ρώτησε Τζον Άνταμς παρατώντας σύξυλο τον Ερμή του Πραξιτέλη για να ψηλαφήσει μια Ταναγραία που τον συντρόφευε πάνω από το τζάκι.
«Το δαχτυλίδι της παντοδυναμίας μπορεί να μετουσιώσει την κίτρινη, την ερυθρόδερμη και την μαύρη φυλή σε λευκή και το αντίστροφο».
«Θα ήταν ανιαρό κύριε Μπάλερ ν’ανήκαν όλοι στην ίδια φυλή. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα έβαζαν λουκέτο λόγω μεταμορφωτικής και όχι οικονομικής κρίσης», είπε ο Τζον Άνταμς που τώρα είχε στραφεί η προσοχή του σε ένα ειδώλιο Κυκλαδικής τέχνης τύπου Πλαστήρα.
«Το δαχτυλίδι δεν εξαναγκάζει κανέναν να προβεί σε αυτή την ειδεχθή κατά πολλούς πράξη όπως εξάλλου πιστεύετε και εσείς ˙ απλώς προδιαθέτει για τις επιταγές που εκδίδει», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ σχεδίαζε την λέξη επιλήσμων ανάμεσα σε μία σκηνή νομάδων και σε μια έλαφο.
«Ξεχάσατε να αναφέρετε πως το δαχτυλίδι της παντοδυναμίας προσφέρει αιώνια νιότη σε όποιον το φορέσει ως αντιλογία στον μύθο του Τιθωνού που έγινε μεν αθάνατος αλλά υπόκειτο στην έννοια της φθοράς και του γήρατος», είπε ο καθηγητής Άνταμς ενώ έβγαζε για λίγο τα γυαλιά του για να περιεργασθεί μια κόρη του Παρθενώνος.
«Αιώνια νιότη; Γιατί όχι… Το δαχτυλίδι της παντοδυναμίας προσφέρει γνώσεις τόσο για την ιστορία του σύμπαντος όσο και για την προϊστορία του. Δεν εννοώ μόνον την ιστορία της γης αλλά και των άλλων πλανητών και γαλαξιών που είχαν παράλληλη δράση και ιστορία με την γη που όμως γνωρίζουμε ελάχιστα για όλα αυτά. Το δαχτυλίδι ανοίγει αστρικές πύλες για όλους αυτούς τους κόσμους και πολιτισμούς που δεν γνωρίσαμε ποτέ…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και ζωγράφισε την λέξη Υιός ανάμεσα στον πυλώνα και στον λύκο.
«Αμφιβάλλω για την χρησιμότητα του εγχειρήματος… Εδώ ο άνθρωπος δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτε για την ιστορία της ανθρωπότητας και του πολιτισμού που δημιούργησαν οι πρόγονοί του… Πώς θα μάθει για πολιτισμούς και κόσμους που υποτίθεται δεν γνώρισε ποτέ;», ρώτησε ο καθηγητής Τζον Άνταμς με ειρωνεία και έπαρση που χαρακτηρίζει τον ειδήμονα στο γνωστικό του πεδίο.
«Αυτό είναι το μέγα διακύβευμα κύριε καθηγητά… Πώς οι ενάρετοι που θα επιλέξουμε για να ταξιδεύσουν σε αυτούς τους κόσμους θα κρατήσουν την αρετή τους ως την αιωνιότητα…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και ζωγράφιζε μήλα διάσπαρτα στο χαρτί με τα σύμβολα που είχε σχεδιάσει πρωτύτερα.
«Ενάρετοι; Πόσοι ενάρετοι να έχουν μείνει επί γης; Αναρωτιέμαι…», είπε ο Τζον Άνταμς κοιτάζοντας το άγαλμα – αντίγραφο του Ακενατών που ήταν δίπλα στο άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου και με ένα χαρτάκι σχεδίαζε πρόχειρα την κατατομή του προσώπου του μυθικού φαραώ.
«Κάποιοι ενάρετοι κατοικούν επί της γης ακόμη… Μην τα ισοπεδώνετε όλα κύριε καθηγητά…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και άρχισε να ζωγραφίζει ένα δένδρο με τηλεοράσεις ως καρπούς στα κλαδιά του.
«Το δαχτυλίδι ξέχασα να αναφέρω πως έχει την δύναμη να μεταστοιχειώνει τα μέταλλα… Τον χαλκό μπορεί να τον μετατρέψει σε χρυσό… Όπως επίσης μπορεί να μεταμορφώσει μια τούρτα παγωτό σε ποικίλης ύλης περιοδικό», είπε ο καθηγητής Άνταμς ενώ κοίταζε με αδηφάγο βλέμμα τον Ακενατών που συμβόλιζε την Χρυσή βασιλεία του ήλιου.
«Επίσης ξεχάσατε να αναφέρετε πως το δαχτυλίδι της παντοδυναμίας μπορεί να συμφιλιώσει εχθρούς και να επαυξήσει φίλους», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ ζωγράφιζε και αυτός την προτομή του Ακενατών με αδρά τα χαρακτηριστικά της.
«Αυτό το δαχτυλίδι έχει την δυνατότητα να προκαλεί γεωφυσικά φαινόμενα… Σεισμούς, καταποντισμούς βράχων, μουσώνες, καταρρακτώδεις βροχές, πλημμύρες, κεραυνούς, αστραπές, βροντές, τσουνάμι, ομίχλες, τρικυμίες, πυρηνικά ατυχήματα, βιολογικούς πολέμους και πολλά άλλα φαινόμενα…», είπε σε στηλιτευτικό ύφος ο καθηγητής Άνταμς και κάθισε επιτέλους στην καρέκλα που ήταν απέναντι από το γραφείο του Γκέοργκ Μπάλερ.
«Το δαχτυλίδι δεν έχει μόνον εκφάνσεις της καταστροφής. Έχει και θετικό αντίκτυπο… Μπορεί να διδάξει στον κάτοχό του την ρητορική τέχνη, την γραμματική, την αστρονομία, την αριθμητική, την αστρολογία, την γεωμετρία, τις καλές τέχνες, την φιλοσοφία και πολλές άλλες επιστήμες…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και κάπνισε ένα τσιγάρο λες και η γλώσσα του ήταν η καπνοδόχος της κολάσεως.
«Το δαχτυλίδι επίσης κύριε Μπάλερ σου διδάσκει να μιλάς πολλές ξένες γλώσσες ή να έχεις την πολυγλωσσία ως εφόδιο απλό στις καθημερινές σου συναλλαγές με τον κόσμο», είπε ο Τζον Άνταμς και άρπαξε μετά ορέξεως μεγίστης το χαρτί που ζωγράφιζε τόσην ώρα ο Γκέοργκ Μπάλερ για να το επεξεργασθεί πρώτα σε οπτικό επίπεδο και δευτερευόντως σε νοητικό ώστε να εξάγει συμπεράσματα για την καταγωγή του ερασιτέχνη καλλιτέχνη.
«Το δαχτυλίδι έχει την δύναμη να καταστρέφει στρατούς ξένων χωρών, να αποκαλύπτει τα μυστικά και τα στρατηγικά τεχνάσματά τους και να κάνει τον δικό σου στρατό αήττητο. Είναι στρατηγικής σημασίας η απόκτησή του», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ συνέχιζε να καπνίζει αρειμανίως το τσιγάρο του.
«Και να εξολοθρεύει τους εχθρούς σου με το να βγάζουν σκουλήκια στις πληγές τους… Επικίνδυνο δαχτυλίδι για αυτούς που δεν είναι ενάρετοι», είπε σε μειλίχιο τόνο ο καθηγητής Άνταμς και υπέδειξε με το αριστερό του χέρι τον λέοντα στον Γκέοργκ Μπάλερ.
«Το δαχτυλίδι όποιος το φορεί αποκτάει τρομερές γνώσεις για τα μυστικά των βοτάνων και των πολύτιμων λίθων», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και υπέδειξε με το δεξί του χέρι στο χαρτί την σκηνή των νομάδων.
«Όποιος το κατέχει μπορεί να βρει χαμένους θησαυρούς στην γη ή από ναυάγια χιλιάδων ετών… Βεβαίως μπορεί να βρει και απωλεσθέντα αντικείμενα μικρότερης αξίας…», είπε ο καθηγητής Άνταμς ενώ υπεδείκνυε τον λύκο στο χαρτί με το δεξιό του χέρι.
«Ξέχασα να αναφέρω κύριε καθηγητά ότι το δαχτυλίδι μπορεί και να προκαλέσει έριδες και φιλονικίες σε όποιον το φοράει…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ υπεδείκνυε το φίδι με το αριστερό του χέρι.
«Και εγώ ξέχασα αγαπητέ μου να αναφέρω ότι προκαλεί επιδημίες και ασθένειες τις οποίες όμως θεραπεύει…», είπε ο καθηγητής Άνταμς ενώ έδειχνε με το αριστερό του χέρι την ελιά στον Γκέοργκ.
«Το δαχτυλίδι σου προξενεί και την περίεργη τάση του να κλέβεις αντικείμενα που δεν σου ανήκουν…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ καταδείκνυε με το δεξί του χέρι τον ανατέλλοντα ήλιο που είχε σχεδιάσει.
«Όποιος το φοράει αγαπητέ κύριε Μπάλερ μπορεί να αποκωδικοποιήσει το κελάιδισμα των πτηνών, τα μουγκρητά και τους βρυχηθμούς πολλών ζώων στην γλώσσα που ομιλεί και να κατανοεί καλύτερα τις συμβουλές και τις προειδοποιήσεις τους», είπε ο καθηγητής Άνταμς και με το δεξί του χέρι σημείωσε σε κύκλο τον ταύρο.
«Συν τοις άλλοις μπορεί να εξηγήσει πώς λειτουργούν τα κέντρα του εγκεφάλου και πώς αντιδρούν σε ποικιλία γεγονότων», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και κύκλωσε με το αριστερό του χέρι με μολύβι ένα ιστιοφόρο πλοίο στο χαρτί.
«Το δαχτυλίδι μπορεί να διδάξει ηθική και τις Φυσικές αρετές που μπορεί να αποκτήσει ένας άνθρωπος. Επίσης μπορεί να διδάξει την γλώσσα των δένδρων και των φυτών για να οδηγήσει σε βαθύτερες αλήθειες τους ανθρώπους που στο χέρι το κρατούν», είπε ο καθηγητής Άνταμς και με το αριστερό του χέρι περικύκλωσε με στυλό το φοινικόδενδρο στο χαρτί.
«Όποιος το κατέχει αποκτάει μεγάλα αξιώματα και τιμές στον κοινωνικό στίβο της ζωής…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ κατεδείκνυε με το δεξιό του χέρι ένα ελάφι απεικονισμένο στο χαρτί.
«Ξεχάσατε ίσως να αναφέρετε πως προξενεί την αγάπη των ανδρών για άνδρες και γυναίκες και την αγάπη των γυναικών για άνδρες και γυναίκες εξίσου στον ίδιο βαθμό…», είπε ο καθηγητής Άνταμς και με το δεξιό του χέρι κατέδειξε την ελιά στο χαρτί.
«Ξέχασα να σας ομιλήσω για την επικινδυνότητα του δαχτυλιδιού. Μπορεί να πετρώσει τους ανθρώπους όπως συνέβη με τους κατοίκους των Σοδόμων και των Γομόρρων ή όπως η Μέδουσα τους μαρμάρωνε με ένα και μόνο της βλέμμα…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ υπογράμμιζε με το μολύβι του τον πυλώνα.
«Το δαχτυλίδι αποδίδει σε όποιον το φοράει καλούς τρόπους, ευφυΐα και τόλμη… Δεν έχει μόνον αρνητικές όψεις κύριε Μπάλερ… Οφείλω να το παραδεχθώ…», είπε ο καθηγητής Άνταμς και υπογράμμισε με έμφαση τον ημίονο στο χαρτί ενώ συμπλήρωνε: «Δίνει στους ανθρώπους πλούτη, ευημερία και μακρά διάρκεια ζωής…».
«Και τους κάνει και καλούς ποιητές…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ σημείωνε με ένταση τον λύκο στο χαρτί.
«Επίσης όμως ξέρει πώς να κλαπεί ο θησαυρός από βασίλεια, πώς να φτιάχνει ψηλούς πυλώνες με πολεμικό υλικό, πώς να επιστρατεύει άνδρες για τον πόλεμο και τέλος πώς να αφαιρεί την αξιοπρέπεια των ανδρών μέσω βιασμών και απαγωγών. Ξέρει επίσης το δαχτυλίδι πώς να σφάζει άνδρες και να τους οδηγεί στον πνιγμό και πώς να δίνει σε πολεμικά πλοία ναυτικό παράγγελμα στον τόπο της αναμέτρησης και πώς να καταστρέφει πόλεις και χώρες…», είπε ο καθηγητής Άνταμς σε επιφυλακτικό τόνο.
«Το δαχτυλίδι μπορεί πράγματι να θερμάνει τα ύδατα και να δημιουργήσει λουτρά για τους πάσχοντες ρευματικών και αρθριτικών νόσων…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και σηκώθηκε από την θέση του για να κλείσει το παράθυρο που ήταν πίσω από το γραφείο του και που είχε ανοίξει από την εκρηκτική καταιγίδα που είχε ξεσπάσει κατά την συζήτησή τους και το οποίο χτυπούσε μανιωδώς καθ’όλη την διάρκειά της από τους ανέμους που φυσούσαν και που σαν αρχέγονα πνεύματα κτυπούσαν την πλάτη του Γκέοργκ Μπάλερ αλλά και το ιδρωμένο μέτωπο του καθηγητή Άνταμς για να τους υπενθυμίσουν πως οι δαίμονες της φύσης καιροφυλακτούν και λαμβάνουν διάφορα σχήματα και μορφές για να μεταβιβάσουν τα ασυνείδητα μηνύματά τους στους αδαείς και στους αμύητους των μεγάλων μυστικών που κρύβει στην αγκαλιά της η Μητέρα Φύση και που αποκαλύπτει μόνον όταν είναι κανείς ουδέτερος απέναντί της, κοντά σε κάθε συναισθηματική απόσχιση.
«Και μπορεί να διδάξει στον κάτοχό της την χειρομαντεία, την πυρομαντεία, την ορνιθοσκοπία και την νεκρομαντεία», είπε ο καθηγητής Άνταμς και αρπάζοντας το χαρτί με τα σχέδια το πέταξε σαν σαΐτα προς την φωτιά του τζακιού και συμπληρώνοντας είπε: «Μπορεί επίσης να διδάξει την γλώσσα των κυμάτων της θαλάσσης, των λιμνών και των ποταμών αναλόγως του παφλασμού που κάνουν και να σου αποκαλυφθούν από το υδάτινο στοιχείο μυστικά της γης των προϊστορικών αλλά και των ιστορικών χρόνων…».
Ξαφνικά η φωτιά στο τζάκι άρχισε να αποδυναμώνεται ˙ ίσως από την πρότερη εισβολή των πνευμάτων που πάγωσαν και την ατμόσφαιρα του γραφείου.
Ο Γκέοργκ Μπάλερ αποφάσισε να παρέμβει δυναμικά και να βάλει μερικά κούτσουρα στο τζάκι προτού η φωτιά σβήσει ολοκληρωτικώς από την ψυχρή εισβολή των ακανόνιστων ανέμων και των ρευμάτων που τους ακολουθούσαν.
«Το δαχτυλίδι ανασταίνει τους νεκρούς που γνωρίζουν όλα τα μυστικά των ζωντανών…», είπε ο Τζον Άνταμς που καθόταν άνετα στην καρέκλα του επαναπαυμένος στις φροντίδες του Γκέοργκ Μπάλερ για την απρόσκοπτη λειτουργία της θερμοκρασίας του δωματίου.
«Μπορεί επίσης σε ερημιές να κάνει να φυτρώσουν φυτά, φρούτα και δένδρα για τις χαμένες ψυχές στον καύσωνα της Φύσης…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ με την πλάτη στραμμένη στον καθηγητή Άνταμς ατενίζοντας από την θέση του στο παράθυρο την αγριάδα της γερμανικής φύσης.
«Δύναται να προκαλέσει και χαρά στους απογοητευμένους και λυπημένους της ζωής…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ σχεδόν συγκινημένος από την λειτουργία του δαχτυλιδιού.
«Δύο λαοί ή δύο έθνη όταν βρεθούν αντιμέτωπα σε εχθρικό επίπεδο μπορεί να συμφιλιωθούν κάτω από την μαγική επήρεια του δαχτυλιδιού…», είπε ο καθηγητής Άνταμς ενώ ίσιωνε το μουστάκι του που παρέπεμπε σε εμφάνιση ανθρώπων της δεκαετίας του 1920.
«Μπορεί και να βρει υδάτινους πόρους στην μέση της ερήμου ή στα βραχώδη όρη αν το επιθυμήσει ο κάτοχός του», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και ξανακάθισε αναπαυτικά αυτή την φορά στην καρέκλα του γραφείου του.
«Δίνει επίσης γενναιότητα και θάρρος στον κάτοχό του…», είπε ο καθηγητής Άνταμς και σηκώθηκε από την θέση του για να πάει στο τζάκι και να ζεσταθεί.
«Κάνει το δυνατό αδύνατο κύριε καθηγητά και πολύ μου αρέσει αυτό. Κάνει και τις άτεκνες γυναίκες να γεννήσουν παιδιά αν δεν το γνωρίζατε…», έλεγε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ χάιδευε τους ώμους της καρέκλας.
«Το γνωρίζω κύριε Μπάλερ… Δεν είμαι τόσο αδαής όσο νομίζετε… Γνωρίζει επίσης την διάρκεια ζωής κάθε έμβιου όντος… Και την δική μου και την δική σας για κακή ή καλή μας τύχη…», είπε ο Τζον Άνταμς ενώ χτυπούσε τα δάχτυλά του στο τζάκι.
«Γνωρίζει επίσης το δαχτυλίδι όλα τα προδοτικά τεχνάσματα κατά προσώπων εξουσίας και έχει την δύναμη να τα αποκαλύπτει ώστε να τα σώζει από δολοφονίες και από πτώση των θέσεών τους…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ μετατρέποντας την καρέκλα του σε αιώρα με περιπαικτική διάθεση αυτή την φορά.
«Το δαχτυλίδι είναι ικανό αν το φορέσει κανείς και αιμορραγεί σε πληγές που έχει αποκτήσει να σταματήσει ανυπερθέτως την αιμορραγία…», είπε ο καθηγητής Άνταμς ενώ κοίταζε την φλόγα στο τζάκι που είχε δυναμώσει επικίνδυνα ˙ στο βαθμό που θα νόμιζες ότι είναι έτοιμο να ξεπηδήσει από εκεί αποκτώντας μια μορφή δαίμονα που ήθελε να παρέμβει και εκείνος στην ροή της συζήτησης. Όμως για κάποιον άγνωστο λόγο οι σπίθες και οι φλόγες τιθασεύτηκαν από το βλέμμα του καθηγητή Άνταμς με την καθηλωτική του δύναμη που είχε την τάση της εξισορρόπησης των άλογων στοιχείων της Φύσεως.
«Η Ινάννα μάθε πως προσφέρει την αρμόδια νύφη σε όποιον άνδρα το επιθυμεί αρκεί να προσφέρει την κατάλληλη θυσία γι’αυτήν», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και σταμάτησε το παιχνίδι με την αιώρηση της καρέκλας όχι τόσο από τον φόβο του αγνώστου όσο από τον σωστό διαμερισμό των ευθυνών και αρμοδιοτήτων της μαγικής σφαίρας της λογικής.
«Οι ανθρώπινες ιδιότητες του δαχτυλιδιού… Το δαχτυλίδι εκ φύσεως μπορεί να ανοίξει αστρικές πύλες, να έλθεις σε επαφή με εξωγήινους πολιτισμούς και λαούς και να επικοινωνήσεις μαζί τους στην γλώσσα που θα επιλέξει αυτό…», είπε ο καθηγητής Άνταμς ενώ κοίταζε με δέος και θαυμασμό το αντίγραφο της μούμιας του Τουταγχαμών.
«Με αυτό μπορεί να βρεις στην γη τον πιο σπάνιο αρχαιολογικό θησαυρό…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ στην ακινησία του Βραγχίδη.
«Όποιος κατέχει το δαχτυλίδι η χώρα του είναι προορισμένη να γεννήσει τις πιο ενάρετες ψυχές που κυβέρνησαν τον πλανήτη ανά τους αιώνες σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο μετενσαρκωμένες σε ανάλογες για να υπερτονισθεί η κυκλικότητα της εξουσίας που εξασφαλίζει το δαχτυλίδι», είπε σε στριφνό ύφος ο καθηγητής Άνταμς ενώ ψηλάφισε το πρόσωπο του Τουταγχαμών για να κλέψει κάτι από την αιώνια λάμψη και δόξα του.
«Έτσι ο Ανδριανός μπορεί να έχει μετενσαρκωθεί στον Μπαράκ Ομπάμα επί παραδείγματι και ο Ιούλιος Καίσαρας στον Βλαντιμίρ Πούτιν», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ με ένα σατανικό χαμόγελο και ξαναξεκίνησε την αιώρηση της καρέκλας με μεγαλύτερη εμμονή αυτή την φορά.
«Το δαχτυλίδι μπορεί να αντιμετωπίσει σε όποιο το φοράει τις ασθένειες του κεφαλιού, των ματιών, τα καρδιακά νοσήματα, τους κολικούς, τους μυϊκούς πόνους, τις ασθένειες των νεύρων, τα κρυώματα, τους στομαχόπονους, τους πυρετούς, προβλήματα στα γόνατα, βήχες και δύσπνοιες, δυσουρία, φλεγμονές, πόνους στα πλευρά, άνοια ή αμνησία, την φυματίωση, αϋπνίες, υστερίες, μυϊκές παραλύσεις, σήψεις και γενικότερα χρόνιες ασθένειες», είπε ο καθηγητής Άνταμς με αναστηλωτικό ύφος.
«Δεν αναφέρατε τίποτε για το Δένδρο του Καλού και του Κακού κύριε Μπάλερ του οποίου τα μυστικά είναι κλειδωμένα στα αρχεία των Ατλάντων και τω ιερέων της Ατλαντίδος», είπε ο καθηγητής Άνταμς με επιπληκτικό ύφος.
«Το μόνο που μπορώ να σας πω κύριε καθηγητά είναι πως αυτό το δένδρο αντί για καρπούς έχει εκατομμύρια τηλεοράσεων που καταγράφουν με σαδιστική λεπτομέρεια την ζωή των κατοικούντων εις την γη αδιαλείπτως και υπερεντατικώς μέσω των κατασκόπων τους που βρίσκονται στα κτήρια, στα δέντρα, στους πεζόδρομους, στα βουνά, στα ποτάμια, στις θάλασσες και όπου αλλού μπορεί να σκεφτεί ο ευφυέστατος νους σας… Αυτή η μηχανή γιατί περισσότερο με μηχανή μοιάζει και ολιγότερο με δένδρο σταλθέν εκ της φύσεως σκοπό έχει να οριοθετήσει τις ανθρώπινες ζωές και να προσδιορίσει μετά θάνατον αν πρέπει να πάνε στην Κόλαση, στο Καθαρτήριο ή στον Παράδεισο… Υπολογιστικού χαρακτήρος μηχανή με κατασκοπευτική φύση αποτελεί ένα πανίσχυρο όπλο για οντότητες που έχουν κριθεί ήδη και το χρησιμοποιούν για προσωπική τους χρήση… Αφορά τις ψυχές που δεν έχουν κριθεί που ανήκουν ακόμη…», έλεγε ο Γκέοργκ Μπάλερ στην αιώρησή του με την καρέκλα ενώ το γραφείο του έτριζε από τα ακουμπισμένα του δάχτυλα σε αυτό.
«Για να συμπληρώσω ο,τι χρειάζεται… Με το δαχτυλίδι τέρμα οι χωρισμοί και τα διαζύγια, οι οργές, οι έριδες και οι μνησικακίες… Τέρμα για την σήψη και την καταστροφή…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ που συνέχιζε απτόητος την αιώρηση με την καρέκλα με την ελπίδα της μεταρσίωσης στους ουρανούς για να γνωρίσει όλα του τα μυστικά και αυτά ειδικώς που γνωρίζουν μόνον ολίγοι και εκλεκτοί.
«Όποιος θέλει την αγάπη ένα μήλο ή τις στάχτες του πρέπει να φάει… Ή ένα χάλκινο περίαπτο θα πρέπει να φοράει…», είπε ο καθηγητής Άνταμς που έβλεπε έκπληκτος το ανώριμο παιχνίδισμα του Γκέοργκ Μπάλερ με την καρέκλα και που ήθελε με κάποιο τρόπο σε αυτό να αντιδράσει. Συμπλήρωσε εντούτοις με τα ακόλουθα λόγια: «Με ένα ζευγάρι καλτσοδέτες θα μπορέσετε με το δαχτυλίδι να πετάξετε ή με έναν μανδύα που μοιάζει με χαλί. Θα ρωτήσετε τα πνεύματα για ο,τι το νου σας τυρρανάει».
«Με το δαχτυλίδι μπορεί να ερμηνεύσεις όλα τα όνειρα και με την υδρομαντική στο νερό να δεις τον κλέφτη των αντικειμένων που σου υπεξαίρεσαν», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ που εξακολουθούσε να αιωρείται στην καρέκλα σαν μικρό κοριτσάκι που δεν ήταν στερημένο από την χαρά του παιχνιδιού μα πλήρως απογοητευμένο που δεν το ακολουθούσαν και τα υπόλοιπα παιδιά.
«Θεωρώ πως η συζήτηση έλαβε το τέλος της κύριε Μπάλερ…», είπε με κοφτό ύφος ο καθηγητής Άνταμς θέλοντας να μην ακούσει κάτι παραπάνω για τις θεωρίες της Ατλαντίδος.
«Έτσι είναι αν έτσι επιθυμείτε…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ο οποίος σηκώθηκε από την θέση του για να προϋπαντήσει στην είσοδο του σπιτιού του τον καθηγητή Άνταμς που κατευθύνθηκε στην ιματιοθήκη για να παραλάβει το παλτό και την ομπρέλα του.
«Ας είναι έτσι… Αρκετά έμαθα από τον καθηγητή Άνταμς… Η Αλεξάνδρεια αυτή δεν έχει πια άλλα να δώσει», σκέφτηκε ο Γκέοργκ Μπάλερ καθώς έβλεπε τον καθηγητή Άνταμς να απομακρύνεται από την θύρα του οικήματός του και να κατευθύνεται στο αυτοκίνητό του με γοργή χάρη λόγω της ψιχάλας που έριχνε από τα μεσάνυχτα και έπειτα.
Ο Γκέοργκ Μπάλερ σκέφτηκε πως το αυτοκίνητο δεν είναι τίποτε άλλο παρά υπηρέτης του ανθρώπινου γένους υπό την έποψη της Τεχνολογικής Επανάστασης, υποκαθιστώντας το άλογο, τον ελέφαντα ή την δρομάδα για να υπενθυμίζει πως η Μηχανική Τέχνη είναι η ύψιστη των επιστημών και πως ποδηγετεί τα στοιχεία της Φύσης στο άρμα της δίχως ερωτήσεις και απαντήσεις στην μεγαλοδυναμία της. Εξάλλου είναι στην φύση του ανθρώπου κάποιος να υπηρετεί πάντοτε από την δουλεία στην Αρχαία Ελλάδα ως την Βιομηχανική Επανάσταση και την Τεχνολογική που επακολούθησε. «Ώρα για να παραδοθώ στο όνειρο», σκέφτηκε ο Γκέοργκ Μπάλερ την ώρα που έκλεινε την κεντρική θύρα αφού το αυτοκίνητο του καθηγητή Άνταμς είχε απομακρυνθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα.
ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Εκείνο το παγωμένο μεσημέρι του Ιανουαρίου ο Γκέοργκ Μπάλερ είχε αποφασίσει να το περάσει στο γραφείο του καθηγητού Louis Belon στο Berkeley για να μάθει πολλά περισσότερα τόσο για την καταποντισμένη στον Ατλαντικό Ωκεανό Ατλαντίδα όσο και για ήθη και έθιμα των κατοίκων της που είχαν λησμονηθεί στο πέρασμα των αιώνων.
Οι νιφάδες χιονιού διαδέχονταν η μία την άλλη όπως ήταν ιδωμένες από τα παράθυρα των διαδρόμων του Πανεπιστημίου που τους διέσχιζε με περισσή ορμή και ταχύτητα μέχρι να προσεγγίσει το γραφείο του καθηγητού Belon. «Έμοιαζαν με μικρούς βράχους λευκούς στο επάγγελμα που η ενασχόλησή τους ήταν να σκεπάσουν τα μυστικά των Ατλάντιων κατοίκων και να την καταποντίσουν από μη βαθύτερα στην μνήμη και στο ασυνείδητο των απλών ανθρώπων. Εξάλλου το χιόνι είναι η στερεοποιημένη μορφή του νερού, του κατεξοχήν στοιχείου καταδικαστέου στην μνήμη των Ατλάντιων κατοίκων ως υπόμνηση της τιμωρίας τους για παράβαση των όρκων που έχουν δώσει στους Ολύμπιους θεούς.
Οι διάδρομοι φάνταζαν ατελείωτοι και δαιδαλώδεις στον Γκέοργκ Μπάλερ που ως απόφοιτος φιλολογίας δεν είχε συνηθίσει – και παρά το γεγονός ότι υπήρξε κάποτε φοιτητής- τους δαιδαλώδεις διαδρόμους που οδηγούσαν στα γραφεία των καθηγητών και συνεπώς στην επίλυση των αποριών που του είχαν δημιουργηθεί για την Ατλαντίδα και τους μακάριους κατοίκους της.
Εντούτοις ο Γκέοργκ Μπάλερ δεν άργησε να βρει τον πιθανό στόχο που ήταν η ταμπέλα σε πόρτα του καθηγητού Αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας Louis Belon με το όνομα και τον τιμητικό του τίτλο. Χτύπησε την πόρτα με επιφυλακτικότητα φοιτητού που καιρό έχει να επισκεφθεί Πανεπιστήμιο και το πράττει για λόγους ανάγκης εξαιτίας της αποκοπής του από τα πανεπιστημιακά δρώμενα.
Ο Γκέοργκ Μπάλερ ανέμενε με κομμένη την ανάσα την ανταπόκριση από την άλλη πλευρά του τοίχου. «Περάστε!», αναφώνησε ο καθηγητής Belon.
Ο Γκέοργκ άνοιξε την πόρτα διάπλατα και αντίκρισε τον Louis Belon καθισμένο στην καρέκλα του γραφείου του να διορθώνει μία στοίβα από γραπτά φοιτητών της παρούσας εξεταστικής.
Ο Louis Belon ήταν ένας γκριζομάλλης καθηγητής με ενδυμασία που ταίριαζε περισσότερο σε ακαδημαϊκό και λιγότερο σε καθηγητή Πανεπιστημίου, με ρυτίδες κυρίως έκφρασης στο άνω χείλος, στα μάγουλα και στα μάτια. Πίσω από τα γυαλιά μυωπίας που φορούσε ανελλιπώς κρυβόταν μια οξύτατη ματιά στην διάκριση των προθέσεων του προσώπου που είχε πάντοτε απέναντί του. Δεν ξεγελιόταν με τίποτε.
Οι ώμοι του ήταν στεγνοί μυών και σε γενικές γραμμές ήταν ψηλός στο ανάστημα σαν τον Κολοσσό της Ρόδου σε ανθρώπινη σμίκρυνση ενώ τα μακριά του μαλλιά πρόδιδαν μία ενασχόληση με την ποίηση και τον στοχασμό… Επιπλέον τα ζαρωμένα χέρια του και ο επίσης τσαλακωμένος λαιμός του πρόδιδαν την ηλικία του ˙ δεν ήταν παραπάνω από 65 χρονών όμως τα πλησίαζε επικίνδυνα.
«Σας χαιρετώ κύριε καθηγητά!», είπε σε ενθουσιαστικό τόνο ο Γκέοργκ Μπάλερ και προέτεινε το χέρι του για την αναμενόμενη χειραψία.
Ο καθηγητής δεν ανταποκρίθηκε σε αυτή την χειρονομία καλής θέλησης όχι τόσο από επιφυλακτικότητα όσο από την πεποίθηση πως οι τυπικές χειρονομίες εξυπηρετούν κοινωνικές νόρμες που ήταν ασύμβατες με τον κοινωνικό του ρόλο και πως η λειτουργία του ήταν διάφορη από κοινωνικές συμβάσεις που πλάστηκαν από κοινωνιογενείς συνιστώσες σαν το θρησκευτικό σύστημα. Αντ’αυτού του έδειξε με το χέρι του την Ουρσουλίνα καρέκλα απέναντί του για να την συζευχθεί.
Ο Γκέοργκ Μπάλερ υπήκουσε προθύμως μην μπορώντας να πράξει κάτι διαφορετικό. Για να σπάσει ο πάγος αποφάσισε να πάρει πρώτος τον λόγο.
«Σας είχα στείλει επιστολή με την οποία σας ζητούσα να μου δώσετε πληροφορίες για την Αρχαία Ατλαντίδα… Σκοπεύω να γράψω ένα βιβλίο…», έλεγε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ τα χέρια του ενώνονταν πάνω στο τραπέζι του γραφείου του καθηγητή Belon περισσότερο από συγκέντρωση στο αίτημά του και λιγότερο από αμηχανία.
«Δεν αντιλέγω κύριε Μπάλερ… Ας ξεκινήσουμε από τα πιο απλά ζητήματα… Η Ατλαντίδα ως ήπειρος υπέστη τέσσερις κατακλυσμούς… Στον πρώτο κατακλυσμό απέμειναν 10 μεγάλα νησιά… Αυτό συνέβη 800.000 χρόνια πριν… 200.000 χρόνια πριν στον δεύτερο κατακλυσμό βυθίστηκαν τα 8 νησιά και απόμειναν δύο μεγάλα νησιά… Η Ρούτα στο βόρειο ημισφαίριο και η Δάιντα στο νότιο…».
«Υπήρχε κάποια άλλη ονομασία για αυτά τα νησιά γιατί βρήκα πως λέγονταν Θούλη και Άβαλον από μία σχετική έρευνα που διεξήγαγα με δική μου πρωτοβουλία…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και αποσκίρτησε το ένα του χέρι από το άλλο υιοθετώντας όχι την στάση της ικεσίας αλλά την θέση του διαζυγίου.
«Έχετε δίκαιο… Η Ρούτα ταυτίζεται με την Θούλη και η Δάιντα με το Άβαλον… Στον τρίτο κατακλυσμό που συνέβη 80.000 χρόνια πριν παρέμεινε το νησί που λεγόταν Ποσειδωνία… Στον τέταρτο κατακλυσμό που συνέβη πριν 12.000 χρόνια καταποντίστηκε και αυτό και δεν απέμεινε τίποτα από την κραταιά ήπειρο της Ατλαντίδος…», είπε με περίλυπο ύφος ο καθηγητής διορθώνοντας εκ παραλλήλου το γραπτό ενός φοιτητού του.
«Φαντάζομαι πως θα υπήρξαν και ανάλογες κλιματικές αλλαγές από τον καταποντισμό της Ατλαντίδος…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και άναψε ένα τσιγάρο, γεγονός που ενόχλησε ελαφρώς τον καθηγητή Belon.
«Αν και έχω τελειώσει κλασικές σπουδές στην Σορβόννη γνωρίζω για το ρεύμα του Μεξικού… Η Ατλαντίδα έκανε απροσπέλαστη ως τότε την διέξοδό του προς τις Ευρωπαϊκές ακτές… Με την καταβύθισή της το θερμό ρεύμα του Μεξικού έφθασε στην Γηραιά ήπειρο και άρχισε νε λιώνει τους πάγους που την κάλυπταν», είπε ο καθηγητής Belon με ύφος δημοσιογράφου που καλύπτει μετεωρολογικό δελτίο.
«Για το ύψος των κατοίκων της Ατλαντίδος τι γνωρίζουμε; Ήταν κοντοί ή ψηλοί;», ρώτησε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ εναπόθετε την στάχτη του τσιγάρου του στο τασάκι του γραφείου του καθηγητή Belon.
«Το ύψος τους κυμαινόταν από τα 2,5 μέτρα ως τα 6… Γιγαντιαίοι σκελετοί βρέθηκαν στο Λος Άντζελες, στο Στρηνγκ Βάλλει της Νεβάδα, στην Καλιφόρνια και στο Μεξικό…», είπε ο καθηγητής Belon και σχεδίασε ένα γιγαντιαίο σκελετό σε ένα λευκό χαρτί που είχε μπροστά του.
«Ξεχάσατε την Αρκαδία στην Πελοπόννησο όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ συνεχίζοντας το κάπνισμα μετά πάσης προσοχής.
«Ξέχασα να σας αναφέρω πως οι κάτοικοι της Ατλαντίδος λάτρευαν τον ταύρο… Ο βασιλιάς της Ατλαντίδος κάθε 10 χρόνια αντιμετώπιζε μονήρης έναν ταύρο και από την έκβαση αυτής της συνάντησης έδειχνε αν η βασιλεία του ήταν δίκαιη ή όχι και αν έπρεπε να συνεχισθεί ή όχι…».
«Γιατί πιστεύετε ότι υπήρχε η λατρεία των κατοίκων της Ατλαντίδος στον ταύρο;».
«Τα κέρατά του συμβόλιζαν την ένωση του ουρανού και της γης αφού ήταν τετράποδο και γειωμένο ζώο. Τα κέρατα είναι η δίοδος επικοινωνίας με τα μυστικά του ουρανού που ενώνονται με αυτά της γης… Σύντομα το άθλημα γινόταν με άλματα πάνω από τον ταύρο ως μία στιγμιαία προσπάθεια ο άλτης να φανερώσει στον εαυτό του αυτά τα μυστικά που συνδιαλέγονταν σε αυτή την αόρατη ροή επικοινωνίας», είπε ο καθηγητής Belon σχεδιάζοντας μια σκηνή από τα Ταυροκαθάψια.
«Ίσως οι ταυρομαχίες στην Ισπανία, η λατρεία του ταύρου στην Αίγυπτο και τα Ταυροκαθάψια στην Κρήτη να έχουν τις ρίζες τους στα έθιμα των κατοίκων της Ατλαντίδος… Ήταν αποικίες τους και δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό…».
«Έχει παρατηρηθεί πάντως πως χέλια από ποταμούς της Ευρώπης μεταναστεύουν στην θάλασσα των Σαργασσών ακολουθώντας την ροή ενός παλαιού ποταμού που φαίνεται πως δεν υπάρχει πια, εναποθέτουν τα αυγά τους εκεί και επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους. Το ίδιο συμβαίνει και με αποδημητικά πουλιά που απεγνωσμένα κάνουν κύκλους για να προσγειωθούν και αυτά στην θάλασσα των Σαργασσών και συνεχίζουν το ταξίδι τους στην Αμερική. Από αυτά τα δύο γεγονότα τεκμαίρομαι πως η Ατλαντίδα πρέπει να έχει βυθιστεί κοντά στην θάλασσα των Σαργασσών», είπε ο καθηγητής σχεδιάζοντας στο λευκό χαρτί με τα ταυροκαθάψια, πτηνά και χέλια γύρω από το εικονίδιο.
«Συν τοις άλλοις κρυσταλλοποιημένη λάβα βρέθηκε στα βάθη του Ατλαντικού Ωκεανού απόδειξη πως κάποτε εκεί υπήρχε μία ήπειρος αφού η λάβα κρυσταλλοποιείται μόνον όταν έλθει σε επαφή με τον ατμοσφαιρικό αέρα…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι του γραφείου.
«Παρατηρήθηκε κύριε Μπάλερ πως μία απότομη μεταστροφή του άξονα της γης προκάλεσε τον τρίτο κατακλυσμό στην ήπειρο της Ατλαντίδος αν δεν το γνωρίζετε…», είπε ο καθηγητής Belon ενώ σχεδίαζε μια μικρογραφία του πλανήτη Γη στο χαρτί με τα χέλια, τα πτηνά και τα ταυροκαθάψια.
«Η ακριβής τοποθεσία της Ατλαντίδος μπορεί να προσδιορισθεί;», ρώτησε με αγωνία ο Γκέοργκ Μπάλερ πίνοντας το ποτήρι με το νερό που του προσέφερε ο καθηγητής Belon.
«Χωρίς να είναι τίποτα βέβαιο προσδιορίζεται στην Μεσο-ωκεάνια ράχη του Ατλαντικού στο σημείο που απομακρύνονται η Αφρικανική και η Ευρωασιατική Πλάκα με την αντίστοιχη της Βόρειας και Νότιας Αμερικής… Λόγω της απομάκρυνσης των πλακών ο Ατλαντικό Ωκεανός μεγαλώνει δύο εκατοστά κάθε χρόνο… Πιθανολογείται πως οι Αζόρες και οι Αντίλλες είναι υπολείμματα της Αρχαίας Ατλαντίδος ενδεχομένως κορυφές βουνών της ή ίσως νησιά που αναδύθηκαν από την απομάκρυνση των πλακών…», είπε ο καθηγητής Belon σχηματίζοντας στο χαρτί που ζωγράφιζε ακατανόητα σχήματα και γραμμές που ίσως να συμβόλιζαν την τοποθεσία της Ατλαντίδος.
«Γνωρίζω πως οι Αζτέκοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους αυτών που ήλθαν από το νησί στην μέση του Ατλαντικού που χάθηκε… Η κατάληξη στην θέα των Κοετζακοάτλ παραπέμπει στην λέξη Ατλαντίς…».
«Ατλ… Έχετε δίκαιο κύριε Μπάλερ… Οι Άτλαντες έλαβαν το όνομά τους εξάλλου από τον γιο του Ποσειδώνος τον Άτλαντα… Οι Αθηναίοι προτίμησαν την ελιά και την προσφορά της θεάς Αθηνάς από τις κρήνες του Ποσειδώνα…».
«Και γι’αυτό αποφάσισε να πάρει ο Ποσειδώνας υπό την προστασία του το νησί της Ατλαντίδος που ήταν αποικία όπως φαίνεται των Αρχαίων Αθηναίων…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ανακουφισμένος που άκουγε πληροφορίες ανείδωτες μέχρι εκείνη την στιγμή.
«Ας μην ξεχνούμε πως ο Άτλαντας κρατούσε στα χέρια του την Γη… Αυτό το γεγονός συμβόλιζε την παντοδυναμία των κατοίκων της Ατλαντίδος αλλά και το γεγονός ότι κρατούσαν στα αρχεία τους τα μυστήρια και τα μυστικά των χθόνιων θεοτήτων και την παντοκυριαρχία τους στην Γη και στις δυνάμεις της…», είπε ο καθηγητής Belon ενώ ζωγράφιζε τον θεό Άτλαντα ανάμεσα στις ασυνάρτητες εικόνες του χαρτιού του.
«Η καταστροφή της;»
«Προήλθε από παλιρροιακά κύματα και γιγαντιαίους σεισμούς τουλάχιστον 9 Ρίχτερ… Καταστράφηκε και μέρος της παραλίας και της νησιωτικής Ελλάδος… Αρχαία χειρόγραφα που μας διασώθηκαν για την Ατλαντίδα προήλθαν από την Αίγυπτο που ήταν όπως προανέφερα αποικία της…», είπε ο καθηγητής Belon και άρχισε να σκίζει από τις άκρες το χαρτί του.
«Δεν προήλθε από έναν παγκόσμιο κατακλυσμό που τον έστειλε ο Δίας μέσω του Ποσειδώνα για να τιμωρήσει τους Άτλαντες για την αλαζονεία τους αλλά και την υπεροψία τους έναντι του πολιτισμού των Αρχαίων Ελλήνων και των Ολύμπιων θεών;», ρώτησε με ύφος απόγνωσης ο Γκέοργκ Μπάλερ αφού κατακερματιζόταν η γνώμη που είχε εμπεδώσει και καλλιεργήσει σε στερεό έδαφος εδώ και χρόνια από τα αναγνώσματα των βιβλίων της αρχαιοδιφικής του απόπειρας.
«Κάπως έτσι τελειώνει ο Κριτίας του Πλάτωνα κύριε Μπάλερ… Είναι μία θεωρία που ως επιστήμονες μπορούμε να αντικρούσουμε το μυθολογικό της περιεχόμενο που είναι εξορθολογικό αλλά μπορούμε να κρατήσουμε ως δεδομένο μόνον τον παγκόσμιο κατακλυσμό… Εξάλλου τα τσουνάμι και τους τεράστιους σεισμούς στην περιοχή της Ατλαντίδος μπορεί να προκαλέσουν πάντα και οι 12 θεοί του Ολύμπου που συγκεντρώθηκαν σε σύναξη για να αποφασίσουν την μοίρα της Ατλαντίδος… Αλλά αυτό είναι το ανορθολογικό κομμάτι πάντα της ιστορίας και εμείς οφείλουμε ως επιστήμονες να είμαστε δύσπιστοι πάντοτε ως προς αυτό…».
«Αναφέρεσθε κύριε καθηγητά στο επίμαχο χωρίο του Κριτία που τελειώνει απότομα δίχως να έχουμε την συνέχειά του. Ο Δίας λοιπόν ο θεός των θεών που κυβερνάει σύμφωνα με τους νόμους επειδή μπορεί να βλέπει τέτοια πράγματα, παρατηρώντας ότι αυτός ο χρηστός λαός τραβούσε για την καταστροφή αποφάσισε να τον τιμωρήσει για να γίνει νουνεχής αφού συνετισθεί… Κάλεσε λοιπόν σε συμβούλιο τους θεούς στην τιμιότατη κατοικία τους που ευρίσκετο στην μέση του κόσμου και βλέπει τα πάντα καλά, όσα έχουν πραγματοποιηθεί και αφού τους συγκέντρωσε είπε…», ανέφερε ο Γκέοργκ Μπάλερ με ύφος μαθητού που έχει απομνημονεύσει τέλεια το μάθημά του.
«Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι Άτλαντες είχαν αναμφισβήτως θεϊκή καταγωγή και υπάκουαν στους νόμους που υπόκεινται όλοι οι θεοί… Οι καρδιές τους ήταν καθαρές σαν το γάργαρο νερό και το μυαλό τους ήταν προσδιορισμένο να επιτελεί ευγενικά έργα… Η λογική και η σύνεση χαρακτήριζε τις μεταξύ τους σχέσεις ενώ δεν έδιναν μεγάλη σημασία στα υλικά αγαθά που τα περιφρονούσαν θεωρώντας την αρετή ως το σημαντικότερο γνώρισμα που θα έπρεπε να έχει κάποιος στην ζωή του ˙ το μοναδικό του εφόδιο ίσως… Παρά τα πλούτη τους είχαν αυτοέλεγχο και έδιναν μεγάλη σημασία στην αξία της φιλίας… Ώσπου…», είπε ο καθηγητής Belon και το πρόσωπό του συννέφιασε επικίνδυνα αφήνοντας όμως να το διαπεράσουν μικρές ακτίνες φωτός από την θέρμη και την λάμψη του ηλιακού του νου που ξέρει όλα τα εμπόδια να τα υπερπηδάει.
«Ώσπου…», επανέλαβε μονότονα ο Γκέοργκ Μπάλερ περιμένοντας την συνέχεια της πρότασης για να δώσει λογικό ειρμό στην σκέψη του.
«Ώσπου το θεϊκό τους στοιχείο αναμείχθηκε πολύ με το ανθρώπινο… Δεν προχώρησαν μόνον σε συνουσία με τις ανθρώπινες οντότητες νοθεύοντας έτσι τις δικές τους θεϊκές ιδιότητες αλλά άρχισαν να υιοθετούν τον ανθρώπινο τρόπο ζωής τους, τις συνήθειες και τα έθιμά τους… Μάλιστα τους είχε καταλάβει πλεονεξία να αποκτούν ολοένα και περισσότερα πλούτη και δεν σταματούσε με τίποτε η ορμή τους…».
«Να υποθέσω ότι σταμάτησαν να υπακούνε στους νόμους που υπόκεινται οι Ολύμπιοι θεοί!», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και σηκώθηκε από την θέση του για να παρατηρήσει την βιβλιοθήκη του καθηγητή Belon. Ανάμεσα στα εκατοντάδες βιβλία που υπήρχαν το μάτι του έπεσε στο βιβλίο του Ιγνάτιου Ντόνελα, μέλος του Αμερικανικού Κογκρέσου ¨Ατλαντίδα, ο προκατακλυσμιακός κόσμος¨ που προσπαθούσε ν’απαντήσει στο ερώτημα αν υπήρξε πραγματικά η Ατλαντίδα ή αν ήταν μία επινόηση του Πλάτωνα και αν πράγματι υπήρξε πού ακριβώς άφησε τα απομεινάρια της.
Ο Γκέοργκ Μπάλερ έβγαλε το βιβλίο από την βιβλιοθήκη και το φυλλομέτρησε βιαστικά.
«Οι Ατλάντιοι με το δαχτυλίδι της παντοδυναμίας μπορούσαν να φυλλομετρούν ένα βιβλίο και να γνωρίζουν τις λεπτομέρειές του ακόπως», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ που χαμογελούσε σαρδόνια και με τάση μυστικοπάθειας συμπληρώνοντας: «Ένα από τα λάθη των Ατλάντων που εξόργισαν τους Ολύμπιους-αν μπορεί κανείς να τα πει λάθη- ήταν πως ενώ συνουσιάζονταν με τους θνητούς ήθελαν να τους κάνουν αθάνατους και να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους σε αυτούς που ήταν γνωστοί για τις αμαρτίες τους με σκοπό την εξάπλωση της αμαρτίας σε όλες τις κοινωνικές κάστες… Έτσι οι θνητοί γίνονταν κάτοχοι μυστικών γνώσεων που ήταν προορισμένες μόνον για τους θεούς που μέσα στην ανιδιοτέλεια και στην Τρίτη διάσταση που ακολουθεί το σχήμα θέσης-αντίθεσης και η οποία είναι ουδέτερη και αφασική εξοργίστηκαν αν μπορεί να το πει κανείς αυτό με την τακτική των Ατλάντων να πολλαπλασιάσουν την μολυσμένη πληγή… Φαντασθείτε έναν ασθενή θνητό με νοσήματα να γίνεται φορέας χειρότερων νοσημάτων που επικαλύπτουν το ήδη υπάρχον… Οι θνητοί με τα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους όταν γίνονται κάτοχοι μυστικών και απόκρυφων γνώσεων γίνονται επικίνδυνοι για το κοινωνικό σύνολο αφού μπορεί να τις χρησιμοποιήσουν εναντίον του για την εκμαύλισή του ή με χρησιμοθηρία και για προσωπικό τους όφελος όταν ορκίστηκαν αυτοί που φυλάττουν τούτη την ιερή γνώση πως αυτή θα μεταδιδόταν μόνον σε αγνούς και ενάρετους και όχι για ίδιον όφελος…».
«Ίσως οι Ολύμπιοι να είχαν δίκαιο που καταπόντισαν την Ατλαντίδα και τους κατοίκους της αν τα όντα ήταν πίσω από την καταστροφή της ο Άδης με τους τεράστιους σεισμούς που προκαλεί στα έγκατα της γης, ο Ποσειδώνας με τα τεράστια τσουνάμι που μπορεί να καλύψουν ολόκληρη ήπειρο και ο Δίας ο κύριος των νεφελών που μπορεί να προκαλέσει κατακλυσμιαίο όλεθρο. Αν συνδυαστεί η οργή και των τριών θεών δεν εκπλήσσομαι που η μοίρα της Ατλαντίδος είναι συνυφασμένη με τα βάθη του Ατλαντικού Ωκεανού…», είπε ο καθηγητής Belon και πέταξε το χαρτί που είχε ζωγραφίσει στο καλάθι των αχρήστων.
«Ίσως κύριε καθηγητά οι Ατλάντιοι να πίστευαν στην δημοκρατία και στην έννοιά της και την οποία πρέσβευε η Αρχαία Αθήνα…».
«Προτού πολεμήσει μαζί της ή αφότου της επιτέθηκε;».
«Μην είσαστε τόσο προκατειλημμένος επειδή έχετε σπουδάσει Αρχαία Ελληνική Ιστορία… Αλήθεια μου είπατε πως έχετε προσδιορίσει γεωγραφικά πού έχει καταποντιστεί η χαμένη ήπειρος;».
«Λέγεται πως ήταν πέρα από το Γιβραλτάρ στις Αζόρες και στα νησιά Μπίμινι που βρέθηκαν ογκόλιθοι που μοιάζουν με ανθρώπινα δημιουργήματα… Άλλοι λένε για το τρίγωνο των Βερμούδων… Υπάρχει και η εκδοχή της Σαντορίνης και του ηφαιστείου της που κατέστρεψε τον Μινωικό Πολιτισμό και ίσως όχι μόνον αυτόν… Σύμφωνα πάντως με τον Πλάτωνα η Ατλαντίδα ήταν μία ήπειρος μεγαλύτερη από την Ασία και την Λιβύη μαζί… Η Λιβύη ας σημειωθεί πως συνταυτίζεται με τα τότε γνωστά μέρη της Αφρικής…», είπε ο καθηγητής Belon και σηκώθηκε από την θέση του για να πάρει το βιβλίο του Ντονέλα από τα χέρια του Γκέοργκ Μπάλερ ώστε να το επανατοποθετήσει στην βιβλιοθήκη του.
«Έχω ακούσει πως η πρωτεύουσά της ήταν μία από τις εντυπωσιακότερες του αρχαίου κόσμου…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ με πλεονάζοντα εκνευρισμό που οφειλόταν στο γεγονός ότι του πήραν το παιχνίδι μέσα από τα χέρια.
«Σε έναν μεγάλο λόφο υψωνόταν ο ναός του Ποσειδώνα με το χρυσό άγαλμα του θεού και προστάτη της Ατλαντίδος πάνω σε ένα άρμα που το οδηγούσαν έξι χρυσά πτερωτά άλογα…»
«Γιατί ήταν χρυσό το άγαλμα του Ποσειδώνα;»
«Γιατί είναι χρυσαφένιο το δέρμα του όταν τον λούζει ο ήλιος που είναι στο πλευρό του…»
«Γιατί ήταν έξι τα άλογα που έσερναν το άρμα του και μάλιστα πτερόεντα;»
«Γιατί έξι είναι οι ημέρες της Δημιουργίας του κόσμου και το γεγονός ότι ήταν πτερωτά θέλει να καταδείξει πως η ορμή και η ταχύτητα σε οδηγούν στα ουράνια μυστικά που είναι μόνον για τους θεούς αφού το άρμα ανήκε στον θεό Ποσειδώνα», είπε ο καθηγητής Μπελόν σε αυστηρό τόνο για την παρασπονδία του Γκέοργκ Μπάλερ.
«Πώς ήταν διαρθρωμένη η Ατλαντίδα;», ρώτησε με αληθινή περιέργεια ο Γκέοργκ Μπάλερ και ενώ περιεργαζόταν τα βιβλία που κοσμούσαν την βιβλιοθήκη του καθηγητή Μπελόν και ανάμεσα στα οποία ήταν και του Pierre Vidal- Naquet ¨Ατλαντίδα: Μικρή ιστορία ενός πλατωνικού μύθου¨ και ¨Η Υπόθεση Ατλαντίς: Ψάχνοντας για μια χαμένη γη¨.
«Ο Ποσειδώνας οχύρωσε το μικρό βουνό που κατοικούσε η Κλειτώ που συνευρέθηκε μαζί της και το έκανε απόκρημνο από παντού. Έφτιαξε γύρω του αλλεπάλληλες κυκλικές ζώνες στεριάς και θάλασσας άλλοτε μικρότερες και άλλες μεγαλύτερες, δύο στεριάς και τρεις θαλάσσιες ζώνες, στη μέση του νησιού σε ίση απόσταση από όλες τις άκρες του ώστε να είναι απρόσιτες στους ανθρώπους…», είπε ο καθηγητής Μπελόν και καιροφυλακτούσε μήπως ο Γκέοργκ Μπάλερ βουτήξει στα χέρια του και άλλα βιβλία για την Ατλαντίδα ενώ συμπλήρωνε: «Το νησί της Ατλαντίδος ο Ποσειδώνας το χώρισε σε δέκα μέρη και στον μεγαλύτερό του γιο έδωσε την κατοικία της μητέρας του που ήταν το καλύτερο και το μεγαλύτερο από τα μερίδια… τον όρισε μάλιστα βασιλιά των άλλων ενώ έκανε τους άλλους γιούς του κυβερνήτες μεγάλου αριθμού ανθρώπων…»
«Γιατί ο Ποσειδώνας γέννησε πέντε ζεύγη διδύμων γιων;», ρώτησε ο Γκέοργκ Μπάλερ που ενώ ήταν όρθιος το δεξί του πόδι στηριζόταν στη βιβλιοθήκη σχηματίζοντας το σύμβολο της ανίσωσης με τελικό νικητή τη γνώση.
«Γιατί στο εσωτερικό της γης έφερε δύο ειδών ύδατα: ένα κρύο και ένα θερμό… Συμβόλιζε το γεγονός της εναλλαγής των αντιθέσεων…».
«Ο δίδυμος αδερφός του Άτλαντα που υπήρξε ο πρώτος βασιλιάς της Ατλαντίδος ποιος ήταν;», ρώτησε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ περιέπαιζε το δεξιό του πόδι στα βιβλία της κατώτερης σειράς.
«Εύμηλος στα Ελληνικά και Γάδειρος στην γλώσσα των ντόπιων… Έλαβε με κλήρο την άκρη του νησιού που ήταν κοντά στις Ηράκλειες Στήλες κοντά στο σημερινό Γιβραλτάρ…».
«Τα υπόλοιπα ζεύγη διδύμων;», ρώτησε με πρόθεση να ξεχαστεί ο καθηγητής Belon και να γυρίσει στην θέση του ώστε να μην αποτελεί ανάχωμα.
«Αμφήρης, Ευαίμων, Μνησέας, Αυτόχθων, Μήστωρ, Ελάσιππος, Διαπρεπής και Αζάης… Άπλωσαν την εξουσία τους στο εσωτερικό των στηλών του Ηρακλή μέχρι την Αίγυπτο ως την θάλασσα την Τυρρηνική. Από τον Άτλαντα δημιουργήθηκε σειρά σημαντικών απογόνων και ο μεγαλύτερος γινόταν πάντα βασιλιάς ενώ έδινε το σκήπτρο στο πρώτο του παιδί…».
«Ποιοι ήταν οι θησαυροί της Ατλαντίδος κύριε καθηγητά; Αν ήμασταν αποικιοκρατική δύναμη και την κατακτούσαμε ποιες πρώτες ύλες θα εκμεταλλευόμασταν;».
«Ορείχαλκο, χρυσάφι, ξυλεία, μυρωδικά, βότανα, ουσίες από λουλούδια, όσπρια, καρπούς δένδρων για ποτά, φαγητά ή λάδια, λατομεία…».
«Δεν ολοκληρώσατε την διάρθρωση της Ατλαντίδος…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ με την ελπίδα ότι θα ξανακαθίσει στην καρέκλα του ο καθηγητής Belon και εκείνος ανενδοιάστως και ανενόχλητος θα υπεξαιρέσει κάποιο από τα πρόσφατα αποκτήματά του.
«Οι κυκλικές θάλασσες είχαν γεφυρωθεί από τους βασιλιάδες… Από την θάλασσα του εξωτερικού κύκλου άνοιξαν διώρυγα πλάτους τριών πλέθρων, βάθους εκατό ποδιών και μήκους πενήντα σταδίων. Έκαναν επίσης άνοιγμα στις εσωτερικές ζώνες της ξηράς που χώριζαν τις λωρίδες της θάλασσας κοντά στο σημείο που βρίσκονταν οι γέφυρες το οποίο οδηγούσε από κύκλο σε κύκλο ώστε να χωράει μία τριήρης… Η μεγαλύτερη από τις κυκλικές ζώνες που επικοινωνούσε με την θάλασσα είχε πλάτος τριών σταδίων και το πρόχωμα που ακολουθούσε είχε το ίδιο μήκος. Από τις άλλες 2 ζώνες η θαλασσινή ήταν πλάτους δύο σταδίων, ενώ ίση ήταν η στεριανή. Ο κύκλος που έζωνε το κεντρικό νησί είχε πλάτος ενός σταδίου, ενώ η διάμετρος του νησιού στο οποίο βρισκόταν το παλάτι ήταν πέντε στάδια… Το νησί, οι ζώνες γύρω του και η γέφυρα που είχε πλάτος ενός πλέθρου περιφράχτηκαν με πέτρινο τείχος και από τις δύο πλευρές… Στις άκρες κάθε γέφυρας έφτιαξαν πύργους και πύλες… Την επιφάνεια του τείχους που κάλυπτε την εξωτερική ζώνη την σκέπασαν με χαλκό, ενώ την εσωτερική επιφάνεια την έντυσαν με κασσίτερο… Το τείχος της ακρόπολης καλύφθηκε με ορείχαλκο που έλαμπε σαν φωτιά…», έλεγε ο καθηγητής Belon ενώ καθόταν αναπαυτικά στην καρέκλα του γραφείου και κοίταζε με δέος την στοίβα των γραπτών των φοιτητών που όφειλε να βαθμολογήσει.
«Γιατί ήταν περιτοιχισμένος με χρυσό ο ναός του Ποσειδώνα; Μήπως γιατί σε αυτό το σημείο η Κλειτώ και ο Ποσειδώνας είχαν σμίξει για πρώτη φορά; Και μήπως γιατί είχαν γεννήσει εκεί τα 5 ζεύγη διδύμων;», ρώτησε ο Γκέοργκ Μπάλερ κατορθώνοντας ν’αρπάξει στα χέρια του το βιβλίο του Pierre Vidal-Naquet ¨Ατλαντίδα: Μικρή ιστορία ενός πλατωνικού μύθου¨.
«Γιατί η αλήθεια του ήλιου που ο χρυσός εκπροσωπεί αποκαλύπτεται σε ολίγους και εκλεκτούς και μόνον σε όσους προσφέρουν θυσίες στον θεό Ποσειδώνα και αφήνονται να παρασυρθούν από τα κύματα των συναισθημάτων τους», έλεγε ο καθηγητής Belon και μην βλέποντας να μπορεί να επαναφέρει στην τάξη τον Γκέοργκ Μπάλερ αποφάσισε να ασχοληθεί με κάτι πιο δημιουργικό όπως την διόρθωση των γραπτών των μετεξεταστέων φοιτητών.
«Πώς ήταν διαρθρωμένος ο ναός του Ποσειδώνα;».
«Πριν σας ομιλήσω για τον ναό οφείλω να αναφέρω πως κάθε χρόνο εκπρόσωποι των δέκα περιφερειών πρόσφεραν τους πιο εκλεκτούς καρπούς της γης αφιερωμένους στον θεό Ποσειδώνα… Ο ναός του είχε μήκος ενός σταδίου, πλάτος τριών πλέθρων και η μορφή του ήταν κάπως βαρβαρική σύμφωνα με τον Πλάτωνα πάντα ˙ στην ουσία ίσως πολυτελής και μεγαλόπρεπη… Καμία σχέση με την απλότητα του δωρικού τύπου ναών ή έστω την εξεζητημένη λεπτότητα των ιωνικών τύπου ναών…».
«Μπορείτε να μου πείτε περισσότερα για αυτόν τον ναό;».
«Νομίζω πως ναι… Ο Πλάτων είναι ιδιαίτερα γλαφυρός σε ο,τι αφορά τους Ολύμπιους θεούς… Απ’έξω ήταν επενδυμένος με ασήμι ενώ οι γωνίες του ήταν πλασμένες από χρυσό…».
«Γιατί αυτό;», ρώτησε ο Γκέοργκ Μπάλερ που αφού φυλλομέτρησε το βιβλίο με την Ατλαντίδα του Νακέ και έλαβε την αποθηκευμένη γνώση του το επανατοποθέτησε στο ράφι για να παραλάβει το βιβλίο ¨Υπόθεση Ατλαντίς: Ψάχνοντας για μια χαμένη γη¨.
«Γιατί ο ήλιος με τις ακτίνες του στέλνει τα μηνύματα που πρέπει και αυτά απορροφώνται από τον χρυσό με τον δέοντα τρόπο σχηματίζοντας ιδεατά τις εντολές του εντός του ναού… Το ασήμι συμβολίζει την σελήνη, την φωτεινότητα και την αγνότητα των συναισθημάτων των κατοίκων της Ατλαντίδος. Η οροφή στο εσωτερικό ήταν πλασμένη από ελεφαντόδοντο και είχε χρυσά, ασημένια και ορειχάλκινα στολίδια…», έλεγε ο καθηγητής Belon ενώ διόρθωνε μετά μανίας τα γραπτά των φοιτητών του.
«Γιατί ήταν από ελεφαντόδοντο;».
«Για να θυμούνται αγαπητέ κύριε Μπάλερ τις ευεργεσίες του θεού ήλιου οι κάτοικοι της Ατλαντίδος και πως υπηρετούσαν τον θεό Ποσειδώνα… Το ελεφαντόδοντο σχετίζεται με την έννοια της μνήμης…», έλεγε ο καθηγητής Belon δίχως να χάνει τον αυτοέλεγχο και την αυτοσυγκέντρωσή του στα γραπτά των φοιτητών του συμπληρώνοντας: «Οι τοίχοι, οι κίονες και το δάπεδο ήταν καλυμμένα με ορείχαλκο. Το χρυσό άγαλμα του Ποσειδώνα ήταν τόσο ψηλό που άγγιζε την σκεπή του ναού. Γύρω του υπήρχαν 100 αγάλματα Νηρηίδων πάνω σε δελφίνια…».
«Γιατί 100;».
«Τόσες πίστευαν οι Ατλάντιοι ότι ήταν οι Νηρηίδες… Στην πραγματικότητα όμως 100 γιατί είναι τόσα τα έτη κάθε αιώνα και συμβόλιζε το γεγονός πως ο Κρόνος Χρόνος ήταν με το μέρος του Ποσειδώνα…», είπε ο καθηγητής Belon και έβγαλε τα μικροσκοπικά του γυαλιά για να δει ευκρινέστερα τον Γκέοργκ Μπάλερ.
«Και γιατί πάνω σε δελφίνια οι Νηρηίδες;».
«Γιατί συμβόλιζαν την θαλάσσια εξουσία, την ασφάλεια και την ταχύτητα ˙ γνωρίσματα των Νηρηίδων… Συμβόλιζε το γεγονός πως μπορούσαν να εξευμενίσουν την αγριάδα της θαλάσσης και να εξασφαλίσουν ευμενές θαλάσσιο ταξίδι για τους ναυτικούς…».
«Τα δελφίνια γνωρίζω πως είναι ψυχοπομποί… Ως σωτήρες των ναυαγών οδηγούν τις ψυχές των θνητών στον Κάτω Κόσμο στο νησί των Μακάρων…».
«Αν ήταν τρυπημένα από τρίαινα ή πάνω σε άγκυρα θα συμβόλιζαν την υποταγή του Χριστού στο Δωδεκάθεο, κάτι που δεν συνέβη ποτέ και επίσης θα υποδήλωναν την Ανάσταση… Ίσως τα δελφίνια να συμβόλιζαν το σώμα της Εκκλησίας αν ήταν αναπαριστάμενα κατ’αυτόν τον τρόπο…».
«Για πείτε μου και άλλα για τον ναό…».
«Στο εξωτερικό μέρος του ναού υπήρχαν χρυσές εικόνες όλων των βασιλιάδων και των συζύγων τους που κατάγονταν από τους δέκα υιούς του Ποσειδώνα και πολλά αναθήματα τόσο από τους ίδιους όσο και από τις υπόλοιπες δέκα περιφέρειες…».
«Μέσα στην πόλη τι οικήματα υπήρχαν;», ρώτησε ο Γκέοργκ Μπάλερ που φυλλομετρούσε το βιβλίο ¨Υπόθεση Ατλαντίς¨ με μεγάλη ταχύτητα.
«Βρύσες με κρύο και ζεστό νερό για να υπενθυμίζουν τις εναλλαγές των εποχών του Κρόνου στους κατοίκους της Ατλαντίδος, εγκαταστάσεις και υδρόφιλα φυτά… Ακόμη είχαν κατασκευάσει δεξαμενές υπαίθριες και κλειστές για να χρησιμοποιούνται τον χειμώνα σαν θερμά λουτρά μέσα στην πόλη αλλά και στα χωράφια χωριστά των βασιλέων και χωριστά των πολιτών ˙ ενώ υπήρχαν μερικές για τις γυναίκες, ορισμένες για άλογα και άλλες για κατοικίδια ζώα…».
«Αυτό μαρτυρεί μια κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ατλαντίδα. Οι δεξαμενές των βασιλέων ήταν διαφορετικές από των απλών πολιτών και οι γυναίκες μεταχειρίζονταν σαν όντα τρίτης κατηγορίας σε λίγο υψηλότερο επίπεδο από αυτό των αλόγων και των υπόλοιπων ζώων…», είπε σε διαπιστευτικό ύφος ο Γκέοργκ Μπάλερ και επανατοποθέτησε το βιβλίο στην βιβλιοθήκη με περισσή βιασύνη.
«Ξέχασα να αναφέρω πως το νερό που έτρεχε από τις δεξαμενές χρησίμευε για το πότισμα του ιερού άλσους του Ποσειδώνα που είχε παντοδαπά ως προς το κάλλος δένδρα και ψηλά μερικά από αυτά ενώ με αυλάκια έφεραν το νερό από τις δεξαμενές ως τις γέφυρες στις εξωτερικές ζώνες όπου υπήρχαν ναοί πολλών θεών, κήποι, γυμναστήρια για άνδρες και άλογα ολόγυρα στο νησί. Στο κέντρο του μεγαλύτερου νησιού υπήρχε ιππόδρομος με πλάτος ενός σταδίου και μήκος όση η περιφέρεια του νησιού που τον χρησιμοποιούσαν για ιππικά αγωνίσματα. Στις δύο πλευρές του ιπποδρόμου υπήρχαν οι κατοικίες των σωματοφυλάκων του βασιλιά ˙ οι πιο πιστοί όμως ζούσαν στην δεύτερη ζώνη που βρισκόταν πιο κοντά στην Ακρόπολη», είπε ο καθηγητής Belon και έκανε νεύμα στον Γκέοργκ Μπάλερ να κάτσει.
«Γιατί αυτή η εμμονή των κατοίκων της Ατλαντίδος με τα άλογα και τους ιπποδρόμους;».
«Τα φτερωτά άλογα που προαναφέραμε συμβολίζουν τον ήλιο ή το Κοσμικό Άλογο… Το άλογο όμως γενικότερα συμβολίζει το φως, την δυναμική της ισχύος, την ταχύτητα, το γρήγορο πέρασμα της ζωής που διανύουμε, τις μαγικές ικανότητες της μαντείας, την ενστικτώδη ζωική φύση… Και ήταν λογικό και επόμενο οι κάτοικοι της Ατλαντίδος να αποθεώσουν την ταχύτητα αφού είχαν μάθει με αυτήν ν’απορροφούν την γνώση δίχως προσπάθειες… Ήταν γεννημένοι δυνατοί με μαντικές ικανότητες αξεπέραστες ακόμη και σήμερα… Πλήρως παραδομένοι στην ζωική τους φύση… Και πάντα αιώνια παιδιά που αναζητούν στο φως τις αλήθειες του κόσμου… Το άλογο συμβολίζει την διάνοια, την ευγένεια, την σοφία του νου και την λογική αφού οι σκέψεις είναι φτερωτές και γρήγορες σαν άλογα… Πάντοτε οι κάτοικοι της Ατλαντίδος ήταν φιλοπρόοδοι, αγαπούσαν την γνώση και τις διανοητικές εργασίες και ήταν ευγενείς. Λάτρευαν αυτό που αντικατόπτριζαν οι ίδιοι… Στα άλογα ενυπάρχει ο δικός τους εαυτός… Συν τοις άλλοις ας μην ξεχνούμε πως ο Ποσειδώνας είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε άλογο και πως η Ατλαντίδα υπήρξε η κατεξοχήν κοιτίδα της λατρείας του… Να μην σας παραξενεύει λοιπόν η εμμονή την λέτε εσείς, αφοσίωση και λατρεία την αποκαλώ εγώ, των κατοίκων της Ατλαντίδος για τα άλογα και τους ιπποδρόμους», είπε ο καθηγητής Belon ενώ συνέχιζε απροσκόπτως να διορθώνει τα γραπτά των φοιτητών του.
«Τα λευκά τους άλογα συμβόλιζαν τον καθαρό νου, την αθωότητα, την ίδια την ζωή και τα φως για να συμπληρώσω και εγώ…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου που έβλεπε απέναντι από τον καθηγητή Belon και συμπληρώνοντας είπε: «Τα πτερωτά άλογα συμβολίζουν και τις ουράνιες διανοητικές δυνάμεις…».
«Τω όντι κύριε Μπάλερ… Τω όντι…».
«Μπορείτε να μιλήσετε γενικά για την Ατλαντίδα;».
«Οι πιο αφοσιωμένοι στον βασιλιά είχαν κατοικίες εντός της Ακρόπολης γύρω από τα ανάκτορα… Οι ναύσταθμοι ήταν γεμάτοι τριήρεις… Όταν κάποιος διέσχιζε τα τρία της λιμάνια για να βγει έξω έβλεπε ένα τείχος που άρχιζε από την θάλασσα και περιτριγύριζε το νησί σε απόσταση πενήντα σταδίων από την μεγαλύτερη ζώνη και το μεγαλύτερο λιμάνι για να καταλήξει στο στόμιο της διώρυγας που βρισκόταν κοντά στην θάλασσα… Στο εσωτερικό του υπήρχαν νήριθμες οικίες… Η διώρυγα και το μεγάλο λιμάνι ήταν γεμάτα από πλοία και εμπόρους που έρχονταν από όλα τα μέρη του κόσμου και επειδή ήταν πολλοί έκαναν φασαρία μέρα και νύχτα…».
«Κάτι σαν την κοσμοκράτειρα, κατά την Αναγέννηση, Βενετία…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ που παιχνίδιζε στα χέρια του με ένα μολύβι που ήταν παρατημένο από τον καθηγητή Belon πάνω στο τραπέζι.
«Ο τόπος λέγεται πως ήταν πολύ ψηλός και πως είχε απόκρημνες ακτές… Η περιοχή γύρω στην πόλη ήταν πεδινή και τριγυρισμένη από βουνά που οι πλαγιές τους κατέβαιναν ως την θάλασσα…».
«Και η Αρχαία Αθήνα ήταν περιτριγυρισμένη από φυσικά βουνά όπως η Πεντέλη, ο Υμηττός και η Πάρνηθα… Είχε επιλεγεί αυτό το σημείο για την προστασία των Αρχαίων Αθηναίων από ενδεχόμενες εισβολές άλλων λαών…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ βάζοντας το μολύβι στο στόμα του σαν να ήταν τσιγάρο.
«Έχετε δίκαιο… Ίσως κατ’ανάλογο τρόπο σκέπτονταν οι κάτοικοι της Ατλαντίδος και ένα είναι σίγουρο: δεν τους άρεσε η ανάμειξη των ξένων στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους τους… Η πεδιάδα ήταν εντελώς επίπεδη χωρίς υψώματα σε παραλληλόγραμμο σχήμα μήκους τριών χιλιάδων σταδίων και πλάτους δύο χιλιάδων σταδίων από την θάλασσα ως το κέντρο της… Όλη η περιοχή έβλεπε νότια και ήταν προφυλαγμένη από βοριάδες…».
«Γιατί αυτό καθηγητή Belon;».
«Γιατί οι κάτοικοί της είχαν θερμότητα συναισθημάτων και πίστευαν πως αν είναι εκτεθειμένοι σε βοριάδες θα παγώσουν τα συναισθήματά τους συνακολούθως…».
«Έχετε δίκαιο… Συνεχίσατε την περιγραφή της Ατλαντίδος…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ καθώς διάβαζε το γραπτό ενός φοιτητού που το είχε επιλέξει τυχαία.
«Τα βουνά της ήταν πανέμορφα… Ανάμεσά τους υπήρχαν πολλά πλούσια χωριά, ποτάμια, λίμνες, λιβάδια στα οποία άγρια και ήμερα ζώα έβρισκαν τροφή… Ήταν επίσης γεμάτα δένδρα κάθε είδους που έδιναν ξυλεία αρκετή για να ικανοποιήσει τις ανάγκες όλων των επαγγελμάτων… Το σχήμα της πεδιάδας ήταν τετράγωνο και στα περισσότερα μέρη ορθογώνιο και μακρουλό ˙ ίσιωσαν όμως τα ακανόνιστα σημεία της σκάβοντας τριγύρω χαντάκια. Το βάθος, το πλάτος και το μήκος κάθε χαντακιού ήταν τόσο μεγάλο που φαινόταν απίστευτο να λέγεται ότι ήταν φτιαγμένο από ανθρώπινα χέρια… Είχε σκαφτεί το βάθος του ένα πλέθρο και το πλάτος σε όλα τα σημεία ήταν ένα στάδιο ˙ επειδή ήταν σκαμμένο σε όλη την πεδιάδα το μήκος τύχαινε να είναι δέκα χιλιάδες στάδια… Δεχόταν όλα τα νερά που κατέβαιναν κυλώντας από τα βουνά, κύκλωνε την πεδιάδα, έφτανε μέχρι την πύλη και από τα 2 της μέρη προχωρούσε μέχρι την θάλασσα και άδειαζε εκεί όλα τα ύδατα… Από το εσωτερικό της περιοχής ξεκινούσαν αυλάκια πλάτους περίπου 100 ποδών που διέσχιζαν την πεδιάδα σε παράλληλες γραμμές και είχαν τέτοια κλίση ώστε τα ύδατά τους χύνονταν στο χαντάκι. Μέσα από τα αυλάκια που απείχαν μεταξύ τους 100 στάδια κατέβαζαν την ξυλεία από τα βουνά στην πόλη και μετέφεραν με πλοία τα υπόλοιπα προϊόντα κάθε εποχής αφού πρώτα άνοιξαν και άλλα αυλάκια πλάγια μεταξύ τους ώστε να επικοινωνεί το ένα με το άλλο με την πύλη», είπε ο καθηγητής Belon διορθώνοντας κατά την διάρκεια του λόγου του 2 γραπτά φοιτητών.
«Γιατί αυτή η μανία των Ατλάντιων για την ξυλεία;».
«Γιατί όπως το ξύλο μπορεί να είναι κατεργασμένο και να λαμβάνει ποικίλες μορφές έτσι και οι Ατλάντιοι επεξεργάζονταν τους θνητούς λειαίνοντας τις ανώμαλες πεδιάδες του χαρακτήρα τους και έκαναν γλυπτική υψηλού τύπου σε αυτές αλλά και οι ίδιοι μεταμορφώνονταν σε διάφορες φιγούρες. Το ξύλο συμβολίζει την δημιουργία τάξης από το χάος και την θεία δύναμη που παραπέμπει στην παραδεισένια πληρότητα που παρέχει προστασία στο λίκνο και στο φέρετρο ή με άλλα λόγια στην ζωή και στον θάνατο…».
«Το σχήμα της πεδιάδος γιατί ήταν τετράγωνο;».
«Συμβόλιζε την σταθερότητα των κτηρίων των αγροτικών και αστικών πληθυσμών και την θηλυκή προστατευτική δύναμη της θεάς Αφροδίτης σε αντίθεση με τον κυκλικό σχηματισμό που κινείται αιωνίως των νομαδικών πληθυσμών… Συμβολίζει την εντιμότητα, επίσης την ηθική και την ευθύνη… Υποδηλώνει την ολοκλήρωση και την τελειότητα που δεν μετατρέπεται σε κάτι άλλο από αυτό που είναι».
«Σύμφωνα με τον πυθαγορισμό το τετράγωνο συμβολίζει την ψυχή…».
«Και πώς θα μπορούσε κύριε Μπάλερ να είναι διαφορετικά; Η πεδιάδα ήταν το κέντρο ζωής των Ατλάντων… Ήταν η ψυχή τους με τα προϊόντα που τους προσέφερε και δεν ήταν λίγα… Ήταν άφθονα… Και ας μην ξεχνάμε πως η πεδιάδα ήταν τετράγωνη γιατί συμβόλιζε την υπερβατή γνώση… Ο τέλειος τύπος περίφραξης της ιεράς γνώσης που κατείχαν οι Ατλάντιοι… Με τον κύκλο στο κέντρο της συμβολίζει εξάλλου την Ψυχή του Κόσμου…».
«Σας διέκοψα με τις ερωτήσεις μου και ίσως χάσατε τον ειρμό των σκέψεών σας…».
«Τουναντίον κύριε Μπάλερ… Οι Ατλάντιοι είχαν συγκομιδή δις τον χρόνο χρησιμοποιώντας τον χειμώνα τα νερά που έστελνε ο Δίας και το καλοκαίρι όσα έβγαιναν από τις πηγές που τα έφερναν στην πεδιάδα μέσα από τα τεχνητά αυλάκια…».
«Δεν αναφέρατε τίποτε για την στρατιωτική οργάνωση της Ατλαντίδος…».
«Κάθε τμήμα της χώρας θα έδινε από έναν αρχηγό για τους άνδρες που ήταν ικανοί να φέρουν όπλα… Η έκταση κάθε τμήματος ήταν εκατό στάδια και υπήρχαν 60.000 τέτοια τμήματα… Οι άνδρες που έμεναν στα βουνά ήταν αμέτρητοι και εξουσιάζονταν από τους αρχηγούς τους σύμφωνα με τον συνοικισμό ή το χωριό στο οποίο ζούσαν. Εν καιρώ πολέμου ο κάθε αρχηγός έπρεπε να δίνει το ένα έκτο ενός πολεμικού άρματος σε 10.000 άρματα, 2 άλογα με τους ιππείς τους, 2 άλογα άνευ άρματος, έναν πεζό με ελαφριά ασπίδα, έναν ιππέα που μπορούσε να πηδάει από άλογο σε άλογο, 2 βαριά οπλισμένους πεζούς, 2 τοξότες, δύο σφενδονιστές, τρεις πετροβολητές, τρεις ακοντιστές και τέλος 4 ναύτες για τα 1200 πλοία της χώρας. Τα υπόλοιπα 9 τμήματα είχε το καθένα την δική του οργάνωση…», είπε ο καθηγητής Belon ενώ συνέχιζε ακαταπαύστως την διόρθωση των γραπτών των φοιτητών του.
«Ο αριθμός δύο παίζει πολύ ισχυρός στο πεδίο των στρατιωτικών προσφορών…».
«Συμβόλιζε την δυαδική φύση του ανθρώπου αλλά και το γεγονός ότι στην Ατλαντίδα βασίλευαν στον ίδιο βαθμό ο ήλιος και η σελήνη…».
«Και εγώ που νόμιζα ότι ο αριθμός 2 παρεκκλίνει από την ενότητα και συμβολίζει την αμαρτία που εκφεύγει από το αγαθό… Εξ’ου και γιατί οι Ολύμπιοι ήταν εξοργισμένοι με τους Άτλαντες… Εξυμνούσαν όλη την ώρα την αμαρτία…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ παρατούσε το γραπτό φοιτητού που διάβαζε.
«Μπορεί να συμβόλιζε και τον βασιλιά και την βασίλισσα στην Ατλαντίδα που όλοι όφειλαν υπακοή… Μπορεί όμως το θείο και τον υδράργυρο που ενωμένα σχηματίζουν το ανδρόγυνο…».
«Ο αριθμός 3 καθηγητά Belon είναι στην δεύτερη θέση σε συχνότητα εμφάνισης…».
«Στην αλχημεία συμβολίζει το θείο, τον υδράργυρο και το άλας ή διαφορετικά πνεύμα, ψυχή και σώμα… Η εμμονή τους με τον αριθμό 3 – μια εμμονή που συναντάμε επίσης στα Ομηρικά έπη- μπορεί να συσχετισθεί με την δημιουργική δύναμη, την ανάπτυξη και γενικά την δύναμη που υπερνικάει την αμαρτωλή δυαδικότητα… Συμβολίζει την βασική αρχή της Αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας δηλαδή την αρχή, την μέση και το τέλος αλλά και την κοσμολογία δηλαδή ουρανός, γη, ύδατα…».
«Μπορεί η εμμονή με τον αριθμό 3 να συσχετίζεται με την ενασχόληση των Ατλάντιων να ταξιδεύουν μέσα στον χρόνο και να μετατοπίζονται πότε στο παρόν, πότε στο παρελθόν και πότε στο μέλλον;», ρώτησε με πραγματική απορία ο Γκέοργκ Μπάλερ και επανέφερε στην θέση το φοιτητικό γραπτό που είχε εκ περιέργειας υπεξαιρέσει…
«Ίσως να έχετε δίκαιο… Η εμμονή τους με τα ζητήματα του χρόνου με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο αριθμός τρία συσχετιζόταν και με τους 3 μήνες κάθε εποχής ˙ χειμών, έαρ, θέρος, φθινόπωρο…», είπε ο καθηγητής Belon με στοχαστικό ύφος.
«Δεν αναφέρατε κύριε καθηγητά σχεδόν τίποτε για τους βασιλιάδες της Ατλαντίδος…».
«Κάθε ένας εκ των βασιλιάδων κυβερνούσε τους ανθρώπους που ζούσαν στην περιοχή και την πρωτεύουσά του, όριζε τους περισσότερους εκ των νόμων που ήταν σε ισχύ και τιμωρούσε ή θανάτωνε όποιον ήθελε…».
«Συνεπώς η θανατική ποινή που ισχύει σήμερα στις Ε.Π.Α και στην Κίνα έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Ατλαντίδα…».
«Και στην Αρχαία Αθήνα συμπληρώνω… Πού είχαμε μείνει κύριε Μπάλερ; Α, ναι… Οι σχέσεις και η εξουσία που είχαν μεταξύ τους ήταν ρυθμισμένες σύμφωνα με τις αρχές που είχε ορίσει ο Ποσειδώνας, όπως όριζε ο νόμος ο χαραγμένος με γράμματα σε στήλη από ορείχαλκο που βρισκόταν στον ναό του Ποσειδώνα στο κέντρο του νησιού. Οι βασιλιάδες συγκεντρώνονταν κάθε 5 και 6 χρόνια με την σειρά και έπαιρναν αποφάσεις για τα κοινά τους ενδιαφέροντα, εξέταζαν τις παραβάσεις των νόμων και δίκαζαν σχετικές υποθέσεις…».
«Γιατί κάθε 5 και κάθε 6 χρόνια καθηγητά Belon;».
«Γιατί τιμούσαν τόσο τους μονούς όσο και τους ζυγούς αριθμούς… Όταν ήταν να δικάσουν άφηναν ελεύθερους τους ταύρους μέσα στον ναό του Ποσειδώνα και μόνοι τους όντας δέκα παρακαλούσαν τον θεό να εκλέξει το σφάγιο που θα τον ευχαριστούσε… Μετά άρχιζαν να κυνηγάνε τους ταύρους άοπλοι, κρατώντας μόνον ξύλα και θηλιές… Όποιον τύχαινε να πιάσουν τον πήγαιναν στην στήλη και τον έσφαζαν πάνω από το μέρος που ήταν γραμμένος ο νόμος. Στη στήλη ήταν χαραγμένος ο όρκος που καταριόταν με φοβερά λόγια όσους καταπατούσαν τους νόμους. Όταν λοιπόν έκαναν την θυσία σύμφωνα με τους νόμους τους και ευλογούσαν τα μέλη του ταύρου ανακάτευαν σε ένα κύπελλο λίγο κρασί με μερικές σταγόνες από το αίμα του ζώου ο καθείς με την σειρά του. Μετά έριχναν τα κομμάτια του ιερού σφαγίου στην φωτιά και καθάριζαν την στήλη…».
«Πολύ καλά όλα αυτά αλλά γιατί σταγόνες αίματος στο κρασί;».
«Γιατί το κόκκινο του αίματος δεν διαφαίνεται στο κόκκινο του κρασιού…», είπε ο καθηγητής Belon φανερά ενοχλημένος γιατί ο Γκέοργκ Μπάλερ διατάρασσε τον φυσικό ειρμό της σκέψης του και συμπληρώνοντας είπε: «Έπειτα έπαιρναν με χρυσές φιάλες λίγο οίνο από το κύπελλο, έκαναν σπονδές στην φωτιά και ορκίζονταν ότι θα απέδιδαν δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους της στήλης τιμωρώντας όσους τους είχαν παραβεί… Ακόμη ορκίζονταν ότι δεν θα παραβούν κανέναν γραπτό νόμο εκούσια, δεν θα διοικήσουν και δεν θα υπακούσουν στον βασιλιά παρά μόνον αν οι προσταγές του είναι σύμφωνες με τους νόμους του πατέρα τους. Μετά από τις διαβεβαιώσεις αυτές ο καθένας τους έπινε και μετά αφιέρωνε την φιάλη στο ιερό του θεού και ύστερα έτρωγε και τακτοποιούσε όλες τις άλλες ανάγκες…», έλεγε ο καθηγητής Belon σε ασταμάτητο ρυθμό.
«Φαίνεται γι’αυτό αποφάσισε ο Δίας να καταποντίσει την Ατλαντίδα… Οι βασιλιάδες δεν υπάκουαν στους νόμους του Ποσειδώνα, γεγονός που εξόργισε τους Ολύμπιους…», ψιθύρισε στον εαυτό του ο Γκέοργκ Μπάλερ και σηκώθηκε για να φύγει.
«Είπατε τίποτα;».
«Τίποτε… Συνεχίσατε την αφήγησή σας…».
«Μόλις νύχτωνε και η φωτιά από τα σφάγια έσβηνε, φορούσαν μια γαλάζια στολή, έσβηναν όλες τις φωτιές του ναού και κάθονταν δίπλα στα απομεινάρια της θυσίας όλη την νύχτα δικάζοντας. Μετά την έκδοση της απόφασης σχετικά με κάθε υπόθεση που είχε κριθεί την έγραφαν όταν ξημέρωνε πάνω σε χρυσό πίνακα και την αφιέρωναν στον θεό μαζί με τις στολές τους».
«Γιατί ήταν γαλάζια η στολή τους;», ρώτησε ο Γκέοργκ Μπάλερ που πήρε το παλτό του από την καρέκλα που το είχε ακουμπήσει έτοιμος να φύγει.
«Γιατί το κυανό είναι το χρώμα του ουρανού και της θαλάσσης… Σε κάθε περίπτωση για να θυμίζουν στον εαυτό τους την επουράνια θεϊκή τους καταγωγή αλλά και την αναγωγή τους στον θεό Ποσειδώνα…», είπε ο καθηγητής Belon που παρατηρούσε με οξυδέρκεια τις κινήσεις του Γκέοργκ Μπάλερ να αλλάξει τοποθεσία προσδιορισμού του σώματός του.
«Δεν αναφέρατε πολλά για τους νόμους των βασιλιάδων της Ατλαντίδος…», είπε με ύφος καθηγητού πανεπιστημίου ο Γκέοργκ Μπάλερ.
«Οι σημαντικότεροι νόμοι είναι ότι κανένας εκ των βασιλιάδων δεν θα έκανε ποτέ πόλεμο εναντίον του άλλου, ότι θα βοηθούσαν όλοι αν κάποιος επιχειρούσε να ανατρέψει την βασιλική οικογένεια κάθε πόλης και ότι θα συγκεντρώνονταν όπως οι πρόγονοί τους για να πάρουν κοινές αποφάσεις σε περίπτωση πολέμου ή για σοβαρά ζητήματα παραχωρώντας την αρχηγία στην γενιά του Άτλαντα. Τέλος ουδείς εκ των βασιλέων δεν είχε το δικαίωμα να θανατώσει κάποιον συγγενή του αν δεν είχε συγκατάθεση περισσοτέρων εκ των μισών ανάμεσα στους 10 βασιλιάδες…».
«Αν ίσχυε αυτός ο νόμος της Ατλαντίδος στην Αναγέννηση η Ελισάβετ δεν θα είχε αφήσει να καρατομήσουν την Μαρία Στιούαρτ… Η Μαρία Τυδώρ όμως ακολούθησε την ατλάντια πολιτική και δεν καρατόμησε την αδελφή της Ελισάβετ… Νομίζω πως οι πληροφορίες που μου δώσατε ήταν πολύτιμες για την συγγραφή του βιβλίου μου περί της Ατλαντίδος και των κατοίκων της… Πρέπει σιγά σιγά ν’αναχωρώ… Σας ευχαριστώ θερμώς για τις πληροφορίες και τις γνώσεις που μου μεταδώσατε», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και έδωσε το χέρι του στον καθηγητή Belon.
«Ξέχασα να σας αναφέρω ότι οι βασιλιάδες της Ατλαντίδος εξουσίαζαν αρκετές χώρες από την Λιβύη μέχρι την Αίγυπτο και την Ευρώπη μέχρι την Τυρηνννία…».
«Θα λάβω σοβαρά υπ’όψιν αυτές τις πληροφορίες για την έρευνά μου στις μυθολογίες της Αιγύπτου και της Ευρώπης», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και ανεχώρησε από το Πανεπιστήμιο εμφορούμενος υψηλών αισθημάτων για τις νοητικές του κατακτήσεις κατευθυνόμενος για την οικία του.
ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ
Εκείνος ο Φεβρουάριος ήταν υετώδης στην Νέα Υόρκη. Ο Γκέοργκ Μπάλερ αφού τακτοποίησε τις αποσκευές του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του κάλεσε ένα ταξί για να τον μεταφέρει στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Είχε κανονίσει να συναντήσει εκεί την καθηγήτρια συγκριτικής λογοτεχνίας Ίνγκεμποργκ Στάλερ.
Η βροχή δεν άφηνε να διαφανεί ο περιβάλλοντας χώρος από τα τζάμια του ταξί σε σημείο που πίστευες ότι έπληττε την Νέα Υόρκη μουσώνας.
«Προς το πανεπιστήμιο της Κολούμπια», αναφώνησε ο Γκέοργκ Μπάλερ κάθιδρος από την πρότερη εντατική του προσπάθεια να διευθετήσει τις αποσκευές του.
«Από την ανατολική ακτή;», ρωτούσε επίμονα ο ταξιτζής στην απεγνωσμένη του προσπάθεια ν’ανοίξει έναν δίαυλο επικοινωνίας με τον πελάτη του.
«Αν πω ναι, θα σταματήσετε τις ερωτήσεις σας… Έχω ανάγκη την περισυλλογή… Εξάλλου η Καλιφόρνια είναι ανατολικά της Νέας Υόρκης αλλά δυτικά της Ιαπωνίας… Ουδέποτε κατενόησα την αντιπαλότητα μεταξύ δυτικής και ανατολικής ακτής…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ενώ άναβε με τον αναπτήρα του το τσιγάρο του.
«Με συγχωρείτε που σας ενόχλησα… Απλώς η προφορά σας μου θύμισε Καλιφόρνια και ήθελα να επιβεβαιώσω την υποψία μου», είπε ο ταξιτζής και συνέχισε προσηλωμένος στο καθήκον του την οδήγηση σε αυτόν τον φυσικό χείμαρρο που παρεμπόδιζε την ορατότητά του αλλά οδηγούσε το τιμόνι σαν ένα αόρατο χέρι να το κινούσε που εκ φύσεως γνώριζε όλες τις πιθανές κατευθύνσεις και διευθύνσεις και λειτουργούσε αυτόματα παρά τις αντιξοότητες της φύσης.
Δεν άργησε το ταξί να φθάσει στον τελικό του προορισμό και ο Γκέοργκ Μπάλερ αφού πλήρωσε τον οδηγό ταξί κατευθύνθηκε στο κτήριο που στεγάζονται οι έδρες των καθηγητών πανεπιστημίου.
Η καθηγήτρια Ίνγκεμποργκ Στάλερ περίμενε τον επισκέπτη της καθισμένη με νηφαλιότητα και επίπονη οξύνοια στον καναπέ του γραφείου της.
«Σας ανέμενα κύριε Μπάλερ εδώ και 2 ώρες… Αργήσατε στο ραντεβού σας… Δεν συνηθίζω να δέχομαι ετεροχρονισμένα ραντεβού μα για εσάς θα κάνω μια εξαίρεση».
«Ξέρετε… Δεν συνηθίζω να στήνω κάποιον στα ραντεβού που κλείνω…».
«Ναι, ξέρω τι θα μου πείτε… Ο καιρός…».
«Ο καιρός ήταν δριμύς ξέρετε… Δεν έχω συνηθίσει…».
«Ξέρω, στην Καλιφόρνια ο καιρός είναι πάντα ηλιόλουστος… Ούτε βροχές, ούτε χιόνι… Αλλά ας σταματήσουμε αυτή την ανιαρή συζήτηση περί καιρού αφού δεν ενδιαφέρεται κανείς για τις κλιματολογικές συνθήκες…».
«Για τις κλιματολογικές αλλαγές έχει ενδιαφερθεί ο Al Gore…».
«Ο Al Gore… Κάποιος θα έπρεπε να ενδιαφερθεί και για το περιβάλλον για να μην χαθούν οι ήπειροι από την άνοδο των υδάτων όπως συνέβη με την Ατλαντίδα λόγω της τήξης των πάγων», είπε η Ίνγκεμποργκ Στάλερ ενώ έφτιαχνε τα γκρίζα μαλλιά της κάνοντάς τα κοτσίδα.
Η Ίνγκεμποργκ Στάλερ δεν ήταν παραπάνω από 60 χρονών αλλά υπέφερε από αρθρίτιδα εκφυλιστικής μορφής, γεγονός που την εξανάγκαζε να κρατιέται από βακτηρία. Συν τοις άλλοις, υπέφερε από την καρδιά της και γι’αυτό έπαιρνε επί 3 φορές την ημέρα ειδικά χάπια για την ασθένειά της. Ήταν κοντόσωμη αλλά παχύσαρκη για την ηλικία της. Το βλέμμα της παρ’όλα αυτά ήταν σπινθηροβόλο με την έννοια της εφηβικής νιότης που δεν εγκαταλείπει το σώμα παρά τις φυσικές ασθένειες λόγω γήρατος που έχουν την τάση να εκφυλίζουν τις πνευματικές και νοητικές λειτουργίες του πάσχοντος από αυτές. Ο λαιμός της ήταν ξυλώδης από τις εξαντλητικές δίαιτες που έπονται περιόδων παχυσαρκίας ή λιποσαρκίας αν είναι προτιμητέος ο δεύτερος όρος. Τα ενδύματά της ήταν μοναστηριακής υφής ενώ ο κότσος στα μαλλιά της υποδήλωνε την συντηρητικότητά της και πως κάθε Κυριακή πήγαινε στην Εκκλησία για την Κυριακάτικη Λειτουργία και τις συνακόλουθες προσευχές και πρακτικές της.
«Τι θα θέλατε να μάθετε για την Ατλαντίδα;», ρώτησε η Ίνγκεμποργκ Στάλερ καθώς έπαιζε την βακτηρία της στο πάτωμα καθήμενη στον καναπέ της συμπληρώνοντας: «Καθίσατε».
Ο Γκέοργκ Μπάλερ άφησε την κατάβρεκτη ομπρέλα του που την είχε νυμφευθεί καθ’ολοκληρίαν από την στιγμή που βγήκε από το ταξί ώσπου να βρεθεί στο γραφείο της Ίνγκεμποργκ Στάλερ.
«Όσο το δυνατόν περισσότερα γιατί σκοπεύω να γράψω ένα μυθιστόρημα που να ενημερώσει αλλά και να συναρπάσει τον μέσο αναγνώστη για την αρχαία Ήπειρο που καταβυθίσθηκε σε μία ημέρα… Πριν από την καταστροφή της Ατλαντίδος όπως γνωρίζετε καλύτερα από εμένα είχε προηγηθεί πόλεμος ανάμεσα στην Αρχαία Ατλαντίδα και στην Αρχαία Αθήνα… Η Ατλαντίδα είχε κατακτήσει μέρη της Λιβύης ως την Αίγυπτο και μέρη της Ευρώπης ως την Τυρηννία, υποβάλλοντας τους ιθαγενείς σε καθεστώς δουλείας… Οι Αθηναίοι οδήγησαν μία συμμαχία ενάντια στην αυτοκρατορία της Ατλαντίδος και ενώ η συμμαχία είχε αδυνατίσει, οι Αθηναίοι επικράτησαν μόνοι τους και ελευθέρωσαν τις κατακτημένες από τους Ατλάντιους περιοχές», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ με τα χέρια σταυρωτά στα πόδια στην άλλη άκρη του καναπέ σαν μαθητής έτοιμος να δεχθεί την διδασκαλία από την καθηγήτριά του.
«Έχετε ακούσει για την ιστορία των δεκατριών κρανίων;».
«Δεν έχει υποπέσει καμία θεωρία τέτοια στην αντίληψή μου…».
«Στην αρχαία Ατλαντίδα υπήρχαν δεκατρία κρανία…».
«Από τι ήταν φτιαγμένα κυρία Στάλερ;».
«Τα δώδεκα ήταν πλασμένα από χαλαζία και το δέκατο τρίτο από αμέθυστο…».
«Γιατί ξεχώριζε;».
«Γιατί το δέκατο τρίτο κρανίο εμπεριείχε την γνώση των προηγούμενων δώδεκα. Το κάθε ένα από αυτά είχε την ισχύ και τον χαρακτήρα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή που εμπεριείχε απίστευτο αριθμό γνώσεων… Κάθε ένας υπολογιστής – κρανίο περιείχε τις γνώσεις ενός μήνα του παρελθόντος, του παρόντος αλλά και των μελλοντικών ετών…».
«Φαντάζομαι πως ο δέκατος τρίτος θα περιείχε τις γνώσεις όλων των δραστηριοτήτων των ανθρώπων για όλο τον χρόνο…».
«Ακριβώς έτσι κύριε Μπάλερ… Λίαν οξυδερκής η παρατήρησή σας…», είπε η Ίνγκεμποργκ Στάλερ ενώ έπινε λίγο από το τσάι που είχε το φλιτζάνι της και συμπλήρωσε ενώ έβαζε λίγο από την τσαγιέρα στο φλιτζάνι του Γκέοργκ Μπάλερ: «Δεν θα με ρωτήσετε για την θυσία των ταύρων;».
«Αν εκεί θέλετε να μετατοπισθεί η συζήτηση δεν βλέπω γιατί όχι…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και ήπιε λίγο τσάι όχι τόσο από ανάγκη ενυδάτωσης, ούτε λόγω εφίδρωσης αλλά για να μην προσβάλλει την κυρία που τον είχε προσκαλέσει σε δείπνο με γεύμα τα Ατλάντεια Μυστήρια.
«Τα ζώα θυσιάζονταν μπροστά σε στήλη και οι βασιλιάδες έριχναν τα πλευρά των ζώων εντός της φωτιάς και ράντιζαν την στήλη με το αίμα τους. Ο,τι απέμενε από το αίμα χυνόταν σε μικρά δοχεία πεποιημένα από χρυσό. Μικρό μέρος από αυτό το αίμα το έπινε ο κάθε βασιλιάς ενώ το υπόλοιπο ριπτόταν στην φωτιά… Τα δοχεία ήταν αναθήματα στον θεό Ποσειδώνα…».
«Προφανώς έπιναν το αίμα των ταύρων για να μεταβιβασθούν οι ιδιότητες του Δία που κάποτε είχε μετενσαρκωθεί σε ταύρο για την αρπαγή της Ευρώπης…».
«Ο ταύρος ήταν το ιερό ζώο του Ποσειδώνος… Μην το ξεχνάτε ποτέ αυτό κύριε Μπάλερ… Συμβόλιζε την τρικυμισμένη θάλασσα που με την ορμή της κατακρημνίζει πλοία και ναύτες στα βάθη της… Στην Μακεδονία λάτρευαν την μορφή του ταύρου λόγω του Βάκχου… Όσοι επέζησαν από την Ατλαντίδα μετέφεραν την λατρεία του ταύρου σε απομακρυσμένα μέρη όπως η Αλταμίρα με τα περίσημα σπήλαιά της ή η Αίγυπτος με την ίδρυση του ναού του θεού ταύρου Άπι αν και συμβόλιζε τον θεό Όσιρι… Πάντως δεν έχετε άδικο για τις αναζωογονητικές ιδιότητες και δυνάμεις του ταύρου του οποίου η θυσία είχε εξευμενιστικό χαρακτήρα για την περίπτωση έλλειψης αποθεμάτων τροφής στην αρχαία Ατλαντίδα. Η θυσία του είχε καθαρά γονιμοποιό χαρακτήρα…», έλεγε η Ίνγκεμποργκ Στάλερ στα μεσοδιαστήματα που μεσολαβούσαν κατά την κατάποση του τσαγιού της σε μικρές δόσεις.
«Μπορείτε να μου αναφέρετε σχετικά με τον Άτλαντα από το όνομα του οποίου έλαβε την ονομασία της η Ατλαντίδα;».
«Ο Άτλας ήταν εις εκ των Τιτάνων, γιος του Ιαπετού, αδελφός των Τιτάνων Προμηθέα και Επιμηθέα. Ένας χρησμός έλεγε ότι θα τον σκότωνε ο γιος του Δία. Επηρεασμένος από τούτο τον χρησμό αποσύρθηκε από κάθε επικοινωνία. Ο Περσέας αποφάσισε τότε να του δείξει την κεφαλή της Μέδουσας και πετρώνοντας κατάντησε στο σημερινό βουνό Άτλας που ευρίσκεται στην Μαυριτανία».
«Γνωρίζω πως ο Άτλας στήριζε στις πλάτες του τον Ουρανό με συνέπεια να γνωρίζει όλα τα μυστικά της θεϊκής και της ουράνιας σοφίας… Σας πρόλαβα…».
«Πραγματικά αυτό θα ήταν το επόμενο που ήθελα να πω… Ας έχει όμως έτσι… Ο Άτλας απέκτησε την φήμη μεγάλου αστρονόμου και θεωρήθηκε πατέρας της αστρολογίας… Ήταν πατέρας των Πλειάδων και των Υάδων και των Εσπερίδων, των τριών αδελφών που φρουρούσαν τον κήπο του με τα χρυσά μήλα…».
«Ο Ρογήρος Βάκων τον χαρακτηρίζει ως θεμελιωτή της μαγείας… Ο Ευσέβιος τον ταυτίζει με τον Ενώχ…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ πίνοντας μονορούφι το τσάι από το φλιτζάνι που του είχε προσφέρει.
«Και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει πως πρώτος βασιλιάς των Ατλάντειων υπήρξε ο Ουρανός, πατέρας του Ιαπετού, του Ωκεανού, των Κυκλώπων, των γιγάντων, της Βασιλείας, της Ρέας και της Πανδώρας…».
«Στον Κριτία του Πλάτωνα συγκαλείται συνέλευση με προεξάρχοντα τον Δία που αναφέρει ότι θα τιμωρήσει τους Ατλάντειους… Στον Ησίοδο πάλι γίνεται συνέλευση των θεών στην οποία ο Δίας προαναγγέλλει κατακλυσμό για να πλήξει τους γίγαντες. Κυρία Στάλερ, πιστεύω ότι Ατλάντειοι και Γίγαντες ταυτίζονται απόλυτα».
«Θεοποιήθηκαν οι αδελφές του Άτλαντα και να ξέρετε πως κοσμούσαν τα αγάλματά τους τον ναό του Ποσειδώνα στον οποίο συνεδρίαζαν όλο το βράδυ μέχρι την ανατολή του ήλιου οι βασιλιάδες της Ατλαντίδος…».
«Πιστεύω πως είχε συμβολικό χαρακτήρα η πράξη τους… Συμβόλιζε τον χθόνιο και σκοτεινό χαρακτήρα που έχει η βασιλική εξουσία και η οποία σταματάει στο φως της καλοσύνης…».
«Επίσης η νίκη, κύριε Μπάλερ, των Αθηναίων πάνω στους Ατλάντειους μάθετε πως είχε αναπαρασταθεί σε ένα πέπλο που ήταν αφιερωμένο στα Μικρά Παναθήναια και συμβόλιζε την νίκη της Λογικής, της Τάξης και του Φωτός επάνω στις δυνάμεις του Χάους, του Παραλόγου και του Σκότους…».
«Ας μην ξεχνούμε, κυρία Στάλερ, πως ο Έσπερος ή Λούσιφερ ήταν γιος του Άτλαντα…».
«Και να ήθελα να το λησμονήσω έχω εσάς να μου κάνετε τον υπομνηματισμό… Μάθετε πως κάποτε εξεγέρθηκε η κατώτερη κάστα της Ατλαντίδος ενάντια στους περισσότερο πολιτισμένους κατοίκους της… Συνεπώς οι Επαναστάσεις όπως η Γαλλική και η Οκτωβριανή δεν είναι πρωτόγνωρες αλλά είχαν ως ανυπέρβλητο πρότυπο την συγκεκριμένη…».
«Κυρία Στάλερ, δεν μου αναφέρατε τίποτα για την Βασιλεία, την κόρη του Άτλαντα…».
«Το όνομά της σημαίνει βασίλισσα. Είναι η αποκληθείσα Μεγάλη Μητέρα ταυτιζόμενη σαν Αστάρτη, Διάνα, Αφροδίτη ή Ίσιδα… Μετά τον θάνατο του Ουρανού ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει πως εκλέχτηκε ομοφώνως βασίλισσα της Ατλαντίδος… Μνηστεύτηκε τον αδελφό της τον Υπερίωνα και καρποί της σχέσης τους υπήρξαν ο Ήλιος και η Σελήνη. Οι υπόλοιποι αδελφοί της φοβούμενοι μήπως ο σύζυγός της Υπερίωνας σφετερισθεί τον θρόνο, τον σκότωσαν και έπνιξαν τον Ήλιο… Η Σελήνη μόλις έμαθε για τον τραγικό θάνατο του αδελφού της αποφάσισε να αυτοκτονήσει πέφτοντας από ψηλά. Η Βασιλεία μόλις έμαθε τον θάνατο των παιδιών της, αναμαλλιασμένη, ντυμένη άσχημα και στολισμένη με βάρβαρα κοσμήματα βγήκε στους δρόμους μαινόμενη και χτυπώντας κύμβαλα… Όταν οι υποτελείς της πήγαν να την συγκρατήσουν ξεπήδησε μία φοβερή καταιγίδα και ακολούθησε τρικυμία. Από τότε δεν την ξαναείδε κανείς…».
«Για τις Εσπερίδες τι γνωρίζετε;», ρώτησε ο Γκέοργκ Μπάλερ κάνοντας σταυροπόδι.
«Οι Εσπερίδες ήταν μία μεγάλη σε έκταση χώρα, περιτριγυρισμένη από θάλασσα και σε αυτήν λατρεύθηκε ο Άτλαντας. Εκεί ήταν τοποθετημένα τα αγάλματα και τα είδωλά του. Το όρος ήταν κοίλο και πολύ ψηλό. Η κοιλάδα στο βουνό ήταν γεμάτη από καρποφόρα δέντρα. Η κατάβαση ήταν δύσκολη και επικίνδυνη και η είσοδος φυλασσόταν με θρησκευτικά ιερά…».
«Στην Ανατολή πώς έφθασε η παράδοση της Ατλαντίδος, κυρία Στάλερ;».
«Οι Φοίνικες και οι Καρχηδόνιοι είχαν αποικίες στην βορειοδυτική Αφρική. Εκεί θα πρέπει να ήλθαν σε κάποια επαφή με την Ατλάντεια παράδοση. Οι δε Εβραίοι είναι πολύ πιθανό να έλαβαν την παράδοση της Ατλαντίδος κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας τους και της υποδούλωσής τους στην Αρχαία Αίγυπτο…», είπε η Ίνγκεμποργκ Στάλερ και ακούμπησε αναπαυτικά τα πόδια της στο σκαμνάκι που είχε μπροστά της και συμπλήρωσε: «Η επιμειξία της ανώτερης κάστας της Ατλαντίδος με την θνητή κατώτερη κάστα θυμίζει αρκετά το γεγονός της συνουσίας των Πεπτωκότων Αγγέλων όπως ο Ραφαήλ, ο Γαβριήλ, ο Φανουήλ, ο Αζαήλ με τις κόρες των ανθρώπων και στην συνέχεια δίδαξαν στην ανθρώπινη φυλή την τέχνη της μαγείας, την αστρολογία και την βοτανική».
«Βλέπω πως στο τραπεζάκι, κυρία Στάλερ, έχετε ένα βιβλίο του Kenneally…”.
«Σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου ο Ενώχ έγινε αρχιερέας της Ατλαντίδος και θεμελίωσε τα μυστήρια στην ήπειρό της… Οι Άραβες τον ονόμαζαν Ιντρίς αλλά ταυτιζόταν με τον βάρβαρο Ερμή… Ο Ρόμπερτ του Τσέστερ κάνει λόγο για τριπλό Ερμή: Ενώχ, Νώε και Ερμή τον Τρισμέγιστο. Το βιβλίο του Ενώχ έχει τις ρίζες του στην χαμένη ήπειρο. Περιελάμβανε 2 τόμους: έναν ιερογλυφικό και έναν αλληγορικό. Ο πρώτος περιείχε τα κλειδιά της ιερατικής μύησης και ο δεύτερος την ιστορία της βλασφημίας που προκάλεσε τον κατακλυσμό μετά την βασιλεία των γιγάντων».
«Δεν μου αναφέρατε τίποτε για τους Καβείρους των οποίων οι πρόγονοι φαίνεται να προήλθαν από την Ατλαντίδα και ήταν προπάτορες του λαού των Φοινίκων…», είπε με περιπαικτικό ύφος ο Γκέοργκ Μπάλερ και άρπαξε μία τράπουλα που ήταν μπροστά στο τραπεζάκι για να παίξει με τα φύλλα της.
«Οι Κάβειροι ταυτίζονται με τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη ή τους Κορύβαντες, τους Τελχίνες και άλλες οργιαστικές τελετές. Οι Εβραίοι ραβίνοι τους θεωρούσαν ερμαφρόδιτους αγγέλους… Τα Καβείρια Μυστήρια τελούνταν στις Θήβες και στην Λήμνο… Ο Βάρων τους ταύτιζε με τους Πενάτες οικιακούς θεούς των Ρωμαίων ενώ ο Στράβων πίστευε πως ήταν βοηθοί της Εκάτης ασχολούμενοι με την μαγεία. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως οι Κάβειροι Καρχηδόνας ή βορειοαφρικανικής καταγωγής εισήγαγαν τα μυστήριά τους στο νησί της Σαμοθράκης… Η λατρεία τους ενώθηκε με εκείνη του Όσιρι και ο θεός Θωθ όρισε πως οι Κάβειροι όφειλαν να καταγράψουν την ιστορία του παρελθόντος και να την μεταδώσουν στον Όσιρι… Οι Κάβειροι εγκαταστάθηκαν στην Βηρυτό του Λιβάνου ενώ λέγεται πως η πύλη δόθηκε στον Ποσειδώνα και τους Καβείρους… Οι Κάβειροι έφεραν την θρησκευτική πίστη στην Αίγυπτο, στην Κρήτη και στην Ελλάδα αλλά και την τέχνη της ναυσιπλοΐας, της θηρευτικής, του ψαρέματος, της οικοδομικής, της γεωργίας, της λογοτεχνίας και της ιατρικής… Ο Στράβων ταυτίζει την λατρεία των Καβείρων με τον εξυμνητικό τους χαρακτήρα με αυτή των Κορυβάντων που ήταν ένας οργιαστικός τύπος θρησκείας με ξέφρενες ιεροτελεστίες… Οι Κάβειροι προτίμησαν να συνδεθούν με τις κατώτερες τάξεις της Ατλαντίδος και με την μαύρη μαγεία με αποτέλεσμα να μολύνουν την υψηλότερη μαγεία… Σας λύθηκαν οι απορίες επί αυτού του ζητήματος;».
«Με το παραπάνω κυρία Στάλερ… Θα ήθελα τώρα να μάθω για τις βαθμίδες των μάγων στην Αρχαία Ατλαντίδα…».
«Υπάρχουν 2 εκδοχές. Η πρώτη κάνει λόγο για μύστη, μάγο και αρχιμάγο. Η δεύτερη κάνει αναφορά για μυημένο, μύστη και μάγο… Οι μάγοι που ασχολούνταν με την εφαρμογή της Μαγικής Τέχνης ήταν αποκλειστικά γιοι ή απόγονοι ατόμων βασιλικής γενιάς… Αυτό συνέβαινε και στην Αρχαία Αίγυπτο με διάχυτη την αντίληψη ότι από τον Φαραώ απέρρεε η μυστική ενέργεια με την οποίαν διοχετεύονταν οι δυνάμεις της Φύσης για την ανάπτυξη των δημητριακών… Η εκπαίδευση και η απόκρυφη μόρφωση των βασιλικών γόνων στην Μαγική Τέχνη απαιτούσε αυστηρή προσήλωση και υπέρμετρη αφοσίωση… Τα στάδια του Μύστη, του Μάγου και του Αρχιμάγου απονέμονταν σε κάθε υποψήφιο σαν απόκρυφοι τίτλοι με την πάροδο είκοσι, τριάντα και σαράντα ετών αντιστοίχως… Οι μάγοι στην Αρχαία Ατλαντίδα φορούσαν και εκείνοι γαλάζιες ρόμπες και χρησιμοποιούσαν μια δική τους μέθοδο γραφής που διέφερε από αυτήν της αστικής τάξης. Δεν λάμβαναν συζύγους, δεν αμείβονταν για τις ιερές τους υπηρεσίες και μόνον τα πρόσωπα της βασιλικής γενιάς μπορούσαν να εισέλθουν στις τάξεις τους…», είπε η Ίνγκεμποργκ Στάλερ αφήνοντας την κούπα με το τσάι στο τραπέζι και παρατηρώντας την πτώση μιας ντάμας κούπας από τα χέρια του Γκέοργκ Μπάλερ.
«Για πείτε μου λίγα λόγια για τους υπόλοιπους τελετουργούς των απόκρυφων επιστημών στην Ατλαντίδα», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ δείχνοντάς της έναν άσσο από την τράπουλα.
«Υπήρχαν αστρολόγοι, αλχημιστές, προφήτες, νεκρομάντεις, μάντεις και ¨υπηρέτες των Αγίων Μυστηρίων¨. Οι σπουδαστές της αλχημείας διαιρούνταν σε 2 βαθμίδες: τους ¨μαθητευόμενους¨ και τους ¨μύστες¨. Η επιστήμη της Προφητείας βρισκόταν στα χέρια των ¨Μάντεων¨ και των ¨Ερμηνευτών¨. Οι ¨Μάντεις¨ ήταν υποχρεωμένοι να αφοσιώνονται στην πρακτική του οραματισμού, ενώ οι ¨Ερμηνευτές¨ ερμήνευαν ή αποκωδικοποιούσαν τις προβλέψεις…».
«Οι νεκρομάντεις;».
«Αυτοί αποτελούνταν από τους ¨Άρχοντες των Πνευμάτων¨, δηλαδή εκείνους που ενεργοποιούσαν και έλεγχαν τα πνεύματα των νεκρών και τους ¨Υπνώμενους¨ που μπορεί να ήταν άτομα με ικανότητες διάμεσου ή ικανά να πέσουν σε υπνωτιστική έκσταση… Οι Μάντεις ή οι Νεκρομάντεις διαιρούνταν σε ¨Ονειρευτές¨ που ήταν ειδικοί στο να διαβάζουν το μέλλον στα όνειρα και σε ¨Οιωνοσκόπους¨ που ερμήνευαν μελλοντικά γεγονότα με μορφή οιωνών…», είπε η Ίνγκεμποργκ Στάλερ και σήκωσε από το πάτωμα την πεσμένη κάρτα της ντάμας κούπας τοποθετώντας την κάτω από την κούπα με το τσάι της.
«Αυτοί που ανήκουν στην κατώτερη κάστα και έκαναν κατάχρηση της μαύρης μαγείας;», ρώτησε ο Γκέοργκ Μπάλερ δείχνοντάς της μια κάρτα ντάμα σπαθί.
«Υπήρχε νομικό καταστατικό στο νησί που τιμωρούσε με σκληρότητα όλους αυτούς που ενοχλούσαν τον λαό χρησιμοποιώντας κακή μαγεία, ξόρκια και δεισιδαιμονίες… Ένα μεγάλο ποσοστό Ατλάντειων εξασκούσε την μαύρη μαγεία με καταστρεπτικά αποτελέσματα… Λίγο πριν την καταστροφή της Ατλαντίδος η μεγάλη πλειονοψηφία ασκούσε ατιμωρητί τέτοιου είδους πρακτικές», είπε η Ίνγκεμποργκ Στάλερ και από το τραπεζάκι που είχε μπροστά της πήρε ένα βιβλίο με τον τίτλο ¨Βιβλιογραφία της Ατλαντίδος¨ του Γκατφοσέ συμπληρώνοντας: «Καλόν είναι να ανατρέξετε στην βιβλιογραφία της Ατλαντίδος… Η Ατλαντίδα υπήρξε η μητέρα της αστρολογίας… Οι αστρολόγοι εργάζονταν σε ένα τμήμα του ναού του Ποσειδώνα που έμοιαζε με παρατηρητήριο… Ο Χαμ, γιος του Νώε, έμαθε την αστρολογία και την μαγεία από τους δαίμονες, εκείνους τους αγγέλους που νυμφεύθηκαν τις κόρες των βροτών και που ταυτίζονται με την ανώτερη κάστα της Ατλαντίδος… Ο Χαμ δίδαξε τις τέχνες αυτές στον Καναήν και αυτός στον Νεμρώδ και ο Νεμρώδ μεταβίβασε τις γνώσεις του στον γιο του Ιονικών… Ο δε Άτλαντας μετέδωσε τις γνώσεις του στην Γαλατία και στην Ισπανία…».
«Συνεπώς η Αστρολογία έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Ατλαντίδα…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ βγάζοντας έναν άσσο από το μανίκι του.
«Ο Ναός του Εσωτερικού Βωμού είναι το κέντρο της Έσχατης Γνώσης και Σοφίας στον οποίον εισήλθαν χιλιάδες μάγοι για να κοινωνήσουν στα θαυμαστά του μυστήρια… Κατά συνέπειαν η Μαγεία έχει και εκείνη τις ρίζες της στην Ατλαντίδα… Η λέξη μαγεία μεταφράστηκε στα λατινικά σαν Magnus ενώ η προέλευσή της ανάγεται στην Περσική λέξη maj. Διακρίνεται σε πνευματική Μαγεία που σχετίζεται με τα πνεύματα και σε Φυσική που σχετίζεται με τις απόκρυφες διαδικασίες εντός της φύσεως και στην ομοιότητα ανάμεσα σε αντικείμενα που χρησιμοποιεί ο μάγος για να παράγει αποτελέσματα που υπερβαίνουν τις ανθρώπινες ιδιότητες… Οι τελχίνες εξασκούσαν την μαγική τέχνη ενώ οι Έλληνες τους θεωρούσαν υιούς του Ποσειδώνα…».
«Και τι γνωρίζετε, κυρία Στάλερ, άλλο για τους τελχίνες;».
«Ανήκαν σε κάστα της Ατλαντίδος… Ο Στράβων τους βλέπει σαν κακούς μάγους ενώ ο Διόδωρος ο Σικελιώτης τους αναφέρει σαν κακόβουλους που δηλητηριάζουν ζώα με νερό από την Στύγα αναμεμειγμένο με θειάφι και δηλητηριώδη φυτά… Ο μυθολόγος Μπαρτ τους ταυτίζει με τους Τιτάνες που ήταν ίδιοι με τους θεούς της Ατλαντίδος και τους πεπτωκότες αγγέλους…».
«Μπορείτε, κυρία Στάλερ, να μου αναφέρετε περισσότερα για την ατλάντεια μαγεία;».
«Ξεπερνώντας τα χαμηλότερα επίπεδα της ανάπτυξής της εξελίχθηκε στην Θεουργία που ο κύριος σκοπός της ήταν η επικοινωνία με το θείο και τον Δημιουργό. Η Θεουργία στοχεύει στην αποκατάσταση και την σταθεροποίηση της στενής σχέσης που υπήρχε ανάμεσα στην ανθρώπινη φυλή και το Μέγα Πνεύμα που κυβερνάει το σύμπαν… Αντιθέτως η μαγεία ασχολείται με τις δυνάμεις της Φύσης και διαιρεί την ιεραρχία του ουρανού σε επουράνιους θεούς, αρχαγγέλους, αγγέλους και άρχοντες… Η ένωση με τους θεούς ήταν μια δύσκολη υπόθεση ακόμη και για τους μάγους της υψηλότερης βαθμίδας… Η Θεουργία λειτουργεί με την δύναμη ανεξήγητων συμβόλων…», είπε η Ίνγκεμποργκ Στάλερ και πήρε στα χέρια της το ντάμα σπαθί από τον Γκέοργκ Μπάλερ.
«Αναφέρατέ μου, κυρία Στάλερ, περισσότερες πληροφορίες για την Θεουργία…».
«Οι θεουργοί πίστευαν πως τα φυσικά αντικείμενα έχουν μια συνάφεια με τους θεούς που τα δημιούργησαν. Χρησιμοποιούσαν πέτρες, βότανα και ιερά ζώα που λειτουργούν σαν θεϊκά σύμβολα και καθιστούν τον άνθρωπο ικανό να ελέγχει και να αναπτύσσει τις πνευματικές του δυνάμεις… Ο θεουργός χρησιμοποιεί την προσευχή και την επίκληση για να εξαγνισθεί και να ανυψωθεί εσωτερικά δίχως να προκαλέσει κάποιο αποτέλεσμα πάνω στους θεούς… Η θεουργία απέχει πολύ από την κατώτερη μαγική πρακτική που εξαναγκάζει τους θεούς σε δράση… Η προσευχή για τον θεουργό έχει συμβολικό χαρακτήρα…».
«Οι Ατλάντιοι εκτός από την επικοινωνία με τους θεούς είχαν την διάθεση να ρυθμίζουν τις γήινες υποθέσεις… Οι Ατλάντιοι Μάγοι μετέφραζαν την θεία θέληση με ένα σύστημα συμβολισμού που είχαν λάβει με την βοήθεια αγγελικών οντοτήτων κυρία Στάλερ… Τα συγκεκριμένα σύμβολα δεν μεταδίδονται ούτε γραπτώς, ούτε προφορικώς αλλά προσεγγίζονται μόνον σε πνευματικό επίπεδο… Οι γνώσεις που αποκτούσε ο μυημένος κατά την διάρκεια της φώτισής του μέσα από την κατανόηση των συμβόλων αποτελούσαν την βάση ενός σύνθετου ιερογραμματικού συστήματος που προεκτεινόταν σε μια κρυπτογραφική μέθοδο αποκάλυψης της θείας θέλησης… Εντούτοις οι μυημένοι επιχειρούσαν να μεταδώσουν με απλά λόγια αυτό που δεν μεταδίδεται με λόγια με την ελπίδα πως η ανθρωπότητα θα κατανοούσε πως υπήρχε κάποιος μυστικός τρόπος αποκάλυψής του».
«Πολύ σωστά τα όσα λέτε κύριε Μπάλερ…». Ξεροβήχοντας συμπλήρωσε: «Οι Ατλάντιοι μάγοι στρέφονταν στον τύπο και τον τρόπο επίκλησης που από ο,τι φαίνεται επιτυγχανόταν με την δύναμη του νου… Η φαντασία των ανθρώπων είναι ικανή να εκπέμπει τις επιθυμίες της στην ίδια συχνότητα κυμάτων που διαπερνούν τον χώρο και τον χρόνο ώσπου να φτάσουν στην διάνοια που αναζητούν… Με την πάροδο των ετών οι Μάγοι της Ατλαντίδος άρχισαν να βλέπουν την Μαγεία σαν τέχνη περισσότερο και λιγότερο σαν Ιερά Επιστήμη. Έβλεπαν σε αυτήν ένα μέσο πρακτικής επίτευξης των επιθυμιών της. Ποτέ όμως η θεουργία δεν ξέπεσε στο επίπεδο της μαύρης μαγείας που εξασκούσαν με μανία η κάστα των ιθαγενών…».
«Δεν μου αναφέρατε τίποτε για τις μαγικές εικόνες…».
«Όταν ο Δίας, ως βασιλιάς της Ατλαντίδος θέλησε να κατακτήσει τον κόσμο έδωσε εντολή στους Μάγους του να κατασκευάσουν ένα μοντέλο του κόσμου στο οποίο να φαίνονται όλες οι πόλεις, τα λιμάνια, τα δάση, τα όρη, οι λίμνες, οι ποταμοί, τα δένδρα, τα ζώα, τα έντομα και οι άνθρωποι. Με την βοήθεια αυτού του μοντέλου κατόρθωσε να εξουσιάζει τον κόσμο ολόκληρο και πάνω του έκανε μαγικές εργασίες ημέρα και νύχτα…».
«Για τους σεισμούς έκαναν τίποτε οι Ατλάντιοι;».
«Οι Ατλάντιοι μάγοι, κύριε Μπάλερ, προσπάθησαν να χειριστούν τις δυνάμεις του σεισμού για να κάνουν ακίνητη την δράση των ηφαιστείων που υπήρχαν στο νησί της Ατλαντίδος… Οι Ατλάντιοι έκαναν συχνές προσφορές ζώων και γεωργικών προϊόντων σε ναούς που βρίσκονταν στα υψηλότερα ηφαίστεια για να εξευμενίσουν τις αντίστοιχες θεότητες. Τέσσερις φορές τον χρόνο γινόταν στην πρωτεύουσα Κερκύνη μια μαγική τελετή που ονομαζόταν η ¨Ιεροτελεστία της Φλόγας της Γης¨ και γινόταν την ημέρα του θερινού ηλιοστασίου. Κατά την διάρκεια της τελετής γινόταν μια συγκέντρωση της ψυχικής δύναμης όλων των επίσημων μάγων με σκοπό να εξουδετερώσουν την ετήσια ηφαιστειακή και σεισμική δράση. Κυλούσαν σε τροχούς μεγάλα λίθινα είδωλα που αντιπροσώπευαν τις γήινες δυνάμεις και τα μετέφεραν μπροστά από τον ναό του Ποσειδώνα… Εκεί τα έδεναν με δερμάτινα σκοινιά και τα συνόδευαν με εξορκισμούς… Τα είδωλα ήταν 6 και αντιστοιχούσαν στα 6 μεγάλα ηφαίστεια της Ατλαντίδος… Υπήρχαν και 2 τεράστια λίθινα αγάλματα με αποτρόπαια όψη που αντιπροσώπευαν τις δυνάμεις του σεισμού και ¨θανατώνονταν¨ κατά την διάρκεια της μαγικής τελετής… Με αυτό τον τρόπο πίστευαν πως κατέστρεφαν την μία από τις 1000 ζωές με αποτέλεσμα άμεσο την αναστολή της τρομερής τους δράσης για ένα χρόνο…».
«Και οι δώδεκα βασιλιάδες; Παρίσταντο στην τελετή;».
«Πρωτοστατούσαν στην τελετή με τις γαλάζιες ρόμπες τους… Καθισμένοι στον θρόνο τους συγκέντρωναν ένα ισχυρό ρεύμα πνευματικής δύναμης στα είδωλα σύμβολα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της μιας ώρας… Ο Ποντίφικας εκφωνούσε ξόρκια και απειλούσε τους ανεξέλεγκτους δαίμονες με την οργή των θεών. Ένα μεγάλο μοντέλο της Ατλαντίδος που αναπαριστούσε τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά του νησιού ήταν τοποθετημένο σε πέτρινες στήλες πάνω από ένα στρώμα κάρβουνου που σιγόκαιγε…».
«Ίσως ήθελαν, κυρία Στάλερ, με αυτόν τον τρόπο να συμβολίσουν την παντοτινή σεισμική και την ηφαιστειακή δραστηριότητα του νησιού…».
«Ίσως… Μέσα στο μαγκάλι έριχναν καύσιμα και εκρηκτικά τα οποία καθώς έσκαγαν και καίγονταν έδιναν μια performance για την σεισμική και ηφαιστειακή δραστηριότητα του νησιού. Το μοντέλο από πυρώδη πέτρα πλασμένο κουνιόταν και φούσκωνε από την βίαιη ενέργεια των καυσίμων και των εκρηκτικών ενώ φλόγες και σπίθες εξωθούνταν από τις τρύπες των πλασματικών ηφαιστείων. Όταν αυτό το ξέσπασμα ενεργειακής έκρηξης έφθανε στο αποκορύφωμά του ο Ποντίφικας ή ανώτατος βασιλιάς ένευε στους κατώτερους αρμόδιους μάγους να αναλάβουν το ζήτημα ˙ αυτοί άνοιγαν τους υδατοφράχτες μιας δεξαμενής νερού πάνω στις φλόγες του μαγκαλιού. Αμέσως σηκωνόταν ένα πυκνό σύννεφο καπνού στα βάθη του οποίου βρίσκονταν οι ανερχόμενες μορφές των σεισμικών θεοτήτων σαν να πετούσαν μακριά από την περιοχή. Οι Μάγοι επαναλάμβαναν τους εξορκισμούς που τώρα συνοδεύονταν από τις αποδοκιμασίες του συγκεντρωμένου πλήθους. Τύμπανα χτυπούσαν για να επιταχύνουν την απομάκρυνση των τεράτων της γης. Οι δυνάμεις της καταστροφής για άλλη μια φορά από το αρχιπέλαγος είχαν εκδιωχθεί και οι βασιλιάδες ικανοποιημένοι έμπαιναν στον ναό για να προσφέρουν ευχαριστίες στον θεό Ποσειδώνα…».
«Οι Μάγοι φορούσαν μόνον γαλάζια ρόμπα;», ρώτησε ο Γκέοργκ Μπάλερ παρατώντας την τράπουλα στο τραπέζι.
«Φορούσαν και ένα ένδυμα από δέρας ταύρου για ορισμένες περιστάσεις που συμβόλιζε την προσωπικότητα του θεού Ποσειδώνος… Μόνο που αντί για την τρίαινα την θέση της την είχαν πάρει τα κέρατα του ταύρου… Οι Μάγοι της Ατλαντίδος χρησιμοποιούσαν πολλές μεταμφιέσεις πουλιών και ζώων επειδή τους προφύλασσαν από κακές επιρροές… Αυτοί οι μανδύες που αναπαριστούσαν λύκους, νυχτερίδες, πουλιά, αράχνες συμβόλιζαν την μεταμόρφωση από γοητεία ή τις ιδιότητες του εντόμου και του ζώου…».
«Η μεταμόρφωση σε νυχτερίδα;».
«Η διπλή φύση πουλιού και ποντικού συμβολίζει ένα είδος ερμαφροδιτισμού. Σχετίζεται με την μαύρη μαγεία, την σοφία, την εξυπνάδα και την εκδίκηση… Ίσως να ήταν αποτροπαϊκής φύσης οι μεταμορφώσεις αυτές… Επί παραδείγματι ντύνονταν σαν νυχτερίδες για να μην τους εκδικηθεί κανείς ή τους ασκήσει μαύρη μαγεία…».
«Γιατί μεταμορφώνονταν σε αράχνες;».
«Αντιπροσωπεύει τον Δημιουργό που κλώθει το νήμα της ζωής από την δική του ουσία και προσαρτά όλους τους ανθρώπους στον εαυτό του μέσω του νήματος του ομφάλιου λώρου και τους υφαίνει στον ιστό του σχεδίου του κόσμου… Η αράχνη μπορεί να είναι ο ήλιος με τις ακτίνες του προς όλες τις κατευθύνσεις σαν το νήμα της ή η σελήνη σαν κύκλος της ζωής και του θανάτου του εκδηλώμενου κόσμου…».
«Η μεταμόρφωση σε λύκο;».
«Ο λύκος μαζί με το σκυλί αποτελούν την δυαδική φύση του Ερμή… Συμβολίζει επίσης τον σκληροτράχηλο άνθρωπο, το κακό και την πονηρία… Όσο δε για τα πουλιά συμβολίζουν την ανθρώπινη ψυχή που πετάει μακριά ως τον ουρανό και μαθαίνει τα μυστικά του… Είδατε; Σας πρόλαβα γιατί είσαστε διψασμένος για γνώση που ποτέ δεν θα την αποκτούσατε αν δεν με γνωρίζατε και δεν με είχατε επισκεφθεί…».
«Αυτό το μαγνητόφωνο κάνει θαύματα!», αναφώνησε ο Γκέοργκ Μπάλερ επιδεικνύοντας το κτητικό του τρόπαιο.
«Όπως σας προείπα οι Μάγοι της Ατλαντίδος συνέχισαν τις μαγγανείες τους στο όρος Άτλας της Αφρικής αλλά οι Γάλλοι και οι Ρωμαίοι τους εξανάγκασαν να μετακινηθούν στις ιουδαϊκές παρυφές της Αφρικής ενώ μερικοί πήγαν στην Αίγυπτο. Ανακατεύθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό, καλούσαν κακά πνεύματα που τα χρησιμοποιούσαν για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους και συνουσιάζονταν πολλάκις με τα πνεύματα αυτά… Αυτοί οι μάγοι ως μακρινοί απόγονοι από τους κατοίκους της Ατλαντίδος έπαιρναν την μορφή φιδιών, γάτων και άγριων ζώων…. Μπορούσαν να πετάξουν στον αέρα, να αφαιρέσουν την ζωή και την δύναμη των πιο ισχυρών και έκαναν γητείες και ξόρκια. Πολλές φορές προκαλούσαν οφθαλμαπάτες στην έρημο…».
«Πολύ μακάβριες ιστορίες κυρία Στάλερ… Αλλά για συνεχίσατε… Τι γινόταν με την νεκρομαντεία στην αρχαία Ατλαντίδα;».
«Κατ’αρχήν να διακρίνουμε την νεκρομαντεία στην οποία πραγματοποιείται η ανάσταση του νεκρού σε ορατή μορφή από τον πνευματισμό στον οποίον με την βοήθεια του διάμεσου έλκεται η ψυχή του νεκρού είτε επειδή επιθυμεί επικοινωνία με τους ζώντες είτε επειδή καθοδηγείται από έναν από τους ¨ελέγχους¨ που μπορεί να είναι νεκρός…».
«Έλεγχος; Τι είναι αυτό;».
«Σημαίνει το πνεύμα που ελέγχει το διάμεσο και όχι το πρόσωπο που δρα ενσαρκωμένος… Στην αρχαία Ατλαντίδα οι νεκρομάντεις διακρίνονταν σε ¨Άρχοντες των πνευμάτων¨ ή ¨Ελεγκτές¨ και σε ¨Υπνωτισμένους¨… Μόνον τα μέλη του ιερατείου είχαν το δικαίωμα να επικαλούνται τα πνεύματα των νεκρών ˙ η άσκηση της νεκρομαντείας από οποιονδήποτε άλλο είχε θεωρηθεί ως έγκλημα… Χρησιμοποιούσαν τον ναό του Ποσειδώνα όταν ήθελαν να επικοινωνήσουν με τους πιο φημισμένους νεκρούς αν και κάποιοι ιερείς εξασκούσαν την νεκρομαντεία σε νεκροταφεία ή σε σπήλαια για να καλέσουν τα πνεύματα των νεκρών, των δασών και των άγριων τόπων ώστε να γνωρίσουν το μέλλον…».
«Για πείτε μου περισσότερα για τους νεκρομάντεις στην αρχαία Ατλαντίδα… Η αφήγησή σας είναι συναρπαστική…».
«Αρχικώς υπήρχε ένας νεκρομάντης της τάξης των ¨Υπνωτισμένων¨ δηλαδή ένα διάμεσο που βρισκόταν σε κατάσταση ελεγχόμενης ύπνωσης. Στη συνέχεια ο ¨Άρχων των Πνευμάτων¨ που ιερουργούσε έστελνε στον Υπνωτισμένο ένα ¨Θεϊκό Ονειρευτή¨. Ο υπνωτισμός επιτυγχάνονταν ως εξής: το θεϊκό πνεύμα συνδεόταν για ένα διάστημα με την ψυχή του υπνωτισμένου και οι πνευματικές αντιστοιχίες του επεκτείνονταν προς τα πάνω… Έτσι εξασφαλιζόταν μια επαφή με τις ανώτερες μορφές ύπαρξης… Επίσης ο αυτό-υπνωτισμός ήταν δημοφιλέστατος στην αρχαία Ατλαντίδα… Πολλοί ¨Υπνωτισμένοι¨ ήταν σε θέση να πέσουν μόνοι τους σε κατάσταση έκστασης χωρίς την μεσολάβηση του ¨Άρχοντα¨ ή του Μάγου… Σπανίως εμφανίζονταν τα πνεύματα των νεκρών μετά από επίκληση…».
«Τι χαρακτήρα είχε η νεκρομαντεία στην αρχαία Ατλαντίδα;», ρώτησε ο Γκέοργκ Μπάλερ και άναψε ένα τσιγάρο περισσότερο από εκνευρισμό παρά από αληθινή ανάγκη.
«Η νεκρομαντεία αφορούσε την γνώση των επιθυμιών του νεκρού που αφορούσαν προσωπικά ή οικογενειακά θέματα που είχαν σχέση με τους συγγενείς και την τύχη τους… Οι έρευνες που σχετίζονταν με τα ενδιαφέροντα της φυλής αφορούσαν την πρόβλεψη του μέλλοντος των αγέννητων παιδιών και την κατάλληλη κηδεία του νεκρού… Οι ¨Άρχοντες των Πνευμάτων¨ χρησιμοποιούνταν για την επίκληση μη ανθρωπίνων πνευμάτων… Οι Ατλάντιοι Μάγοι για να επικαλεστούν τα πνεύματα χρησιμοποιούσαν τον γνωστό μαγικό κύκλο… Κατά την διάρκεια της τελετής εμφανίζονταν από τα 4 τέταρτα της γης οι 4 πνευματικοί βασιλιάδες με τις ακολουθίες τους και νουθετούσαν τον μάγο. Ο μαγικός κύκλος ήταν σε έναν χώρο αφιερωμένο σε μαγικές τελετές ή σε ένα απομακρυσμένο και ερημικό μέρος… Οι 4 βασιλιάδες ταυτίζονται με τα σεντίμ της εβραϊκής μυθολογίας, αγαθοποιά πνεύματα… Σύμφωνα λοιπόν με το τυπικό της τελετής τα σύμβολα της φωτιάς, του αέρα, της γης και του νερού τοποθετούνται σε ισάριθμα σημεία που απέχουν εξίσου από την περιφέρεια του κύκλου. Ο νεκρομάντης την δεδομένη ώρα επικαλείται τους 4 βασιλιάδες με τα ιερά τους ονόματα και τους ζητάει την γνώση που χρειάζεται. Αρχίζει από τον βασιλιά του Αέρα, περνά σε αυτόν της Γης και του Νερού και καταλήγει σε αυτόν της Φωτιάς. Ο νεκρομάντης εξάγει συμπεράσματα αφού ακούσει τις νουθεσίες τους και πάρει την συγκατάθεσή τους… Τα ζητήματα διακυβέρνησης αφορούν τον βασιλιά του Αέρα, οι περιουσιακές υποθέσεις αφορούν τον βασιλιά της Γης, τα θέματα υγείας αφορούν τον βασιλιά του Νερού και της Φωτιάς. Η ιεροτελεστία αυτή πρέπει να εφαρμόζεται μόνον από τον Άρχοντα των Πνευμάτων και ο τελευταίος αν έχει βοηθούς οφείλουν αυτοί να βρίσκονται στην προστατευτική περιφέρεια του μαγικού κύκλου…».
«Μπορείτε να πείτε λίγα λόγια τώρα για την αστρολογία στην Ατλαντίδα…¨, είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ρουφώντας αρειμανίως το τσιγάρο του.
«Οι ατλάντιοι αστρολόγοι χρησιμοποιούσαν τους πλανήτες Άρη, Ερμή και Αφροδίτη ενώ είναι γνωστό ότι ο Δίας και ο Κρόνος ανήκαν στο Πάνθεον της Ατλαντίδος… Αυτό το γεγονός δείχνει πως όταν σχετίζονται οι άνθρωποι με τα άστρα ανεβαίνουν σε ανώτερες πνευματικές σφαίρες από τις οποίες δεν κατεβαίνουν ποτέ και χάνουν τις γήινες εξαρτήσεις τους».
«Αναφέρατε ότι ο Άτλας υπήρξε πατέρας της αστρολογίας…».
«Η Βασιλεία μύησε τον Άτλαντα στην παράξενη γνώση του κόσμου των άστρων… Ο γιος του Άτλαντα ο Έσπερος ανέβαινε συχνά στο όρος Άτλας για να παρατηρεί τα αστέρια. Κάποτε ανέβηκε μα δεν ξανακατέβηκε… Οι άνθρωποι σκέφτηκαν πως αναλήφθηκε στους ουρανούς και τον λάτρευσαν σαν θεό δίνοντας σε ένα φωτεινό άστρο το όνομά του ˙ Βέσπερ ή Έσπερος, το βραδινό άστρο που δύει μετά τον ήλιο. Όταν όμως ανατέλλει πριν από τον ήλιο ονομάζεται Φώσφορος ή Εωσφόρος, το πρωινό άστρο… Άστρο που συνδεόταν με τις σκοτεινές μαγικές επιδράσεις και πιστευόταν πως ήταν φθοροποιός. Ο Κρόνος αδελφός του Άτλαντα έδωσε το όνομά του στον ομώνυμο πλανήτη… Ο Άτλας όπως προανέφερα απέκτησε με την γυναίκα του Πλειόνη 7 κόρες τις λεγόμενες Πλειάδες: Σελήνη, Ηλέκτρα, Μαία, Αλκυόνη, Ταϋγέτη, Αστερόπη και Μερόπη. Από την Αίθρα απέκτησε τις Υάδες, άλλον αστερισμό: την Ευδώρα, την Πειθώ, την Αμβροσία, την Πασιθέη, την Τύχη, την Κορωνίδα και την Πλεξάρη. Οι Πλειάδες προήλθαν από την λέξη πουλώ γιατί όταν εμφανίζονταν στον ουρανό προοιώνιζαν καλό καιρό για τους θαλασσοπόρους. Οι Υάδες πήραν την ονομασία τους από την λέξη υετός που σημαίνει βροχή επειδή αυτήν προκαλούν όταν ανατέλλουν ή δύουν στον ουρανό… Οι βασιλιάδες της Ατλαντίδος θεωρούσαν υποχρέωσή τους να σηκώνονται από τα κρεβάτια τους 1 φορά την νύχτα για να συμβουλεύονται τον ουρανό και ειδικότερα τις Πλειάδες, τον αστερισμό του Σκορπιού, το Άστρο του Βοριά και το σταθερό σημείο του ορίζοντα… Κατά την διάρκεια του πρωινού παρατηρούσαν τους αστερισμούς του νότιου ημισφαιρίου και το Πρωινό Άστρο… Ο πλανήτης Αφροδίτη σχετιζόταν με την φυσική μαγεία… Πάντως στην Ατλαντίδα το αρχικό σεληνιακό ημερολόγιο αν θέλετε να μάθετε αντικαταστάθηκε από το ηλιακό που ήταν πιο πρακτικό».
«Δεν μου αναφέρατε τίποτε για τον Ουρανό που θεωρείται ο πρώτος βασιλιάς της Ατλαντίδος και μέγας αστρολόγος…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ σβήνοντας σε ένα τασάκι το τσιγάρο που μέχρι πρότινος δεν αποχωριζόταν με τίποτε.
«Συγκέντρωσε στις πόλεις τους ανθρώπους που ζούσαν ως τότε στην ύπαιθρο και οργάνωσε την ζωή τους. Καλλιέργησε την γη και επινόησε πολλές χρήσιμες κατασκευές και όργανα… Παρατηρούσε συνέχεια τα ουράνια σώματα και υπολόγιζε τις συνθήκες των περιφορών τους… Μέτρησε το έτος σύμφωνα με την πορεία του ήλιου και τους μήνες σύμφωνα με την πορεία της σελήνης. Για τα αστρονομικά του κατορθώματα οι άνθρωποι μετά τον θάνατό του τον τίμησαν σαν θεό… Ας μην ξεχνάμε πως ο Άτλαντας και ο Κρόνος ήταν παιδιά του… Ο Άτλας ήταν ο πρώτος που αναπαράστησε τον κόσμο ως σφαίρα».
«Για την προφητεία στην αρχαία Ατλαντίδα ήθελα να μάθω περισσότερα κυρία Στάλερ».
Η Ίνγκεμποργκ Στάλερ ξεροκατάπιε όχι από αμηχανία αλλά από την τάση της τρίτης ηλικίας η οποία χαρακτηρίζεται από ένα συναισθηματικό κώλυμα το οποίο προκαλεί φυσική δυσανεξία.
«Αν αυτό θέλετε… Χωρίζονταν σε Μάντεις που ήταν αφοσιωμένοι στην τέχνη του οραματισμού και σε Ερμηνευτές που αποκλειστικό τους έργο ήταν να ερμηνεύσουν και να ταξινομούν τις προφητείες των πρώτων… Η εκπαίδευση των μάντεων ήταν μακρόχρονη και αυστηρή. Η τάξη τους μικρή σε αριθμό όπως και το χάρισμα του προφητικού οράματος στα βασιλικά πρόσωπα… Για να καλυφθούν τα κενά αναζητούνταν εις μάτην μάντεις… Η τάξη των προφητών ήταν από τις πιο σεβαστές στην κοινότητα και κατοικούσαν ξεχωριστά στο πιο απομονωμένο τμήμα του ναού του Ποσειδώνος και δεν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στα 2 τμήματα, στους Μάντεις και στους Ερμηνευτές… Σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης κατέφευγαν στον υπνωτισμό για να προκληθεί η κατάσταση έκστασης που θεωρείται αναγκαία για την εμφάνιση της προφητείας».
«Για πείτε μου λίγα λόγια για την καταστροφή της αρχαίας Ατλαντίδος…», είπε με πονηρό ύφος ο Γκέοργκ Μπάλερ και ήπιε ασμένως το τσάι που είχε απομείνει στο φλιτζάνι του.
«Όταν ήταν ο Δίας βασιλιάς-δεν έχει καμία σχέση με τον Ολύμπιο Δία- υπήρξε κοινωνική αναταραχή στην Ατλαντίδα και για να αποφύγει τις συνέπειές της κήρυξε τον πόλεμο στους λαούς των μεσογειακών χωρών… Όπως ήδη ίσως γνωρίζετε εισέβαλε στην Αφρική κατακτώντας Αίγυπτο και Λιβύη και τελικά επιτέθηκε στην Ελλάδα πολιορκώντας ανεπιτυχώς την Αθήνα. Οι Αθηναίοι κατεδίωξαν τους Ατλάντιους προς τα δυτικά απελευθερώνοντας τις περιοχές που είχε κατακτήσει ο βασιλιάς Δίας ο οποίος αναγκάσθηκε να πληρώσει φόρο… Οι Αθηναίοι αποβιβάσθηκαν στην Ατλαντίδα και προέλασαν προς την πρωτεύουσα Κερκύνη. Τότε ένας Αρχιμάντης με άγνωστο όνομα παρουσιάστηκε στον βασιλιά για να τον πληροφορήσει για ένα απειλητικό όναρ που είδε ένας από τους βοηθούς του. Ο ειδικός αυτός μάντης παρουσιάσθηκε στον βασιλιά και ανέφερε τα όσα είδε κατά την διάρκεια της νυχτερινής εμπειρίας… Περιέγραψε την δημιουργία μιας τεράστιας ανύψωσης του εδάφους που συνοδευόταν από έκρηξη ηφαιστείου η οποία βύθισε στο σκοτάδι την πόλη Κερκύνη και εκτόξευσε ρεύματα λάβας επάνω της. Το φαινόμενο συνοδεύθηκε από μεγάλη καταιγίδα στον γειτονικό ωκεανό… Ξαφνικά ξέσπασε βίαιη σεισμική δραστηριότητα, ρωγμές άρχιζαν να εμφανίζονται στην επιφάνεια της ηπείρου και να χωρίζουν ολόκληρες επαρχίες… Τα μεγάλα κανάλια που κυλούσαν στην χώρα, η πόλη και τα γειτονικά χωριά αφανίσθηκαν… Ο τρικυμισμένος ωκεανός εμπόδιζε τα μικρά σκάφη που κατάκλυζαν το λιμάνι να αφήσουν την στεριά… Το έδαφος δεν ξεχώριζε από τον μανιασμένο ωκεανό… Άνθρωποι, κτήρια, εδάφη άρχιζαν να διακρίνονται μόνον αφού πέρασαν 3 ημέρες από την φοβερή καταστροφή..».
«Και πώς αντέδρασε ο βασιλιάς Δίας σε αυτό το προφητικό όραμα καταστροφής;».
«Περιγέλασε τον μάντη, γελοιοποίησε την ιστορία του και χλεύασε τον τρόμο των υπηκόων του από αυτές τις περιγραφές… Σάρκασε με ειρωνεία τα λεγόμενα του μάντη αναφέροντας πως και στο παρελθόν είχαν δοθεί παρόμοια οράματα στην Ατλαντίδα όμως εκείνη ακόμη επιβίωνε… Σύμφωνα με τον Δία το όναρ προμήνυε την μοίρα των Ελλήνων εχθρών που είχαν τολμήσει να εισβάλλουν στην ιερή γη της Ατλαντίδος… Απλώς ο μάντης είχε τρομοκρατηθεί και παρερμήνευσε την προφητεία… Στη συνέχεια έδιωξε τους προφήτες με χλευασμό και διέταξε να γίνουν μεγάλες θυσίες στους θεούς συμπεριλαμβάνοντας μάλιστα στην θυσιαστική προσφορά και τους Έλληνες αιχμαλώτους που πιάστηκαν στις αψιμαχίες έξω από τα τείχη της πόλης. Μετά διέταξε να δοθεί ένα μεγαλοπρεπές και πλούσιο συμπόσιο, ώστε όλοι συμφώνησαν πως δεν ακολουθούσε την οδό της λογικής… Μόλις ο ίδιος και οι συμβασιλείς του παρακάθισαν στην γιορτή ακούστηκαν οι πρώτες βροντές από το ηφαίστειο… Η γη κάτω από την αίθουσα του συμποσίου σείσθηκε βίαια ενώ από τα παράθυρα η θάλασσα φαινόταν σαν ένα μανιασμένο χάος νερών που σφύριζαν… Τρομοκρατημένος ο βασιλιάς, οι πρίγκιπες και οι αυλικοί όρμησαν στα ανοιχτά προσπαθώντας να βρούνε καταφύγιο… Όλα έγιναν όπως είχαν προβλεφθεί… Τα άλογα στοιχεία της Φύσεως χτυπούσαν αλύπητα για 3 ημέρες το νησί μέχρι που τελικά τίποτε δεν απέμεινε στην κυρία χώρα ή τα γύρω νησιά εκτός από ένα σωρό ξύλων και συντριμμιών που ανήκαν στα πλοία του λιμανιού και στις ελαφριές κατασκευές των παραλίων… Ούτε καν ο ελληνικός στρατός δεν γλίτωσε… Ακολούθησε την μοίρα του ντόπιου πληθυσμού…».
«Ίσως τους τιμώρησαν οι Ολύμπιοι θεοί γιατί οι απόγονοι της ανώτερης κάστας της Ατλαντίδος αναμείχθηκαν με το θηλυκό τμήμα της…».
«Για πολλές γενεές απέφευγαν τον ιθαγενή πληθυσμό του νησιού αν και τελικά υπέκυψαν κύριε Μπάλερ στις γητείες του θηλυκού πληθυσμού οι οποίες εξασκούσαν μια εκφυλισμένη μορφή μαύρης μαγείας καθώς ήταν μάγισσες…».
«Δεν ήταν Αμαζόνες;».
«Ο Διόδωρος Σικελιώτης ξεχωρίζει τις Αμαζόνες της Αφρικής από εκείνες της Μικράς Ασίας... Οι Αμαζόνες της Αφρικής κατοικούσαν στο νησί Εσπερία, νησί του Έσπερου γιου του Άτλαντα, το οποίο ευρίσκεται δυτικά και κάτω από το όρος Άτλας στο Μαρόκο… Εκεί οι Αμαζόνες έχτισαν μεγάλη πόλη και αφού οπλίσθηκαν υπέταξαν πολλές από τις γειτονικές φυλές. Αργότερα έχοντας επικεφαλής την βασίλισσά τους Μερίνα εισέβαλαν στην περιοχή του όρους Άτλας και κατάφεραν σημαντικά πλήγματα στην χώρα της Ατλαντίδος… Αμέσως μετά βοήθησαν τους Ατλάντιους να νικήσουν τις Γοργόνες… Αμαζόνες και Γοργόνες υπετάχθησαν από τον Περσέα και τον Ηρακλή…».
«Η Κίρκη, κυρία Στάλερ, σχετίζεται επίσης και αυτή με την Ατλαντίδα επειδή ανήκε στην φυλή των Τιτάνων».
«Και η πάγκαλη Καλυψώ που ήταν κόρη του Άτλαντα και γνώριζε σε βάθος την μαγική τέχνη… Αυτή και οι συντρόφισσές της δελέαζαν τους άνδρες για να τους απομακρύνουν από την πίστη και το καθήκον και τους κρατούσαν ως σκλάβους… Τελικώς ο πατέρας της Άτλαντας εξοργίσθηκε με την ασωτία και την κακή της διαγωγή και την έδιωξε μαζί με τους βοηθούς της σε ένα από τα μικρότερα νησιά του αρχιπελάγους… Με την πάροδο του χρόνου οι μάγισσες αυτές επέστρεψαν βαθμιαίως μέσα στην κυρίως χώρα όπου ασκούσαν μία μαγική επίδραση σε όλες τις τάξεις… Έκαναν όργια και ξελόγιαζαν τους ανθρώπους με τα μάγια τους… Ενώ ο βασιλιάς Άτλας κοιμόταν, η κόρη του η Καλυψώ πήρε το κλειδί των πυλών της μεγάλης δεξαμενής που δεχόταν τα νερά του ωκεανού και άνοιξε τους υδατοφράχτες προξενώντας μια πλημμύρα που κυριολεκτικώς έπνιξε όλη την κοινότητα…».
«Άλλα στοιχεία για τον Άτλαντα; «, είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ ανασηκώνοντας την κούπα από το φλιτζάνι και αντιστρέφοντάς του.
«Σκότωσε τον Φόρκυ που ήταν γιος του Ποσειδώνα και είχε κόρες την Σθενώ, την Ευρυάλη και την Μέδουσα… Ο Φόρκυς πνίγηκε στην θάλασσα και ο Άτλαντας αποφάσισε με τον θάνατό του να τον τιμήσει ως θεό… Οι Γοργόνες συσχετίζονται με την αρχαία Ατλαντίδα αφού συμβολίζουν ορισμένες γήινες δυνάμεις: την εδαφική σύσπαση, την εσωτερική πίεση και την ακτινοβολία φωτός και ζέστης από το σώμα της γης… Συμβολίζουν την ηφαιστειακή ενέργεια και τις σεισμικές δυνάμεις που προξένησαν την πτώση της Ατλαντίδος…».
«Δεν μου ομιλήσατε για τα μυστήρια της Ατλαντίδος…».
«Υπήρχε ένας Λαβύρινθος με πολυάριθμα ελικοειδή περάσματα και διαδρόμους που αντιπροσώπευαν την πορεία του μυημένου από τις εισόδους προς τις αίθουσες της Φώτισης… Μεγάλες Πύλες επενδυμένες από ορείχαλκο και ερμητικά κλειστές εμπόδιζαν τον δρόμο του υποψηφίου, ενώ οι φύλακες άνοιγαν τις πόρτες μόνο όταν δινόταν το κατάλληλο σύνθημα… Σε διάφορα σημεία υπήρχαν κελιά ή εσοχές στον βράχο που αναπαυόταν ο νεόφωτος για ώρες ή ημέρες περιμένοντας την μύηση…».
«Και τι συμβόλιζαν όλα αυτά, κυρία Στάλερ;».
«Ο υποψήφιος παρέμενε στον Λαβύρινθο 9 εβδομάδες πριν αναστηθεί ψυχικά ˙ αυτή η περίοδος συμβόλιζε την πνευματική και την ανθρώπινη ανάπτυξή του… Τα κελιά ή οι εσοχές αντιπροσώπευαν τα διάφορα στάδια της αναγέννησης και εκεί έμενε ο υποψήφιος με προσευχές και διαλογισμό… Όταν τελείωνε ο χρόνος της προετοιμασίας του γινόταν δεκτός στην Αίθουσα της Φώτισης που ήταν περιτριγυρισμένη με 12 σκηνώματα αφιερωμένα στους βασιλιάδες ή τους θεούς της Ατλαντίδος… Αυτός ο μέγας χώρος φαίνεται πως βρισκόταν στο πιο μακρινό άκρο του Λαβυρίνθου. Πολυάριθμες κολόνες λαξευμένες στην λάβα στήριζαν την οροφή που φωτιζόταν από έναν αστερισμό φανών. Στο κέντρο της κυκλικής αυλής από όπου ξεκινούσαν οι είσοδοι για τα διάφορα παρεκκλήσια έστεκε ο Υψηλός Βωμός στον οποίο ο υποψήφιος έδινε όρκους και υποσχέσεις της μύησης και γινόταν η αποκάλυψη της τελικής μυστικής πίστης της λατρείας…
Δίπλα στον βωμό το μεγάλο άγαλμα του Ποσειδώνα που είχε την μορφή ταύρου ύψωνε τον σκοτεινό και τεράστιο όγκο του. Στην άλλη πλευρά υπήρχε μια καμπάνα που είχε την μορφή ενός κοίλου κύβου… Όταν την χτυπούσαν με ορειχάλκινο σφυρί έβγαζε δυνατούς ήχους που έμοιαζαν με κεραυνό και ακουγόταν μέχρι την είσοδο του Λαβυρίνθου… Στο απόκοσμο ημίφως της σπηλιάς οι ανάγλυφες φιγούρες των θεών απειλητικές στο μέγεθός τους εμφανίζονταν σαν μορφές με πέπλα… Τα 9 στάδια της κυοφορίας στα ατλάντεια μυστήρια συμβόλιζαν την ανθρώπινη γέννηση με την οποία ο νεόφωτος θα γεννιόταν μέσα στο φως… Πιστευόταν πως η ψυχή με την προσευχή και τον διαλογισμό προσέγγιζε βαθμιαία ένα υψηλότερο επίπεδο ψυχικής αγνότητας… Αυτή ήταν η πρώτη φάση και ακολουθούσε μία μεσαία. Η τελική φάση της διαδικασίας της μύησης ήταν η κατάκτηση του βαθμού του Μύστη ˙ απαιτούσε μια πιο έντονη περίοδο προετοιμασίας ως αποτέλεσμα της πολύχρονης αφοσίωσης του μυημένου… Δεν πρέπει να ξεχνάμε κύριε Μπάλερ πως οι μυημένοι ήταν πρόσωπα που ανήκαν ή συνδέονταν με την βασιλική οικογένεια…».
«Τα μυστήρια της Ατλαντίδος σχετίζονταν από ο,τι καταλαβαίνω με την επιστροφή στην αρχική ζωή, στην σφαίρα από την οποία εξορίστηκε ο άνθρωπος εξαιτίας των πράξεών του…».
«Τω όντι κύριε Μπάλερ έχετε δίκαιο. Η μεγάλη όμως μάζα βρισκόταν έξω από τα Μυστήρια, παρήκμαζε συνεχώς ώσπου τελικά καταστράφηκαν μαζί με τα έργα τους από τον Κατακλυσμό…».
«Μπορείτε να γίνετε πιο αναλυτική για τα Ατλάντεια Μυστήρια;».
«Χωρίζονταν σε διάφορα στάδια: στο στάδιο της γέννησης ή αναγέννησης, στο στατικό στάδιο ή στάδιο της πνευματικής νεότητας, στην μέση κατάσταση, στην κατάσταση της νέας ύπαρξης και των εμπειριών της και στο στάδιο της προπαρασκευής της μεταθανάτιας κατάστασης ύπαρξης…».
«Τι γινόταν στο στάδιο της γέννησης ή της αναγέννησης;».
«Η τελετή κύριε Μπάλερ ήταν γνωστή σαν ο ¨Θάνατος του Παλιού Ανθρώπου¨ και προλόγιζε την ιδέα της αναγέννησης: ο τελετουργικός θάνατος του μυημένου προπαρασκεύαζε την ιδέα της αναγέννησης. Οι ιερουργοί κατά την πρώτη φάση αναισθητοποιούσαν τον υποψήφιο με φυτικά παρασκευάσματα. Μόλις ξυπνούσε πίστευε πως βρισκόταν στο πρώτο επίπεδο της ψυχικής επίτευξης, είχε δηλαδή συνειδητοποιηθεί πνευματικά. Κατά την διάρκεια αυτού του ύπνου λέγεται πως περνούσε πραγματικές εμπειρίες θανάτου και πιθανά τα όνειρα που έβλεπε προκαλούνταν με υπνωτική υποβολή για να γίνουν πιο δραματικά και ρεαλιστικά… Τότε άρχιζε η τελετουργία της αναγέννησης… Η ψυχή του υποψηφίου περνούσε από όλα τα στοιχεία της Φύσεως φωτιά, αέρα, γη, νερό και από όλες τις φάσεις της υπαγορευμένης ανάπτυξης. Ο υποψήφιος παρέμενε και στα 9 κελιά και ανάμεσα σε προσευχή, νηστεία και διαλογισμό υποβαλλόταν σε υπνωτικές εμπειρίες και παραισθήσεις που αντιπροσώπευαν το στοιχειακό του ταξίδι. Κατά την διάρκεια αυτής της φάσης οι ιερουργοί των μυστηρίων εκτελούσαν συμβολικές πράξεις πάνω από το σώμα του, χρίζοντάς τον με ζωηδότρες αλοιφές και αγγίζοντας κάθε όργανό του με μαγικά όργανα για να του ξαναδώσουν την ζωή που πιστευόταν πως είχε αναχωρήσει. Το πνεύμα του μυούμενου περνούσε μέσα από τα στάδια ανάπτυξης που αναλογούσαν στο ορυκτό, φυτικό και ζωικό. Το σώμα του ήταν διπλωμένο και κουλουριασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μοιάζει με το έμβρυο στην μήτρα… Το μεσημέρι της έβδομης ημέρας της ένατης εβδομάδας πιστευόταν πως είχε επιτευχθεί η φυσική και η πνευματική αναγέννηση αφού είχε περάσει από ένα σάβανο που συμβόλιζε το άγιο σώμα από όπου υποτίθεται πως είχε βγει… Σε αυτή την φάση ο νεόφωτος θεωρεί το πνευματικό νεογέννητο ανίκανο να μιλήσει ή να σκεφθεί…».
«Τι συνέβαινε στην βαθμίδα της στατικότητος ή της πνευματικής νεότητας;».
«Σε αυτήν ο νεόφωτος ξαναζούσε τις πρώτες του εμπειρίες σε αυτό που ονομάζουμε τώρα Κήπο της Εδέμ… Γι’αυτό τον σκοπό τον πήγαιναν σε ένα πάρκο περισσότερο από 20 μίλια μακριά από την Κερκύνη το οποίο είχε σχεδιασθεί προσεκτικά όχι μόνον για να κάνει πραγματική την εμπειρία που έπρεπε να περάσει ο μυούμενος αλλά και για να αποδίδει όσο γινόταν πιο πιστά τα σχήματα και τις συνθήκες του πρωταρχικού τόπου γέννησης του ανθρώπου… Πρέπει να ήταν ένας τόπος απαράμιλλου κάλλους. Σκέπη του σε αυτόν τον πανέμορφο κήπο ήταν ένας από τους μεγάλους κέδρους που υπήρχαν εκεί ενώ το φαγητό του παρεχόταν από τα πολυάριθμα καρποφόρα δένδρα με τα οποία ήταν πυκνοφυτεμένος… Ποτό του ήταν το νερό μιας κρήνης που ανέβλυζε την μέση του κήπου και είχε μια μυθική σχέση με την Πηγή της Ζωής ή Νεότητας… Όμορφα ζώα ποικίλων ειδών τριγύριζαν στον κήπο ενώ πουλιά με σπάνια και εξωτικά φτερά γέμιζαν τα κλαδιά των δένδρων…».
«Συνεχίσατε την γλαφυρή σας περιγραφή… Μην κομπιάζετε προς το τέλος…».
«Γρήγορα ο υποψήφιος αντιλαμβανόταν πως αυτός ο πανέμορφος κήπος με τους ογκωδέστατους τοίχους ήταν κατοικία άλλων νοήμονων όντων… Δεν διασαφηνίζεται αν τα όντα ήταν υπερφυσικής προέλευσης ή αν τους ρόλους τους έπαιζαν άλλοι μυημένοι ή οι υπηρέτες τους… Ενώ ο μυούμενος καθόταν στην σκιά ενός δένδρου ή διαλογιζόταν σε κάποιο ρυάκι αντιλαμβανόταν ψιθυριστές φωνές που δεν προέρχονταν από ανθρώπινα χείλη αλλά φαινόταν να γεννιούνται από τον άνεμο που χάιδευε απαλά τα χόρτα. Αν ήταν ενθαρρυντικές και παραινετικές αναφέρονταν στην ύπαρξη ενός μυστικού δένδρου στον κήπο. Ο μυημένος έχει προειδοποιηθεί να μην δοκιμάσει τον καρπό του γιατί κάτι τέτοιο σήμαινε θάνατο. Άλλες φωνές του έλεγαν να φάει τον καρπό του Δέντρου της Γνώσης του Καλού και του Κακού γιατί αυτή ήταν στην πραγματικότητα η αληθινή και η τελική δοκιμασία της μύησής του. Ήταν ένας έλεγχος της κοινής διάνοιας που αν δεν τον έκανε δεν θα αποκτούσε την μεταφυσική έννοια της γνώσης του καλού και του κακού και ο αγώνας του θα πήγαινε χαμένος… Στη συνέχεια του έλεγαν πως μόνον τα τολμηρότερα και πιο θαρραλέα πνεύματα που σκέπτονταν τον εαυτό τους και έπαιρναν την τύχη στα χέρια τους ήταν ικανά να αντιληφθούν την αναγκαιότητα για ανεξάρτητη δράση…».
«Οι φωνές αυτές λάμβαναν υλική μορφή;».
«Κάποιες φορές μέσα από λόχμες ή δάση, στο βάθος κάποιου ξέφωτου ή στις όχθες κάποιου ρεύματος κατά το σούρουπο αντίκριζε για λίγο τις μορφές που μπορεί να ανήκαν στους ιδιοκτήτες των φωνών ˙ αγγελικών ή δαιμονικών όντων… Αν ο μυούμενος αναζητούσε το δένδρο απλά και μόνον για να το δει εμπλεκόταν σε περιπέτεια από την οποία μπορούσε να ξεστρατίσει από το μονοπάτι της πνευματικής επίτευξης… Οι προκλητικές φωνές του περιέγραφαν την εμφάνιση και την θέση του και καθώς το πλησίαζε το αναγνώριζε από το βαθυπράσινο φύλλωμά του και την χυμώδη όψη των καρπών του… Καθώς αναπαυόταν κάτω από την σκιά του αιφνιδιαζόταν από την εμφάνιση μιας πανέμορφης γυναίκας… Αν ο μυούμενος παρασυρόταν από τις παραινέσεις αυτού του πολύ πιστού υπηρέτη των μυστηρίων και έτρωγε από τον καρπό του δένδρου αποκλειόταν αμέσως και θεωρείτο ανάξιος να περιλαμβάνεται στους σοφούς της Ατλαντίδος ˙ τελείωνε την ζωή του μαζί με εκείνους που υπηρετούσαν τις σκοτεινές δυνάμεις…».
«Μετά τι γινόταν κυρία Στάλερ;».
«Αν ο μυούμενος δεν υπέκυπτε στους πειρασμούς γινόταν δεκτός στο τρίτο στάδιο της μύησης που οδηγούσε στον βαθμό του Μύστη και σε εκείνες τις εμπειρίες που τον προετοίμαζαν για μια ανώτερη πνευματική επίτευξη μέσα στην ζωή…».
«Ήσασταν λίαν κατατοπιστική… Ωραίο το τσάι που μου προσφέρατε… Τώρα πρέπει να φύγω», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και αφού άρπαξε το αδιάβροχο και την ομπρέλα του αποχώρησε αιφνιδίως από το γραφείο της Ίνγκεμποργκ Στάλερ δίχως να της αφήσει το περιθώριο της αντιλογίας και εμφυσούμενος με το πνεύμα του ενθουσιασμού που είναι το κρηπίδωμα για τα πιο σπουδαία και σημαντικά πράγματα του κόσμου.
ΗΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ
Ο Ιούνιος εκείνου του έτους στην μεγαλούπολη του Λος Άντζελες ήταν εξαιρετικά καυτός. Ένας καύσωνας 10 ημερών ταλαιπωρούσε τους κατοίκους της φιλόξενης αυτής πόλης με απίστευτη δριμύτητα επιβραδύνοντας τους ρυθμούς εργασίας για όλους.
Ο Γκέοργκ Μπάλερ είχε αποφασίσει από την αρχή του θέρους την εγκατάστασή του στην εξοχική του κατοικία στα περίχωρα του Λος Άντζελες… Πίστευε πως η μεταφορά του από το Palo Alto θα του εξασφάλιζε πιο δροσερές νύχτες αλλά και εξορμήσεις στις εγγύτερες παραλίες αν και η εξοχική του κατοικία είχε θέα στον ωκεανό. Ως προς το πρώτο είχε διαψευσθεί αλλά ως προς το δεύτερο δεν έχανε την ευκαιρία να κάνει ηλιοθεραπεία και καθημερινά μπάνια στην ακτή κάθε φορά που ένοιωθε την ανάγκη της υγρασίας και της ενυδάτωσης στο κορμί του…
Η εξοχική του κατοικία είχε ένα τεράστιο κυκλικό κήπο με αγρογλυφικά στο ψηλό χορτάρι του που ήταν ένα είδος μεταφυσικής αγωνίας για την αστρική του καταγωγή. Πάντοτε αναρωτιόταν από ποιον αστερισμό είχε έλθει και ποιος ήταν ο προορισμός του στην γη.
Στις εξορμήσεις του στην παραλία εκείνες τις ημέρες έφτιαχνε πυλώνες στην άμμο που γρήγορα τα τεράστια κύματα του ωκεανού τα διέλυαν σχεδόν αυτοστιγμεί αποδεικνύοντας πως η Φύση είναι στάδια ισχυρότερη από τις ανθρώπινες επιθυμίες όπως αποτυπώνονται στο σώμα της.
Εκείνο το θερμό πρωινό ο Γκέοργκ Μπάλερ περίμενε την επίσκεψη ενός διακεκριμένου Αιγυπτιολόγου, του Ναγκίμπ Μαχτούμπ που δίδασκε το αντικείμενό του με ζήλο στο Πανεπιστήμιο του Κάιρο.
Ο Ναγκίμπ Μαχτούμπ δεν άργησε να έλθει. Άφησε το αυτοκίνητό του έξω από την εξοχική έπαυλη του Γκέοργκ Μπάλερ και χτύπησε το κουδούνι για να εισέλθει στον ομόκεντρο κήπο του όπερ και συνέβη.
Ο Γκέοργκ Μπάλερ άνοιξε διάπλατα την πόρτα για να τον υποδεχθεί με όλες τις δέουσες τιμές.
Ο εναγκαλισμός ήταν θερμός και γρήγορα δίχως καν να το καταλάβουν βρέθηκαν στο γραφείο του Γκέοργκ Μπάλερ.
Ο Ναγκίμπ Μαχτούμπ ήταν ένας εξηντάρης, μετρίου αναστήματος μεσόκοπος άνδρας, φαλακρός και αδύνατος, γεγονός που του έδινε μία νεανική σβελτάδα στις κινήσεις. Οι λιγοστές άσπρες τρίχες της κεφαλής του εντοπίζονταν αριστερά και δεξιά της για να τονίζουν το γεγονός πως οι ιδεολογικές παρατάξεις πάντοτε θα εστιάζονται σε αυτές τις θέσεις αμετακίνητες ενώ το κέντρο ως ναός της Λογικής θα μένει πάντα ακατοίκητος σαν τα έρημα νησιά του Οδυσσέα, αναμένοντας τη ιδεατή Καλυψώ ή την Κίρκη. Τα μικροσκοπικά του γυαλιά έπεφταν συχνά από την μύτη του τονίζοντας το γεγονός πως η όραση των αθέατων πραγμάτων της ζωής συνεχώς είναι μετατοπίσιμη αναλόγως των συνθηκών και των περιστάσεών της.
«Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω…¨, είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και έδωσε το νεύμα για να καθίσει ο Ναγκίμπ Μαχτούμπ στην άλλη πλευρά του γραφείου στο οποίο παρευρισκόταν ένα σκάκι συμπληρώνοντας: «Ως Αιγυπτιολόγος που είσαστε θα μου παράσχετε πολύτιμες πληροφορίες για την αρχαία Αίγυπτο που ήταν αποικία της Ατλαντίδος… Προτείνω και μια παρτίδα σκάκι…».
«Θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα η συνομιλία μαζί σας…», είπε σε σπαστά αγγλικά ο Ναγκίμπ Μαχτούμπ ξεκινώντας πρώτος την παρτίδα σκάκι επιλέγοντας τα μαύρα πιόνια, αφήνοντας στον Γκέοργκ Μπάλερ τα λευκά.
«Τι αντιπροσωπεύουν ο Όσιρις, η Ίσιδα και ο Τυφώνας που διεκδίκησε τον θρόνο του πρώτου;».
«Η Ίσιδα είναι η προσωποποίηση της Αιγύπτου, ο Όσιρις του Νείλου που γονιμοποιεί τα πάντα και ο Τυφώνας είναι ο άνεμος της ερήμου που ξηραίνει τα φυτά, στερεύει τις όχθες του Νείλου και προκαλεί το πένθος και τον τρόμο σε όλους τους ιθαγενείς… Η κοιλάδα του Νείλου είναι το βασίλειο του Όσιρι… Ο Τυφώνας κυριαρχεί στην Λιβύη και στα στείρα ακρογιάλια της θάλασσας… Η εποχή που ο Τυφώνας αρπάζει την βασιλεία από τον αδερφό του ανταποκρίνεται στους μήνες της ξηρασίας… Το δε Φθινόπωρο ανταποκρίνεται στον δεύτερο θάνατο του Όσιρι…».
«Ο Όσιρις συμβολίζει και κάτι άλλο;».
«Την ηλιακή χρονιά και η Ίσιδα με τα κέρατα της αγελάδας ενσαρκώνει μια σεληνιακή θεότητα με τις ημισελήνους της…», είπε ο Ναγκίμπ Μαχτούμπ και αιχμαλώτισε τον λευκό στρατηγό του Μπάλερ με το μαύρο στρατιώτη-πιόνι του.
«Γιατί ή Ίσιδα και ο Όσιρις γεννήθηκαν εντός ενός λωτού;».
«Ο λωτός είναι σύμβολο γονιμότητας και αθανασίας… Σύμβολο τελειότητας γιατί τα φύλλα, ο ανθός και ο καρπός τους έχουν σχήμα κύκλου… Υποδηλώνει επίσης την πνευματική εξέλιξη επειδή οι ρίζες του είναι στην λάσπη, αναπτύσσεται προς τα άνω εντός των θολών υδάτων του Νείλου και ανθίζει στον ήλιο και το φως του ουρανού… Η ρίζα του συμβολίζει την αδιαλυτότητα του, ο μίσχος του τον ομφάλιο λώρο που προσδένει τον άνθρωπο στην πηγή του ενώ το άνθος του έχει το σχήμα των ακτίνων του ήλιου… Ο λωτός με το μπουμπούκι του όταν ανθίζει συμβολίζει την επέκταση, την φώτιση, την καρδιά και όλες τις πιθανές δυνατότητες… Ο λωτός συμβολίζει την θεία γέννηση που προβάλλει αμόλυντη από τα λασπώδη νερά… Οι θεοί γεννιούνται και ενσαρκώνονται σε ταπεινές οικογένειες αλλά κατορθώνουν με την λάμψη τους να αναδειχθούν σε ηγήτορες… Επίσης επειδή ο λωτός αναδύεται από τα ύδατα υποδηλώνεται με αυτόν τον τρόπο η υδάτινη τουτέστιν συναισθηματική καταγωγή και φύση των θεών… Επίσης ο λωτός εκπροσωπεί τον ήλιο που αναδύεται από τα αρχέγονα ύδατα του χάους και σαν σεληνιακό σύμβολο το ανδρόγυνο και την άσπιλη αγνότητα…», είπε ο Ναγκίμπ Μαχτούμπ παγιδεύοντας έναν λευκό στρατιώτη με τον δικό του μαύρο στρατιώτη.
«Γνωρίζω πως όταν απεικονίζεται με τον ταύρο ο λωτός είναι ηλιακός… Με την αγελάδα γίνεται σεληνιακός… Είναι ο λωτός έμβλημα του Άνω Νείλου ενώ ο πάπυρος έμβλημα του Κάτω Νείλου… Απεικονιζόμενοι συγχρόνως υποδηλώνουν την ένωση και των δύο… Ο λωτός συν τοις άλλοις απεικονίζεται με το λιοντάρι, τον κριό, το ελάφι, την χήνα, τον κύκνο, την σβάστικα, τον γρύπα, την σφίγγα και το φίδι… Συμβολίζει την αθανασία… Δεν γνωρίζω την βαθύτερη σημασία του λωτού με αυτά τα ζώα…».
«Είναι ο συνδυασμός των σημασιών… Ένα λιοντάρι συμβολίζει τον πόλεμο… Αν υπάρχει λωτός κοντά του σημαίνει έναν πόλεμο που αναγεννιέται… Ή επίσης την αναγέννηση της δύναμης, του θάρρους, της μεγαλοπρέπειας και της δικαιοσύνης…».
«Ή έναν πόλεμο που δεν πεθαίνει ποτέ και πως η δικαιοσύνη, το θάρρος, η δύναμη και η μεγαλοπρέπεια είναι αθάνατα…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ αιχμαλωτίζοντας με τον λευκό του στρατιώτη τον μαύρο του Ναγκίμπ Μαχτούμπ.
«Έχετε γίνει πολύ καλός μαθητής ακόμη και αν δεν το παραδέχεσθε τελείως…», είπε ο Ναγκίμπ Μαχτούμπ τρώγοντας τον δεύτερο λευκό στρατηγό του Γκέοργκ Μπάλερ.
«Συμβολίζει και την ανανέωση της προστασίας και της μητρότητας που επιφέρει στο γυναικείο σώμα αλλά και την αναγέννηση της εκδίκησης…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ παγιδεύοντας αυτή την φορά τον μαύρο πυλώνα του Μαχτούμπ και συμπλήρωσε: «Ο λωτός με τον γρύπα τι λέτε να συμβολίζει;».
«Πιθανώς εκπροσωπεί την αναγέννηση όσων επαγρυπνούν, όσων είναι σοφοί αλλά και όσων εκδικούνται…».
«Ο λωτός με την σβάστικα, κύριε Μαχτούμπ;».
«Τον τετραπρόσωπο Ώρο αλλά όχι μόνον αυτόν… Σαν την περιστροφή του τροχού της ζωής που με την ηλιακή δύναμη μετατρέπει τον σταυρό σε κύκλο… Ο σταυρός ενσαρκώνει το πνεύμα και οι κάθετες και οι οριζόντιες γραμμές την ύλη… Συμβολίζει επίσης την αναγέννηση της αρμονίας και της ισορροπίας και την αθανασία της καλής τύχης, ζωής…».
«Η χήνα με τον λωτό;», ρώτησε ο Γκέοργκ Μπάλερ παρακρατώντας τον μαύρο στρατιώτη του Ναγκίμπ Μαχτούμπ.
«Συμβολίζει το γεγονός πως όποιος αγαπάει αναγεννιέται και πως η αγάπη είναι αθάνατη…».
«Ο λωτός με τον κύκνο;».
«Πως οι ποιητές μένουν αθάνατοι στην μνήμη των ανθρώπων και πως η ειλικρίνεια έχει την τάση να σε κάνει να αναγεννιέσαι…».
«Η σφίγγα με τον λωτό;».
«Τα ίδια ακριβώς με τον κύκνο, μόνον που υπάρχει η αθανασία στην δυναστεία των Φαραώ αφού η σφίγγα συμβολίζει την ένωση της φυσικής και νοητικής δύναμης ή της υλικής και πνευματικής δύναμης… Εκπροσωπεί επίσης την ιδέα πως ο άνθρωπος θα παραμένει πάντα ένα αίνιγμα αθάνατο στους θνητούς…».
«Αν είναι ανθρωποκέφαλη υποδηλώνει πως το ανθρώπινο πνεύμα υπερνικάει τα ζωικά ένστικτα… Με το ελάφι;».
«Συνήθως το ελάφι απεικονίζεται με το φίδι σε διαρκή διαμάχη… Με τον λωτό εκπροσωπεί την αναγέννηση που νοιώθει κάποιος όταν δημιουργεί και την αθανασία του δημιουργικού του έργου… Με το φίδι σε διαμάχη αντιπροσωπεύει την νίκη του θετικού και του φωτός ενάντια στο αρνητικό και στο σκοτάδι…», είπε ο Ναγκίμπ Μαχτούμπ και αιχμαλώτισε ένα άσπρο άλογο με τον μαύρο του στρατιώτη.
«Ο Σεμ τι εκπροσωπεί αφού είναι η κύρια μορφή των 12 θεών;».
«Συμβολίζει την χρονιά με τους 12 μήνες και το γεγονός ότι είναι ο αγωνιστής της χρονιάς ταυτιζόμενος με τον ήλιο…», απάντησε με νηφαλιότητα ο Ναγκίμπ Μαχτούμπ και αιχμαλώτισε έναν λευκό στρατιώτη από την παράταξη του Γκέοργκ Μπάλερ.
«Γιατί ο θεός Σέραπις αναπαριστανόταν από τα νύχια ως την κορφή με ύφασμα και ένα μόδιο σκέπαζε το κεφάλι του ειδώλου;».
«Γιατί οι θεοί κύριε Μπάλερ δεν αρέσκονται στην κοινή θέα των θνητών… Δεν θέλουν να γίνονται αντιληπτοί και ειδικώς το πρόσωπό τους… Από την άλλη πλευρά το ύφασμα που κάλυπτε το δέρμα σήμαινε την νίκη της γήινης ολικότητας έναντι της ανθρώπινης που υστερεί…».
«Οι θεοί δεν θέλουν να γίνονται αντιληπτοί από τους ανθρώπους αλλά από την άλλη πλευρά τα αγάλματά τους κοσμούν όλα τα μουσεία του κόσμου… Αυτό και αν είναι θαύμα… Το όγδοο θαύμα του κόσμου… Γιατί ένα φίδι τυλιγόταν στο ιερό του κορμί και το κεφάλι του ακουμπούσε στο έδαφος;».
«Γιατί αναπαριστούσε κύριε Μπάλερ ένα πρόσωπο εξουσίας που αντλεί την δύναμή του από την γη…».
«Γιατί ο Ερμής που συνοδεύει τον Όσιρι με το ταυρόσχημο κεφάλι και την Ίσιδα με το αγελαδόσχημο κεφάλι έχει σκυλίσιο κεφάλι;».
«Αγαπητέ κύριε Μπάλερ… Ο Ερμής χαρίζει ως ιερεύς τα πνευματικά αγαθά… Η Ίσιδα και ο Όσιρις χαρίζουν ως κυρίαρχοι θεοί τα σωματικά αγαθά… Ο Ερμής συνοδεύοντάς τους συμβολίζει την αφοσίωση, την ευγένεια και την επαγρύπνηση που οφείλουν να έχουν οι θεοί όπως η Ίσιδα και ο Όσιρις… Εξάλλου ο σκύλος είναι ο σύντροφος για το πέρασμα των νεκρών στον άλλο κόσμο και φύλακας των ορίων του ανθρώπινου κόσμου με τον υπερβατό των θεών… Από την άλλη πλευρά η αγελαδοκέφαλη Ίσιδα συμβολίζει την αφθονία και την παραγωγικότητα που έχουμε όταν επικοινωνούμε με τον Ερμή οδηγό… Το ίδιο ισχύει και για την ταυρόσχημη κεφαλή του Όσιρι… Συμβολίζει την γονιμότητα του διαλόγου που εκπροσωπεί ο Ερμής και την αφίππευση και υποταγή των άγριων ενστίκτων στην παντοδυναμία του λόγου…».
«Ο Ερμής αντιπροσωπεύει την σοφία κύριε Μαχτούμπ, την νόηση και την ιερή γραφή και την υπέρτατη γνώση της… Αυτή οφείλει ο ιερέας να την μοιράσει αναλόγως με τις ανάγκες των ανθρώπων… Η ιερή γνώση ανέτρεφε και τους άρχοντες που κατανέμειμαν μαζί με τους ιερείς το φορτίο των γνώσεων… Αλήθεια τι γνωρίζετε για τις ομάδες ντεκάν;».
«Πρόκειται για δαίμονες που δημιουργούν σύμφωνα με την θέλησή τους ζώα και φυτά και άλλοτε προστατεύουν την αναχώρηση και την επιστροφή των ψυχών… Στο σημείο του λέοντα αφού διασχίζουν οι ψυχές όλο τον ζωδιακό κύκλο ερωτώνται αν θέλουν να ξαναμπούν στους κόλπους του Δημιουργού…».
«Γιατί στο σημείο του λέοντα;».
«Γιατί ο Δημιουργός από αγάπη έπλασε τα πάντα και οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ο λέων είναι το ζώδιο της αγάπης και του έρωτα…».
«Και γιατί σταματάει στην πύλη του καρκίνου η ψυχή;».
«Για να πάρει ένα σώμα ούτως ώστε να ζήσει την γήινη ζωή… Εξάλλου ο καρκίνος ως ζώδιο σχετίζεται με την σεληνιακή θεότητα που αυτή με την σειρά της συνδέεται με την μητρότητα και την έμμηνο ρύση… Στην μήτρα η ψυχή λαμβάνει υλική υπόσταση εντός του εμβρύου… Η πύλη όμως της επιστροφής είναι ο Αιγόκερως και χρειάζεται 3.000 χρόνια ώστε σε αυτό το σημείο η ψυχή να φθάσει…».
«Ο αιγόκερως είναι το αντιδιαμετρικό ζώδιο του καρκίνου;»
«Ναι, και όλες οι μεγάλες προσωπικότητες φθάνουν σε αυτό το σημείο για να ενσαρκωθούν σε σώματα… Μάθετε επίσης πως ο Σέσωστρις είχε διαιρέσει την Αίγυπτο σε 36 νομούς ως φόρο τιμής στα 36 ντεκάν…», είπε ο καθηγητής Μαχτούμπ και αιχμαλώτισε τον λευκό ίππο του Μπάλερ με την μαύρη του βασίλισσα.
«Γιατί πιστεύετε κύριε Μαχτούμπ πως ο ιερεύς που έβαζε πρώτος το κοφτερό μαχαίρι στο σώμα του νεκρού ήταν υποχρεωμένος να φύγει καταδιωκόμενος από τους προσήκοντές του νεκρός;», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και με τον λευκό του στρατιώτη αιχμαλωτίζει τον μαύρο πυλώνα του καθηγητή Μαχτούμπ.
«Γιατί ο θάνατος αντιμετωπιζόταν σαν μια καινούρια γέννηση και ο νεκρός ως ζωντανός… Ο ιερέας με την μαχαιριά που έδινε σκότωνε τον ζωντανό νεκρό που έπρεπε να αντιμετωπισθεί ως δολοφόνος από τους συγγενείς…».
«Γιατί τα εντόσθια τα έβαζαν σε κιβώτιο και τα έριχναν στην θάλασσα μέσω των εκβολών του Νείλου;».
«Γιατί το νερό είναι η αρχή της δημιουργίας του σύμπαντος και μην ξεχνάτε κύριε Μπάλερ πως το ανθρώπινο σώμα αποτελείται κυρίως από νερό… Με αυτή την χημική ένωση νερού και εντοσθίων πίστευαν πως θα επανέφεραν τον νεκρό στην αθανασία και στην συνεχή αναγέννηση…».
«Γιατί η σαρκοφάγος από γρανίτη ήταν στολισμένη με ανάγλυφες παραστάσεις και ιερογλυφικά σκέπαζαν την μούμια;».
«Γιατί ο θάνατος είναι σκληρός σαν τον γρανίτη και αποτελεί ένα είδος τέχνης… Κύριε Μπάλερ ο Λόγος δεν σταματάει ούτε μετά θάνατον εξ’ου και τα ιερογλυφικά που σκέπαζαν την μούμια…».
«Γιατί οι Αιγύπτιοι ως άποικοι και απόγονοι των Ατλάντιων κρατούσαν στους ναούς τους βαλσαμωμένα ζώα όπως η γάτα και η ίβιδα;».
«Γιατί καθάριζαν την χώρα από σκουλήκια, έντομα και ποντίκια που θα την είχαν καταστρέψει αν δεν αναχαιτίζονταν».
«Να υποθέσω πως η αγελάδα και το βόδι τιμούνταν τόσο πολύ επειδή ήταν ζώα απαραίτητα για τις γεωργικές εργασίες…».
«Υποθέτετε σωστά κύριε Μπάλερ… Δεν ήταν μόνον αυτά τα ζώα που λατρεύονταν σαν πλάσματα θεϊκά… Ήταν η πάπια, το γεράκι, ο σκύλος, η άρκτος, ο ιχνεύμων, ο κροκόδειλος, ο ιπποπόταμος, το χέλι και το φίδι που δέχονταν τιμές μετά θάνατον… Ίσως επειδή κάποιοι εκ των θεών είχαν τις κεφαλές αυτών των ζώων…».
«Έχετε δίκαιο κύριε Μαχτούμπ… Ο Σεμπέκ είναι κροκοδειλοκέφαλος… Οι κροκόδειλοι θεωρούνταν ιερά ζώα γιατί με το ανοιχτό τους στόμα προχωρούν ενάντια στο ρεύμα και σπάνε κάθε κοσμικό περιορισμό… Συμβολίζουν την προσποίηση, την υποκρισία, τα απεχθή πάθη, την προδοσία και την εξαπάτηση…».
«Ή το γεράκι επί παραδείγματι… Θεοί με γεράκια ή γερακοκέφαλοι είναι ο Πταχ, ο Ώρος, ο Μεντού, ο Ρεχού, ο Σύκαρης και ο Κεμπεκσενούρ… Συμβολίζει την βασιλική εξουσία και την ευγένεια… Υπάρχει και ο γερακοκέφαλος κροκόδειλος Σεμπέκ Ρα...".
«Η πάπια κύριε Μαχτούμπ;».
«Συμβολίζει και εκείνη την εξαπάτηση αλλά και την φλυαρία… Συνδέεται με την Ίσιδα…», είπε ο καθηγητής Μαχτούμπ και παγίδευσε με τον μαύρο στρατηγό του την λευκή άνασσα του Γκέοργκ Μπάλερ συμπληρώνοντας: «Το δε χέλι είναι φαλλικό σύμβολο γιατί οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν στην αθανασία του σαρκικού έρωτα».
«Ο ιπποπόταμος;».
«Αντιπροσωπεύει την μεγάλη μητέρα Αμέντι την δημιουργό των υδάτων… Επίσης υποδηλώνει αφθονία και προστασία… Ο κόκκινος ιπποπόταμος είναι ο Σεθ ενώ στην αιγυπτιακή εικονογραφία συναντάμε την Ταουερέτ, την θεά ιπποπόταμο… Η δε αρκούδα συμβολίζει την ανάσταση…».
«Το φίδι κύριε Μαχτούμπ;».
«Επειδή ανανεώνει το δέρμα του περιοδικά είναι ανάσταση και ζωή… Είναι φως και σκοτάδι, καλό και κακό, σοφία και παραλογισμός, θεραπεία και δηλητήριο… Είναι και φαλλικό σύμβολο όπως το χέλι… Υποδηλώνει την μυστικότητα, την αινιγματικότητα και την διαίσθηση… Συμβολίζει και το απρόβλεπτο γιατί εμφανίζεται και εξαφανίζεται ξαφνικά… Επειδή έρπεται έχει και χθόνιο χαρακτήρα ˙ γνωρίζει τα μυστικά του Κάτω Κόσμου και τις δυνάμεις της μαγείας… Έτσι είναι ο μεσολαβητής ουρανού και γης…».
«Στην αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία τι συμβολίζει κύριε Μαχτούμπ;».
«Την θεία και βασιλική σοφία, την δύναμη και την γνώση. Δύο φίδια είναι ο Νους και ο Λόγος… Το φίδι με κεφαλή λέοντος είναι προστασία ενάντια στο κακό… Ως Σεθ υποδηλώνει την διχόνοια και την καταστροφή…».
«Υπάρχουν και άλλες ερμηνείες περί του όφεως…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και με τον λευκό του στρατιώτη παγίδευσε έναν μαύρο πυλώνα του Ναγκίμπ Μαχτούμπ.
«Είναι γνώση, δύναμη, δόλος, πονηρία, εξυπνάδα και διαφθορά. Ας μην ξεχνούμε πως τα φίδια αποτελούν τους φρουρούς ναών, θησαυρών και φύλακες της εσωτερικής γνώσης… Χωρίς φτερά ή πόδια το φίδι συμβολίζει το πνεύμα ή και την συνείδηση των ανθρώπων… Επίσης κάποιες φορές το φίδι εκπροσωπεί την μεταμφίεση των μαγικών δυνάμεων… Το δε κουλουριασμένο φίδι συμβολίζει την δυναμικότητα ή την δυνατότητα για το καλό ή το κακό… Όταν είναι τυλιγμένο το φίδι γύρω από το Δένδρο της Ζωής έχει ευεργετικό χαρακτήρα… Όταν είναι γύρω από το Δένδρο της Γνώσης τότε έχει κακοποιό χαρακτήρα… Όταν είναι φτερωτό το φίδι δείχνει την ένωση πνεύματος και ύλης… 2 φίδια μαζί συμβολίζουν την δυαδικότητα κατά την οποία τα αντίθετα συνενώνονται… Όταν δαγκώνουν το ένα την ουρά του άλλου σαν γεγονός συμβολίζει πως οι δυνάμεις πηγάζουν από την ίδια πηγή και αρχή… Τυλιγμένα το ένα γύρω από το άλλο πρεσβεύει την έννοια του Χρόνου…».
«Γιατί κύριε Μαχτούμπ υπάρχει λωτός στην εικονογραφία του Όσιρι και πιο συγκεκριμένα πάνω από το κεφάλι του;».
«Ο λωτός είναι η πηγή κάθε ύπαρξης… Πάνω από το κεφάλι του Όσιρι συμβολίζει το γεγονός πως το πνεύμα ή η ανώτερη διάνοια του θεού είναι η κρήνη κάθε ύπαρξης…».
«Γιατί ο Όσιρις έχει προβοσκίδα ελέφαντα;».
«Γιατί είναι θεός με ισχύ, πιστότητα, ισχυρή μνήμη, υπομονή και σοφία…».
«Η Ίσιδα γιατί παρουσιάζεται να έχει κεφαλή γύπα;».
«Υποδηλώνει την μητρότητα αλλά και την αδηφαγία… Είναι η κάθαρση και τα αγαθά έργα… Και η Αθώρ έχει κεφαλή γύπα ενώ συνδέεται με την Μουτ».
«Για την Νήιθ γιατί πιστεύετε πως έχει κεφαλή λιονταριού;».
«Γιατί αγαπάει με όλη της την καρδιά να υφαίνει το αραχνοΰφαντο πανί του κόσμου…».
«Ο Θωτ;».
«Συμβολίζει την νόηση και την ευφυΐα…».
«Ο Μάνδης;».
«Συμβολίζει τον κόσμο κύριε Μπάλερ…».
«Ο Όσιρις;».
«Συμβολίζει την γεωργία», είπε ο Ναγκίμπ Μαχτούμπ και περικυκλώνοντας τον λευκό βασιλιά με τον άσπρο στρατιώτη του αναφωνεί «Ρουά Ματ!».
«Με κερδίσατε κύριε Μαχτούμπ!».
«Χαίρομαι πολύ που σας φάνηκα ωφέλιμος!», αναφώνησε ο καθηγητής Μαχτούμπ και σκουπίζοντας με ένα μαντήλι το ιδρωμένο από τον καύσωνα πρόσωπό του σηκώθηκε από την θέση του για να αποχαιρετίσει για τελευταία φορά τον Γκέοργκ Μπάλερ. Ο τελευταίος ανταποκρίθηκε με αμεσότητα στο κάλεσμα του Μαχτούμπ ο οποίος σαν τρόπαιο από αυτή την συνομιλία κράτησε τον λευκό βασιλιά βάζοντάς τον στην τσέπη του.
«Ας είναι έτσι!», αναφώνησε ο Γκέοργκ Μπάλερ βλέποντας τον καθηγητή Μαχτούμπ από το παράθυρό του να απομακρύνεται από τον κήπο και πήγε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή για να ελέγξει την ηλεκτρονική του αλληλογραφία.
ΗΜΕΡΑ ΠΕΜΠΤΗ
Τα φθινοπωρινά φύλλα έπεφταν μετά μανίας στον κήπο του Γκέοργκ Μπάλερ εκείνο τον χρόνο σε αντίθεση με τις σεφιροθικές δυνάμεις στις ψυχές των κατοίκων του Palo Alto που παρέμεναν ακλόνητες στις θέσεις τους για να θυμίζουν σε όλους πως όταν η Λογική πρυτανεύει η καθημερινότητα βρίσκει το βασίλειό της για να κάνει τα μαγειρέματά της.
Εκείνο το πρωινό ο Γκέοργκ Μπάλερ ανέμενε την άφιξη μιας καθηγήτριας θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας ονόματι Σέλμα Λάγκερφελντ. Η συνάντηση με τον Γκέοργκ Μπάλερ είχε προκαθορισθεί με το τυπικό που προκύπτει από την συνήθη αλληλογραφία που αναπτύσσουν καθηγητές πανεπιστημίου μεταξύ τους. Η Σέλμα Λάγκερφελντ δεν είχε έλθει στην Καλιφόρνια μόνον για να συναντήσει τον Γκέοργκ Μπάλερ αλλά για να προωθήσει το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο ¨Το ρόδο των Κελτών και πέντε ερωτικές ιστορίες¨.
Αυτή είναι η συνήθης τακτική των λογοτεχνών παγκόσμιου βεληνεκούς: να ταξιδεύουν σε διάφορες χώρες του κόσμου, να ανταλλάσσουν απόψεις και ιδέες με άλλους συγγραφείς, ποιητές και καθηγητές πανεπιστημίου μέσω αλληλογραφίας τυπικής ή ηλεκτρονικής, να συμμετέχουν σε διαλέξεις όταν οι πανεπιστημιακοί φορείς τους καλούν, να απαντούν ή να ανταπαντούν σε γράμματα αναγνωστών και θαυμαστών τους και να συνδυάζουν στα βιβλία τους το παραγωγικό με το ποιοτικό στοιχείο για να είναι ανοιχτό προς τις μάζες και εύκολα εμπορεύσιμο σε αυτές. Συν τοις άλλοις είναι υποχρεωμένοι να δίνουν συνεντεύξεις σε δημοσιογράφους τόσο στα έντυπα όσο και στα ηλεκτρονικά μέσα όπως το διαδίκτυο και η τηλεόραση.
Η Σέλμα Λάγκερφελντ γνώριζε όλους τους όρους που διέπουν την σχέση κοσμοπολίτη συγγραφέα και αναγνώστη μα δεν δίσταζε να χαρεί κάθε στιγμή αυτής της δημοσιότητας που χρήζουν πρόσωπα διεθνούς βεληνεκούς.
Ήταν μια γυναίκα γύρω στα 80, με κότσο στα λιγοστά γκρίζα μαλλιά που της είχαν απομείνει από το άγγιγμα των Σατουρναλίων, ευτραφής αφού φρόντιζε να χαίρεται την ζωή και τις υλικές της απολαύσεις, με γαλανά μάτια που θύμιζε τον βυθό της Φρίγγα αλλά με νάζι στην συμπεριφορά που θύμιζε μικρό, εγωιστικό, πεισματάρικο παιδί. Το πρόσωπό της είχε ακανόνιστες πτυχώσεις ˙ ανέγγιχτο στα μάγουλα από τα χάδια των πλανητικών δακτυλίων μα πολύ τρικυμιστό στην περιοχή γύρω από τα μάτια, κάτω στο σαγόνι και επάνω στην αετωματική της μετόπη.
Τα φρύδια της είχαν ξεφλουδιστεί από την πάροδο των Ωρών ενώ τα χείλη της είχαν συρρικνωθεί από την ίδια αιτία.
Δεν βιαζόταν να συναντήσει τον καθηγητή Μπάλερ όχι γιατί της ήταν αντιπαθητικός αλλά γιατί είχε κουρασθεί από μια διάλεξη που είχε δώσει προηγουμένως στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Μόνικα με τίτλο ¨Κέλτες και η ιστορία των εθνών του αγγλοσαξονικού πολιτισμού¨. Η διάλεξη ήταν πολύωρη μα ευρύ το αναγνωστικό κοινό που παρακολούθησε με αμείωτο ενδιαφέρον την συνομιλία της Σέλμας Λάγκερφελντ με τον καθηγητή Χακ Σβένσον για τα ήθη και τα έθιμα των Δρυίδων και των Κελτών.
Ο Γκέοργκ Μπάλερ ήταν αποφασισμένος να ρουφήξει σαν σπόγγος τις γνώσεις της Σέλμας Λάγκερφελντ για τα ήθη και τα έθιμα των Δρυίδων που ήταν απόγονοι της ατλάντιας μαγείας.
Δεν άργησε να χτυπήσει το κουδούνι στην θύρα και ο Γκέοργκ Μπάλερ να καλωσορίσει με έναν ένθερμο εναγκαλισμό την Σέλμα Λάγκερφελντ που έμοιαζε να ξαφνιάζεται από την τόσο εκφραστική χειρονομία των Αμερικάνων-αφού δεν είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους τυπικές εκδηλώσεις στην Ευρώπη- και συγχρόνως να γοητεύεται από την μαγεία του νεαρότερου σε ηλικία άνδρα.
Ο Γκέοργκ Μπάλερ της υπέδειξε το γραφείο του και εκείνη με ευγενή καλοσύνη τον ακολούθησε στο σημείο που υπέδειξε.
«Ήταν πολύ κουραστική η πτήση Στοκχόλμη-Νέα Υόρκη… Και μετά Νέα Υόρκη-Λος Άντζελες… Τα κατάφερα όμως να έλθω και αυτό είναι το σημαντικότερο όλων… Ήλθα για να σας βοηθήσω στην συγγραφή του βιβλίου σας... Έμαθα ότι θα γράψετε βιβλίο για την αρχαία Ατλαντίδα…».
«Αληθεύει αυτό κυρία Λάγκερφελντ… Έχω ζητήσει την γνώμη ειδικών επιστημόνων επί του θέματος και θα ήθελα και την δική σας επικουρία επί του προκειμένου…», είπε ο Γκέοργκ Μπάλερ και προσέφερε στην Σέλμα Λάγκερφελντ καφέ που μόλις είχε φτιάξει και που είχε προλάβει να φέρει από την κουζίνα λίγο πριν την άφιξη της προσκεκλημένης.
«Με βλέπετε νυσταγμένη; Ε ναι, μάλλον είμαι… Τα διεθνή συνέδρια σου απομυζούν ενέργεια σωματική αλλά και χρονική… Σε κάθε περίπτωση είμαι διατεθειμένη να σας βοηθήσω στην έρευνά σας… Προτού γράψετε το οτιδήποτε για τους Άτλαντες πρέπει να ερευνήσετε τον πολιτισμό των Δρυίδων… Είναι γνήσιοι απόγονοι της Ατλάντιας μαγείας… Αν και ο Τάκιτος αναφέρει ότι οι Γαλάτες πρώτοι μετέδωσαν τα Μυστήρια των Δρυίδων στην Βρετανία… Υπήρχε διαχωρισμός πάντως ανάμεσα στους Δρυίδες της Γαλατίας από τους Δρυίδες του Βορρά…».
«Τι πίστευαν οι Δρυίδες;».
«Θεωρούσαν πως πρέπει το Υπέρτατο Ον να τιμάται με τον σεβασμό και την σιωπή… Έσφαζαν ανθρώπινα πλάσματα όμως στον Εσούς… Τα δάση ήταν ιερά γι’αυτούς που ήταν ανεπίτρεπτο να κόβουν τα δένδρα… Τα πλησίαζαν μόνον με θρησκευτικό σεβασμό και μονάχα για να τα στολίσουν με άνθη και τρόπαια… Δεν μπορούσαν να μεταχειριστούν τα δένδρα ακόμη και όταν έπεφταν από την φθορά του χρόνου…».
«Ποιες άλλες θεωρήσεις ζωής είχαν οι Δρυίδες των Γαλατών;».
«Έδειχναν μεγάλο σέβας για τις λίμνες και τα έλη επειδή πίστευαν ότι ενοικεί η θεότητα εκεί… Έριχναν χρυσάφι και ασήμι στην λίμνη της Τουλούζ…».
«Προφανώς για να αποδείξουν πως το χρυσάφι ως έμβλημα της θεϊκής βασιλείας έχει την δυνατότητα της περιχαρακωμένης ευαισθησίας που αντιπροσωπεύει το νερό της λίμνης… Η μεταστοιχείωση κυρία Λάγκερφελντ βλέπετε… Η μεταστοιχείωση…».
«Ναι… Χρυσαφένιο ύδωρ για να πίνουν οι θνητοί νερό βασιλιάδων-θεών… Τα πιο ξακουστά δάση των Δρυίδων της Γαλατίας ήταν η Σαρτ, η Τουλούζη και η Μασσαλία… Στην μέση των δασών τοποθετούσαν τους θησαυρούς τους και εκεί έσφαζαν τους εχθρούς-αιχμαλώτους για να θυμίζουν σε όλους πως η θυσία είναι θησαυρός… Τους έκλειναν σε κολοσσιαίες λυγαριές και πασαλείφοντάς τους με εύφλεκτες ύλες τους έκαιγαν ζωντανούς για να θυμίζουν σε όλους πως η φωτιά είναι συνυφασμένη με την θρησκευτική ιερότητα που εμπεριείχαν τα δένδρα και με την ζωή ή τον θάνατο…».
«Θανατηφόρα θρησκευτική φλόγα θα έλεγα… Αλήθεια, σε ποιες κατηγορίες διακρίνονταν οι δρυίδες;».
«Κύριε Μπάλερ πολύ εύστοχη η παρατήρησή σας… Διακρίνονταν σε δρυίδες που αποτελούσαν τους υπέρτατους αρχηγούς, σε βάρδους, σαρωνίδες και σε ευαγείς… Όφειλαν οι κατώτεροι να απομακρύνονται από σεβασμό μόλις παρουσιάζονταν οι υπέρτατοι αρχηγοί μπροστά τους…».
«Μιλήσατε πιο αναλυτικά για τους βάρδους…».
«Οι βάρδοι εξυμνούσαν σε στίχους τις πράξεις των ηρώων ενώ τους συνόδευαν με άρπα. Με τους στίχους τους απαθανάτιζαν τους νεκρούς… Αυτοί οι βάρδοι τιμούνταν βαθιά έστω και αν ήταν κατώτεροι στην ιεραρχία από τους δρυίδες και μόλις 2 στρατεύματα ήταν ετοιμοπόλεμα κατέθεταν τα όπλα για να ακούσουν τις προτάσεις τους… Είχαν το δικαίωμα να ελέγχουν τις πράξεις των ιδιωτών που απομακρύνονταν από τα καθήκοντά τους…».
«Οι σαρωνίδες κυρία Λάγκερφελντ;».
«Δίδασκαν την νιότη και προκαλούσαν αισθήματα αρετής…», είπε η Σέλμα Λάγκερφελντ και ήπιε αρκετό καφέ από εκείνον που της είχε προσφέρει πρωτύτερα ο Γκέοργκ Μπάλερ.
«Οι ευαγείς; Τι γνωρίζετε για αυτούς;».
«Οι ευαγείς φρόντιζαν για τις θυσίες και παραδίδονταν στην θεώρηση της Φύσης… Οι δρυίδες είχαν διαφυλάξει για τον εαυτό τους τα θρησκευτικά καθήκοντα ενώ οι κατώτεροι λειτουργοί τα ασκούσαν μόνον με την συγκατάθεση των δρυίδων…».
«Πείτε μου για τα κολέγια των Δρυίδων…».
«Το πιο φημισμένο υπήρξε αυτό της Sartr… Ο επικεφαλής του κολεγίου ήταν ο υπέρτατος ποντίφικας των Γαλατών… Εκεί μαζεύονταν οι άρχοντες της χώρας και γίνονταν μεγάλες θυσίες… Μετά την Σαρτρ ερχόταν σε σπουδαιότητα το κολέγιο της Μασσαλίας…».
«Ο Ιούλιος Καίσαρας κατέστρεψε το συγκεκριμένο δάσος εξ όσων γνωρίζω».
«Κύριε Μπάλερ ίσως υπέπεσε σε αυτό το ατόπημα γιατί δεν του άρεσαν οι ανθρωποθυσίες…».
«Ίσως… Πείτε μου όμως περισσότερα για τους Δρυίδες κυρία Λάγκερφελντ…».
«Η είσοδος στην θρησκεία γινόταν με το σταυρωτό φίλημα από τους γέροντες-δρυίδες. Ο υποψήφιος αφού δεχόταν τον ασπασμό άφηνε την καθημερινή του περιβολή για να ενδυθεί με το ρούχο των δρυίδων που αποτελούνταν από έναν χιτώνα που έφτανε ως την μέση της γάμπας… Οι γυναίκες δεν γίνονταν ποτέ δεκτές στα ιερατικά αξιώματα… Καμία επιχείρηση δεν λάμβανε χώρα αν οι κατώτεροι δεν συμβουλεύονταν τους ανώτερους δρυίδες. Πρυτάνευαν στις συνελεύσεις, αποφάσιζαν για πόλεμο ή ειρήνη, τιμωρούσαν τους ενόχους και έθεταν σε αργία άρχοντες ή βασιλιάδες όταν δεν τηρούσαν τους νόμους της χώρας… Στους δρυίδες ανέθεταν επίσης την διαπαιδαγώγηση των νέων… Μπορούσαν να ανυψώσουν έναν άρχοντα ως το αξίωμα του vergobret ισότιμου τίτλου με βασιλιά αλλά ο τελευταίος δεν μπορούσε να πράξει το οτιδήποτε δίχως την ομόφωνη γνώμη των δρυίδων… Αυτοί συγκαλούσαν το Συμβούλιο ούτως ώστε οι βεργκόμπρε ήταν στην πραγματικότητα οι υπουργοί και οι πρώτοι υπήκοοι των δρυίδων… Οι δρυίδες ήταν υπέρτατοι διαιτητές όλων των διαφορών και η δικαιοσύνη αποδιδόταν με δική τους ρύθμιση… Αποφάσιζαν τόσο για τις δημόσιες υποθέσεις όσο και για τις ιδιωτικές… Από την στιγμή που επιδίκαζαν ένα αγαθό στον νόμιμο κάτοχό του και ο διεκδικητής αμφισβητούσε την απόφαση τότε το έθνος του θεωρούσε ανόσιο και δεν του επέτρεπαν ούτε να κάνει μια θυσία…».
«Πείτε μου περισσότερα για τις θρησκευτικές λειτουργίες των Δρυίδων…».
«Στους Δρυίδες είχαν ανατεθεί οι θυσίες, οι προσφορές, οι δημόσιες προσευχές και οι ιδιωτικές, η γνώση της πρόβλεψης του μέλλοντος, η φροντίδα να συμβουλεύονται τους θεούς και να απαντούν στο όνομά τους, το δικαίωμα να θεσπίζουν καινές λειτουργίες και νόμους, η επαγρύπνηση για την εκτέλεση των παλιών ή η μεταρρύθμισή τους…».
«Θα είχαν και προνόμια…».
«Τω όντι… Η θέση τους απήλασσε από το να πληρώνουν φόρους και να πηγαίνουν στον πόλεμο… Γι’αυτό και τόσο περιζήτητη αφού ο αριθμός των δοκίμων ήταν απέραντος…».
«Οι γυναίκες;».
«Οι γυναίκες της Γαλατίας μπορούσαν να γίνουν δεκτές στην τάξη των δρυιδισιών… Είχαν όλα τα προνόμια της τάξης των δρυίδων μόνον που ασκούσαν τα καθήκοντά τους χωριστά από τους άνδρες… Η δικαιοδοσία της εκδίκασης πέρασε σε κάποια στιγμή σε αυτές από τους άνδρες δρυίδες…».
«Ποιο ήταν το μότο της ζωής τους;».
«Λατρεύετε τους θεούς, μην βλάπτετε κανέναν και να είσαστε θαρραλέοι… Σκοπός της αρετής τους ήταν να γνωρίζουν την μορφή και το μεγαλείο του Υπέρτατου Όντος, την τροχιά των άστρων και των περιστροφών τους… Ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν το σύνολο του σύμπαντος… Πίστευαν επίσης στην αθανασία της ψυχής αλλά και στην ιδέα της μετενσάρκωσης…».
«Οι δοξασίες τους για τους νεκρούς;».
«Σαβάνωναν τους νεκρούς ή έκλειναν την στάχτη τους σε τεφροδόχους… Τοποθετούσαν στους τάφους τα όπλα των νεκρών, τα πολύτιμά τους έπιπλα, ομόλογα χρημάτων που είχαν δανείσει… Έγραφαν και επιστολές στους φίλους τους αν και ήταν νεκροί… Αυτοί που πέθαιναν ειρηνικά περιτριγυρισμένοι από τους φίλους και τους συγγενείς θάβονταν χωρίς τελετουργίες, χωρίς εγκώμια και χωρίς ωδές προς τιμήν τους σε αντίθεης με όσους έχαναν την ζωή τους υπηρετώντας την πατρίδα… Κάθε πολεμική πράξη την θεωρούσαν λαμπρή και χρήσιμη για το γενικό καλό… Ποτέ δεν έγραφαν τα αξιώματα και τις γνώσεις τους σε φλοιούς δένδρων ή δεν τα χάρασσαν σε αντικείμενα… Συντάσσανε σε στίχους όλες τους τις γνώσεις και τις απομνημόνευαν…».
«Γιατί γι’αυτούς ο λόγος ήταν ποίηση και η ποίηση αόρατη φαντασία… Για τις ιατρικές πράξεις των Δρυίδων τι γνωρίζετε;».
«Είχαν κάποιες γνώσεις βοτανικής… Τ’αρμυρίκια τα ξερίζωναν χωρίς μαχαίρι και με το δεξί χέρι σκεπασμένο με φόρεμα περνούσαν το βότανο στο αριστερό χέρι με γρηγοράδα σαν να το είχαν κλέψει… Αυτός που μάζευε τα βότανα έπρεπε να είναι ντυμένος στα λευκά και να έχει τα πόδια του γυμνά ώστε να προσφέρει με άρτο και οίνο σφάγια θυσιαστικά…».
«Προφανώς τα πόδια τους ήταν γυμνά ώστε η γη να τους μεταδίδει την δική της γνώση και μαγεία και ήταν ντυμένοι στα λευκά για να τονίζουν με έμφαση πως αγνότητα και γνώση είναι στοιχεία συνυφασμένα…».
«Πολύ σωστά κύριε Μπάλερ… Η βερβένη μαζευόταν πριν την ανατολή του ήλιου και αφού είχε προσφερθεί στην Γη μια εξιλαστήρια θυσία… Οι Δρυίδες θεωρούσαν πως όποιος τριβόταν με την βερβένη πραγματοποιούσε ο,τι επιθυμούσε, είχε ιαματικές ιδιότητες για όλες τις ασθένειες και είχε την δύναμη να συμφιλιώνει τις εχθρότητες στις καρδιές ων ανθρώπων… Όλοι ένοιωθαν την χαρά και την ειρήνη εντός της καρδιάς τους…».
«Ποιες άλλες δυνάμεις είχαν οι Δρυίδες;».
«Κατά τον θάνατο των σημαντικών Δρυίδων είχαν την δύναμη να προκαλούν οι ψυχές τους θύελλες… Κατά την γνώμη τους ο θόρυβος του κεραυνού προανήγγειλε τον θάνατο κάποιου σημαίνοντος προσώπου γιατί ο κεραυνός ενώνει τα προστάγματα του ουρανού στις εντολές της γης…».
«Για το γκι τι γνωρίζετε;».
«Οι Δρυίδες το μάζευαν τον μήνα Δεκέμβριο και την έκτη ημέρα του φεγγαριού που θεωρούνταν ιερή κατ’αυτούς… Εκείνη την ημέρα μαζεύονταν και πήγαιναν με πομπή στους τόπους που βρισκόταν το φυτό ˙ 2 μάντεις προχωρούσαν μπροστά ψάλλοντας ύμνους και εγκώμια… Ένας κήρυκας κρατώντας το κηρύκειο ερχόταν από πίσω τους και 3 δρυίδες τον ακολουθούσαν και κρατούσαν τα αναγκαία για την θυσία όργανα… Ο αρχηγός των ιεροφαντών ενδυόμενος έναν άσπρο χιτώνα βρισκόταν στο τέλος της πομπής… Όταν έφθαναν στο δένδρο ο αρχηγός των δρυίδων ανέβαινε στον δρυ και έκοβε το γκι με ένα δρεπάνι χρυσαφένιο και οι δρυίδες το δέχονταν στο σαγκούμ τους…».
«Τι ήταν το σαγκούμ;».
«Ένα είδος λευκού μάλλινου πανιού…».
«Κατόπιν έσφαζαν 2 ταύρους-σας θυμίζει τίποτε αυτό κύριε Μπάλερ;-και προχωρούσαν σε δείπνο και όταν τελείωναν απεύθυναν προσευχές στην θεότητα για να αποδώσει στο φυτό την ευτυχία ώστε να γίνει αισθητή σε όλους τους παρευρισκόμενους… Την πρωτοχρονιά αγιάζανε το γκι και το μοιράζανε…».
«Αξιώματα των Δρυίδων έχετε να αναφέρετε;».
«Ο,τι γεννιέται κατάγεται από τον ουρανό… Δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε το μυστικό των γνώσεων στην γραφή αλλά στην μνήμη… Οι ανυπάκουοι πρέπει να απομακρύνονται από τις θυσίες… Αν ο κόσμος χαθεί θα είναι από το νερό ή την φωτιά… Δεν πρέπει να επιτρέπεται η επικοινωνία με τους ξένους… Εκείνος που θα φθάσει τελευταίος στην Συνέλευση πρέπει να τιμωρηθεί με θάνατο…».
«Μα πάντα κάποιος θα έρχεται τελευταίος σε μια Συνέλευση…».
«Οι Δρυίδες ήθελαν να πούνε πως πάντα ο θάνατος θα κυβερνάει και πως το τέλος κάθε πράγματος είναι ο θάνατος από τον οποίον ξεκινάει η αθανασία της ψυχής…».
«Άλλα θανατηφόρα αξιώματα;».
«Οι αιχμάλωτοι πολέμου πρέπει να σφάζονται στους βωμούς ή να κλείνονται σε κοφίνια από λυγαριά για να καούνε ζωντανοί προς τιμήν των θεών… Σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να θυσιάζεται ένας άνθρωπος και θα προβλεφθεί το μέλλον αναλόγως του τρόπου που θα πέσει το σώμα και θα χυθεί το αίμα ή αναλόγως του τρόπου που θα ανοίξει η πληγή…».
«Άλλα αξιώματα λιγότερο θανατηφόρα;», ρώτησε με μορφή εμπαιγμού ο Γκέοργκ Μπάλερ ανάβοντας ένα πούρο από νευρικότητα που συμφωνούσε με την συμπεριφορά των Ρωμαίων αυτοκρατόρων που παρεμπόδιζαν με διατάγματα την θυσία ανθρώπων στην επικράτειά τους.
«Τα παιδιά πρέπει να ανατρέφονται ως την ηλικία των 14 ετών μακριά από την παρουσία τους πατρός τους και της μητρός τους… Το χρήμα που δανείζεται κάποιος σε αυτή την ζωή θα επιστραφεί στους δανειστές στον άλλον κόσμο… Υπάρχει ένας άλλος κόσμος και οι φίλοι που αυτοκτονούνε για να συνοδεύσουν τους φίλους τους εκεί θα ζήσουν μαζί τους… Ο ανυπάκουος ας διωχθεί, ας μην γνωρίσει δικαιοσύνη και ας μην γίνει δεκτός σε καμία απασχόληση… Όλοι οι αρχηγοί της οικογένειας είναι βασιλιάδες στα σπίτια τους ˙ έχουν εξουσία ζωής και θανάτου στις γυναίκες, στα παιδιά και στους σκλάβους τους…».
«Δεν βλέπω οι Δρυίδες να διακατέχονται από φιλελεύθερες ιδέες…».
«Άλλα ήθη, άλλα έθιμα…».
«Για τις Δρυίδισσες έχετε να αναφέρετε τίποτε;».
«Υπήρχαν 3 είδη: στο πρώτο ήταν ανύμφευτες, στο δεύτερο αν και παντρεμένες μένανε στους ναούς όπου υπηρετούσαν και δεν έβλεπαν τους συζύγους τους παρά μονάχα 1 ημέρα τον χρόνο, στο τρίτο είδος ήταν παντρεμένες, αφοσιωμένες στα παιδιά και στους άνδρες τους και φρόντιζαν το σπίτι τους… Στην πραγματικότητα διακρίνονταν σε ιέρειες και βοηθοί των ιερειών… Οι Δρυίδισσες που κατοικούσαν στα νησιά ανάμεσα στην Γαλατία και την Βρετανία ήταν αφοσιωμένες στην μαγεία… Έδιναν και προφητείες συν τοις άλλοις στην Γαλατία και στην Γερμανία…».
«Με βοηθήσατε πολύ κυρία Λάγκερφελντ στην συγγραφή του βιβλίου μου… Έχω ένα μικρό δώρο για εσάς», της είπε και της έδωσε ένα βιβλίο με τίτλο: ¨Ιούλιος Καίσαρ και Δρυιδισμός¨. Η Σέλμα Λάγκερφελντ ευχαριστημένη από το δώρο του έκανε μια βαθιά υπόκλιση πριν φύγει.
Ο Γκέοργκ Μπάλερ μόνος του τώρα θα αφοσιωνόταν στην συγγραφή του βιβλίου του. Πήγε στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και έγραψε: ¨Ο Γκέοργκ Μπάλερ σπούδασε φιλολογία στην Γερμανία. Αυτό δεν στάθηκε ενάντιο…¨.
ΤΕΛΟΣ
lets-arelis
Oct 23, 2019
great alexander greek version
ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΑΡΕΛΗΣ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΑΜΥΝΤΑΣ
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝΑΣ
ΙΟΛΛΑΣ
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ
ΟΛΚΙΑΣ
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ
ΠΕΡΔΙΚΑΣ
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ
ΡΩΞΑΝΝΗ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ
ΦΙΛΩΤΑΣ
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
ΧΑΡΩΝ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Η Πρώτη Πράξη θ’ αποδικτυωθεί στις Αίγες της Μακεδονίας τον Ιούλιο ή κατ’ άλλους τον Οκτώβριο του 336 π.Χ, ενώ τις ωμεγαφόρες στιγμές του Φιλίππου [Μακεδονία, Ελλάδα, 18-4-385/384 ή 380 π.Χ- Αίγες, Μακεδονία, Ελλάδα, 30-7-336 π.Χ ή Οκτώβριος 336 π.Χ ]μετά την απόπειρα της δολοφονίας του απ’ τον Παυσανία εκδιπλώνει. Επιπλέον διερεύνηση των σχέσεων της μητέρας του Αλεξάνδρου [ Μακεδονία, Ελλάδα, 20 ή 22-7-356 π.Χ –Βαβυλώνα, Περσία, 10 ή 13-6-323 π.Χ]Ολυμπιάδος[Πασσαρώνα, Ήπειρος, Ελλάδα, 377 ή 375 ή 373 π.Χ-Πύδνα, Όλυμπος, Πιερία, Ελλάδα, 17-5- 316 π.Χ] με τον στρατηλάτη η σκηνή αποπερατώνει. Τέλος θα μεταδώσει σελίδες ανοίξεως που αφορούν γεγονότα ιερατικού, πολιτικού και αρειανού χαρακτήρα τόσο του Αλεξάνδρου με τον Ηφαιστίωνα μετά απ’ την μάχη στον Γρανικό ποταμό τον Μά'ι'ο του 334 π.Χ όσο και με τον Πτολεμαίο στο Γόρδιο σε διαλογική πτυχολογία.
Η Δεύτερη Πράξη περιλαμβάνει σκηνές σωκρατικού χαρακτήρα τόσο του Αλεξάνδρου με τον Φιλώτα[+ Οκτώβριος 330 π.Χ] στα Γαυγάμηλα το 331 π.Χ και κάποιο χρονικό διάστημα μετά από την μάχη αυτή όσο του Αλεξάνδρου με τον Αμύντα[Γεννήθηκε στην Τυμφαία, Ήπειρος, Άνω Μακεδονία, άγνωστη η μερομηνία γέννησης-330 π.Χ] στα Βάκτρα το 327 π.Χ και στις οποίες ερμηνεύουν γεγονότα θρησκευτικού, πολεμικού και πολιτικού χαρακτήρα που έχουν προηγηθεί.
Η Τρίτη Πράξη περιλαμβάνει σκηνή με τον Ηφαιστίωνα και τον Πτολεμαίο [Μακεδονία, Ελλάδα, 367 π.Χ-Αίγυπτος, 283 π.Χ] να ερωτοτροπούν στον Ακεσίνη ποταμό το 326 π.Χ , σκηνή με τον Αλέξανδρο και τον σωματοφύλακά του Πευκέστα στις Πασαργάδες της Ινδίας το 324 π.Χ και συζεύξεις ερωταποκρίσεων Αλεξάνδρου και Ηφαιστίωνος [Μακεδονία, Ελλάδα, 356 π.Χ- Εκβάτανα, Μηδία, σημερινή Περσία, τέλη Οκτωβρίου/αρχές Νοεμβρίου 324 π.Χ] λίγες ημέρες πριν απ’ τον επισυμβάντα θάνατό του στα Εκβάτανα που αφορά κυρίως γεγονότα που χώρα παρέλαβαν στην Ινδία.
Η Τέταρτη Πράξη θα υλοποιηθεί τον Ιούνιο του 323 π.Χ στην Βαβυλώνα και εκδιπλώνει την συνωμοσία που εξυφαίνουν εναντίον του Αλεξάνδρου ο Κάσσανδρος[358 π.Χ-297 π.Χ] και ο Ιόλλας[+318 π.Χ], τις εικοσιτετραφόρες ημέρες και επίνοιες του ασθενούς εκ οφιοποιήσεως Στρατηγού-Αυτοκράτορος τόσο με την Ρωξάννη[Βακτρία, Περσία, 341 π.Χ-309 π.Χ] όσο και με τους έμπιστους φίλους του Πτολεμαίο,Ολκία και Περδίκα[Ορεστιάδα, Μακεδονία, Ελλάδα 360 π.Χ- Αίγυπτος, Μάιος 320 π.Χ] εξερευνώντας.
ΠΗΓΕΣ:
Αρριανός, Αλεξάνδρου ανάβασις, Βιβλία I – VII.
Ιώσηπος, Ιουδαϊκή αρχαιολογία, Βιβλίο XI.
Καλλισθένης, Βίος Αλεξάνδρου του Μακεδόνος, Βιβλία α-γ.
Κόιντος Κούρτιος Ρούφος, Η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Πλούταρχος, Παράλληλοι βίοι, Αλέξανδρος.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Οι σκηνοθετικές οδηγίες τίθενται σε προαιρετική βάση και εναπόκειται στην διάθεση του σκηνοθέτη ποιες εξ’ αυτών θα εκτελεσθούν και ποιες θ’ απορριφθούν για το ανέβασμα του συγκεκριμένου θεατρικού έργου σε παράσταση.]
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
[Ο Αλέξανδρος με την συνοδεία ενός στρατιώτη εισέρχεται στο δωμάτιο του αιμόφυρτου απ’ το δολοφονικό χέρι Παυσανία πατρός του Φιλίππου. Ο στρατιώτης σ’ επιφυλακή.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Αλέξανδρε….[Αλαφιασμένος.] Παιδί μου…[Με πατρική νοσταλγία.] Επιτέλους ήλθες…[Τα χέρια του υποκρίνονται το μικρό γράμμα νι στον ουρανό του Αλεξάνδρου με τα γρασιδένια σύννεφα ως ορίζοντα.]Κωπηλατώ εδώ και ώρες με το χάος των θανατιαίων κυμάτων….[Αγκομαχώντας απτόμενος την κάρα του.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πατέρα μην μιλάς…[Ομιλεί σα’ να ’χει τον έλεγχο της κατάστασης.]Ο λόγος σου αποστερεί πολύτιμο οξυγόνο…[Ξαπλώνει δίπλα του στο κρεβάτι.]Γνωρίζω πατέρα τι έγινε….[Με λαμπυρίζοντα Ισαύρων αυτοκρατορικά ενδύματα- μάτια.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Με αγκύλωσε ο εραστής της μητέρας σου στον Χάρο… [Βαριανασαίνει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην ανησυχείς πατέρα…[Άπτει το αέτωμα του προσώπου του για να διατιμήσει την θερμοκρασία του.]Ο δολοφόνος σου θα ’χει το τέλος που του αξίζει…[Σα ’να μην πιστεύει την συμφορά που τον βρήκε στην ατραπό της ζωής του.]Τόσο φρικώδες όσο και η ψυχή του…[Μ’ ένα σφίξιμο στο στομάχι για να θυμάται την εκδίκηση που συσσωρεύεται στις πεδιάδες των υπονόμων της ψυχής του, εκεί που εμφωλεύει η συγχώρεση, η κατανόηση, η μετάνοια, το έλεος, η ζήλεια, η οργή του θεού μα πάνω από όλα η μητρική στοργή.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Έμαθα Αλέξανδρε πως κατενίκησες τους Σκύθες…. [Ασθμαίνοντας και με το χέρι του εκτός κλίνης διαγώνιο σε παραίτηση.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πολλοί οι δυσαρεστημένοι πατέρα απ’ την ανθοφορία που εισαγάγαμε στην κρατερή Μακεδονία….[Με υπερηφάνεια για το ανδραγάθημά του.]Οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες…[Θωπεύει τα ισχνά σε αριθμό στην χειμερινή πεδιάδα του κεφαλιού του πατρός του μαλλιά.]Όλοι αυτοί οι ηγεμονίσκοι…[Με ύφος υποτίμησης.]Η οχεντρική του Δημοσθένη γλώσσα….[Με περιφρόνηση.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Ξέρεις όμως ποιος υπήρξε ο ιθύνων νους της δολοφονίας μου υιέ μου…[Βήχει και φτύνει αίμα λιγοστό.] Μόνον με την επίκληση του ονόματός σου αποκρούεις και με την δύναμή της όλους τους άνδρες…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πατέρα που αγαπάς και συμμερίζεσαι το είδος των ίππων απ’ την γενεή των ανθρώπων, ο Δαρείος θα ’χει το τέλος που του αξίζει… [Με ύφος νοσταλγικής υπόσχεσης.]Ατιμωτικός θα ’ναι ο θάνατος του θρασύδειλου, όπως εκείνος που επέλεξε για τον πατέρα μου…[Σε τόνο διαβεβαιωτικό και με το εγώ του τρωτό στο εγώ του Φιλίππου σαν η προσβολή να διαβιβάσθηκε σ’ εκείνον ιδιωτικώς.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Δεν του άρεσε Αλέξανδρε που η Μακεδονία δεν του ήταν πια υποτελής και δεν πλήρωνε πια φόρο απ’ την εκφορά των χειλιών σου….[Με σεπτεμβριανά μάτια.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Την Περσία πατέρα θα κατακτήσω όπως είχε προσυμφωνηθεί και θα κατακτήσω όσα με τις αυθαιρεσίες του έχει απ’ τον λαό της Μακεδονίας υποκλέψει…[Τα χέρια του ως άμπωτη μετατοπίζονται στο στήθος το παπαρούνειο και μελανόμορφο απ’ την πληγή του μαχαιριού.] Θεϊκή πρόνοια από αυτόν τον σατράπη για την αρχηγία των Μακεδόνων δεν έχω καμιά…[Με ουδεμία έφεση συμβιβασμού.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Πόσο σε χαίρομαι Αλέξανδρε όταν κατ’ αυτόν τον τρόπο μιλάς…[Τα χείλη του σχηματίζουν ελαφρώς το μικρό γράμμα ύψιλον, ενώ βγαίνει πάλι αίμα απ’ το στόμα του και στα μάτια του αντικρύζει κανείς την απόπειρα διάσωσης της ζωής από ένα στήριγμα έστω και στην ουσία επιφανειακό που δίνει την επίσχεση ενός θαύματος που ’ναι απίθανο να συμβεί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κατέκλεψε τον λαό μου με τους δυσβάστακτους φόρους που επέβαλλε…. Η θεότητα που ’χω δεν είναι δανεική όπως ο Δαρείος είχε ισχυρισθεί…[Του δίνει στο στόμα ένα φιλί για να του μεταγγίσει ολίγη απ’ την δική του ζωή.]Είναι μόνιμη και ατσαλωτή…[Κορδωμένος.]Ο υιός του θεού Άμμωνος εκ Δυτικής Λιβύης έχω καταστεί…Με ποιο δικαίωμα αυτός ο γελοίος
φορολογούσε τα διδόμενα απ’ τους θεούς στους θνητούς δώρα διατροφής;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Μήπως με το ίδιο που πήρες φόρο τριών ταλάντων απ’ τους κατοίκους της Μοθώνης και δύο χιλιάδες στρατιωτών…[Ο Αλέξανδρος τον λοξοκοιτάζει.] Τα λόγια σου όμως ηλιοσταλθέντα απ’ την Αθηνά…[Με την γνώριμη, πρεσβύτερή του φωνή και με εαρινή φωνή.] Το δόρυ γιατί ο Αντίοχος ζήτησε απ’ τους αγγελιαφόρους του Δαρείου να φιληθεί;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί ήταν το μήνυμα μου προς τους εκπροσώπους του Δαρείου τους αδαείς πως ο πόλεμος θ’ αναδυθεί και από καταισχύνη ή φόβο το δόρυ μου θα πρέπει από όλους να προσεγγισθεί…[Το πρόσωπο του Αλέξανδρου περιεργάζεται ακίνητο στον κάθετο άξονα μα σε αέναη κίνηση στους οριζόντιους που του δίνουν αναπνοή την δεινή θέση της υγείας του πατέρα του.]Μεταπλάθεις τις ιδέες σε πράξεις με μεγαλύτερη πιθανότητα πραγματοποίησης όταν οι φορείς τους δεν γνωρίζουν το απώτερο νόημά τους…[Με καβείριο ύφος.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Αλέξανδρε είμαι υπερήφανος για εσένα έστω και αν η υπερηφάνεια θα μπορούσε απ’ τους Ολύμπιους να θεωρηθεί αμαρτία…[Με καθαρότητα ισχύος.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το ίδιο και η αλαζονεία πατέρα… Το ίδιο και η αλαζονεία… [Με αυτοκρατορική εμμονή και ύφος Κίνας.] Χωρίς αυτήν δεν υπάρχει ιστορία ή τα προβεβλημένα της καλλιτεχνικά ταλέντα στην κοινωνία…[Με το ύφος της γνώριμης νεανικής νιότης που ’ναι παρορμητική, αδάμαστη και δεν μετανιώνει για τίποτε στο πάθος που την διακατέχει.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Θα τους σκότωνες αν δεν ήταν πειθήνιοι στα λόγια του φίλου σου;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο λόγος μου είναι η γη και ο ήλιος που καθημερινώς είναι στην ανατολή… Επ’ αυτού μην διχογνωμείς…[Αγγίζει το σημείο της Φιλίππειας καρδιάς.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Ποτέ σου δεν θα προσκυνούσες τις περσικές επιστολές και τα πόδια που μετέφεραν αυτές…[Το πρόσωπό του στις οριζόντιες γραμμές του ωδινών πυραμίδα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το γεγονός ότι φίλησαν τον δεκατριάχρονο Αντίοχο δηλώνει μια προοικονομική αλκιβιαδοφορία….
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Όταν τους υποδέχθηκες μου μεταβίβασαν πως ομοίαζες με το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός….[Με ύφος αυτοκράτορα σε στιγμή αναλαμπών σπουδαία.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τα ενδύματά μου ανήκουν στον ήλιο που γλεντοκοπάει και βασιλεύει για γαμήλιες τελετές με το φεγγάρι…[Με ύφος επεκτατικής ονειροδρομίας.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Το στεφάνι από χρυσό;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πως είμαι ο Ολυμπιονίκης της φήμης και του πλούτου της Βεργίνας…[Με έπαρση αρρενωπή.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Είχε όμως πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια…[Χασκογελάει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτό σημαίνει πως η γη έχει πλούσια μυστικά με τα οποία οι ηγεμόνες διαφεντεύουν τις κρατικές υποθέσεις και τα προβλήματα των λαών, ενώ τα μαργαριτάρια πως των απλών πολιτών γνωρίζω τον κευθμό και πως είναι από εμένα διαφεντευτός…[Αμετάπειστος.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Μ’ έχεις συγχωρήσει που νυμφεύθηκα την αδελφή του Αττάλου την Κλεοπάτρα;[Με το δέος του επιθανάτιου ρόγχου.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Εσύ μ’ έχεις συγχωρήσει που σκότωσα τον Λυσία εκσφενδονίζοντας του μια κούπα, επειδή με αποκάλεσε νόθο σύγγραμμα;
[Με ύφος δραματικής αντιλαβής.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Τα λόγια σου για την ανικανότητά μου να σε σκότωνα λόγω της προσβολής ήταν πιο αιχμηρά και απ’ τους τραυματισμούς που προξένησες με το ξίφος μου στου γάμου μου τους συνδαιτημόνες…[Με ύφος λαβωμένου περιστεριού.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όποιος βιάζεται στο ανάκλιντρό του σκοντάφτει…[Με ύφος ονειροπολικής συγχώρεσης.]Και τουλάχιστον να ’ταν και ασιατικό…[Πάντως η στιγμή της συμφιλίωσης με την μητέρα είναι εφάμιλλη εκείνης της Ανδρομάχης με τον Έκτορα και τον μικρό Αστυάνακτα.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Αλέξανδρε μην ακολουθήσεις ποτέ τις μαγικές του Νεκτανέβω πρακτικές…[Συνεχίζει παρά τον θάνατο που πλησιάζει αγέρωχος απ’ την θύρα του δώματος του προς το προσκεφάλι του.]Έξέθετε κέρινες νήες σε μια χάλκινη λεκάνη, με όμβρου ψιάδες οραματιζόμενος την αντίπαλη παράταξη και κρατώντας ένα ραβδί από έβενο προέφερε ξόρκια και επικλήσεις στον θεό Άμμωνα και στους αγγέλους ενώ τα βάπτιζε…[Με ύφος μεγάλου παραμυθά που απευθύνεται σε άγνωστο κοινό περιμένοντας στο καπέλο του νομίσματα δύναμης για να συνεχίσει το θεάρεστό του έργο.] Έτσι σε κάθε ναυμαχία νικούσε….Τα μάγια του τον εγκατέλειψαν από ό,τι φαίνεται και εκθρονίσθηκε κουβαλώντας τόσο χρυσό αρκετό ώστε να γίνει στην μακεδονική αυλή αποδεκτός…Από βασιλιάς της Αιγύπτου απέληξε στην Πέλλα να βγάζει τα προς το ζην ως αστρολόγος και χρησμοδότης….[Με ύφος σοφίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην ξεχνάς πως της Αιγύπτου οι θεοί είχαν προσχωρήσει στων Αράβων, Σκυθών, Καύκωνων,των Οξύδρακων, των Σήρων, των Λάπατων, των Αγριοφάγων των Βοσπόριων, των Άγρων, των Ζάλβων, των Ευωνυμίτων των Ιβήρων, των Μεσοποτάμιων, των Χαλδαίων το πλευρό…Πως λοιπόν να μην γονυκλινεί σε τέτοια μαγεία λογική;[Τους απαριθμεί με στρατιωτική λογική.] Σου υπόσχομαι πατέρα πως θα ’μαι σε κάθε μάχη στις σάρισες παρών και τις μακεδονικές φάλαγγες…[Με αποφασιστικό ρυθμό.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Μπορώ τώρα κάπως να επαναπαυθώ…[Με ύφος αναιτιας παραίτησης που γνωρίζει όμως τον προορισμό της.]Είχα δει ένα όναρ με την Ολυμπιάδα και έναν ασπρομάλλη με κέρατα θεό να της κεντάει την δύση της μ’ έναν πάπυρο του Νείλου, σημάδι ότι θα γεννούσε ένα παιδί παράφορο και όπως ένας ποταμός ορμητικός, διανοούμενος και στα μυστικά του συναισθηματικός.
Σφραγίσθηκε το σπήλαιό της μ’ ένα δακτυλίδι χρυσό και σε μια του πέτρα είχε με το δόρυ του μικρό ένα λιοντάρι και με του ήλιου τις εκλάμψεις…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο Νεκτανέβω μου εξομολογήθηκε πως ένα θαλασσινό ιέρακα για να σου προκαλέσει το όνειρο είχε συλλάβει….[Με την αλαζονεία της λογικής που ερμηνεύει με πρόναους όλα τα δεδομένα της μεταφυσικής.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Συνηθίζουν να στέλνουν όνειρα οι θεοί στους θνητούς για να δούνε πως στο ασυνείδητό τους θ’ αντιδράσουν και ποιες είναι οι πιο απόκρυφες επιθυμίες τους…[Ξεροκαταπίνει και ο Αλέξανδρος του δίνει από μια κούπα λίγο νερό να πιεί να ξεδιψάσει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κατά την διάρκεια της βασιλείας σου συνέβη πατέρα κάτι άλλο που θα ’θελες μαζί μου να μοιρασθείς;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Είδα ένα νεαρό πουλί ένα αβγό να γεννάει και εκείνο στη γη να κατρακυλάει…[Με το ύφος του ακλόνητου γεγονότος που δεν αμφισβητείται η ύπαρξή του από τίποτε.]Απ’ αυτό ξεπήδησε ένα μικρό φιδάκι το οποίο περικύκλωνε το αβγό θέλοντας να ξαναμπεί σ’ αυτό αλλά δεν πρόλαβε καν να βάλει εντός του το κεφάλι…[Με μικρές παύσεις.]Πρόσεχε παιδί μου γιατί ο Αντιφώντας μου είπε πως θ’ αποκτήσω έναν γιό που θα κατακτήσει τον κόσμο-αυτό είναι το σύμβολο του αβγού- έστω και αν είναι εύθραυστο, θα του δώσει πνοή μα σαν γίνει αυτό ολοκληρωτικώς θα θελήσει να επιστρέψει στην πατρίδα μα δεν θα προλάβει…[Με ύφος μάντη σε αρχαία ελληνική τραγωδία.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πατέρα ανώφελες οι νουθεσίες σου…[Αμετάπειστος.]Και εγώ σαν τον Οιδίποδα δεν απέφυγα την μοίρα που μου διόρισαν οι θεοί και σκότωσα τον αληθινό μου πατέρα τον Άμμωνα- Νεκτανέβω, τουτέστιν τον βασιλιά που σε θεό είχε μεταμορφωθεί δίχως ποτέ μ’ εκείνον να συνταυτισθεί…[Με την μαγική δύναμη του λόγου.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Πως φαίνεται τέκνο μου πως ήσουν Αιακίδης και τις ψυχές εν ζωή κρίνεις….[Με δυσανάλογη πνοή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κάρα…Κάρανος…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Ο νους γεννάει γένη και ιδέες μικρέ μου Αλέξανδρε….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην με αποκαλείς μικρός…. Γεννήθηκα από μικρός μεγάλος….
[Εμφανώς ενοχλημένος.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Μεγάλε Ηρακλείδη απ’ τα κλεινά του κραταιού γένους των Μακεδνών Τήμενου εξωτερικά χείλη…[Βήχει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι Πιερίδες….[Σαν σε όραμα να τις βλέπει.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Ναι, Αλέξανδρε…Οι Πιερίδες δίνουν στην ζωή πνοή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτό το λες πατέρα γιατί το ένα σου μάτι μαζί με την ζωή σου έχει χαθεί….[Με εφηβική τάση ονειρομαντική.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Αλέξανδρε ενώ γεννήθηκες την ημέρα που ο Ηρόστρατος κατέκαυσε το ναό της Αρτέμιδος πιστεύω ότι δεν θα παύσεις ποτέ τους δολοφόνους μου να θηρεύεις…[Κλείνει για λίγο τα μάτια.]Και αυτό σου το επιβεβαιώνω με το ένα μάτι αλλά αν είχα και δύο πάλι το ίδιο θα σου έλεγα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο δυικό οφθαλμό γιατί δίχως την διπολικότητα ζωή δεν μπορεί να γεννηθεί…[Με ύφος γνώσης που στον Δημιουργό του σύμπαντος αντιστοιχεί.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Οξυδερκής η παρατήρησή σου Αλέξανδρε αν και πολλοί λένε πως η Άρτεμις….[Ξεροβήχει.]Η Άρτεμις εκείνη την ημέρα…[Βαριανασαίνει.] Εκείνη την ημέρα δεν είχε με τον νεώ της ασχοληθεί αλλά αν και με ποιον τρόπο θα γεννηθείς ως αδελφός της που ήσουν απ’ τον Δία…[Με καρτερική νηφαλιότητα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Απέδειξα πως είναι επιτύμβιοι οι οιωνοί…Δεν έχει τέλος στον πόλεμο η θηρευτική….[Μεγαλοστόμφως.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Ξέχασες όμως τον οιωνό πως με την γέννησή σου την Ασία μεγίστη συμφορά θα βρει…[Ο Αλέξανδρος αλαφιασμένος.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ναι, πατέρα….[Με πνιγμένο παράπονο ως αποκύημα μίσους για τέτοιου είδους διαδόσεις.]Όπως βλέπω το ποτάμι σου με τα ενδύματά του και με τον οίνο τους να ζαρώνει και να πνίγει έτσι έχουν δύο όχθες οι οιωνοί ενώ φαντάζουν λέβητες τριποδικοί και δελφικοί….
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Ανάδελφοι οι Αχαιοί Αλέξανδρε….Οι Αργείοι…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η γέννησή μου συνέπεσε με νίκες στα πεδία των μαχών και ολυμπιακές….[Κορδωμένος από υπερηφάνεια.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Η κατάκτηση της Ποτείδαιας….Και οι Ιλλύριοι όπως τα χρέη μου στον θεό και στους εχθρούς μου είχαν εκτοπισθεί …[Ανακουφισμένος τα μάτια του για ένια δευτερόλεπτα κλείνει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Χρέη μεταφυσικά και υλικά….[Ο Φίλιππος ρίχνει μια κλοπιμαία ματιά σ’ ένα αγαλματίδιο του Αλέξανδρου.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Γιατί Αλέξανδρε επέτρεπες μόνον στον Λύσιππο να σε απαθανατίζει; [Του άπτει το μάγουλο για να επιβεβαίωσει πως είναι ο γιός του στην παραζάλη του θανάτου.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί απελευθέρωνε τους ίππους και η φαντασία του συνδύαζε το γεγονός πως είμαι ταχύπους…[Σηκώνεται απ’ το κρεβάτι.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Η κατάρτιση σου η νοητική Αλέξανδρε συμβαδίζει με την αγχίνοια την γλωσσολογική σου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Υγρά τα μάτια μου πατέρα θα του ζητώ να γλύφει στο πρότυπό μου γιατί το θάνατό σου επιθυμώ έστω και καλλιτεχνικώς να πενθώ…[Με την ελαφράδα του μαγιάτικου αέρα.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Με κεραυνό να ζητήσεις απ’ τον Απελλή να ζωγραφισθείς… [Κεκμηκώς απ’ την συζήτηση.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τότε θα ’μαι σκούρος και μελαμψός ακολουθώντας την ζωγραφική ένθεση ενός κεραυνού στο νεφελώδη και αγριωπό καιρό…[Με το ύφος του παντογνώστη παιδιού που αψηφά κινδύνους και ζημίες απ’ τις πράξεις του.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Αλέξανδρε είσαι της φύσης η μάνητα για το γένος των θνητών…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Στο στήθος και στο πρόσωπο θ’ απεικονισθώ πορφυρός, ενώ στο υπόλοιπο σώμα φάλαρος…[Με την αθωότητα του γυμνού μοντέλου στην Σχολή καλών τεχνών.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Γιατί εκεί που είναι η καρδιά και ο νους σου να ’σαι ακλόνητος και τροπικός εξακολουθείς…[Το ύφος του απλανές.]Η ανθωδία σου χαρακτηριστική και από όλους αυγουστιανή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Προέρχεται απ’ την ορθόδρομη πέψη των τροφών…[Με ειρωνεία στα τετράγωνα των εμπαιγμών.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Ή επειδή η ψυχή σου είναι τόσο παχυλή και τρυφηλή που δεν επιτρέπει στις ιδιότητες των τροφών εις του δέρατος τον αφρό να ’χουν αναδυθεί …
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μπορεί και για τον λόγο αυτό…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Η ψυχή σου τόσο λαμπερή όσο η στροφή του Βουκεφάλα προς τον ήλιο για να δαμασθεί…[Βήχει και ξανακλείνει τα μάτια.]Το έχασα το στοίχημα αυτό…[Με τρεμάμενη φωνή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το χάδι πατέρα και τα πιο άγρια ζώα ηρεμεί και η ελαφράδα στον χειρισμό τους επαγρυπνεί…[Με σπιρτοφόρα διάθεση.]Με την σκιά του τρόμαζε…[Πιάνει τα μπράτσα του απ’ το αεράκι το καλοκαιρινό.]Όλοι έχουμε σκιές γύρω μας και μέσα μας πατέρα…[Εμποτισμένος με τον φόβο του αγνώστου.]Άλλες δεν τις βλέπουμε…Άλλες δεν αντιλαμβανόμαστε ούτε καν την ύπαρξή τους…Και άλλες είναι στο εκεί και μας περιμένουν για τον καταληκτικό χορό…[Σα ’να ανατριχιάζει απ’ την παρουσία του Χάρου στο δωμάτιο που έχει καθίσει στην γραμμή του κρεβατιού.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Κρυώνεις Αλέξανδρε ή σου διακομίζω την αύρα του σώματός μου στο δικό σου;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ξέρεις κάτι πατέρα; Τη νύχτα κάποιες ώρες μετά τα μεσάνυχτα η θερμοκρασία πέφτει…[Τα χέρια του προσορμούν στους ώμους του απ’ την παγωμένη αύρα που νιώθει να πλησιάζει.]Λέγεται πως εκείνη την ώρα τα φαντάσματα των νεκρών κατακλύζουν την επιφάνεια της οικουμένης για να την θωπεύσουν και να προπαρασκευάσουν την επόμενη ημέρα με το πρώτο άγγιγμα του ήλιου… Αυτή την ώρα νιώθω μέσα μου που κρατώ ως ανάμνηση μόνιμη και αμετάθετη…[Με αδημονία να γνωρίσει και άλλες πτυχές του αγνώστου.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Ίσως να νιώθεις το πρόπλασμά μου να σε κατακυριεύει ως προοίμιο του επιτάφιού μου…[Οι κόρες των οφθαλμών του προσεγγίζουν τις σακούλες με το πιο ηδύ βλέμμα που προσιδιάζει σε ηθοποιό.]Μα δεν θα εκδοθεί ώστε όπως στον Αριστοτέλη με τους ακροαματικούς του λόγους να παραπονεθείς….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν τα μάθαιναν όλα οι κοινοί θνητοί πως θα τους καταδυνάστευαν οι δωρικοί θεοί που είμαστε εμείς; [Χτυπάει με τα χέρια του τα στήθη σχηματίζοντας εκατέρωθεν το γράμμα νι.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Σωστά Αλέξανδρε ομιλείς…[Ασθενικός.]Ο θνητός στον δαυλό της γνώσης διαφέρει απ’ τους ηγεμόνες βασιλείς…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο έρως μου για την ιατρική που μου μεταλαμπάδευσε ο άριστος των τελών δεν αρκεί πατέρα για να σωθείς…[Του πιάνει το αριστερό του χέρι για να του καταιονίσει τον σφυγμό.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Δεν θα ξανανικήσω σε μάχη….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γι’ αυτό βάζω στο προσκεφάλι μου πάντα την Ιλιάδα και ένα μικρό σπαθί….[Γελάει ώστε το μακάβριο να διασπασθεί.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Ώστε η θεωρία με την θούρια πράξη να συνδυασθεί…[Ο Αλέξανδρος γονατίζει στο νεκρικό κρεβάτι.Πιάνει το χέρι του πατρός του και με δάκρυα στα μάτια ετοιμάζει να του πει κάτι σημαίνον με περιοδικά αναχώματα στο μήκος των δρόμων που υπολόγιζε όταν ήταν μικρό παιδί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πατέρα πόσο μετανιώνω που έλεγα στους ομήλικους μου με ζήλεια ότι τα καταλαμβάνεις εσύ πρώτος όλα και δεν θα άφηνες να ποιήσω τίποτε μέγα και λαμπρό για εμένα …[Με δάκρυα στα μάτια για τον πατέρα του που βλέπει το σύννεφό του απ’ την γη να σβήνει δίχως να δύναται ν’ αποτρέψει το μοιραίο.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Του εαρινού θάλλους προτυπώσεις Αλέξανδρε μου…Αλέξανδρε μου…Αποχωρούν οι προτάσεις μου όπως το χιόνι απ’ την ικμάδα της βροχής…[Εξάγει το δαχτυλίδι του και προσπαθεί στου Αλέξανδρου το χέρι να εισαχθεί.] Το άστρο της Βεργίνας βλέπω στο πρόσωπό σου Αλέξανδρε…[Σα να βλέπει ένα θαμπό φως.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Απεχθανόμουν πάντα την ιδέα της κληρονομιάς…[Με το πνεύμα του φουσκωμένο στα στήθη έτοιμο απ’ τα ρουθούνια του να προελάσει και να μεταμορφώσει το άυλο κενό σε ύλης διάφορα σχήματα.]Ερανιστής ήμουν της κτήσης και της απόκτησης…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Και τώρα Αλέξανδρε…Πολλές κτήσεις εσύ θα κληρονομήσεις…
[Το δακτυλίδι βρίσκει την θέση του στου Αλέξανδρου το χέρι.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ναι, πατέρα και δεν μου είναι πια αυτό τόσο αρεστό…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Ποτέ παιδί μου δεν σου άρεσε η εξουσία με χρήματα και χλίδες…
[Με αιολική μεγαλοπρέπεια.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί ένα λεοντόμορφο μωρό διδάσκαλο με ήθος αυστηρό μπορεί να ’χει μόνον έναν εις το όνομα Λεωνίδα…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Και τον Λυσίμαχο Αλέξανδρε…Μην ξεχνάς τον Λυσίμαχο που φοινίκιζε στο θέατρο μας για να έπαιζες τον Αχιλλέα και εγώ τον Πηλέα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Με απελευθέρωσε για να ’μαι έτοιμος στην μάχη…[Με σπινθηροβόλο βλέμμα.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Μέχρι και τον Βουκεφάλα στην γητεία σου υπέταξες…[Με αττικιστικό θωμασμό.].
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το άλογο και το ζώο θέλει χάδι…Όταν βγάζεις την χλαμύδα σου δείχνεις πόσο κοντά του είσαι…[Με απόκοσμη στοργή.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Τω όντι Αλέξανδρε…[Σε περιληπτικό τόνου που συμπεριλαμβάνει το άπαν.]Τα ζώα και οι ίπποι δεν φορούνε χλαμύδα…[Ασθμαίνων και με αίματα στα χείλη.]Η αφίππευση είναι ένα είδος υποβολής…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν θα με ξαναφιλήσεις πατέρα στην κεφαλή;[Κάμπτει το κεφάλι του και ο Φίλιππος με συγκίνηση του δίνει ένα ξηρό απ’ την αδυναμία φιλί.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Ω παι ζητεί σεαυτώ βασιλείαν ίσην Μακεδονία γάρ σ’ ου χωρεί!
…[Με κλίση αριστερή η πλάτη στον γιό του για να μην τον βλέπει σε αυτή την οικτρή κατάσταση.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Πατέρα χωρίς εσένα δεν θα ’χα τόσο αξιόχρεη μόρφωση στο ιερό των νυμφών στην Μιέζα…Με τον Σταγειρίτη πάντοτε καθοδηγητή…[Με το ύφος της νοσταλγίας στιγμών και αναμνήσεων που δεν έζησε.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Φιλοσοφία δε νοείται δίχως τέχνη και μουσική… [Επιγραμματικός.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν έπρεπε όμως να εκδώσει τους ακροατικούς του λόγους για το κοινό…[Με ύφος καθηγητή.]Σε τι θα υπερέχουμε πατέρα αν οι αδαείς γινουν κτήμονες των μορφωτικών και απόκρυφών μας αγρών;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Παιδί μου η γνώση μοιάζει μ’ ένα χωράφι…[Ξεροσταλιάζει και ξαναγυρνάει την πλάτη του για να τον βλέπει ο γιός του.] Νιοστό σαν μια ήπειρο που όταν πέσουν οι σπόροι της… Όταν πέσουν οι σπόροι της δεν ξέρεις που θα ευδοκιμήσουν, που θ’ αποξηρανθούν, που θα καταφαγωθούν και που θα χαθούν…[Με προδρομική χριστιανική τάση διδασκαλίας.]Ηγέτης δίχως αυτοπεποίθηση δεν είναι… Δεν είναι ηγέτης…[Μοιάζει να χάνει τα λόγια του.]Η γνώση παιδί μου δεν μπορεί να γεννάει αμφιβολία ούτε να εκφράζει αδυναμία…Αντιθέτως έχει την τάση της καταλυτικής μανίας…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γι’ αυτό γιάτρεψα πολλούς με την αγάπη μου…[Με το ύφος του πατέρα του στρατοπέδου.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Πρώτος διέσπασες τον Λόχο των Θηβαίων τον Ιερό και πρώτο θα τον ξαναδιασπάσεις αν τυχόν ποτέ στασιάσουν…[Με αποθέωση στα κλέα του γιού του.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πατέρα γιατί πιστεύεις πως ανηγέρθη ναός στην Ολυμπία με χρυσελεφάντινο άγαλμα στο εσωτερικό του;[Με υποκριτική απορία.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Εδραιώθηκε για να ’ναι απαστράπτουσα η μνήμη και η ανάμνηση όλων των Ελλήνων για τις επιτυχίες που έδρεψε η Μακεδονία ώστε να εγκαταλειφθεί το πολίτευμα το δημοκρατικό και να εγκαθιδρυθεί το μοναρχικό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και γιατί διέταξες την απελευθέρωση των Αθηναίων αιχμαλώτων και όχι των Θηβαίων;[Με τις κόρες των ματιών πότε στην άκρη δεξιά και ενίοτε στα αριστερά.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Το διέπραξα για να εκδιπλωθεί η σοφία που αντιπροσώπευε η Αθηνά….[Με απόσταγμα θεϊκής και φιλοσοφικής παντογνωσίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και γιατί πούλησες ως δούλους τους ηττηθέτες Θηβαίους αφού τους αγγάρεψες να θάψουν τους νεκρούς της Μακεδονίας;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Γιατί η ήττα είναι δουλεία· μια δέσμευση δίχως περιθώρια ελευθερίας όπως ο θάνατος και των νεκρών η κηδεία και η φροντίδα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Να υποθέσω πως τον Ωρωπό τον χάρισες στους Αθηναίους για να μην ξαναενωθούν στρατιωτικώς με τους Θηβαίους…[Γελάει.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Πολύ σωστά υπέθεσες παιδί μου…[Με στωικότητα στου τέκνου του την νοητική ετυμηγορία.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Να υποθέσω επίσης ότι τους επιδίκασες την Δήλο του Απόλλωνα και της Ήρας την Σάμο για τον ευμένεια των θεών…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Όχι όμως την θρακική χερσόνησο για να εξαρτώνται από εμάς για του Εύξεινου Πόντου το στάρι…Και η Φιλοκράτειος επιβεβαιώθηκε γιατί αγάπησε το κράτος μου…[Με καλλιτεχνική δεξιότητα στους βοστρύχους του λόγου του του μιμνερμικού.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και γιατί διέταξες ν’ αποδώσω την τέφρα των θνησκόντων Αθηναίων στην εκκλησία του δήμου; [Παραζαλισμένος από αυτήν την αέναη ερωτοαπόκριση.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Για να τους αποδείξω πως με την μακεδονική φρουρά στην Καδμεία η μοναρχία επανέρχεται όπως και το τέλος της δικής τους δημοκρατίας…[Βήχει επικίνδυνα αίμα σχηματίζοντας στο μάγουλό του το γράμμα γιώτα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Εξ’ ου και η ειρήνη του Δημάδη…Δήμος…Άδης…Ο δήμος του Άδη…[Σε διαβεβαιωτικό τόνο λες και είναι σε εντεταλμένη από τον βασιλιά υπηρεσία.]Και γιατί συμμετείχες στον πόλεμο κατά της Άμφισσας που οικοιοποιήθηκε παρανόμως τα εδάφη του Μαντείου των Δελφών;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ:Εξετέλεσα αυτή την αποστολή ώστε η αποτυχία στον Βόσπορο από την μνήμη όλων να μην απομνημονευθεί…[Με την πονηρία ενός βασιλιά που με την διόρασή του κερδίζει χρόνια στην διακράτηση της εξουσίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και ως βασιλεύς να φανείς θεοσεβής όπως συνέβη με τους πλούσιους γαικτήμονες που καταπάτησαν αυθαιρέτως αγρούς του Απόλλωνα αποδεικνύοντας πόσο ασεβείς υπήρξαν …Πάντως πατέρα στην Χαιρώνεια στο γερό δεξί τμημα της παράταξης θα ’θελα πάντα να ήμουν εγώ και όχι στο ανακμαίο αριστερό…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Και οι σύμμαχοι Θεσσαλοί όπως η καρδιά πάντα στο κέντρο…
Είχες όμως την συντροφιά του Παρμενίωνα και του Αντίπατρου στα αριστερά…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Ναι…[Σκεπτόμενος ως Γάλλος.]Και δεν χρειάσθηκε εκεί να κολυμπήσουμε και να ζητήσουμε για την σωτηρία μας την συνδρομή του Ποσειδώνα όπως έπραξαν οι Φωκαείς με τους συμμάχους τους στο Κρόκιο πεδίο…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Για την Όλυνθο….[Με ύφος παραίτησης απ’ την ζωή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο Μενέλαος στην Τροία Φίλιππε ζητούσε την ωραία του Ελένη και εσύ τον ωραίο σου αμφιθαλλή Μενέλαο με τον Αρριδαίο…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Γιατί ο θρόνος μου απ’ την δυάδα τους είχε διεκδικηθεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Με το γράμμα γάμα κατέκτησες τον αρχαίο ελληνικό κόσμο…Νότιος Ελλάδα, Θράκη και Ασία…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Η Όλυνθος πιστεύω πως μου καλλιέργησε την ιδέα να κατακτήσω την Ποτίδαια για να προκληθεί στην Αθήνα φιλοπόλεμη ανησυχία…[Η αναπνοή του σε κλιμακούμενη δυστοκία.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πολύ ορθό πατέρα μου…Αν και η αναπνοή σου δύει και δεν συνουσιάζεται με τα πνεύματα και τους τόνους της γλώσσας του κενού η διαύγεια πνεύματος σου με κατενθουσιάζει…[Του χα'ι'δεύει ξανά την βασιλική του κόμη.]Γιατί όμως πατέρα αφαίρεσες την δυνατότητα χρήσης αναρριχητικών σκαλών απ’ τους στρατιώτες σου στα τείχη της Μεθώνης;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Γιατί θ’ αναγνώριζα εμμέσως πλην σαφώς πως οι στρατιώτες μας…. Θα ήταν κατώτεροι…[Η αναπνοή του σαν διακεκομμένη συνουσία.] Σε πνεύμα και ανδρεία… Από αυτούς της Μεθώνης… Με το ν’ αναβιβάζονται στον ουρανό… Με αντηρίδων μηχανήματα ….[Με πολύ μεγάλη δύσπνοια.]Οι στρατιώτες μου μάχονται σώμα με σώμα, με γενναιότητα για το αβέβαιον και το ακαθόριστο της μάχης και δεν κερδίζουν πολέμους με τεχνάσματα βουτηγμένα στην ραθυμία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και γιατί οι ηττηθέντες Μεθωναίοι απεχώρησαν εκ της πόλεως ενδυόμενοι;[Με νυφίτσας ύφος.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ:Γιατί με την κατάσχεση της κινητής και ακίνητής τους περιουσίας….Φάνηκε η γύμνια τους ενώπιον του εχθρού… Αλλά και η ενδυμασία τους…[Με πιο ελαφριά δύσπνοια.] Υπήρξε η περίτρανη απόδειξη της γενναιοδωρίας…. Του εχθρού τους για να μην φανεί ποτέ το μέγεθος της νίκης του…[Με ύφος θριάμβου.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το Παγγαίο το κατέκτησες όχι μόνον για τον χρυσό και τον άργυρο όπως πολλοί πιστεύουν αλλα και για την ξυλεία…[Ο λόγος του διαπιστευτήριο για την εμπιστοσύνη που υπέδειξε ο πατέρας του για την διαδοχή στον θρόνο.]Ν’ αποκτήσει η Μακεδονία μας την ξυλεία την δέουσα για να ξεπεράσει σε αριθμό το ναυτικό των Αθηναίων και να τους υπερσκελίσει όλους με τις τριήρεις και τις φάλαγγές της…[Με ύφος εμπεδωτικό και εμπεριστατωμένο.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Είχα αποσύρει την μακεδονική μας φρουρά… Στην Αμφίπολη για να πιστεύουν… Οι Αθηναίοι πως δεν ήμουν επικίνδυνος εχθρός…[Με μεσαίου τύπου αναπνοές.] Και πως ευκολότερα θα μπορούσα… Έτσι να κατακτήσω το Παγγαίο με αιφνιδιασμό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ήταν οι Ιλλυρίοι και οι Παίονες που έπρεπε να εξαλείψεις πρώτα και μετά να προχωρήσεις στις εσωτερικές κατακτήσεις…[Με ύφος λύκου.] Στο κέντρο του θώρακά σου ανάμεσα στις δύο σου καρδιές βλέπω ακόμη τα βασίλεια που συνένωσες σ’ ένα: Λυγκηστίδα, Ελίμεια, Εορδαία, Ορεστίδα, Πελαγονία και Τυμφαία…[Με ενθουσιαστική χαρά.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Αυτή η εξάλφα πόλεων ποτέ δεν διασπάθηκε από εμένα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν το περίμενα πατέρα πως θα σε έχανα απ’ τον Πτολεμαίο Αλωρίτη των Περσών όπως απεβίωσε ο παππούς μου ο Αμύντας ο τρίτος… [Απομακρύνεται ξανά απ’ τον πατέρα του.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Η Ευριδίκη…Και τώρα η Ολυμπιάδα υποδύθηκε την μητέρα μου…[Βυθισμένος στην οδύνη του τόσο για το απώτερο όσο και για το εγγύτατο παρελθόν.] Η μητέρα μου και ο ερωμένος της….Η σύζυγος και ο ερωμένος της… Πάντοτε αναζητούμε την γυναίκα που μοιάζει στην μητέρα μας Αλέξανδρε ό,τι και αν συνεπάγεται τούτο…[Με ύφος ανδρικής κατανόησης που εμφανίζεται σε φίλους που είναι πολύ στενοί και αφηγούνται με πάσα λεπτομέρεια μεταξύ τους τις ερωτικές τους περιπέτειες τόσο με γυναίκες όσο και με άνδρες.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Από Μυρτάλη σε Ολυμπιάδα για να μην της θυμίζουν το τρωτό σημείο του Αχιλλέα…[Με νύγμα αμφιβολίας.]Τις αδυναμίες της…Μην ξεχνάς πως η μητέρα σου σκότωσε και τον αδελφό σου…[Ο λόγος του αιχμή βέλους.]Και θα σκότωνε και τον Περδίκα ή και εσένα αν δεν τους προλαβαίνατε…Ο Αλωρίτης ήταν πολύ φιλόδοξος…[Γελάει απ’ την μικρόνοια όσων πάνε να σφετερισθούν θρόνους που δεν τους ανήκουν κληρονομικώς.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Αυτό που είπες αμφίβολο…Κάποιοι λένε πως σκότωσε και τον Περδίκα σε κάποια εκστρατεία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Φοβάμαι πατέρα πως το όνομα του θείου μου θα με καταδιώκει στα όνειρά μου μέχρι τον θάνατό μου…[Με κλειστά τα μάτια για την αποφυγή της τιμωρίας.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Το όνομα δεν προδικάζει και την μοίρα μικρέ μου Αλέξανδρε…
Μικρέ μου Αλέξανδρε…Λυπάμαι που δεν θα κατακτήσουμε την Ασία μαζί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν είμαι πια μικρός πατέρα…[Ενοχλημένος.]Είμαι μέγας και τρανός…Όπως και οι οκτώ γάμοι που έκανες διακεκριμένοι και τρανοί…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ:Γιατί συμβολίζουν τον άπειρο δυο κόσμων που εφάπτονται….[Πολύ μεγάλη δύσπνοια.] Χωρίς όμως ο ένας να υπεισέρχεται στον άλλο… Και αμφότεροι μηχανήματα …Για να έχουν ανοδική κίνηση προς τον ουρανό… Δίνοντας στέρεο έρεισμα ο ένας στον άλλον…[Η φωνή του μετά δυσκολίας ακούγεται στο κοινό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ξέρω πατέρα πως είσαι κάπου κοντά και με ακούς…[Ο Φίλιππος έτοιμος να ξεψυχήσει και να παραδώσει το πνεύμα του στον αρχέγονο Θεό ώστε να αναχθεί σε ανώτερες σφαίρες.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Σώσε με Αλέξανδρε…Ο Χάρος είναι κάπου εδώ…[Με τον φόβο.]Αφουγκράζομαι το ένδυμά του…Θλίβομαι που δεν θα σε δω με τα εγγόνια που μου υποσχέθηκες κάποτε να κάνεις…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πατέρα…[Κλαίει ο Αλέξανδρος.]Αχ πατέρα![Ξανακλαίει με σπασμούς στις πεδιάδες της ψυχής του…Πατέρα πόσο άδικα φεύγεις…Πόσο άδικα και απροπαρασκεύαστος…Εσύ που δεν έβλαψες ποτέ κανέναν…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Μου ’χες πει πως οι άνδρες δεν κλαίνε…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κλαίνε πατέρα…[Με λυγμούς.]Κλαίνε πίσω απ’ τις σκιές της συκιάς και της ιτιάς…Και όμως κλαίνε…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ:Εσύ Αλέξανδρε που θα κατακτήσεις όλη την Ασία δεν μπορείς να σώσεις έναν πατέρα; Όχι οποιονδήποτε…[Έτοιμος να τελευτήσει.]Τον δικό σου πατέρα…Πες ότι μπορείς…[Ίσα που ο Φίλιππος ακούγεται.]Υποσχέσου το…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κάποιες στιγμές πατέρα ευχόμουν να πεθάνεις…Γιατί ήμουν η σκιά του σώματός σου…Τώρα που συμφιλιωθήκαμε δεν το επιζητώ πια αυτό…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ:Τώρα….[Πιο αδύναμος από ποτέ.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τώρα…Πως έγινε το γλέντι και η χαρά πόνος και στενοχώρια …[Με δυσθυμία.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Πολλοί θα πούνε Αλέξανδρε πως με σκότωσες ώστε την πρωτοκαθεδρία του θρόνου μου να διαδεχθείς….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν είναι ποτέ δυνατό…Πάντα πατέρα ένας θάνατος προξενεί σχόλια κακοπροαίρετα….[Σε καθησυχαστικό τόνο.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Πες μου ότι θα με σώσεις…Πες μου ότι θα γίνω καλά και πως δεν θα πεθάνω…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν μπορώ κάτι τέτοιο να υποσχεθώ…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Δεν θέλω γιέ μου να εγκαταλείψω τα εγκόσμια…Δεν αποζητώ να εκτραπώ απ’ την εξουσία μου…Πως θα ’ναι η γη χωρίς εμένα;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είναι η παρουσία σου αξιομνημόνευτη….Θα ζεις στις αναμνήσεις μας…[Με νιοστή αγάπη.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ:Δεν θα χαρώ ποτέ ξανά τα γλέντια και το ποτό με τις γυναίκες….
Τον ήλιο να ανατέλει και το κυνήγι των εχθρών…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Έτσι το θέλησαν οι θεοί πατέρα…Δαγκώνομαι τώρα που βλέπω να σε χάνω…Τώρα που συμφιλιωθήκαμε δεν αντέχω να σε χάσω…[Κρούει με τα δύο του χέρια τις θύρες της ζωηφόρου του και κλαίει.]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Αλέξανδρε φίλησε με πριν…Πριν…[Ο Φίλιππος ξεψυχάει χωρίς ο Αλέξανδρος να προλάβει να τον φιλήσει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Εγώ φταίω για όλα…[Ο Αλέξανδρος μονολογεί.]Αν είχα πείσει την μητέρα μου να συνεχίσει τις σχέσεις της που είναι αγαστές μαζί του…Αν έκανα τους γονείς μου να με αγαπήσουν περισσότερο τώρα θα ’χε αποφευχθεί
αυτή η δολοφονία…Και αν ο πατέρας δεν ήταν τόσο εκδηλωτικός για τα σχέδιά του στην Μικρά Ασία και επιτίθετο ξαφνικά απ’ τους Πέρσες δεν θα ’χε στιγματισθεί….[Κλαίει με ασυγκράτητα δάκρυα ενώ σβήνουν σταδιακά τα φώτα επί σκηνής ως ένα είδος παρηγορίας.]
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[Ενώ γοερώς θρηνεί ο Αλέξανδρος πάνω στο νεκρό σώμα του Φιλίππου εισέρχεται στο δωμάτιο η Ολυμπιάς. Ο Παυσανίας κείμενος νεκρός μ’ ένα ξίφος στο σημείο της καρδιάς.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Αλέξανδρε, παιδί μου μόλις με ενημέρωσαν πως έδυσε ο ήλιος της Βεργίνας…[Ανήσυχη.] Και με αυτόν ο επίδοξος δολοφόνος του…[Σε απορία της δικής της τύχης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και όμως ανατέλλει….[Μοιάζει σα ’να ’ναι περιχαρακωμένος στον κόσμο του όπως τα μοντέλα που χρησιμοποιούσε ο Καραβάτζιο.] Εσύ όμως δεν φαίνεται να γίνεσαι θάλασσα φαιά και κάπρου…
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Αλέξανδρε σκότωσες τον άνδρα που την αγάπη μου προς τον πατέρα σου νέκρωσε…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είμαι σίγουρος ότι και αυτόν βλεφάριαζες…[Χωρίς να καταδεχθεί να της ρίξει ούτε καν μια ματιά.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Νη τον Δία…Τι λόγια Αλέξανδρε είναι αυτά;[Έντρομη.] Τον πατέρα σου θρηνείς ή εμένα ζηλοφθονείς;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Του πατέρα μου οι κατακτήσεις ήταν σημασίας γεωστρατηγικής…[Στρέφει για λίγο το κεφάλι του προς αυτήν και ξαναπέφτει στο στήθος του νεκρού πατρός του.] Οι δικές σου φύσεως συναισθηματικής…
[Με παιγνιώδες ύφος.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Νιώθεις πως σε απάτησα;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο πατέρας μου και εγώ ήμασταν ο ίδιος αντωνυμικός εαυτός…
[Με υπερασπιστικό ύφος.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Την αντωνυμία την δική σου Αλέξανδρε γέννησα και του πατέρα σου παντρεύτηκα …[Σε ύφος παραπόνου.] Σαν εχθές θυμάμαι τις λέξεις του πως αν δεν του έκανα αγόρι την αγκαλιά του δεν θα ξαναγνώριζα…[Με τάση ονειροπόλησης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο Νεκτανέβω ικανοποίησε όσα επιθυμούσες, ενώ ο πατέρας σφιχταγκάλιαζε την αρματωσιά του Άρη;[Ενώ με περιστροφικό κεφάλι την κοιτάζει αλλά πάλι ξανά πέφτει στο νεκρικό κρεβάτι.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Δεν κατανοώ Αλέξανδρε τα λεχθέντα σου …[Με μια χειρονομία αποκρύπτει το στόμα της από έκδηλη ταραχή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Με πίνακες από ελεφαντόδοντα ή χαυλιόδοντες σου έλεγε τα ωροσκόπια; [Η Ολυμπιάδα ακίνητη αποπειράται να σκεφθεί τι ν’ αποκριθεί.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Η σχέση μας ήταν αμιγώς επαγγελματική και αστρολογική…
[Καθέτως ορθή και όπως το μαχαίρι κοφτή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γι’ αυτό μοιραζόσασταν από κοινού την κάμαρα;[Με εστραμμένη πάντα την πλάτη αλλά ανασηκωμένος χωρίς ν’ αγκαλιάζει τον νεκρό.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Αυτό συνέβη για να μου εμφανισθεί ο Άμμων ο θεός…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Φαίνεται πως οι εραστές σου παίρνουν ποικίλες μορφές…
[Με ζηλοφθονία.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Ένα σιγμοειδές φίδι σε Άμμωνα με βουκέντρες και ύστερα στον άλκιμο Ηρακλή ώστε ως Διόνυσος με τον θύρσο να μου παρουσιασθεί με του Νεκτανέβω την μορφή…[Με αινιγματώδες βλέμμα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τα μυστικά της γης που αφουγκράζεσαι σε μεταποιούν σ’ έναν καλυκόσχημα κρατήρα ώστε η γνώση σου στον ουρανό να διοχετευθεί… [Μοιάζει στα λόγια της μητέρας του να προσπαθεί να συγκεντρωθεί.] Ύστερα γίνεσαι παντοδύναμος όπως ο Ηρακλής ώστε να διονυσιασθείς και στην ανθρωπομορφική σου φιγούρα να παρουσιασθείς…
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Οι θεοί μην ξεχνάς πως υιοθετούν πολλές μορφές ώστε να επικρατήσει η τελική που είναι και η πιο ανθρωποκεντρική…[Με επίγνωση ανερμήνευτου θαύματος.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πάλι καλά που δεν χρησιμοποίησε κάποιο ζώο όπως γεράκι για να σου προξενήσει το όνειρο της καλλονής…[Δηκτικός.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Αλέξανδρε το γνωρίζω πως οι μάντεις και οι μάγοι χρησιμοποιούν βότανα και ζώα ώστε με συγκεκριμένο περιεχόμενο σε όσους θέλουν να καθοδηγήσουν να προκαλέσουν όνειρα …[Με αδιατάρακτο ύφος.] Τα ζώα επειδή είναι πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση και η οποία απέχει έτη φωτός απ’ την θεϊκή όταν αντικρύσουν τις προαπαιτούμενες μορφές τις εντυπώνουν και με το συναρμόδιο μαγικό τέχνασμα απ’ τον μάγο στον υπνωτισθέντα θα υποβληθεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Απ’ τις γνώσεις σου περί ονείρων τεκμαίρομαι μητέρα πως δεν πρέπει να πιστεύουμε ούτε στα όνειρα ούτε στην ερμηνεία τους…[Δαγκώνει το σεντόνι του κρεβατιού σαν ζώο που μόλις πρωτοβρήκε την τροφή του.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Να πιστεύεις ότι τα βλέπεις ναι…Η ερμηνεία όμως και η επίδρασή τους ωφελεί όλους τους άλλους πλην της δικής σου περίπτωσης… Εξάλλου από μια ενύπνια κατάσταση η λογική δεν μπορεί στον ίδιο βαθμό όπως όταν είναι εκτός ύπνου να λειτουργεί….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Συνευρέθηκες μαζί του ενυπνίως ή ανυπνίως;[Σε ύφος οξείας.]
Απάντησε τώρα![Τα χείλη του σε σχήμα τρικυμίας.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Ενυπνίως συνευρίσκεσαι με θεούς που φοράνε δακτυλίδια για να εξαφανισθούν…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θεοί που σε ποθούνε και για το λάγνο σου κορμί με τον αμέθυστο μεθούν…[Σε απορηματικό τόνο εσωστρέφειας.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Οι θεοί καλύπτουν το κενό και οι άνθρωποι την ύλη…[Δίχως παρέλκυση συνεργασίας για το νήμα της συζήτησης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν θα σου πω όπως ο Φίλιππος πως δεν διέπραξες καμία αμαρτία γιατί προσήλθες με κάποιον εκ των θεών σε αγαστή συνουσία…. Καμία εκ των πράξεων των θεών δεν θεωρείται αμαρτία….[Έχει στρέψει το βλέμα του προς αυτήν.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Ακόμη και αν απ’ τους ανθρώπους αμαρτία έχει θεωρηθεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ακόμη και αν απ’ τους ανθρώπους αμαρτία έχει θεωρηθεί …[Σε τόνο εκπρόθεσμης παραίτησης.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Η αναγωγή σου θα’ ναι παπυρική… Εξάλλου ο Φίλιππος το απεδέχθη ευκοπότερα γιατί κατ’ ουσίαν ο θεός τον υπηρέτησε για να μην στειροφανεί…[Ο Αλέξανδρος γελάει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι θεοί στην υπηρεσία των ανθρώπων…[Ξαναγελάει.]
Θεοί δούλοι ανθρώπων…[Γελάει πιο έντονα.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Μια αντιστροφή θα ’ταν πιο ευλογοφανής…Μια αμαρτία πάντως εύγονη στου βασιλιά ανθρώπου την υπηρεσία σίγουρα δεν ήταν αμαρτία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δούλος κυρίων…[Γελάει μονολογώντας.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Κύριος των δούλων…Έτσι μου είπαν οι αστρολόγοι κατά την γέννηση σου πως θα γίνεις…[Καγχάζει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σαν το φίδι του Φιλίππου που συρόταν και έτρεπε σε φυγή τους εχθρούς του;[Πιάνει τον καβάλο του.] Αυτός ήταν ο Άμμων- Νεκτανέβω… Μικραίνει…Κουλουριάζει…Αυξάνεται…Και ξαναπέφτει…[Κοιτάζει με περιέργεια μικρού παιδιού τον φαλλό του.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Το κεντρί σου ο ωροσκόπος σου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ό,τι ανατέλλει τα πάντα καθορίζει….[Ξαναγελάει παιδικά.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Μου ηχεί Αλέξανδρε πολύ ηλιολατρικό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τι σου είχε συστήσει ο Νεκτανέβω;
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Να μην σε γεννήσω με τον Ερμή στον Αιγόκερω…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πιστεύεις ότι θα γεννιόμουν εριστικός λόγιος;
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Όχι αλλά θα γινόσουν θωκοπόδαρος…[Κάνει έναν κύκλο γύρω από το νεκρικό κρεβάτι.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και τι άλλο;
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Να σε γεννήσω με τον Δία στους ιχθείς…[Σαν Εστιάδα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να ’μαι ευέλικτος και να ξεφεύγω όπως τα λόγια αυτής… [Κοιτάζοντας το κοινό με απίστευτη φλόγα ματιάς.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Μου συνέστησε η σελήνη σου να μην είναι στο άρμα των ταύρων για να μην γεωργείς αλλά την γη που σου έδωσε ο θεός να κατακτείς…[Ως πρέσβειρα των αστροσκόπων.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Εμένα μου είπαν πως αν γεννηθώ με τον Άρη στον λέοντα
θα είχα στην μοιχεία άοπλος και γυμνός δικασθεί…[Με ύφος αετιδέα.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Και αυτό Αλέξανδρε γιατί κάποιοι ισχυρίζονται πως οι πολεμοχαρείς έχουν πέος ανίκανο και ισχνό…[Κάνει δεύτερο κύκλο γύρω από το κρεβάτι.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γι’ αυτό ο Άρης στον λέοντα αγαπούσε τους Φιλίππους…
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Και τον Φίλιππο Αλέξανδρε…Και τον Φίλιππο…[Σα’ να θρηνεί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Του λεοντόκαρδου Άρη η οργή… Αυτή σε όλα υπολογεί…
[Με αίσθημα εμπιστοσύνης στην μεταφυσική.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Τη γέννηση σου Αλέξανδρε με δορυφόρους στα κεφάλια τους στεφάνια όλοι εόρτασαν…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί μέσω της αγιότητάς τους στις μάχες κέρδισαν τις νίκες κέρδισαν…
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Γι’ αυτό χώριζες τους συμμαθητές σου σε δύο παρατάξεις και το μέρος των ηττημένων συνήθιζες να λαμβάνεις;[Κάνει τρίτο κύκλο.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κατελάμβανα την έννοια του πιθανολογικώς αβέβαιου για να το μετατοπίσω στο ελλόγο μετά βεβαιότητας….[Κόβει μ’ ένα μικρό εγχειρίδιο μια τούφα απ’ την κόμη του νεκρού.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Πάντα ήθελες Αλέξανδρε το απίθανο στην κορυφή του βουνού του να διασχίσεις και επ’ αυτού να κυριαρχήσεις…[Με ύφος ανίχνευσης του αχίλλειου σημείου του και με αισθηματοέλξη επίθεσης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πολλές οι επιθυμίες μου μητέρα· λίγα τα βουνά μου… [Σηκώνεται απ’ το κρεβάτι και όπως η μητέρα του το δορυφορεί.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Από δώδεκα ετών σ’ έπαιρνε μαζί του στην έκτιση των μαχών…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι μήνες μου το εναρκτήριο λάκτισμα μου…[Σταματάει την περιφορά του.]Σου επαναλαμβάνω με τον δεύτερο πατέρα νεκρό πως εγώ σκότωσα το Νεκτανέβω Άμμωνα όταν μου έδειχνε τ’ άστρα εκείνο το βράδυ…[Με ύφος Σαγκάης.] Σκότωσα τον εραστή σου και πατέρα μου…
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Ναι…Οιμέ… [Καταπίνει την γλώσσα της.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και όμως είναι αλήθεια…Αυτό το δάκρυ που βλέπεις στο μάτι μου είναι το αίμα του αληθινού μου πατέρα….[Με ύφος απόγνωσης ως πιθανός πρόξενος αισθήματος ελέους.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Αλέξανδρε…[Σα ’να μην πιστεύει αυτά που άκουσε.] Αλέξανδρε …Ποιον σκότωσες; Τον άνθρωπο ή τον θεό;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τον άνθρωπο που υποδύθηκε τον θεό….[Με σιγαστήρος φωνή.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Και όχι Αλέξανδρε τον θεό που νόμιζε ότι ήταν άνθρωπος;
[Μ’ επιφύλαξη διαγράφοντας τέταρτο κύκλο στου Φιλίππου το κρεβάτι.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πόσοι και πόσοι άνθρωποι είναι εν αγνοία τους θεοί… Έκτεινα
την έννοια της αυτογνωσίας…[Με ομολογία μελλοντικής αυτοκρατορικής πίστεως.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Η γλώσσα σου Αλέξανδρε είναι σαν την σμίλη…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η γλώσσα είναι ο νους των φιδιών….Δυστυχώς που δεν τόρνευσε του νεκρού το κρεβάτι…
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Μην μιλάς για παρατατικού πράγματα Αλέξανδρε…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην ταυτοποιείς το παρελθόν με το μέλλον…Ο χρόνος δεν είναι μαθηματική εξίσωση…[Με ύφος διαπιστωτικής αβεβαιότητος.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Πάντα στο παρόν η ομιλία σου; Δεν γνωρίζεις αν ξημερώσει η υστεραία;[Θα προβεί στου πέμπτου κύκλου του κρεβατιού την περιγραφή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτό δεν με αναχαίτισε να ξημερώσω αν και ανθρωποφάγο τον Βουκεφάλα….[Υπερήφανος για το έπαθλο της ζωής του.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Μα Αλέξανδρε ήσουν θεός…[Σε τόνο κυνικώς εγκαυστικό.]Πως θα σε έτρωγε ο Βουκεφάλας;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτό ο ίππος θα πρέπει να ’ταν Θεός… Όπως και εκείνοι τρώμε τους ανθρώπους…
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Είσαι Αλέξανδρε τόνος διαπιστευτικός…Μα πως ένας Θεός την μορφή ενός ζώου να προσλάβει είναι δυνατόν;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πήγαινε στην Λιβύη και θα δεις πολλούς θεούς τέτοιων ειδών…[Κάνει δεύτερη τροχιά στα σύνορα του κρεβατιού.Εκείνος στα δεξιά και η μητέρα του στα αριστερά.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Τελικώς Αλέξανδρε πως τον καθυπόταξες;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δίχως χαλινάρι…Πάντα απ’ την χαίτη…[Με σφίξιμο της ψυχής του.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Πάντα Αλέξανδρε τους ανθρώπους και τους ανθρωποφάγους απ’ τα ζωικά τους ένστικτα με την καρδιά σου κερδίζεις και συλλαμβάνεις… [Δορυφορεί για έκτη φορά το κρεβάτι ώστε από τα αριστερά να τον συναντήσει στα δεξιά.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για τον Πετάσιο δεν ανέφερες τίποτε αξιοσημείωτον…
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Με αυτό τον Ολύμπιο ίππο δεν νίκησες στην Πίσα;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ήθελε να με σκοτώσει η νίκη του λαού γιατί ο Φίλιππος είχε σκοτώσει τον πατέρα του….[Η Ολυμπιάδα του θωπεύει το δεξιό μάγουλο.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Γνωρίζω πως τον ειρωνεύθηκες Αλέξανδρε μετά την κοτινοφόρα πορεία σου στην Ρώμη όταν σε κάλεσε στον γάμο του με την Κλεοπάτρα…[Τον φιλάει στο στόμα.] Πόσοι συνδαιτημόνες απ’ την οργή σου τραυματίσθηκαν…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Απ’ το Νεοπτόλεμο η καταγωγή μου…Νέοι πόλεμοι με αναμένουν δαφνηφόροι…
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Όλο τον πόλεμο ονειρεύεσαι Αλέξανδρε…Πότε την ειρήνη;
[Με ανοιξιάτικη διάταση τον αγκαλιάζει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θέλω η νίκη στην Χαιρώνεια να φαντάζει πολύ μικρή σε μέγεθος και σε αριθμό με την δική μου, την περίτρανη εκστρατεία που ετοιμάζω για το κεντρομόλο πόλο του πατέρα…
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Δεν φοβάσαι μήτε τα μαγικά μου;[Με αγάπη.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όπως ο πατέρας μου όχι….[Κάθετος στην πίστη του και οριζόντιος με ελαφρές συναισθηματικές αντιδράσεις.]Τα φίδια σου που ξεπρόβαλλαν απ’ τα καλάθια και έκαναν ελιγμούς στων γυναικών σου τους θυρσούς και τα στεφάνια δεν ήταν τίποτε άλλο απ’ τις σκέψεις που δημιουργούσες ώστε τους έκθαμβους άνδρες να εκφοβίσεις και να καταπλήσσεις…[Η Ολυμπιάδα προβαίνει στον έβδομο και τελέσφορο κύκλο γύρω απ’ το κρεβάτι.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Είναι απ’ τα περίσημα τεχνάσματα που επινοούν οι ανώτεροι πνευματικώς ώστε να ποδηγετούν τους κατώτερούς τους…. Το έχεις κάνει και εσύ αν δεν απατώμαι πλειστάκις εις το παρελθόν…[Ο Αλέξανδρος γελάει στον συριστικό οφιοειδή τόνο της φωνής της.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τι εσύ, τι εγώ… Δεν είμαστε οι βασιλείς τους;[Με αίσθηση υπεροχής.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Τω όντι Αλέξανδρε στις βασιλείες δεν υπάρχει διαχωρισμός στις αντωνυμίες….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και στα σώματα απ’ τα Διονυσιακά των Κλώδωνων όργια…[Με αποστροφή λόγω μεσογειακού παροξυσμού.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Δεν κατανοώ τι εννοείς Αλέξανδρε….Πολλά φίδια έχουν κουλουριασθεί στην αγκαλιά μου….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είθε μητέρα να αρκούνταν μόνον σε αυτό…[Με το βλέμμα κατιόν και σε τρίτη περιστροφή γύρω απ’ του νεκρού Φιλίππου την κλίνη την θανατική.Η Ολυμπιάδα κοντοστέκεται.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Ίσως να μην ήταν τυχαίο το γεγονός ότι η γέννησή σου συνέπεσε με την πυρπόληση απ’ τον Ηρόστρατο του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο…[Με του αντάρη την μανία.] Ίσως η Αρτέμιδα εικότως άφησε να γίνει εμπρησμός στο δικό της νεώ αφού δεν ήθελε να χάσει απ’ τα στιγμιότυπα της γέννησής σου ούτε λεπτό….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πρόσεχε το δηλητήριο σου μητέρα γιατί με την εκστρατεία μου θα διαψεύσω το τέλος της θηρευτικής που ο Ηρόστρατος επιθυμούσε να δώσει μ’ αυτήν την αναλογιστική εγκαυστική του πρακτική…[Κοιτάζοντας πότε το νεκρό πατέρα του και πότε την ζώσα μητέρα του.] Ως Τελμησσεύς θα τον διαψεύσω τον ενύπνιο Ηρόστρατο και η Αρτέμιδα με τον Άρη στην Ασία με το ξίφος και την κίνησή μου θα θριαμβεύσουν…[Κοντοστέκεται.] Αν όμως ο Μάγνης εξέφραζε τούτο το επιφώνημα ψυκτήρα κοντά στο ναό δεν θα χρειαζόταν ποτέ να πει αυτό το ανέκδοτο αφού αυτό δεν θα ήταν εφικτόν όσο εκείνος θα ήταν εκεί παρών….
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Βροντή τα λόγια σου Αλέξανδρε…Κεραυνός ετώσιος στην κοιλιά μου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Λησμονείς την φωτιά που στο δωμάτιο φύει…[Την πλησιάζει και λυγίζοντας τα γόνατα της φιλάει τον αφαλό.] Ουθέν γάρ αποσφραγίζεσθαι των κενών…
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Το βλέμμα σου ως ρανίδες του Ορφέα τα φίδια μου καταλαγιάζει στον Βαφύρα ποταμό…[Με ποιητική μελαγχολία.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όπως βλέπεις οι θυρσοί της σκέψης σου με τις οφιοειδείς απολήξεις της δεν μου προξενούν αίσθημα τρομακτικό…[Με απάθεια.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Ο Αλέξανδρος από μια ανυπεράσπιστη γυναίκα να τρομάζει;
Ας γελάσω…Εσύ; Ο γεννημένος νικητής;[Με ύφος φιδιού που ενώ κουλουριάζει είναι πανέτοιμο να επιτεθεί.] Την ημέρα που γεννήθηκες νίκησε ο ίππος του Φιλίππου στους Ολυμπιακούς αγώνες…Στην πρωτοκαθεδρία του πρωταθλητισμού προς χάριν του Δία ήταν σημάδι και πως κανένας σε ταχύτητα και ορμή ποτέ δεν θα σε φθάσει…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και όχι η ήττα των Ιλλυρίων στου Παρμενίωνα την μεγάλη μάχη;[Με τα στήθη προτεταμένα σαν κόκκορας δίχως λειρί.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Και αυτή Αλέξανδρε στα ποσειδώνια λυσσίπια μάτια σου εκεί που το γένος των αθλητών απουσιάζει…Την ημέρα που κυρίευσε ο Φίλιππος την Ποτείδαια…[Κοιτάζοντας την πλήρως συναρμολογημένη στην ξηρά της θάλασσα του Αλέξανδρου απ’ τον βόρειο πόλο του ως το νότιο που του διασφάλιζε την μυροειδή του αύρα.]Ήταν σημάδι Αλέξανδρε πόσο πολύ σε αγαπούσε ο Ποτειδάων και σου χάρισε την λεξιλογική σου πόλη…Κύριε όλη της γης της Μακεδονίας και της οικουμένης…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σ’ ευγνωμονώ μητέρα για τα θερινά σου ανάκτορα- λόγια… [Γελάει φιλικά για μερικά δευτερόλεπτα.]Ανταγωνιστές εφελκύω να ’χω στα αθλήματα μόνον βασιλείς…[Με ματιά γιαταγανιού.]
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ: Γι’ αυτό αποτυπώνεσαι απ’ τον Λύσιππο στον ανδριάντα σου με ελαφρά την κλίση του αυχένα σου προς τα αριστερά…Γιατί σκέπτεσαι με γνώμονα την καρδιά…[Ο Αλέξανδρος επιφοινίττει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γι’ αυτό δεν μου ταιριάζει το παγκράτιο και η πυγμαχία….
Φύγε τωρα μητέρα και παράλαβε την τούφα του πατρός ώστε κάτω απ’ το μαξιλάρι σου να την διαφυλάττεις….[Της την παραδίδει και η Ολυμπιάδα με ριπή ανέμου απ την σκηνή θα φύγει.]
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
[Διαδραματίζεται τον Μάιο του 334 π.Χ στον Γρανικό ποταμό. Ο Αλέξανδρος ως περίλαμπρος στρατηγός-νικητής του Δαρείου καταπατεί τα πτώματα των νεκρών στρατιωτών. Οι σωροί παρουσιάζονται με μια σειρά ενδυμάτων αλληγορικώς για να τονιστεί αφενός μεν το πόσο ασήμαντοι υπήρξαν σε παραβολή με τον Αλέξανδρο και αφετέρου δε ότι επειδή έπεσαν μαχόμενοι ανήχθησαν οι ψυχές των ανάλαφρες εν ριπή ανέμου στα Ηλύσσια πεδία ηρωικώς. Μ’ έναν απλό χιτώνα με τον Ηφαιστίωνα συνομιλεί σαν σε Περιπατητική σχολή.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ασήμαντες οι περισκελίδες τους μου φαίνονται Αλέξανδρε…. [Αυτόφωρη του Αλέξανδρου η πλάτη. Ο Αλέξανδρος του δίνει στο στόμα ένα φιλί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Εσύ Ηφαιστίωνα είσαι ο μέγιστος φίλος μου ο αληθινός …Επόπτευσε τ’ άστρα στον ουρανό…Είσαι της λυγκός ο αστερισμός…[Του ξαναδίνει ένα φιλί στο στόμα.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αυτό το φιλί Αλέξανδρε μου άρεσε από όλα όσα μοιραστήκαμε πιο πολύ… Περιείχε ένα μείγμα του αστρικού σου πνεύματος με αχλή αστρολαβικών γνώσεων σε δόσεις θυμοσοφίας, χημεία χελώνιας γλαύκας και ακρωτήρια ερμητισμού ενώ αχνοφαίνεται στο ναό των θέσφατών σου… Αλέξανδρε σιβυλλοειδή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ηφαιστίωνα το αίμα τούτων των στρατιωτών στο απαράμιλλο ρόδο των χειλιών σου ωχριά …[Τον ξαναφιλάει στο στόμα, ενώ οι γλώσσες τους πότε έχουν παράλληλη εκτροπή στα δεξιά σε αναστροφή και άλλοτε στα ευώνυμα.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Θα προτιμούσα τα άλλα μου χείλη να μου φιλάς τα πιο μικρά ώστε με γάλα να σε θρέψω…[Μελίγλωσσος όπως ένας εραστής που λιώνει με πόθο για το έτερον του ήμισυ όταν αδιαφορεί γι’ αυτόν.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η Αμάλθεια διαμένει πολύ πιο μακριά από τούτα τα θούρια αιματοβαμμένα χείλη …[Πιάνει του Ηφαιστίωνα των γοφών του τον αριστερόχειρο λοβό.] Αυτά είναι τα όρη της Ασίας της ταπεινής που εκπόρθησα για να μην ξαναμηδευθεί…[Με εσωστρεφή αυτοσυγκράτηση.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Σ’ αυτόν τον λάκκο που έσκαψες μας κληροδότησες εν δια δυοίν…[Με ύφος λέαινας που έχει βρει θήραμα για παιχνίδι.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δυοίν… Διπλό παιχνίδι… Ηφαιστίωνα τα δίπτερα αχινοειδή παιχνίδια…[Ο Ηφαιστίων του γελάει και κάθεται σ’ ένα αλληγορικό πτώμα απ’ τα δεκάδες που αναπαρίστανται επί σκηνής. Ανασηκώνει τα χέρια του και φωνάζει για να μην τον ακούσει κανείς.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Είσαι τερψηφόρος; Να, Αλέξανδρε ποια είναι τα διαζώματα…[Του δείχνει τα κενά διαστήματα των ενδυμάτων.] Να και οι κερκίδες…[Του δείχνει τα πολυποίκιλα ενδύματα.] Αυτό είναι το αμφιθέατρό μας Αλέξανδρε… Σου αρέσει;[Ως ερυθρόμορφος κρατήρ.] Το εκκύκλημα…[Του δείχνει ένα λόφο πτωμάτων-ενδυμάτων και καγχάζει.] Αυτό μας λείπει ώστε κάποιος εκ των δύο μας απ’ τον θεϊκό παράγοντα να διασωθεί…[Ο Αλέξανδρος κάθεται πλησίον του ώστε καλλίτερα να τον αφουγκρασθεί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν γνωρίζεις Ηφαιστίωνα πολλά απ’ της μακεδονικής μου δυναστείας την διπλωματική …[Σε μελανόμορφο ύφος] Είσαι όμως ο καταμίτης μου που τόσο ποθώ…[Του πιάνει με λαγνεία το δερματόδετο γόνυ του.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Γιατί ζήτησες την ηγεμονία του στρατού στην Πελοπόννησο εναντίον των Περσών;[Τον κοιτάζει με έρωτα παράφορο στα μάτια και επιστέφοντας με το χέρι του τον εισβολέα του γόνατός του.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ηφαιστίωνα.. Ένας βασιλεύς έχει δικαίωμα και υποχρέωση να’ ναι σοφός…[Σαν καθηγητής που απευθύνεται σε μαθητή γυμνασίου ή λυκείου.] Έξεστι την ηγεμονία να αιτώ σε έδαφος ατθιδικό όταν η Σπάρτη υπήρξε ο πόλος ο νικητήριος και σ’ αυτόν τον πόλεμο ο δαφνηφορικός; Αν θέλεις οιωνό ευμενή και να γίνεις νικητής τότε πρέπει το αίτημα σου να απευθυνθεί σε έδαφος νικητών….[Με το ύφος του αιώνιου νικητή.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Πλην Λακεδαιμονίων…Με επαυξημένες αρμοδιότητες από εκείνες που θα παραχωρούνταν στον πατέρα σου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο καρπός σε σύγκριση με την πατρική σπορά δεν είναι πιο μεγεθυμένος στον αείτοκο θερισμό;
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ναι…Μου έλειψε Αλέξανδρε το δάκτυλό σου να περιστρέφεται στον δακτύλιο μου τον διαπλανητικό…[Το βλέμμα του σαν θραύσμα κεκραμμένης καρβουνιασμένης οινοχόης που δύει ώστε τα μηνύματά της ν’ ανατέλλει. Ο Αλέξανδρος θωπεύει το δεξιό μπούτι του επιστήθιου παιδικού του φίλου.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Λείπει και ο Φιλώτας…[Με την νοσταλγία ενός αφροδίσιου τρίποδα.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ο ρόλος μας με τρεις υποκριτές επί σκηνής θα γινόταν τραγικός …[Αναστενάζει σαν θρόισμα φύλλου σε ήλιο φθινοπωρινό.] Ο Φιλώτας εναπόκειται στην απόφαση της περισυλλογής τούτων των νεκρών… Μυριάδες στάδια μακριά μας…[Πασιφανώς ερεθισμένος απ’ τις θωπείες του Αλέξανδρου και με μια τεχνητή ιθυφαλλικότητα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η υποτείνουσα στο στρατηγικό μας τρίγωνο το ήξερες πάντα πως ήμουν εγώ…[Μ’ έναν υπερδιογκωμένο ηλιοκεντρισμό.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ήταν το πιο γλωσσοαφικό συμποσιακό γεωμετρικό σχήμα που σχεδίασα σε μακεδονίτη λίθο ποτέ…[Ο Ηφαιστίων του άγει το χέρι του ανάμεσα στα σκέλια του. Αναστενάζει πιο πολύ.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτό το συμπόσιο οι Τρίβαλλοι και οι Ιλλύριοι δεν θα το γευθούν ποτέ…[Με αποξηραμένη ηδονή στα χείλη του που ελαφρώς θ’ ανασηκωθούν για την απόδειξη της συναισθηματικής έκφρασης.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Η οπισθοφυλακή σου απ’ την οποία είχες προδοθεί θα έπρεπε να εξοντωθεί…Ζώα άνευ ουράς δεν είναι αρτιμελή…[Με κλειστά τα μακιγιαρισμένα του μάτια.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ορθώς Ηφαιστίωνα ομιλείς…[Θωπεύει του Ηφαιστίωνος με μεγαλύτερη σφοδρότητα την φαλλική περιοχή.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Η πράξη σου να διατάξεις τους στρατιώτες της φάλαγγας σου…[Ανακόπτει τον λόγο του λόγω της μέγιστης χειροποίητης αποδόσεως του Αλέξανδρου στην δασική του περιοχή. Επανέρχεται στον λόγο του με μεγαλύτερη θεληματικότητα που εμπεριέχει σπόγγους αυτοσυγκράτησης απ’ την θωπεία πτερόεντων εργαλείων στα άκρα του.]Να στεφανωθούν… [Ξανασταματάει.]Να στεφανωθούν με τις ασπίδες τους για να τις καταπατήσουν οι άμαξες των Θρακών στις υπώρειες του Αίμου…. Χμμμμ… [Αναστενάζει πιο έντονα απ’ την ηδονή.] Τι σήμαινε κατά την γνώμη σου;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όπως είδες Ηφαιστίωνα οι απώλειες μας ήταν όχι μόνον μηδαμινές αλλά κατατροπώσαμε τους ενάντιους εις την ουρά μας….[Με ύφος επιστιλβωτικής υπερηφάνειας. Το χέρι του μεταναστεύει στις πολικότερες περιοχές του κεριού του Ηφαιστίωνα που έλιωσε απ’ τις ωδές των δακτύλων του Αλέξανδρου και ενοικεί σε αυτές που συνορεύουν στα κατώτερα μέλη του ομφάλιου λώρου μιμούμενο την στάση του κολυμβητή.]Νίκησε η ομόνοια των συμπολεμιστών μας φίλτατέ μου αδελφέ και το σύνταγμα …Οι άμαξες του ήλιου τη νίκη και τον ζυγό του αγώνα μας που συμβόλιζαν οι ασπίδες μας φώτισαν … Αγών και προστασία…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Η ανάβαση είναι η προστασία μας και η κατάβασή τους υπήρξε η καταστροφή τους…[Πασιφανώς έτοιμος να δεχθεί και στα μετόπισθεν νοητικούς συνειρμούς στον κορμό του απ’ τις οφθαλμικές κεραίες του Αλέξανδρου που μεταρσιώνονταν σε παρατακτική διάταξη φράσεων διάσπαρτες στα ακροτελεύτια καβούκια της γλώσσης του για την επιστήμη την λεκτικοθηρευτική.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η ακινησία των ασπίδων αποτελεί την μέγιστη ασφάλεια στων εχθρικών δυνάμεων τον επιταχυντήριο τροχό…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Των αιγίδων Αλέξανδρε…Των αιγίδων…[Παρασυρμένος απ’ την ερωτοδίνη των στροβιλοειδών κινήσεων του αλεξανδρινού χεριού.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν μπορεί ποτέ οι άμαξες του ήλιου ν’ αποτελούν αναχώματα…Τροχοί…Τροχιές…Περιστροφές…[Κοιτάζει επιμόνως την ηβική περιοχή του Ηφαιστίωνα με λαγνεία.]Ο κύκλος δεν μπορεί ποτέ να ’ναι ακίνητος…Αυτό αποτελούσε το στρατηγικό τους λάθος…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Βλέπω την σάρισα σου Αλέξανδρε στο έδαφος παρατημένη…[Με δύοντα υγρά μάτια.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Της λείπει ο θώρακας της Ηφαιστίωνα…Ο θώρακάς μου είσαι εσύ…[Με ανατολίζοντα ρυθμό οφθαλμών κρατήρων κιονωτών.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και όχι οι σάρισες στην φάλαγγά σου…Οι οριζόντιες τι συμβόλιζαν στις πέντε πρώτες σειρές και τι οι καθετοδιαγώνιες στις υπόλοιπες σειρές;[Με ύφος διψασμένου στην Γιούτα των γνώσεων και των αλεξανδρινών βιβλιοθηκών σπουδαστή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αδιάσπαστο το μέτωπο αφενός και ν’ αποκρούονται τα βέλη και τα όπλα αφετέρου των εχθρών…Ή για καλλίτερα να το ξανασκεφθώ… [Επιθέτει τον παράμεσο του δεξιού του χεριού στο πηγούνι και λευκαίνει τα μάτια του προς τον ουρανό σαν παραλήρημα προτού τα ξαναγειώσει στην οριζόντια στρατιωτική γραμμή.] Το σύμβολο της ανίσωσης υποδηλώνει πάντα την υπεροπλία των εχθρών που συναντούμε και που υπερισχύουν αριθμητικώς.
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και το θαύμα που κάθε φορά επιτελούμε Αλέξανδρε ώστε να εξισωνόμαστε στην ανίσωση και να την υπερνικούμε…Χμμμ…Συνόρευσε λίγο πιο κάτω…[Ένα είδος ενδεούς παρέκβασης ώστε ο λόγος του να εκτυλιχθεί ευδοκιμότερος.] Και την υπερνίκησή της να την προσεταιριζόμαστε οι πεζέταιροι του έρωτα ώστε η ανίσωση να επισκεφθεί το δικό μας πλευρό και να μας υποδείξει…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αίμος..Αίμα…[Ο Αλέξανδρος αφού έχει κατορθώσει να διεγείρει συναισθηματικά τον Ηφαιστίωνα επισκέπτεται τις θηλές του διάπλατου στήθους σε οχλήσεις Ηφαιστίωνος.] Αυτό το αίμα προτιμώ…[Ο Αλέξανδρος δορυφορεί με την γλώσσα του τον αριστερό πλανήτη του Ηφαιστίωνα για ν’ ανεγείρει όρη στην θαλάσσια πεδιάδα του.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και λίγο οξυγόνο σε αυτή την δίχως πνοή και αέρα ζωή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην ανησυχείς Ηφαιστίωνα… Θα σου διαπλάσω επουράνια στρώματα στον πλανήτη που ’ναι τόσο μακριά απ’ την δανεική σου πεδιάδα…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Θέλω κάθε λογής πτηνά και ζώα να συντροφεύσουν τους πλάνητές μου…[Το βλέμμα του Ηφαιστίωνα έχει επικεντρωθεί στον μαγνητισμό των ενεργειών και της ζύμωσής τους στην αριστερή του θηλή σα ’να θέλει μωρά γρυποειδή να κυοφορεί. Αναστενάζει δίχως αιδώ.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πόσο θα ’θελα Ηφαιστίωνα να ’χαμε ένα κρεβάτι…Να ξαπλώναμε και ν’ απαριθμούσαμε τ’ άστρα…[Ο Ηφαιστίων του θωπεύει το μαλλί.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Πόσο με μαγεύουν Αλέξανδρε οι παιδικοί σου οφθαλμοί όπως των συστρατιωτών μας οι αλαλαγμοί….Όλοι κατέφυγαν στην Πεύκη Αλέξανδρε…Ο Σύρμος…Τα γυναικόπαιδα των Τριβάλλων…Οι Θράκες…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σε αυτή τη νησίδα του Ίστρου κατέφυγαν για να εκπονήσουν την ζωή… Ίστρος…Οίστρος…Οι Τριβαλλοί απ’ το δάσος έπρεπε να απομακρυνθούν να υποπέσουν σε ακροβολισμούς…[Αμετάπειστος.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Γι’ αυτό έστειλες τοξότες και σφενδονήτες; Για να ’ναι αφιστάμενοι της αγριάδας και της άγνοιας;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Στο πυκνό αθέριστο σιτάρι κατανίκησαν οι ιππείς μας τους αείζωους Γέτες…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Γι’ αυτό προσέφερες θυσίες προς τιμή του Διός του Σωτήρος, του Ηρακλή και του Ίστρου;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο ποταμός ουκ εστίν αδιάβατος σ’ εμένα…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αλαζόνες οι Κέλτες που φοβούνταν πιο πολύ μήπως τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι απ’ τον ίδιο τον Αλέξανδρο τον βασιλιά των Μακεδόνων και όλων των εθνών…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ήταν αλαζόνες και επηρμένοι Ηφαιστίωνα…[Ψαρεύει ένα ένδυμα στα χέρια του από ένα διπλανό πτώμα σαν θρηνούσα γυνή σε πίνακα Αποκαθήλωσης του Ποντόρμο.]Ο Αλέξανδρος είναι υπέρτερος του ουρανού, αφού η ιδέα μου γεννήθηκε πριν απ’ τον έναστρο ουρανό και είναι πολύ πιο πάνω, στο προουράνιο στερέωμα που δεν υφίσταται το καλό ή το κακό…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Απλώς η ιδέα σου απ’ το προουράνιο στρώμα υπέπεσε στον τόκο του για να οικειοποιηθεί η γη…[Ο Αλέξανδρος τώρα του διεγείρει και την δεξιά θηλή με τον γλωσσολογικό του κώδικα. Τα μάτια του Ηφαιστίωνα σύνορα πλανητοειδή σε τροχιά ολική και ενιστική.] Δεν διεφάνη όμως οι έξι νέοι που θυσίασαν οι Ιλλύριοι του Πέλλιου να σώθηκαν απ’ τον μηχανής Θεό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τα τρία μαύρα κριάρια ξέχασες στην αλληγορική γραμμή…. Τρία μαύρα για ν’ αποπεμφθεί και να εξοντωθεί το κακό των εφορμόντων στην πόλη τους σε μαγική τελετουργική γραμμή… Ο εξευμενισμός δεν τους γλίτωσε απ’ τη νίκη μου…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ήταν η συνταύτιση των κούρων και των παίδων με το ανάθημα των κριών…Γιατί όμως έδωσες εντολή στους συμπολεμιστάς μας οι Ταυλάντιοι ν’ απομακρυνθούν απ’ τους γήλοφους που ’χαν καταλάβει;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί θα ήταν οιωνός νίκης αν μας επόπτευαν αφ’ υψηλού οι εχθροί μας και κατακτητές της γης…[Με ύφος αυτοκρατορικής ανωτερότητος.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Πολλοί στην Ελλάδα θα σε ήθελαν νεκρό…Οι Θηβαίοι επί παραδείγματι…[Σε παραλήρημα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Στην Ογχηστό όμως πληροφορήθηκαν άπαντες πως ήμουν ζωντανός…[Περιμένει του Ηφαιστίωνα την αντίδραση.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Μια πόλη αφιερωμένη στου Ποσειδώνα τον υιό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην ξεχνάς πως ο Ποσειδάων ήταν ο δικός μου θειός…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και μετά απ’ την ιερότητα του θεού κατέλυσες σ’ αυτήν του ήρωα…[Με ασίγαστο ερωτικό πάθος.] Του Ιόλαου το τέμενος το ιερό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην ξεχνάς πως προηγούνται οι εθιμοτυπίες των θεών από εκείνες των θνητών…Η τρίαινα έγινε σάρισα και ο Ιόλαος του Ηρακλή η αλησμόνητη μιμητική ημιθεική…[Αρχίζει να επιδαψιλεύει την ηβική του γηλοφική περιοχή. Σε εξορία τα χέρια του απ’ τον Ηφαιστίωνα.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και για λόγο εξαγνιστικό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και για λόγο εξαγνιστικό ως ένα νήπιο μωρό…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Γι’ αυτό οι Φωκείς , οι Πλαταιείς και οι άλλοι Βοιωτοί σκότωσαν ικέτες, γυναίκες και μικρά παιδιά;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μικρά παιδιά…Παράπλευρες απώλειες…[Σε ύφος θεατρικής απολογίας.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Διατήρησες φρουρά στην Καδμεία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να ’ναι του Διόνυσου το υπόμνημα…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Εξανδραπόδισες ζώντες άνδρες, γυναίκες και παιδιά…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όσοι είναι ζωντανοί δεν είναι πάντα δούλοι τινός πράγματος;
[Του χαιδεύει τον λαιμό και τον δαγκώνει. Στάζει λιγοστό αίμα που ο Αλέξανδρος το ρουφάει αρειμανίως.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Διεφύλαξες την οικία του Πινδάρου…[Φανερώς εξουθενωμένος.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί είχε στους ύμνους του εκθειάσει την μετριοφροσύνη…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ομολογία αδυναμίας…Θεών παντογνωσία… Γι’ αυτό μάλλον ζήτησες να εξορίσουν τον Χαρίδημο απ’ την Αθήνα στου Δαρείου την αχανή Ασία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Βασιλιάς και χάρις του δήμου ασυμβίβαστη προτασιακή συνεργασία…[Δαγκώνει το μήλο του Αδαμ του Ηφαιστίωνα.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Γιατί τέλεσες θυσίες στον τάφο του Πρωτεσιλάου στην Ελαιούντα Αλέξανδρε;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί αψήφησε τον χρησμό που ισχυριζόταν πως θα εύρισκε τον θάνατο όποιος πατούσε το πόδι του για πρώτη φορά στο Ίλιον…Για την γενναιότητά του που συμβόλιζε η αναδοχή του τάφου του στων ελαιώνων την πολιτεία- αεισοφία…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και όχι γιατί όταν θυσιάζεις ή δωρεή ποιείς στην μνήμη κάποιου καταδικάζεσαι να μην μοιρασθείς την ίδια μοίρα;[Δεν αναμένει απόκριση μα τον λόγο του συνεχίζει.] Ο Δίας ο προστάτης των αποβάσεων σε προστάτευσε με τον μανδύα του…Όχι ο Ζεύς…Στα πολεμικά έπη ο Δίας κυκλοφορεί…Στα ερωτικά ο Ζεύς…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και γι’ αυτό και γιατί γενναιότητα και αποφασιστικότητα εγκυμονεί η Θεσσαλία…[Με ύφος αλιτήριου του δρόμου.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Γιατί κατέσφαξες Αλέξανδρε ταύρο στην μέση του Ελλησπόντου
προς τιμή του τρανού Ποσειδώνα που τα ύδατα διαφεντεύει και των σεπτών πεντήκοντα Νηρηίδων;[ Τα μάτια του πεταλούδες απ’ τον ερεθισμό που του ’χει προκαλέσει ο Αλέξανδρος στον λαιμό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να του υπομνήσω πως στην θάλασσα ο πατέρας μου ο Δίας δεν έχει ουδεμία εξουσία…[Με ύφος παιδιού που του μαλώνουν τον πατέρα.]Και για να εξευμενίσω την αντιμαιανδρική θάλασσα που συμβολίζει ο μαινόμενος ταύρος ώστε σε νηφάλια κόρη να μεταβληθεί…Η υλική υπόσταση της θαλάσσης και συνάμα ζωική που πυροδοτείται απ’ το πνεύμα της που συμβολίζει η μανία…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Πως φαίνεται Αλέξανδρε ότι υπήρξες μαθητής του Αριστοτέλη…
Η σπονδή στις Νηρηίδες μάλλον σχετίζεται με την θηλυκή μορφή της θαλάσσης που τόσο πολύ πόθησε ο Ποσειδών…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ορθώς ομιλείς Ηφαιστίωνα…[Ατάραχος.]Ολίγες είναι οι αρσενικές θεότητες της θαλάσσης…[Σα ’να γελάει απ’ την εκτροπή του σοβαρού λόγου.] Οι περισσότερες αρωματικές…Η χρυσή φιάλη ως σπονδή συμβολίζει τις ακτίνες του ήλιου που βρίσκουν στης θαλάσσης την επιδερμίδα την αναγλυφικότητά τους για να της προσδώσουν την επιγραφή μιας αλήθειας φυσικής…[Με ύφος καλλιτέχνη που διατυπώνει μια αισθητική ερμηνευτική περι του έργου του.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Στο Ίλιον Αλέξανδρε αφιέρωσες την πανοπλία σου στην Αθηνά Ιλιάδα…[Γελάει απ’ το γαργαλητό των φιλιών του Αλέξανδρου στον λαιμό του που γίνονται σα ’να κατακτάει κάθε φορά και μια διαφορετική χώρα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τη σοφία της για να μου μεταδώσει στα στήθη και τον εχθρό να μην φοβάμαι….
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και γιατί έλαβες απ’ το ναό ιερά όπλα που κατατέθηκαν εκεί πριν από οκτακόσια χρόνια;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να εγκαινιάσω το έπος Αλεξάνδρου Ιλιάδα με ραψωδό εσένα…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και γιατί θυσίασες προς τιμή του Πριάμου στο βωμό του Δία του Ερκείου;[Ο Αλέξανδρος του δίνει ένα φιλί στο στόμα και σηκώνεται όρθιος για να επιβεβαιώσει στον εαυτό του πως είναι αυτοκράτωρ της Μικράς Ασίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Έρκος οδόντων του Πριάμου ο λαχνός απ’ το Νεοπτόλεμο….
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Αχιλλέας…Νεοπτόλεμος…Ολυμπιάδα…Αλέξανδρος…Το τετράγωνο των αναλογιών και των επιφράσεων…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Επιμερισμός σκέψεων σε ρανίδες λέξεων…Το έπραξα για να καταπραύνω την οργή του Πριάμου στο καταγόμενο γένος μου…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Από πότε Αλέξανδρε οι νεκροί έχουν οργή;[Ο Αλέξανδρος τάχα σφυρίζει έναν βόμβο ακατανόητο.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πολλές ερωτήσεις κάνεις μειράκιον του πολέμου και αρχίζεις να μ’ ενοχλείς…[Με ύφος στρατηγικής.]Δεν μου αρέσουν οι ερωτήσεις που διατυπώνεις…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Μήπως προτιμάς Αλέξανδρε να διατυπώνεις εσύ τις ερωτήσεις και μονήρης να δίνεις απαντήσεις;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σταμάτα να με εξοργίζεις![Ο Αλέξανδρος πετάει σαν σαίτα ένα απ’ τα ενδύματα στο κοινό.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Λένε πως ήταν κακός οιωνός Αλέξανδρε να καταθέσουμε τόσο εσύ όσο και εγώ στεφάνια στους τάφους του Αχιλλέα και του Πατρόκλου επιφανών Αχαιών…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ας είχα τον Όμηρο εξυμνητή των δικών μου επών και ας απέληγα στο εδάφιο αυτό…[Αιφνιδιασμένος και απ’ το φοβο των αληθών προρρήσεων πλησιάζει τον Ηφαιστίωνα που του θωπεύει τα σκέλια.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και ας σε μεμφθούν πως κατάντησες λυδικός…[Με δόση κασσανδρικής έμπλεους αυτοπεποιθήσεως.] Γιατί όμως παρέκαμψες την Λάμψακο και στρατοπέδευσες στον Πράκτιο ποταμό που απ’ τα Ιδαία όρη εκπηγάζει;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ένας βασιλιάς ηλιογενής στην λάμψη δεν κάνει στάση…Και ο αυτοκράτωρ στρατηγός βουτάει μόνον στην πράξη ώστε την θεωρία του να την ενστερνισθούν άλλοι….[Σταματάει και σκέπτεται για μια στιγμή.] Ιδαία… Ίδη…[Με ύφος συνειρμικών στοχασμών.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αυτοκράτωρ! Γι’ αυτό απέτρεψες την εισβολή σου στις Κολωνές…Μακριά από κολώνους…[Επιρρίπτει μια κλεφτή ματιά στο πουγκί του Μεγάλου Αλεξάνδρου που εξακολουθεί ν’ αναδεύεται απ’ τα χέρια του.]
Τώρα εννοώ γιατί Αλέξανδρε σε προσφωνούν μεγάλο….Γιατί παρελήφθη απ’ τους ιθαγενείς της η πόλις Πρίαπος σ’ εσένα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να γνωρίσω την Αφροδίτη και τον Άδωνη της Ασίας…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αφού τα πρωτόλεια αγάλματά τους στην Ελλάδα είχες συναντήσει…[Ανάστατος και εκ του παραλλήλου σκεπτικός.] Γιατί Αλέξανδρε ζήτησες ο Αμύντας να εισέλθει στο ποτάμι πρώτος με τους ακόλουθους ιππείς;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να μην αμυνόμαστε και γιατί το ιππικό πολεμάει αφ’ υψηλού το πεζικό…[Ερεθισμένος απ’ τον φαλλοχειριασμό.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ο Ενυάλιος παρά θιν αλός…Παρά τα δόρατά μας Αλέξανδρε κατορθώσαμε να υπερσκελίσουμε των Περσών τα ακόντια και να περάσουμε στην αντίπερα όχθη…[Με μαγνητικό ύφος που ενέχει σεξουαλικές αποχρώσεις.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Φαίνεται Ηφαιστίωνα πως τα δόρατά μας σε πολεμική διάταση γίνονται μεγαλύτερα των μηδικών ακοντίων….[Γελάει.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ήταν φαίνεται έτσι γιατί από χαμηλά πολεμούσαμε για ν’ ανέλθουμε ενώ η στύση του σημείου απ’ όπου μας μάχονταν θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην πτώση όχι μόνον του ηθικού τους…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το ξύλο της κρανιάς…Της κρανιάς το δόρυ…[Ολοκληρώνει στο χέρι του Ηφαιστίωνα και σκουπίζει τα απομεινάρια της αγάπης σ’ ένα απ’ τα δόκιμα ενδύματα που ευρίσκει ενώπιον του.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αλέξανδρος ο κρανιάφυρτος…Σπασμένο το δόρυ σου αναπληρώθηκε από εκείνον που υψώνει τον δήμο του στρατού σου…[Ο Ηφαιστιων γλύφει απ’ τα πέντε δάκτυλα της δεξιάς του παλάμης το γεννετικό υλικό του Αλέξανδρου ώστε να προσλάβει τις θεϊκές του ιδιότητες.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Διαλογιζόμουν για το αν έπρεπε να το εναποθέσω στο κενοτάφιο των νεκρών Μακεδόνων ιππέων τε και πεζών ή στους τάφους των Περσών ηγεμόνων…[Τάχα ατάραχος μα ικανοποιημένος από την ψηλαφητή αγάπης πράξη.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Γιατί απήλλαξες τους γονείς και τα τέκνα των νεκρών απ’ τους φόρους των γεωργικών προιόντων;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί όποιος με τούτον τον τρόπο την γη ενοικεί τόκος στον θάνατο δεν αξίζει σε κανέναν δικό του ξυγγενή…Το άλιμο αίμα τους λίπασμα ανδρείας γι’ αυτή την αφιλόξενη γη…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και καμία αγγαρεία υποθέτω στων παρελθοντοθανάτων των συγγενών ή βαναυσότητα σωματική…[Με παράφορο πάθος που εξακολουθεί.]
Έμαθα Αλέξανδρε πως επισκεπτόμενος τους τετρωμένους τους ερώτησες την εισφορά της πολεμικής τους κτήσης…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι διηγήσεις των στρατιωτών μου είναι η αυτοκρατορία της σκέψης μου που πάντα με οδηγεί…Οι ιστορίες τους είναι η ιστορία μου…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ναι..[Αφηνιασμένος απ’ την μαγεία των λόγων του Αλέξανδρου.]
Τους Έλληνες μισθοφόρους που πολέμησαν με το μέρος του βάρβαρου εχθρού του Δαρείου τι να τους κάνουμε;[Μοιάζει να συνέρχεται με γρήγορους ρυθμούς απ’ τον προηγηθέντα ερωτικό παροξυσμό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θα στείλω τους προδότες της χώρας μου να καλλιεργήσουν την Μακεδονία για να θυμηθούν πως το λίπασμα εκεί δεν είναι από θανατικό αλλά
από χώμα ειρηνικό… Για να μην θυμούνται πως ο χους των οχθών του Γρανικού είναι απ’ το αίμα των συμπατριωτών του διαποτιστικό και στα φύλλα των φυτών δούνε τα μάτια όσων αδελφών εξόντωσαν σε τούτο τον εχθρικό τόπο τον απειλητικό…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ο λόγος σου Αλέξανδρε είναι τόσο ποιητικός…[Με ερωτικό θαυμασμό.] Ποια αλληγορία εκπροσωπούν οι τριακόσιες πανοπλίες που απέπεμψες για την Ακρόπολη των Αθηνών;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αλέξανδρος Φιλίππου και Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Δεν κατανοώ…[Ο Αλέξανδρος πάλλει του Ηφαιστίωνος την πλάτη ως ένδειξη συνοριακής φιλίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Στην ανδρεία και στην σοφία είναι η πανοπλία…Και ένα παράγγελμα για τους Λακεδαιμονίους οι οποίοι αρνήθηκαν να πολεμήσουν μαζί μας: οι 300 Σπαρτιάτες του Λεωνίδα αν και πρόγονοί τους μας μεταλάμπαδευσαν την δική τους μιμητική, σπονδηφόρα, ανυπέρβλητη σοφία…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Έμαθα ότι απέστειλες για να καταλάβει το Δασκύλιον τον Παρμενίωνα …
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Ναι, ώστε το δακτυλίδι του γιού του να ’χω και να παραμείνω στο νου των εθνών αθάνατος…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Περιώνυμες περιφράσεις…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η γλώσσα των Σάρδεών μου…[Καθαρίζει μ’ ένα πανί τα γεμάτα απ’ τον πηλό του Γρανικού πόδια του.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Aλέξανδρε είναι βαθεία πια αυτή η επελαύνουσα νύχτα…Ας αποσυρθούμε στα ιδιαίτερα δώματά σου για να μεταγγίσουμε ο ένας του άλλου την ημέρα… [Ο Αλέξανδρος κατεβάζει το χέρι του πιο κάτω και σε αισθησιακό τόνο του δίνει πάλι ένα φιλί στον λαιμό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Στο ερωτικό σου παράγγελμα συναινώ….
[Αποχωρούν αμφότεροι απ’ την σκηνή αφήνοντας πίσω τους τις αλληγορκές εκατόμβες των πνιγμένων στην χλιδή Περσών στρατιωτών.]
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
[Ο Αλέξανδρος ενώπιον μιας άμαξας με κεκομμένο έναν πελώριο δεσμό τον περιώνυμο Γόρδιο.Τρις υποδύεται την περιφορά της σελήνης γύρω απ’ την αφέντρα της.Ο Πτολεμαίος τον κοιτάζει περίλυπος και διαλόγου ενδεής.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Αλέξανδρε βλέπω την μέλαινα χολή σου μεγαλύτερη των δακρύων του Γρανικού….[Με επιφύλαξη.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είναι γιατί κατόρθωσα το ακατόρθωτο….[Αποσβωλομένος απ’ το περίτεχνο εννοιαφόρο του επίτευγμα σαν Ήφαιστος που σφυρηλατεί στο εργαστήριό του τις νέες του τεχνολογικές επόψεις.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Ότι δεν λύνεις το αποκόπτεις…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Ναι…Πτολεμαίε…Ό,τι δεν λύνω το αποκόπτω…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Αν όμως το επίλυες…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τότε Πτολεμαίε θα καταπατούσα την λύση…[Τον κτυπάει επτάκις στην πλάτη.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Και το πρόβλημα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Είναι η αναβλητικότητα…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Δεν μπορείς να είσαι ο Υπερίων του προβλήματος…[Μοιάζει σα ’να μην έχει επίγνωση της κατάστασης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Όχι, γιατί θα το αναγνώριζα…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Αλέξανδρε όμως ο δεσμός παρακρατείται…Δεν εξαφανίζεται…
Έχει τον κορμό του και τα σκέλη του έστω και διασπασμένα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Έχει…Αλλά δεν έχει ζωή για να ’χει νοητικό ειρμό…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Μα ούτως ή άλλως το σκοινί δεν έχει πνοή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Έτσι λες;[Οματτοβόλος και αγριωπός.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Η γλώσσα Αλέξανδρε έχει διακυμάνσεις αναλόγως με το αν πραγματεύεται έμψυχα ή άψυχα αντικείμενα…Μεστός τριηρών είναι γενική περιεχομένου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Ενώ μεστός αγχίνοιας είναι γενική αντικειμενική….
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Είδες Αλέξανδρε;Η γλώσσα δεν συμπεριφέρεται το ίδιο σε όλους….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η δική σου γλώσσα Πτολεμαίε μου αρέσει περισσότερο εκ των άλλων…[Με σπινθηροβόλο προσωπείο.] Το ξέρεις ότι μου ’σαι ο προσφιλέστερος όλων….[Ο Αλέξανδρος προσαράζει στο μάγουλό του και το γαληνεύει με το κουπί του.Ο Πτολεμαίος ως Άτλας κοιτάζει μόνον την άμαξα με το κομμένο σκοινί.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Την αλήθεια δεν σου προφέρω ώστε περισσότερο την χαίτη μου να εκτιμείς…[Με την σοφία της Παλλάδος.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γι’ αυτό περισσότερο Πτολεμαίε μου είσαι εραστής…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Στα χείλη μου νομίζω ότι βλέπεις τις κατακτηθείσες Σάρδεις…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η γλωσσική πλουτοφορία Πτολεμαίε ποτέ δεν με κατέπλησσε…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Θ’ ανέλθεις στην ακρόπολή της όπως στις Σάρδεις…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Την έχω κατακτήσει για να εποπτεύσω τις υπώρειές της;
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Στρατοπέδευσες στον Έρμο ποταμό μου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κεραυνό δεν είδα για να σου αφιερώσω του Διός του Υέτιου τον βωμό…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Αν ενώπιον του Απελλή χλιμιντρώ;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Τότε το φόρο θα πληρώσεις με το στόμα σου για της Αρτέμιδος το ναό…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Σε αυτό συναινώ…[Απομακρύνεται απ’ τον Αλέξανδρο και κρούει πρύμνη στην άμαξα.] Ξέρεις κάτι Αλέξανδρε…Σε μέμφονται γιατί άφησες τον όχλο να σκοτώσει τον Σύρφακα και τον γιό του…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Ας μην κατέβαζε την εικόνα του πατρός μου απ’ της θεάς το ιερό…Η πράξη του είχε μια σημασία αλληγορική: τόλμησε να ισχυρισθεί πως ο πατέρας μου δεν είχε θεϊκή καταγωγή ούτε με τους θεούς πως είχε καμία επαφή…Θα έπρεπε να με ευγνωμονούν που δεν επέτρεψα στους πολλούς τους υπόλοιπους ολιγαρχικούς να τους κατακρεουργούν …
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Ξέρεις Αλέξανδρε…Μεγαλύτερα αποθέματα πλούτου αποφέρουν οι ολιγαρχικοί της Εφέσου και οι δημοκρατικοί απ’ ότι θα συνέβαινε αν ήταν μόνον οι δεύτεροι ζωντανοί… [Στρέφει την πλάτη του και κοιτάζει τον Αλέξανδρο σαν δάσκαλος που έπιασε τον μαθητή του να προβεί σε σκανδαλιά αυτοφορεί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είναι τα λόγια σου αληθή…[Χαμογελάει.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Με λιθοβολισμό τους σκότωσαν για να τους θυμίσουν πως επήλθε η δική τους η θανή από λατομική εξουσία κοσμική…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Πάντως ολίγοι λίθοι δεν επιφέρουν την λήθη της ζωής …[Με τρόπο δηκτικό.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Τον Αλκίμαχο που τον έστειλες στις Αιολίδες και στις πόλεις τις ιωνικές δεν τον απέσβεσε απ’ την Μνημοσύνη του κανείς…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Με την αποκατάσταση των νόμων της δημοκρατίας και της αναίρεσης των φόρων είναι δυνατόν ποτέ από κανέναν να ξεχασθείς;
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Ποτέ…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μαθαίνεις γρηγορότερα Πτολεμαίε απ’ ότι διδάσκεις…
Πτολεμαίε μου…[Του χαιδεύει την μακρά του κόμη.]Είσαι ο αετός μου που στην Θεσσαλία μου ρεμβάζει…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Γι’ αυτό δεν ήθελες στην Μίλητο να ναυλοχήσεις και στις δυνάμεις των Περσών, των Φοινίκων και των Κυπρίων να υπερισχύσεις…
[Περιμένοντας την επιβεβαίωση του αληθούς των λόγων του.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Η θάλασσα Πτολεμαίε δεν είναι μια σταθερά ατραπός… Μόνον δια ξηράς πρέπει ως Έλλην να πολεμώ…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Γι’ αυτό διέλυσες το στόλο σου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να μην έχω την πρόφαση του μάχεσθαι δια θαλάσσης… Όχι άλλα λιμάνια και σταθμοί…[Σχηματίζει με τα δάκτυλά του τριήρεις επάνω στην κόμη της.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Σίγουρα ο Οδυσσέας της ξηράς και ποτέ της θαλάσσης….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Θέλω την γνώμη σου για το όναρ με την χελιδόνα…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Πολλοί είπαν πως συμβόλιζε την συνωμοσία του Αλεξάνδρου του Αερόπου εναντίον σου…[Μετά φόβου μεταφυσικής.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Πτολεμαίε δεν επιζητώ την γνώμη των πολλών αλλά του ενός….
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Δέδια πως το όναρ σου δεν συσχετίζεται με δολοφονοπλοκάμους….Το χελιδόνι είναι σύμβολο του έαρος…Πάντα οι πολεμικές ενέργειες ξεκινούν με την φράση…Άμα ήρι αρχομένω….[Σαν καθηγητής που εξομαλύνει συντακτικά φαινόμενα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τουτέστιν….
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Απ’ τον Μάρτιο ως τον Οκτώβριο το κεφάλι σου θα περιστοιχίζεται απ’ τις πολεμικές επίνοιες…Η κεφαλή σου ηλιακός πόλος που σε αυτόν συναγείρονται όλα τα πτερόεντα όντα που είναι η φύση τους πλησίον του ουρανού…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και το τιτίβισμα παρά το χτύπημα;[Με ειρωνική δυσπιστία.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Το χτύπημα ήταν το ότι έκανες τον Αερόπο στρατηγό στην Θράκη αποδιώχνοντάς τον…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και το τιτίβισμα ως ενύπνιος που ήμουν η αποπτύχωση της συνωμοσίας…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Τον στρατό σου οδηγούσες αιγιαλικώς… Ποιό ήταν το απώτερο νόημα τούτης σου της πράξεως;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Οι βόρειοι άνεμοι συμβόλιζαν την κατάβασή μου στην Ασία αφού ο βοριάς έχει κατεύθυνση απ’ τις βορειότερες στις νοτιότερες περιοχές
και συνεπώς καθοδική, ενώ η οδηγία μου να κινούμαστε παραλιακώς είναι για να μας εποπτεύει και να μας προστατεύει του Ολύμπιου θεού Ποσειδώνα η συνοδεία…..
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Φαντάζομαι πως στην Ασκανία το άλας είναι αυτοδημιούργητο και πως πέρασες και εκεί απ’ την περιέργεια του ακατάκτητου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και όμως ο Ποσειδών έδωσε στα ύδατα της λίμνης την ευχέρεια πότε να φουσκώνουν και ν’ αποσύρονται απ’ την θέρμη του ήλιου αφήνοντας την αστρική εδωδιμιαία τους σκόνη για τους αυτόχθονες…Ομοιάζει αυτή η λίμνη με ζώντα οργανισμό που με την εσωτερική του ή την εξώτερη θέρμη αποφλοιώνεται για ν’ αποδώσει στους άλλους τον αληθινό του εαυτό…
[Με ύφος που ταιριάζει σε φιλόσοφο.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Την Σίδη κατέκτησες που οι κάτοικοί της είχαν την ελληνική γλώσσα διαγράψει απ’ το μνημειακό τους αρχείο ώστε από εσένα να επανακληθεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είχαν την πρωτοπορία του νεωτερικού βαρβαρισμού επινοώντας άλλη γλώσσα…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Σαν την δική μου;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όχι Πτολεμαίε…Η δική σου στα ώτα μου αντηχεί ως μέλισσας κερί…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Και όχι τόξο στων στρατιωτών σου τις φαρέτρες που συμβολίζουν την ευλογία της Αρτέμιδος στην πολεμική μας επέλαση προς τας ανατολάς…[Κοντοστέκεται.]Ξέχασα Αλέξανδρε…Ήλθε μια πρεσβεία αυτών των Αθηναίων….[Με επιτιμητικό ύφος.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και τι επιδιώκουν αυτοί οι προδότες που έστειλαν τους συμπατριώτες τους για να πολεμήσουν στου Δαρείου την μάλη στον Γρανικό;
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Αιτούν από εσένα ν’ απελευθερώσεις τους Αθηναίους που είναι στις μακεδονικές φυλακές…[Με αίτημα ελέους για τους ομοεθνείς τους.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Διαβίβασέ τους πως το αίτημά τους είναι ανέφικτο επί του παρόντος…[Με σκληρότητα.]Μόλις αποπερατωθεί η εκστρατεία μου μετάφερέ τους πως την πρεσβεία τους θα πρέπει να ξαναστείλουν…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Θα το πράξω Αλέξανδρε μόλις φύγω από εδώ…[Ξανακοιτάζει τον κομμένο κόμπο στον ζυγό της αμάξης.]Ο Μίδας με τα ρόδα θα ήταν υπερήφανος για εσένα. κατακτητή χρυσήλατε της Ασίας…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το μπράτσο μου είναι ο αετός…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Ο φλοιός κρανιάς Αλέξανδρε που δεν είχε τέλος και αρχή δεν φαίνεται να σε μπερδεύει…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μπορεί να μην μπορούσα να τον λύσω, δυνατόν μόνον στων μαγικών τον θεό και αυτό να εκληφθεί ως λαβή αδυναμίας αλλά το είναι δεν πρέπει να συμπίπτει με το φαίνεσθαι…Πρέπει ακόμη και όταν δεν είμαι να φανώ δυνατός…[Με αποφασιστικότητα.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Δεν δίστασες ειρήσθω εν παροδω και τον μήνα Δαίσιο να τον μετονομάσεις σε Αρτεμίσιο για να πολεμήσεις στον Γρανικό εναντίον των Περσών…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Απ’ την αξιοκαταλακτική αγάπη μου προς την Άρτεμη…
[Με αγάπη ευφάνταστη προς το θείον.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Γι’ αυτήν δεν θα καταφύγεις σε μάντη απ’ την Τελμισσό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ούτε σε γυναίκα ή σε τέκνο τους που έχουν το χάρισμα το κληρονομικό…[Ο Πτολεμαίος μεταρσιώνει απ’ το χώμα ένα σπάραγμα του διαζευχθεντος κόμπου.Το αναδιφεί ασυναίρετο όπως ο Άμλετ τη νεκροκεφαλή.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Ο αετός που κάθησε στον ζυγό της αμάξης του Γόρδιου που όργωνε τι πιστεύεις πως συμβόλιζε;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πως οι άνθρωποι είναι γεννημένοι για να υπηρετούν τους θεούς
όπως συμβολίζει ο αναπαυτικώς καθήμενος αετός του Διός στον ζυγό που εκπροσωπεί την υποδούλωση των θνητών…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Ή πως στο όργωμα πάντα θα υπάρχει παρών ο θεός…[Με μια αναλαμπή αμφίνοιας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μετά το όργωμα όμως έπεται πάντα η αποκομιδή ή ο θερισμός…[Σε τάχα αμέριμνο αλλά απερίσπαστο ύφος στον στοχασμό.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Γιατί ο θεός συντροφεύει της δικαιοσύνης τον ζυγό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πτολεμαίε γίνεσαι τόσο ποιητικός που θέλω οι τρίχες της κεφαλής σου να γίνουν στίχοι αλεξανδρινοί και το φαλακρό της η τέχνη η παπυρική…[Ο Πτολεμαίος τον κοιτάζει θαλασσοταραγμένος.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Ξέρεις Αλέξανδρε…Κανένας δεν σε εξανάγκασε να λύσεις τον γόρδιο δεσμό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Επίσταμαι τούτο που λες…Υπήρχε όμως το πρόβλημα…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Υπήρχε Αλέξανδρε αλλά δεν ήσουν υποχρεωμένος να το λύσεις…Ο χρησμός το έλεγε ξεκάθαρα…Αυτος που θα λύσει τον χρησμό θα πρέπει να κυβερνήσει την Ασία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η αρχή του μίτου του προβλήματος δίνει και το τέλος του Πτολεμαίε…[Γελάει.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Το πρόβλημα έγκειται στο αν θα κυβερνούσες την Ασία ή ότι θα έπρεπε να την κυβερνήσεις…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και ήθελα να την κυβερνήσω και θα πρέπει όταν έλθει η ώρα να την κυβερνήσω…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Στην ηγεμονία Αλέξανδρε όσα γίνονται δεν είναι πάντα αναγκαίο να γίνονται…Σε παραπέμπω στην λέξη πρέπει….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Πάντοτε προτιμούσα να εκφέρω στις κατακτήσεις μου τον ασιανισμό απ’ τον αττικισμό…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Μάλλον γι’ αυτό οι Αθηναίοι πολέμησαν με το μέρος του Δαρείου…Ήθελαν να σου επιβάλλουν τον δωρικό αττικισμό τους…[Με εξάψεις θυμού για την αγνωμοσύνη και την προδοσία που πάντα συμβαδίζει με την αχαριστία.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και γι’ αυτό τους φιλοδώρησα με θάνατο και αιχμαλωσία στην γενέτειρά μου την Μακεδονία…Γιατί Μακεδνός σημαίνει υψηλός…[Με αίσθηση της αξίας του.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Ίσως αν ψήλωναν οι Αθηναίοι να σε κοίταζαν αετωματικώς…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Απ’ την ακρόπολη ή κάτω από αυτήν;
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Κάτω όταν επέλυσες το αίνιγμα και επάνω ενώ το διασκεπτόσουν…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πάγκαλο το ευφυολόγημά σου…. Πάμε τώρα στην σκηνή γιατί κουράσθηκα πολύ….
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Η επίλυση του προβλήματος φαίνεται πως ήταν πολύ απλούστερη εκ του αναμενομένου….[Χαροποιημένος αγκαλιάζει αδελφικά τον Αλέξανδρο.]
[Πτολεμαίος και Αλέξανδρος αποχωρούν από την σκηνή πανευτυχείς.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
[ Τον Οκτώβριο του 331 π. Χ στου Αλέξανδρου την σκηνή στα Γαυγάμηλα θα διαδραματισθεί. Ο Αλέξανδρος απολεπίζει απ’ το αίμα των εχθρών του το σπαθί
στο ανάκλιντρό του το σπαθί, ενώ στο σώμα του ένα ενύπνιο γράμμα βήτα θα σχηματισθεί. Ο Φιλώτας εισβάλλει λουσμένος απ’ τον υετό του σώματός του στην σκηνή.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Είσαι έτοιμος Αλέξανδρε τον θρίαμβο της Ισσού να επαναλάβεις;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θα σου πω κάτι για να γελάσεις…Αφού αιχμαλωτίσαμε εμείς το ένδοξο γένος των Μακεδόνων τις αλγηδόνες Περσίδες και την γυναίκα μαζί με τις θυγατέρες του Δαρείου γιατί να τους ξανανικήσουμε; [Γελάει ενώ συνεχίζει την εκκαθάριση του ξίφους του που ως κάτοπτρο των συναισθηματικών του εξάρσεων λειτουργεί.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Πως φαίνεται ότι απέφυγες τ’ αγόρια του Θεόδωρου και του Φιλόξενου…[Με ζαριού παιδιού φωνή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι προσαγορεύσεις τους λαμπρές και θελκτικές…Δώρα του Θεού και αγάπη της ξενίας…[Δίχως να κοιτάζει τις ψηφίδες της γης μα μήτε της σκηνής την οροφή.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και τότε γιατί απέφυγες τα υπερφυή εις την όψη αγόρια;[Με σκακιού βλέμμα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Εσύ θα συνουσιαζόσουν με κάποιον ομορφότερο από εσένα;
Τα αγόρια έχουν την ανάγκη της επιβεβαίωσης όχι της φιλοετερότητας…[Τον κοιτάζει με κακοτράχαλο βλέμμα.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και τον Κρώβυλο απ’ την Κόρινθο νόμιζα ότι τον απέκρουσες για να μου ’σαι πιστός….[Με ύφος ερμα'ι'κής ανταλλαγής που περιμένει παζάρι δόσεων και αντιδόσεων.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και για τον λόγο αυτό Φιλώτα…Και για τον λόγο αυτό….[Τον κοιτάζει με λάγνο βλέμμα, ενώ θωπεύει αλαφρά το ξίφος του.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Δεν έπρεπε Αλέξανδρε να βάλεις να τιμωρήσει ο Παρμενίων τον Δάμωνα και τον Τιμόθεο γι’ αυτό που έκαναν στις γυναίκες των μισθοφόρων….
[Με αγανάκτηση.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τις βίασαν… Δεν τις βίασαν;[Με ύφος εκούσιας απορίας που ενέχει σταγόνες επίγνωσης στ’ ακμαία φύλλα του μυαλού του.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ναι…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν προσιδιάζουν σε βιασμούς η γνώση και του θεού η τιμή….
Η ερμηνεία των ονομάτων τους έδωσε το τέλος η ετυμολογική ….[Με ύφος επιστήμονα της στοάς του Αριστοτέλη.] Το ευχαριστήθηκες πριν τους σκοτώσεις;[Τα μάτια του σε προσδοκίας εντυπώσεων αναμονή και σε φάση σελήνης τριών τετάρτων.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Δεν επιθυμώ να ομιλώ για το ζήτημα αυτό… [Αποστασιοποιημένος και με ύφος μετάνοιας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν η Στάτειρα ήταν τόσο πάγκαλη όσο η χλιδή της Περσίας
εν τούτοις δεν βεβήλωσα την τιμή της ˙ ούτε καν των οιστρογόνων σπόρων της που θα μου ’ταν τόσο εύγευστοι όσο εκείνη…[Με ύφος αποχυμωτή που τους καρπούς των σπόρων του έχει γευθεί.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Επειδή σέβεσαι τις γυναίκες απεκατέστησες ως άνασσα στην Αλικαρνασσό την Άδα, ανατρέποντας τον Οροντοβάτη;[Δίχως να τον πιστεύει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όχι αλλά επειδή άδει….Πάντως τα γλυκίσματά της δεν τα καταδεχόμουν…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Πίστευες ότι είχε τους κάλλιστους των οψοποιών;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όχι αλλά έχω τόση ζάχαρη στην όψη που δεν χρειαζόμουν το δικό της μέλι…[Γελάει.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Στην Βαρσίνη όμως υπέκυψες…[Ανενδοιάστως.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είχε ελληνική παιδεία…Χήρα του Μέμνονα πως θα ήταν δυνατόν να μην θυμάμαι την έννοια του ρήματος μέμνημαι; Και ήταν τω όντι πολύ χαριτωμένη….[Γελάει πονηρά.] Μην λησμονείς πως ο άνδρας της ο Ρόδιος και αρχηγός του περσικού στόλου πέθανε στης Λέσβου την πολιορκία….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Άρα η Βαρσίνη δεν θα γινόταν ποτέ λέσβια….[Γελάει πονηρά ενώ με τον παράμεσο του δεξιού του χεριού σχηματίζει το γράμμα ταυ στα χείλη.] Το κορμί σου λάμπει σαν το χρυσό των κρωσσών, των πυέλων και των αλαβάστρων με τ’ οποίο το καθάρισες στα λουτρά του Δαρείου….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η στίλβη μου είναι ανεπανάληπτη…. Και ανάμεσά μας να μας αποκαθαίρει ο Πίναρος ποταμός… Δεν θα μου χα'ι'δεύσεις τον τραυματισμένο μου μηρό;[Με ύφος Μέριλυν Μονρόε.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Δεν πέρασε από τότε πολύς καιρός;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πέρασε πολύ καιρός από τότε που θαύμαζα μέσα μου τα αρειανά σου ανδραγαθήματα….[Ο Φιλώτας επιφυλακτικός κάνει ένα βήμα πίσω.] Μην οπισθοχωρείς όπως οι βάρβαροι του Δαρείου….Σε θέλω κοντά εδώ …[Χτυπάει με το ξίφος του το ανάκλιντρο με Ρισελιέ βλέμμα.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Δεν έκανα μπάνιο στο λουτρό του Δαρείου…Δεν είμαι καθαρός…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Στον βασιλιά σου μην αντιμιλάς με άνοστες δικαιολογίες και να μην αψηφείς τις δικές τους επιθυμίες….[Χτυπάει με το χέρι στο κενό κάποιο σημείο του ανάκλιντρού του. Ο Φιλώτας ελαφρώς κομπιάζει και κάθεται στο άκρο του ανάκλιντρου με φόβο.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Είμαι ιδρωμένος…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Προτιμώ να ’σαι ιδρωμένος στο ανάκλιντρο μου παρά στα πεδία των μαχών…[Ενώ λουστράρει με μια σινδόνη το ξιφίδιό του και της αποστέλλει αναπνοές για το άχνισμα που διευκολύνει τον καθαρτήριο σκοπό.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Που φύλαξες την Στάτειρα και τις δύο της κόρες σε ιερούς και αμόλυντους τόπους για να βιώνουν μια παρθενική ζωή είναι μέγιστο αγαθό …[Αποπειρώμενος για την μεταστροφή του θέματος συζητήσεως.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πέρασε απ’ την λήξη της θητείας σου στην παρθενία εκ του σύνεγγυς πολύς καιρός;
ΦΙΛΩΤΑΣ: Αλέξανδρε απιόντων των ετών δεν ενθυμούμαι καλώς…[Τα μάτια του σε ορίζοντα πυραμίδας που ενεργοποιεί τους τάφους επιφανών Φαραώ για της ανάμνησης τον ενεργοποιούντα εγκιβωτισμό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κλίνε μου το ρήμα μέμνημαι για να εξαερωθεί η μνήμη σου…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ίσως καλλίτερα όχι….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ίσως καλλίτερα ναι….[Ο Αλέξανδρος με τα χείλη του σε καθοδική υγρασία του μπήγει το ξίφος του στον λαιμό.] Κάτι μου λέει πως θα το ήθελες κάπου άλλού….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ποιο αφέντη μου;[Με φωνή γεμάτη από γλωσσικούς τριγμούς.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:΄ Έτσι μπράβο Φιλώτα…Μπαίνεις στο νόημα…[Τον κοιτάζει με χερουβειμικό λάγνο βλέμμα.]Μαθαίνεις γρήγορα μαργαριταρένιο μου αγόρι…[Του δίνει στο μάγουλο ένα φιλί.]Εδώ στην Ανατολή είμαι ο αφέντης σου και το ιππάριον μου είσαι εσύ….Στην Μακεδονία όταν φθάσουμε θα με λες βασιλιά για τα μάτια του κόσμου…Να μάθουμε να υποκρινόμαστε εμείς οι ευγενείς….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μάλιστα αφέντη…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και θα κάνεις ότι σου ζητάει ο αφέντης σου εδώ στην εξόριστη ερημιά…Κατάλαβες;[Ο Φιλώτας κουνάει άλαλος, κάθιδρως και περιδεής το κεφάλι του.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μάλιστα αφέντη…[Σαν υποκείμενο νηπιαγωγού.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αρχίζεις βλέπω να συνηθίζεις πως εγώ είμαι το δένδρο και εσύ το χορτάρι…[Το ξίφος του υποχωρεί απ’ τον λαιμό του Φιλώτα ελαφρώς.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μάλιστα αφέντη…Εσύ επάνω…Εγώ κάτω…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μπράβο Φιλώτα…Ηδονή μεγίστη μου επιφέρει όταν βλέπω τα κεφάλι σου κοντά στα πόδια μου…[Ο Φιλώτας γονυπετεί.]Καλό ζώο ο Φιλώτας…Φρόνιμο και υπάκουο…Από αυτά που μου αρέσουν…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Σαν τις αλωπεκείς που κυνηγείς;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Περισσότερο από αυτές γιατί εκείνες τις θηρεύω ώστε στην πονηρία να τις απομιμηθώ …Ενώ σ’ εσένα την αθωότητα των ζώων εποφθαλμιώ να οικειοποιηθώ…[Με ύφος Πελέ κατακτητή.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μου φαίνεται αφέντη πως περισσότερο σου ’ναι αρεστό να φιλοσοφείς παρά τον οίνο μου να πιεις…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τον οίνο τον έχω μέσα μου σε ακατάπαυστη και απυρόβλητη ροή…[Αναμφισβητήτως.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Οι ιππείς των Θεσσαλών σου χρωστούν ευγνωμοσύνη για το ασήμι, τον χρυσό που τους παρέδωσες και τις γυναίκες των Περσών…[Με παιδαριώδη απυρόβλητο ενθουσιασμό και ξαναγίνεται κάθετος.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο πλούτος όταν ανιχνευθεί σ’ όλους πρέπει να διαμοιρασθεί…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Σαν το χέρι που είδες στο όνειρο σου ο Ηρακλής να σου τείνει όταν της Τύρου πολιορκούσες τα τείχη;[Ως ονειρομάντης που θέλει να επιβεβαιώσει τον σημαίνοντα ρόλο του στην αυτοκρατορική κοινωνία.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σαν αυτό το χέρι και σαν το όναρ που πολλοί κάτοικοί της είδαν ότι ο Απόλλων απ’ την πόλη τους απεδήμησε σε άλλο μέρος για να με συναντήσει…[Κοιτάζει την παλάμη του δεξιού του χεριού για ν’ αναγνώσει με τις οριζόντιες, τις κάθετες γραμμές και τα όρη της τον παρακείμενο, τον ενεστώτα και τον συντελεσμένο μέλλοντα.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Συμβόλιζε πως πολλούς βαρβάρους με την λύρα του και την γλώσσα του την ιαμβική θα εκπολιτίσεις….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο Σάτυρος ο αιχμαλωτισθείς και ο Απόλλων ο Αλεξανδριστής …Μ’ αυτές τις επευφημίες με χαιρέτισαν στην Τύρο…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Σαν την Τύρο…Σαν την Τύρο…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Φίλησέ μου τον ώμο…Σαν τον βώλο της όρνιθος…[Ο Φιλώτας υπακούει πρόθυμα υπό την απειλή του μαχαιριού.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μυρίζει λιβάνι στην Γάζα σου…[Σα να βάζει την μύτη του στην κατσαρόλα, ενώ βράζει το θεσπέσιο λουκούλλειο γεύμα εντός της.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τόσο ώστε ο Λεωνίδας πως στους θεούς πρέπει να αφιερώνει λιβάνι και σμύρνα αφειδώς και γενναιοδώρως να καταλάβει…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Στον φάρο σου κανένα πουλί και στο αλεύρι του δέρματός σου κανένας άνθρωπος απ’ όλα τα μέρη του κόσμου δεν θα πεινάσουν…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γι’ αυτό έβρεξε πολύ για να φθάσουμε μέσω της ερήμου στο ναό του Άμμωνα όταν στην Αίγυπτο εκστρατεύαμε…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Τα κοράκια που εξέθρεψες στην αγκάλη σου τον προορισμό υπέδειξαν…[Απομακρύνεται από κοντά του.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και αυτά είχαν εξουσία θεϊκή αφού χωρίς αυτήν να νοηματοδοτώ και να ηγούμαι όλων δεν θα ’χα την αρχή…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ο Θεός γιατί ήσουν ο άριστος όλων σε αγάπησε πολύ….[Με εφηβικό θαυμασμό προς τους θεούς.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο Θεός με αγάπησε ενώπιον όλων γιατί ήμουν ο άριστος όλων …[Μονολογώντας.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Εμένα μην μου στείλεις για γεύμα όπως έκανες στον Ηφαιστίωνα μικρό ιχθύ …[Σαν μικρό παιδί που ’ναι πανέτοιμο με το δάκτυλό του το στόμα του να γαλουχηθεί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θα προτιμούσα να σου έστελνα κάποιου σατράπη…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ελπίζω όχι γεροκομποδεμένου….[Ο Αλέξανδρος χαχανίζει αυτάρεσκα ιδώμενος τον εαυτό του στο κάτοπτρο του ξίφους του.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σίγουρα όχι πιο σφικτοδεμένου από εμένα…[Διαστέλλει με μανία τα μάτια του.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Δική σου η Κύπρος· δική σου και η Φοινίκη…Ο θάνατος του αρχηγού του περσικού στόλου στάθηκε να γίνεις η αλληγορική αφορμή και ο αφέντης της θαλάσσης…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και όχι μόνον…Στην Παμφυλία η θάλασσα μπροστά μου υπήρξε οπισθοχωρητική… Και η κρήνη της Λυκίας ξέβρασε μια αρχαία επιγραφή που υπεστήριζε πως ήλθε το τέλος της κυριαρχίας των Περσών…[Σαν μαγεμένος απ’ τις κατακτήσεις του.] Ο Φοίνιξ και η Αφροδίτη…Γι’ αυτό ο καθείς θα μ’ ερωτευθεί με αγάπη που αιωνίως θ’ αναγεννηθεί…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Θεός της θαλάσσης ήθελες να μετουσιωθείς…Μήπως εκτός από υιός του Διός είσαι και του Ποσειδώνα;[Σε απόσταση ασφαλείας απ’ τον Αλέξανδρο και το ξίφος του.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν το χέρι μου τρίαινα μπορεί να γίνει και συνάμα κεραυνός…
Ευτυχώς που δεν σε άκουσα για τα δέκα χιλιάδες τάλαντα που μου προσέφερε ο Δαρείος με την θυγατέρα του και την Ασία την Μικρή…Γιατί να έπαιρνα μόνον την Μυρμηγκοφορούσα όταν ήταν στο χέρι μου η Μεγάλη;[Με ύφος αδιαπραγμάτευτου νικητή.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ο Αλέξανδρος δεν είναι πλασμένος για πράγματα μικρά…Μόνον για έπη πελώρια….[Προς το κοινό φωνασκεί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πελώρια και ευτυχώς που δεν είμαι ο Παρμενίων…Αν ήμουν ο πατέρας σου ο Παρμενίων και τα τάλαντα θα λάμβανα και του Δαρείου την κόρη και την περιοχή ως τον Ευφράτη…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Αλλά ο Αλέξανδρος είναι ο Αλέξανδρος…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σωστή η ταυτολογία…Και ο Παρμενίων είναι ο περιώνυμος Παρμενίων…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Όνομα γονεωνυμικό…[Με ύφος ταπεινό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και κατά συνέπειαν διόλου πρωτοποριακό…[Με ύφος γνωστικής ασυμφωνίας.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ο Νικοκρέων όμως ηττήθηκε με χορηγό τον Θεσσαλό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Νίκησε τον Κρέοντα….Ενώ κυριαρχεί η βασιλεία…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ο Αθηνόδωρος με τον Πασικράτη νίκησε κάθε κράτος…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τα δώρα των Αθηναίων είναι μακριά απ’ την βασιλεία των Μακεδόνων…[Με ύφος απογοητευτικό.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Δεν έχεις τύψεις που η Στάτειρα πέθανε κατά τον τοκετό;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ως αδελφή και σύζυγος του Δαρείου διέπραξε σχέση αιμομεικτική και συνεπώς για τους θεούς μιαρή…Εξάλλου ήταν κάποιος οιωνός για τον Δαρείο…Πως οποιοσδήποτε καινός του σπόρος πέπρωται ν’ αποβιώσει…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μην λησμονείς πως ευρισκόμαστε στην Ανατολή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ναι…Στην Ανατολή…Στης αυτοκρατορίας μου την Ανατολή…Ποτέ δεν το ξεχνώ…[Σα να μην το πιστεύει.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ο Ωρομάσδης με διαβεβαίωσαν οι θεοί πως την ανέλαβε στην καρδιά του μετά την μεγαλοπρεπή της τελευτή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν έχω εκπλησθεί…[Ευφάνταστος.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Τίποτε δεν μπορεί να σε εκπλήσσει Αλέξανδρε….Η κατάκτηση του Γόρδιου που βασίλευσε ο Μίδας ήταν ένας ακόμη οιωνός ότι θα περιποιηθείς τον πλούτο των Περσών…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Με την κόψη του σπαθιού μου την δεινή στου Γορδιανού δεσμού πρόβλημα δεν υπήρξε επουδενί και όλο τον κόσμο από τότε είναι μοιραίο τούτο το σπαθί να κατακτεί…[Με ματιά αιχμηρή.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Με την κατάκτηση της Φρυγίας είχες και του Διόνυσου την ερωτομανία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και στα ύδατα του ποταμού Κύδνου την αργοπορία…Προτιμώ όμως του λουτρού του Δαρείου τα ύδατα …Οφείλεις να ζητήσεις μια συγχώρεση απ’ τον Φίλιππο τον Ακαρνάνα…[Ύφος μετά επιτάσεως.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Έχεις δίκαιο Αλέξανδρε…[Με σκυπτό το κεφάλι.] Το φάρμακο που σου έδωσε σε αναγέννησε…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και ο χορός ο γυμνός στην επιτύμβια του Αχιλλέως στήλη…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Την λύρα του Αλέξανδρου δεν επιζητείς;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όχι του συνωνόματού μου…Μόνον του ετερώνυμού μου και αγχίσπορού μου….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Οι κύκλοι και η στεφάνη συμβολίζουν Αλέξανδρε τις αιώνιες μαραθώνιές σου νίκες…[Με ύφος επιβεβαίωσης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όπως και την αξιομνημόνευτη ρήση στην επιγραφή των λαφύρων: Αλέξανδρος ο Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων…..[Παρατάει το ξίφος.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ακόμη και στην μικροψυχία των Σπαρτιατών Αλέξανδρε με παράπονο αδιόρατο εφάνης μεγάθυμος σαν τον λέοντα της Χαιρώνειας…[Κάνει έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό του.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι τριακόσιες ασπίδες των αιχμαλώτων Περσών που ’χα στείλει στην Αθήνα εξαιτίας των αισχρών έργων του πρόγονου του Δαρείου του Ξέρξη συμβολίζουν τους τριακοσίους νεκρούς του Λεωνίδα…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Αμαρτίες βασιλέων παιδεύουσιν επιγόνους και διαδόχους…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η μνήμη Φιλώτα…Η μνήμη του ελέφαντα…[Με το δεξί του χέρι χτυπάει το δεξιό του πλαγιομετωπικό αέτωμα.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ανεξίτηλη σαν τους βράχους του Γρανικού….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αλέξανδρος δε εστίν Έλλην…Αυτά τα λόγια ξεστόμισε ο Δημοσθένης για το πρόσωπό μου στην Εκκλησία του Δήμου ανταπαντωντας στον Δημάδη…[Οργίλος.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ποιος; Αυτός που τράπηκε σε φυγή μόλις είδε τα στρατεύματά μας ;[Ξεσπούν σε γέλια και οι δυο.]Ο δήμος του Άδη…Εχθρός των Μακεδόνων και ύπουλο σκυλί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τους βλέπεις τους δέκα μου ρήτορες;[Του επιδεικνύει τα δάκτυλά του και εκείνος κουνάει σαν κύνας καταφατικώς το κεφάλι που χαίρεται την επάνοδο του αφέντη του στην οικία.] Με την κοσμοκρατορία μου κατέκτησα και της Αθηνάς την σοφία…Ακόμη κρατώ ως λάφυρο το δώρο που αποφάσισαν οι Αθηναίοι μετά απ’ την αγόρευση του Αισχίνη, του Δημοσθένη και του Δημάδη: το περιώνυμο των πενήντα λίτρων στεφάνι….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Σ’ επέκριναν σφόδρα για την παύση του Αθηναίου στρατηγού Στασαγόρα….[Με ύφος παρθένας που ενώ έχει διαπράξει άλλου είδους συνουσία αποφεύγει να θυμάται το γεγονός.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ένας μάθε: είναι ο Στρατηγός-Αυτοκράτωρ: ο Αλέξανδρος και κανένας άλλος….Εγώ…Έγινα Φιλώτα αντιληπτός;
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μάλιστα αφέντη…[Με ύφος υποτακτικού αλόγου.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τελικώς ο ταχίππος είναι φίλος…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Η ιέρεια που εξεδίωξες όμως ήταν και αυτή Αθηναία…Γιατί προτίμησες να παύσεις αυτόν και όχι την άλλη;[Προσποιούμενος πως δεν γνωρίζει τίποτα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί ήταν άνδρας και η γυνή…Τις γυναίκες δεν τις διώχνουμε από κοντά μας…[Με προσποιητή τρυφεράδα.] Υπάρχουν για να θυμόμαστε το ανδρικό μας φύλο…Μάθε επίσης πως οι στρατοί και οι ίλες τους είναι κατώτεροι του θεού και των ιερέων του…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Δεν υποτάσσεται και δεν υπακούει ο Θεός τον στρατό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πολύ ορθώς….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μήπως όμως προτίμησες να κρατήσεις την ιέρεια και να καθαιρέσεις τον Στασαγόρα γιατί ήσουν επιρρεπής στην κολακεία;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ναι…[Μοιάζει στο πρόσωπό του έκλυση ηλιακής ενέργειας να υπάρχει.] Μου ’πε πως όταν μπήκα στο ιερό των Πλαταιών και ύφαινε το ιερατικό ένδυμα της Αθηνάς πως διάσημος θα γίνω και σε κάθε πόλη θα φανώ διαπρεπής σοφός…Ναι…Μπορεί να ’μαι στην κολακεία επιρρεπής ….[Με χαμηλωμένο το κεφάλι στο σεντόνι και ενώ κρατεί το σπαθί που το έχει ξαναπάρει στα χέρια του.]Αλλά εσύ είσαι στην προδοσία γονυπετής… [Μπήγει το ξίφος του στο κρεβάτι και το στρέφει απειλητικά στου Φιλώτα το λαιμό. Εκείνος από δέος τα μάτια κλείνει και στα πόδια του Αλέξανδρου πέφτει κατά γης.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μην με σκοτώσεις αφέντη.. Σ’ ένα γλωσσικό ολίσθημα υπέπεσα …Όχι σε αγώνα δραματικό…[Με Δείμο αληθινό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για αγώνα δεν γνωρίζω…Για επιστολές όμως ναι…[Σηκώνεται όρθιος.]Κάποιος με πληροφόρησε πως εσύ του ζήτησες να μου βάλει δηλητήριο στο φάρμακο για να πεθάνω και πως δική σου σκέψη ήταν να λάβει ως γυνή του Δαρειού την γενεή την Δαδιφάρτα….[Ο Αλέξανδρος ξαναμπήγει το ξίφος στην κλίνη με φορά σφαιρική.]Ανύψωσε τα μάτια![Ο Φιλώτας σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει το κρεβάτι.] Μήπως θέλεις να σε ξανατιμωρήσω με τον τρόπο αυτό.[Το μπήγει ολοένα πιο βαθειά και αισθησιακά.] Γλείψε το… Τώρα!
[Σε ιμπρεσιονισμό οχλοβοής.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μάλιστα αφέντη…[Γλείφει με την γλώσσα του τις δυο πλευρές του σπαθιού και με το ένδυμά του τις σκουπίζει. Ο Αλέξανδρος με ηδονή σαδιστική χαμογελεί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σ’ αρέσει το δικό μου σπαθί;[Με ύφος υπεροχής.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Πολύ…[Με φόβο ενώ συνεχίζει να το γλύφει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Απάντηση πολύ σωστή και ανατολική…Θέλω να το γλείψεις ως Τερψιχόρη….[Ο Φιλώτας με την γλώσσα του στο σπαθί ως Τερψιχόρη.]
Αρκεί…Πέτα το κάτω…[Ο Φιλώτας προθύμως υπακούει.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μάλλον ο Στασαγόρας ζήλευσε που την ιέρεια φιλοδώρησες με χρυσάφι…[Με ύφος που αρμόζει περισσότερο σε υπήκοο και λιγότερο σε φίλο αυτοκράτορα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ή φοβήθηκε μήπως καθαιρεθεί αφού μπήκε την στιγμή που κατέβαζαν τον αργαλειό και ο χιτών είχε ολοκληρωθεί…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ίσως ήταν και οιωνός πως στο μυαλό του δεν είχε σοφία πολλή…Αντιθέτως η πορφύρα στο ένδυμα της θεάς συμβόλιζε την σοφία σου την αυτοκρατορική…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μήπως λυπάσαι και εσύ όπως έλεγαν οι Αθηναίοι επειδή ζω και θα χαρείς άμα πεθάνω;
ΦΙΛΩΤΑΣ: Όχι αφέντη…Καθόλου…[Σε τόνο διαβεβαιωτικό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Απάντηση πολύ σωστή…[Μοιάζει σα ’να μην έχει πεισθεί.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Χαρακτήριζε ο Αισχίνης τους πολέμους αναιδείς ….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ενώ η διδασκαλία του Αριστοτέλη και των δέκα ρητόρων πολύ ευγενική…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Πιστεύω πως ζήτησες Αλέξανδρε την παράδοσή τους για ν’ αποκτήσεις ευχέρεια και στον λόγο εκτός απ’ την πολεμική σου αρετή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν επέχεις πολύ Φιλώτα απ’ την κάλπη την αληθή…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και δεν είχαν την ίδια αξία οι πολεμιστές των Αθηναίων μ’ εκείνους που ταπείνωσαν τον Ξέρξη…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σθεναρός δήμος και λόγος…[Σαν τον Οδυσσέα.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Δεν θα ’θελα απ’ το καλάθι σου εδώδιμα όπως έπραξες με τους νησιώτες του Πέλοπα….[Σα ’να χει γλιτώσει την θανατική ποινή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Προτιμούσα στην μάχη να νικηθούν παρά από λιμό να εκδημούν…[Με ύφος επιγραμματικό.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Κατέκτησες ακόμη και τον Δημοσθένη με τον περιβόητο σου λόγο: "Να ευεργετείς τους φίλους και τους εχθρούς σου να κάνεις φίλους για να ευεργετηθούν και εκείνοι…"[Ο Αλέξανδρος στο άκουσμα τούτων των λόγων μειδιεί.] Γιατί όμως συνέστησες στους Αιγύπτιους να παραμείνουν πιστοί στην καλλιέργεια της γης και απ’ τα σώματά τους εναντίον των Περσών κανένα να μην εκστρατευθεί;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί είναι ύπτιες αίγες και οι αίγες κατοικούν στην γη και πίνουν απ’ τα ύδατα αυτής…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Θέατρον ελευθερίας η Αθήνα Αλέξανδρε;[Με απορία ανακριβή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σκότωσαν τον Σωκράτη…Προσέβαλλαν παρά την στρατιωτική του δεινότητα τον Αλκιβιάδη…Φυλάκισαν τον Ευκλείδη…
Εξόρισαν τον Δημοσθένη…Για να μην ομιλήσω για τον Θουκυδίδη…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Τραγωδία παίζουν στην Αθηνά ή κωμωδία;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και οι δύο έχουν κοινή καταβολή και εκβολή…Σαν τις δυο όχθες του ποταμιού της ποίησης…Δεν ξέρεις αν είναι ορμητικό το ρεύμα και σε ποια εις τον φιλοτελισμό της θ’ απολήξεις…[Γελάει.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Άρα στο πολίτευμα της δημοκρατίας το θέατρο σε υπερβολικές δόσεις θα δύναται να παιχθεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Παρατήρηση λίαν οξυδερκής…[Ιδρωμένος.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Όπως και η επέλαση η σπαρτιατική…[Τον κοιτάζει με ηδυπάθεια.] Αλέξανδρε σε βλέπω δαμασμένο ήδη απ’ τα ύδατα του Κύδνου….Τα δάκρυα του σώματός σου τον θάνατό σου προμηνύουν…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην γίνεσαι μακάβριος Φιλώτα…Δεν σου ’ναι ταιριαστό…
ΦΙΛΩΤΑΣ:Απ’ το σώμα σου το λευκό αίμα του Ταύρου που καβάλησε ο Δίας είχε γίνει επιθυμητό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μέσα στον καύσωνα το ψυχρό και καθάριο σαν την ψυχή μου νερό…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Σε προικοδότησε όμως ο σπασμός και ο πρυτανικός πυρετός…
[Του πιάνει το μέτωπο.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Έσθιε, πίνε και παίζε Φιλώτα που η ματιά μου σε φιλεί….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ξάπλωσε στο χώμα Αλέξανδρε να γίνεις η Ταρσός και εγώ χτυπώντας παλαμάκια στο ξίφος σου ο Σαρδανάπαλος σου…[Ο Αλέξανδρος πλαγιάζει και ο Φιλώτας προσκυνώντας του τον φαλλό του αρπάζει και σε πηλό τον πλάθει.] Σου αρέσει Αλέξανδρε η περίεργη μου στάση;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τα παλαμάκια στον φαλλό μου που χτυπάς με κάνουν στο θέατρο μας τον καλλίτερο ηθοποιό…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Σε κρότο το πνεύμα που εμφιλοχωρεί εντός σου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Νομίζω Φιλώτα πως είμαι στους Σολούς και πως τον φαλλό μου ως ανάθημα θα ιάσεις στον Ασκληπιό…
ΦΙΛΩΤΑΣ:Η Αλήνια πεδιάδα των παλάμων μου θα σε κάνει ως Βελλερεφόντης να υποπέσεις απ’ το φαντασιακό της σπανιότητας του αλόγου στην γεωνακτικότητα της ευφορίας….[Με ύφος ονειρικό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Στην Ισσό συνέτριψα τον Δαρείο γιατί όσοι πολέμησαν ήταν ελεύθεροι ενώ οι δικοί του ήταν δούλοι…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και μην ξεχνάς…Άλλοι Έλληνες μισθοφόροι…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Υπέστησαν την ήττα γιατί δεν πολέμησαν για την ιδέα της μάχης αλλά για το χρήμα…[Με ύφος χρηματιστηριακής υποτίμησης.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Για ποιόν λόγο πολεμούν; Αλέξανδρε γνωρίζεις;[ερεθισμένος πολύ απ’ του Αλέξανδρου το παιχνίδι.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν χρειάζεται να γνωρίζουν πολλά…Και μόνον που πολεμούν δίπλα σ’ εμένα άλις εστίν…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Η εκδίκηση για την δολοφονία του πατέρα σου…Η απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας απ’ τον περσικό υποτέλειας ζυγό…. Ο θάνατος της τύρβης….Το τέλος της τυραννίας…Η επικράτηση στην ανατολή του φωτός γιατί ο ήλιος ανατέλει από εκεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και η διονυσιακή νίκη…[Με ύφος επιδιορθώσεων που στάζει προς το κατώτερο κενό.]
ΦΙΛΩΤΑΣ:Και η διονυσιακή νίκη Αλέξανδρε…Η φάλαγγα σου στα στενά θα κατανικήσει του Δαρείου τον πολυάριθμο στρατό….[Αναστενάζει απ’ τον ερεθισμό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πάντα στην φάλαγγά μου της αρέσουν τα στενά…[Του πιάνει την κόμη του ως συλλαβή μακρά. Ο Φιλώτας τον απωθεί και κάνει πέντε βήματα ευπετώς πιο μακριά.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Αλήθεια πως ερμηνεύεις Αλέξανδρε το γεγονός πως ο Δαρείος απολείπει το άρμα του μόλις συναντάει δύσχωρα φαράγγια;[Με ερώτημα περιπαικτικό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Φαντάζομαι πως ο ήλιος της δικαιοσύνης είναι μόνον στην πεδιάδα και όχι στα κακοτράχαλα χωράφια συμβατός…[Με ύφος τεκμηριωτικό.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Με τον ευσόνοπτό σου λοφιωδή λόγο θέλεις να πεις πως το φως και η αλήθεια συσχετίζονται και πρυτανεύουν σε νόρμες και κανονικότητες και όχι σε ανώμαλα εξουσιαστικά ρήματα και εξαιρέσεις….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Φιλώτα κάπως έτσι…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Πόσο μου λείπει το Νείκος….Ο Νεικώτας…Ο Νικώτας …. [Χαμηλόφωνα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είπες τίποτε Φιλώτα βαρυσήμαντρον;
ΦΙΛΩΤΑΣ: Είπα πως ο Δαρείος μετεβλήθη σε χειρότερο ποιητή απ’ τον Αρχίλοχο γιατί εκτός από ρίψασπις υπήρξε για το άρμα του, τον κάνδυ του και το τόξο του γονέας προδότης…[Ολοκληρώνει στην χούφτα του Αλέξανδρου που γεύεται το σπέρμα του για να γνωρίσει την ιδέα της ανιδιοτελούς φιλίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Οι τριακόσιες καμήλες του τι λες να συμβόλιζαν;
ΦΙΛΩΤΑΣ: Αφού τριάντα είναι συνήθως οι ημέρες του μήνα ίσως να ήθελε τον χρόνο πολλαπλασιασμένο σε δεκάδα με το μέρος του…[Με ηρακλείτια σοφία.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και όχι πως οι τριακόσιοι του Λεωνίδα ως νεκροί ήταν γεννημένοι για να τον υπηρετούν ως Άτλαντες;
ΦΙΛΩΤΑΣ:Πιστεύω πως όχι γιατί τότε θα έπρεπε τα μουλάρια του να ήταν επτακόσια όσα και οι Θεσπιείς νεκροί στην μάχη στων Θερμοπυλών…Πιστεύω πως συμβόλιζαν λάθρα αποθέματα ενέργειας υπό τον ήλιο για την αντοχή των υποτελών του….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Προπορεύονταν στην αρχή ασημένιοι του βωμοί όπου έκαιγε το αιώνιο ιερό πυρ….
ΦΙΛΩΤΑΣ:Εικός εστίν…[Γελάει.]Αφού στις δρομάδες είχε φορτώσει όλο του τον χρυσό και τις άμαξες του είχε πλαστουργήσει μ’ αυτό δεν του έμεινε και τίποτε για ν’ αφιερώσει στον θεό… Το πυρ που προήλθε απ’ τον ήλιο και το φυλάμε στους ναούς πάντα θα είναι ιερό γιατί από αγάπη είναι ποιητό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτό το πυρ δεν καίει και τίποτε δεν μπορεί να το αποσβέσει…
ΦΙΛΩΤΑΣ:Οι τριακόσιοι εξηνταπέντε νέοι που ακολουθούσαν τους μάγους και τους ιερείς;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πως ο χρόνος έπεται των μαγικών θυσιών και των ιερών τελετών αφού οι θεοί, η φύση και οι μυστικές της ενέργειες δεν υπόκεινται σ’ αυτόν…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ή πως ο χρόνος είναι πάντα με το μέρος των νεκρών κοριτσιών και αγοριών…Οι ιπποκόμοι που οδηγούσαν τις άμαξες γιατί λευκώλενοι;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί του ήλιου το φως δεν είναι από χρυσό αλλά από σύννεφο αγνό…[Με επανάπαυση παντογνωσίας.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Γιατί οι ιππείς του Δαρείου ήταν από δώδεκα έθνη επιλεγμένοι;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί δώδεκα είναι οι ώρες της ημέρας και της νυχτός….Και όσο γρήγορα αποχωρεί το σκοτάδι άλλο τόσο γρήγορα έρχεται της ημέρας το ασπρουδερό χνουδωτό φως…[Με ύφος μεγάλου διδασκάλου των νόμων των συμπαντικών.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και όχι γιατί το ισοστάθμισμα του χρόνου μεταβιβάζεται στον ζυγό των πολεμικών τεχνικών;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και γι’ αυτό…[Σε τόνο συγκαταβατικό.]
ΦΙΛΩΤΑΣ:Οι πορφύρες που φορούσαν οι νεανίες…[Σα να συμπληρώνει στο τετράδιό του προφορικού τύπου σημειώσεις.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το αίμα στον πόλεμο που θα θυσιάσουν…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Κα ο Δαρείος γιατί ήταν πλαισιωμένος πιστεύεις απ’ τις δέκα χιλιάδες των αθάνάτων του;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Σε υπερυψωμένο όμως θρόνο Φιλώτα…Γιατί η εξουσία σε περιβάλλει με την αθανασία που σου καταλογίζει η ιστορία και σε ανυψώνει στην αλαζονεία…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και γιατί οι δάσκαλοι ήταν στο τέλος της πομπής και οι παραμάνες των παιδιών;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί η διδασκαλία και οι οικιακές τέχνες είναι δευτερεύουσες προτάσεις που επεξηγούν τα κύρια νοήματα της εξουσίας…
ΦΙΛΩΤΑΣ:Τι λογής;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σίγουρα συμπερασματικές απαρεμφατικές…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και όχι χρονικουποθετικές ή ενδοιαστικές…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το παρελθόν δεν επιδέχεται υποθέσεων τουλάχιστον για όσους το έχουν βιώσει…[Με την δεξιά παλάμη κάθετη και τα δάκτυλα κλειστά.]Και για τους έχοντας κύδος και εξουσία που υποφέρουν απ’ την λειψυδρία των ενδοιασμών…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Στις ληκύθους και στους λουτήρες της γλώσσας σου Αλέξανδρε προελαύνεις σ’ ένα μπάνιο στα βάλσαμα των ονείρων του Δαρείου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτό θα πει βασιλιάς…Στο λουτρό του Αλέξανδρου και όχι του Δαρείου…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Με την Σισυγάμβρη, την Στάτειρα, τις θυγατέρες και τον γιό του…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Την Στάτειρα την αιχμαλώτισα για να μάθει να ήταν γυναίκα και ταυτοχρόνως αδελφή του…[Με μίσος.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Έθιμα περσικά και τελείως μηδικά στα πατροπαράδοτα ελληνικά ….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν γνωρίζω αν θα επισκεπτόταν τους τραυματίες του στρατού του ο Δαρείος σε περίπτωση που ήταν τετρωμένος στον μηρό από ξίφος…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μάλλον όχι γιατί κατέφυγε στον Ευφράτη ο Δαρείος για να σταθεί το τρίτο πρόσωπο ανάμεσα σ’ εσένα και σε εκείνον…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν θα ευφρανθεί ούτε φράγματα θα προλάβει ν’ αποθέσει πολλά και καλά… Εγώ δε των Ελλήνων ηγεμών κατασταθείς…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μην απολογείσαι..Αυτός σκότωσε τον Αρσή παραβιάζοντας το περσικό έθιμο…Και εσύ του απεύθυνες τον λόγο ως ίσο προς ίσο…[Με αγάπη αδελφική.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Δεν θ’ αναφέρεις και τίποτε για τους Έλληνες πρέσβεις που απελευθέρωσα…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Τον Θεσσαλίσκο εκ Θηβός για την ευγενή του καταγωγή…Τον δε Διονυσόδωρο γιατί υπήρξε ολυμπιονίκης…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και όχι γιατί έφερε μαζί του τα δώρα του Διονύσου;
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και γι’ αυτό Αλέξανδρε…[Το αναλογίζεται με περισσότερο στοχασμό.]Λέγεται πως τον Ιφικράτη τον κρατάς κοντά σου απ’ την μεγάλη αγάπη που τρέφεις για την πόλη των Αθηνών και λόγω της μνήμης για την δόξα του πατρός του…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Υπάρχει κάποια δευτερολογία επάνω σε αυτό;[Με αρκετή δόση ειρωνείας.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ξέρεις Αλέξανδρε…[Με πονηρό βλέμμα κάνει μια σφαίρα γύρω του.] Πολλοί λένε στο στρατόπεδο πως δεν το κάνεις τόσο από την μεγάλη σου αγάπη για την Αθήνα αλλά και γιατί έχεις αιχμαλωτίσει τον Ιφικράτη από θωμασμό για τις αρετές του…[Σε ύφος επίφθονο.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τι εννοείς;[Με ύφος οργισμένου στρατηγού.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Λέγεται πως οι τύραννοι όταν βλέπουν κάποιον να εξέχει τον κρατούν κοντά τους αφενός μεν για να τον επιβλέπουν αφετέρου δε για να μιμούνται ή και να υιοθετούν τα εμβλήματά τους τα σταυρωτά …[Ο Αλέξανδρος καγχάζει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν κατανοώ τι συμμερίζεσαι…[Ως χαμηλοβλεψίας.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Αλέξανδρε…Ξέρω τι κάνεις τις νύχτες με τον Ιφικράτη…[Με επίφθονη ζήλεια.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αφού ξέρεις φρόντισε να τα ξεχάσεις και να σκίσεις απ’ τις εφημερίδες τις διαδόσεις και τις δοξασίες του στρατού για εμένα και τον Ιφικράτη ή τον Ευθυκλή…[Κραδαίνει απειλητικώς προς το μέρος του το ξίφος.]
ΦΙΛΩΤΑΣ:Η υποτείνουσα αναρωτιέμαι ποια θα ’ναι…[Με γουρλωμένα τα μάτια.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είπα π-α-ύ-σ-ε…..[Συλλαβιστά και με ένταση.]
ΦΙΛΩΤΑΣ:Ας μετατοπισθεί λοιπόν το θέμα κάπου αλλού λοιπόν…[Με αληθινό φόβο.] Την Τύρο πολλοί λένε ότι την κατέκτησες λόγω του ιερού του Ηρακλή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Έπρεπε με κάθε θυσία να κατακτηθεί γιατί έτσι η ρώμη και η πολεμική μου ανδρεία θα ’χε εδραιωθεί και διαδοθεί…[Ακλόνητος και απομακρύνει απ’ τον Φιλώτα το σπαθί.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και όχι γιατί ήθελες ο περσικός στόλος στο Αιγαίο ν’ αποκοπεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το ένα το άλλο δεν αναιρεί…Έπρεπε όμως η εξουσία των Περσών στην Τύρο να ’χε καταλυθεί γιατί ο πόλεμος στον ελληνικό χώρο θα ’χε επεκταθεί…[Με αγάπη για τα κατορθώματά του.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Με την Τύρο κατακτημένη η Κύπρος, η Αίγυπτος και η Φοινίκη στον στρατό μας εύκολα θα είχε περιέλθει…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σε αντίθετη περίπτωση το ναυτικό των Περσών θα μπορούσε να συμμαχήσει με το πεζικό των Σπαρτιατών και των Αθηναίων που συμπολεμούν περισσότερο από φόβο παρά από εύνοια…[Σε πολεμική έξαψη.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Οι διφθέρες που φορούσαν οι στρατιώτες μας στην Τύρο συμβολίζουν μάλλον το γεγονός πως στον πόλεμο οι άνδρες αποκτούν το περίβλημα ζώου για ν’ αποπροσανατολίσουν τον εχθρό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν και οι πύργοι μας κάηκαν απ’ τις πανουργίες των Τύριων…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Επειδή οι δύο μας πύργοι ήταν ξύλινοι…Αν και κατέκτησες την Αραβία για των πλοίων μας την δημιουργία…[Με ποιητική ευφορία.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και τα ακόντιά τους πυροφόρα…
ΦΙΛΩΤΑΣ:Ενώ οι ογκόλιθοι των Τιτάνων στην θάλασσα αποτελούσε κώλυμα στην γιγαντομαχία μας…Τελικώς Αλέξανδρε ήσουν υπεράνω χρημάτων…[Με ιδεαλιστικό θαυμασμό.]Τώρα που ο Δαρείος αποτελεί παρελθόν και τα χρήματα του τα έχεις δικά σου και την κόρη του μπορείς να νυμφευθείς εάν θέλεις και όλη την Ασία να έχεις δικιά σου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί δεν είμαι ο Παρμενίων…Και τα δέκα χιλιάδες τάλαντα μου είχαν φανεί ανάρπαστα…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Απέκτησες πάρα πολλά με τον εξανδραποδισμό των τριάντα χιλιάδων της Τύρου…Πως αισθάνεσαι γι’ αυτό;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είμαι ο βασιλιάς του κόσμου![Γελάει.]
ΦΙΛΩΤΑΣ:H Γάζα γιατί ήταν σε μέρη λασπώδη και θαλάσσια αβαθή κτιστή;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πάντα θα υπάρχουν τα βαλτώδη μέρη οπου υπάρχει γάζα στο χέρι και στο πόδι …[Ξαναγελάει.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Το χώμα ανέλκυσες κυκλοτερές και το έκανες εφάμιλλο με των Γαζαίων τα τείχη…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο λίθος Φιλώτα προτού γίνει λίθος ήταν για αιώνες χώμα…Ο ήλιος τον στέγνωσε και του κόσμου η ερημιά….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Το βέλος του Πάρη σε βρήκε στον ώμο και όμως εσύ συνέχισες τον δρόμο σου απερίσπαστος στο να παρθενοκόψεις των υμένων Γαζαίων τα τείχη….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σκότωσα εκεί δέκα χιλιάδες και πούλησα ως δούλους πολλά γυναικόπαιδα…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Φοβερή πραγμάτεια Αλέξανδρε εστάθη η Γάζα…[Θαυμάζει την κόμη την περίλαμπρη του Αλέξανδρου.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Τον περιέφερα τον διοικητή της πόλης τον Βάτη με το άρμα μου…Σαν τον Έκτορα….
ΦΙΛΩΤΑΣ:Ο Νεοπτόλεμος…Ήταν ο συνειρμός…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ναι, Φιλώτα…Ο Νεοπτόλεμος…[Συμφωνώντας και επαυξάνοντας.]
ΦΙΛΩΤΑΣ:Γιατί όταν έφθασες στην Αίγυπτο είχες το Νείλο στα δεξιά σου;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί η Ηλιόπολη ήταν στην όχθη του την αριστερή…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Θυσίασες και στον Άπη…[Σε επιδιορθωτικό τόνο.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Tαύρος της Αφρικής…Γι’ αυτό και μελανός με τον ήλιο στα κέρατά του…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Αλληγορία της αέναης αποκάλυψης της μοιχείας…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ή πως ο ήλιος φωτίζει την ύλη και το σκοτάδι…
ΦΙΛΩΤΑΣ:Ανάμεσα στα κέρατα που επικοινωνούν …[Βυθισμένος στην αγάπη που τρέφει προς τον Αλέξανδρο.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ζήλεψε η Ίσιδα: Εγώ ειμί πάν το γενόμενον, το όν και το εσόμενον…[Σαν θεός.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ήθελε να πει η θεά πως ο νους της ξέρει όλα όσα έγιναν, γίνονται και θα γίνουν ως μια πολλαπλότητα σκέψεων…[Ως ερμηνευτής των Γραφών.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μια πολλαπλότητα σκέψεων που έχει την ερμηνεία της στην θεοποίηση και στην μαζική λατρεία…[Παρασυρμένος απ’ το πάθος της επέκτασης της αυτοκρατορίας συνταυτιζόμενης με το αντωνυμικό του εγώ.]
ΦΙΛΩΤΑΣ:Έχει η θεά την ιδιότητα να συναγείρει την ενέργεια των πιστών της, να την αφομοιώνει και με μεγαλύτερες δόσεις αληθείας να την ξαναμεταδίδει….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ένας νοητικός κανωβισμός…[Συμπερασματικός και απαρεμφατικός.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Τον οποίον οι θνητοί στην αναμεμειγμένη άμμο της Σίβα δεν δύνανται να δούνε…[Με ύφος επιτίμησης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Ήταν το μεσημέρι το νερό στου Άμμωνος Διός το ιερό παγερό….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Εκτός τόπου και χρόνου όπως η κάθε προφητεία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτό το νερό δεν γνώριζε τους νόμους της φύσεως…Έκανε την ημέρα νύχτα…[Με μυστηριακή φωνή.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ή είχε καθυστερημένη αίσθηση των ιδιοτήτων του χρόνου…Ή πως ο ήλιος το πάγωνε…Και η νύχτα το θέρμαινε στην αγκαλιά της…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ανάμεσα σε ελιές, φοινικιές και ήμερα δένδρα…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Γιατί αλλού υπάρχουν τα εξαγριωμένα που με τα κλαδιά τους θέλουν δια παντός στην γη να σε προσλάβουν…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γι’ αυτό τα θέσφατα είναι δοσμένα απ’ τις ελιές της Αθηνάς και οι φοινικιές τις επαναλαμβάνουν…
ΦΙΛΩΤΑΣ:Το ορυκτό αλάτι γιατί πιστεύεις Αλέξανδρε οι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούν για να τελούν θυσίες;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί οι θεοί πάντα έχουν μεγάλη όρεξη και το αλάτι νοστιμίζει το εδώδιμό τους και τους την ποιεί μεγαλύτερη…[Γελάει.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και γιατί προτιμούν το αλάτι το ορυκτό απ’ το θαλασσινό;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί οι Αιγύπτιοι τον Πλούτωνα τιμούν ενώ τον Ποσειδώνα απ’ ότι φαίνεται περιφρονούν….[Με αφελή διάθεση και περιπαικτική.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Αν στέγνωναν τα δάκρυα του Ποσειδώνα απ’ τα μάτια του ήλιου οι Αιγύπτιοι θα ’χαν εξίσου καθαρό αλάτι ορυκτό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η θάλασσα με το άλας της πάντα νοστιμίζει τον διάκοσμο των αθάνατων και των θνητών…[Με ύφος αλχημιστικής μαγειρικής.]
ΦΙΛΩΤΑΣ:Ένας αναστοχαστικός αφορισμός…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Ούτως ή άλλως Φιλώτα η προφητεία δεν έχει ουδεμία μέθοδο λογική… Η μπορεί να υπάρχουν τόσες πολλές προφητείες όσα και είδη λογικής….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και τόσες θυσίες για εκλείψεις σελήνης…[Με αναστεναγμό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Χωρίς τον ήλιο Φιλώτα η γη θα ’χε πάντα σκοτάδι…Και χωρίς την θηλυκή του πλευρά που ενσαρκώνει η σελήνη τα χαμερπή όντα θα έβγαιναν όλα στην επιφάνεια ανενδοίαστα φωτός….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Πάντα Αλέξανδρε πρέπει να κάνουμε θυσίες όταν χάνουμε κάτι…
Για να μην το ξαναχάσουμε…Ή για να ξαναέλθει…[Με ονειροπόληση.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Ή ίσως γιατί θυσιάζουμε την ύλη για να δώσει τροφή στου ήλιου και της σελήνης το πνεύμα…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ο ήλιος και η σελήνη Αλέξανδρε δεν διαθέτουν στομάχι…[Με το ύφος Νιλς Χόλγκερσεν.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν διέθεταν θα έτρωγαν τις θυσίες που τελούμε στους βωμούς τους;
ΦΙΛΩΤΑΣ:Αναντιρρήτως όχι Αλέξανδρε…Δεν έχουν όμως ανθρώπινες ανάγκες…Όπως εσύ και εγώ….Ούτε γλώσσα γι’ αυτές τις ανάγκες, μήτε γεύση και μιλιά…Γιατί έχουν γεννηθεί μόνον για να δίνουν…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τι θέλεις να πεις με αυτό; Πως έχω μάθει πάντα να λαμβάνω και ποτέ να να δίνω;[Με αιχμηρότητα κεραυνού στην ματιά σε ασημένιες αποχρώσεις.]Ω…[Τα μάτια του σε καθοδική περιβολή απ’ το εμφωλιάζον πνεύμα του.] Να ομιλείς μόνον για τον εαυτό σου…Να περικόπτεις την πρώτη αντωνυμία και να δανειοδοτείς με την δεύτερη μόνον τους πλόκαμους των φθόγγων σου…Οι ανάγκες των θνητών είναι αδιάθετες για τους θεούς….
ΦΙΛΩΤΑΣ:Οι περισσότεροι γίνονται θεοί μετά τον θάνατό τους…[Ως ουδέτερος παρατηρητής.]Εσύ έχεις πνοή ακόμη στο στόμα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Εγώ είμαι η τρανότερη απόδειξη πως έγινα θεός προτού καν υπάρξω για να ζήσω ως θεός και ν’ αποθεωθώ ως το τέλος με τον θάνατό μου…
Γι’ αυτό πάντα νικώ και υπερτερώ…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Αν χιλιετίες μετά τον θάνατό σου Αλέξανδρε σε μνημονεύουν οι θνητοί θα έχεις επιτύχει στο βάπτισμα της αλήθειας των προτάσεών σου το ορθόν….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το έχω ήδη πετύχει…Η διαρπαγή της Ασίας και η ένωσή της με την Ευρώπη και την Αφρική δημιουργούν την πυραμίδα των εκπορθήσεών μου…Τρεις γυναίκες και ερωμένες και εγώ πάντα στο κέντρο τους…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Καμία όμως σαν την Αλεξάνδρεια… Την Αλεξάνδρεια Αλέξανδρε ποτέ δεν θα την χάνεις…Θα την βρίσκεις πάντα μπροστά σου…[Με συριστική εκδικητική μανία.]Ως όνομα κατ’ επανάληψιν…Ως ερωμένη που δεν σαγηνεύθηκε απ’ τους μαγικούς βολβούς των ανατολίτικων πλέον οφθαλμών σου…Ως την ιδέα πάντα πριν το τέλος της…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν δεν σε γνώριζα καλώς Φιλώτα θα πίστευα πως την ζηλεύεις…[Με στόμφο υπερηφάνειας.] Ναι…Λοιπόν…Καμία σαν την Αλεξάνδρεια και τους επερχόμενους βασιλείς της…[Με κομπασμό.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Την περιτείχισες με σημάδια της Δήμητρας από σιτάρι…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σε κύκλο πάντοτε για να ’ναι σε αιώνια ευδαιμονία και πλούτο σημαίνοντα να ’χει…Τα Ελευσίνιά μου αποκαλυπτήρια…[Σα’ να βρήκε τον σκοπό της ζωής.]
ΦΙΛΩΤΑΣ:Γιατί μόλις έμαθες περί της συλλήψεως των αποστατών σε διακατέλαβε σφοδρότατη επιθυμία να προσφύγεις στο μαντείο του Άμμωνος Ρα στην Λιβύη;[Με μισόκλειστα απ’ τον φόβο του δυνάστη μάτια.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί παρουσιάζεται με την μορφή κριού αφού ο ήλιος αποστέλλει με επίθεση τις τρίχες του στον πλανήτη…
ΦΙΛΩΤΑΣ:Είχε σταλλεί ο Περσέας απ’ τον Πολυδέκτη για το ζήτημα της γοργόνας Μέδουσας….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τα μαλλιά της σαν φίδια…Συμπυκνωμένες σκέψεις και σε ακανόνιστο παράλογο ρυθμό…Αυτό ήταν το θύμα του Περσέα που έπρεπε να σκοτώσει για ν’ αποθεωθεί η λεπτότητα και τα φτερά των ιδεών σε ευδιάκριτα χωράφια και ενταγμένα σε οργάνωση πλήρη και τέλεια…[Ως μυθολογικός καρυοθραύστης.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Λογική αλληγορία στον μύθο του παραλογισμού…[Με ύφος φιλικό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Γι’ αυτό και μέχρι το Παραιτόνιο είχα απ’ την μια μεριά την θάλασσα και απ’ την άλλη την έρημο…Ο παραλογισμός της γης….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ευτυχώς λοιπόν που ο Ποσειδώνας καλύπτει και τα μυστήρια του Πλούτωνα…[Με ύφος εραστή που κρύβεται κάτω απ’ το νόμιμο κρεβάτι.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και ο Αλέξανδρος που στις όχθες του Νείλου γεφυροποιεί…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Για να μην υπάρχει η έρημος…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όπως στους μηλοφόρους Πέρσες…Θάλασσα η αμαρτία τους….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Τα δρεπανηφόρα τους άρματα συμβόλιζαν τον θάνατο που σκόρπιζαν για να διασπάσουν την φάλαγγά μας…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δίχως την άλογη ορμή της ζωής που τα πάντα οδηγεί ο θάνατος δεν θα είχε καμία πια ισχύ…[Με ρητορική διάθεση.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Γι’ αυτό οι ακοντιστές μας σκότωναν τ’ άλογα και τους αναβάτες τους…. Πως αισθάνεσαι Αλέξανδρε που σκοτώναμε τους ιππείς τρέποντάς τους σε φυγή;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ποτέ μην διαθέτεις την πλάτη στον εχθρό σου σε αντιστροφή γιατί σίγουρα θ’ αρπάξει την ευκαιρία για να σου επιτεθεί…[Κοιτάζει προς τα πίσω με σπουδή.]Στην υπαναχώρηση μόνον όλεθρος μπορεί να προκληθεί…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Η σύνοψη που έκανες Αλέξανδρε είναι εύγλωττη για το απτόητο μακεδονικό μας ιππικό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Ανησυχώ για τον Ηφαιστίωνα…Τραυματίστηκε τόσο σοβαρά σ’ αυτή την μάχη…[Με ύφος αμφιταλάντευσης για το κρίσιμον των περιστάσεων.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και για τον Κόινο ή τον Μενίδα θα έπρεπε ν’ ανησυχείς αλλά ο νους σου είναι πάντα στον Ηφαιστίωνα επικεντρωθείς…[Σφίγγει ένα ακόντιο που βρήκε πεσμένο στο έδαφος από έναν συμπολεμιστή.]Στον Ηφαιστίωνα…[Το σφίγγει δυνατότερα με πολύ μεγάλη πίεση.]Πάντα…[Με κρατερή φωνή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Σε πληροφορώ πως δεν έχω καιρό για χάσιμο…Ο Δαρείος κατευθύνεται προς τα Άρβηλα εξ’ όσων έχω πληροφορηθεί…[Ο λόγος του ταχύς και καλπάζοντας δεν εκλαμβάνει καμία αναπνοή.]Θα πρέπει απ’ το ιππικό μου να καταδιωχθεί και με τιμές να αιχμαλωτισθεί, ώστε η παντοδυναμία μου στον ασιανό χώρο ποτέ να μην αμφισβητηθεί αλλά ως τα πέρατα της γης να διασπαρεί…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Εγώ νομίζω πως στου Ηφαιστίωνος την σκηνή θέλεις να φιλοξενηθείς και από κοντά μου πάλι με πρόφαση τον Δαρείο ν’ απομακρυνθείς …
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Μη νομίζεις…Μόνον πίστευε…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Φύγε λοιπόν και πήγαινε στην συντροφιά του μελαινοφορεμένου σου εραστή… [Πασιφανώς ενοχληθείς.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτό θα πράξω αυτοστιγμεί…
[Ο Aλέξανδρος αποχωρεί και τον Φιλώτα αφήνει μοναχό του το ακόντιο του να περιπαίζει σαν Περσών στολή.]
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[Το θέρος του 330 π.Χ στου Αλέξανδρου την σκηνή σε κάποια περιοχή της σημερινής Περσίας και σίγουρα μετά την 17η Ιουλίου εκείνου του έτους θα εκτυλιχθεί. Ο Φιλώτας ομόκλινος με τον Αλέξανδρο τρώει σταφύλι απ’ το χέρι του Αλέξανδρου. Ο τελευταίος του θωπεύει την παρυφή του γοφού του που έχει κλίση προκλητικώς προς το κοινό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Να ποια είναι η αυτοκρατορία μου….[Του φιλάει και του δαγκώνει τον γοφό.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Γιατί το κάνεις αυτό;[Συλλαβιστά λόγω της κατάποσης των καρπών και με φωνή που προέρχεται απ’ τα έγκατα της γης σπαρταριστή όπως ένας ιχθύς.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να σκοτώσει τ’ άγρια θηρία σου…Τις άρκτους…Τα λιοντάρια…Και τις αλωπεκείς…[Ο Αλέξανδρος παιχνιδίζει.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και όχι τους οίκους των καμήλων….Αυτοί υπάρχουν μέσα μου για να σου θυμίζουν την ήττα του Δαρείου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η μάχη που κέρδισα έγινε την ενδέκατη ημέρα μετά απ’ την έκλειψη σελήνης…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Έμβολο εκδίκησης για την έλλειψη ρομαντισμού…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ή υποταγμένου φωτός….Λειψού….Ανάπηρου…Σαν τους προγόνους του που βεβήλωσαν τους Έλληνες και τις πόλεις τους…Που κατέκλεψαν το φως…. Που ο Ξέρξης προσπάθησε να κατακλέψει το δικό μας βιός…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Τ’ αναθήματα στον Φόβο, τον πρέσβη του Άρεως στην γη έπιασαν τόπο….[Γελάει η ηβική του περιοχή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το έκανα όταν οι Μακεδόνες κοιμούνταν για να μην έχουν της μάχης τον φόβο αλλά αυτός να μεταδοθεί στον ένοπλό του στρατό, προσελκυόμενος και εμβόλιμος απ’ των πυρσών τους το φως…[Με ύφος Ιταλού που συμμετέχει σε μυστικές συμμαχίες.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Αλέξανδρε είσαι του λόγου η ιδιοφυία… [Ο Αλέξανδρος ένα φιλί στο στόμα του μεταδίδει, ενώ πλάθοντας νοητικά παλάτια συνεχίζει στον μουσαμά τον γοφό του να φτερουγίζει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν δίνω ποτέ μάχες νύχτα…Μόνον στου ήλιου την προβοσκίδα…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ποτέ δεν με ακούς Αλέξανδρε…Ούτε όταν τρις στην σκηνή σου εισήλθε ο πατέρας μου για να σε ξυπνήσει ώστε να ’σαι σε θέση να πολεμήσεις, ενώ δεν είχαμε νικήσει…[Με το ύφος της προσμονής της αυτοκρατορικής δωρεής.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όταν σταματάει η περιπλάνηση και η καταδίωξη εκεί ενοικεί η νίκη….Αλλά…[Τον κοιτάζει με λαγνεία.]Αν ήσουν κάθε βράδυ δίπλα μου στην σκηνή να ’σαι σίγουρος ότι θα ξυπνούσα σαν στρούθιον βλέποντας τα μάτια στο σίμο καταιέτιόν μου…Κάθε φορά που σε ενορώ περισσότερο χαμογελώ…[ Ο Φιλώτας του φιλάει την ρώγα του δεξιού του στήθους και την πιπιλίζει σαν μωρό.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Αλέξανδρε…Της καρδιάς μου το μύρο στα χείλη της ανατολής σου ρευστό…. [Αναστενάζει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σου λείπει το σιδερένιο μου κράνος απ’ τον Θεόφιλο χειροπιαστό;[Γελάει ως παιδίσκη.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Το ασημοφαίνον και στιλβωτικό;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Επειδή αγαπούσε τον Θεό…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ο σικελικός σου ζωστήρας που να ’ναι Αλέξανδρε;[Του περισυλλέγει το άνω μέρος της ηβαίας του περιοχής και μια καραβέλα σχεδιάζει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θα πρέπει να τον έχασα όπως και τον Παρθενώνα στην μάχη…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μου λείπει το ξίφος σου Αλέξανδρε….Δώρου δοθέντος απ’ τον ρήγα του Κίτιου…[Κοιτάζει του Αλέξανδρου τον απριαπικό φαλλό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Του Κίτιου…Η Αφροδίτη στις επιθυμίες μου είναι πάντα δεκτική…ΦΙΛΩΤΑΣ: Κάπου εδώ κοντά είναι με την συνοδεία της και μας παρακολουθεί ….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Που ακριβώς Φιλώτα;
ΦΙΛΩΤΑΣ: Να…Εδώ…[Του πιάνει τον ομφάλιο λώρο και γονατίζει για να του τον γλύψει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Από εδώ γεννιούνται και τρέφονται τα μωρά….
[Το κορμί του συντρόφου του μοιάζει να ποθεί.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και εδώ τα ένθετα πετράδια…[Κάμπτει τον λαιμό του ακόμη πιο κάτω και τα κρηπιδώματα του πέους του Αλέξανδρου με την σκούπα του εκτροχιάζει απ’ την βάση.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η γλώσσα σου Φιλώτα είναι νεκταρένια….[Με κλειδαμπαρωμένα τα μάτια.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Πιεζόμουν στην μάχη και απ’ τις δυο μεριές….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η πίεση είναι κάθε μιας μάχης το αναγκαίο συστατικό …Τι να τις κάνεις τις αποσκευές σου αφού όταν κερδίσεις θα παραλάβεις και αυτές των εχθρών σου;[Με ύφος ανυπόκριτο.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Το ξίφος σου παρόλα αυτά πούπουλο και σε βαφή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο έρως είναι τέχνη και έχει τεχνική ώσπερ η ζωγραφική….
[Ο Φιλώτας την κόμη της ύδρας του Αλέξανδρου αναδεύει.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Την χλαμύδα σου απ’ τους Ρόδιους αναζητώ…[Του προσλαμβάνει
με τα χέρια του στα τυφλά το βόρειο ημισφαίριο του στήθους του, ενώ η γλώσσα έναν περίπλου στο νότιο ποιεί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Επειδή η ζωή μου ήταν ρόδινη και σε συστολή…[Γελάει ενώ
χτυπάει με μανία τους γλουτούς του Φιλώτα.] Την φοράδα που διέφυγε ο Δαρείος θα ’θελα να ’χα…Εξαρκούμαι στην δική της ζωγραφική…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Τους κατεδίωξες στο κέντρο και διέλυσες τ’ άκρα τους…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ξέρεις…[Κοιτάζει το χέρι του αν είναι καθαρό και απ’ την εσοχή και απ’ την εξοχή του, το ξανατοποθετεί στην έδρα, ενώ με το άλλο παίζει τον φαλλό του Φιλώτα περιμένοντας τον οργασμό του ως τρίτη πράξη για να πολλαπλασιασθεί απ’ την πρώτη πράξη.]Πολλοί λένε πως ο πατέρας σου ο Παρμενίων απεδείχθη νωθρός στην μάχη…Εσύ πως ερμηνεύεις αυτή την στάση;[Σε ύφος ανήξερου μα επικίνδυνου στην ετυμολογία μαθητή που συνταυτίζει το χέρι του με μαχαίρι έτοιμο προς χρήση.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ίσως….[Κομπιάζει γιατί φοβάται την τιμωρία στην απόδοση της λανθασμένης απαντήσεως.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ίσως…[Σα να ’ναι το χέρι του καθρέφτης έτοιμος να εκραγεί στα μάγουλα του Φιλώτα.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ίσως γιατί είναι μεγάλος σε ηλικία….[Σε ύφος μαθητή που προσπαθεί να δώσει την σωστή και αποτελεσματική απάντηση στον πατέρα του.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ίσως…[Σε ατάραχο ύφος σα να έδωσε ο Φιλώτας την πρέπουσα απάντηση.]Ίσως…[Με μεγαλύτερη οργή και σφίγγει τα χείλη.]Ίσως…[Με κορμού μυρτιάς φωνή απ’ τα έγκατα της γης, ενώ ο Φιλώτας επιθέτει τα χέρια του στο πρόσωπό του.] Κατέβασε τα χέρια σου….[Ο Αλέξανδρος εγκάθετος ενώ ο Φιλώτας δεν αντιδρά σε αυτή τη λεκτική νεύση.]Είπα δύοντα τα χέρια σου![Με φωνή που βυθίζεται στον άγνωστό του εαυτό.] Δεν θα το επαναλάβω….[Ο Φιλώτας υπακούει απρόθυμος σα’ να γνωρίζει την αναπόφευκτη ποινή. Τρώει ένα Κυρρήστειο χαστούκι.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μα γιατί;[Ολοκληρώνει σύγκορμος.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί δεν είπες την αλήθεια στην αλήθεια….[Με ύφος χειμαρρώδες.] Γιατί ο πατερούλης σου διεκδικεί τον θρόνο μου….[Με ύφος βασιλικής αυτοπεποίθησης και μίσους για τον Παρμενίωνα.] Και ξέρεις τι κάνω στα αγοράκια των πατεράδων που επιζητούν τον θρόνο μου;[Ο Φιλώτας στρέφει δεξιά και αριστερά το κεφάλι του σα ’να μην θέλει να ξέρει, ενώ ξέρει.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Το όνομα μου λέει πως πρέπει να με αγαπήσεις…[Ωκύπους σαν τα σανδάλια του Ερμή και στην ουσία σα ’να μην τα είπε απ’ τον Δείμο της τιμωρίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ξέρεις…[Ο Αλέξανδρος απομακρύνει το χέρι του απ’ τον Φιλώτα και αναδιπλώνεται προς τα πίσω, ακουμπώντας το ως παραστάδα στο κεφάλι.]Και δεν σου αρέσει καθόλου αυτό που σου κάνω τα βράδια όταν με νευριάζει ο πατερούλης σου….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Δεν ξέρω τι εννοείς….[Με σαστισμένη φωνή και θωπεύοντας το πληττόμενο μάγουλό του.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ Φιλώτα και ειρήσθω εν παρόδω
έχω μια μαγική ενέργεια οψέ να σου μεταδώσω…[Κουνάει σαν τον Πλούτωνα το κεφάλι.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Όχι….Δεν θέλω….[Σαν μωρό παιδί που αρνείται πεισματικώς να πάει στο δώμα του για ύπνο.] Εσύ βασιλιά της Ασίας που κατέλυσες τα τυραννικά πολιτεύματα μην ποδηγετείς το δικό μου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το λάφυρό μου Φαύλε λάβε και ξαναπολέμησε στην Σαλαμίνα…[Του δείχνει το πυρακτωμένο απ’ την λάβα του εσώρουχο.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ο Κρότων απέχει πόρρω απ’ τα Γαυγάμηλα….[Κλείνει τα μάτια
λόγω οπτικού πειρασμού.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο Δαρείος νεκρός όμως απ’ το χέρι του Αριοβαζάρνη και του Βήσσου…[Ανατριχιάζει σύγκορμος.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Τους σκότωσες και αυτούς γιατί δεν επιτρέπεται βασιλιάς να σκοτώνει άλλον βασιλιά…[Ως αμείνων και πειθήνιος μαθητής.] Τους σταύρωσες αν και υποσχέθηκες πως θα τους κάνεις πασίγνωστους ομνυόμενος στην ζωή της μητέρας σου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αφού σκότωσαν τον αφέντη τους….[Με ειρωνεία και απέχθεια.] Σ’ εμένα που δεν τους ήμουν κάτι το ιδιαίτερο τι θα μπορούσαν να κάνουν; [Με τάχα απροσποίητο ύφος.]Όρκο έδωσα να τους κάνω κασίγνητους στο σταυρό για να μάθουν να σκοτώνουν ευγενή και δη χωρίς την άδεια μου…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Τα πάγκαλα ανάκτορα του Ξέρξη γιατί διέταξες να καούν;[Με ύφος ανυπόμονης δυσπιστίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να καεί η απολυταρχία και η επεκτατική εις το διηνεκές των Περσών προς την ελληνική γη μανία…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Απελευθέρωσες τους αιχμάλωτους Έλληνες τους ρινότμητους
και ακρωτηριασμένους στα χέρια και στα πόδια…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το ότι είδα το νεκρό του Κύρου σώμα ήταν οιωνός για τον Δαρείο…[Με μεταφυσική μανία.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Τα δέκα πατώματα στον πύργο του τι μπορεί να συμβολίζουν;[Με αληθινή και επικεντρωμένη περιέργεια.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τις δέκα συμφορές του στο γένος των Ελλήνων…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και όχι πως ήταν στην παρυφή των δέκα κοινωνικών τάξεων;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Νοητικής γνώσης ο πύργος, μη κατεδαφισθείς…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και τα γυαλί που ’χε σε αυτό τυλιχθεί;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Την καθαρότητα των ευγενών και βασιλικών γενών…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Η πως η ψυχή του ήταν εύθραυστη σαν γυαλί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μπορεί Φιλώτα και αυτό…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ίσως δεν έπρεπε να παραχωρήσεις το διάδημα στο νεκρό Δαρείο.. Είναι σα ’να έδωσες την ευκαιρία στον θάνατο να βασιλεύσει…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Να βασιλεύσει…Ο ήλιος να βασιλεύσει…Να δύσει…Η θανή να δύσει…[Σε γλωσσολογικό στοχασμό ακολουθίας.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Αλέξανδρε με αποστομώνεις…Κατορθώνεις και απ’ το αδιέξοδο να βρεις μια μικρή στενωπό και σε λιμάνι να την μετεξελίξεις…[Γελάει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η Σαλαμίνα θ’ απομείνει στις μνήμες όλων των Ελλήνων ζωντανή…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Γιατί θυσίασες βόδια στον τάφο του Δαρείου;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να ’χει ικμάδα και τύχη μετά θάνατον ευδαιμονική….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και γιατί κουβάλησες το φέρετρο στην κηδεία του;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί η ζωή όπως και ο θάνατός του ήταν του άνθους μου το άχθος…[Με ρομαντική αναπόληση.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Νομίζω Αλέξανδρε πως αν δεν ήθελες να πεθάνει ο Δαρείος τόσο απροσκόπτως δεν θα τον κατεδίωκες…[Από φιλοπερίεργη δυσπιστία.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πολύ μιλάς Φιλώτα…Σχεδόν προδοτικά…Δεν μου αρέσουν οι προδότες…Να το ξέρεις αυτό αν ήδη δεν το έχεις μάθει…Μπορώ να σε λιώσω σαν το άνθος στην χούφτα του χεριού μου και σε τέφρα να σε εναποθέσω και εσένα στον τάφο του Δαρείου για να ’σαι ομοσύντροφός του στην ήττα και στην δυσμένειά μου…[Ο Φιλώτας αναδιπλώνεται, ξεροβήχει και ελαφρώς κάθιδρώς στην ζωηφόρο του τον λόγο του απομαγνητοφωνεί.] Δεν απέχεις πόρρω από τον ποταμό Λύκο…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Δεν ήθελα να προσβάλλω την ασιατική σου τιμή Αλέξανδρε επουδενί…Εξάλλου γνωριζόμαστε καλά από παιδιά….[Με τον λόγο του ως έρεισμα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και παραγνωριστήκαμε σε τούτη την εκστρατεία κατά των βαρβάρων…[Τον κοιτάζει σε φάση σελήνης πρώτου τετάρτου.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Στα Άρβηλα αιχμαλώτισες το άρμα του ήλιου του ριψάσπεως Δαρείου, τα εφόδια και τα χρήματα του, ένας οιωνός κατάκτησης του πλούτου και της εξουσίας του…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Ουκ εύπορος ο δρόμος προς την Μηδία…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Σε ανέγνωσε πολύ καλά Αλέξανδρε ο Δαρείος πως θα προτιμούσες τα πλούτη και την χλιδή της Βαβυλώνας απ’ τα κακοτράχαλα μέρη της Μηδίας….[Με ύφος διορατικού ψυχολόγου.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν και τα λόγια σου περιέχουν χυμούς αληθείας αυτή η αλήθεια δεν μπορεί να ήταν προβλέψιμη παρά μόνον στον βαθμό που θα ένιωθα ότι δεν διακυβεύω τίποτε το σημαντικό, εφόσον ο Δαρείος ήταν ένα απόλυτο μηδενικό με θρόνο τα όρη της Αρμενίας…Κίνδυνος ανύπαρκτος ενώ γευόμουν την χλιδή και την πολυτέλεια της Βαβυλώνας… Αν όμως αισθανόμουν ότι τούτη η πρόγνωση των προθέσεων μου εκ μέρους του Δαρείου επιβουλευόταν τα συμφέροντά μου τότε θα μετατόπιζα τους ελιγμούς μου με σκοπό τον αιφνιδιασμό για την αποθέωση της έννοιας του αναπάντεχου που ανατρέπει τα σχέδια των εχθρών…[Ως ομηρικός ραψωδός στην Αλικαρνασσό.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Γιατί διέταξες να επανακτισθούν τα ιερά που ο Ξέρξης είχε γκρεμίσει στην Βαβυλώνα;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ένας ηγέτης πρέπει να φαίνεται θεοσεβής στο δικό του έθνος αλλά και σε αλλότρια ακόμη και αν δεν είναι για ν’ αποτίει γέρας στις θρησκευτικές τους δοξασίες και ν’ αποτελεί ένα συνεκτικό δεσμό, μια κοινή αναφορά ενώπιον της επελαύνουσας απειλής έτοιμης να κατακερματίσει το συγκρότημα των αυτοκρατοριών…[Με ρητορική αποστήθιση διπλωματικής διατριβής.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Την ασέβεια του Ξέρξη να διαλύσει τους ειδωλολατρικούς ναούς την πλήρωσε ο απόγονος του ο Δαρείος που το όνομά του άπαντες θα θυμούνται εξαιτίας σου…[Ο Αλέξανδρος παλινδρομεί την κεφαλή απ’ τον ουρανό στην γη και με τέρψη συναινεί.] Αυτό είναι το τέλος των κρατικών μορφωμάτων Αλέξανδρε όταν γκρεμίζουν τους ναούς των αρχαίων θεών…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και όταν τολμούν να εισβάλλουν και να βεβηλώνουν και τα δικά μας τους διδάσκουμε να σέβονται και ν’ αναδημιουργούν και τα δικά τους…[Παρωθητικός σε καινοτόμες προτάσεις θνητών.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και επειδή τους διδάσκουμε και πολιτισμό μας χαρίζουν και τον θησαυρό απ’ τα Σούσα…[Γελάει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πολύ σωστά Φιλώτα…Και επειδή ο κλέφτης υφάρπαξε τα αγάλματα του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος των τυραννοκτόνων και πίστευε εσφαλμένως πως με αυτή του την πράξη θα επιβάλλει την τυραννία στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα αιχμαλωτίζοντας την έννοια του θανάτου του τυράννου και την εγκαθίδρυση των δημοκρατικών σκιμπόδων…
ΦΙΛΩΤΑΣ:Οι κακές γλώσσες λένε πως απέδιωξες τα δύο αγάλματα απ’ τα Σούσα για να εγκαθιδρύσεις την τυραννία σου σε όλη την Ασία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Που ’ναι τούτες οι κακές γλώσσες να τις περικόψω, να τις περιτυλίξω και στην πυρά να τις ρίξω;[Τον στρεβλοθωρεί.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Όλο το στρατόπεδο Αλέξανδρε το αντιλαλεί πως ανατολίζεις και έχεις γίνει περισσότερο κοσμικός απ’ το επιβεβλημένο σύμφωνα με το μακεδονικό τυπικό…[Του θυμίζει οικεία κακά για να τον εκνευρίσει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Τω όντι Φιλώτα αυτές οι γλώσσες είναι κακές γι’ αυτό και ποτέ δεν θα γίνουν αυτοκρατορικές…Ούτε καν πλησίον του αυτοκράτορος….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Αυτά τα αγάλματα ευρίσκονται απέναντι απ’ το Μητρώο για να θυμίζουν στην Κυβέλη και στον Κάτω Κόσμο την θυσία αυτών των ηρώων…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πολύ σωστά γιατί άπαντες νεκροί και ζωντανοί κατέχουν μια θέση στο Μητρώον…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Στον βωμό των Ευδανέμων στην Ελευσίνα σε πληροφορώ πως έχουν εναποτεθεί τα αγάλματά τους για να παύουν οι ισχυροί άνεμοι που συμβολίζουν τις εκτροπές του πολιτεύματος σε ολιγαρχίες, τυραννίδες ή μοναρχίες κατά το δοκούν… [Μετά πάσης βεβαιότητας.] Αλήθεια γιατί είχες διορίσει τον Αβουλίτη ως σατράπη της Σουσιανής;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί δεν έχει βούληση, υπήρξε ένα απλό πιόνι ενώ τους θησαυρούς τους είχα εμπιστευθεί σε Μακεδόνες στρατηγούς…
ΦΙΛΩΤΑΣ:Έδωσες και τρεις χιλιάδες ασημένια τάλαντα στον Μένητα να τα μεταφέρει δια θαλάσσης στον Αντίπατρο για τον πόλεμο εναντίον των Λακεδαιμονίων…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν μου είχαν αφήσει άλλη εκλογή…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Σημαντικό ποσό έστειλες Αλέξανδρε εκεί και οι στρατιώτες είναι κάπως δυσαρεστημένοι που δεν πήραν λάφυρα και από τα Σούσα και από την Βαβυλώνα… [Με τον φόβο στρατιωτικής εξέγερσης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πάντως δεν τα έστειλα για τον καλλωπισμό της μητρός μου αφού με τον Αντίπατρο δεν είχε ποτέ καλή σχέση…Όπως είδες μου είχε στείλει τμήματα πεζικού που εμπλούτισα με αυτά τις ίλες ιππικού… Εξάλλου είχαν λάβει το μερτικό τους απ’ τους αμύθητους θησαυρούς του Μεγάλου Βασιλέως και τους επέτρεψα να επιδίδονται στην Βαβυλώνα σε κάθε λογής ηδονών…
ΦΙΛΩΤΑΣ:Ναι…Όταν επιδίδεται το στράτευμα σε ηδονές αμβλύνεται η παρατηρητικότητά του στις κινήσεις των ανώτερων ψυχών… [Σκεπτικός.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η Υρκανία είναι τώρα η αρετή μας που πρέπει να εκπορθήσουμε….
ΦΙΛΩΤΑΣ:Ας είναι έτσι… Τα κοσμήματα και τα ρούχα της μητέρας σου γιατί της τα ζήτησες; [Του επιδεικνύει ένα ψέλλιο στο χέρι.] Για να τα φοράς μαζί μου στα βράδια;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και γι’ αυτό…[Του κλείνει πονηρά το μάτι.]Ξέρεις… Νυμφεύομαι…[Γελάει απέριττα και χαλαρά.]Πρέπει και εγώ να νυμφευθώ…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ποια; Την γνωρίζω;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Την θυγατέρα του Δαρείου την Ρωξάννη…Δεν χαλάμε καμία χάρη στο νεκρό…[Ο Φιλώτας συνωφρυομένος.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Οι αίγες με τις δάδες στα κέρατα τρόμαξαν τα στρατεύματα του Δαρείου…[Με αίσθημα δέους.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι βασιλείς που έχουν γνώσεις τρομάζουν το αντίπαλον δέος…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Και γιατί έδωσες την εντολή τ’ αυτιά και οι μύτες των προσώπων που περιχαράκωναν το μνήμα του Δαρείου να γίνουν ακρωτήρια;[Με πλάγια ερωτηματική προσέλκυση.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να μην ακούνε τα πνεύματα και τα φαντάσματα που περιτριγυρίζουν τους τάφους των ανδρών των επιφανών και να μην οσμίζονται τον θάνατο που περιφρουρούν…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Όχι σαν το άγαλμα του Νεκτανέβω που ήταν στοιχειωμένο…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Στην σφαίρα που κρατούσε έβλεπες όλα τα μυστικά του κόσμου…Την κτίση και τους κανόνες της εν κινήσει…Και όλη αυτή η αχλή και τα σύννεφα τα κινούμενα που το περιτριγύριζαν…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Κύριος έγινες άπασας της οικουμένης με την ανάγνωση της περιγραφής στο στήθος του αγάλματος…Γιατί το επιχρύσωσες;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί είχε καταγωγή απ’ τον θεό ήλιο…Μέσα στα ανάκτορα δεν εξέπεμπε κανένα φως….[Ο Φιλώτας τον κοιτάζει με σοδειά αμφιβολίας.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Η αλήθεια γιατί δεν προφέρει την αλήθεια; Ήθελες μόνον για τον εαυτό σου το μυστικό του κόσμου της κυριαρχίας…Απάλειψες τα γράμματα και τα επιχρύσωσες για να μην τα αναγνώσει κάποιος άλλος και την κυριαρχία σου στους άλλους αρχίζει να αμφισβητεί…[Ο Αλέξανδρος τον κοιτάζει με οφθαλμό δολοφονικό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πολύ φλυαρείς…Και δεν μου αρέσει καθόλου…[Οι νευρώνες της γλώσσης του στο στομάχι.]Καθόλου…[Με ύφος αυτοματοποιημένης επανάληψης που κυριαρχεί προς εμπέδωση των επιχειρημάτων της στο αντικείμενο πρόσληψης, ώστε σε υποκείμενο να καταστεί.] Και αν θέλεις να μάθεις η αλήθεια είναι η καρδιά…[Ιδρωμένος απ’ την ανακάλυψη της αλήθειας.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Η καρδιά και το αλφάβητό της…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μου ακούγεται ολοένα και πιο αληθινό αυτό… [Ερωτοχτυπημένος απ’ το αρχαιολογικό γλωσσολογικό γλωσσάρι.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Μόνον αυτό;[Με την επιφύλαξη του ακέλυφου παντογνώστη.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μόνον αυτό.[Καθέτως θυμωμένος.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Άγαλμα και κίνηση έννοιες αντιφατικές…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ήταν άγαλμα με κεραυνό μέσα του και αποτυπωμένη την εικόνα μου εντός του…Γι’ αυτό μου έβαλε την στεφάνη στο κεφάλι…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Άγαλμα με ζωή, δίχως γκέμια ιστορία…Το άγαλμα του Σέλευκου
που έκτισες γιατί είχε κέρατα;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Απ’ την μεγάλη του προς το πρόσωπό μου και το δικό του απιστία…Ή γιατί ήταν τραγόμορφος….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Τις φωτιές που άναψες στην άμμο για να διώξεις τους μύρμηκες;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η αγάπη διώχνει την επίμοχθη με τις ακτίνες της εργασία….
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ενώ οι κανίβαλοι τρόμαζαν και εκείνοι με την φωτιά…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και προτιμούσαν να τρώνε τις γυναίκες που έδινα ως λεία παρά την συνουσία…[Γελάει πάλι με τα ανεκδοτολογικά στιγμιότυπα.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Φαίνεται πως θα ’χαν θελκτικό κρέας….Γέροντα όμως δεν θέλησες ποτέ να πάρεις στην χώρα των Μακάρων…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Στην ηλικία εκείνη σπάνις μακαριότητα θα δεις…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ακόμη και τα πουλιά σ’ έδιωξαν Αλέξανδρε απ’ την χώρα των Μακάρων…[Με διαγώνιο βλέμμα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ναι…[Τον αρκτουροκοιτάζει.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Πιστεύω πως ακόμη ζηλεύεις την κόρη σου την Καλή που ήπιε το αθάνατο ύδωρ και την εξόρισες στα βουνά και τον μάγειρά σου….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Στον κευθμό με τον μύλο στον τράχηλο…Στον κευθμό η ζωή και η αθανασία…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ήταν άλογα όσοι συνάντησες Αλέξανδρε;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ανθρωπόμορφοι αλλά περπατούσαν στα τέσσερα όπως όλα τα άλογα…[Με ύφος σμικρού μαθητή που σηκώνεται στον πίνακα για να επιλύσει ένα μαθηματικό πρόβλημα.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Άνιππος δεν υπήρξα ποτέ άρα ούτε και όν άλογον…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Άνιππος; Δίχως καβαλάρη;[Σε τόνο φωνής βάρκας που σε φουρτουνιασμένη θάλασσα λιμνάζει.]
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ναι…..[Ο Αλέξανδρος πιάνει ένα σκοινί απ’ την κλίνη και με σφοδρότητα το βάζει στο λαιμό του Φιλώτα οριζοντιοποιημένο στο σεντόνι,
ενώ το θύμα προσπαθεί με τα χέρια του να πλαστουργήσει κόμβους πνοής και ελευθερίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τι είπες;
ΦΙΛΩΤΑΣ: Τι πρέπει να πω για να σωθώ;[Σε υφεσιακή και άπνευστη φωνή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Να πεις πως είμαι ο καβαλάρης σου…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Είσαι ο καβ…Είσαι ο καβαλά….Άρης μου…[Ο Αλέξανδρος του το μπήγει ολοένα πιο βαθειά.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Έτσι….[Χαλαρώνει ελαφρώς την πίεση στο σκοινί.] Και ποιο έργο θα παίξουμε αργά το βράδυ;
ΦΙΛΩΤΑΣ: Ο καβαλάρης Αλέξανδρος και ο Φιλώτας άτι…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Έτσι…Πολύ σωστά…[Ο Αλέξανδρος χαλαρώνει κατά πολύ στου Φιλώτα τον λαιμό το σκοινί και ετοιμάζεται απ’ τον αεροδιάδρομό του ν’ απογειωθεί.] Σου αρέσει τούτο το σκοινί;
ΦΙΛΩΤΑΣ: Πολύ…[Έντρομος και θετικός για την αποφυγή της τιμωρίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σου αρέσει που είναι μακρύ;
ΦΙΛΩΤΑΣ: Πολύ Αλέξανδρε…Πάρα πολύ…[Ο Αλέξανδρος του δίνει στην καρωτίδα ένα παράφορο φιλί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Λέω να ξαπλώσω δίπλα σου Φιλώτα να γευθώ και εγώ τα σταφύλια της άγουρης οργής σου…
ΦΙΛΩΤΑΣ: Σε θέλω μέσα μου Αλέξανδρε γιατί έχει διαδοθεί πως κάνεις με τον μεγάλο σου φαλλό το καλλίτερο κρεβάτι….[Με ερωτοτροπούσα ορμή.]
[Ο Αλέξανδρος ξαπλώνει δίπλα στον Φιλώτα και σε στάση 69 ενώπιον του θεατρικού κοινού καθώς σβήνουν βαθμηδόν τα φώτα της σκηνής.]
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
[Διαδραματίζεται το 327 π.Χ προς το τέλος του έαρος στα Βάκτρα. Ο Αλέξανδρος συνομιλεί εκτός της βασιλικής του σκηνής με τον Αμύντα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ήλθε η ώρα Αμύντα να εκπορθήσω τα μυστικά των Ινδών…[Το σώμα του σε στάση αρχαίου κεφαλαίου γράμματος φι.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Δεν φοβάσαι μήπως αποστατήσουν οι Βακτριανοί και οι Σογδιανοί;
Είναι στην αποστασία ιδιαιτέρως επιρρεπείς…[Με ύφος Αβυσσηνίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Γι’ αυτό θα παραμείνεις στην Βακτριανή με χιλιάδες πεζούς και ιππείς…[Με ύφος αυταρχικό που υπομιμνήσκει το καθήκον που έχει να εξαντλεί την αυστηρότητα που του ανέθεσαν κάθε φορά που η περίσταση το απαιτεί..]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Κάποιοι θα πούνε πως είμαι η ουρά σου…[Με διάθεση αποτίναξης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αλέξανδρος άνευ Αμύντα ζώο κολοβό…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Επειδή αμύνομαι στις λεκτικές σου επιθέσεις…Αλήθεια σου λείπει η Υρκανία;[Με δόσεις αδόλου ειρωνείας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Η αντίθεση ήταν μεγάλη… Στον οπισθότυπο την χώριζαν τα δασωμένα όρη της με τα αινίγματα και το ύψος τους και απ’ τον εμπροσθότυπο η πεδιάδα που απλωνόταν ως την θάλασσα…Πάντα Αμύντα όπου υπάρχει βλάστηση και άνθιση σου ανοίγει η πεδιάδα την αγκαλιά της ως μια μεγάλη θάλασσα για να σου αποδείξει πως το χορτάρι δεν διαφέρει απ’ τα ύψιλον της…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Πόσο δίκαιο έχεις Αλέξανδρε….Εκεί που ’ναι η ανθοφορία πάντα θα υπερυψώνεται ενώπιόν σου το μεγάλο της μυστικό που στην θάλασσα έχει αναχθεί…Πάντα στην θάλασσα…[Με ύφος αχανούς συναισθηματικής επεκτάσεως.]Στον πυθμένα της….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Εσένα σου λείπουν οι Ταπούροι;[Με σκωπτική διάθεση.]
ΑΜΥΝΤΑΣ:Διάλεξες τον συντομότερο δρόμο μα τον δυσκολότερο για να τους προσεγγίσεις…[Αποπειρώμενος να μετατοπίσει το θέμα της συζήτησης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί πατέρας μου είναι η αστραπή· όχι ο δρόμος της αρετής…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Αν και σ’ αυτόν ως προς το ήμισυ έχει συμπλεχθεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η ταχύτητα προδικάζει το νικηφόρο αποτέλεσμα, όχι το περίπλοκο ή το απλό των επιχειρήσεων για το τέλος της…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Πολύ σωστά ομιλείς…Να υποθέσω πως άφησες ελεύθερο τον Ηρακλείδη τον πρεσβευτή των Καλχηδονίων λόγω του ξακουστού ονόματός του;
[Με ανταπαντητική σκωπτική διάθεση.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θα ήταν κάποιος απόγονος του Ηρακλή που η κόμη του μου ’ναι τόσο αγαπητή…
ΑΜΥΝΤΑΣ:Τα ανάκτορα των Ζαραγγαίων δεν πιστεύω να σου έλειψαν…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν θέλω να μου θυμίζεις…[Με συγκρατημένα χειλη.] Εκεί έμαθα για την συνωμοσία του Φιλώτα…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Σε κατηγορούσε για τον θάνατο του αδελφού του Νικάνορα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς…[Με ημισέληνο την ψυχή των ματιών του που καλύπτεται παροδικώς από κρεμώδεις ανοιξιάτικες νεφέλες.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Πίστευε πως ο θάνατος του δεν ήταν τυχαίος…Το ίδιο και ο πατέρας του ο Παρμενίων…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γι’ αυτή την δοξασία ο μεν πήγε να συναντήσει τον αδελφό του και ο δε τον γιό του στην οδό την πιο σύντομη και διόλου μακρινή…[Με επίγνωση των λεγομένων του.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Ξέρεις Αλέξανδρε…[Άμπωτη στον λόγο και στιγμιαία πλημμυρίδα που δεν αφήνει την αδελφή της να ξαναεμφανισθεί.]Πολλοί σε κατηγορούν ότι ευχαριστιόσουν την στιγμή που έβλεπες τον παιδικό σου φίλο να τον ακοντίσουν μπροστά στα μάτια σου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ψέματα…[Κάνει πως καλύπτει τους λωβούς των ώτων του και
προς το έδαφος τις ιαχές του εξακοντίζει και φωνασκεί.] Όλα ψέματα…Εικασίες προδοτών…[Πάει να καταρρεύσει αλλά κοντοστέκεται μετα βίας.]Ανήκεις με την μεριά των προδοτών;[Τον πιάνει απ’ το λαιμό.]
ΑΜΥΝΤΑΣ:Όχι Αλέξανδρε…[Τρομοκρατημένος.Ο Αλέξανδρος τον παρατάει και κάθεται οκλαδόν στην γη.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και ο πατέρας έπρεπε να πεθάνει…Μπορεί την θανή του γιού του να ’θελε να εκδικηθεί… Και μην ξεχνάς πως σε όλο το μακεδονικό στράτευμα ήταν προσφιλής…[Με διάθεση προάσπισης των πράξεών του.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Άρα δεν ήταν εμπλεκόμενος στην συνωμοσία που εξύφανε στο αδράχτι του μυαλού του ο γιός του…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μπορεί και να μην ήταν…Αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα…Η εξουσία δεν βασίζεται σε ενδεχόμενα αλλά σε αποτροπές πιθανών κινδύνων… Απειλές…Καχυποψίες… [Ως άτομο που κατέχει τις αέναες γνώσεις των θώκων εξουσίας λόγω μεγίστης προυπηρεσίας.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Τυραννικές…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ποιο να ’ναι άραγε το τέλος των τυράννων;[Με σαιξπηρική διάθεση του στυλ πολύ κακό για το τίποτα.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Αλέξανδρε ο Φιλώτας επέμενε ως τελευταίας στιγμής περί της αθωότητάς του…[Με λόγο υπέρ αδυνάτου.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και αθώος να ’ταν ο σιωπών δοκεί συναινείν…[Με σφιγμένα απ’ την μάνητα τα χείλη του.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Δεν σε συγκινούσαν τα αθώα του ματάκια και το απολογητικό του ύφος με την αθωωτική του επιχειρηματολογία;[Λόγος υπέρ συγκινήσεως και πρόκλησης συναισθημάτων.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι αυτοκράτορες δεν είναι γεννημένοι για να συγκινούνται απ’ την παραφορά της στιγμής…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Δεν λυπάσαι που σου υπέκλεψαν τον παιδικό σου φίλο με τέτοιο τρόπο;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι αυτοκράτορες δεν είναι γεννημένοι να λυπούνται και το παρελθόν πίσω τους να κοιτούν…
ΑΜΥΝΤΑΣ:Ούτε τον Φιλώτα που με τα κρεμώδη κλαδάκια απ’ τα μάτια του σε θερμοπαρακαλούσε να του δωρεαδοχήσεις την ζωή;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ούτε αυτόν…[Κάνει πως δεν τον κοιτάζει στα μάτια και σε ταυροειδή τόνο.] Ας μεταστραφεί ο τόπος της συνομιλίας μας σε άλλη ήπειρο…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Δεν σου αρέσει η ηπειρωτική γεωγραφία που ο Φιλώτας άφησε την τελευταία του πνοή;[Με περιπαικτική και διυλιστική διάθεση στις υπώρειες του δελφικού του τρίποδα.] Να θυμάσαι πάντα Αλέξανδρε πόσο αγαπούσε το μακεδονικό στράτευμα τον Φιλώτα και τον πατέρα του τον Παρμενίωνα… Να μην το ξανακάνεις ποτέ Αλέξανδρε…[Με γογγυσμούς.]Ποτέ…[Ο Αλέξανδρος τον στρεβλοκοιτάζει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πόσο μοιάζεις με τον συνωνόματο σου του Ανδρομένη…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Είχε φρικτό τέλος…Ένα τόξο άγνωστο από πού σταλθέν τον χτύπησε στην πολιορκία κάποιας πόλης μετά την αθώωσή του…[Με προσποιητό ύφος άγνοιας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πρόσεξε μήπως με τα υπονοούμενά σου σε βρει το δικό μου τόξο…[Με θεϊκή αγανάκτηση.] Δεν ρώτησε την δική μου γνώμη το περιώνυμο σου στράτευμα….Και μην ξεχνάς πως ο Πολέμων λιποτάχτησε αμέσως μετά τις κατηγορίες…Διπλή ενοχή…Ένας Μακεδών στρατιώτης ποτέ δεν λιποταχτεί και ένας αθώος ποτέ εχθρούς δεν έχει προσεταιρισθεί…Δειλός και προδότης σαν τα αδέλφια του…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Αθώος δεν ήταν και ο Φιλώτας;Ίσως δεν ήθελε την τύχη του να συμμερισθεί …
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σε λίγο θα υπερασπισθείς και τον Δημήτριο που συμμετείχε στην συνωμοσία του Φιλώτα…[Σα να μην πιστεύει την ειλικρίνεια των λόγων του.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Τον αντικατέστησες τον σωματοφύλακά σου με τον Πτολεμαίο του Λαγού…[Ερωτικό υπονοούμενο στα λόγια του φράσσει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να ’χω τύχη στην προστασία μου από επιθέσεις επίβουλων ατόμων που το κύδος μου ζηλοφθονούν…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Στους Ευεργέτες γιατί θυσίασες στον Απόλλωνα;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ανάθημα έκανα στον θεό ώστε προδότες όπως ο Δημήτριος δια παντός να απωλεσθούν…[Με το αίσθημα της νίκης του παντοκράτορα.]
ΑΜΥΝΤΑΣ:Αριάσπες… Στους Ευεργέτες απ’ την ασπίδα του Άρη…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί τον Κύρο του Καμβύση είχαν περιλούσει με προγονική τιμή…
ΑΜΥΝΤΑΣ:Στον Καύκασο γιατί έκτισες Αλεξάνδρεια;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η πράξη μου ήταν συμβολική ώστε αν σε κάποια άλλη Αλεξάνδρεια ένα μέρος της καταλυθεί ή η καταστροφή της είναι ολική το σηκώτι της απ’ το κορναλίνειο στοιχείο της γης που έχει τάση ανελκυστική ν’ αναγεννηθεί…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Με το σιλφιό του κάθε πόλη θα γιατρευθεί από πιθανή επιδρομή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και στην πραότητα του προβάτου θα μεταποιηθεί…
ΑΜΥΝΤΑΣ:Το βάθος του Όξου ποταμού δεν σε πτόησε Αλέξανδρε….[Με φιλική διάθεση.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο ψαμμώδης πυθμένας του δεν σου επέτρεπε να μπήγεις πασσάλους…
ΑΜΥΝΤΑΣ:Εξάλλου ο Καύκασος ηταν όρος από δένδρα γυμνό…Πουθενά ξύλο για θαλάσσια καρφιά ή για γέφυρα…Γι’ αυτό τον προσπέρασες με την βοήθεια των θεαινών Δήμητρας και Αρτέμιδας… Τα ζώα που θηρεύει η Άρτεμις έχουν την μαγεία των μυστικών τελετών των Ελευσινιών στην απώτερη ουσία τους έστω και αποσειδώνια…[Με ευσέβεια προς τις θεές του φεμινισμού.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τις διφθέρες των στρατιωτικών σκηνών τις εμπλουτίσαμε με άχυρα ξηρά για να μην μας προσβάλει ο Ποσειδών και στον πυθμένα μας παρακρατήσει και διαβιβάσαμε απέναντι σε πέντε ημέρες την στρατιά…[Με ύφος παιδιού που καταγράφει τις αναμνήσεις ημερολογίου.]
ΑΜΥΝΤΑΣ:Και γιατί έστειλες τον έταιρο Στασάνορα πίσω στην Αρειανή;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να προλάβει την στάση του σατράπη Αρσάκη και να τον συλλάβει…Στάση περισσότερο αρσενική…[Χαμογελάει.]
ΑΜΥΝΤΑΣ:Γι’ αυτό ζήτησες από τον Πτολεμαίο του Λαγού μόλις συνέλαβε τον Βήσσο να σου τον παραδώσει δεμένο και γυμνιστή…[Διαπιστωτικός.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Ώστε η ψυχή του να εκγυμνασθει…Εξάλλου η αλήθεια πάντα σε παγιδεύει…
ΑΜΥΝΤΑΣ:Ήσουν ο διάδοχος του θρόνου του και ο Βήσσος εμφανιζόταν ως σφετεριστής…Γι’ αυτό είχες τάση εκδικητική…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είχε το θράσσος να πει πως σκότωσε τον Δαρείο ώστε η σωτηρία αυτού και των συνοδών του να διασφαλισθεί…[Τάχα προσβεβλημένος.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Και τον μαστίγωσες για την γλώσσα του την διχαλωτή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ήθελε στον θρόνο αδίκως να με διαδεχθεί…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Αν είχε γνωρίσει τους Αβίους, τους Σκύθες εξ’ Ασίας δεν θα διατελούσε τέτοιο νοητικό βίο…[Με το γνώριμο προς τον Αλέξανδρο ύφος.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Έστειλα και πρέσβεις στην χώρα των Σκυθών τάχα για διαπραγματεύσεις και σύναψη φιλίας αλλά κατ’ ουσίαν για να κατασκοπεύσω
την γεωγραφία της περιοχής, τα έθιμα των κατοίκων της και τον εξοπλισμό τους…
ΑΜΥΝΤΑΣ:Τον φίλο σου να τον γνωρίζεις καλά αλλά τον εχθρό σου ακόμη καλλίτερα…[Διάχυση γέλωτος συνεσπασμένου και απ’ τους δυο.] Η πέτρα στο κεφάλι που εδέχθης στην Κυρούπολη τι συμβόλιζε;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πως οι ιδέες μου πληγώθηκαν απ’ τον πλούτο και την σκληρότητα των Περσών…[Δήθεν πληγωμένος.]
ΑΜΥΝΤΑΣ:Τι συμβόλιζαν τα βέλη που έριχναν οι Σκύθες στις όχθες του Ιαξάρτη;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το ποτάμι με τις δυο όχθες του συμβόλιζε τους δύο διαφορετικούς κόσμους που πρεσβεύαμε και τα βέλη τους φαλλούς τους που δεν έβρισκαν τον στόχο τους ανεπιτυχώς …[Με αρρενωπή ελληνική ανδρεία.]
ΑΜΥΝΤΑΣ:Δαρείος από σκυθικές κάρες δεν υπήρξες ποτέ για να ηττηθείς …
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν δεν είχα μολυνθεί και απ’ το νερό με την γαστροροή όλοι τους θα ’χαν εξοντωθεί αφού θα ’χαν καταδιωχθεί…[Με τις ωδίνες των αναμνήσεων του προσφάτου παρελθόντος.]
ΑΜΥΝΤΑΣ:Για τον Πολυτίμητο ποταμό; Οι Σκύθες εκεί κατατρόπωσαν το μακεδονικό μας ιππικό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γι’ αυτό μόλις έφθασα στο σημείο σφαγής τους έθαψα με πολλές τιμές…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Ο Πολυτίμητος μας κόστισε πολύ…[Μετανιωμένος και στεγνός στην μεταμέλειά του.]Και στην έρημο σε κάποιο σημείο θα χαθεί…Τους Μακεδόνες μας οδήγησε στης εκβολής του τον άπειρο κονιορτό …Ένας ποταμός που χαρίζει απλόχερα τον όλεθρο και την χρυσίζουσα αγονία του για να θυμίζει πως ο ήλιος χρωματίζει τα πεδία των μαχών…[Με το όραμα που έχει κάθε λογοτέχνης το ιδεαλιστικό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Αυτή η Χρυσηίδα ήττα που φέγγει στο νου μου, χειριδωτή…
ΑΜΥΝΤΑΣ:Ο ακρωτηριασμός της μύτης και των αυτιών του σατράπη της Συρίας Βήσσου και η εκτέλεση του ενώπιον των Μήδων και των Περσών τι ναυλοχούσε;[Τον θαυμάζει με δέος μεταφυσικό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Πως δεν έχει ανδρική τιμή μα αποστερημένη και πως ποτέ δεν θα οσφραίνεται συνωμοσίες, ούτε θα κρυφακούει για να μεταδίδει τα λεχθέντα σε άλλους…Οι νεκροί δεν οσμίζονται ούτε ακούνε…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Και πως όποιος έχει τουτο το όνομα και συναντά τον Αλέξανδρο πάντα πεθαίνει…Πολλοί σε μέμφθηκαν πως ακρωτηριάζοντάς τον επέδειξες για άλλη μια φορά αμφορέα ανατολίζοντος ρυθμού…[Με μομφή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν κατανοώ τι η γλώσσα σου εκφέρει…[Κάνει πως τα αυτιά του κλείνει.]Εξάλλου ακρωτήρια δεν έχουν και της Ήρας οι ναοί;
ΑΜΥΝΤΑΣ: Λένε πως προτιμάς των βαρβάρων την τρυφηλή ζωή και πως εκλέγεις να παρουσιάζεσαι με την μηδική και όχι την μακεδονική στολή…
[Τον πιάνει απ’ τους ώμους.]Σύνελθε Αλέξανδρε…Αν συνεχίσεις έτσι δεν θα ζήσεις για πολύ…[Ο Αλέξανδρος αποτραβιέται σαν εύθραυστος λωτός.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η περσική τιάρα μου ’ναι πολύ ταιριαστή…Μόχθησα για να κατακτήσω την Ασία πολύ και πίστεψε με Αμύντα δεν θα βρεθεί κανένας ως εμπόδιο στον δρόμο μου για να με καταναγκάζει να φορώ μόνον την μακεδονική…[Με ύφος αυτοκράτορα που δεν διαπραγματεύεται με τίποτε την ανδρική του τιμή.]Αυτό θα σήμαινε εκ μέρους μου πως αναγνωρίζω τον εαυτό μου μόνον ως αυτοκράτορα της Μακεδονίας…Και θα δημιουργούσε σύγχυση στους υπηκόους μου πως νιώθω περισσότερο ως Μακεδών παρά ως αυτοκράτοράς τους στον οποίον οφειλουν πλήρη συμμόρφωση και υπακοή.. Όσοι ξεστομίζουν τέτοιους λόγους δεν έχουν ουδεμία συμπλοκή με την πολιτική και της αυτοκρατορίας την αρχή την διαχειριστική…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Δεν πρόκειται Αλέξανδρε ποτέ να σε προσκυνήσω όπως οι Πέρσες υπήκοοί σου…[Με αδάμαστου στρατιωτικού ύφος.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Τότε θ’ απέλθεις πτωχότερος από εδώ κατά έναν ασπασμό…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Δεν έχω καλό σθένος Αλέξανδρε…Ούτε είμαι Κλείτος για να με δολοφονήσεις στο μεθύσι…[Ο Αλέξανδρος κλαίει γοερώς.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Έπρεπε να είχα θυσιάσει προς τιμήν του θεού Διονύσου…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Προτίμησες τους Διόσκουρους…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν έπρεπε να με παραλληλίσει με τον ηττηθέντα Δαρείο στα χέρια του Βήσσου…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Οι υπασπιστές σου αρνούνταν να τον συλλάβουν…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πρόδωσα την Λανίκη, την παραμάνα μου και την αδελφή του Κλείτου…[Μετανοημένος.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Δεν έφταιγε Αλέξανδρε ο Διόνυσος…Ποτέ δεν τελείται έγκλημα όταν απουσιάζει ο θεός που γίνεται εξ’ ονόματός του…Το μεθύσι σου έφταιγε και οι περσικές σου κραιπάλες…[Σε ύφος νουθετικό που αποκλείει την πιθανότητα λάθους εκ μέρους του πομπού στοχοποιώντας αποκλειστικός μόνον τον δέκτη.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο Διόνυσος ήταν παρών στο μεθύσι μου. Ο οίνος έγινε ένα με το αίμα μου…Το αίμα μου προσεταιρίσθηκε τον εγκέφαλό μου πλάθοντας ένα εκμαγείο σκέψεων που ανέδυε υδρατμούς φαντασμάτων του παρελθόντος… Δεν έπρεπε να τον σκοτώσω…[Σαν μωρό παιδί που εκφράζει το άνθος του που ανοίγει με κατεύθυνση απ’ το εσωτερικό στο εξωτερικό.] Με το δεξί του χέρι με έσωσε στον Γρανικό…[Πιάνει μουδιασμένος το δεξί του χέρι για να επιβεβαιώσει ότι βρίσκεται στον θώκο του τον αυτοκρατορικό.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Με την σάρισα στον τοίχο και εσένα στο άκρο της θρηνώντας σχημάτιζες το γράμμα ήτα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ήταν της αυτοκρατορίας μου η ήττα αλλά το έβλεπα ως ταυ που θα ’θελα να γίνω η επίστεψή του στου τοίχου την αποβολή…
ΑΜΥΝΤΑΣ: Η Δίκη μάλλον Αλέξανδρε δεν θ’ αναπαρίσταται δίπλα σου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Με τιμούν όμως ως θεό οι θνητοί εν ζωή και όχι μετά τον θάνατό μου…Υπάρχει μεγαλύτερη από αυτή την τιμή;[Έχοντας έωλη την απάντηση.]
ΑΜΥΝΤΑΣ:Μην περιμένεις να σε προσκυνήσω Αλέξανδρε ως θεό…Γιατί οι πιστοί προσκυνούν τα αγάλματα των θεών ενώ αυτοί είναι στον ουρανό…Εσύ όμως και ζωντανός μπροστά μου είσαι και ορατός…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Δεν θα προσκυνήσεις αυτόν που γράφει ιστορία με τα λόγια του;
[Με του Κίφφα Μπορεάλ ύφος.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Όχι…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν φοβάσαι μήπως έχεις το τέλος του Καλλισθένη;
[Με του αστερισμού Ατζένα το ύφος.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Όχι…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ούτε του αγριογούρουνου που σκότωσε ο Ερμόλαος ο συνωμότης και βασιλικός παις;
ΑΜΥΝΤΑΣ:Τον μαστίγωσες όχι γιατί καθυστέρησε να χτυπήσει το αγριογούρουνο αλλά γιατί ήταν του Καλλισθένη εραστής…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και του Σώστρατου…Μην τον ξεχνάς και εκείνον τον κίναιδο…[Με δυσθυμία.]
ΑΜΥΝΤΑΣ:Να ευχαριστείς τους θεούς που ο κίναιδος Χαρικλής έκανε χάρη στο κλέος σου με το ν’ αποκαλύψει την συνωμοσία στον Ευρύλοχο για να ’χεις πάντα επίμηκη στρατό…[Δρέποντας τις δάφνες του λογικού επιχειρήματός του.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Φαίνεται πως ο Ευρύλοχος θα ’χε μακρύτερη σάρισα απ’ αυτήν του αδελφού του Επιμένη στο κρεβάτι…[Καγχάζει με ρωμαϊκό αυτοκρατορικό ύφος.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Δεν αμφιβάλλω Αλέξανδρε πως ο Χαρικλής πέρασε εξίσου καλά και με τον Ευρύλοχο και τον Επιμένη…Ο Ερμόλαος όμως το ξέρεις πως ήταν εραστής του Καλλισθένη…[Χασκογελάει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Επίσταμαι…Τι υπονοείς; Ότι τον σκότωσα γιατί ζήλευα τον ερωτικό του δεσμό;
ΑΜΥΝΤΑΣ: Όλο το στρατόπεδο αυτό αναφέρει…Ότι τους γευόσουν και τους δυο εξίσου καλά και δυνατά αλλά δεν ήθελες ποτέ κανείς να ’χει την αποκλειστικότητα αυτής της γεύσης…[Ο Αλέξανδρος τον κοιτάζει μ’ ένα δρεπάνι που στον ήλιο αστράφτει πριν πέσει ώστε με την αιχμή του τα στάρια να ενσταλάξει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο λόγος σου είναι το χειρότερο ποτό στου μυαλού σου την παραζάλη…Ο λόγος σου χειρότερος λιθοβολισμός από αυτών των βασιλικών παίδων….
ΑΜΥΝΤΑΣ: Σε μια άλλη πέτρα όμως στην Σογδιανή γνώρισες το άνθος της Ρωξάννης που παράφορα την είχες ερωτευθεί…[Κάνει τον Αλέξανδρο να ντρέπεται όπως ένα αγόρι θυμάται λόγω ερωτικού σκιρτήματος το πρώτο του φιλί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Απ’ τους στρατιώτες τους φτερωτούς στον έρωτα…
ΑΜΥΝΤΑΣ:Στα Ζαρίασπα γιατί άφησες τον Αριστόνικο τον κιθαρωδό;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Με την κιθάρα του Απόλλωνα να γιατρεύει τους εταίρους ιππείς ασθενείς να συντροφεύει…[Σαν Βαλκυρία.]
ΑΜΥΝΤΑΣ: Ψύχρανε ο καιρός Αλέξανδρε….Θέλεις να πάμε στην σκηνή σου για να ζεσταθούμε;[Του πιάνει τον αριστερό γλουτό.Ο Αλέξανδρος σε αυτό το κάλεσμα συγκαταβατικός.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Να περάσουμε όμως καλά αυτήν την φορά….[Του κλείνει πονηρά το μάτι.]
[Αλέξανδρος και Αμύντας προσφεύγουν στην σκηνή που απ’ το οπίσθιο άνοιγμά της οδηγεί στα καμαρίνια των ηθοποιών.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
[Εκτυλίσσεται στον Ακεσίνη ποταμό σίγουρα μετά τον Μάιο του 326 π.Χ. Ο Πτολεμαίος χαιδεύει την βρεγμένη κόμη του Ηφαιστίωνα.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Eίναι ικανοποιημένος ο Αλέξανδρος με την Αλεξάνδρεια που έκτισα προς τιμήν του;[Με την εκπνοή των φράσεων ως αύρα στεγανογραφίας.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Πολύ Ηφαιστίωνα…Έχει ερωτευθεί την κόμη σου πιο πολύ από εμένα…[Ασκώντας χρήση της τριτοπρόσωπης αφήγησης που στην ουσία είναι μονοπρόσωπη.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Θα ζήλευε αν σε έβλεπε πως αλληλοχαιδευόμαστε κοντά στην κοίτη του ποταμού…[Ο Πτολεμαίος του δίνει ένα φιλί στο στόμα.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Τα υγρά σου σύμφωνα όπως είναι τα χείλη σου απ’ τα ουρανικά σου προτιμώ…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Με υγραίνει στην προκυμαία των διφθόγγων μου ο Ακεσίνης ποταμός…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Ενίοτε θεωρούμενων απ’ τον Αλέξανδρο καταχρηστικών…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Γι’ αυτό θυσίασε στην Νίκαια προς τιμήν της Αθηνάς…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Για να νικήσει η σοφία της θεάς τους χειμάρρους, τα κλαδιά και τους νευρώνες του ποταμού Ινδού…[Ο Πτολεμαίος γλείφει του Ηφαιστίωνα το δεξί αυτί και του φιλάει την όψη του λαιμού την ζερβή.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ο Αλέξανδρος δεν θα έπρεπε να εμπιστεύεται τα δάκτυλα αυτού του ποταμού και τα δακτυλίδια του που φορούν κάποιοι όπως ο Ταξίλης…Του έστειλε είκοσι πέντε ελέφαντες ως δώρο ώστε ή είκοσι πέντε ημέρες στον Ινδό να φιλοξενηθεί ή εβδομάδες ή μήνες…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Φοβού τους Ινδούς και δώρα φέροντες…[Του γλείφει με την γλώσσα την καρωτίδα.Εκείνος ανταποκρίνεται καταφατικός αυτή την φορά.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Οι ελέφαντες συμβόλιζαν την μνήμη των Ινδών για τον Αλέξανδρο…Η πράξη τους αυτή είχε χαρακτήρα ευχής: να παρέμενε για το εν λόγω χρονικό διάστημα μνήμη των Ινδών και ο Αλέξανδρος συγκρατώντας τους ελέφαντες να θυμάται για πάντα την ήττα του στον Ινδό ποταμό…[Ο Ηφαιστίων ξαπλώνει κατά γης και ο Πτολεμαίος τα σανδάλια του υπεξαιρεί. Του γλείφει το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Με αυτό το δάχτυλο Ηφαιστίωνα έσβησες την Πευκελεώτιδα και τον Άστη απ’ τον χάρτη…[Ο Πτολεμαίος του γλείφει στα μεσοδιαστήματα που δεν ομιλεί αλλά λαμβάνει τον λόγο ο Ηφαιστίων και τα υπόλοιπα δάχτυλα
και του δεξιού πόδα του.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Δεν θα μπορούσε να ’ναι το δόρυ του αρχηγού των Ασπασίων σίγουρα το δάχτυλο που γλείφεις με τόση σπουδή…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Παρ’ ολίγον να χάσω την ζωή μου εκεί…Οι Ασπάσιοι είναι αγριογουρουνίσια φυλή...Κακοτράχαλη όπως τα όρη του Καυκάσου…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αυτό το γλείψιμο θα μπορούσε να ’ναι βέλος στον ώμο του Αλέξανδρου…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Και η ερωτική μας μέθη θώρακας για να μην είναι το τραύμα του διαμπερές…[Γλείφει το γόνυ του Ηφαιστίωνα στο πόδι του το δεξί.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Το Αρίγαιο το κατέστρεψε όλο ο Αλέξανδρος και εξολόθρευσε όλους τους κατοίκους του…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Για εκείνο το τραύμα;
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Για εκείνο το τραύμα…[Κουνάει επιδεικτικά το κεφάλι του σαν λιοντάρι σε στιγμή ραθυμίας.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Είναι προσφιλής του Αλέξανδρου η στρατηγική οι πληθυσμοί των πόλεων που αντιστάθηκαν να ’χουν εξολοθρευθεί και περισσότερο εκείνων που απ’ το φόβο υπήρξαν αντιδραστικοί μήπως η κερκοφόρος εκστρατεία του γίνει ελλειπτική από πιθανές αποστασίες των ιθαγενών και τον φόβο της παγίδευσης στα άξεινα εδάφη της Ασίας και αχανή…[Ο Πτολεμαίος του ανεμίζει με το χέρι του του αφαλού την γονεική γραμμή.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Χιλιάδες τα βόδια που συνέλαβε ο Αλέξανδρος εκεί για να θυμίζει σε όλους πως ο ήλιος στα πεδία της μάχης δεν είχε νικηθεί…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Τα ευειδέστερα και τα ευγεμέθη τα επέλεξε ώστε οι αγροί της Μακεδονίας να ’ναι οργωτοί…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και για ν’ αγαπήσει τα ινδάλματά της η χτενισμένη γη…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Και ο Αλέξανδρος ο σφηκωτήρας τους…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Που τρύπησε εκτός απ’ την γη και τους μισθοφόρους Ινδούς που δεν ήθελαν να πολεμήσουν εναντίον ομοεθνών τους αλλά σκέφτονταν να δραπετεύσουν απ’ την πρώτη στιγμή…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Αιχμαλώτισε την κόρη και την μητέρα του Ασσακάνου υπακούοντας στην εξής αλληγορία….Παγίδευσε τους προγόνους του Ασσακάνου
και το ιστορικό τους παρελθόν που συμβόλιζε η μητέρα αλλά και τους επιγόνους του που πρέσβευε η κόρη και το μέλλον τους…Το δε θηλυκού γένους της αιχμαλωσίας αυτών των σημαινόντων προσώπων σήμαινε την ευάλωτη και αδύναμη πλευρά των Ινδών Ασσακάνων…[Ο Πτολεμαίος τρίβει την περιοχή του Ηφαιστίωνα μεταξύ φαλλού και αφοδευτηρίου χώρου ενώ ο δεύτερος αναστενάζει από ηδονή.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Άλλες φορές ο Αλέξανδρος περικυκλώνει τις πόλεις όπως αυτής των Βαζιρέων και υψώνει τείχη για να μην μπορούν οι βάρβαροι να επελάσουν εναντίον του σε περίπτωση αναβολής της κατάκτησης ή για να μην μπορεί κανείς εξ αυτών ν’ ανεφοδιασθεί….[Με ναζιάρικο, διεγερμένο ύφος εγκατάλειψης που την επαναφορά επιζητεί.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Την πόλη των Ωρών ο Αλέξανδρος μετά ευκολίας την κυρίευσε και τους ελέφαντες παρακράτησε για αγαθόν σκοπό…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Για να θυμάται αιωνίως την ήττα των Τιτάνων και πως οι Ώρες και ο προσδιοριστικός από εκείνες καιρόςείναι με το δικό του πλευρό…[Ο Πτολεμαίος του γλείφει και το αριστερό του αυτί.] Η Άορνος μου Πέτρα είναι σε επίκεντρο πιο χαμηλό…[Ο Πτολεμαίος με το δεξί του χέρι περιπαίζει του Ηφαιστίωνα τον φαλλό.] Τώρα όλα μου φαίνονται πως γεννιούνται και γίνονται με αγαθό σκοπό…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Τις Τιτανίδες εννοείς πως νίκησε και όχι όλες…. Εδώ, στο απροσπέλαστο από άλλα πουλιά κράτος σου δεν έφθασε ούτε καν ο Ηρακλής…[Με ύφος συστρατιώτη και συμπολεμιστή περιπαικτικό και εξισωτικό.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Το χέρι σου μοιάζει με την γέφυρα που έκτισα νότια του Ινδού ώστε απ’ τον Αλέξανδρο ν’ αποθεωθεί…[Ολοκληρώνει στο χέρι του Πτολεμαίου άνευ αναβολής, ενώ ο τελευταίος ρουφάει μετα βδελυγμίας τις λωρίδες κρέμας που γέννησε ο δεύτερος ώστε με τις ιδέες του να γαλουχηθεί.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Χάρη στα χέρια σου ο Αλέξανδρος κατέκτησε και την Νύσα την πόλη που ίδρυσε ο Διόνυσος προς τιμήν της τροφού του…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Δεν εποίησε την νήσσα…[Γελάει καθώς άπτει το πέος του Πτολεμαίου.]Μα φυτρώνει ο κισσός μόνον στη Νύσα…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Ο κισσός συμβολίζει την τάση της ψυχής μέσω του οίνου ν’ ανυψώνεται και ν’ αναρριχώνται τα φύλλα της ως το νου ή τον ουρανό…[Με ερωτική έξαψη.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ο Διόνυσος όρισε αφού τους νίκησε να κατοικούν ελεύθεροι και ν’ αυτοδιοικούνται..Εξάλλου οι θεοί τοποθετούν σήμαντρα στους δρόμους για να δούνε ποιος τα υπερβαίνει ώστε να τον διακηρύξουν ομότιμο με τους εαυτούς τους και οι θνητοί να τους τιμούνε…[Με το κεφάλι παιχνιδιάρικο πάνω κάτω.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Το βουνό κοντά στη Νύσα ο Διόνυσος το προσαγόρευσε Μηρό…[Αναστενάρης.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Όχι σαν τον δικό σου..[Ξερογλείφεται και τον φιλάει ερωτικά στο στόμα.]Προς τιμή του Δία για να τονίσει πως στην γη έχει εξουσία και παντοδυναμία…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Ήταν κατάφυτο με άλση ολόφυτα από δάφνη… [Ηδονοανασαίνει.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Για να θυμίζει πως Διόνυσος και Απόλλων είναι το ίδιο πρόσωπο…Όλοι οι στρατιώτες μας κυριεύθηκαν από παραλήρημα βακχικό …
[Γλείφει του Πτολεμαίου το αριστερό αυτί και την καρωτίδα.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ:Ο Ταξίλης που χάρισε τριάντα ελέφαντες στον Αλέξανδρο; [Αποπερατώνει την ηδονική αλγηδόνα του με αυτοσυγκράτηση στο χέρι του Ηφαιστίωνος.Ο Ηφαιστίων με μάτι Φάουστ καταβροχθίζει μέχρι τελευταίας ρανίδος την έκφραση αγάπης του Πτολεμαίου.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ευχετικού χαρακτήρος πράξη ώστε να μείνει στην μνήμη των ανθρώπων τριάντα μέρες, εβδομάδες, μήνες ή χρόνια…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Καλλίτερα να εμπιστεύεσαι τον Ινδό ποταμό και τα παρορμητικά του ύδατα παρά τους αυτόχθονες…Βλέπουν τον Αλέξανδρο όχι ως απελευθερωτή αλλά ως κατακτητή που θα πρέπει απ’ την χώρα τους να εκδιωχθεί…[Σκουπίζει με τα χέρια του τον ιδρώτα στο μέτωπό του.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Ο Αλέξανδρος διοργάνωσε ιππικούς και αθλητικούς αγώνες προς τιμή του Υδάσπη…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Τους τέλεσε προς τιμή των αλόγων του Ποσειδωνα που εκδράμουν με ισοδύναμη ορμή και ταχύτητα εκείνης των συγκοπτόμενων περισπωμένων του Υδάσπη…[Ο Πτολεμαίος τώρα του γλείφει το μεγάλο δάκτυλο του αριστερού του ποδιού και η διαδοχή συνεχίζεται.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Μου φέρεσαι βασιλικά όπως φέρθηκε ο Αλέξανδρος στον διψασμένο Πώρο…Τα δαχτυλα μου δεν θα διψάσουν ποτέ απ’ τον ποταμό των ανακοπών σου…[Ανταποκρίνεται θετικά στο αναπάντεχο δίδυμο ερωτικό του κάλεσμα.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Παρόλο που ο αναχαιτιστικός του υιός σκότωσε στον Ύδασπη τον Βουκεφάλα…Είχε απεικονισμένο στην κεφαλή του βοδιού μορφή…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Του Γυρηόνη απ’ τον άθλο του Ηρακλή πλακέτα αναμνηστική …
Kαι μεγαλόσωμο με τεράστια κεφαλή…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Οι Ούξιοι αμέσως βρήκαν το αγαπημένο του άλογο μόλις έβγαλε προκήρυξη με την οποία τους απειλούσε πως θα τους σκοτώσει όλους σε περίπτωση εναντιωματική…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Μήπως Πτολεμαίε τον Βουκεφάλα τον αγαπούσε περισσότερο από εμάς τους δυό; Μήπως αγαπούσε και τιμούσε τα ζώα περισσότερο απ’ τους ανθρώπους ως σωστές ζωηφόρους;[Με ύφος Μαρτίνου Λούθηρου.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Αυτό το αποκλείω Ηφαιστίωνα γιατί τόσο εσύ όσο και εγώ
έχουμε άλλων ειδών Βουκεφάλες αδιόρατους στο απλό κοινό…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Άρα αγαπάει τα τριποδικά τετράποδα που ενοικούν αυτή την προβιά…[Πιάνει τα μπράτσα του απ’ το κρύο που έχει πέσει στην περιοχή.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Ή Ηφαιστίωνα όταν τα υποδυόμαστε στο κρεβάτι μαζί του…
Θέλει το εντός του δέρματος μας που έχει την αρετή του κάλυκα να το νιώθει με θαλπωρή στο εκτός του δέρματος του…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ίσως για να το προσεταιρίζεται και να το ναυπηγεί στους λιμένες της αφομοιωτικής καρδιάς του….
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Τους Γλαυγανίκες γιατί ήθελε να τους κατακτήσει;
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Γιατί είχαν νικήσει την Αθηνά και νικώντας τους θα έπαιρνε εκδίκηση για την ήττα της θεάς αλλά συγχρόνως θ’ απορροφούσε και την κατακτημένη της σοφία…[Αποσπάει μια κακοτράχαλη πέτρα απ’ την κοίτη του ποταμού και την εκσφενδονίζει στην στεριά.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Γιατί το έκανες αυτό;
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Δεν θέλω να πεθάνω σ’ αυτόν τον τρισκατάρατο τόπο… Τραυματίζω τους βράχους του για να με υποδεχθεί της Μακεδονίας το σώμα…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Νίκησες όμως τον Υδραώτη για ν’ αποδώσεις τα εδάφη και τα έθνη του απ’ τον Πώρο τον κακό στον Πώρο τον αγαθό…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Πώρος εναντίον Πώρου…Ο ένας είναι καλός γιατί συμμάχησε· ο άλλος κακός γιατί αποστάτησε και με τα στρατεύματά του παραστράτησε…Δεν τα εμπιστεύθηκε στην υπηρεσία του Αλέξανδρου…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Τιμή τους θα ήταν…[Ανεμόεις.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Θα προτιμούσαν Πτολεμαίε του Λαγού να μείνουν αυτόνομοι…Τι κάνουμε εδώ μίλια μακριά απ’ την γενέτειρά μας;[Με ύφος ευαίσθητου νηπίου που αποζητάει την αγκαλιά της μητρός του.] Δεν σου λείπει η πατρίδα;[Με ύφος απόγνωσης.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Μου λείπει η πατρίς αλλά το καθήκον προεξέχει στο αστρικό αέτωμά μου…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Η αποστολή μας ήταν να εκδικηθούμε την δολοφονία του Φιλίππου και την λεηλασία των ελληνικών πόλεων απ’ τους πρόγονους του Δαρείου και να καταλύσουμε το περσικό κράτος…Όχι να φθάσουμε στην Κίνα…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Ηφαιστίωνα δεν ενθυμούμαι κάποιον που να αμφισβήτησε τις στρατηγικές επιλογές του Αλεξάνδρου και να έζησε πολλά χρόνια…[Με το μάτι προς τα κάτω σα ’να καθοδηγείται απ’ τις πέτρες της γης για τις ρήσεις του που ενέχουν την έννοια της προρήσεως.]Όποιος διαφωνεί με τον Αλέξανδρο μοιάζει να διαφωνεί με τον θεό… Εξάλλου ο Κοίνος μετέπεισε με το εύλογο των επιχειρημάτων του τον Αλέξανδρο…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Μοιάζει…Χρησιμοποίησες σωστή τριτοπρόσωπη γραφή… Μοιάζει…Παρέα με τους ελέφαντες του Ινδού…Ο Κοίνος δεν άλλαξε την γνώμη του Αλέξανδρου που ακόμη έχει το όνειρο της κατάκτησης πάσης της Ινδίας…Εξαναγκάσθηκε απ’ την απροθυμία των στρατιωτών…[Ο Πτολεμαίος γελάει.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Η αλήθεια είναι πως υπήρξαμε καταπονημένοι…Ο Κοίνος εξέφρασε μια πικρή αλήθεια…Πολύ φοβούμαι όμως ότι οι οιωνοσκόποι θα επηρρεάσθηκαν απ’ το κοινό αίσθημα λέγοντας του πως πέρα απ’ τον Υφάση είναι δυσμενείς οι οιωνοί…Ο Αλέξανδρος Ηφαιστίωνα την είχε την Ασία στο χέρι του…[Σφίγγει την δεξιά του παλάμη.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Την είχε αλλά δέκα χρόνια πολεμούσαμε…Απαντλήθηκε το ακατέργαστο διαμάντι μας…[Σαν Αχαιός που μάχεται την αδάμαστη, την ακατανίκητη και αλύγιστη ηρωική μορφή των Τρώων πολεμιστών.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Ακόμη γελάω με το επιχείρημα…Αν επιστρέψουμε στην Ελλάδα Αλέξανδρε οι σπουδαίοι και οι πλούσιοι στρατιώτες θα γίνουν η πιο αξιόλογη μορφή μίμησης από νέους στρατιώτες που λόγω απειρίας πολέμου είναι άφοβοι σε κάθε είδους πολεμικό εγχείρημα και θαραλλέοι με την φιλοδοξία του πλούτου και της ευδιακριτότητας…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Ναι, ήταν σα να του έλεγε ας επιστρέψουμε στην πατρίδα και την συνεχίζεις την εκστρατεία σου με όποιον επιθυμείς εκτός από εμάς…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Οι δώδεκα βωμοί που έκτισε στον ποταμό Ύφαση τι να συμβόλιζαν άραγε;
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Τους δώδεκα θεούς που εποπτεύουν τα ορμητικά νερά του για να θυμίζουν πως απ’ τον Αλέξανδρο εξευμενίσθηκαν και κατακτήθηκαν…
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Αυτά τα ορμητικά νερά και του Ινδού ο Αλέξανδρος τα συσχετίζει με τις πηγές του Νείλου…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Γιατί οι δυο αυτοί ποταμοί είναι εν αφθονία κορκοδείλων και κυάμων μεστοί …
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Πόσοι και πόσοι τόποι μοιάζουν με αδέλφια..Δεν είναι όμως…[Με αστείρευτη γνώση της φύσης των κοσμικών πραγμάτων.]Κάποια ετεροθαλλή… Άλλα αμφιθαλλή…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Εμείς όμως είμαστε στην αμφίεση, στην γλώσσα, στην θρησκεία και στην φιλοδοξία όμοιοι αδελφοί…Τέτοιοι ποταμοί δεν είναι σε εμάς αρεστοί….Σε κερνάω κρασί αν επισκεφθείς την δική μου σκηνή…[Του κλείνει πονηρά το μάτι.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Η πρόσκλησή σου μου ’ναι θελκτική…
[Πτολεμαίος και Ηφαιστίων αποχωρούν από σκηνής ενώ οι θεατές ακούνε του ποταμού την γάργαρη ροή ως ένα είδος προοικονομίας για το τι επρόκειται να συντελεσθεί εκτός σκηνής.]
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[Εκτυλίσσεται στις Πασαργάδες της Περσίας το 324 π.Χ. Κρεμασμένο σ’ ένα δένδρο το ομοίωμα του Ορξίνη. Ο Πευκέστας σωματοφύλακας του Αλέξανδρου συνομιλεί με τον αφέντη της Ασίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πευκέστα από εδώ και στο εξής θα ’σαι ο σατράπης των Περσών…Ο προδότης και σφετεριστής του θρόνου μου είναι πια νεκρός….[Ο Πευκέστας με μηδική στολή τον προσκυνεί.]
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Αφέντη μου και της Ασίας όλης σ’ ευγνωμονώ…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο άτιμος σκότωσε πολλούς χωρίς να τους περάσει από δίκη…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Κάποιοι στο στράτευμα αμφισβητούν το επιχείρημά σου αφού ούτε τον Παρμενίωνα τον πέρασες από δίκη…Πιστεύουν πως άλλος είναι ο λόγος…[Με δουλοπρεπές ύφος που διστάζει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μπορώ να τον πληροφορηθώ;[Με απορία αναληθή.]
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Λένε πως δυσανασχέτησες με την σύληση του τάφου του Κύρου και πως τον θεώρησες υπόλογο για τον λόγο αυτό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είναι αληθές αυτό Πευκέστα γιατί αυτοί που τον σύλησαν τον τάφο το έπραξαν με οφιοειδή επιτηδειότητα…Ανοίγοντας τον τάφο και αφαιρώντας τμήματα του νεκρού θέλησαν να δώσουν ένα απώτερο μήνυμα:πως ο Κύρος δεν έχει πεθάνει και η αυτοκρατορία του έστω και σε τεμάχια θ’ ανασυσταθεί…[Με αυτοκρατορικό ασιατικό ύφος.] Έπρεπε ν’ αφήσουν τον τάφο του ανέγγιχτο και το άλσος με τα κάθε λογής δένδρα που τον κάλυπτε απ’ την κοινή θέα να ’ναι ιερό… Αυτόν τον τάφο και τον νεκρό του δεν θα έπρεπε ποτέ κανείς να τον βλέπει…Μόνον με δένδρα και οικίσκους να τον καλύπτει …
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Βλέπεις Αλέξανδρε η λάρνακά του ήταν από χρυσό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και κλίνη με πόδι χρυσό…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Και μην ξεχνάς τον τάπητα και τις μηδικές στολές από υάκινθο…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην τον φθονήσουμε για το μνήμα του…[Με ύφος υποτιμητικό.]
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Όπως το αποκαταστήσαμε απ’ τους υποκλοπείς των κτερισμάτων του…Ο Αριστόβουλος γιατί έχει την κάλλιστη των γνωμών…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είμαι εξοργισμένος όμως για έναν ακόμη λόγο:η πράξη τους να κλέψουν τους θησαυρούς που έκρυβε ο τάφος του Κύρου υπέκρυπτε και την συμβολική υπεξαίρεση του πλούτου των Περσών που είναι τώρα στην κατοχή μου…Και αυτόν δεν τον χαρίζω σε κανέναν…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Οι Μάγοι όφειλαν τον τάφο να προστατεύσουν …[Με βαριά την συναίσθηση του καθήκοντος.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όφειλαν γιατί έπαιρναν κάθε ημέρα ένα πρόβατο και αλεύρι με κρασί…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Για να του δίνουν τον άρτο και να το μεθάνε…Ή για να το θυσιάζουν στην Αρτέμιδα και οι Πέρσες να ’ναι στο κυνήγι μια ζωή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και να θυμούνται όλοι πως με την αθωοτητα γίνεται ατελεύτητο γλέντι στην Περσία…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Και πως το λογικό της θυσίας των ζωών μετατρέπεται στης συμπεριφοράς τους τον παραλογισμό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Επαιρναν και ένα άλογο τον μήνα για θυσία…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Θα το απέκοπταν σε τριάντα μέρη…Να το βλέπουν οι νεκροί και να μην το γεύονται…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το σημαντικότερο όλων είναι πως αποκαταστάθηκε η τρωθείσα τιμή του με τις ταινίες μου, με τα διακοσμητικά μου στοιχεία, με την λιθοδομή και με τα χάσματα που είχαν καλυφθεί στην λάσπη…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Με το βασιλικό σου έμβλημα που είναι η ισχυρότερη σφραγίδα σου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτός ο τάφος από περσικός έγινε αλεξανδρινός…Το μεγαλύτερο μου καύχημα μετά την επάνοδο μου απ’ την Ινδία…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Πολλοί λένε Αλέξανδρε πως ο Κοίνος ετάφη μεν μεγαλοπρεπώς αλλά πως τον δηλητηρίασες αινιγματικώς….[Ο Αλέξανδρος για μερικά δευτερόλεπτα δεν μιλάει.Προσκρούει τα χέρια στην πλάτη.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η γλώσσα του ήταν πολύ ευέλικτη, εύστροφη και αυθάδικη…Αυτές τις γλώσσες αενάως λιπόθυμες τις επιθυμώ…Σαπισμένα φρούτα όπως η ακινησία…[Τον πιάνει απ’ τον λαιμό.] Μου στοίχισε πολύ αυτή η γλώσσα…Την αυτοκρατορία μου…[Τα μάτια του σαν τυφώνας.] Τώρα θα ’χα κατακτήσει το σύμπαν…Αυτός ο προδότης θα ’ναι ομοσύντροφος με τους προδότες που αγάπησε περισσότερο απ’ την ιδέα μου η Μακεδονία να γινει το λίκνο του πολιτισμού όλου του κόσμου…Οι δειλοί πεθαίνουν…Οι κουρασμένοι πεθαίνουν…Και να θυμάσαι Πευκέστα πως αυτοί που αντιμιλούν στον αυτοκράτορά τους πεθαίνουν πρώτοι από όλους…Κυρίως αυτοί…[Με ύφος εταιριάρχη.]
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Κανείς Αλέξανδρε δεν είχε το δικαίωμα να σου στερήσει το όναρ…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κανείς…[Δακρύζει.]Κανείς…Ναι, κανείς…[Τον αφήνει και παραμερίζει την παρουσία του.] Αυτός όμως…Αυτός με την ευγλωττία του τους έπεισε όλους…Με την δεξιότητα του λόγου δεν κερδίζονται αυτοκρατορίες… Τους ξέρω αυτούς τους ρήτορες και τους φιλοσόφους…Σου ζαλίζουν το κεφάλι με τις θεωρίες τους…[Με ύφος ανημπόριας ενώπιον του πνεύματος που δεν κατανικιέται μπροστά σε καμία εξουσία.]
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Αλέξανδρε είσαι άνθρωπος της δράσης…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ναι, της δράσης…Και της πράξης…Και αυτός με έκανε παθητικό άθυρμα μπροστά στο στράτευμά μου να με παρασέρνουν οι τροχοί της αμάξης του…Αυτός ο ελεεινός…[Σφίγγει τα δόντια και κλείνει τα μάτια από αισχύνη.] Μακάρι να ’χε πεθάνει καιρό πολύ πριν…Ανδρείως στην μάχη κατά του Δαρείου…[Σα ’να θέλει να λησμονήσει τούτο το γεγονός.]
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Ή του Πώρου…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ή του Πώρου…Να τον πατούσαν οι ελέφαντες και την μορφή του με τις πατούσες τους να την σφραγίζαν στον Υδάσπη…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Για να εξαφανισθεί απ’ την μνήμη των Μακεδόνων…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ενώ οι τριακόντοροι μας να ηχούν με τις κωπηλασίες τους για πάντα στα αυτιά των Ινδών…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Να τιμήσουμε τον Διόνυσο με της θαλάσσης τον χορό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην ξεχνάς όμως πως στην συμβολή του Υδάσπη και του Ακεσίνη τα πολεμικά μας πλοία υπέστησαν βλάβες απ’ την δίνη του ποταμού…
[Σε διορθωτικό επιστεγασμό.]
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Το νερό τα κουπιά του πολέμου τα σπάει γιατί θέλει να τα συζευχθεί στον βυθό…Γιατί το νερό είναι σαν τον πόλεμο… Ορμητικό που παρασέρνει τα πάντα στην δίνη του και που καταλύει τα πάντα στην πάροδό του…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ομιλείς σαν σωστός Αλέξανδρος…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Στην πόλη των Μάλλων Αλέξανδρε απ’ τον τραυματισμό του θώρακά σου εκτός από αίμα έβγαινε και αέρας…[Με ευφάνταστη προσηγορία.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Επειδή το πνεύμα μου έχει χροιά βουτηγμένη στην πορφύρα…
Αν δεν ήσουν εσύ τώρα θα ήμουν νεκρός…[Διαπιστωτικός.]
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Αφού ήθελες να ’σαι στην πρώτη σειρά των μαχών δεν θα μπορούσα την αρωγή μου να σου αρνηθώ…Τον Μουσικάνο γιατί διέταξες να τον κρεμάσουν για την προδοσία της αποστασίας;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να υπερίπταται το σώμα του απ’ την γη αφού ήθελε να ’ναι σε θώκο υψηλότερο από εμένα…[Σαν την Μάρθα Γκράχαμ με τα δύο του πόδια που αποχωρίζονται το έδαφος.]Και για να κάνει συντροφιά με το δένδρο που δεν είχε δει ποτέ στην ζωή…Να συνομιλεί ο λαιμός του και η γλώσσα του μ’ αυτό…. Και μέσω της μουσικής οι Βραχμάνες ν’ ανάγονται σε υψηλότερες σφαίρες γνώσεως και τέχνης… Δεν ανέμενα ν’ αποστατήσει Ινδός με όνομα ελληνικό και μάλιστα καταγόμενο εκ των Μουσών…[Με ύφος τάχα ελικρινές, στην ουσία όμως εκατερόσχημο.]
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Ηθελες να φθάσεις στο δέλτα του Ινδού…Γιατί;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να μου θυμίζει πως το γράμμα δέλτα συμβολίζει το τρίγωνο ή την πυραμίδα που ενώνει τον ουρανό με την γη…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Το τρίγωνο στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα μόνον μια φορά συμπίπτει με την απεικόνιση του την αλφαβητική…Γιατί;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί το τρίγωνο είναι γεωμετρικό σχήμα…Έχει την ελευθερία όπου θέλει να χωροθετηθεί για να δεικνύει σήματα…Ως γράμμα αλλάζει μεν θέση διατηρώντας την γεωμετρική ταυτότητα αυτής της αλλαγής αλλά όχι κατευθύνσεις γιατί τα γράμματα μεν έχουν σχήμα ή οφθαλμική μορφή για ν’ αναγιγνώσκονται αλλά όχι απόλυτη ανεξαρτησία αφού ερμηνεύονται σε ομάδες συνδυασμών που και αλλότρια νοήματα εκπροσωπούν…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Έσφαξες προτού έλθεις εδώ και ταύρους προς τιμή του Ποσειδώνα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν ήθελα να ’χω του Οδυσσέως την ζωή την μοιρολατρευτική….
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Εγώ πιστεύω πως τους έρριψες στην θάλασσα για ν’ αποδείξεις σε όλους πως υπάρχει και εκεί ζωή έστω κάποιες στιγμές ως μάσκα νεκρική όταν επιτελείται θεική σπονδή…[Σαν κυκλαδικό εδώλιο με παρεκτροπή του ενός χεριού στα αριστερά.]Και την χρυσή φιάλη για να γεμίσεις με τα πλούτη του Ωκεανού απ’ τις σπίθες και τους βοστρύχους του ήλιου που ανακλώνται στο δέρμα του Ποσειδώνα…[Θωπεύει το δέρας του δεξιού του χεριού.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Χρυσίζει το γένι του Ποσειδώνα απ’ το γένος των Τιτάνων….
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Και με την τροφή των ταύρων γίνεται πιο παχύ….Έκανες και στον Ποσειδώνα ως ανάθημα χρυσούν κρατήρα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Προέβην σε τούτη την πράξη για ν’ αναμειγνύει ο Ποσειδών οίνο με νερό αχάτη και με τον Διόνυσο στα έγκατα της γης να μεθάει … Συμβολίζει και την αξία της υδάτινής του πηγής που ’ναι μυκηναικά ανακτορικά κτερίσματα….Τους δε ταύρους τους σκότωσα γιατί με τα κέρατά τους συμβολίζουν το κακό που εξαφανίζει ο Ποσειδώνας στην αγκαλιά του…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Και όχι γιατί οι θάλασσες αποκρύπτουν μυστικά αχθομερή;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και γι’αυτό…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Γιατί πιστεύεις Αλέξανδρε πως οι φοίνικες μάζευαν σε δοχεία και κουβαλούσαν με τα μεταγωγικά τους το δάκρυ της σμύρνας στην έρημο των Γαδρωσών;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί ήταν τεθλιμμένοι που με συνόδευαν και αυτή τους την δυστυχία ήθελαν να την μεταδώσουν στην αλωτή απ’ το χέρι μου Φοινίκη…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ:Και ο νάρδος που περισυνέλεγαν;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πως η κατάκτηση του Αλέξανδρου στην χώρα της την επούλωση επιφέρει…Και ετεροιώνει τις ιδιότητες της δυστυχίας σε μια μεθυστική αρωματωδη ευτυχία…[Με ικανοποίηση.]
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Και πατώντας τις ρίζες τους τα πόδια μας μετέδιδαν αυτή την απέραντη ευτυχία ώστε να την οσμίζεται και η γη…Γιατί πιστεύεις πως στην παραθαλάσσια πόλη της Γαδρωσίας οι αλιείς έφτιαχναν τις καλύβες τους από όστρακα;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί συμβόλιζε τον έρωτά τους για την θάλασσα και τα ταξίδια που θα ήθελαν να κάνουν συνέχεια στην ιματιοειδή γραμμή της….
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Τιμούν τον Βισνού….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ή κατ’ άλλους το αιδοίο που τα πάντα κυοφορεί…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Από άκανθες ιχθύων οι στέγες των κογχών τους…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να τραυματίζουν τον υετό…Ή για να θυμίζουν στα νεκρά ψάρια την ζωή τους κάθε φορά που πρόξενος γινόταν ο ουρανός νεροποντής…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Ή για να θυμίζουν πως η έννοια της στέγης προφυλάσσει κόβοντας με ευελιξία τους εισβολείς….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και πως η θάλασσα μεγάλους κινδύνους εγκυμονεί σε όποιον της αφαιρεί την ζωή…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Οι ιθαγενείς προέβαιναν σε αμήση των κάχληκων στον αιγιαλό….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και είχαν νερό υφάλμυρο για να τους θυμίζει πως η γη όταν με την θάλασσα πάει με χαλίκια να συνενωθεί τη νόθευση του αλμυρού έχει εκλεκτή …
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Τα βότσαλα δεν αποδίδουν στο ύδωρ σε απόλυτο βαθμό την αλμυρή του υφή…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν δεν υπήρχαν τα κακοτράχαλα βότσαλα αυτό το νερό θα ήταν αδόκιμο στην γλώσσα τους που την τρίαινά τους κανείς δεν έχει φοβηθεί…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Εσύ όμως Αλέξανδρε κανέναν δεν έχεις φοβηθεί…Έφθασες στην Πούρα έχοντας επίγνωση των δυσκολιών της πορείας που από εσένα είχε προκριθεί…Και έφθασες στο ίδιον σημείο εκτιμήσεως με την Σεμίραμη και τον Κύρο…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό αν και πολλά κατάκοπα ζώα αποδεκατίσθηκαν και κάηκαν στην πελαγίσια ψάμμο…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Σκοτώσαμε και πολλά μουλάρια για να τα φάμε και να προσκολλήσουμε στο άρμα της αναισθησίας τους…Ακόμη Αλέξανδρε σε επαινούν οι στρατιώτες που έχυσες το νερό απ’ το κράνος…Απέδειξες πως αν και διψασμένος δεν φοβάσαι να πεθάνεις και πως δεν έχεις της ύλης την ανάγκη την βιωτική…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και γιατί τον πίδακα του ύδατος τον βρήκαν άλλοι και όχι εγώ…[Με νοσταλγικό πόνο.]
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Και για να ξεδιψάσεις την έρημο γη που σε ταλάνισε τόσο πολύ…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και στην Γαδρωσία ξεκουράσθηκε απ’ τα καθήκοντά του ο σατράπης Απολλοφάνης γιατί δεν θα ηθελε κανείς μόνον να φαίνεται πως χάθηκε με τις ατιμίες του αλλά και εξ’ ολοκλήρου να χαθεί…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Ο Θόαντας που τον διόρισες στην θέση του σατράπη απεβίωσε ξαφνικά…[Ο Αλέξανδρος τον κοιτάζει πονηρά με το αετίσιο του μάτι.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ας μην συνέχιζε τις αδικίες του προκατόχου του και ας μου προσέφερε όλα τα χατίρια…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Γιατί Αλέξανδρε στην Καρμανία συνένωσες τις δύο άμαξες σε μια;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί στου δρόμου σου την πορεία πάντα κάποιον συναντάς και είναι προτιμότερη η ένωση δύο δυνάμεων και ταχυτήτων σε μια…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Πόσο μου άρεσε που στην Καρμανία χορεύαμε υπό τον ήχο των αυλών και τρώγαμε σταφανωμένοι στην πορεία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και εγώ Διόνυσος -Θρίαμβος…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Και γιατί η πορεία και η κίνηση σε αλλότριους τόπους είναι νίκη συνοδευόμενη από μουσική και άμεινον φαγητό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είσαι ο σωματοφύλακας που τόσο επιθυμώ…[Τον αγκαλιάζει.]
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Τον Σιτάλκη και τον Κλέανδρο γιατί τους καταδίκασες σε θάνατο;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Ουκ εξήν υπό τη Αλεξάνδρου βασιλεία αδικείσθαι τους αρχομένους υπό των αρχόντων…Δίεπραξαν ιεροσυλίες και επιτύμβια ιερά…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Τον Ηράκωνα δεν τον τιμώρησες…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όχι εκείνη την στιγμή γιατί μου προέφερε σωστά το γράμμα λάμδα που του έλειπε για να γίνει Ηρακλής…
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Εγώ απ’ την άλλη πιστεύω πως δεν ήθελες την Ήρα να στενοχωρείς…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και ποιος να στενοχωρεί τους θεούς επιθυμεί;
ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ: Ουδείς γιατί είναι από όλους σεβαστοί…. Ας φύγουμε από εδώ γιατί με τα πτώματα οι ζωντανοί μπορεί να γίνουν νεκροί…[Κοιτάζει το δένδρο με τον νεκρό Ορξίνη.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Με ευρίσκει σύμφωνο η πρόταση αυτή…[Μοιάζει να μελαγχολεί έστω και αν συμφωνεί.]
[Αλέξανδρος και Πευκέστας αναχωρούν απ’ την σκηνή για να μην ενωθούν οι σκιές τους μ’ εκείνες των νεκρών, ενώ τα φώτα πάλι σβήνουν βαθμηδόν ώσπου το απόλυτο σκοτάδι ξανά στον χώρο να επικρατεί.]
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
[Εκτυλίσσεται το φθινόπωρο του 324 π. Χ, τις τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου εκείνου του έτους και ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται επί σκηνής κουρασμένος καθαρίζοντας την πανοπλία του στα Εκβάτανα της Μηδίας. Τον πλησιάζει ο Ηφαιστίων με δωρίζουσα αμφίεση και συμπεριφορά.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το βασίλειο του Πώρου αδύνατον να κατανικήσω…[Με ικμάδα που από τυχαίο περιστατικό έχει χαθεί.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αλέξανδρε…Οι τοίχοι λιγοστοί σε μια τέτοια χώρα αχανή…
Άνηλοι…Δεν μπορείς πουθενά να σταθείς και η τύχη λιγοστή…[Ο Αλέξανδρος την πανοπλία του στο δάπεδο θα την κάνει νυμφευτή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτά τα όπλα σαν το σώμα μου είναι τεθραυσμένα και δεδαπανημένα…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Οι Ινδοί όπως προφασίσθηκε ο Πώρος τον Διόνυσο κατενίκησαν …
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γι’ αυτό δεν βλέπω άμπελο και κανέναν κισσό…[Με τα χέρια στον ουρανό ως ένα σχέδιο του Ντα Βίντσι αποσπασματικό.]Μόνον παρδάλεις, τίγρεις, λιοντάρια και ελέφαντες που κορδώνονται για την εαρινή τους στην γενναιότητα και στην καλλονή ακμή…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ο Πώρος έλεγε πως ήταν βασιλιάς των θεών…[Με τάση εμπαιγμού.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Των εξωγενών ή των ενδογενών;[Με ειρωνεία για το κομπαστικό ύφος του Πώρου.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Τα χάλκινα αγάλματα που παρέταξες πυρακτωμένα σκότωσαν τους θεούς τους…[Γελάει μελανομορφικά σα ’να ποτίζει το αόρατο με τα δάκρυα της αύρας του.]Ήθελαν να σε παραδώσουν στον Πώρο και να επιστρέψουν στην Μακεδονία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Με τα δάκρυά μου λύγισα των Μακεδόνων την καρδιά… Έδωσα θάρρος στην δειλία και ένταση στο αίσθημα της συμπονετικής φιλίας…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Η Επίδαυρος Αλέξανδρε σε αναμένει ώστε ο ύστατος ρόλος της ζωής σου από εσένα να ερμηνευθεί….[Γελάει με κρεσέντο.] Τους χοίρους που προέβαλες στους ελέφαντες μπροστά….Τρόμαξαν και πέταξαν στην γη τα τείχη της οχυρωματικής…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Επειδή ήταν χοίροι-βρέφη…Η μνήμη αμπωτίζεται στου δάσους τα νέφη και στα γρυλλίσματα απ’ τα βρέφη….Αλλά για μια στιγμή…[Τον κοιτάζει με πονηρό και αθώο βλέμμα συγχρόνως που μια στάση γνώσης και παραδοχής της γνώσης αυτής εγκυμονεί.] Ο κατευβαστής σου με το λάδι ακόμη σε χαλαρώνει…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αλέξανδρε…[Σχηματίζει με τα χέρια του στο σώμα του το γράμμα φι.]Ώρες-ώρες χρειάζομαι την μυοχαλάρωσή μου….[Με τη ψυχή του σε κατωρριχητική έφοδο που σε ασταθές λιβάδι κωπηλατεί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Εγώ δεν μπορώ να σου κατευνάσω μετά το λουτρό τα πάθη;[Με σιγαστικό πάθος συμφώνων και φωνηέντων που εμπεριέχει την έννοια του χρηματοκιβωτίου.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αυτό κανείς δεν το μπορεί…[Με σύμπνοια σωματικού κίονα, ψύξης και κεφαλής. Ευθυμεί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ούτε αυτός που κατέκτησε την οικουμένη;[Με βλέμμα αστραγάλων και ουράνιου τόξου.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ούτε αυτός…[Με ύφος αμφίλεκτης επιβεβαίωσης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κάθισε πλησίον μου και ουχ εγγύς…[Ο Ηφαιστίων υπακούει ράθυμος και ο Αλέξανδρος του εκτοξεύει ένα πτερόεν στο στόμα φιλί.] Το σάλιο μου είναι το λάδι και ο μύρος μου για τον λουτήρα της καρδιακής σου αορτής…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αλέξανδρε δεν μου έτριψες την πλάτη να με ξεκουράσεις….
[Με μαθητιώσης νεολαίας ύφος.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ήδιον καθεύδουσιν των καταπονούντων οι καταπονήσαντες…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Είμαι ο ίππος σου…[Σε ύφος ηδυπαθούς κατακτούμενου.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και η λόγχη που γυαλίζω για να θαμπώνονται και να τυφλώνονται οι ενάντιοί μου στην μάχη…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Είμαι έτοιμος να με καβαλήσεις στην μάχη που κέκληται αγάπη…[Τραβάει προς τον ουρανό το μαλλί του.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το να καβαλήσω μόνον εσένα δεν εξαρκεί…[Σηκώνει ως Πίνδος το αριστερό του φρύδι, ενώ τα μάτια του κολυμπάνε σε όλων των νευρώνων τα διαστήματα.]Όλο μου το στράτευμα εφιππεύω με την ενέργεια του νου μου ώστε στην μάχη να μην καταπονηθεί…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Για να μην καταπονείται…[Χαμένος στην μετάφραση.]Στην μάχη…[Με τάση αναπόλησης.]Για να μην καταπονείται αυτόνομο…[Σε ύφος ψιττακού σε σχολειοτομή.]Να καταπονείται απ’ το ποιητικό αίτιο…Ήδιον καθεύδουσιν…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ήδιον καθεύδουσιν για τους μη αυτονομούντας…Η αιτία του κεκμηκότος…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Του κεκμηκότος οι αγνύθες…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Έχεις πάγκαλη γλώσσα…Μπορείς στον φαλλό μου να διδάξεις τα λάθη της συντακτικής;[Κουνάει το κεφάλι του προς τα στήθη του με τάση μελλοντικής διερευνητικότητας.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και αν δεν έχεις διάβημα διαμαρτυρίας και της γραμματικής…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Να το κανονίσουμε κάποια ημέρα που θα κοιμάται το στράτευμα….[Με τα μάτια του κερωμένα στην λίμνη των επιθυμιών του ν’ αντλούν την άλκιμή τους γη.]Θέλω να μου υπενθυμίζεις όλα μου τα γλωσσικά ολισθήματα στον πυλώνα της αγάπης…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Πολύ ποιητικό…[Σα ’να του φαίνεται απίστευτο.]Καθόλου αίτιο…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Προτιμάς μήπως ν’ αναστιλβώσεις με την γλώσσα σου τον αστέρα που στο κράνος του έχει κρυφτεί;
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Όχι, Αλέξανδρε…Προτιμώ το αστέρι σου ολόλαμπρο να το καταπιώ και για την ετυμολογία του ν’ αποφανθώ….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτό το αστέρι δεν έχει αγκίδες ούτε καρφιά ασημένια…Μόνο ένα στόμα που σου λέει πόσο σε αγαπώ…[Του κάνει με τα χέρια του το σχήμα της καρδιάς.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ναι, αλλά σε όλη την διάρκεια του μονολόγου μου δεν είναι λίαν εκδηλωτικό…Μόνον προς το τέλος καταλήγει διαχυτικό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Έχει σποράδην και τις αντιλογίες του και αυτό…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Βασιλιά μου δεν είμαι σαν τον λιοντάρι που φιλοτέχνησε στους Δελφούς προς τιμήν σου ο Λύσιππος και ο Λεωχάρης…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Λεωχάρης…Γέγηθε ο λεώς…[Με τα μάτια στραμμένα στον ουρανό.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αλέξανδρος ο Ηρακλείδης…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο Ζευίδης…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Το παράδοξο του Ζήνωνος δεν σε προσλαμβάνει…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί η γενική δηλώνει τον κτήτορα της ονομαστικής…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και γιατί Αλέξανδρε το μεγαλειώδες και θεόπνευστο σύμπλεγμα με τους σκύμνους και τους κύνες αποτελούν την επίπνευση για τους ποιητές στον Παρνασσό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είμαι Μέγας Διδάσκαλος και Βασιλιάς -Ποιητής…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Βοηθός και στους έρωτες του Ευρύλοχου με την Τελεσίππα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτή ήταν εταίρα…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και στις εταίρες Αλέξανδρε τι κάνεις με τους φίλους σου;[Με ύφος γαλής που γνωρίζει τις πτέρνες των αφεντικών της πολύ.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ας πούμε πολλά δώρα…[Διστακτικός.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Πολλά δώρα που τις αγγίζουν στην επιφάνεια ή στης θαλάσσης τους τον κευθμό;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ό,τι κρύβεται στον κευθμό κάποτε δεν επιπλέει και στης θαλάσσης τον κόρυμβο τον αιολικό;
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Τρίγωνο ή τετράγωνο ερωτικό…[Σαν μαθηματικός υπολογισμός στο μυαλό του αχανής.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Υπάρχει και το σχήμα το πολυγωνικό…[Στο δεξί του αυτί βάζει το χέρι του το κομμουνιστικό.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ο διάδικος είναι μόνον ένας στο δικαστήριο της αγάπης…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Απ’ τον Ηφαιστίωνα και τον Κρατερό περισσότερο τους θεούς αγαπώ…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αντιμάχονται για το ποιος περισσότερο σε φιλεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τέτοια αγάπη δεν μου είναι ελκτική…[Με αποστροφή.] Προτιμώ της Ρωξάνης το φιλί…[Με βλέμμα ονειρικό και συνάμα κλειστό.]Χωρίς τον Αλέξανδρο ο Ηφαιστίων θα ήταν χάρτα μηδενική…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αλέξανδρε μην μας ξαναμαλώσεις έτσι…[Τα χείλη του σαν λάμδα.]Στενοχωρηθήκαμε πολύ…[Με την αυτοπεποίθηση ενός δόκιμου ηθοποιού που τα λόγια του δεν τα πολυεννοεί.]Δεν ξέρεις πότε μπορεί να χάσεις κάποιον που φιλείς…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Έχεις δίκαιο αλλά αν το ξανακάνουν η απώλειά τους θα ’ναι απ’ το χέρι μου έγκλιση οριστική…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Όπως η ειμαρμένη του Φιλώτα και του Παρμενίωνα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο Λίμνος που μου έστειλαν και ο Κεβαλίνος….
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ήξεραν πόση αδυναμία έχεις στα ρωμαλέα αγόρια…[Ο Αλέξανδρος τον κοιτάζει με γωνιώδες βλέμμα αποκλίνον.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ήταν ωραία αγόρια….[Μεγάλη παύση.]Αναμφίβολα…[Μικρή παύση ως μολυβδόβουλο στην πρότερη πρόταση.] Εντούτοις δεν θα τα άφηνα και να με δολοφονήσουν για να γίνει ο Φιλώτας αυτοκράτωρ…[Με ψυχή που στο κρηπίδωμά της σιγοβράζει αλλά που διασκεδάζει τον θυμό της με οινοποσία φρόνησης.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Η Αντιγόνη εστάθη η ιδιωτική του τραγωδία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είχε μεγαλύτερη απ’ την δική σου γλώσσα…Μειράκιο δεν θα με ξαναπεί κανείς…Με ακούς;[Τον κοιτάζει κατάματα και του πιάνει με πίεση τα δυο του μάγουλα.]Κανείς από εδώ και στο εξής…[Τον ακραφετεί.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Θα έχω και εγώ το τέλος του Κλείτου;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν παραδεχθείς την αρχή του το τέλος του δεν θα βρεις…[Με γέλιο αυτοκράτορα.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Θα σου φιλήσω την περσική ζώνη και ότι είναι πέρα από αυτήν…[Του την φιλάει με απύθμενη ροδοφέρουσα ηδονή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μείνε εκεί…[Σαν στρατηγός που βλέπει απείθαρχο στράτευμα.]Υποχώρησε στην ανδρεία μου…[Με ρητορικότητα.] Ανακάλυψε νέες ηπείρους…[Ο Ηφαιστίων του θωπεύει την ηβική του περιοχή.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Μαζί Αλέξανδρε στον πόλεμο· μαζί και στον έρωτα….[Ο Αλέξανδρος του θωπεύει τα μακριά του μαλλιά.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πόσο ωραίο αγόρι είσαι Ηφαιστίωνα….[Του πιάνει το μέτωπο.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και εσύ πόσο ωραίος άνδρας…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ηφαιστίωνα μοιάζεις να φλέγεσαι από πυρετό….[Ανήσυχος.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Το κοτόπουλο που έφαγα και το παγωμένο νερό που ήπια θα φταίνε…Εδώ και δυο ημέρες δεν πέφτει ο πυρετός…Αλέξανδρε δεν θα μου δώσεις και εμένα όπως στους Πέρσες χρυσά νομίσματα ως ιδέες στης γλώσσας μου τον ωκεανό;[Αρκετά κουρασμένος κάθεται οκλαδόν.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ποτέ πιά αγαπημένε μου Ηφαιστίωνα…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Δεν θα ακολουθήσεις την σοφία των Ινδών να πατήσεις με τα πόδια σου την γη;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι Ινδοί Ηφαιστίωνα πιστεύουν πως όταν προβαίνεις σ’ αυτήν την πράξη με τον θάνατό σου θα κατέχεις και ανάλογο μέτρο γης…Μα η γη Ηφαιστίωνα δεν είναι μόνον το χώμα που πατάμε…Είναι ο αέρας που ριπίζει τα αυτιά μας…Τα γραπτά δώρα…Οι αναμνήσεις…Η κινητή, ακίνητη και αύλη περιουσία που κληρονομούμε και στην συνέχεια κληροδοτούμε… Και σίγουρα ο θάνατος δεν μπορεί παρά μόνον ν’ αντιπροσωπεύει το στάδιο της ζωής…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Προαισθάνομαι πως εμένα θα με αγκαλιάσει…[Κάνει πως αγκαλιάζει ένα άγνωστο πρόσωπο στον αέρα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο Θάνατος δεν σχετίζεται με δοξασίες και προλήψεις ….Τον βλέπεις ειρηνικά να έρχεται να σε προυπαντήσει με τον μηχανισμό της Κυθέρειας Λογικής…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Με τις φιλοδοξίες σου Αλέξανδρε δεν σε ακολούθησαν οι γυμνοσοφιστές Ινδοί μέμφόντας σε πως δεν ήσουν διόλου εγκρατής…[Με σοβαρότητα βυζαντινή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Δεν σου αποστερώ τον ήλιο όπως ο Ίσθμιος Διογενής…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Όχι, Αλέξανδρε γιατί ακόμη και το σκοτάδι σου αγαπώ πολύ…Σε περιβάλλει ένα φως αιγιακό και φωτοτροπικό που και μια σκιά να ’σουν θα σε ανεγνώριζα από χιλιόμετρα μακριά…[Με την ποιητικότητα του Ελύτη.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Στα Τάξιλα ο Δάνδαμης δεν έβλεπε ουδέν όφελος στο να περιπλανηθεί μαζί μου γιατί όσα παρήγαγε η χώρα των Ινδών του ήταν επαρκή …
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ο Κάλανος δεν συναίνεσε σ’ αυτό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί είχε όνομα ελληνικό…Ήταν καλός…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και τον τίμησες με θανή βασιλική…Στην πυρά το σώμα του να καεί ώστε στον ήλιο τον βασιλέα του ν’ αποσταλεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και την τέφρα του η γη να την φιλοξενεί
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Πιστεύω Αλέξανδρε πως οι γυμνοσοφιστές δεν σου συγχώρεσαν ποτέ την καταδίκη όλων των σοφών και ιερών βραχμάνων στην χώρα του βασιλέως Μουσικάνου στον Υδραώτη ποταμό… Όπως με τον Αβουλίτη και τον Οξυάθρη αυτό ποτέ δεν θα συμβεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τους μεν πρώτους τους σκότωσα γιατί διεκήρυτταν την αποστασία ενάντια στο πρόσωπό μου παραβιάζοντας τα ιερά τους καθήκοντα που ήταν προσήλωση στην πνευματικότητα και μηδαμινή ανάμειξη στης χώρας τους την πολιτική τους, δε δεύτερους γιατί εκτός απ’ την κακοδιοίκηση των Σούσων δεν περίμεναν ποτέ ο αφέντης τους να επιστρέψει αρτιμελής στην περσική γη…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Ξέρεις Αλέξανδρε…Οι Μακεδόνες δεν σ’ επιδοκιμάζουν πια και για άλλον ένα λόγο…[Σκεπτικός για το αν πρέπει να το πει.]Έχεις τετράκις νυμφευθεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Ναι και το υπερηφανεύομαι που είμαι θηλυκοελκυστής…Την Βαρσίνη πάντως την κόρη του Δαρείου τη νυμφεύθηκα για να τονίσω πως είμαι ο γνήσιος συνεχιστής της κυριαρχίας της περσικής…. Εξάλλου αν ζούσε ο Δαρείος δεν θα ήμουν ο γαμπρός του και γνήσιος του θρόνου διεκδικητής;
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ:Ναι… Την Ρωξάννη;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Επειδή ήταν κόρη του βασιλέως Οξυάρτη για άριστη σχέση διπλωματική και γιατί ήταν όμορφη πολύ….
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Την Βαρσίνη την χήρα του Μέμνονα του Ρόδιου;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί ήταν κόρη του σατράπη Αρτάβαζου και γιατί μου γέννησε τον Ηρακλή…[Γελάει.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και την Παρύσατη του Ώχου;[Ο Ηφαιστίων μοιάζει ν’ αγκαλιάζει τους ώμους του απ’ του κρύου την ψευδοροφή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί ο έρως δεν εγχωρεί σε κανέναν να πολυλογεί…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Όπως η Δρυπέτη που πολύ με φιλεί και την χλαμύδα μου αγαπάει απ’ την προβιά μου πιο πολύ…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν θα πληρώσεις ποτέ φόρο στους Αθηναίους ούτε θα γίνεις ξανά υπήκοος των Θηβαίων…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Ούτε τους Θεσσαλούς θα ξαναφοβηθώ…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Εδώ δεν μας κατέβαλλαν με τα θέλγητρά τους οι αμαζόνες με τον ακάλυπτο δεξιό μαστό…[Αιφνιδιασμένος εκ του αποτελέσματος.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Το έκαναν για να ζαλιζόμαστε και να μην τις πολεμάμε ως άνδρες…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τον Ηρακλή δεν τον πτόησαν οι Αμαζόνες και την χρυσή ζώνη του Άρη που ανήκε στην άνασσά τους την Ιππολύτη: την δώρισε στην κόρη του Ευρυσθέα….[Με μυθολογική παρυφή δύναμης.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αν την χάριζε στον ίδιο θα τον πολεμούσε ενώ με την γυναίκα δεν θα μπορούσε να ’χε κάποια πολεμική διένεξη…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Της την χάρισε για να καταστραφούν με πόλεμο οι Μυκήνες…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Η Έριδα πανταχού παρούσα και στην δέουσα μεταξύ του Πώρου και του Ταξίλη ισοδυναμία στην εξουσιαστική της Ινδίας γεωγραφία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πάντως Ηφαιστίωνα με τους στρατιώτες μου δεν έχω καμία πεδιάδα λογαριασμό….Και για την επάνοδο εις την πατρίδα τους απέστειλα τον με επισφαλή υγεία Κρατερό…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Θα ήθελα και εγώ να επιστρέψω στην πατρίδα….[Κάνει με τον μέσο του αριστερού του χεριού τετράγωνα και πυραμίδες στο χώμα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτό επί του παρόντος Ηφαιστίωνα δεν είναι εφικτόν…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Δε νομίζω πως την πατρίδα ποτέ θα ξαναδώ…Μου υπόσχεσαι πως δεν θα μαστιγώσεις τον κόλπο τον περσικό;[Με ύφος μελλοθάνατου.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν μπορώ κάτι τέτοιο να υποσχεθώ γιατί υπόλογος θα ’ναι ο Ασκληπιός…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Στη Νύσα γιατί είχαν τριάντα τρεις ευγενείς την εξουσία;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Τριάντα τέσσερεις μ’ εμέναν εις την κεφαλή…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Μήπως η κατάκτηση της Νύσας συμβολίζει τα χρόνια της εξουσίας σου στην γη;[Δίχως να αναμένει απόκριση.] Ο βασιλιάς Σωπείθης γιατί σου χάρισε εκατόν πενήντα σκύλους;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να περιτριγυρίζομαι από εκατόν πενήντα φίλους….
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Γιατί έπρεπε οπωσδήποτε ν’ ανευρεθούν οι ελέφαντες που ο αδελφός του Ασσακηνού είχε στην κατοχή του….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για ν’ απαντλήσω απ’ το κεφάλι και τα μάτια τους πληροφορίες με ποιον τρόπο κατατρόπωσε την φρουρά μας στα Δύρτα….
[Ο Ηφαιστίων κάθιδρως προσάπτει την κοιλιά του.]
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αλέξανδρε…Δε νιώθω πολύ καλά…Παραέφαγα κοτόπουλο…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Και οίνο πολύ….
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Και άλλες φορές έτρωγα κοτόπουλο και οίνο πολύ αλλά αυτή την φορά…Αχ…[Τον πιάνουν σπασμοί.]Βοήθα με Αλέξανδρε να συνέλθω…[Ο Αλέξανδρος τον στηρίζει σαν μαία.]Βοήθα με…Πονάω πολύ…[Διπλωμένος στα δυο.].
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ηφαιστίωνα η όψη σου έγινε από υποκίτρινη στην αφετηρία της συζητήσεως αμιγώς ωχρή…Νόμιζα ότι ήταν παραίσθηση…
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ: Αλέξανδρε πεθαίνω…Νιώθω πως κάποιος με μισεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θα φωνάξω τον καλλίτερο ιατρό…Δεν θέλω να πεθάνεις μικρέ μου Ηφαιστίωνα…Αν πεθάνεις δεν θα ζήσω για πολύ…Θα χάσω κάτω απ’ τα πόδια μου την γη…[Με το ύφος του γνώριμου στα πεδία των μαχών θανάτου.]
Δεν θα το αντέξω να ζω ενώ εσύ θα έχεις πεθάνει….
[Ο Αλέξανδρος φωνάζει έναν υπηρέτη και μαζί τον οδηγούν εκτός σκηνής, ενώ ακούγονται μουρμουρητά στρατιωτών που είναι εκτός σκηνής.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
[Διαδραματίζεται τον Ιούνιο του 323 π. Χ στην Βαβυλώνα στην αίθουσα του συμποσίου του παλατιού του Αλέξανδρου στο οποίο ο Ιόλλας, ο αρχικεραστής του είναι μονήρης. Ο Κάσσανδρος εισβάλλει ορμητικός.]
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Αδελφέ μετά αγάπης έλα να σε ασπασθώ….[Ο Ιόλλας τον πλησιάζει και του δίνει ένα φιλί στο μέτωπο.]
ΙΟΛΛΑΣ: Τι κυοφορείται αδελφέ στην Μακεδονία;[Με αδημονία.]
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Ο Αλέξανδρος έστειλε με ειδική αποστολή τον Κρατερό στην Μακεδονία…[Με ύφος σαρκοβόρου άνθους.]
ΙΟΛΛΑΣ: Και τι με αυτό;[Σε ανύποπτο ύφος και κουνώντας το χέρι του σαν μια νήσσα.]
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Μα δεν καταλαβαίνεις πια τίποτα;[Εξοργισμένος με την κύκνια διάθεση του αδελφού του.] Έστειλε τον Κρατερό τάχα για ν’ αναθέσει στον πατέρα μας τον Αντίπατρο μια καβειρική αποστολή μα στην ουσία για να τον τοποθετήσει στο αέτωμα που του ταιριάζει….
ΙΟΛΛΑΣ: Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς….[Με ύφος χρυσάνθεμου.]
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Αφού ως γνωστόν Ιόλλα και έχει σε όλο το στρατόπεδο διασπαρθεί πως η Ολυμπιάδα στέλνει σωρηδόν επιστολές στον Αλέξανδρο
και στις οποίες μέμφεται τον πατέρα μας ότι την περιφρονεί και πως γι’ αυτό τον λόγο ήθελε στην Ήπειρο να βρει διαφυγή….
ΙΟΛΛΑΣ: Η Μακεδονία Κάσσανδρε ήταν πάντα μια κακοτράχαλη χώρα ακόμη και αν την δακρύζει στο χέρι της η θάλασσα για να την παραμυθεί….[Με βραχώδες ύφος.]Η Ολυμπιάδα είναι τόσο αυτοκρατορική και η φιλοδοξία της κληρονομική…Ο Αλέξανδρος έχει κατακτήσει τόσες ηπείρους: την Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική….Γι’ αυτό και η Ολυμπιάδα θέλει στης Ηπείρου την καταφυγή να προβεί, ώστε στην γλωσσική της κατάκτηση να εμβαπτισθεί…
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Ο πατέρας μας Ιόλλα μου έδωσε την εντολή ο Αλέξανδρος να δολοφονηθεί…[Βγάζει από ένα σιδερένιο κουτί μια οπλή μουλαριού σκαλιστή
ώστε να του επιδειχθεί.]
ΙΟΛΛΑΣ: Τι είναι αυτό;[Κοιτάζοντας με τρόμο.]
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Το δηλητήριο που θ’ αναμείξεις στου Αλέξανδρου το κρασί…
Είναι τόσο ψυχρό και παγωμένο όσο και του Αλέξανδρου η ψυχή…[Με την τέρψη του δολοφόνου που αδίκως αποστερεί μια ψυχή.]Ο τύραννος ο ασιανιστής στο συμπόσιο του παλατιού που θα διοργανωθεί θα δηλητηριασθεί και με τα δώρα που έχω έξω απ’ την σκηνή σ’ αυτή την άνωθεν επιταγή θα δελεασθεί…
ΙΟΛΛΑΣ: Ιδέα καθόλου εσθλή… Από φίδι γεννήθηκε και λογικό είναι ν’ αποκτήσει το αίμα του πατέρα του….Μα γιατί σε αγγείο χάλκινο ή κεραμεικό αυτό το φαρμάκι δεν έχει φιλοξενηθεί;
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Γιατί δεν είναι για ταπεινή γενεής ή χρήσης οικιακής…Είναι μόνον για οντότητες αναίσθητες όπως τα μουλάρια και ζωογενείς….
ΙΟΛΛΑΣ: Και όχι γιατί η ποσότητα ή και τα συστατικά του στοιχεία θα έσπαγαν τ’ αγγεία;
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Λησμονώντας των ευγενών μετάλλων την αλληγορία δίνεις μια ερμηνεία σε όλα ορθολογική ….[Ο Ιόλλας το δηλητηριώδες περιεχόμενο της οπλής θα περιεργασθεί.]
ΙΟΛΛΑΣ: Ο αρχικεραστής για το χτύπημα στην κεφαλή με το ραβδί τον αφέντη του θα εκδικηθεί….
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Σου προτείνω τον Μήδιο, τον εραστή του Αλέξανδρου που χαριεντίζεται όλη την ώρα μαζί του σ’ αυτή την πλεκτάνη να προσεταιρισθείς ώστε το έργο μας να ραδιουργηθεί…
ΙΟΛΛΑΣ: Θα του προτείνω να του πει με τους φίλους του να εμβολισθεί…
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Μην ανησυχείς…Όλοι γνωρίζουν…[Με αδελφικό και φιλικό ύφος.]Ο πατέρας μας έχει συμφωνηθεί να πάρει την Δύση και ο Περδίκκας την Ανατολή….Μην ξεχνάς πως είμαστε οι διάδοχοι και οι επίγονοι του πνεύματός του πολλοί….
ΙΟΛΛΑΣ: Έχω ακούσει πως ο Πτολεμαίος βλεφαριάζει την Μέμφιδα και τις Θήβες…
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Επτά αυτοκράτορες εντός, εκτός και επί Θήβας…[Χαχανίζει μακιαβελικώς.]Ο Περδίκας ανησυχεί μήπως στον Αλέξανδρο η εξουσία εκχωρηθεί γιατί γιός του Φιλίππου είχε απ’ την Ολυμπιάδα αποκληθεί…
ΙΟΛΛΑΣ: Ώστε αληθεύει πως από κοινού να μοιρασθούν την εξουσία με όρκο ευγενικό μπορεί;[Με το ιδεώδες του αριστοκρατικού ύφους.]
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Αληθεύει…Και ο Λυσίμαχος την Παφλαγονία και την Μυσία για να του θυμίζουν την τροπαιούχα νίκη στον Γρανικό ποταμό επιθυμεί….
ΙΟΛΛΑΣ: Και εγώ τι θα κερδίσω απ ’την υπόθεση αυτή;
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Την φήμη του δολοφόνου του τυράννου που πέρσευσε και αυτός…
ΙΟΛΛΑΣ: Τέτοιου είδους φήμη κανείς δεν την εποφθαλμιεί…
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Θα έχεις πλούτη και αν το παιχνίδι πετύχει….[Κοιτάζει με πονηρία το έδαφος.]Που ξέρεις να κληρονομήσεις μπορεί ένα μέρος της αυτοκρατορίας της απογευματινής…
ΙΟΛΛΑΣ: Έχω ακούσει ότι ο πατέρας μας σου υποσχέθηκε την μακεδονική βασιλική γη…[Με ύφος δυσπιστίας.] Για εμένα δεν έχει τίποτε αναφερθεί…
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Δεν χρειάζεται ο θαμισμός του αυτονόητου…[Σε καθησυχαστικό τόνο.]
ΙΟΛΛΑΣ: Σε περίπτωση που θέλει να κάνει εμετό τι θα πρέπει να διαπραχθεί;
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Ν’ αλείψεις το πτερό με δηλητήριο από αυτό και ως πιο καθαρό θα έχει γρηγορότερη επίδραση στο αποτέλεσμά μας το ποθεινό…Η γλώσσα του θα πρησθεί και δεν θα μπορεί να ομιλεί….
ΙΟΛΛΑΣ: Πολύ σμαραγδοφόρο το σχέδιό σου….[Με ηδονή.]
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Μόλις πεθάνει ο Αλέξανδρος θα συναντηθούμε στην Κιλικία…
ΙΟΛΛΑΣ: Κιλικία…Κύλικα….[Μοιάζει να μονολογεί.]
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Ας ελπίσουμε ότι ο οιωνός με το νεκρό μωρό απ’ την μέση και άνω και με τα ζώντα κεφάλια ζώων απ’ την μέση και κάτω δεν θα δημιουργήσουν άσχημες υπόνοιες στον Αλέξανδρο πως από εμάς ο θάνατός του έχει προσχεδιασθεί…
ΙΟΛΛΑΣ: Έτσι του είπε ο αντιρρησίας αστρονόμος και διέταξε το βρέφος να καεί για να μην εκπέσει απ’ την εξουσία ο Αλέξανδρος και υποπέσουν σε έριδες και διχόνοιες οι επίγονοί του….Η τελετουργική καύση ενός αδιαμφισβήτητου γεγονότος δεν συνεπάγεται και την εξάτμιση του νοήματός του…
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ: Ενώ οι άλλοι τον καθησύχασαν ότι τάχα αυτή η γέννηση μωρού
συμβόλιζε την κατάκτηση και τη νίκη επί των δεινών εχθρών του….
ΙΟΛΛΑΣ: H απαγωγή των αγαλμάτων του Αρμόδιου και Αριστογείτονα απ’ τον Ξέρξη και η επαναφορά τους απ’ τον Αλέξανδρο στην Αθηνά τι πιστεύεις πως πρέσβευαν;[Χαιδεύοντας το φλασκί με το δηλητήριο σα να ναι μωρό.]
KAΣΣΑΝΔΡΟΣ: Πως ο Ξέρξης αιχμαλώτισε τους τυραννοκτόνους για να θεμελιώσει εκ νέου την τυραννία του στην Περσία και πως ο Αλέξανδρος την τυραννία απέπεμψε στην εξορία ή έκανε εισαγωγή στην Ελλάδα της ανατολικής μοναρχίας….
ΙΟΛΛΑΣ:Πιστεύω Κάσσανδρε πως τα πλοία από ξύλο κυπαρισσιών που ευδοκιμούν μόνον στην Βαβυλώνα προιωνίζουν και την συνέχεια της μοίρας…
KAΣΣΑΝΔΡΟΣ: Ο Αλέξανδρος δεν πρόφθασε να προβεί στης Βαβυλώνας τον περίπλου στους ορμητικούς όρμους των συνωμοτών της αφού απ’ την περιφέρεια γνωρίζει κανείς το ήθος της εύγονης πεδιάδας τους…
ΙΟΛΛΑΣ: Και μόνον που περιεργαζόταν τους τάφους των Ασσυρίων βασιλέων στις λίμνες και τα έλη ήταν αρκετό…Η καυσία του στο νερό και το διάδημά του στον κάλαμο από έναν άνεμο θεϊκό…
KAΣΣΑΝΔΡΟΣ: Ο κάλαμος αυτός έτυχε να ’χε φυτρώσει σε τάφο βασιλικό έθιμο οιωνιστικό…
ΙΟΛΛΑΣ: Οι Ασσύριοι βασιλείς Κάσσανδρε ενταφιάζονται σε λίμνες και έλη γιατί σπανίζει σε τούτα τα άγονα μέρη το νερό…Λόγω της σπανιότητας του αξιώματος τους η θέση τους σε μέρη δροσερά στον λίβα της Αραβίας…
KAΣΣΑΝΔΡΟΣ: Δεν θα ’θελε το κεφάλι μου να φορούσε τούτο το διάδημα για να το διακομίσει άβρεχο στον Αλέξανδρο νηχόμενος…
ΙΟΛΛΑΣ: Ούτε εγώ…[Γελάει.] Θα φρόντιζα να ελάμβανα το τάλαντο και θα γινόμουν κίονας αιθαλικός…
KAΣΣΑΝΔΡΟΣ: Ξέρεις κάτι Ιόλλα;[Ο Ιόλλας κουνάει καταφατικά το κεφάλι.]
Με έχει κουράσει ο έρωτας του Αλέξανδρου για τον Ηφαιστίωνα…[Με ζήλεια εραστή που έχει χάσει για πάντα τον δικό του ερωμένο από έναν τρίτο που του διέφυγε η προσοχή.]Στον Κλεομένη ζητώντας του να κτίσει ηρώον για τον Ηφαιστίωνα στην Αλεξάνδρεια και στο νησί Φάρος έστειλε επιστολή…
ΙΟΛΛΑΣ: Θα γίνει για να φωτίζει τους ναυτικούς που επισκέπτονται την πόλη που τον τιμάει…Και για να ναι πάντα δεμένη η μοίρα τους…Ο Ηφαιστίων τιμώμενος στην Αλεξάνδρεια…[Με ύφος μυσταγωγικού πανοράματος.]
KAΣΣΑΝΔΡΟΣ: Αλεξάνδρεια…Ουσιαστικόν γένους θηλυκού…Ηρώον Ηφαιστίωνος…Ουδετέρου γένους ουσιαστικό με γενική κτητική…[Με το ύφος μεγάλου διδασκάλου.]
ΙΟΛΛΑΣ: Οι αμφοτερίζοντες πάντοτε είχαν κτητικές τάσεις και φωνηεντικά πάθη…[Με σεπτή σοβαρότητα.]
KAΣΣΑΝΔΡΟΣ: Ακόμη και αν σε γραμματικό επίπεδο σφάλλεις…Αλλά αν κτίσεις κατεσκευασμένα ιερά για τον Ηφαιστίωνα που ξέρεις…[Με φιλοπαίγμον ύφος.] Μπορεί να σου συγχωρήσει και τα δικά σου λάθη…
ΙΟΛΛΑΣ: Ακόμη και την δολοφονία του;[Γελάει ειρωνικώς.]
KAΣΣΑΝΔΡΟΣ: Ακόμη και την δολοφονία του….
ΙΟΛΛΑΣ:Λέω σ’ αυτήν να λάβει μέρος και ο Μήδιος…Στα μεσοδιαστήματα όσο γλεντοκοπάνε να δηλητηριάζει τον οίνο του και το εδώδιμό του όποτε μπορεί ώστε να μην την γλιτώσει….
KAΣΣΑΝΔΡΟΣ: Ο Μήδιος…Κάνει καλό κρεβάτι Ιόλλα;[Με ύφος ανεξήγητης ζήλειας .Του βγάζει την γλώσσα και βαπτίζει μ’ αυτήν τα χείλη του.]
ΙΟΛΛΑΣ: Το αλκιμότερο αδελφέ Κάσσανδρε….[Σε ύφος σαλιγκαριού.]
KAΣΣΑΝΔΡΟΣ: Τότε είμαι σίγουρος ότι τούτο το δηλητήριο θα μας διασφαλίσει τον Αλέξανδρο για αρκετές ημέρες στο κρεβάτι προτού από πόνους όχι σαν τους δικούς σου απ’ τον Μήδιο πεθάνει…
ΙΟΛΛΑΣ: Η περσική του ενδυμασία που την προτίμησε απ’ την μακεδονική δεν θα τον περισώσει…Την βάζει για να καλοπιάσει τους Πέρσες υπηκόους του στην ουσία όμως πρόδωσε την μακεδονική φυλή…
KAΣΣΑΝΔΡΟΣ: Φρόντισε να πεις στον εραστή σου Ιόλλα να του λέει καλά λόγια στην διάρκεια του συμποσίου αφενός μεν για να τον εμπιστευθεί περισσότερο αφετέρου δε για να του διαστρέφει το ήθος…Οι αυτοκράτορες είναι επιρρεπείς εις την κολακεία….Αν και ανώφελο τώρα πιά να συζητάμε γι αυτά…[Με απογοήτευση που εμπεριέχει τρόμο.]
ΙΟΛΛΑΣ: Απόψε που θα ’χουμε συνεύρεση θα φροντίσω μετά το γλέντι μου να τον τέρψω στα διατάγματά σου…
KAΣΣΑΝΔΡΟΣ: Πολύ ωραία...[Με υποχθόνια ηδονή που βγάζει φλόγες πυρός σε μορφή φιδιού.]
ΙΟΛΛΑΣ: Φύγε τώρα Κάσσανδρε γιατί έχει ήδη νυχτώσει…[Ο Κάσσανδρος τον φιλεί στο μάγουλο το δεξί και ευθύς αποχωρεί…]
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[Ο Αλέξανδρος κάθιδρως στην κλίνη του αυτοκρατορικού παλατιού. Η Ρωξάννη μ’ ένα πανί του σκουπίζει τον ιδρώτα στην κεφαλή.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Αλέξανδρε μην εγκαταλείπεις την μάχη σαν τον Αλκιβιάδη…[Με δάκρυα στα μάτια για τον άνδρα που αγάπησε περισσότερο από όλους τους άλλους.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Έρχεται το τέλος Ρωξάννη…Βλέπω τον Χάροντα στο προσκεφάλι….[Απελπισμένος για τον θάνατο που την ζωή του επαπειλεί.]Τη νύχτα…Τη νυχ…Όλα τα αμούστακα παιδιά να φύγουν απ’ το παλάτι…Και εσύ και η Καμβοβάφη…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Επειδή οι θεοί κριτές θα επισκεφθούν το παλάτι;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και τα φαντάσματα όσων σκότωσα…[Μετανοημένος.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Αλέξανδρε μην το λες αυτό…[Του χαιδεύει την χαίτη.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και όμως…Τα γένεια με τις έγνοιές τους ταιριάζουν στης νύχτας το μαγνάδι…Όχι τα παιδία με τους αξύριστους γήλοφους μέσα στην τύρβη και την ξεγνοιασιά…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ρητορικά σχήματα σε ευγενή καλολογικά μορφήματα….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δώσε εντολή ν’ ανοιχθεί η θύρα που οδηγεί στον Ευφράτη….
[Σαν λιοντάρι που δεν δέχεται διαταγές από κανέναν.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Στον θάνατο σου θα σου βάλει δύσκολο φράκτη….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θα μπουσουλήσω στα τέσσερα όπως στης σφίγγας το αίνιγμα…[Με αγέρωχα βογκητά.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Δεν θα σε αφήσω Αλέξανδρε από θεός να μεταπηδήσεις στην οντολογική κατηγορία την ζωική….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ζηλεύεις την αιώνια φήμη μου…Γι’ αυτό με εμποδίζεις να νυμφευθώ τον Ευφράτη…Γιατί δεν θέλεις να γίνω θεός…[Πέφτει στο κρεβάτι στην απέλπιδα απόπειρά του να εγερθεί από αυτό.]Βλέπω εκτός ονείρων τις τελευταίες ημέρες τον Παρμενίωνα….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Νομίζεις ότι τον βλέπεις….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το ξέρω ότι ο Κάσανδρος με δηλητηρίασε κατ’ εντολήν του Αντίπατρου και του Αριστοτέλη…[Βήχει.] Προσώπων που φθονούσαν τον αχαλίνωτό μου έρωτα για τον πανέμορφο Ηφαιστίωνα…[Συλλαβιστά.]
Προσώπων που ποτέ δεν θα κέρδιζαν τον δικό μου έρωτα…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Δεν μπορώ να γνωρίσω την σημασία του έρωτα ενός άνδρα προς άνδρα αλλά πιστεύω Αλέξανδρε πως έχεις δίκαιο…[Με εμφανή συγκίνηση.]Τον δολοφόνησαν ώστε το άνθος σου να μαραζώσει και εκείνος τον Πάτροκλο να υποδυθεί και εσύ τον Αχιλλέα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτό το ψητό κοτόπουλο….Δίχως πτερά…Δίχως ζωή…[Με σπασμούς.]Το πανομοιότυπο παγωμένο κρασί…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Γιατί διέταξες στα Εκβάτανα ο ιατρός του ο Γλαύρος να σταυρωθεί;[Με ύφος μετάνοιας που εμπεριέχει τύψεις για την αδράνειά της.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να υπενθυμίζει στα αόρατα όντα των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα πως οι ιατρικοί υπολογισμοί του υπήρξαν τραγελαφικοί….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Και γιατί διέταξες να κουρευθούν οι πώλοι και οι ίπποι;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί η ταχύτητα, η ορμή και η δύναμη έχασαν την προστασία τους…[Βήχει και η Ρωξάννη του δίνει νερό από μια κούπα.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Και γιατί κατέσφαξες το θούριο έθνος των Κασσαίων;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί ο Ηφαιστίων απεβίωσε κατά την διάρκεια της πολεμικής μου εκστρατείας και δεν ήθελα κανέναν μ’ εκπορθητική εμφάνιση να μου θυμίζει αυτό το γεγονός….[Με απέχθεια για την αδικία που επεφύλασσε η ζωή στον φίλο που αγάπησε τόσο όσο την αυτοκρατορία του.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ο εξαγνισμός του Ηφαιστίωνα….Όλοι νεκροί απ’ την ηλικία του και πιο άνω…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αφού δεν έφτασε στην ώριμη ή την πρεσβυτική ηλικία λογικό δεν ήταν να κάνω αυτή την αποτρόπαια πράξη ως υπόμνημα διαμαρτυρίας στον Θεό;[Με απολογητικό ύφος που όμως δεν μετανιώνει για τίποτε.] Τον θάνατο δεν συνάντησε σε νεαρή ηλικία; Άρα λογικό είναι να διασπείρω τον θάνατο στα χρονικά στάδια που δεν έφθασε….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Λογική Αλέξανδρε σπάνια θα βρεις πάνω στην γη….[Με ύφος απογοήτευσης για τους κανόνες της γης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Και λογική με καρδιά ακόμη σπανιότερα…[Η Ρωξάννη με το χέρι της αφουγκράζεται τους παλμούς της καρδιάς του.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Οι Χαλδαίοι Αλέξανδρε είχαν προειδοποιήσει τον Κλέανδρο να μείνεις απ’ την Βαβυλώνα μακριά…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι Χαλδαίοι ήταν στην αστρονομία πρώτοι και ήξεραν πότε ένας αστήρ ανάβει το κερί του πάνω στην γη ή πότε το σβήνει….[Με σπασμούς μισοκλείνει τα μάτια απ’ τον κάματο του πυρετού.] Η ζωή χωρίς τον Ηφαιστίωνα είναι κρατήρας δίχως οίνο και χέρι…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Αλέξανδρε…[Του πιάνει με θαλπωρή το χέρι.] Γι’ αυτό αφαίρεσες απ’ τις πόλεις τις επάλξεις…Παγωμένο για πάντα ας είναι το αίμα που δολοφόνησε εσένα και τον Ηφαιστίωνα.[Τρέμει σύγκορμη απ’ την ταραχή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι οφιοειδείς Ρωξάννη δεν έχουν στο αίμα τους το συστατικό του πυρός…Έχασα και τον Ήφαιστο μαζί με τον Ηφαιστίωνα….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Αλέξανδρε γεννήθηκες στρατηλάτης· όχι τεχνίτης…[Του φιλάει με προσκυνηματική ευλάβεια το σημείο της καρδιάς.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν έδωσα σημασία στα κοράκια που αλληλοσφάζονταν
προ των πυλών της Βαβυλώνας…[Με λιποθυμισμένα μάτια.]Έριζαν για το ποιος θα διαμερίσει το σώμα που ταυτίζεται με την αυτοκρατορία μου…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Εδώ Αλέξανδρε είναι η Αραχωσία…[Του δεματίζει την δεξιά πατούσα.]Εκεί η Σογδιανή…[Του κυοφορεί την αριστερή πατούσα.] Εδώ η Βακτριανή…[Του διορίζει το αριστερό καλάμι.]Εκεί η Γεδρωσία…[Του προσάπτει το δεξιό καλάμι.]Εδώ η Αρεία η Δραγγιανή…[Του προσλαμβάνει το αριστερό γόνατο.]Εκεί η Καρμανία[Του δεσμεύει το δεξιό γόνατο.]Εδώ η Παρθία…[Του μαγνητίζει τον αριστερό γλουτό.]Εκεί η Περσίδα…[Παντρεύει το χέρι της στον δεξιό γλουτό.]Εδώ η Μηδία…[Αρραβωνιάζει το χέρι της με την ηβική και την φαλλική περιοχή.]Εκεί η Βαβυλωνία….[Του συλλαμβάνει το κάτω μέρος της πλάτης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Στην ανθρωπογεωγραφία ήσουν άριστη μαθήτρια…[Σε παραλήρημα με τα νεκροφόρα του μάτια.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Στην θεογεωγραφία θέλεις να πεις…[Επαναφέρει το δορυφορικό στο σώμα του Αλέξανδρου χέρι της.]Εδώ είναι η Αρμενία…[Του χαιδεύει την γαστρική περιοχή και τον ομφαλό της ζωής.]Εκεί η Καππαδοκία…[Μεταθέτει το χέρι της στο αριστερό του στήθος.]Εδώ η Φρυγία…[Κάνει αντιμεταχώριση στο δεξί του στήθος.]Εκεί η Παφλαγονία…[Προσεγγίζει το αριστερό του χέρι.]Εδώ η Συρία…[Ναυλοχεί στο δεξιό του χέρι.]Εδώ η Μυσία…[Ακροβολεί στον αριστερό του ώμο.]Εκεί η Λυκία….[Αγκυροβολεί παροδικώς στον δεξιό του ώμο.] Εδώ ο Γρανικός…[Υιοθετεί το αριστερό μέρος του λαιμού του.] Εκεί η Ιωνία…[Του κατακρατεί το δεξιό μέρος του λαιμού.] Εδώ η Θράκη…[Αναδεύει τα μαλλιά στο αριστερό ακρόπρωρο της κεφαλής του.] Εκεί η Αίγυπτος… [Αναμοιράζει τις τούφες στο δεξιό ακρόπρωρο της κεφαλής.] Και εδώ Αλέξανδρε είναι το μάτι του Θεού και του Κόσμου…[Στοχεύει στο τρίτο του μάτι.] Με αυτό Αλέξανδρε την Μακεδονία μεταμόρφωσες από σπαρτιατικό βασίλειο σε οικουμενική αυτοκρατορία…Αυτός ο βωμός πλάθει παντοκρατορίες έστω και από πηλό…[Ο Αλέξανδρος καθόλη την διάρκεια της διερευνητικής κατάκτησης
παραμένει απαθής και σχεδόν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο αυλός δεν ταιριάζει στον θάνατο του Ηφαιστίωνα….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Γιατί δεν ενέκρινες Αλέξανδρε το σχέδιο του Στασικράτη για την σμίλευση και την μεταμόρφωση του βουνού Άθως σε Ηφαιστίωνα που με το αριστερό του χέρι θα κρατάει μια πόλη δέκα χιλιάδων ενοίκων και με το δεξί του να κάνει σπονδή στην θάλασσα;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι σπονδές δεν αρμόζουν στους ανθρώπους αλλά στους θεούς….[Αγκομαχάει.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ο ήμερος όνος που σκότωσε τον λακτίσαντα και κάλλιστο λέοντά σου έξω απ’ τα τείχη της Βαβυλώνας….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πως κάποιος που τάχα με υπηρετεί την δύναμη και την μεγαλοψυχία μου σκοτώνει και φθονεί…. [Με ύφος φωτεινού παντογνώστη.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Και γιατί σκότωσες τον Διονύσιο και δεν τον έστειλες φυλακή;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί…Γιατί….[Προσπαθεί να βρει στις λέξεις κάποιο αποκούμπι.]Γιατί σφετερίσθηκε το διάδημα, την στολή και τον θρόνο μου….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Συνεπώς θα ήταν καλλίτερο να είναι σιωπηλός….Πάντα στα πρόσωπα εξουσίας σιωπηλός….[Με τον δείκτη του δεξιού της χεριού σχηματίζει έναν σταυρό στα χείλη.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πάντα…Ο λόγος και ο αντίλαλός τους τα ώτα μας ενοχλούν….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Δεν έπρεπε Αλέξανδρε ν’ αρπάξεις το κεφάλι του Κάσανδρου και να το χτυπήσεις στον τοίχο σα να ’ταν ζώο…[Με επίπληξη δασκάλας προς τον μικρό της μαθητή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν ο Άμμων μου χάριζε την δύναμη θα το έκανα και τώρα![Ανασηκώνει το δεξί του χέρι σφιγμένο και σε φλέβες με συστολή και προσπαθεί απ’ την κλίνη του να εγερθεί μα απ’ την Ρωξάνη θ’ αναχαιτισθεί.]
Το κεφάλι του ήταν ομοιοσύστατο με τους πλίνθους του τοίχου…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Όσοι συκοφαντούσαν τον Αντίπατρο τους λοιδορούσε ο Κάσανδρος….[Με τάση αναλογιστικής αναπόλησης που ενέχει απολογητική διάθεση για την αδυναμία εκτροπής του κακού.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είχαν έλθει από τόσο μακριά και θα έλεγαν ψεύδη για τις αδικίες που υπέστησαν;[Με ύφος κρινολίνων.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ναι, αλλά είναι δύσκολο να υποβάλλεις σε έλεγχο ειρημμένα για γεγονότα που έλαβαν χώρα μακριά…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ομιλείς σαν τον Κάσανδρο και τον υποκινητή του τον Αριστοτέλη με τα σοφίσματά του…θα το δεις Ρωξάννη…Ο Αριστοτέλης θα με συναντήσει λίαν συντόμως στον Άδη… Θα το φροντίσω απ’ τον τάφο μου, τον ηθικό αυτουργό της δολοφονίας μου…[Με εκδικητική σπινθοροβόλα μανία.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Έδωσε στον Αντίπατρο και τον Κάσανδρο την σοφία, όχι τα δηλητήρια…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η σοφία και η γνώση που τους έδωσε με οδήγησαν στα παρόχθια δηλητήρια…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ο σκύφος του Ηρακλή Αλέξανδρε έγινε χίλια θραύσματα….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θέλω Ρωξάννη να μου υποσχεθείς κάτι…[Της πιάνει ελαφριά την φουσκωμένη απ’ την κυοφορία κοιλιά της.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ό, τι θέλεις Αλέξανδρε….[Σε συγκαταβατικό τόνο, αυτοφορώντας το αριστερό του χέρι.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ξέρω ότι ζηλεύεις την Στάτειρα…[Της πιάνει με πίεση στομίου τα δύο της μάγουλα.] Υποσχέσου μου στην ζωή του παιδιού μας που θα θαλλεί μετά τον θάνατο μου πως δεν θα την σκοτώσεις….[Εκείνη αποτραβιέται έντονα, συνοφρυωμένη και του κλίνει την πλάτη.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Δεν μπορώ να υποσχεθώ με τις συναιρέσεις των φωνηέντων, των διφθόγγων και των συμφώνων πως ο λόγος μου θα γίνει ή δεν θα γίνει το ένυλο οικοδόμημά του…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτή είναι μια απ’ τις απώτερες επιθυμίες μου στην εσχατιά
της ζωής που με καταδίκασαν….[Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του περισσότερο με τάση παιδιού που θέλει να του κάνουν το χατίρι και λιγότερο για την αδιορατότητα του διαμεσολαβούμενου κενού ανάμεσα στην προτεινόμενη ζωή και στον βέβαιο θάνατο του σαρκίου του.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Τα γράμματά σου δεν με συγκινούν όπως τον Αριστοτέλη….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι θηλυπρεπείς ιχθυοφάγοι…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Στο παραλήρημά σου… Στην Πρασιακή τι συμβόλιζε το νησί με το τον τάφο του βασιλιά και το χρυσάφι που το προστάτευε ένα θαλάσσιο ζώο με χαυλιόδοντες;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σημαίνει πως από ατόφιο χρυσάφι είναι η καρδιά κάθε βασιλιά…Θησαυρούς γνώσεων περιέχουν οι τάφοι των επιφανών προσώπων
και πως η προστασία σε θεϊκά πρόσωπα έχει πορεία πλανητική…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Κατ’ άλλους Αλέξανδρε η επένδυση των τάφων των βασιλιάδων με χρυσό συμβολίζει πως ο θάνατος των βασιλιάδων κοστίζει πολύ στον λαό ή πως απ’ την ανακούφισή τους και το μίσος τους σ’ αυτόν αφιερώνουν τα κτερίσματά τους στους θεούς για το δίκαιο της απαλλαγής…[Ο Αλέξανδρος την κοιτάζει με μισό μάτι.]Δώδεκα και τα πλοιάρια που οι βάρβαροι σου άφησαν…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δύο και δέκα τα όνειρά μου στα γάργαρα αλάβαστρα της θαλάσσης…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Θάλασσα η γλώσσα σου Αλέξανδρε και ωκεάνειος σταλακτίτης ο νους σου στις χασμωδίες των φιλοδοξιών….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μπορούσα να ’χα κατακτήσει ολόκληρη την Ινδία και σύμπασα την Ασία….[Με το ύφος του θριαμβευτή που προσποιείται ότι μετανιώνει μα δεν προσποιείται καθόλου.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Τι σε σταμάτησε Αλέξανδρε στου κόσμου την κυριαρχία;[Βγάζει απ’ το στόμα της αέρα σα να δημιουργεί κάτι υλικό απ’ το αόρατο ως σύμβολο της πνευματικής παλιγεννεσίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο φόβος της κατάκτησης του απόλυτου και όχι του συσχετιστικού επιθέτου…[Με μανία καταληπτική από παραφορά πνευματική.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Μόνον αυτό Αλέξανδρε ήταν το σκιάδιο ανάχωμά σου στα προγεφυρώματα της κατάκτησης του κόσμου;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όταν έχεις κατακτήσει το σύμπαν Ρωξάννη αμφιβάλλεις για την στήριξη της κιονοστοιχίας γιατί ο κύκλος όταν φθάσει στο τέλος του ξανά θέλεις να βιώσεις την αρχή του….Και όταν έχεις καλύψει όλα τα κενά του σε απωθεί εκτός των ορίων του που είναι το άπειρο λευκό της αγνωσίας του σύμπαντος….[Σαν υπνωτισμένος απ’ την δύναμη των λέξεων.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ξέρω Αλέξανδρε…Η ζωή έχει χρώματα, εντυπώσεις, περιγράμματα
και δυναστικά προγράμματα…Το άγνωστο και η ιστορία του δεν έχουν τίποτε από αυτά…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν υπάρχει η ζωή στο άγνωστο Ρωξάννη….Δεν υπάρχει τίποτε από όλα όσα βλέπεις γιατί η ιστορία του κόσμου και της γνώσης της έστω και με την αορατότητά της ως μια εκτύπωση ή αν προτιμάς διαφοροποιημένη σχηματοποίηση των οπτικών εντυπώσεων - που το δένδρο αν το δεις είναι ένα δένδρο αλλά δίχως το νάμα της λογικής το δένδρο είναι ένας παγιδευμένος
Προμηθέας ή το κενό έκδηλώνει τις μορφοποιήσεις του- έχουν μια συγκεκριμένη τυπολογία…[Ασθμαίνοντας.]Το άγνωστο όμως Ρωξάννη και οι κανόνες του δεν έχουν αυτά τα προνόμια…Δεν είναι γεγραμμένοι οι κανόνες τους… [Βήχωντας.]Όλα είναι στην σκέψη των ανθρώπων που τα ερμηνεύουν με τον υποκειμενικό υλισμό τους…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ακόμη και οι κανόνες του αγνώστου δεν φαίνονται στο αιώνιο λευκό….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τω όντι Ρωξάννη… Είναι σαν τις σκέψεις των δαιμονικών ανθρώπων που έχουν τερατώδεις και σπάνιες γνώσεις καθοδηγώντας των ανθρώπων το μυαλό…Θα μπορούσα να παραλληλίσω το μυαλό τους με αυτό το λευκό της ιστορίας του αγνώστου και του κόσμου που τον περιβάλλει, μακριά απ’ την ζωή…. [Σα’ να προσπαθεί να προσεγγίσει την λευκή ομίχλη του αγνώστου.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Εκεί Αλέξανδρε είναι η απώλεια….Η ιστορία σου διασφαλίζει την ζωή…[Με αίσθηση ασφαλείας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μια ζωή όμως μαρτυρική….Ανιστορική η παρουσία στο λευκώλενο ένδυμα της ανυπαρξίας…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Μακάρι εκεί να ήταν ο Αντίπατρος και οι υιοί του…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην το λες αυτό Ρωξάννη…Μου προσέφεραν την αθανασία με την δολοφονία μου…[Με πληγωμένο παράπονο που αφήνει όμως στην πορεία του ίχνη ανέφελης μα αντιδραστικής ευγνωμοσύνης.]Έμεινα στο βαθύγαιο μέρος του νου της ιστορίας….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Μην μιλάς…[Τον πλησιάζει και του χαιδεύει το κάθιδρο κεφάλι του.]Τουλάχιστον τώρα οι στρατιώτες σου δεν πίνουν τα ούρα τους…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Είναι η κρήνη του λίθου νεφρίτη και των δώρων του…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Δεν τους γλίτωσε απ’ των Ιμαντόποδων την συντυχία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Έξι χέρια και πόδια είχε ο καθένας, λεπτά σαν λουριά…[Με κάποιον επισφαλή φόβο.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ίσως γιατί Αλέξανδρε η εξουσία έχει πολλά χέρια και πόδια σαν μαστίγια…. Σκοτώσατε πολλά ζώα τις νύχτες στα ποτάμια…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Έρχονταν για να πιούνε νερό και να δούνε στο ποτάμι την επίδραση και την μορφή της νύχτας…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ευτυχώς Αλέξανδρε που σκότωσες τις νυχτερίδες που είχαν μέγεθος περιστερώνα προτού σου απαντλήσουν το αίμα…[Χαμογελάει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Mε τους νυχτοκόρακες εξασφάλισα αινολαμπές γεύμα…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ήταν για όσους περίμεναν τον θάνατό σου ένα μήνυμα…Τους έφαγες με την θεϊκή φωτιά σου τη νύχτα….[Του ψηλαφεί τον λαιμό.] Πιστεύω όμως ότι τελείωσες τον πόλεμο γιατί στην Πρασιακή άνεμοι κατέστρεψαν του στρατοπέδου σου την σκηνή…Προδικαστικοί οιωνοί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το χιόνι Ρωξάννη…Το χιόνι….Ο πάγος της ψυχής τους…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Τα φυτά Αλέξανδρε που μιλάνε…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μουθού εμαούσαι…Τα δένδρα που ταυτοποιούνται με τα δέρματα των ζώων συμβολίζουν πως μέσα μας είναι και το δέρμα μας τα αποκρύπτει…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Δεν υπήρχε όμως σίδηρος, χαλκός, κασσίτερος και πλασμένος πηλός στο αλσύλλιο το ιερό… Αυτό το γεγονός πως θα μπορούσε να ερμηνευθεί;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πως η ζωή δεν υπάρχει σε καμία εξόρυξη και μεταλλείο…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ή λας ή επί λας…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν μου άρεσε που δεν μπορούσε κανείς να θαφτεί εκεί έστω και με αυτοκρατορική τιμή παρά μόνον ο ιερέας της γης και της σελήνης…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Η φωνή που έβγαινε Αλέξανδρε ήταν οι θροισμοί στα αυτιά των ψυχών τους…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όχι…Όχι…Μην το λες αυτό…[Κουνάει το κεφάλι του δεξιά-αριστερά σα ’να του επιτίθενται ορτύκια.]Η φωνή η ινδική προανήγγειλε την δική μου θανή….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Υπάρχουν φαίνεται πολλές φωνές κάτω απ’ την γη….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μου προφήτευσαν η σελήνη και ο ήλιος πως η μητήρ μου και εσύ θα έχετε την ίδια με την δική μου στιχουργία δολοφονικώς καταληκτική….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Το αντιπαρέρχομαι Aλέξανδρε….[Τον βλέπει βαριανασαίνοντας και το πρόσωπό του προς τον λαιμό του απ’ την αδυναμία του να στρέφει.] Μην εγκαταλείπεις…Εσύ που απείλησες να πυρπολήσεις την πόλη των Βεβρύκων
για μια γυναίκα….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η Μάρπησσα…Ναι…η Μάρπησσα…[Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.] Είχαν απαγάγει την γυναίκα του Κανδαύλη…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ούτε καν ο γιος μιας βασίλισσας και δη της Αιγύπτου δεν είχε
κατανοήσει Αλέξανδρε πως υπήρξες άσσος όχι στων ηθοποιών τις μεταμφιέσεις αλλά στις εκφωνήσεις και των ονομάτων τις παραποιήσεις…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μια μητέρα δεν ξεγελιέται ποτέ απ’ τον γιό της….[Με πατρική επίγνωση που επιχαίρει με τα λάθη της μητρικής.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Πολλώ δε μάλλον η Κανδάκη…Πως ένιωσες όταν η Κανδάκη ξεσκέπασε την ταυτολογία σου;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όπως όταν ένας άνδρας ξαπλωμένος στο κρεβάτι με την γυναίκα στον εξώστη του….[Μειδιά σε λήθαργο.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Τους νίκησες με τον αρκτούριό σου λόγο όλους για την αγάπη ενός άνδρα προς μια γυναίκα Αντίγονε….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτό ήταν το διττό όνομά μου για να ξεγελάσω τον άνδρα και να δω από κοντά πως βλέπουν οι άλλοι το αληθινό μου πρόσωπο…[Με αναλαμπή του παλιού του καλού εαυτού.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Μάλλον δεν σε σκότωσαν γιατί ήσουν αντί του γόνου και όχι γιατί έδιωχνες τους άνδρες….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ευτυχώς που δεν γνώριζαν την ταυτότητά μου γιατί αξίφιος θα πέθαινα στα χέρια τους αμαχητί…Είχα σκοτώσει τον Πώρο που ήταν ο πατέρας
της γυναίκας ενός εκ των παιδιών της Κανδάκης….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Κακό πράγμα Αλέξανδρε να σκοτώνεις βασιλείς….[Δακρύζει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γι’ αυτό πήγα στις κατοικίες των θεών…Για να μάθω και την διάρκεια ζωής μου….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Και τι σου απάντησε ο Σαράπης, ο γεννήτωρ της φύσεως Αλέξανδρε στα έθνη ξακουστέ;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο Σεσογχώσις ομοτράπεζος των θεών μου είπε πως είναι ανώφελο κανείς να γνωρίζει την ημέρα που θα πεθάνει γιατί πεθαίνει κάθε ημέρα….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Ίσως θα ήταν πιο χρήσιμο Αλέξανδρε πώς να αποφύγεις τον θάνατο να ρωτήσεις τον θεό….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι θεοί εκπέμπουν φως απ’ τα μάτια τους γιατί η ψυχή τους διαφέρει από αυτή των θνητών….Δίχως κόρη, δίχως ίριδα….Το σημείο της καρδιάς που είναι όλο φως έχει λιώσει την ψυχή τους και την έχει αντικαταστήσει με το φως των ιδεών….[Με σοφία θεού.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Γι’ αυτό οι θεοί Αλέξανδρε δεν έχουν συναισθήματα και αισθήματα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Περιώνυμο με χαρακτήρισε ο Σεσόγχωσις γιατί έκτισα την Αλεξάνδρεια και την ιδέα της εκδίωξης των αρσενικών την μετουσίωσα σε κατοικία των ανδρών….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Και ο θεός τι μορφή έχει Αλέξανδρε;[Με υποκριτική απορία φαίνοντας πως γνωρίζει την κατάσταση.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μια λαμπερή ομίχλη σε θρόνο επάνω….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Οι ομίχλες έχουν την τάση της ξεκούρασης;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όχι αλλά τον χαρακτηρισμό της εξουσίας….[Ανοιγοκλείνει τα μάτια του.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Μιλάς Αλέξανδρε με Αμμώνιους αφορισμούς…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ίσως γιατί τα λόγια μου είναι σαν την άμμο που μετράει τον χρόνο ζωής της κλεψύδρας…[Βήχει, ενώ στα μάτια του ευδιάκριτη η ενδελεχής χρεία για αρωγή.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Με κοιτάζεις Αλέξανδρε σαν πληγωμένο ζώο…[Του χαιδεύει τα μάγουλα σαν μικρό παιδί.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σαν ετοιμοθάνατο ελκοφόρο ζώο…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Που περιδιαβαίνει κρυσταλλοφόρα όρη προς την Μερόη…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ίσως γιατί οι πτυχώσεις των ενδυμάτων της γης υποκλίνονται στο μεγαλείο των μυστηρίων τ’ ουρανού αναπαράγοντάς τον… Ο βήρυλλος μου χαρίσθηκε για εύνοια σε θάλάσσια ταξίδια…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Και γιατί θυσίαζαν οι Αμαζόνες άλογα στον Ποσειδώνα, στον Ήφαιστο και στον Δία;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί είναι άλογο να μένουν παρθένες αυτοεξόριστες στο νησί και στα πελάγη των ευμενών τεχνών και τεχνικών τους….[Δυσαναπνέει.] Και γιατί πέρα απ’ το αχανές τους ποτάμι διακορεύουν τους άνδρες…[Βήχει δανείζοντας το δεξιό χέρι ως κογχύλι στο στόμα του.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Τελικά οι Αμαζόνες έπαιξαν έναν λεκτοπλόκαμο ευφυΐας στο δικό σου στέμμα Αλέξανδρε…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι αμαζόνες ως γυναίκες όταν εξαναγκάζουν τους άνδρες σε φυγομαχία είναι αλγοφορούσα ήττα, ενώ αν τις νικούσαν οι δεύτεροι θα ήταν μια
νίκη λογική δίχως θαυμαστά συμβάντα σε διάταση περιμετρικώς αξιοπερίεργα…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Εκατό τάλαντα χρυσού Αλέξανδρε για την αποφυγή της εκεχειρίας…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ένας αιώνας νηνεμίας…[Τρις.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Και οι πεντακόσιες ιππεύτριες;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το ήμισυ της χιλιετίας….[Ξέψυχος.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Το δόρυ σου τους έστειλες στην θέση του Αλέξανδρου….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το σύμβολο της ακμής μου…[Πιάνει με το αριστερό του χέρι τον φαλλό του σα να τον περιπαίζει.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Δεν θα συλλάβεις τον στρατό του Ευρυμίθρη που διατρέχει τους μαστούς του Βορά μου;[Με τον σίελο της γλώσσας της πλάθει μαιάνδρους στην περιφέρεια των μαστών της.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ένωσε τες στο σημείο της καρδιάς…[Η Ρωξάννη τον υπακούει πρόθυμα.]Εκεί έκτισα τις Κασπίες Πύλες και τις άλειψα με ασίκητο….
ΡΩΞΑΝΝΗ: Στην φωτιά άκαυστο και στην κόψη του σίδερου ακατανίκητο …[Με ύφος αγέρωχο.] Γωγ…Μαγώθ… Ανουγείς…Αιγείς… Εξενάχ…Διφάρ… Φωτιναίοι…Φαριζαίοι…Ζαρματιανοί…Χαχώνιοι…Αγριμάρδοι…Ανουφάγοι…Θαρβαίοι…Άλανες…Φυσολωνικαίοι…Σαλτάριοι…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η βασιλεία της καρδιάς σου….Όλους τους γοήτευσες με αυτά τα στήθη…[Προεκτείνει τα χέρια του προς τα στήθη της με την πρόφαση του ανέφικτου.]
ΡΩΞΑΝΝΗ: Αν και έτρωγαν σκώληκες και οίστρους, εκτρωματικά εξαμβλώματα, σκηνώματα νεκρών και έμβρυα με το κάλλος μου τους ποιήματα καλλιτεχνικά και επικά με τα φτερά των μαστών μου τους ενέπνευσα…[Ο Αλέξανδρος κάνει νεύμα στην Ρωξάννη να του ανασηκώσει την κεφαλή. Εκείνη ακαριαίως το διαπράττει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν θα ξαναδώ Ρωξάννη οι ιμάντες των ασπίδων των στρατιωτών μου απ’ την βροχή να έχουν σαπισθεί στην Πρασιακή…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Αυτό αν και λυπηρό θα έπρεπε να σε χαρμοποιεί….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο Αριστοτέλης μου είχε πει πως γνώρισα το νου πολλών ανθρώπων…
ΡΩΞΑΝΝΗ: Δεν σε βοήθησε σε τίποτε να εισέλθεις στον Τίγρη των εχθρών σου….[Του δίνει ένα φιλί για ν’ αποχωρήσει απ’ την σκηνή.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Νέστορας στην κρίση….Οδυσσέας στην στρατηγική…
[Τα φώτα σβήνουν όσο φθίνει και η σονάτα του σεληνωτού βήχα του Αλέξανδρου.]
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
[Διαδραματίζεται πέντε ημέρες αργότερα στου Αλέξανδρου το ανακτορικό δώμα. Εισβάλλουν στην σκηνή ο Περδίκας και ο Ολκίας.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Έφυγαν οι Μακεδόνες;[Σα ’να μην έχει λεπτομερή αίσθηση της πραγματικότητας.]
ΟΛΚΙΑΣ: Όπως διέταξες Αλέξανδρε….[Με τιμές στρατηγού.]
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Οι επιθυμίες σου πραγματικότητα…[Με τιμές στρατηγού.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μια επιθυμία είχα και αυτή ανεκπλήρωτη…Να πεθάνω σε βαθύ γήρας διαφεντεύοντας την ήπειρο αυτοκρατορία μου…[Ασθμαίνοντας.]
ΟΛΚΙΑΣ: Αυτά τα λόγια δεν πρέπει να κοσμούν την ζώνη ως ανθέμια σ’ έναν αυτοκράτορα…
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Αυτοκράτωρ εγεννήθης Αλέξανδρε…Αυτοκράτωρ θα πεθάνεις…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μου είχαν πει πως δεν πεθαίνουν οι θεοί…[Με μομφή παραπόνου.]
ΟΛΚΙΑΣ: Οι θεοί Αλέξανδρε δεν φοβούνται το σκοτάδι…
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Ούτε τον έρωτα ως ωδή εις την αγάπη…[Ο Αλέξανδρος τους στρεβλοκοιτάζει.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτά τα λέτε εσείς απ’ το βάθρο του κόσμου των ζωντανών…Δεν ξέρω αν θα λέγατε τα ίδια στο μονοπάτι της σκιερής αγάπης…
Ο Αλέξανδρος με δάκρυα βρέχει ανάμεσά σας τούτο το κρεβάτι…[Ο Ολκίας και ο Περδίκας κοιτάζουν τον περιρέοντα κόσμο δίχως να δούνε τίποτε.]
ΟΛΚΙΑΣ: Φαίνεται Περδίκα πως ο επιθανάτιος ρόγχος το ταξίδι του επάνω του έχει ξεκινήσει….[Σε τόνο θροιστικό.]
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Φεύγει καλπάζοντας απ’ την ζωή δίχως όμως κανέναν απτό Βουκεφάλα…[Στο αυτί του Ολκία, ίσα για να τον ακούει το φιλοθεάμον κοινό.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Οι ζωντανοί δεν αποχαιρετούν τους νεκρούς με νυκτέλιους ψιθύρους…[Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του απ’ την αγωνία.] Ολκία έχω δίπλα μου την διαθήκη μου…Διάβασέ την…[Ο Ολκίας ανάστατος απ’ το ξαφνικό της πρόσκλησης διαβάζει το περιεχόμενο της διαθήκης με εγκελάδια χέρια.]
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Έλαβες Αλέξανδρε τις τελευταίες σου από ότι βλέπω αποφάσεις….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Περδίκα θα φροντίσεις η διαθήκη μου να μην μείνει ανεκτέλεστη και να τηρηθούν μέχρι και το τελευταίο γράμμα τα συμπεφωνημένα…[Ο Περδίκας ερείδεται στον ώμο του Ολκία και διαβάζουν έτσι από κοινού το περιεχόμενο της.] Θέλω να φύγει η φρουρά των Ελλήνων απ’ την πόλη ώστε να έχει ξανά την ελευθερία του λόγου και να ’ναι ανεξάρτητη όπως ο Θεός…[Ο Ολκίας τον κοιτάζει περίλυπος και συνεχίζει την ανάγνωση της διαθήκης στην μικρά παρέκβαση του Αλέξανδρου.]
ΟΛΚΙΑΣ: Περδίκα σε ορίζει σατράπη της Περσίας…[Ο Περδίκας χαμογελάει σε σύσφιγξη με συμμόρφωση για το τραγικό τέλος του Αλέξανδρου στο πρόπυλο μιας τεράστιας επιτυχίας.]
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Είσαι σίγουρος Αλέξανδρε πως θέλεις να ταφείς στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου…Μπορεί τα χίλια τάλαντα χρυσού στους εκείθεν ιερείς δωροδοκία να θεωρηθεί…Δεν θέλουν να ταφείς εκεί γιατί πόλεμος και κακοτυχία θεωρούν πως απ’ το νεκρό σου σώμα μπορεί να προξενηθεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ως σατράπης της Αιγύπτου ο Πτολεμαίος θα διορισθεί και το νεκρό μου σώμα στα χέρια του θα κηδευθεί…[Βαρέως ανασαίνει.] Εσύ Ολκία θα ενημερώσεις και τον Κρατερό πως τον όρισα διοικητή της Μακεδονίας και τον Αρριδαίο βασιλέα των κοιλάδων της…
ΟΛΚΙΑΣ: Αν η Ρωξάννη υιό ανατείλει, ενώ το άστρο σου για μήνες θα έχει δύσει;
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Ή αν δεν θέλουν τον Αρριδαίο τον υιό του Φιλίππου οι Μακεδόνες για βασιλέα τους;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν είναι αγόρι τότε εκείνο θα πρέπει μετά τον θάνατό μου να βασιλεύσει…[Με σοφία σολομώντος.] Αν δεν θέλουν τον Αρριδαίο ένα βασιλέα της προτίμησής τους οι Μακεδόνες ας εκλέξουν…
ΟΛΚΙΑΣ: Περδίκα λαμβάνω απ’ τον Αλέξανδρο το βασίλειο της Ιλλυρίας…[Με πασιφανή χαρά που ανεμίζει την διαθήκη.]
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Σου ορίζει πως απ’ τα τρεις χιλιάδες τάλαντα θα πρέπει να κατασκευάσεις ιερό και να αφιερώσεις ανδριάντες στους δυο πατέρες του:
τον Άμμωνα και τον Φίλιππο, στην μητέρα του την Ολυμπιάδα, στην δεύτερη περσόνα του τον Ηρακλή και στην θεά που του δώρισε με την σοφία της την κοσμοκρατορία του, την Αθηνά…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τίμα τον πατέρα και την μητέρα σου…[Σχεδόν ημιλιπόθυμος.]
ΟΛΚΙΑΣ: Ο Αλέξανδρος με την αιχμαλωσία των Ιουδαίων απέκτησε και τα πατρογονικά τους έθιμα έστω αναδιπλασιασμένα…Βλέπεις η αλήθεια και η ανίχνευσή της…
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Και για εσένα Ολκία ορίζει ανάλογες τιμές…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η περιοχή ως τον Υδάσπη στον Ταξίλη, ως τον Ινδό τον Πώρο
και στις Παροπανισάδες ορίζω…Ορίζω τον Οξυδράκη πατέρα της γυναίκας μου….
ΟΛΚΙΑΣ: Γιατί πιστεύεις Περδίκα πως η τελευταία περιοχή της αυτοκρατορίας επιδικάσθηκε στης Ρωξάννης τον πατέρα;[Ψιθυριστά.]
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Γιατί το τέλος της πλησιάζει και επειδή τα αρσενικά γένη διαφεντεύουν τα θηλυκά ουσιαστικά…[Με φωνή σιγαστική.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θέλω τον Τληπόλεμο στην Καρμανία…Τον Πευκεστή στην Περσία…Τον Φραταφέρνη στην Υρκανία...[Σε φθίνοντα τόνο φωνής.]Τον Οξύντη στην Μηδία…
ΟΛΚΙΑΣ: Εδώ Αλέξανδρε ορίζεις πως η πανοπλία σου πρέπει στο Άργος να μεταφερθεί…
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Είναι Ολκία γιατί νίκησε τον Άργο και με την στρατιωτική του Αργώ κατέκτησε μέρη νέα… Για να θυμούνται πως το σώμα του δεν μπορεί να το ’χει κανείς όμως την θωριά του την πολεμική μόνον εκτός ζωής αφού σε μάχη ποτέ δεν είχε παραδοθεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θέλω να την βλέπουν και η θέα της να ’ναι τρομακτική…
ΟΛΚΙΑΣ: Εδώ Περδίκα ορίζει πως τα δόντια των ελεφάντων και τα δέρματα φιδιών στους Δελφούς με χρυσό πως πρέπει να παραδοθούν…
ΠΕΡΔΙΚΑΣ:Ο Απόλλων ο Πυθώνειος…Οι μαντείες έχουν την δύναμη της επαναληπτικής δύναμης και της μνήμης που δηλητηριάζουν τα πάντα με την χρυσή τους επιφάνεια…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Περδίκα φρόντισε να διορισθεί διοικητής στην Αλεξάνδρεια
που θα προσαγορευθεί ιερεύς Αλεξάνδρου…Χρυσό στέφανο απ’ την αγιότητά του, ένα ενιαύσιο τάλαντο και ασυλία από κάθε υπηρεσία… Η καταγωγή και τα προνόμια του θα κληροδοτηθούν στους απογόνους τους…
ΟΛΚΙΑΣ: Περδίκα άλλη μια ισχυρά ιουδαϊκή καταλυτική παιδεία…
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Δεν έχεις στο στόμα σου καμία αδικία Ολκία…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θέλω Περδίκα μια σαρκοφάγο χρυσή ώστε το σώμα μου σε αυτή να τοποθετηθεί…
ΟΛΚΙΑΣ: Αλέξανδρε ο Κάσανδρος και ο πατέρας του σκέφτονται να ταφείς στην πλησιέστερη Αλεξάνδρεια γιατί θέλουν οι υποθέσεις σου το γρηγορότερο δυνατόν να ’χουν εκπληρωθεί…
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Μην του το λες με στεντόρια την φωνή….[Σε φθόγγους σιγής.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το ξέρω Ολκία…Προτιμώ της Αλεξάνδρεια γιατί αν πρότεινα να με ενταφιάσουν στην Μακεδονία δεν θα τολμούσε κανείς να πειράξει την Ρωξάννη και τον δικό μου υιό απ’ τους ωκεανούς λατρείας στον τάφο μου που θα εξέφραζε ο λαός της Μακεδονίας…
ΟΛΚΙΑΣ: Στον Πτολεμαίο ορίζει την Κλεοπάτρα, την αδελφή του για γυναίκα…
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Για να του υπενθυμίζει την δόξα του πατέρα του….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για τον Κρατερό την Κυνάνη, την κόρη του Φιλίππου…
ΟΛΚΙΑΣ: Γιατί Περδίκα όποιος αγαπάει τ’ άλογα πλησιάζει την κυνική σοφία
και την εξουσία…
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Εδώ βλέπω Ολκία πως τον Λυσίμαχο ορίζει για διοικητή της Θράκης και για γυναίκα του την Θεσσαλονίκη…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί όποιος εξαπολύεται στην μάχη σαν τους Θεσσαλούς τα πάντα κατανικάει…
ΟΛΚΙΑΣ: Τι διαύγεια πνεύματος Αλέξανδρε στον διυλιστήρα της επιθανάτιας διελκυνστίδας…[Με ασυγκράτητο θαυμασμό.]
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Ολκία ορίζει για σύζυγό του Λεοννάτου την αδελφή σου την Κλεοδίκη και του Ελλησπόντου την σατραπεία….[Με ύφος ενδεούς μαντατοφόρου.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για να θυμούνται όλοι πως οι λέοντες νικούν σε δοξασμένες δίκες…[Ξέψυχος.]
ΟΛΚΙΑΣ: Γιατί όρισε στον Ευμένη την Παφλαγονία και την Καππαδοκία;
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Γιατί Ολκία τα ουρανικά γράμματα και τα χειλικά που παφλάζουν
έχουν αγαθό μένος…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θέλω η Φοινίκη και η Συρία να επιδικασθεί στον Μελέαγρο…
ΟΛΚΙΑΣ: Γιατί τα συριστκά γράμματα του φοινικικού αλφαβήτου έχουν την ηδυμέλεια των αγρών και την καλλιέργεια…
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Η Παμφυλία και η Κιλικία Αλέξανδρε γιατί έχουν στον Αντίγονο ορισθεί;[Εξακολουθεί πότε ν’ αναγιγνώσκει το κείμενο της διαθήκης και ενίοτε όταν απευθύνεται στον Αλέξανδρο να τον κοιτάζει κατάματα.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί όποιος πίνει από κύλικα και κατάγεται από πολλές φυλές δεν έχει γόνους αλλά αρκετά ανίψια…
ΟΛΚΙΑΣ: Οι νησιώτες γιατί ελεύθεροι;
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Γιατί η θάλασσα απ’ την γη και τους κανόνες της έχει προ πολλού χωρισθεί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θέλω…Θέλω…[Με σπειροειδή φωνή.] Θέλω Ολκία να πεις στην μητέρα μου να θεσπίσει το πιο πολυτελές γεύμα σε πτωχούς τε και ευγενείς στην μνήμη μου…. Γιατί με τον θάνατό μου θα ’πρεπε όλοι να χαίρονται και να διασκεδάζουν….[Γελάει με δραματικό ύφος.]
ΟΛΚΙΑΣ: Άλλο ένα ανατολίτικο έθιμο προερχόμενο πιθανώς εξ’ Ινδιών…[Με το χέρι του στο αυτί του Περδίκα τάχα για να μην τον ακούσει.]
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Πιστεύω πως θα ’θελε όλοι να χαίρονται και να γλεντάνε όπως πράττουν στα σκοτεινά οι παρασκηνιακοί του δολοφόνοι…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ναι…Γιατί θέλω να ταυτισθεί το πρόσωπο των δολοφόνων μου με των αμέτοχων στο έγκλημα αυτό…Γιατί δεν το απέτρεψαν…Γιατί ενδομύχως
συναινούσαν σιωπηλώς…[Κοιτάζει ένα απροσδιόριστο κενό.] Ο Βουκεφάλας είναι ανάμεσά σας…Θέλει να με βοηθήσει…Δεν μπορεί…[Με εύθραυστο ύφος.]
ΟΛΚΙΑΣ: Πιστεύει ότι ατενίζει το νεκρό Βουκεφάλα….
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Το βλέπω…[Προβληματισμένος.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Βλέπω τον Βουκεφάλα να ορμά στον Κάσσανδρο και τον Ιόλα…Απόδωσε την εκδίκηση για τον νεκρό αφέντη σου Βουκεφάλα …Έτσι…Χτύπα με την σοφία σου των προδοτών άπληστων τα κεφάλια…
Ναι.. Έτσι…Ρίξε τους στα Τάρταρα…Αιωνίως…Ναι…[Σε παραλήρημα ενώ ο Ολκίας και ο Περδίκας εποπτεύουν τα τεκταινόμενα με αμηχανία.]
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
[Ο Πτολεμαίος κάθιδρως εισέρχεται επί σκηνής. Κοιτάζει με πάσα επιφύλαξη τον Περδίκα και τον Ολκία. Παραμερίζει τα δυο βουνά και θέτει την πλώρη του στο κρεβάτι του μελλοθάνατου.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Πες μου Αλέξανδρε πως δεν είναι αληθές ότι πεθαίνεις…[Με αταλάντευτη αρρενωπότητα που δεν οπισθοχωρεί σε κατάσταση κρίσης.]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Βλέπεις Πτολεμαίε το άστρο εκείνο στον ουρανό;[Του δείχνει με το ασθενικό του χέρι κάποιον ανώνυμο αστερισμό.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Το βλέπω Αλέξανδρε στην ομίχλη που μας έχει κυκλώσει αν και δεν θα ήθελα να το δω αν συμβολίζει εσένα…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όταν το αστέρι κρυφτεί στον ουρανό αφού βαπτισθεί πρώτα στον ποταμό θα έχω αναχωρήσει…[Ο Ολκίας και Περδίκας αποστασιοποιημένοι στην άκρη μοιάζει να περιμένουν το αναπόφευκτο.]
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Ποιος Αλέξανδρε θ’ αναλάβει την διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας σου;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν και έχει βραδιάσει θα σου απαντήσω Πτολεμαίε….
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Δεν αποζητώ Αλέξανδρε κάτι από εσένα διαφορετικό…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η βασιλεία θα χορηγηθεί σ’ εκείνον που την θέλει, ενώ είναι ράδιος στο να την κρατήσει και να την κάνει πανσέληνο στην στεφάνη του…
[Με αυτά τα λόγια το χέρι του Αλέξανδρου αφήνεται κατά γης για να συναντήσει με τις πράξεις του ό,τι έγινε πάνω σε αυτήν και για αυτήν.]
ΟΛΚΙΑΣ: Περδίκα βλέπεις…Δεν υπάρχει πιά το άστρο στον ουρανό…
ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Χάθηκε ο Αλέξανδρος…Χάθηκε και το φως…[Αγκαλιάζονται ενώ ο Πτολεμαίος με δάκρυα στα μάτια και προβαίνοντας σε κοπετό αποχωρεί απ’ την σκηνή.]
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
[Εισέρχονται όλοι οι πρωταγωνιστές του θεατρικού έργου ζώντες τέ και νεκροί πάνω απ’ το κρεβάτι του νεκρού αυτοκράτορα, ραίνοντάς τον με στεφάνια από άνθη και όλοι με μια φωνή:]
ΟΛΟΙ: Αλέξανδρε περίλαμπρε…Έδυσες όπως δύει κάθε αυτοκρατορία στην ακμή της…. Σε θρηνούμε και στην γοργόνα σου θα μονολογούμε….Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; Eμείς οι Μακεδόνες της οικουμένης που οικοδόμησες θ’ απαντούμε σε κάθε περαστικό και διαβάτη: ο βασιλιάς Αλέξανδρος όσο ανατέλλει και δύει ο κόσμος τούτος αναπνέει, υπάρχει και στο μεσοδιάστημά μας ζει…Ζει…[Τρις.]
ΑΥΛΑΙΑ
ΤΕΛΟΣ